ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ Χ. ΘΕΟΧΑΡΙΔΗ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 426/2019, 20/7/2021

ECLI:CY:AD:2021:A354

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Πολιτική Έφεση Αρ. 426/2019

 

20 Ioυλίου, 2021

 

[Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Γ. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ,

Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Ν. ΣΑΝΤΗΣ Δ.Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡΟ 29 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 69 ΚΑΙ 70 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ (ΔΙAΚΑΤΟΧΗ, ΕΓΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΝΟΜΟΣ) ΚΕΦ. 224

 

 

KΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ Χ. ΘΕΟΧΑΡΙΔΗ ΚΑΙ Κ. ΘΕΟΧΑΡΙΔΗ ΕΚΤΕΛΕΣΤΕΣ-ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ  xxx ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ ΜΕ ΑΡ. ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ 106/2015 ΑΠΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, xxx ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ, ΑΠΟ ΛΑΡΝΑΚΑ, Ε. ΘΕΟΧΑΡΙΔΗ, ΑΠΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, EUROGRECIAN MARITIME CO LTD KAI KΥΠΡΟΣ ΧΡ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ (ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ) ΛΤΔ ΑΠΟ ΛΑΡΝΑΚΑ  ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ MANDAMUS ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ/Ή ΟΙΟΥΔΗΠΟΤΕ ΑΝΩΤΕΡΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΚΑΙ/Η ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ  ΓΙΑ ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΣΤΑΣΗ/ΑΙΤΗΣΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗΣ ΛΑΘΟΥΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΗΜΕΡ. 20/4/2015 ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΑΝ ΤΗΝ 24/4/2015 ΜΕ ΑΡ. ΦΑΚΕΛΟΥ ΕΔ 678/2015 ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗΣ ΛΑΘΟΥΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΗΜΕΡ. 24/4/2015 ΜΕ ΑΡ. ΦΑΚΕΛΟΥ ΕΔ678/2015 ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

 

_ _ _ _ _ _

 

Α. Μυλωνάς για Αναστάσιο Μυλωνά & Σία ΔΕΠΕ,  για τον εφεσείοντα

………….

 

Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ:  Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη.  Η απόφαση της πλειοψηφίας με την οποία συμφωνούν οι Δικαστές Α. Λιάτσος και Ν. Σάντης θα δοθεί από τη Δ. Σωκράτους, Δ.  Η απόφαση της μειοψηφίας με την οποία συμφωνεί ο Γ.Ν. Γιασεμής, Δ., θα δοθεί από την Α. Πούγιουρου, Δ.

…………

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

[Πλειοψηφίας]

 

Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.:  Οι Αιτητές με αίτηση τους υπ’ αρ. 40/2018 ημερ. 24.4.2018 αιτήθησαν την παραχώρηση άδειας για την έκδοση διατάγματος της φύσεως Mandamus με σκοπό να υποχρεωθεί ο Διευθυντής του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λάρνακας να απαντήσει επί ένστασης/Αίτησης τους ημερ. 24.4.2015 για «Διόρθωση Λάθους Γενικής Εκτίμησης ημερ. 20.4.2015 δυνάμει του Άρθρου 70 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 244», λόγω του ότι κατά την εκτίμηση τους δεν λήφθηκε υπόψη το γεγονός ότι αυτά εμπίπτουν εντός των ζωνών επικινδυνότητας SEVESO (οδηγίες για αντιμετώπιση των Κινδύνων Ατυχημάτων Μεγάλης Κλίμακας Σχετιζόμενων με Επικίνδυνες Ουσίες).

 

Η αίτηση των αιτητών απερρίφθη αυθημερόν από το Δικαστή ο οποίος της επιλήφθηκε.  Οι αιτητές καταχώρησαν την Πολιτική Έφεση με αρ. 124/18 η οποία είχε επιτυχές αποτέλεσμα.  Με απόφαση της πλειοψηφίας, ημερ. 26.9.2019 δόθηκε άδεια για καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως για έκδοση Mandamus.  Οι αιτητές καταχώρησαν τη δια κλήσεως αίτησή τους με αρ. 177/2019, η οποία τέθηκε ενώπιον άλλου Δικαστή και ακούστηκε εν τη απουσία των Καθ’ ων η Αίτηση, στους οποίους επεδόθηκε η Αίτηση πλην όμως επέλεξαν, να μην εμφανιστούν.

 

Ο αδελφός πρωτόδικος Δικαστής, η απόφαση του οποίου αποτελεί αντικείμενο της κρινόμενης έφεσης, έθεσε προς το συνήγορο των αιτητών ζήτημα καθυστέρησης, εκ μέρους τους, στην αναζήτηση της αξιούμενης θεραπείας και αν όντως υπήρχε αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τις συνέπειες αυτής.

Ο συνήγορος των αιτητών είχε ετοιμάσει γραπτό περίγραμμα, στο οποίο γινόταν αναφορά των χρονικών προσδιορισμών οι οποίοι, σύμφωνα με τους ίδιους, αφορούσαν την υπόθεση, και οι οποίοι ήσαν οι πιο κάτω, όπως καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση:

 

1.      Στις 24.4.2015 οι Αιτητές καταχώρησαν την ένσταση τους στη γενική Εκτίμηση του Κτηματολογίου.

 

2.     Στις 12.12.2017 οι δικηγόροι των Αιτητών απέστειλαν επιστολή στους Καθ’ ων η Αίτηση και τους ζήτησαν όπως προβούν άμεσα στην εξέταση της ένστασης τους.

 

3.     Στις 20.12.2017 οι Καθ’ ων η Αίτηση απάντησαν ότι υπολείπονται κάποιες πληροφορίες από άλλα τμήματα για ολοκλήρωση της εξέτασης της ένστασης.

 

4.     Στις 26.3.2018 οι δικηγόροι των Αιτητών απέστειλαν τελική ειδοποίηση για λήψη δικαστικών μέτρων εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση.

 

5.     Στις 20.4.2018 και στην απουσία απάντησης από τους Καθ’ ων η Αίτηση, καταχώρησαν την αίτηση για έκδοση Άδειας Καταχώρησης Αίτησης δια Κλήσεως για Προνομιακό Ένταλμα Mandamus

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι «οι αιτητές ουδέν έπραξαν από 24/4/2015 και αντέδρασαν για πρώτη φορά, στις 12/12/2017, όταν με επιστολή των δικηγόρων τους, καλούσαν το Διευθυντή του Κτηματολογίου να τους ενημερώσει για τη θέση του, άλλως θα κινηθούν εναντίον του.  Η παράλειψη του Διευθυντή να προβεί σε εξέταση του ζητήματος διαπιστώνεται από τους αιτητές 3 ½ μήνες αργότερα, όπου στην επιστολή των δικηγόρων τους ημερ. 26/3/2018, αυτό αναφέρουν.  Είναι παράλληλα φανερό από τη συμπεριφορά του Διευθυντή ότι αυτός δε θα συμμορφωνόταν με ό,τι του ζητήθηκε με το αίτημα ημερ. 12/12/2017».

 

Έκρινε επίσης μη ορθή την εισήγηση του συνηγόρου των αιτητών ότι ο χρόνος πρέπει να μετρά από 26/3/2018, καθότι με αυτή απλά πληροφορούσαν το Διευθυντή για τις συνέπειες της απραξίας του και τον ενημέρωναν ότι θα προβούν σε δικαστικές διαδικασίες.

 

Για τούτο έκρινε ότι οι αιτητές επέδειξαν αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην αναζήτηση θεραπείας και απέρριψε την αίτηση.

 

Η κρίση και κατάληξη αυτή, προσβάλλεται με τέσσερεις λόγους έφεσης.  Προβάλλεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος mandamus για το λόγο ότι οι αιτητές επέδειξαν αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην καταχώρηση της. (1ος λόγος έφεσης).  Γίνεται εισήγηση ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ήταν φανερό πως ο Διευθυντής του Κτηματολογίου δεν θα συμμορφωνόταν με την επιστολή των αιτητών ημερ. 12/12/17 (2ος λόγος έφεσης).  Προβάλλεται επίσης, ότι με την απόρριψη της αίτησης τους, απώλεσαν τη μοναδική διαθέσιμη θεραπεία, με αποτέλεσμα να τους αποστερηθεί το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη (3ος λόγος έφεσης), και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της απόρριψης του αιτήματος τους (4ος λόγος έφεσης).

 

Τα προνομιακά εντάλματα εκδίδονται κατ’ αποκλειστικότητα από το Ανώτατο Δικαστήριο κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 155.4 του Συντάγματος και έχουν τις καταβολές τους στο Αγγλικό Δίκαιο.  Ενώ κατά κανόνα απευθύνονται προς κατώτερο Δικαστήριο, η φύση του καθενός είναι διαφορετική και είναι δυνατόν να επεκταθεί και σε άλλους τομείς.  Το ένταλμα mandamus δύναται να εκδοθεί ως κατάλοιπο της εγγενούς εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου να ελέγχει τη νομιμότητα όχι μόνο των αποφάσεων των κατώτερων Δικαστηρίων, αλλά και κατά παντός οργάνου, προσώπου ή αρχής η οποία οφείλει να εκτελέσει καθήκον.  ΄Εχει μεγάλη εμβέλεια εφόσον, σε αντίθεση με τα εντάλματα certiorari και prohibition, δύναται να απευθυνθεί προς πάσα αρχή, όχι κατ’ ανάγκη δικαστική.  Όπως αναφέρεται στον O Hood Philips: Constitutional and Administrative Law, 5th ed., p. 542:

 

“The order of mandamus may be issued to any person or body (not necessarily an interior court) commending him or them to carry out some public duty.  It is a residual remedy of use where no other remedy is available”

 

H πιο πάνω γραμμή ακολουθήθηκε και ακολουθείται και στην Κύπρο με σχετικές αναφορές να γίνονται στο σύγγραμμα του Π. Αρτέμη «Προνομιακά Εντάλματα», 2004, σελ. 248-252, όπου καταγράφονται σχετικές αποφάσεις όπως In re Moschatos (1985) 1 C.L.R. 381, BNK East Med Ltd (1997) 1 ΑΑΔ 1302.

 

«Αποτελεί προϋπόθεση για την παραχώρηση του εντάλματος mandamus η υποβολή διακριτής απαίτησης (distinct demand) προς την αρμόδια Αρχή για εκτέλεση του καθήκοντός της σε σχέση με το οποίο υποβάλλεται ακολούθως το αίτημα, εφόσον δεν υπάρχει συμμόρφωση στο μεταξύ (βλ. Halsbury's Laws of England, 3η ΈκδοσηΤόμος 11, σελ.106 και Basu «Commentary on the Constitution of India», Τόμος 3, σελ. 479[1]). Στην υπόθεση R. v. The Bristol and Exeter Railway Company 12 L.J.Q.B. λέχθηκε ότι «It is necessary, before a rule is applied for, that a distinct demand should be made upon those who are required to do an act, and that it should be distinctly pointed out to them what it is that they are required to do.». Δεν πρόκειται για τυπικό ζήτημα, αλλά για ζήτημα ουσίας (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της Palm-Mount Holdings Ltd, Πολιτική έφεση αρ. 413/2016, ημερ. 3/4/2018), ECLI:CY:AD:2018:A154.

 

Αποτελεί περαιτέρω προϋπόθεση για την απόδοση προνομιακού εντάλματος mandamus η ύπαρξη νομικού δικαιώματος ή υποχρέωσης. Όπως παρατηρείται στον Basuπιο πάνωσελ. 478, «The foundation of mandamus is the existence of the right. It is not intended to create a right but to restore a party who has been denied his right to the enjoyment of such right.». Η υποχρέωση πρέπει να είναι συγκεκριμένη και να προκύπτει από το Σύνταγμα, το νόμο, το Κοινοδίκαιο ή από κανονισμούς ή οδηγίες που έχουν νομοθετική υπόσταση.

 

Δεν υπάρχει δικαιοδοσία για έκδοση εντάλματος mandamus για διοικητικές πράξεις που εμπίπτουν με βάση το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου. Δεν μπορεί να εκδοθεί ένταλμα mandamus, εκτός εαν ο αιτητής έχει δικαίωμα να αξιώσει την άσκηση συγκεκριμένης νομικής υποχρέωσης του διοικητικού οργάνου, σε αντιπαραβολή με την άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Όμως, προνομιακό ένταλμα μπορεί να εκδοθεί αν το καθήκον δημόσιας Αρχής αφορά σε θέμα ιδιωτικού και όχι δημόσιου δικαίου.»

 

  (Επί τοις αφορώσι την αίτηση του Λοϊζου, Πολ. Έφ. 138/2018, ημερ. 20/7/18)

 

Επέμβαση του Εφετείου, όπως έχει αποκρυσταλλωθεί η αρχή, μέσα από τη νομολογία είναι δυνατή στις περιπτώσεις όπως αυτές καταγράφησαν στη Δ. Στυλιανού, Πολ. Έφ. 67/2014 ημερ. 25/6/2015.

 

«Είχαμε σχετικά πρόσφατα επισημάνει στην Πολιτική Έφεση Αρ. 20/2014, Στέλιος Στυλιανίδης, 17.3.2015, με παραπομπή στην Μαρκιτανής ν. Μουζούρη (2000) 1 ΑΑΔ 923, τις περιπτώσεις που δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου τις οποίες και κρίνεται αναγκαίο να επαναλάβουμε, ως εκ της αυξητικής τάσης που παρατηρείται στην καταχώριση αιτήσεων και εφέσεων αναλόγως, για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων:

 

       «Η άδεια για καταχώρηση αίτησης χορηγείται κατά διακριτική ευχέρεια (βλ. και The Supreme Court Practice 1999, σελ. 908).  Εφόσο πρόκειται για απόφαση που απορρέει από άσκηση διακριτικής ευχέρειας επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται:

 

(α)  Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες.

 

(β)  Όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο  (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 ΑΑΔ 984, 988,989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 ΑΑΔ 710).

 

(γ)  Όπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 ΑΑΔ 954, Donald Campell & Co. Ltd v.  Pollak (1927) A.C. 732, Evans v. Bartlam (1937) A.C. 473, Young v. Thomas (1892) 2 Ch. 234 και Egerton v. Jones (1939) 3 All E.R. 892).”

 

 

Θεωρούμε ορθό να εξετάσουμε πρώτα, τους λόγους έφεσης τρία και τέσσερα, όπως αυτοί αναπτύχθηκαν από το συνήγορο των αιτητών.  Είναι η εισήγηση του, πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα προέβη σε εξέταση του θέματος της καθυστέρησης καθόσον τέτοιο θέμα δεν τέθηκε ούτε κατά το στάδιο εξέτασης της πρώτης αίτησης ούτε και κατά τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία.  Αντίθετα, στην απόφαση του Εφετείου, γίνεται λόγος για την καθυστέρηση την οποίαν επέδειξε ο καθ’ ου η αίτηση, Διευθυντής του Κτηματολογίου να λάβει απόφαση και να απαντήσει επί της ένστασης των αιτητών.  Εκφράζει την άποψη ότι είναι επικίνδυνο για το κύρος του Δικαστηρίου και της Δικαιοσύνης γενικότερα, το Δικαστήριο να αποφασίζει με διαφορετικό τρόπο στην ίδια δικαστική διαδικασία.

 

Με όλη την εκτίμηση προς τον συνήγορο, η άποψη του είναι λανθασμένη.  Το Εφετείο διά της απόφασης της πλειοψηφίας δεν εξέτασε ζήτημα καθυστέρησης του αιτητή να αποταθεί στο Δικαστήριο, αλλά ασχολήθηκε με το ζήτημα της υπαγωγής της παράλειψης απάντησης εκ μέρους του καθ’ ου, στο δημόσιο ή ιδιωτικό δίκαιο και εάν αυτή επηρεάζει ιδιωτικά ή δημόσια συμφέροντα.  Έκρινε επίσης, παρέχοντας την άδεια, ότι «η παρέλευση τεσσάρων και πλέον χρόνων χωρίς οποιαδήποτε απάντηση, και η δικαιολογία που προτάθηκε το 2017 ότι αναμένεται η απάντηση άλλων τμημάτων, συγκλίνει, πάντοτε, εκ πρώτης όψεως, ότι υπάρχει υπόθεση.»

Δεν υπήρξε απόφαση για το ζήτημα της καθυστέρησης των αιτητών, η οποία να δεσμεύει το πρωτόδικο Δικαστήριο και να το εμποδίζει να εξετάσει, εκ νέου τέτοιο θέμα.

 

Χωρίς να παραγνωρίζουμε ότι η κρίση της Ολομέλειας είναι δεσμευτική για το πρωτόδικο Δικαστήριο, και ότι «η βεβαιότητα του δικαίου και το δόγμα του stare decisis είναι επιτακτικές αρχές, καλά καθιερωμένες στο σύστημα δικαίου που λαμβάνεται στην Κύπρο, ως σύστημα που ουσιαστικά ακολουθεί και εφαρμόζει το κοινοδίκαιο, και οποιαδήποτε απόκλιση από αυτές θα είχε αρνητικές και ανεπιθύμητες επιπτώσεις στη δομή και την ιεραρχία του ακολουθητέου συστήματος δικαίου και τη βεβαιότητα του», (Αναφορικά με την αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (αρ. 2) (2009( 1 ΑΑΔ 1642) ωστόσο σημειώνουμε τα ακόλουθα:

 

Το ζήτημα της καθυστέρησης στην αναζήτηση θεραπείας εγείρεται σε οποιοδήποτε στάδιο, είτε από διάδικο είτε αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, γι’ αυτό δεν αποκτά ιδιαίτερη δυναμική η εισήγηση του συνηγόρου των αιτητών, πως τέτοιο ζήτημα δεν εγέρθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση.  Τα όσα επί του θέματος έχουν λεχθεί στην Αναφορικά με την αιτηση του Μ. Μιχαήλ, Πολ. Εφ. 345/2013, ημερ. 30/1/2015, ECLI:CY:AD:2015:A45, εφαρμόζονται και στην παρούσα περίπτωση:

 

«…. Αποτελεί νομολογιακή κατίσχυση ότι τα προνομιακά εντάλματα παρέχονται ή όχι κατά προνόμιο και όχι δικαιωματικά.  Η οποιαδήποτε σημειωθείσα καθυστέρηση στην αναζήτηση της λήψης της άδειας δυνατόν να εξουδετερώσει αυτό το προνόμιο.  Οι περιορισμοί που εν πάση περιπτώσει τίθενται από τη νομολογία στην κατά χάριν χορηγηση της άδειας, όπως η ύπαρξη εναλλακτικού ένδικου μέσου που αναχαιτίζει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ ενός αιτητή, έστω και αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση εκτός και αν συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις (Περέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 692, Κωνσταντινίδης (2003) 1 ΑΑΔ 1298, Skylight Restaurant & Bar Ltd (2010) 1 ΑΑΔ 1357 κ.α.), περιορίζεται ακόμη περισσότερο όταν συνοδεύεται και από καθυστέρηση.

……….Ζήτημα καθυστέρησης που νόμιμα ανακόπτει τη διεκδίκηση της λήψης της άδειας ή της χορήγησης του προνομιακού εντάλματος, εγείρεται σε οποιοδήποτε στάδιο είτε από διάδικο, είτε αυτεπαγγέλτως.  Και εφόσον αφορά σε θεμελιώδη προϋπόθεση, αναμφίβολα ανακινείται οποτεδήποτε, χωρίς να αποτελεί κώλυμα η εκ των υστέρων εξέταση του θέματος επειδή χορηγήθηκε η άδεια χωρίς να συζητηθεί η καθυστέρηση.  Εάν η καθυστέρηση προβάλλει αντικειμενικά μέσα από τα γεγονότα, είναι θεμιτή η εξέταση της οποτεδήποτε.  Είναι εντελώς ανυπόστατη η θέση του εφεσείοντος ότι το Δικαστήριο παραβίασε οποιοδήποτε δεδικασμένο ή στερείτο δικαιοδοσίας να εξετάσει το θέμα της καθυστέρησης λόγω του ότι δόθηκε στην υπ’ αρ. 15/2012 αίτηση για mandamus, η άδεια, ή, διότι η Δημοκρατία στην ακολουθήσασα αίτηση υπ’ αρ. 24/2012 για έκδοση του mandamus, αποδέχθηκε να παραδώσει το ένταλμα έρευνας στον εφεσείοντα, χωρίς να θέσει θέμα καθυστέρησης......."

 

Η ανωτέρω απόφαση υιοθετήθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με το αίτημα του Ν. Νικολάου, Πολ. Έφ. Αρ. 117/2016 ημερ. 25/5/2017, ECLI:CY:AD:2017:A188, όπου τονίστηκε πως «παρά το ότι το ζήτημα αυτό δεν εξετάστηκε κατά το στάδιο της άδειας, μπορεί να εξεταστεί σε αυτό το στάδιο, όπου γίνεται επαναξιολόγηση των γεγονότων.»

(Προνομιακά Εντάλματα του Π. Αρτέμη σελ. 68)

 

Συνεπώς δεδομένων των ανωτέρω, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι δεν εξετάστηκε από το Εφετείο τούτο το θέμα, κρίνεται πως ο πρωτόδικος αδελφός Δικαστής είχε την ευχέρεια να το πράξει.

 

Οι πρώτος και δεύτερος λόγος έφεσης προσβάλλουν το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι υπό τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης υπήρξε καθυστέρηση και εισηγούνται όπως ανωτέρω σημειώθηκε ότι η αφετηρία για έναρξη της προθεσμίας καταχώρησης αίτησης προνομιακού εντάλματος ή για λήψη διαβήματος ήταν η 26η Μαρτίου 2018, όταν απέστειλαν την επιστολή τους με την ανωτέρω ημερομηνία στο Διευθυντή του Κτηματολογίου.

 

Κατά το χρόνο καταχώρησης της αίτησης αρ. 40/2018 ημερ. 20/4/2018, ECLI:CY:AD:2018:D192 δεν υπήρχε σε ισχύ ο περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Διαδικασίες Έκδοσης Εντάλματος Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικός Κανονισμός, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 18.5.2018 και συνεπώς δεν εφαρμοζόταν στην κρινόμενη περίπτωση.  Ωστόσο, ακόμη και προτού τεθεί σε ισχύ ο ανωτέρω Διαδικαστικός Κανονισμός, η καταχώρηση αίτησης όπως η υπό εξέταση, δεν επαφίετο στη διάθεση του αιτητή.  Η νομολογία είχε επιλύσει το θέμα με αναφορά στα όσα ίσχυαν στην Αγγλία.  Προβαίνει δε ο πρωτόδικος Δικαστής σε εκτενή ανάλυση της νομολογίας, το αποτέλεσμα της οποίας υποδείκνυε ότι ο αιτητής έχει υποχρέωση στην αναζήτηση της θεραπείας όσο νωρίτερα είναι αυτό δυνατό.  Στην υπόθεση Αναφορικά με το ένταλμα έρευνας Ε.Δ. Λεμεσού (2002) 1 ΑΑΔ 571, αφού γίνεται υιοθέτηση των όσων λέχθηκαν σε προηγούμενες αποφάσεις (In re Antonios Mouskos (1977) 1 CLR 100, Πιττάκης (1994) 1 ΑΑΔ 267, Σωτηρούλα Κωνσταντινίδου (1995) 1 ΑΑΔ 827) υποδεικνύονται τα ακόλουθα:

 

«Στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων, το Ανώτατο Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και το κατά πόσον υπήρξε αναιτιολόγητη καθυστέρηση από την πλευρά του αιτητή να ζητήσει τέτοιο ένταλμα. Δεν υπάρχουν καθορισμένα χρονικά πλαίσια.  Επαφίεται τούτο στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου σταθμίζοντας όλα τα γεγονότα της υπόθεσης. Στην υπόθεση Aeroporos (πιο πάνω) ο Πικής, Δ. (όπως ήταν τότε) έθεσε τα ορθά πλαίσια άσκησης της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου.  Παραθέτουμε το απόσπασμα από τη σελίδα 308, το οποίο και επικροτούμε γιατί εκφράζει και τη δική μας θέση:-

"An order of certiorari is a discretionary  remedy.  Delay to apply is a valid reason for refusing review of the legality of the order challenged.  The time element is so essential as to have caused the English legislator to rule out judicial review for the issue of an order of certiorari after the lapse of six months from the communication of the impugned order.  In the absence of proper justification of the delay or more appropriately in the absence of any wish on the part of the applicants to challenge the legality of the orders prior to 7th December, 1987, and the reasons for so wishing to challenge it thereafter, I find the delay to apply inexcusable and on that account I would dismiss the application."

 

Στην ίδια απόφαση γίνεται παραπομπή στις αποφάσεις R. v. Herrod (1976) 1 All E.R. 273 και Glomorgan Appeal Tribunal, ex parte Fricker, για να καταλήξει πως ο Λόρδος Denning στην Herrod (ανωτέρω) υιοθέτησε τα όσα είπε ο Λόρδος Brodeng στην Glomorgan (ανωτέρω), ότι η αίτηση θα πρέπει να γίνεται αμέσως (at once).

 

Συνεπώς το θέμα της επίδειξης ή όχι καθυστέρησης εκ μέρους των αιτητών θα εξεταστεί σε συνάρτηση με τα γεγονότα που συνθέτουν την παρούσα υπόθεση.  Υποβοηθητική για την κρίση μας θεωρούμε ότι αποτελεί η αναφορά στο σχετικό Νόμο περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση Νόμος) Κεφ. 224 (ο Νόμος).

 

Δυνάμει του άρθρου 69 το Υπουργικό Συμβούλιο, για σκοπούς εξασφάλισης σύγχρονης και ομοιόμορφης εκτίμησης της ακίνητης ιδιοκτησίας σε οποιοδήποτε Δήμο ή Κοινότητα διατάσσει υπό τις προϋποθέσεις που τάσσει το εν λόγω άρθρο, τη διενέργεια γενικής εκτίμησης.  Η διαδικασία κατά τη γενική εκτίμηση προδιαγράφεται στο άρθρο 70 του Νόμου.  Σύμφωνα με το εδάφιο δ του άρθρου 70, η εκτίμηση που διενεργήθηκε καθίσταται τελική, εκτός εάν υποβληθεί προς το Διευθυντή έγγραφη ένσταση εντός έξι μηνών από την ημερομηνία της δημοσίευσης της ειδοποίησης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.  Ακολούθως ο Διευθυντής εξετάζει την ένσταση και δίδεται ειδοποίηση για την απόφαση του στο επηρεαζόμενο πρόσωπο (άρθρο 70 ε).

 

Με επιφύλαξη στο ίδιο άρθρο «οι έγγραφες ενστάσεις σε σχέση με τις αξίες γενικής εκτίμησης σε τιμές 1.1.2013 δύναται να υποβάλλονται μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2015».

 

Οι αιτητές καταχώρησαν την ένσταση τους στις 20/4/2015 συνοδευόμενη από έκθεση εκτίμησης των ακινήτων, πλην όμως ο Διευθυντής δεν είχε προχωρήσει σε έκθεση σχετικής απόφασης, μέχρι την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης διά κλήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος mandamus.

Οι αιτητές από της καταχώρησης της αίτησης/ένστασης τους το 2015, επανήλθαν το έτος 2017 όταν με επιστολή τους ημερ. 12/12/17 κάλεσαν το Διευθυντή να αποφασίσει εντός 15 ημερών επί της αίτησης/ένστασης τους.

 

Αντ΄ αυτού ο Διευθυντής με επιστολή του ημερ. 20/12/17 απάντησε ότι «……έχω αποστείλει επιστολή στα αρμόδια τμήματα Δήμαρχο Λάρνακας, Διευθύντρια Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, Αν. Διευθυντή Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας) για να δοθούν οι απαραίτητες διευκρινίσεις για τον περαιτέρω χειρισμό των υποθέσεων σε περιοχή SEVESO.  Μέχρι σήμερα δεν έχουμε πάρει οποιαδήποτε απάντηση από τα αρμόδια τμήματα.»  Πληροφορούσε δε περαιτέρω τους αιτητές, ότι έχει αποστείλει εκ νέου επιστολή στο Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας και αναγκαίες οδηγίες.

 

Οι αιτητές οι οποίοι δεν ικανοποιήθηκαν με το περιεχόμενο της ανωτέρω επιστολής, έστειλαν την επιστολή ημερ. 26/3/2018 προς το Διευθυντή του Κτηματολογίου και τον πληροφορούσαν ότι θα προβούν σε όλες τις ενδεδειγμένες δικαστικές διαδικασίες για επίλυση του ζητήματος.  Όπερ και έπραξαν με την καταχώρηση της αίτησης για έκδοση διατάγματος mandamus η οποία και απορρίφθηκε για το λόγο ότι η καθυστέρηση στην εξέταση του αιτήματος των αιτητών δεν οφειλόταν σε άρνηση ή ολιγωρία του Διευθυντή ή σε ολιγωρία άλλων τμημάτων.  Ακολούθησαν δε οι περαιτέρω διαδικασίες εκ μέρους των αιτητών με την καταχώρηση της έφεσης αρ. 124/18 και η κατ’ ακολουθία του αποτελέσματος αυτής, καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως και η παρούσα έφεση.

 

Στην κρινόμενη περίπτωση, οι αιτητές κατέθεσαν την ένσταση τους στις 24/4/2015 και δεν είχαν λάβει απάντηση μέχρι τις 20/12/17, όταν και αποφάσισαν να αντιδράσουν.

 

Είναι σαφές και συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η επιστολή των αιτητών ημερ. 26/3/18 αποτελούσε απλά ενημέρωση του Διευθυντή για τις διαδικασίες στις οποίες θα προέβαιναν λόγω της εκδηλωθείσας απραξίας του.  Δεν αποτελεί τη χρονική αφετηρία από την οποία πρέπει να προσμετρά η περίοδος εντός της οποίας οι αιτητές έπρεπε να ενεργήσουν.

 

Η επιστολή και/ή ενέργεια των αιτητών, η οποία αποτέλεσε τη διακριτή απαίτηση γι’ απάντηση και πληροφόρηση τους ήταν η ημερομηνία 12/12/17, η οποία και σηματοδότησε τη χρονική αφετηρία για λήψη εκ μέρους τους, των διαβημάτων τα οποία έκριναν ως αναγκαία. 

 

Δε θεωρούμε βάσιμη την εισήγηση του συνηγόρου των αιτητών, ότι θεώρησαν ορθό πως έπρεπε να παράσχουν ένα εύλογο χρονικό διάστημα στον καθ’ ου να λάβει τις εκτιμήσεις των υπόλοιπων δημοσίων τμημάτων, αφού ήταν ξεκάθαρο από την απάντηση του ημερ. 20/12/17 πως μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία δεν τις είχε λάβει και δεν διαλάμβανε οτιδήποτε η επιστολή του για σύντομη απάντηση, ώστε να προσδιορίσουν χρονικά το διάστημα της τρίμηνης αναμονής μέχρι τις 26/3/2018.  Απλά στις 26/3/18 πληροφορούσαν πλέον τον καθ’ ου η αίτηση για τα μέτρα τα οποία θα ελάμβαναν.

 

Θεωρούμε ορθή την εκφρασθείσα κρίση του αδελφού Δικαστή ότι ήταν φανερό από τη συμπεριφορά του Διευθυντή ότι αυτός δεν θα συμμορφωνόταν με ότι του ζητήθηκε με το αίτημα ημερ. 12/12/17, αν λάβουμε υπόψη τα όσα πιο πάνω έχουν λεχθεί.

 

Συνεπώς δεν συντρέχει λόγος για επέμβαση μας στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστή, ούτε διαπιστώνουμε να εμφιλοχώρησε πλάνη ή εσφαλμένη αρχή δικαίου ώστε να επιτύχει η έφεση.

 

Για τους λόγους που ανωτέρω εκτίθενται, η έφεση απορρίπτεται.

 

Α. Λιάτσος, Δ.                                                    Δ. Σωκράτους, Δ.

 

                                                                        Ν. Σάντης, Δ.

/Κας

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 426/2019)

 

20 Ιουλίου, 2021

 

  [ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, ΔΔ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 29 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ.

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 69 ΚΑΙ 70 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ (ΔΙΑΚΑΤΟΧΗ, ΕΓΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΝΟΜΟΣ ΚΕΦ. 224).

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Χ. ΘΕΟΧΑΡΙΔΗ ΚΑΙ Κ. ΘΕΟΧΑΡΙΔΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΕΣ-ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ xxx ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ ΜΕ ΑΡ. ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ 106/205 ΑΠΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, xxx ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ, ΑΠΟ ΛΑΡΝΑΚΑ, Ε. ΘΕΟΧΑΡΙΔΗ, ΑΠΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, EUROGRECIAN MARITIME CO LTD, ΚΑΙ ΚΥΠΡΟΣ ΧΡ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ (ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ) ΛΤΔ ΑΠΟ ΛΑΡΝΑΚΑ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ MANDAMUS ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ/Ή ΟΙΟΝΔΗΠΟΤΕ ΑΝΩΤΕΡΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΚΑΙ/Ή ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΓΙΑ ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΣΤΑΣΗ/ΑΙΤΗΣΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗΣ ΛΑΘΟΥΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΗΜΕΡ. 20/04/2015 ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΑΝ ΤΗΝ 24/04/2015 ΜΕ ΑΡ. ΦΑΚΕΛΟΥ ΕΔ678/2015 ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

 

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗΣ ΛΑΘΟΥΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΗΜΕΡ. 24/04/2015 ΜΕ ΑΡ. ΦΑΚΕΛΟΥ ΕΔ678/2015 ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ.

 

_ _ _ _ _ _

 

Α. Μυλωνάς, για Αναστάσιο Μυλωνά & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

_ _ _ _ _ _

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Μειοψηφίας)

 

ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.: Οι Εφεσείοντες, ως εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες αριθμού ακινήτων στην Επαρχία Λάρνακας, καταχώρησαν στις 24.4.2015, στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λάρνακας, ένσταση για διόρθωση λάθους στη Γενική Εκτίμηση, αφορώσας, μεταξύ άλλων, και τα εν λόγω κτήματα, (η ένσταση), δυνάμει του άρθρου 70(δ) του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, (ο Νόμος).  Υπό το φως καθυστέρησης λήψεως απάντησης, στις 12.12.2017, οι Εφεσείοντες, δι΄ επιστολής του δικηγόρου τους, κάλεσαν το Διευθυντή του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λάρνακας (Διευθυντής) όπως απαντήσει επί της ένστασης, δίνοντας προθεσμία 15 ημερών. Ο Διευθυντής, με την επιστολή του ημερομηνίας 20.12.2017, που παραλήφθηκε από τους Εφεσείοντες στις 10.1.2018, πληροφόρησε τους τελευταίους ότι το ζήτημα τους ακόμη εξετάζετο.

 

Λόγω αδράνειας του Διευθυντή οι Εφεσείοντες επανήλθαν με την επιστολή τους ημερομηνίας 26.3.2018, καθιστώντας γνωστή στο Διευθυντή την πρόθεσή τους λήψης των δεουσών διαδικασιών, όπως και έπραξαν, με την καταχώρηση της Πολιτικής Αίτησης Αρ. 40/2018, στο Ανώτατο Δικαστήριο  ζητώντας  άδεια για καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος mandamus, προκειμένου να δοθούν οδηγίες στο Διευθυντή να εξετάσει την ένσταση.  Η Αίτησή τους αυτή είχε, με την απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 24.4.2018, απορριπτική κατάληξη, για το λόγο ότι η καθυστέρηση στην εξέταση της αίτησης των Εφεσειόντων δεν οφείλετο στην άρνηση ή ολιγωρία του Διευθυντή, αλλά των άλλων εμπλεκομένων Τμημάτων, σημειώνοντας όμως τη δυσαρέσκειά του για την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε.

 

Οι Εφεσείοντες αντέδρασαν με την καταχώρηση της Πολιτικής Έφεσης Αρ. 124/2018 προσβάλλοντας την ορθότητα της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης.  Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πλειοψηφική απόφασή της, ημερομηνίας 26.9.2019, ασχολήθηκε με την εξέταση δύο ζητημάτων, αφ΄ ενός, κατά πόσο το θέμα άπτετο του δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου και, αφ΄ ετέρου, του μοναδικού λόγου έφεσης που έβαλλε κατά της διαπίστωσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε στοιχειοθετηθεί συζητήσιμη υπόθεση για σκοπούς παροχής άδειας.

 

Για το πρώτο ζήτημα επεσήμανε πως «Τελική απόφαση επί του θέματος κρίνουμε ότι δεν είναι αναγκαίο, στο στάδιο που βρίσκεται η υπόθεση, να γίνει, καθότι, τούτο θα εξεταστεί, αν και εφόσον, ακουστεί και η άλλη πλευρά». ΄Οσον αφορά το δεύτερο, αποφασίστηκε ότι ο λόγος έφεσης ήταν βάσιμος και έδωσε άδεια για καταχώριση διά κλήσεως αίτησης.  Θα γίνει αναφορά στην απόφαση του Εφετείου πιο κάτω. 

 

Ως αποτέλεσμα, οι Εφεσείοντες προχώρησαν με την καταχώρηση της Πολιτικής Αίτησης Αρ. 177/2019, με την οποίαν ζητούσαν την έκδοση εντάλματος mandamus με το οποίο να διατάσσεται ο Διευθυντής να εξετάσει και εκδώσει απόφαση επί της ένστασης.  Η Αίτηση αυτή τέθηκε ενώπιον άλλου Δικαστή ο οποίος την απέρριψε με την απόφαση του  ημερομηνίας 13.11.2019, που συνιστά το αντικείμενο της υπό κρίση έφεσης.

 

Οι Εφεσείοντες αμφισβητούν την πρωτόδικη κρίση  προβάλλοντας τέσσερις λόγους έφεσης που στηρίζονται σε δύο πυλώνες αλλά με κύριο άξονα την διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση από πλευράς Εφεσειόντων στην αναζήτηση θεραπείας, στη βάση της οποίας απέρριψε την Αίτηση.

 

Συγκεκριμένα, εισηγούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εμποδίζετο να επιληφθεί του θέματος της καθυστέρησης αυτεπάγγελτα εφόσον δεν είχε τεθεί πρωτόδικα η κατ’  έφεση.  Προτάσσουν συναφώς ότι η μόνη καθυστέρηση που απασχόλησε την Ολομέλεια είναι   αυτή των Εφεσιβλήτων που στοιχειοθέτησε την ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης εξ’ ου και δόθηκε άδεια (τρίτος και τέταρτος λόγος έφεσης). Προβάλλουν επίσης ότι ο χρόνος που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο ως αφετηρία υπολογισμού της καθυστέρησης,  στην προώθηση διαδικασίας για προνομιακό ένταλμα δηλαδή 12.12.2017, είναι λανθασμένος, εφόσον ο σωστός χρόνος είναι η ημερομηνία 26/3/2018 όπου οι Εφεσείοντες δικαιωματικά θεωρούν ότι επήλθε σιωπηρή άρνηση έκδοσης απόφασης (πρώτος και δεύτερος λόγος έφεσης).

 

Κατ’  αρχάς, θα πρέπει να λεχθεί ότι, τόσο κατά την πρωτόδικη διαδικασία, όσο και κατ’ έφεση οι Καθ’ ων η Αίτηση, Εφεσίβλητοι, δεν εμφανίστηκαν, οπότε  η ακρόαση προχώρησε στην απουσία τους.

 

Εξετάσαμε τις εισηγήσεις του δικηγόρου των Εφεσειόντων με προσοχή, σε συνάρτηση με τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως εξάγονται από τους φακέλους των προηγηθεισών δικαστικών διαδικασιών.

 

Δεδομένης της σημασίας των δύο τελευταίων  λόγων έφεσης που αναφέρονται στη λανθασμένη ενασχόληση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με το θέμα της καθυστέρησης στην υποβολή της αίτησης, στους οποίους έδωσαν έμφαση οι Εφεσείοντες,  κρίνουμε σκόπιμο όπως εξεταστούν κατά προτεραιότητα, εφόσον το αποτέλεσμα πιθανόν να κρίνει και την τύχη της έφεσης.

 

Είναι προφανές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε αυτεπάγγελτα το θέμα της καθυστέρησης υποβολής αιτήματος για προνομιακό ένταλμα και των συνεπειών της, με αναφορά σε νομολογία και ιδιαίτερα  στα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Μιχαήλ, Πολιτική Έφεση Αρ. 345/2013, ημερομηνίας 30.1.2015, ECLI:CY:AD:2015:A45:

 

Αφού προσδιόρισε το ζήτημα προς εξέταση στο χρόνο που έγινε το αίτημα για εφαρμογή του Νόμου, αποφάσισε τα εξής που παραθέτουμε αυτούσια. 

 

«Έχοντας υπόψιν τα πιο πάνω και εφαρμόζοντας αυτά στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, είναι η γνώμη μου ότι το αίτημα για εφαρμογή του Νόμου έγινε στις 12.12.2017 όταν οι δικηγόροι του Αιτητή καλούσαν τον Διευθυντή όπως εντός 15 ημερών έχουν τη θέση του άλλως θα κινηθούν εναντίον του.  Η παράλειψη δε του Διευθυντή να "προβεί σε εξέταση του ζητήματος" διαπιστώνεται και από τους αιτητές σχεδόν 3½ μήνες αργότερα όπου στην επιστολή των δικηγόρων τους ημερ.26.3.2018 αυτό αναφέρουν.  Είναι παράλληλα φανερό από την συμπεριφορά του Διευθυντή ότι αυτός δεν θα συμμορφώνετο με ό,τι του ζητήθηκε με το αίτημα ημερ. 12.12.2017 .

 

Η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου των Αιτητών ότι ο χρόνος πρέπει να μετρά από 26.3.2018, όταν απεστάλη η επιστολή τους δεν είναι ορθή καθότι με αυτή απλά πληροφορούσαν τον Διευθυντή για τις συνέπειες της απραξίας του και τον ενημέρωναν ότι θα προβούν σε δικαστικές διαδικασίες.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω και ιδιαίτερα την συμπεριφορά των Αιτητών, είμαι της γνώμης ότι αυτοί επέδειξαν καθυστέρηση στην αναζήτηση θεραπείας η οποία δεν έχει δικαιολογηθεί.

 

Με όλο το σεβασμό προς τον αδελφό Δικαστή δεν συμφωνούμε με τον τρόπο χειρισμού του όλου ζητήματος.  Τα γεγονότα της υπόθεσης Μιχαήλ επί της οποίας στηρίχθηκε για να προβεί σε αυτεπάγγελτη εξέταση της καθυστέρησης, διαφοροποιούνται της παρούσας στα εξής:  Η υπόθεση Μιχαήλ αφορούσε σε αίτηση δια κλήσεως, μετά από άδεια,  για την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari για ακύρωση εντάλματος έρευνας, που είχε εκδοθεί από Επαρχιακό Δικαστή, κατά τη διαδικασία της οποίας οι Καθ’ ων η αίτηση έθεσαν θέμα καθυστέρησης στην προώθηση προνομιακού εντάλματος.  Το ζήτημα δε που ηγέρθηκε προσδιορίζετο στο κατά πόσο το θέμα της καθυστέρησης μπορούσε να εγερθεί στη διαδικασία της αίτησης διά κλήσεως αν και  δεν είχε εγερθεί στο στάδιο της αίτησης για λήψη άδειας.  Η Ολομέλεια έκρινε ότι δεν αποτελούσε κώλυμα ή εκ των υστέρων εξέταση εάν η καθυστέρηση προβάλλει αντικειμενικά μέσα από τα γεγονότα. 

 

Για σκοπούς ολοκληρωμένης εικόνας του πιο πάνω νομικού πλαισίου σημειώνουμε ότι η υπόθεση Μιχαήλ υιοθετήθηκε στην Πολιτική  Έφεση Αρ. 117/2016, Νικόλα Νικολάου, ημερομηνίας  25/5/2017 η οποία όπως και στη Μιχαήλ, αφορούσε σε αίτηση διά κλήσεως για προνομιακό ένταλμα, τούτη τη φορά, mandamus, μετά από άδεια, και το πρωτόδικο Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει σε βάθος το θέμα της καθυστέρησης υποβολής σχετικής αίτησης, ενώ στο στάδιο της άδειας απλά είχε προβληματιστεί.  Η κρίση του για το θέμα είχε καταλυτική συνέπεια για την αίτηση. 

 

Σημασία έχει για το υπό εξέταση θέμα, όπως θα εξηγήσουμε κατωτέρω, ότι το ζήτημα της καθυστέρησης στις πιο πάνω αποφάσεις ηγέρθηκε πρωτόδικα από τους διαδίκους και αποφασίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η δε απόφαση του αυτή συνιστούσε αντικείμενο της έφεσης που ακολούθησε.

 

Η παρούσα υπόθεση διακρίνεται από τις πιο πάνω υποθέσεις, λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεών τους αναφορικά με το θέμα της καθυστέρησης.  Εν προκειμένω, η άδεια για  καταχώρηση της Αίτησης για mandamus δόθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της Πολιτικής Έφεσης Αρ. 124/2018, ως αποτέλεσμα της κατάληξής του ότι ο λόγος έφεσης ήταν βάσιμος.  Σημειώνεται ότι,  πρωτόδικα, στη διαδικασία της Αίτησης Αρ. 40/2018 δεν ηγέρθη θέμα καθυστέρησης στην προώθηση του προνομιακού εντάλματος.  Ούτε το Εφετείο ασχολήθηκε με το θέμα αυτό, παρά μόνο προχώρησε στην εξέταση του μοναδικού λόγου έφεσης που άπτετο της ουσίας και αποφάσισε ότι είχε στοιχειοθετηθεί συζητήσιμη υπόθεση, υπό το φως της παρέλευσης 4 ½ χρόνων χωρίς να τύχουν οι Εφεσείοντες απάντησης από  τον Διευθυντή.  Συγκεκριμένα, το Εφετείο, στην απόφασή του, ανέφερε τα εξής:

 «Αναφορικά με το λόγο έφεσης, όπως αυτός έχει προωθηθεί, θεωρούμε ότι είναι βάσιμος. Ο Διευθυντής του Κτηματολογίου είχε υποχρέωση, με βάση το άρθρο 70, του Κεφ. 224, να αποφασίσει επί της υποβληθείσας ενστάσεως. Πράγμα το οποίο δεν έγινε. Η παρέλευση τεσσάρων και πλέον χρόνων, χωρίς οποιαδήποτε απάντηση, και η δικαιολογία που προτάθηκε το 2017 ότι αναμένεται η απάντηση άλλων τμημάτων, συγκλίνει, πάντοτε, εκ πρώτης όψεως, ότι υπάρχει υπόθεση. Στη βάση των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης, θεωρούμε ότι οι εφεσείοντες έχουν στοιχειοθετήσει βάσιμο λόγο για να τους παραχωρηθεί άδεια για καταχώριση προνομιακού εντάλματος Mandamus

 

Το Εφετείο, παραχωρώντας άδεια για καταχώρηση της αίτησης διά κλήσεως, ως ανωτέρω, κατέστησε το θέμα της καθυστέρησης απάντησης στην ένσταση παράγοντα ο οποίος έπρεπε να τύχει εξέτασης, προκειμένου να διαπιστωνόταν κατά πόσο αυτή συνιστούσε άρνηση από μέρους του Διευθυντή. 

 

Πρέπει να συντρέχει και ο παράγοντας αυτός για να είναι δυνατό να εκδοθεί ένταλμα mandamus, (βλ. Δημήτρης Χαραλαμπίδης, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 495/2012, 19.6.2015, ECLI:CY:AD:2015:D435).  Επομένως, με δεδομένο το πραγματικό υπόβαθρο που αφορούσε στον πιο πάνω παράγοντα, δεν ετίθετο πλέον θέμα εξέτασης ύπαρξης καθυστέρησης στην υποβολή της Αίτησης από δικαιοδοτικής άποψης.

 

Συνοψίζοντας, με βάση την πιο πάνω κατάληξη, το θέμα που έπρεπε να είχε απασχολήσει, πρωτόδικα, στην προκειμένη περίπτωση, ήταν κατά πόσο η καθυστέρηση συνιστούσε άρνηση από μέρους του Διευθυντή να πράξει το καθήκον του δυνάμει του άρθρου 70(ε) του Νόμου. Αυτό, όμως, παρέμεινε χωρίς απάντηση.  Ωστόσο, το Εφετείο έχει εξουσία με βάση το άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/1960) να το εξετάσει το ίδιο και να αποφασίσει οριστικά αν,  στην προκειμένη περίπτωση, δικαιολογείται η έκδοση εντάλματος mandamus.  Τούτο επιβάλλεται να γίνει, υπό τις δοσμένες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, όπως αυτές παρατίθενται πιο πάνω και καταδεικνύουν την ύπαρξη μακράς καθυστέρησης που προκάλεσαν οι πολλαπλές δικαστικές διαδικασίες στη διάγνωση των δικαιωμάτων των Εφεσειόντων.  Με αυτά ως δεδομένα, είναι πρόδηλο, όπως έχουν τα γεγονότα, πως ο Διευθυντής δεν αρνήθηκε να απαντήσει στην ένσταση των Εφεσειόντων.  Σε επιστολή του προς το συνήγορο των Εφεσειόντων ημερομηνίας 20.12.2017, εξηγείται ότι η καθυστέρηση στην εξέταση της ένστασης οφειλόταν στο ότι αναμενόταν η απάντηση επί κάποιων σχετικών θεμάτων από κάποια άλλα Τμήματα.  Συνεπώς προκύπτει αβίαστα ότι δεν υπήρξε άρνηση από μέρους του Διευθυντή στην άσκηση του προαναφερθέντος καθήκοντος του.  Συνακόλουθα κρίνεται ότι  η αίτηση για έκδοση εντάλματος mandamus  ήταν πρόωρη. 

 

Είναι πρόδηλο ότι η περίπτωση δεν προσφερόταν  για αυτεπάγγελτη εξέταση από το πρωτόδικο Δικαστήριο του θέματος της καθυστέρησης στην προώθηση διαβημάτων για προνομιακό ένταλμα, υπό το φως του ιστορικού της υπόθεσης και κυρίως γιατί η άδεια είχε δοθεί από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάτω από συγκεκριμένες περιστάσεις. Δεν παραγνωρίζουμε τη νομολογιακή αρχή ότι το θέμα καθυστέρησης μπορεί να εγερθεί οποτεδήποτε αλλά η κάθε περίπτωση θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με τα δικά της γεγονότα. 

 

Στην προκειμένη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο αφενός μεν ήταν δεσμευμένο με την πιο πάνω θεώρηση της απόφασης της πλειοψηφίας της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αφετέρου οι Εφεσείοντες είχαν κάθε δικαίωμα να ακουστούν επί της ουσίας της αίτησης τους για mandamus, μετά την επιτυχία της έφεσης τους.  Ειδικά η λειτουργία της δεσμευτικότητας των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του, είναι μια από τις βασικές αρχές που ισχύουν στο σύστημα δικαίου που εφαρμόζεται στην Κύπρο.  Ο κάθε πολίτης που προσφεύγει στο Δικαστήριο και τυγχάνει πρωτόδικης και εφετειακής κρίσης δικαιούται να γνωρίζει ανά πάσα στιγμή όλα τα στοιχεία επί των οποίων  να επικεντρώσει την προσοχή του, στην προσπάθεια του να αναζητήσει το δίκαιο του.  Ως προς την ισχύ απόφασης κατά πλειοψηφία, είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι είναι εξίσου δεσμευτική ως να είχε αποφασιστεί ομόφωνα (βλ. την υπόθεση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Βύρωνας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 77 με αναφορά στις A.G v. Dean and Camous of Windor (1860) 8HL Cas 369, 392, Inland Revenue Commissioners v. Walker (1915) AC 509, 519, 522, Halsburys Laws of England 3η έκδοση παραγρ. 1686).

 

Υπό το φως της κατάληξης αυτής, η εξέταση των υπόλοιπων θεμάτων που εγείρονται με την έφεση παρέλκει.

 

Η έφεση θα αποτύγχανε, για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί.  ΄Οσον αφορά τα έξοδα, υπό τις περιστάσεις ανωτέρω, δεν θα εκδίδαμε οποιαδήποτε διαταγή. 

 

                                                         

 

                                                                   Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                                                  

Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

/Α.Λ.Ο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο