
ECLI:CY:AD:2021:A353
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 305/2013)
20 Ιουλίου, 2021
[Α.ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ., Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ., Δ.ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.]
xxx ΛΕΩΝΙΔΟΥ (ενάγων στην αγωγή αρ.3255/06)
xxx ΚΥΡΙΑΚΟΥ (ενάγων στην αγωγή αρ.3256/06)
xxx ΚΛΗΡΙΔΗΣ (ενάγων στην αγωγή αρ.3257/06)
xxx ΜΑΥΡΟΓΙΑΚΟΥΜΟΣ (ενάγων στην αγωγή αρ.3258/06)
xxx ΑΔΑΜΟΥ (ενάγων στην αγωγή αρ.3259/09)
xxx ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ (ενάγων στην αγωγή αρ.7441/07)
Εφεσείοντες/Ενάγοντες
και
1. xxx ΚΥΡΙΑΚΟΥ, πρώην Διευθυντής Τμήματος Φυλακών
2. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι
_ _ _ _ _ _
Α.Σ.Αγγελίδης με Ξ.Ευγενίου, (κα), και Μ. Μαλάη, (κα), για τους εφεσείοντες
Γ.Αμπίζας, με Στ.Αμπίζα (ασκούμενο δικηγόρο), για τον εφεσίβλητο 1
Α.Χριστοφόρου με Ε.Τζιόρταν, (κα), για τους εφεσίβλητους 2
_ _ _ _ _ _
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Το αγώγιμο δικαίωμα των εφεσειόντων/εναγόντων, δεσμοφυλάκων, κατά τον ουσιώδη χρόνο, στις Κεντρικές Φυλακές Κύπρου βασιζόταν στο αστικό αδίκημα της δυσφήμισης. Ο εφεσίβλητος 1/εναγόμενος 1 μεταξύ άλλων είχε προβάλει την υπεράσπιση του προνομιούχου δημοσιεύματος, υπεράσπισης που πέτυχε, με αποτέλεσμα οι αγωγές των εφεσειόντων που είχαν συνεκδικαστεί να απορριφθούν έναντι και των εφεσιβλήτων 2/εναγομένων 2 (της Κυπριακής Δημοκρατίας). (Ομοίως απερρίφθηκε και η βάση αγωγής επιζήμιας ψευδολογίας λόγω μη απόδειξης των στοιχείων της).
΄Ηταν κοινό έδαφος ότι ο εφεσίβλητος 1 είχε αναλάβει καθήκοντα Διευθυντή των Φυλακών τον Οκτώβριο του 2002 και από τη θέση αυτή συνταξιοδοτήθηκε την 1η.11.2004. Δυο μέρες προτού αφυπηρετήσει, δηλαδή την 29.10.04 συνέταξε 10 σημειώματα τα οποία τοποθέτησε στον προσωπικό φάκελο του κάθε δεσμοφύλακα. Ενδιαφέρουν εν προκειμένω, μόνο τα σημειώματα που αφορούν τους εφεσείοντες.
Να σημειωθεί ότι για τους σκοπούς της επίδικης διαφοράς η έννοια του «δεσμοφύλακα» καλύπτει διάφορες βαθμίδες ανέλιξης. Το περιεχόμενο των ως άνω σημειωμάτων που ο εφεσίβλητος 1 τοποθέτησε στους αντίστοιχους φακέλους, είναι που ώθησε τους εφεσείοντες στην καταχώρηση των αγωγών. Πέραν τούτου, στις 5.5.2005 το σύνολο των δημοσιευμάτων κυκλοφόρησε στο ευρύ κοινό μέσω δημοσίευσης στην εφημερίδα «Σημερινή».
Είναι εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο και δεν προσβάλλεται, ότι άγνωστα πρόσωπα διοχέτευσαν στην εφημερίδα το υλικό αυτό. Σημειώνεται, ότι οι εφεσείοντες δεν στράφηκαν κατά της εφημερίδας αλλά μόνο εναντίον του εφεσίβλητου 1 ως αδικοπραγήσαντα και των εφεσιβλήτων 2 ως εκ προστήσεως υπευθύνων.
Οι εφεσείοντες έδωσαν μαρτυρία οι ίδιοι ως ΜΕ1/Λεωνίδου/εφεσείων 1, ΜΕ2/Κληρίδης/εφεσείων 3, ΜΕ3 Κυριάκου/εφεσείων 2, ΜΕ4 Μαυρογιάκουμος/εφεσείων 4, ΜΕ5 Αδάμου/εφεσείων 5, ΜΕ6 Νικολαϊδης/εφεσείων 6. Σημειώνεται ότι ο ΜΕ7, επίσης ενάγων τότε, δεν καταχώρησε έφεση.
Για την υπεράσπιση, μαρτυρία έδωσε μόνο ο εφεσίβλητος 1.
Θα πρέπει στη συνέχεια να καταγραφούν τα επίμαχα δημοσιεύματα, όπως παρουσιάζονται στην εκκαλούμενη απόφαση.
Για Λεωνίδου/εφεσείοντα 1:
ΘΕΜΑ: Αρχιδεσμοφύλακας αρ.xxx xxx Λεωνίδου
Ο πιο πάνω Αρχιδεσμοφύλακας είναι αφελής και επιπόλαιος. Δεν έχει πρωτοβουλία, ούτε λαμβάνει υπευθυνότητα. Είναι κυκλοθυμικός και κάνει επίδειξη σωματικής δύναμης, ενώ ο δείκτης νοημοσύνης του είναι πολύ χαμηλός. Το παρόν να τοποθετηθεί στον προσωπικό φάκελο του ανωτέρω.»
Για Κληρίδη/εφεσείοντα 3
«ΘΕΜΑ: Υποδεκανέας αρ.xxx xxx Κληρίδης
Ο πιο πάνω υποδεκανέας χαρακτηρίζεται από ανευθυνότητα. Είναι φυγόπονος, συνεχώς μεμψιμοιρεί και κατηγορεί την Διεύθυνση για οποιαδήποτε απόφαση και ειρωνεύεται ότι καλό η Διεύθυνση προσπαθεί να εισάξει. Διασύρει την πειθαρχία και θεωρείται επικίνδυνος καθότι υπάρχουν πληροφορίες για συνεργασία εγκληματική με κατάδικους. Προειδοποιήθηκε αλλά συνεχίζει το ίδιο. Το παρόν να τοποθετηθεί στον προσωπικό φάκελο του ανωτέρω.»
Για Κυριάκου/εφεσείοντα 2:
ΘΕΜΑ: Αρχιδεσμοφύλακας αρ.xxx xxx Κυριάκου
Ο πιο πάνω Αρχιδεσμοφύλακας διακατέχεται από πολλή μοχθηρία. Οι σχέσεις με τους συναδέλφους του είναι μηδενικές. Είναι πλήρως αδιάφορος για το καθήκον και την υπηρεσία. Συνεχώς μεμψιμοιρεί και κατηγορεί τους πάντες. Πληροφορίες ότι συνεργάζεται επικίνδυνα με σκληρούς και δυνατούς κατάδικους. Χρειάζεται προσοχή. Παρόλο ότι του έγιναν συστάσεις συνεχίζει το ίδιο. Είναι επικίνδυνος για την ασφάλεια και την πειθαρχία στις Φυλακές. Το παρόν να τοποθετηθεί στον προσωπικό φάκελο του ανωτέρω.»
Για Μαυρογιάκουμο/εφεσείοντα 4:
«ΘΕΜΑ: Δεσμοφύλακας αρ.xxx, xxx Μαυρογιάκουμος
Πολύ επικίνδυνο άτομο. Υπάρχουν πληροφορίες ότι συνεργάζεται επικίνδυνα με δυνατούς κατάδικους και τους εξωθεί να δημιουργήσουν καταστάσεις. Ανεύθυνο πρόσωπο, αδιάφορο και μισητό από τους συναδέλφους του. Του έγιναν αυστηρές παρατηρήσεις αλλά συνεχίζει το ίδιο. Το παρόν να τοποθετηθεί στον προσωπικό φάκελο του ανωτέρω.»
Για Αδάμου/εφεσείοντα 5:
«ΘΕΜΑ: Υποδεκανέας αρ.xxx xxx Αδάμου
Ο πιο πάνω υποδεκανέας είναι ένα αδιάφορο και ανίκανο πρόσωπο. Είναι μυρωδικός κουμπάρος Λειτουργού και προωθήθηκε χωρίς να έχει ικανότητες, εκτελεί μόνο θελήματα του Λειτουργού ευεργέτη και προστάτη του. Μεμψιμοιρεί, είναι φυγόπονος και οι σχέσεις του με τους συναδέλφους του είναι μηδαμινές. Το παρόν να τοποθετηθεί στον προσωπικό φάκελο του ανωτέρω.»
Για Νικολαϊδη/εφεσείοντα 6:
«ΘΕΜΑ: Δεσμοφύλακας αρ. xxx xxx Νικολαΐδης
Είναι ο χειρότερος δεσμοφύλακας και ο πιο επικίνδυνος. Πληροφορίες τον φέρουν να συνεργάζεται με δυνατούς κατάδικους και να φέρνει ναρκωτικά με πληρωμή. Είναι πολύ επικίνδυνος. Συστηματικά παίρνει Sick Leave και είναι πολύ μισητός στους συναδέλφους του. Τέτοια στοιχεία είναι κρίμα που εργάζονται σ’ αυτό το ευαίσθητο Τμήμα. Είναι εντελώς ανεύθυνο πρόσωπο. Είναι προστατευόμενος Λειτουργού. Το παρόν να τοποθετηθεί στον προσωπικό φάκελο του ανωτέρω.»
Αφού το Δικαστήριο κατέληξε ότι όλα τα πιο πάνω δημοσιεύματα ήσαν δυσφημιστικά, εξέτασε διάφορες υπερασπίσεις. Απέρριψε, κατόπιν σχετικής ανάλυσης, την υπεράσπιση της αλήθειας και του εντίμου σχολίου. Θεώρησε όμως πως επιτύγχανε η υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη, και δη του άρθ.21(1)(α) του Κεφ.148.
Είναι χρήσιμο, σ΄αυτό το στάδιο, να παρεμβάλουμε το άρθρ.21 του Κεφ.148, με τονισμένο το (1)(α), ως άνω αναφέρεται:
21.-(1) Η δημoσίευση δυσφημιστικoύ δημoσιεύματoς είvαι πρovoμιoύχα, υπό τηv επιφύλαξη ότι έγιvε καλή τη πίστει, στις ακόλoυθες περιπτώσεις, δηλαδή-
(α) αv η σχέση μεταξύ τoυ πρoσώπoυ από τo oπoίo και τoυ πρoσώπoυ πρoς τo oπoίo έγιvε η δημoσίευση είvαι τέτoια ώστε τo πρόσωπo πoυ δημoσίευσε vα τελεί υπό voμικό, ηθικό ή κoιvωvικό καθήκov vα δημoσιεύσει αυτό πρoς τo πρόσωπo πρoς τo oπoίo έγιvε η δημoσίευση και o τελευταίoς έχει αvτίστoιχo συμφέρov στη λήψη τoυ δημoσιεύματoς ή τo πρόσωπo πoυ δημoσίευσε έχει έvvoμo πρoσωπικό συμφέρov πoυ χρειάζεται πρoστασία, και τo πρόσωπo πρoς τo oπoίo έγιvε η δημoσίευση τελεί υπό αvτίστoιχo voμικό, ηθικό ή κoιvωvικό καθήκov vα πρoστατεύσει τo εv λόγω συμφέρov:
Νoείται ότι η δημoσίευση δεv υπερβαίvει είτε κατ' έκταση είτε κατ' oυσία τo εύλoγα επαρκές υπό τις περιστάσεις.
(β) αv τo δημoσίευμα είvαι μoμφή η oπoία πρoσάπτεται από κάπoιo κατά της συμπεριφoράς άλλoυ, ως πρoς oπoιoδήπoτε θέμα σε σχέση με τo oπoίo o πρώτoς έχει εξoυσία, συμβατικά ή άλλως πως, επί τoυ άλλoυ, ή ως πρoς τo χαρακτήρα τoυ άλλoυ στo μέτρo πoυ εκδηλώvεται στη συμπεριφoρά αυτή͘
(γ) αv τo δημoσίευμα είvαι καταγγελία ή κατηγoρία από πρόσωπo εvαvτίov άλλoυ πρoσώπoυ σε σχέση με τη συμπεριφoρά αυτoύ σε oπoιoδήπoτε θέμα, ή σε σχέση με τo χαρακτήρα αυτoύ στo μέτρo πoυ εκδηλώvεται στη συμπεριφoρά αυτή, η oπoία έγιvε σε πρόσωπo πoυ έχει εξoυσία, συμβατικά ή άλλως πως, επί τoυ άλλoυ αυτoύ πρoσώπoυ σε σχέση με τη συμπεριφoρά αυτή ή θέμα, ή η oπoία έγιvε σε πρόσωπo πoυ έχει με vόμo εξoυσία vα διερευvά τη συμπεριφoρά αυτή ή θέμα ή vα δέχεται καταγγελίες σε σχέση με τη συμπεριφoρά αυτή ή θέμα͘
(δ) αv τo δημoσίευμα δημoσιεύεται για τηv πρoστασία τωv δικαιωμάτωv ή τωv συμφερόvτωv τoυ πρoσώπoυ πoυ τo δημoσιεύει, ή τoυ πρoσώπoυ πρoς τo oπoίo γιvόταv η δημoσίευση, ή κάπoιoυ τρίτoυ για τov oπoίo εvδιαφέρεται τo πρόσωπo πρoς τo oπoίo έγιvε η δημoσίευση͘
(ε) αv τo δημoσίευμα είvαι ακριβoδίκαιη και ακριβής αvαφoρά αυτώv πoυ έχoυv λεχθεί, πραχθεί ή δημoσιευτεί σε oπoιoδήπoτε voμoθετικό σώμα τo oπoίo δυvατό vα ιδρυθεί στo μέλλov.
(2) Η δημoσίευση δυσφημηστικoύ δημoσιεύματoς δεv θεωρείται ότι έγιvε καλή τη πίστει από πρόσωπo εvτός της έvvoιας τoυ εδαφίoυ (1), τoυ άρθρoυ αυτoύ, αv καταδειχθεί ότι-
(α) Τo δημoσίευμα ήταv αvαληθές, και αυτός δεv πίστευε αυτό ως αληθές͘ ή
(β) τo δημoσίευμα ήταv αvαληθές, και αυτός πρoέβηκε στη δημoσίευση χωρίς vα καταβάλει εύλoγη φρovτίδα για τηv εξακρίβωση τoυ αληθoύς ή τoυ αvαληθoύς αυτoύ͘ ή
(γ) πρoβαίvovτας στη δημoσίευση, εvήργησε με σκoπό βλάβης τoυ πρoσώπoυ πoυ δυσφημείται σε βαθμό σημαvτικά μεγαλύτερo ή κατά τρόπo σημαvτικά διαφoρετικό τoυ εύλoγα αvαγκαίoυ για τo κoιvό συμφέρov ή για τηv πρoστασία τoυ ιδιωτικoύ δικαιώματoς ή συμφέρovτoς σε σχέση με τo oπoίo αξιώvει πρovόμιo.
(3) Σε αγωγή πoυ εγείρεται σε σχέση με δημoσίευση δυσφημηστικoύ δημoσιεύματoς, αv η δημoσίευση αυτή θα μπoρoύσε vα θεωρηθεί πρovoμιoύχα βάσει τωv διατάξεωv τoυ εδαφίoυ (1), και εγερθεί η υπεράσπιση τoυ πρovoμίoυ, τo βάρoς της απόδειξης ότι η δημoσίευση αυτή δεv έγιvε καλή τη πίστει φέρει o εvάγovτας.»
Ως προς την υπόθεση σε συνάρτηση με το εν λόγω άρθρο το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού θεώρησε, ότι η έννοια του καθήκοντος δυνάμει του άρθ.21(1)(α) ανωτέρω, περιλάμβανε εκτός από νομικό, και ηθικό και κοινωνικό καθήκον, και αφού καθοδήγησε τον εαυτό του από τη σχετική νομολογία, κατέληξε ως εξής:
«….. ο εναγόμενος 1 ήταν διευθυντής των κεντρικών φυλακών και συνακόλουθα προϊστάμενος των εναγόντων. Συνέταξε τούτα τα σημειώματα δύο μόλις ημέρες προτού αφυπηρετήσει και τα τοποθέτησε στον προσωπικό φάκελο ενός έκαστου. Παραλήπτης τούτων των σημειωμάτων ήταν ο κος Χ”Δημητρίου, δηλαδή ο νέος διευθυντής των κεντρικών φυλακών, διάδοχος του εναγομένου 1. Άλλωστε αποτελεί διαπίστωση του δικαστηρίου ότι ο εναγόμενος 1 γνωστοποίησε την ενέργειά του στον κο Χ”Δημητρίου και σε δεύτερη συνάντηση που είχαν οι δυο τους διαπίστωσε ότι ο τελευταίος έλαβε γνώση του περιεχομένου των σημειωμάτων.
Από το περιεχόμενο των εν λόγω σημειωμάτων διαπιστώνεται ότι αντικείμενο τούτων είναι η αποκάλυψη διάπραξης ποινικού αδικήματος (ΜΕ6 – εμπορία ναρκωτικών), πιθανότητα για εγκληματική δράση (ΜΕ2, 3, 4 και 6 – εγκληματική συνεργασία με κατάδικους) και η ανάδειξη ιδιαίτερων πλημμελημάτων του δεσμοφύλακα σε σχέση με τα καθήκοντά του, φερειπείν. ανεύθυνος, αδιάφορος, άβουλος (όλοι), φυγόπονος (ΜΕ2 και 5), ανίκανος (ΜΕ5 και 7), πρόσωπο με ψυχολογικά προβλήματα (ΜΕ7), λαμβάνει sick leave (ΜΕ6) και χαμηλής νοητική στάθμης (ΜΕ1).
Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι τα αναφερόμενα στα σημειώματα που κάνουν λόγο σε πληροφορίες για εγκληματική δράση ή διάπραξη ποινικού αδικήματος (ΜΕ2, 3, 4 και 6) επέβαλλαν στον εναγόμενο 1 ύψιστο νομικό, κοινωνικό και ηθικό καθήκον να αποκαλύψει τούτα, ώστε ο νέος διευθυντής των φυλακών να θέσει υπό παρακολούθηση, εννοώντας καθημερινό έλεγχο και όχι αστυνομική έρευνα, τα εν λόγω πρόσωπα, με προοπτική, αν οι εν λόγω πληροφορίες ήθελαν αποδειχθεί αληθείς, αυθωρεί να προβεί σε διαδικασία για προσαγωγή των αδικοπραγούντων στη δικαιοσύνη και εξαφάνιση του φαινομένου από τις φυλακές. Ως εκ της θέσεώς του ο εναγόμενος 1 είχε κάθε υποχρέωση, ηθική, νομική και κοινωνική να αποκαλύψει την πληροφόρηση που έλαβε. Το γεγονός και μόνο ότι κατά το χρόνο δημοσίευσης ο εναγόμενος 1 ήταν στην πόρτα εξόδου της υπηρεσίας, δεν διαφοροποιεί την υποχρέωσή του, όπως ούτε το ενδιαφέρον του. Επιπλέον, το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε η αλήθεια του περιεχομένου των επίδικων σημειωμάτων, δεν σημαίνει οτιδήποτε (βλ. Δρουσιώτης ν. Παπαδόπουλος, Πολ. Έφ. 54/08, ημερ. 30.01.2012). Σε αυτό το πεδίο του δικαίου επιτρέπεται ο σχολιασμός να είναι, πέρα από δυσφημιστικός, και αναληθής.
Από την άλλη ο νέος διευθυντής των φυλακών σαφέστατα και είχε συμφέρον να λάβει τούτες τις πληροφορίες. Μόνο με αυτό τον τρόπο κατέστη κοινωνός ενδεχόμενης εγκληματικής, άνομης και απαράδεκτης συμπεριφοράς στο χώρο των φυλακών και μάλιστα από δεσμοφύλακες. Δίχως αυτή την πληροφόρηση θα αγνοούσε ό,τι σχετικό και θα εφησύχαζε στο τεκμήριο της αθωότητας που περιβάλλει όλους μας».
Και παρακάτω:
«…δεν πρέπει να παραγνωρίζεται και εκείνο που έχει ήδη λεχθεί αναφορικά με το ενδιαφέρον του κοινού για τη διαγωγή των δημοσίων υπαλλήλων (βλ. Χατζηλαμπρή ν. Πετεινού, πιο πάνω, αναφορικά με την υπεράσπιση του δικαίου σχολίου και συγκεκριμένα κατά πόσο τα επίδικα σημειώματα αφορούν ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος). Καταλήγω συνεπώς ότι υπό τις περιστάσεις ο εναγόμενος 1 είχε ηθικό και κοινωνικό καθήκον να αποκαλύψει στο διάδοχό του, και ο τελευταίος είχε συμφέρον στην αποκάλυψη, ονομάτων υφισταμένων του που είναι ανεύθυνοι, ανίκανοι ή οκνηροί, ή ακόμη αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα που κωλύουν την ορθή εκτέλεση των καθηκόντων τους, όπως είναι στην περίπτωση του ΜΕ7 τα σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους καταλήγω ότι υπό τις περιστάσεις τα επίδικα σημειώματα υπάγονται κάτω από τις πρόνοιες του άρθρου 21(1)(α) του Κεφ. 148».
Σημαντικό ως προς τα ευρήματα-συμπεράσματα του Δικαστηρίου είναι ότι ο εφεσίβλητος 1 είχε ηθικό και κοινωνικό καθήκον να αποκαλύψει στο διάδοχο του, και ο τελευταίος είχε συμφέρον στην αποκάλυψη ονομάτων υφισταμένων του, που, κατ΄ισχυρισμόν κρίνονταν ως ανεύθυνοι, ανίκανοι ή οκνηροί, ή ακόμη αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα που κωλύουν την ορθή εκτέλεση των καθηκόντων τους.
Σημαντικό, επίσης, είναι το εύρημα – στη βάση της μαρτυρίας που το Δικαστήριο αποδέχθηκε – (δηλαδή αυτή του εφεσίβλητου 1), ότι δεν υπήρξε κακοπιστία από την πλευρά των εφεσιβλήτων, εν τη εννοία του εδαφίου (2) του άρθρου 21.
Δεκαπέντε λόγοι έφεσης έχουν διατυπωθεί εναντίον της πρωτόδικης κρίσης. Θα επιχειρηθεί μια ομαδοποίηση αυτών για σκοπούς ευχερέστερης εξέτασης τους.
Βασικά η μεγάλη πλειοψηφία των λόγων πλήττουν με άμεσο ή έμμεσο τρόπο το θέμα της επιτυχούς υπεράσπισης της προνομιούχας υπό επιφύλαξη δημοσίευσης.
Παρά το βασικό αυτό πυρήνα προβολής υπάρχουν και άλλοι παράμετροι που είτε συνδέονται άμεσα με την υπεράσπιση αυτή είτε εμμέσως συμπλέκονται με σχετικά συμπεράσματα ή ευρήματα του Δικαστηρίου.
Α΄Ομάδα λόγων που αφορούν άμεσα το θέμα της Υπεράσπισης του προνομίου:
Ως τέτοιοι μπορεί να θεωρηθούν ο λόγος έφεσης 2 με τον οποίο προβάλλεται ως λανθασμένο το συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος 1 είχε εκ του Νόμου καθήκον ενημέρωσης του νέου Διευθυντή. (Γίνεται αναφορά στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο, Ν.1/90 και στον περί Φυλακών Νόμο, Ν.62(Ι)/96). Με το λόγο έφεσης 3 ειδικότερα προβάλλεται η παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης (με αναφορά στους περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Αξιολόγηση Υπαλλήλων) Κανονισμοί του 1990 ΚΔΠ386/90, Καν.9). Με το λόγο έφεσης 7 εντάσσεται στο προσκήνιο εξέτασης η μη πρόσδοση αξίας στις ετήσιες εκθέσεις των εφεσειόντων και η απόκλιση του εφεσίβλητου 1 από αυτές. Με το λόγο έφεσης 13 προβάλλεται ότι ο πρωτόδικος Δικαστής δεν εξέτασε την εξαίρεση που εισάγει για την προνομιούχα δημοσίευση το άρθρο 21(2)(α), στην περίπτωση που το δημοσίευμα είναι αναληθές και ο ίδιος δεν πίστευε αυτό ως αληθές.
Β΄ Ομάδα λόγων που αφορά το εύρημα για μη ύπαρξη κακοβουλίας:
Εδώ εντάσσονται οι λόγοι 4, 6, 11 και 12, οι οποίοι αλληλοσυμπλέκονται και αλληλοσυμπληρώνονται. Στοχεύουν να πλήξουν το εύρημα για μη ύπαρξη κακοβουλίας εκ μέρους του εφεσίβλητου 1 και την απόδοση σ΄αυτόν αλλοτρίων κινήτρων.
Γ΄ Ομάδα – θέσεις για ουσιώδεις πλημμέλειες στη δικογράφηση
Εντάσσονται σ΄αυτή την ομάδα ο λόγος έφεσης 1 (ασυμβίβαστες θέσεις στη δικογράφηση), και ο λόγος έφεσης 14 (μη δικογράφηση της προνομιούχας δημοσίευσης στο δικόγραφο των εφεσιβλήτων 2).
Δ΄ Ομάδα – Λόγοι που αφορούν το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας:
Εδώ μπορούν να ενταχθούν οι λόγοι 5, 8, 9 και 10 (καθώς και εν μέρει ο λόγος 7 που τοποθετείται και στην Α΄ Ομάδα ενόψει της μακράς αιτιολογίας που αγγίζει και τις δύο Ομάδες).
15ος λόγος:
Ξέχωρη ενότητα αποτελεί ο 15ος λόγος που αφορά την ανεπάρκεια των αποζημιώσεων, εάν η έφεση επιτύχει στους λοιπούς λόγους. Παρά το ότι ο πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε την αγωγή, κατ΄ακολουθίαν της πάγιας πρακτικής, προχώρησε στον υπολογισμό αποζημιώσεων, (κυμαινομένων σε ποσά από €1.500-€3.500) ώστε να υπάρχουν ενώπιον του Εφετείου όλα τα δεδομένα.
Το περιεχόμενο της πιο πάνω κατάταξης επιτάσσει όπως εξεταστούν πρωταρχικά οι ομάδες λόγων που αφορούν τη δικογράφηση και την αξιοπιστία, αφού προβληματική αντίκριση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί αυτών των πτυχών θα μπορούσε να έχει καταλυτική σημασία επί της πορείας της έφεσης.
Εξέταση των λόγων της Ομάδας Γ΄: που αφορούν την επικαλούμενη πλημμέλεια επί της δικογραφίας (λόγοι 1 και 14).
Με βάση τη σαφή διατύπωση του άρθ.21 του Κεφ.148 αλλά και της νομολογίας έχει τεθεί το δικογραφικό πλαίσιο σε συνάρτηση μ΄αυτή την υπεράσπιση. Στον Gatley on Libel and Slander, 2013, p.1046 αναφέρονται τα εξής στις παραγράφους 27.25 και 27.26:
“Defence must be specially pleaded. Where a defendant alleges that the words complained of were published on a privileged occasion, he must specify the circumstances he relies on in support of that contention».
«Basis of privilege to be stated. Where he is required specifically to raise defence of privilege, the defendant should allege and prove the facts and circumstances which he claims bring him within the protection of the privilege. Thus, where the defendant alleges that a privilege arises from corresponding interests and duties: must appear that the subject-matter of the communication complained of is one in which the defendant and the party to whom he made the communication had corresponding interests or duties”.
Εξετάζοντας τη δικογραφία υπό το πρίσμα των πιο πάνω αρχών, δεν βρίσκουμε ο,τιδήποτε μεμπτό στη δικογράφηση του εφεσιβλήτου 1. Αντιθέτως, η ΄Εκθεση Υπεράσπισης, με απλό, συνοπτικό αλλά και ορθό τρόπο έθεσε τις βασικές παραμέτρους της υπερασπιστικής γραμμής και ορθά κατά τη μαρτυρία ξεδίπλωσε επιμέρους θέματα, χωρίς να παρατηρείται οποιαδήποτε αθέμιτη αντίφαση.
Είναι όμως γεγονός ότι, εν αντιθέσει, οι εφεσίβλητοι 2 δεν συμπεριέλαβαν την ειδική αυτή υπεράσπιση στη δική τους δικογραφία. ΄Εχουμε προβληματιστεί επ΄αυτής της παράλειψης και της ενδεχόμενης συνέπειας της. ΄Εχοντας υπόψη τη σχέση μεταξύ εφεσιβλήτων, όπως και οι ίδιοι οι εφεσείοντες προώθησαν δηλαδή του εργοδότη και εργοδοτούμενου, καθώς και την οριοθέτηση νομικά της ευθύνης τους ως εκ προστήσεως υπεύθυνους, καταλήγουμε ότι εφόσον η ευθύνη των εφεσιβλήτων 2 προκύπτει άμεσα και άρρηκτα από τις ενέργειες του εφεσίβλητου 1, η δικογραφία του πρώτου, την καθιστά επίδικο θέμα και για τους δύο. Αν η σχέση αυτή δεν υφίστατο τότε θα έπρεπε να υπήρχε ειδική δικογραφική θέση των εφεσιβλήτων 2 (βλ. Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία Λτδ ν. Καλαμαρά (1993)1 ΑΑΔ 1059). To ίδιο ισχύει και με κάποιες αντιφατικές μεταξύ τους θέσεις ή επιχειρήματα που ανέπτυξαν οι εφεσίβλητοι 2.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει οι λόγοι της Ομάδας αυτής απορρίπτονται.
Εξέταση των λόγων της Ομάδας Δ΄:
Είναι ευρέως γνωστό ότι το καθήκον αξιολόγησης βαρύνει πρωτίστως και κύρια το πρωτόδικο Δικαστήριο. Είναι πολύ περιορισμένα τα όρια που το Εφετείο δύναται να παρέμβει. Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει προβεί σε εκτενή ανάλυση και ειδικές αναφορές δίδοντας πειστικούς λόγους για την αρνητική κατάταξη των εφεσειόντων ως μαρτύρων και τη βασικά, θετική του εφεσιβλήτου 1. Αυτό έγινε – όπως είναι και το ορθό – σε συνάρτηση με τα κατατεθέντα τεκμήρια και τις δικογραφημένες θέσεις. Οι επιμέρους ισχυρισμοί για πλημμέλεια του Δικαστηρίου αδικούν το συνολικό έργο που επιτέλεσε ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, το οποίο ήταν και πλήρες και αιτιολογημένο. (Βλ. Αλήθεια Εκδοτ. Εταιρεία Λτδ κ.ά. ν. Αλωνεύτη (2002)1 ΑΑΔ 1863, 1877 και Παπαδημητρίου ν. Αντωνίου κ.ά. (2014) 1ΑΑΔ 775, ECLI:CY:AD:2014:A247, 783). Σε αρκετές σελίδες το Δικαστήριο εξήγησε γιατί θεώρησε τη μαρτυρία των εφεσειόντων επιτηδευμένη και μη ειλικρινή. Με αναφορά δε σε συγκεκριμένα τεκμήρια (εκθέσεις, επιστολές και άλλα) αιτιολόγησε πλήρως την κρίση του περί της ανειλικρίνειας των τοποθετήσεων τους, ως προς τα κίνητρα και τη συμπεριφορά του εφεσίβλητου 1. Παράλληλα, με παράθεση δεκάδων επιμέρους στοιχείων, εξήγησε γιατί ο εφεσίβλητος 1 κρίθηκε θετικός και ότι οι ενέργειες του συνήδαν με το τι θεωρούσε ορθό, μη διαπνεόμενος από άλλα κίνητρα, έναντι των εφεσειόντων. Υπό αυτή την έννοια αναφέρθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο είτε κάποια πειθαρχικά μέτρα εναντίον μερικών εφεσειόντων, είτε χαμηλές βαθμολογίες ή άλλα επιμέρους σημεία που αφορούσαν τις σχέσεις των διαδίκων, όχι για να αξιολογηθούν οι συμπεριφορές τους στο πεδίο του δημοσίου δικαίου (οπότε θα είχαν σημασία άλλα δεδομένα), αλλά για να κρίνει το Δικαστήριο τη θετικότητα ή μη των μαρτύρων. Για τους λόγους που εξηγήσαμε, θεωρούμε ότι δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας στο έργο της αξιολόγησης που το πρωτόδικο Δικαστήριο επιτέλεσε και οι λόγοι αυτής της Ομάδας, ομοίως απορρίπτονται.
Προχωρούμε να εξετάσουμε τις Ομάδες Λόγων ΄Εφεσης Α και Β. Είναι γεγονός ότι εν πολλοίς η αιτιολογία των λόγων αυτών επεκτείνεται και συμπλέκεται με προηγούμενες Ομάδες Λόγων ΄Εφεσης, δυσκολεύοντας την εξέταση τους. Κατόπιν συσχετισμού των αιτιολογιών των δύο πιο πάνω Ομάδων αλλά και της άμεσης σχέσης που έχουν τα θέματα τους, θεωρούμε ορθότερο να εξετάσουμε τις δύο αυτές Ομάδες από κοινού.
Εξέταση των Λόγων των Ομάδων Α΄ και Β΄:
Η υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη προϋποθέτει ότι γίνεται με καλή πίστη. Δεν μπορεί να επιτύχει η υπεράσπιση αυτή εάν η δημοσίευση δεν συνυπάρχει με καλή πίστη. (Βλ. Harogs v. Lowe [1975] AC 135). Γι΄αυτό οι εφεσείοντες επιμένουν σθεναρά για το λανθασμένο της κρίσης του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή να θεωρήσει ότι δεν υπήρξε εκ μέρους των εφεσιβλήτων κακοβουλία. Η προβολή θέσεων εκ μέρους των εφεσειόντων για να καταδείξουν κακοβουλία συμπλέκεται εν πολλοίς με θέματα αξιοπιστίας. Όμως, όπως ήδη εξηγήσαμε, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο έργο ως προς την αξιολόγηση της δοθείσας μαρτυρίας, δεν παρέχει πεδίο επέμβασης μας.
Συνεπώς κακοβουλία δεν στοιχειοθετείται αφού το Δικαστήριο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία του εφεσιβλήτου 1 δέχθηκε ότι το κίνητρο του ήταν η έγνοια του για την υπηρεσία και ότι ο ίδιος πίστευε στο περιεχόμενο των δημοσιεύσεων. Αντιστοίχως, η απόρριψη της μαρτυρίας των εφεσειόντων, οδηγεί σε αποκλεισμό οποιασδήποτε υποψίας κακοβουλίας.
Παραμένει να εξεταστεί κατά πόσο ο πρωτόδικος Δικαστής ορθά υπήγαγε τα περιστατικά της υπόθεσης δυνάμει των ευρημάτων του στα συστατικά στοιχεία της συγκεκριμένης υπεράσπισης βάσει του αρθ.21(1)(α) του Κεφ.148. Προκύπτει πως τα στοιχεία αυτά είναι:
(α) Καλή πίστη. ΄Ηδη αναφέρθηκε ότι με βάση τα ευρήματα αυτά, στοιχειοθετείται.
(β) Το πρόσωπο από το οποίο έγινε η δημοσίευση (δηλ. ο εφεσίβλητος 1) ως απερχόμενος Διευθυντής Φυλακών και το πρόσωπο προς το οποίο έγινε η δημοσίευση (ο νέος Διευθυντής Φυλακών) συνδέοντο με σχέση με την οποία ο πρώτος τελεί υπό νομικό, ηθικό-κοινωνικό καθήκον να δημοσιεύσει προς το δεύτερο που έχει αντίστοιχο συμφέρον στη λήψη του δημοσιεύματος. Πρέπει να υπάρχει μια σχέση αμοιβαιότητας. Ο μεν πρώτος να τελεί υπό καθήκον, ο δε δεύτερος να έχει συμφέρον πληροφόρησης. Βεβαίως, η έννοια του συμφέροντος είναι ευρύτερη της επιθυμίας ο αποδέκτης της πληροφορίας απλώς να γνωρίζει από διάθεση κουτσομπολιού, αλλά σαν έγνοια για μια κοινότητα. Στην Howe v. Lees (1910)11 R.361), αναφέρονται τα ακόλουθα:
«The word “interest” is not used in any technical sense. It is used in the broadest popular sense, as when we say that a man is “interested” in knowing a fact – not interested in it as a matter of gossip or curiosity, but as a matter of substance apart from its mere quality as news…
So long as the interest is of so tangible a nature that for the common convenience and welfare of society it is expedient to protect it, it will come within the rule».
Επίσης, στη James v. Baird 1916 S.C. (H.L.) 158, σημειώνονται τα εξής:
«… in considering the question whether the occasion was an occasion of privilege, the court will regard the alleged libel and will examine by whom it was published, to whom it was published, when, why, and in what circumstances it was published, and will see whether these things establish a relation between the parties which gives rise to a social or moral right or duty, and the consideration of these things may involve the consideration of questions of public policy per».
Στη Watts v. Longsdon [1930]1 Q.B.130 αναφέρθηκε πως:
«…. the principle is that either there must be interest in the recipient and a duty to communicate in the speaker or an interest to be protected in the speaker and a duty to protect in the recipient. Except in the case of common interest justifying intercommunication. The correspondent must be between duty and interest».
Με παραμέτρους τα πιο πάνω, είναι σχεδόν «μαθηματική εξίσωση» - ας μας επιτραπεί ο όρος - η εξαγωγή του συμπεράσματος ότι ο εφεσίβλητος 1 (ο απερχόμενος Διευθυντής) ως έχων καθήκον και ο νέος Διευθυντής Φυλακών, ως έχων το αναγκαίο συμφέρον στοιχειοθετούσαν αυτή την ειδική σχέση καθήκοντος και συμφέροντος. Όλα τα δηλωθέντα αφορούσαν στο επαγγελματικό πλαίσιο των εφεσειόντων.
Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και πάλι στο Σύγγραμμα Gatley, 7η έκδοση, ανωτέρω, στην παραγρ.512, ως εξής;
«512. Another example of privilege based on common interest is Hunt v. G.N. Ry. The plaintiff was a guard in the service of the defendant company. The company dismissed him for alleged gross neglect of duty, and published his name in a printed monthly circular addressed to their servants, stating that he had been dismissed, and the reasons for his dismissal. The decision of Stephen J. that the occasion was privileged and that, for lack of evidence of malice, no action would lie was upheld by the Court of Appeal. After stating the rule of law, Lord Esher M.R. said: “ Can any one doubt that a railway company, if they are of opinion that some of their servants have been doing things which, if they were done by their other servants, would seriously damage their business, have an interest in stating this to their servants? And how can it be said that the servants to whom that statement is made have no interest in hearing that certain things are being treated by the company as misconduct, and that, if any of them should be guilty of such misconduct, the consequence would be dismissal from the company’s service? I cannot imagine a case in which the reciprocal interest could be more clear. ”
Θα λέγαμε ότι, εν προκειμένω, πρόκειται για κλασσική εφαρμογή της υπεράσπισης του προνομίου υπό επιφύλαξη, αφού η σχέση του προβαίνοντος στη δήλωση και του αποδέκτη ήταν του προηγούμενου και του νυν Διευθυντή Φυλακών. Η δε δημοσίευση έγινε στα επαγγελματικά στεγανά της σχέσης και σε συνάρτηση με θέματα δημοσίου συμφέροντος (δηλ. συμπεριφορές δημοσίων υπαλλήλων) και ο προβαίνων σε αυτές, τις πίστευε ως αληθείς, χωρίς να δύναται να αποδείξει το περιεχόμενο τους. (Οπότε βεβαίως δεν θα ήσαν δυσφημιστικές).
Ο κ.Αγγελίδης δυναμικά υποστήριξε ότι οι ενέργειες και οι δηλώσεις του εφεσίβλητου 1 καταστρατηγούσαν το τεκμήριο της αθωότητας και έθεταν εκ ποδών το Ν.1/90 για τη λειτουργία της Δημόσιας Υπηρεσίας και το Νόμο περί Φυλακών.
΄Oμως, κατά την κρίση μας, δεν τίθεται θέμα εξέτασης παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας αφού, όπως ελέχθη, πρόκειται για αγωγή που αφορά συγκεκριμένο αστικό αδίκημα όπου τα κείμενα κρίθηκαν δυσφημιστικά και η υπεράσπιση της αλήθειας δεν έχει επιτύχει, εν αντιθέσει, με την υπεράσπιση του προνομίου, υπό επιφύλαξη. Τόσο σε σχέση με το θέμα του τεκμηρίου της αθωότητας όσο και με την κατ΄ισχυρισμό παραβίαση των πιο πάνω Νόμων, τονίζουμε ότι ευρισκόμαστε στο χώρο του αστικού δικαίου, και δη στο αστικό αδίκημα της δυσφήμισης όπου ακριβώς τα δημοσιεύματα κρίθηκαν ήδη δυσφημιστικά και εξετάζεται η ορθότητα της επιτυχίας της υπεράσπισης του προνομίου υπό επιφύλαξη, με βάση τις πιο πάνω προϋποθέσεις, μιας υπεράσπισης που «κτίστηκε» νομολογιακά αρχικά από το Κοινοδίκαιο και πήρε νομοθετική μορφή τουλάχιστον στη Κυπριακή έννομη τάξη με το άρθρ.21. (Βλ. την εξελικτική ιστορική πορεία της υπεράσπισης αυτής στο Σύγγραμμα Π.Πολυβίου «Η Δυσφήμιση στο Κυπριακό και Ευρωπαϊκό Δίκαιο» 2019, σελ.211 κ.ε.»).
Συνεπώς, οι ισχυρισμοί και οι πιο πάνω εισηγήσεις των εφεσειόντων δεν είναι βάσιμες.
Οι λόγοι και αυτών των ομάδων κρίνονται αθεμελίωτοι και απορρίπτονται.
Ο λόγος έφεσης 15 δεν έχει νόημα να εξετασθεί, αφού η έφεση αποτυγχάνει.
Συνεπακόλουθα, η έφεση συλλήβδην απορρίπτεται με €2.000 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ του εφεσίβλητου 1 και €2.000 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων 2. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο