ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ SERGUEYEVICH ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΩΣΙΑ ΚΑΤΟΧΟΣ ΡΩΣΙΚΟΥ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟΥ ΥΠ΄ΑΡ. 2435 ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΣΤΗΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ HABEAS CORPUS, Πολιτική Έφεση Αρ. 55/2020, 26/7/2021

ECLI:CY:AD:2021:A357

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 55/2020)

 

 

26 Ioυλίου, 2021

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ,

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ ΔΔ]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 33 ΤΟΥ1964 ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 10 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ ΑΡ. 97/1970

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx xxx SERGUEYEVICH ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΩΣΙΑ ΚΑΤΟΧΟΣ ΡΩΣΙΚΟΥ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟΥ ΥΠ΄ΑΡ. xxxxx2435 ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΣΤΗΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ HABEAS CORPUS

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ TON N. 97/1970 (ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 1970) ΑΡΘΡΑ 9 ΚΑΙ 10 KAI ME TON N. 95/1970 (ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ (ΚΥΡΩΤΙΚΟΣ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 1970)

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΜΒΑΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΣΣΔ ΓΙΑ ΠΑΡΟΧΗ ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΚΥΡΩΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ ΑΡ. 172/1986

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΗΜΕΡ. 30.9.2019 ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΦΥΓΟΔΙΚΟΥ ΥΠ΄ΑΡ. 3/2018, ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΔΙΑΤΑΧΘΗΚΕ Η ΠΡΟΦΥΛΑΚΙΣΗ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ΣΤΙΣ ΡΩΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ.

_________

 

Αλέξανδρος Χρ. Αλεξάνδρου με Ανέστη Νοβριάδη και Ελένη Αλεξάνδρου (κα) για τον Εφεσείοντα.

Δρ Μαρίνα Σπηλιωτοπούλου, (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

Εφεσείων παρών.

_________________

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

----------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Ο εφεσείων, ρώσος υπήκοος αντιμετώπισε στο κατώτερο Δικαστήριο στη συνέχεια («το Επαρχιακό Δικαστήριο») διαδικασία κατόπιν αιτήματος της ρωσικής ομοσπονδίας για έκδοση του (αίτηση αρ.3/18).  Προηγουμένως είχε αντιμετωπίσει την αίτηση αρ.1/17 η οποία αποσύρθηκε στις 14.4.2018 επειδή το ένταλμα σύλληψης των ρωσικών αρχών που υποστήριζε το αίτημα του για έκδοση ακυρώθηκε στις 13.2.2018 από ρωσικό Δικαστήριο.  Η διαδικασία της δεύτερης αίτησης δηλαδή της αρ.3/18 είχε αφετηρία την έκδοση εντάλματος σύλληψης από την Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 8(Ι)(β) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970 (Ν.97/70) (από τούδε και στο εξής «ο Νόμος»).  Η διαδικασία στο Επαρχιακό Δικαστήριο είχε σκοπό την έκδοση του εφεσείοντα ώστε αυτός να δικαστεί στη Ρωσία για αδικήματα απάτης ήτοι της υπεξαίρεσης χρημάτων μέσω εξαπάτησης και κατάχρησης σχέσης εμπιστοσύνης που διαπράχθηκε από οργανωμένη εγκληματική ομάδα την οποία, όπως του αποδίδουν δημιούργησε και ήταν επικεφαλής αυτής, σε βάρος και προς ζημίαν πολιτών, ως προς την αγορά διαμερισμάτων για την περίοδο 15.12.09 μέχρι 7.2.2011 κατά παράβαση του άρθρου 159(4) του Ποινικού Κώδικα της ρωσικής ομοσπονδίας. 

 

Ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου κατέθεσαν 3 μάρτυρες για την αιτούσα χώρα και 6 μάρτυρες για τον εφεσείοντα.  Καταχωρήθηκε επίσης μεγάλος όγκος τεκμηρίων.  Το Επαρχιακό Δικαστήριο στην πολυσέλιδη απόφαση του αξιολόγησε το όλο μαρτυρικό υλικό και ενδιέτριψε αναλυτικά επί των ενστάσεων και επιχειρημάτων του εφεσείοντα.  Κατέληξε να απορρίψει τις θέσεις του, κρίνοντας ταυτοχρόνως ότι πληρούνται όλες οι απαιτούμενες προϋποθέσεις βάσει του νομοθετικού πλαισίου έκδοσης εκζητουμένων.  Ως συνέπεια εξεδόθη διάταγμα για προφυλάκιση του εφεσείοντα μέχρι την ολοκλήρωση της έκδοσης του στις αρχές της Ρωσικής Ομοσπονδίας, προκειμένου να δικαστεί για τα προαναφερόμενα αδικήματα για τα οποία ζητήθηκε η έκδοση του.  Στη συνέχεια ο εφεσείων καταχώρησε αίτηση για έκδοση Habeas Corpus ενώπιον δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (στη συνέχεια, «το πρωτόδικο Δικαστήριο») δυνάμει του άρθρου 10 του Νόμου.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού στις 13.1.2020 απέρριψε αίτημα για προσκόμιση περαιτέρω μαρτυρίας, στη συνέχεια άκουσε την επιχειρηματολογία των δύο πλευρών για τα εγειρόμενα από τον εφεσείοντα θέματα και εν τέλει απέρριψε το αίτημα για Habeas Corpus.

 

Ο εφεσείων με 7 λόγους έφεσης προσβάλλει ως λανθασμένη την απορριπτική απόφαση. 

(παρά τις συντακτικές ατασθαλίες κρίναμε ορθότερο να διατηρήσουμε αυτούσιο λόγο εκ του εφετηρίου)

 

“1ος λόγος έφεσης ο Δικαστής ασκώντας πρωτοβάθμια δικαιοδοσία λανθασμένα απέρριψε με ενδιάμεση απόφαση του  ημερ. 13.1.2020 με την οποία απερρίφθη το αίτημα του εφεσείοντα να παρουσιάσει μαρτυρία και ήτοι ότι η έκδοση του από το ρωσικό κράτος, επιδιώκεται καθαρά για αλλότριους λόγους και δη ότι η δίωξη του δεν γίνεται με καλή πίστη ή για το συμφέρον της Δικαιοσύνης, καθώς και ότι τα αδικήματα για τα οποία επιδιώκεται η έκδοση του ήδη έχουν παραγραφεί, χωρίς επαρκή δικαιολογία και του στερήθηκε το δικαίωμα να ακουστεί από το Δικαστήριο και να θέσει καταλυτικής σημασίας μαρτυρία, για την ορθή κρίση του Δικαστηρίου.   

 

2ος λόγος έφεσης Ο Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου που άσκησε πρωτοβάθμια δικαιοδοσία, παρέλειψε να εξετάσει τη θέση του εφεσείοντα ότι με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 10 του Ν.97/1970, οφείλει να εξετάσει την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης του Επαρχ.Δικαστηρίου Πάφου και όχι να εξετάσει μόνο εάν συντρέχει ένας από τους λόγους που απαριθμούνται στο εδάφιο 3 του εν λόγω άρθρου και λανθασμένα στο τέλος καταλήγει ότι με βάση τις πρόνοιες του εδαφίου 3 του άρθρου 10, η αποφυλάκιση του υπό έκδοση προσώπου είναι δυνατή (α) λόγω της ασήμαντης φύσεως του αδικήματος για το οποίο διώκεται, (β)  λόγω της παρόδου μακρού χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη και λόγω του ότι η κατηγορία δεν έγινε καλόπιστα ή προς το συμφέρον της δικαιοσύνης και απόδοση του θα συνιστούσε άδικο ή καταπιεστικό μέτρο.

 

3ος λόγος έφεσης Ο Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου που άσκησε πρωτοβάθμια διαδικασία λανθασμένα έκρινε  η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος ότι δεν δικαιολογούσε την έκδοση διατάγματος για έκδοση του αιτητή στη ρωσική ομοσπονδία και παρέλειψε να ασχοληθεί με τη μαρτυρία αυτή για να καταλήξει σε ένα τέτοιο συμπέρασμα, και η κρίση του επί του σημείου τούτου είναι αδικαιολόγητη και αυθαίρετη,  και κατά παράβαση του Συντάγματος.

 

4ος λόγος έφεσης Ο πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε σε λανθασμένα και αυθαίρετα συμπεράσματα, ότι ο χρόνος που διέρρευσε δεν καθίσταται άδικο και καταπιεστικό μέτρο κατά του εφεσείοντα, και ουσιαστικά βασιζόμενος επί των αυθαίρετων συμπερασμάτων οδηγήθηκε σε λανθασμένη κρίση επί του θέματος.

5ος λόγος έφεσης Ο πρωτόδικος Δικαστής αρνήθηκε να εξετάσει την θέση του εφεσείοντα ότι δεν θα τύχει δίκαιης δίκης από το Ρωσικό κράτος, σε σχέση με αυτά που διαδραματίστηκαν κατά την εκδίκαση της αίτησης υπ’ αριθμόν 1/2017, καθώς και ότι το Ρωσικό κράτος, με τις ενέργειες και/ή πράξεις του πέτυχε να παραβιάσει τα θεμελιώδη δικαιώματα του εφεσείοντα, ενώ αυτός βρισκόταν σε ξένο κράτος, στοιχείο που καταδεικνύει μετά βεβαιότητας ότι ο εφεσείων δεν αναμένεται να τύχει δίκαιης δίκης από το Ρωσικός κράτος σε περίπτωση έκδοσης του.

 

6ος λόγος έφεσης ο πρωτόδικος Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου λανθασμένα έκρινε ότι η εκδίκαση της αίτησης έκδοσης φυγοδίκου κατά του εφεσείοντα από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, που ασκούσε κατά τον χρόνο εκδίκασης ποινική δικαιοδοσία, είναι εσωτερικό θέμα κατανομής των καθηκόντων στους Επαρχιακούς Δικαστές και άρα δεν υπάρχει θέμα, ενώ η διαδικασία έκδοσης φυγοδίκου συνιστά πολιτική διαδικασία και κατ' επέκταση θα έπρεπε να εκδικαστεί από Δικαστή που κατά τον χρόνο εκδίκασης ασκούσε πολιτική δικαιοδοσία.

 

7ος λόγος έφεσης ο Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου που άσκησε πρωτοβάθμια δικαιοδοσία, αρνήθηκε να εξετάσει κατά πόσο, ο Επαρχιακός Δικαστής που εκδίκασε την αίτηση έκδοσης του εφεσείοντα, ενήργησε στο ορθό δικαιοδοτικό πλαίσιο, και κατά πόσον υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία για έκδοση του εφεσείοντα, και κατ' επέκταση αρνήθηκε να εξετάσει το σύνολο των θέσεων του εφεσείοντα που προέβαλε μέσα από την αίτηση του για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως HABEAS CORPUS”.

 

Πριν να προχωρήσουμε στην επιμέρους εξέταση των λόγων έφεσης είναι σκόπιμο να παραθέσουμε συνοπτικώς τα θέματα με τα οποία ο εφεσείων είχε επιδιώξει πρωτοδίκως να του αποδοθεί η θεραπεία Habeas Corpus.

 

(α)  ΄Oτι το διάταγμα κράτησης ημερ. 30.9.2019 πάσχει νομικά αφού εκδόθηκε από Επαρχιακό Δικαστή ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ασκούσε ποινική δικαιοδοσία ενώ η δικαιοδοσία έκδοσης φυγοδίκου είναι πολιτικής φύσεως.  Ακόμη ότι ο δικαστής που εκδίκασε την αίτηση έκδοσης είχε επιληφθεί της προηγούμενης αίτησης για κράτηση του εφεσείοντα και συνεπώς έπρεπε να εξαιρεθεί της διαδικασίας λόγω του ότι και οι δύο αιτήσεις είχαν το ίδιο αντικείμενο.

 

(β) Η εσφαλμένη κρίση του κατώτερου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων με την έκδοση του στις αρχές της ρωσικής ομοσπονδίας δεν κινδύνευε να παραβιαστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα του, να τύχει ταπείνωσης εξευτελισμού, βασανιστηρίων ή ότι θα τύγχανε δίκαιης δίκης.

 

(γ) Ότι η διαδικασία όπως εξελίχθηκε ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου σε συνδυασμό με την προγενέστερη αίτηση στην οποία το ρωσικό ένταλμα σύλληψης ακυρώθηκε από τριτοβάθμιο Δικαστήριο της Ρωσίας δημιούργησε συνολικά τέτοιες περιστάσεις προς τον εφεσείοντα, ώστε καταπατήθηκαν βάναυσα τα ανθρώπινα του δικαιώματα για μεγάλο χρονικό διάστημα. 

 

(δ)  Εσφαλμένα το κατώτερο Δικαστήριο έκρινε ότι τα τεθέντα ενώπιον του στοιχεία ήσαν ικανοποιητικά για έκδοση του εφεσείοντα στη Ρωσία και λανθασμένα δεν έκαμε αποδεκτή τη μαρτυρία και τις θέσεις της πλευράς του εφεσείοντα.  Γενικά, προσβάλλονται ως αυθαίρετα μία σειρά από ευρήματα του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

 

Εξέταση των λόγων έφεσης:

Επανερχόμαστε στην εξέταση των λόγων έφεσης  ως έχουν παρατεθεί πιο πάνω. 

 

Εξετάζοντας προσεκτικά το περιεχόμενο των λόγων αυτών σε συνάρτηση με την αιτιολογία τους, κρίνουμε ότι οι λόγοι 2, 3 και 7 αφορούν στην εμβέλεια εξέτασης των λόγων που το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι όφειλε να εξετάσει στην αίτηση του εφεσείοντα για έκδοση Habeas Corpus.  Ο κ.Αλεξάνδρου στάθηκε ιδιαίτερα στους λόγους αυτούς επιχειρηματολογώντας περαιτέρω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι η εξουσία του ως προς την εξέταση της αίτησης Habeas Corpus στην περίπτωση του εφεσείοντα δυνάμει του άρθρο 10 του Νόμου περιοριζόταν στην εξέταση του εδαφίου 3 με αρίθμηση λόγων (α), (β), (γ). 

 

Είναι ορθό να παραθέσουμε τη σχετική Διάταξη για σκοπούς καλυτέρας κατανόησης των θέσεων με τονισμό το εδάφιο 3(α-γ).

 

10.—(1) Το ∆ικαστήριον, εν πάση περιπτώσει, καθ’ ην ήθελε διατάξει την κράτησιν του υπό εκδοσιν προσώπου δυνάµει του άρθρου 9, θέλει πληροφορήσει άµα τον ενδιαφερόµενον, εις κοινήν γλώσσαν, περί του δικαιώµατος αυτού όπως υποβάλη αίτησιν διά habeas corpus προς τούτοις δε αµελλητί κοινοποιήση την τοιαύτην απόφασιν τω Υπουργώ.

 

(2) Πρόσωπον, ούτινος διετάχθη η κράτησις δυνάµει του ως είρηται άρθρου 9 δεν δύναται δυνάµει του παρόντος Νόµου να αποδοθή εις το Κράτος ή την χώραν, ήτις ητήσατο την έκδοσιν αυτού—

 

(α) εν πάση περιπτώσει, µέχρις ου παρέλθη διάστηµα δεκαπέντε ηµερών από της ηµέρας, καθ’ ην εξεδόθη το περί εκδόσεως διάταγµα·

 

(β) εν η περιπτώσει ήθελεν υποβληθή αίτησις διά habeas corpus εφ’ όσον εκκρεµεί η εξέτασις της υποβληθείσης αιτήσεως.

 

(3) Το Ανώτατον Δικαστήριον, επιλαµβανόµενον της τοιαύτης αιτήσεως, δύναται, µη επηρεαζοµένης οιασδήποτε ετέρας δικαιοδοσίας αυτού, να διατάξη την αποφυλάκισιν του υπό έκδοσιν προσώπου, εφ’ όσov ήθελε κρίνει ότι—

(α) λόγω της ασηµάντου φύσεως του αδικήµατος, δι’ ο διώκεται ή κατεδικάσθη ή

(β) λόγω της παρόδου µακρού χρόνου, αφ’ ου εγένετο η διάπραξις του αδικήµατος ή, αναλόγως της περιπτώσεως, αφ’ ου καταζητείται προς έκτισιν ποινής µετά καταδίκην αυτού. ή

(γ) λόγω του ότι η κατ’ αύτου κατηγορία δεν εγένετο καλή τη πίστει ή εν τω συµφέροντι της δικαιοσύνης, η απόδοσις αυτού θα απετέλει, λαµβανοµένων υπ’ όψιν απασών των περιστάσεων, άδικον ή καταπιεστικόν µέτρον.

 

(4) Το Ανώτατον ∆ικαστήριον, επιλαµβανόµενον οιασδήποτε τοιαύτης αιτήσεως, δύναται να δεχθή συµπληρωµατικά αποδεικτικά στοιχεία, σχετικά προς την άσκησιν της δικαιοδοσίας αυτού δυνάµει του άρθρου 4 ή δυνάµει του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου.

 

(5) ∆ιά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η διαδικασία διά την εξέτασιν αιτήσεως υποβληθείσης διά την έκδοσιν habeas corpus λογίζεται εκκρεµούσα µέχρις ου εκδικασθή η κατ’ αύτης τυχόν ασκηθείσα έφεσις, ή παρέλθη άπρακτος η προθεσµία, εν η δύναται να ασκηθή τοιαύτη έφεσις, ή, εφ’ όσον απαιτείται άδεια διά την άσκησιν εφέσεως, η προθεσµία εν η δύναται να αιτηθή η παροχή της τοιαύτης αδείας»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας τις θέσεις του εφεσείοντα επ΄αυτής της πτυχής, ανέφερε τα ακόλουθα:

«Κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων προώθησαν τις θέσεις τους - υπέρ ή εναντίον της αποδοχής της αίτησης - και δια ζώσης. Κατ΄ αυτή, το Δικαστήριο, έχοντας υπόψιν τις πρόνοιες του άρθρου 10(3)[1] του Νόμου, έθεσε στον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή το ερώτημα κατά πόσο επιμένει σε όλους τους λόγους που εγείρονται στην αίτηση. Η απάντηση του ήταν ότι επιμένει και επί του προκειμένου επιχειρηματολόγησε υπέρ της βασιμότητας όλων των λόγων που εγείρονται στην αίτηση».

 

Παρακάτω, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τους λόγους που αφορούν στη μη ύπαρξη αρμοδιότητας του Επαρχιακού Δικαστή που αντιστοιχούν στους λόγους που αναλύονται και στο λόγο έφεσης που θα μας απασχολήσει στη συνέχεια, όπως επίσης και στο θέμα εξαίρεσης του Δικαστή λόγω της προηγούμενης απασχόλησης του με την πρώτη αίτηση, η οποία αποσύρθηκε.  Μετά την εξέταση των λόγων αυτών, επανήλθε στο προσκήνιο το εδάφιο 3 του άρθρου 10 το οποίο, είναι γεγονός ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο το αντιμετώπισε έως να αποτελούσε την αποκλειστική εμβέλεια υποχρέωσης εξέτασης των λόγων που αφορούσαν το Habeas Corpus.  Για του λόγου το αληθές παραθέτουμε το ακόλουθο απόσπασμα:

«Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω οι πρώτοι δύο λόγοι επί των οποίων βασίζεται η αίτηση στερούνται ερείσματος και απορρίπτονται. Σ΄ ό,τι δε αφορά τους επόμενους λόγους για τους οποίους ζητείται η αποφυλάκιση του αιτητή, τονίζεται για πολλοστή φορά ότι σύμφωνα με τις ρητές πρόνοιες του εδαφίου 3 του άρθρου 10 του Νόμου η αποφυλάκιση του υπό έκδοση προσώπου είναι δυνατή (α) λόγω της ασημάντου φύσεως του αδικήματος για το οποίο διώκεται, (β) λόγω της παρόδου μακρού χρόνου από τη διάπραξη του αδικήματος και (γ) η κατ΄ αυτού κατηγορία δεν έγινε καλή τη πίστει ή εν τω συμφέρον της δικαιοσύνης και η απόδοση του, λαμβανομένων υπόψιν όλων των περιστατικών που συνθέτουν την περίπτωσή του, θα συνιστούσε άδικο ή καταπιεστικό μέτρο. Κατ΄ ακολουθία δε των σαφών προνοιών του εν λόγω άρθρου, ο ρόλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αιτήσεις της εξεταζόμενης φύσεως είναι περιορισμένος. Δηλαδή, περιορίζεται να εξετάσει κατά πόσο ευσταθεί ή όχι οποιοσδήποτε από τους προαναφερθέντες τρεις λόγους. Και αυτό εφαρμόζοντας τις επί τούτου καθιερωμένες από τη νομολογία αρχές, σύμφωνα με τις οποίες το Ανώτατο Δικαστήριο δεν μπορεί να αναθεωρήσει τα ευρήματα του Δικαστηρίου που αποφάσισε την έκδοση αλλά περιορίζεται στην εξέταση κατά πόσο υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία που να δικαιολογούσε την έκδοση και κατά πόσο το Επαρχιακό Δικαστήριο ενήργησε εντός του δικαιοδοτικού του πλαισίου (βλ. Μελάς (Αρ.3) (1998) 1 Α.Α.Δ. 1199, Hachen v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1992) 1 Α.Α.Δ. 191, Katcho (2004) 1 A.A.Δ. 793 και σύγγραμμα του Π. Αρτέμη «Προνομιακά Εντάλματα» παρ. 3.18 και 3.19)».

(ο τονισμός είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Με βάση τα πιο πάνω ορθώς ο κ.Αλεξάνδρου έθεσε το ζήτημα περί λάθους αντίληψης του Δικαστηρίου. 

 

Το πιο πάνω απόσπασμα καταδεικνύει όντως ότι στη διεργασία σκέψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν θεμελιωμένη η υποχρέωση εξέτασης μόνο των λόγων του εδαφίου 3(α-γ). 

Προφανώς και πρόκειται περί λανθασμένης αντίληψης.  Η διατύπωση του εδαφίου 3 δεν περιορίζει την εξέταση του Δικαστηρίου σε αίτηση Habeas Corpus για φυγόδικο στους πιο πάνω λόγους. Η αίτηση παραμένει να είναι εξέταση νομιμότητας της κράτησης όπως οποιοδήποτε άλλο αίτημα Habeas Corpus και μόνο ως επιπρόσθετες εξουσίες μπορούν να εκληφθούν τα αναφερόμενα στις σχετικές παραγράφους του εδαφίου 3.  Αφού ρητά ο Νόμος ομιλεί για εξουσίες στο Δικαστή που εξετάζει το αίτημα Habeas Corpus, δεν πρόκειται για άλλη εξουσία εκτός του «κλασικού αιτήματος Habeas Corpus» και σίγουρα οι σχετικές διατάξεις δεν μπορούν να εκληφθούν ως περιοριστικές της εξουσίας του Δικαστηρίου στην προνομιακή διαδικασία Habeas Corpus, αλλά αντίθετα αποτελούν διεύρυνση εξουσιών.

 

Ωστόσο, παρά τη λανθασμένη ως άνω διατύπωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη συνέχεια ορθά έθεσε πως «το Ανώτατο Δικαστήριο δεν μπορεί να αναθεωρήσει τα ευρήματα του Δικαστηρίου που αποφάσισε την έκδοση, αλλά περιορίζεται στην εξέταση κατά πόσο υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία που να δικαιολογούσε την έκδοση και κατά πόσο το Επαρχιακό Δικαστήριο ενήργησε εντός του δικαιοδοτικού του πλαισίου.»  Αυτή η αντιμετώπιση, όπως σημείωσε, συνάδει με τις νομολογιακές αρχές που έχουν αποκρυσταλλωθεί στη κυπριακή νομολογία.

 

Στη Κοtlyarenko (2011)1A ΑΑΔ 505 αναφέρθηκαν τα εξής:

«Το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι οι εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου, είτε πρωτόδικα, είτε κατ’ έφεση, σε αιτήσεις Habeas Corpus, από φυγόδικους εναντίον των οποίων έχει εκδοθεί διάταγμα έκδοσης, περιορίζονται, αναφορικά με την ποιότητα της μαρτυρίας, στην εξέταση του κατά πόσο, από αντικειμενική θεώρηση, υπήρχε επαρκής μαρτυρία για την έκδοση. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει εξουσία, στα πλαίσια τέτοιων αιτήσεων, ούτε να αναθεωρήσει τα ευρήματα του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ούτε να επέμβει στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, εφόσον αυτή κινήθηκε μέσα σε νόμιμα πλαίσια (δέστε: Hachem, ανωτέρω).

 

 Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο και τις αρχές που διατυπώθηκαν στη Hachem (ανωτέρω), ότι δηλαδή στα πλαίσια αιτήσεων Habeas Corpus, από φυγόδικους, είτε πρωτόδικα είτε κατ’ έφεση, δεν αναθεωρούνται τα ευρήματα του Επαρχιακού Δικαστηρίου αλλά μόνον εξετάζεται το κατά πόσον, από αντικειμενική θεώρηση, υπήρχε επαρκής μαρτυρία για την έκδοση του φυγόδικου. Στην προκείμενη περίπτωση θεωρούμε ότι υπήρχε όντως επαρκής μαρτυρία, αναφορικά με τη γνησιότητα και τον επίσημο χαρακτήρα του αντιγράφου του ρωσικού εντάλματος σύλληψης εναντίον του φυγόδικου και ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του εξουσία, αναφορικά με τη μαρτυρία που προσφέρθηκε ενώπιον του και από τις δύο πλευρές, μέσα σε νόμιμα πλαίσια. Ήταν δηλαδή δικαίωμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου να απορρίψει τη μαρτυρία του εφεσείοντα και να δεχθεί εκείνη των εφεσιβλήτων και με βάση τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων να εκδώσει το διάταγμα έκδοσης του φυγόδικου.”

 

 

Προκύπτει συνεπώς ότι το Δικαστήριο επιλαμβανόμενο αίτηση Habeas Corpus δεν ενεργεί ως Εφετείο αναφορικά με θέματα γεγονότων και δεν δύναται να αναθεωρήσει τα ευρήματα του Δικαστηρίου που επιλήφθηκε της έκδοσης, ούτε και να επέμβει στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, εφόσον κινήθηκε  μέσα στα νόμιμα όρια αυτής.  ΄Εχει όμως αρμοδιότητα να διαπιστώσει κατά πόσο το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε ικανοποιητική μαρτυρία ενώπιον του που να δικαιολογούσε την έκδοση του εντάλματος, να υπάρχει δηλαδή από απόψεως αντικειμενικής θεώρησης επαρκής μαρτυρία για την έκδοση.  Το νομοθετικό δε πλαίσιο κρίσης, όπως ήδη αναφέρθηκε είναι ο Νόμος 97/1970, ο οποίος ρυθμίζει γενικά τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία για την έκδοση φυγοδίκων, ενώ ο Ν.95/70 (Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την έκδοση φυγοδίκων που κυρώθηκε με τον περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικός Νόμος) καθορίζει τις προϋποθέσεις για έκδοση φυγοδίκων μεταξύ των χωρών που προσχώρησαν στην κυρωθείσα Σύμβαση.  (Βλ. Golov (2001)1B ΑΑΔ 1109).  Πέραν τούτου παρατηρούμε πως, παρά την αντιθέτου διατύπωση ως άνω, στην πράξη το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τις θέσεις του εφεσείοντα πέραν από τους λόγους α-γ του εδαφίου 3, όπως και παρακάτω θα διαφανεί εναργέστερα όταν θα μας απασχολήσουν άλλοι λόγοι έφεσης.

 

Αναφορικά λοιπόν με τους Λόγους 2, 3 και 7, θεωρούμε ότι ο εφεσείων δεν έχει δίκαιο και αυτοί απορρίπτονται.

 

Επί του 6ου λόγου έφεσης, για αναρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου θεωρούμε ότι η πλευρά του εφεσείοντα δεν παρουσιάζει κανένα ισχυρό επιχείρημα ή θέση τέτοια, που να ανατρέπει το ισχυρό της προσέγγισης του πρωτόδικου Δικαστηρίου την οποία και παραθέτουμε:

« Έχω εξετάσει με προσοχή ό,τι τέθηκε ενώπιον μου και θεωρώ, καταρχάς, ότι τόσο ο πρώτος όσο και ο δεύτερος λόγος (ανωτέρω) έκδηλα δεν ευσταθούν. Σύμφωνα με τα άρθρα 21 και 23 του περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 (Ν.14/1960 όπως τροποποιήθηκε), η πολιτική και ποινική δικαιοδοσία ασκείται από Επαρχιακά Δικαστήρια. Δικαιοδοσία η οποία βεβαίως ασκείται από Επαρχιακούς Δικαστές, ο διακανονισμός και η κατανομή των καθηκόντων των οποίων καθορίζεται από τον Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου όπου υπηρετούν, τηρουμένων οιωνδήποτε οδηγιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (άρθρο 28). Κατ΄ ακολουθία τούτου, ο τρόπος άσκησης εκατέρας ή και των δύο δικαιοδοσιών από Επαρχιακούς Δικαστές καθορίζεται από τον Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου ο οποίος, ανάλογα με τις ανάγκες του Δικαστηρίου του οποίου προεδρεύει, ρυθμίζει και το πρόγραμμα εργασίας του Δικαστηρίου του το οποίο εγκρίνεται από το Ανώτατο Δικαστήριο. Επομένως το εγερθέν ζήτημα, ως εσωτερικό θέμα κατανομής των καθηκόντων στους Επαρχιακούς Δικαστές, δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο για θεμελίωση επιχειρήματος ότι ένας Επαρχιακός Δικαστής δεν μπορεί, ενδεχομένως, να ασκεί ταυτόχρονα και τις δύο δικαιοδοσίες. Σ΄ ό,τι δε αφορά το δεύτερο ζήτημα - ότι δηλαδή ο ίδιος Δικαστής που εκδίκασε την αίτηση έκδοσης είχε επιληφθεί προηγουμένως και αίτηση για κράτηση του αιτητή και ως εκ τούτου θα έπρεπε να εξαιρεθεί της διαδικασίας - θεωρώ ότι τα δύο ζητήματα είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους και ζήτημα εξαίρεσης δεν μπορούσε να εγερθεί ούτε και εγέρθηκε.

 

 Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω οι πρώτοι δύο λόγοι επί των οποίων βασίζεται η αίτηση στερούνται ερείσματος και απορρίπτονται».

 

Υιοθετούμε αυτή την προσέγγιση και απορρίπτουμε τον 6ο  λόγο έφεσης.

 

Στη συνέχεια θα απασχολήσει ο λόγος 4.  Ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στην εξέταση της έφεσης είναι ο παράγων χρόνος ο οποίος υπεισέρχεται βεβαίως στο προσκήνιο κατ΄επίκληση του εδαφίου 3(β).  Ο πρωτόδικος Δικαστής επ΄αυτού αναφέρει τα ακόλουθα:

«Ο δεύτερος λόγος αφορά το χρόνο που διέρρευσε από την (κατ΄ ισχυρισμό) τέλεση των εγκλημάτων μέχρι σήμερα που είναι εννέα (9) έτη. Πρόκειται για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά δεν μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι σύμφωνα με τα ευρήματα του κατώτερου Δικαστηρίου ο αιτητής εγκατέλειψε τη Ρωσική Ομοσπονδία το Νοέμβριο (όπως είναι παραδεκτό) του 2011 ενώ γνώριζε ότι εναντίον του είχε τροχοδρομηθεί διαδικασία ποινικής δίωξης. To στοιχείο αυτό εκθεμελιώνει κατά την άποψή μου τον υπό συζήτηση λόγο και επί τούτου θεωρώ ότι εφαρμόζονται οι επισημάνσεις που έγιναν στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Mrukwa (2014) 1 A.A.Δ. 495, από την οποία και το απόσπασμα που ακολουθεί:-

 

«(β) ένας εκζητούμενος εμποδίζεται να επικαλείται καθυστέρηση στην υποβολή αιτήματος για παράδοση του, όταν ενώ γνωρίζει πως του επιβλήθηκε ποινή την οποία θα καλείτο να εκτίσει, ή ενώ γνώριζε πως υπάρχει εναντίον του ποινική δίωξη, τρέπεται σε φυγή από τη δικαιοδοσία, της αιτήτριας χώρας, (γ) η καθυ­στέρηση και η εξ αυτής μεταβολή των προσωπικών συνθηκών ενός εκζητούμενου αφ εαυτών δεν είναι αρκετό να δικαιολογή­σουν άδικη και καταπιεστική μεταχείριση, (δ) το Δικαστήριο έχει την ευθύνη να σταθμίσει τα δικαιώματα εκζητούμενου όπως διασφαλίζονται από το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, σε συνάρτηση με το δημόσιο συμφέρον που επιβάλλει ότι κάθε παραβάτης πρέπει να οδηγείται ενώπιον της δικαιοσύνης και (ε) τα Δικαστήρια της χώρας έκδοσης οφείλουν να επιδεικνύουν σεβασμό στις υποχρεώσεις της χώρας τους έναντι της αιτήτριας χώρας και να συνε­κτιμούν και την ανάγκη αποτροπής άλλων επίδοξων φυγοδίκων από το να βρουν καταφύγιο στην χώρα τους».

 

Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω, ούτε ο δεύτερος λόγος του άρθρου 10(3) του Νόμου ικανοποιείται».

 

Το κύριο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι εάν συναντάται αντίστοιχο εύρημα στην απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, αφού προφανώς το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι από το περιεχόμενο αυτής που εξέλαβε την πιο πάνω γνώση ως δεδομένη.

΄Εχουμε εξαντλητικά επαναθεωρήσει τα συμπεράσματα και ευρήματα του Επαρχιακού Δικαστηρίου στην πολυσέλιδη απόφαση του.  Με όλο το σεβασμό στο πρωτόδικο Δικαστή, δεν προκύπτει τέτοια γνώση του εφεσείοντα ότι εναντίον του είχε τροχοδρομηθεί διαδικασία ποινικής δίωξης και μάλιστα ότι γι΄αυτό εγκατέλειψε τη Ρωσία το Νιόβρη του 2011.

 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο στις σελ.48-52 αναφέρει:

«Ο δεύτερος πυλώνας αφορά ισχυρισμό για χρονική καθυστέρηση. Είναι η θέση της πλευράς του Καθ' ου η αίτηση ότι ο χρόνος που παρήλθε από το έτος 2011 που ο Καθ' ου η αίτηση ήλθε στην Κύπρο για διαμονή μέχρι τη στιγμή που τροχιοδρομήθηκε η διαδικασία αιτήματος για έκδοση του είναι μεγάλος με αποτέλεσμα να εδραιωθεί στην κυπριακή κοινωνία, πράγμα που καθιστά άδικη και καταπιεστική την έκδοση του στη Ρωσική Ομοσπονδία.

 

Το θέμα της χρονικής καθυστέρησης εξετάζεται στην βάση του άρθρου 10(3)(β) του Νόμου 97/70. Στην υπόθεση Badar (2004) 1 Α.Α.Δ. 1625 (……) λέχθηκε σχετικά ότι η εμβέλεια του άρθρου 10(3)(β) δεν μπορεί να περιορισθεί ώστε να αποκλείει οποιοδήποτε παράγοντα μπορεί να είναι σχετικός στη δεδομένη περίπτωση ως προς τις συνέπειες της καθυστέρησης αφού οι όροι άδικον ή καταπιεστικόν μέτρον’, που είναι το ζητούμενο, είναι ευρείς. Στην Shyleriko (2005) IB Α.Α.Δ 1111 τέθηκε ως πρωταρχικής σημασίας για απάντηση του θέματος το ερώτημα ποιος ευθύνεται για την καθυστέρηση. Αν ευθύνεται ο Αιτητής, δεν μπορεί κατά κανόνα να την επικαλείται. Αν όμως η καθυστέρηση δεν οφείλεται στον Αιτητή θα πρέπει να εξετασθούν η έκταση και οι συνέπειες της για τον Αιτητή, περιλαμβανομένων των εν τω μεταξύ διαμορφωθεισών καταστάσεων του και των εύλογων προσδοκιών του. Θα ήταν δε ασφαλώς επιβαρυντικό για τη χώρα η οποία αιτείται την έκδοση αν η καθυστέρηση οφείλετο στην ίδια. Ο χρόνος όμως αυτός από μόνος του δεν είναι αποφασιστικό κριτήριο.  Ως λέχθηκε στην Καρπένκο (1997)1 Β Α.Α.Δ. 989, η πάροδος χρόνου, ακόμα και μακρού, δεν είναι αφ’ εαυτής λόγος για μη έκδοση φυγόδικου. Θα συνιστούσε τέτοιο λόγο μόνο εφόσον, καθώς αναφέρεται στο άρθρο 10(3)(β) του Νόμου 97/70, "θα απετέλει, λαμβανομένων υπ’ όψιν απασών των περιστάσεων, άδικον ή καταπιεστικόν μέτρον."

 

Στην προκειμένη περίπτωση τα αδικήματα για τα οποία ζητείται η έκδοση του Καθ' ου η αίτηση φέρεται να διαπράχτηκαν την περίοδο από 15.12.09 μέχρι 07.02.11. Σύμφωνα με το Τεκμήρια 6 προκαταρκτική διερεύνηση της υπόθεσης ξεκίνησε στις 26.03.12 πού οδήγησε στο σχηματισμό ποινικής υπόθεσης υπ' αρ. 285585. Αναζητήθηκε ο Καθ' ου η αίτηση για να ανακριθεί χωρίς αποτέλεσμα. Γι' αυτό στις 23.04.13 τοποθετήθηκε στον ομοσπονδιακό κατάλογο με τα ονόματα των ατόμων που καταζητούνται. Ο Καθ' ου η αίτηση βρισκόταν ήδη στην Κύπρο όπου διέμενε μόνιμα. Κατόπιν αιτήματος των ρωσικών αρχών, ζητήθηκε η συνδρομή των κυπριακών αρχών για να ληφθεί γραπτή κατάθεση από τον Καθ' ου η αίτηση. Ο Καθ' ου η αίτηση κλήθηκε και έδωσε γραπτή κατάθεση στις 19.05.13 (Τεκμήριο 25). Στις 26.08.13 ετοιμάστηκε κατηγορητήριο 88 σελίδων (Τεκμήριο 4). Στην πορεία η προκαταρκτική έρευνα αναστάληκε. Στις 05.09.16 σχηματίστηκε νέα ποινική υπόθεση με αρ. 14536 εις βάρος του Καθ' ου η αίτηση, η οποία δρομολογήθηκε. Τα δε στοιχεία του Καθ' ου η αίτηση τοποθετήθηκαν στις 26.09.16 στον κατάλογό των ατόμων που καταζητούνται διεθνώς. Στις 10.10.16 εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του Καθ' ου η αίτηση. Ενεργοποιήθηκε η διαδικασία έκδοσης του Καθ' ου η αίτηση. Προς τούτο την 01.08.17 εκδόθηκε προσωρινό ένταλμα σύλληψης από την Έντιμη Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, το οποίο εκτελέστηκε στις 03.08.17. Στις 04.08.17 καταχωρήθηκε η αίτηση υπ' αρ. 1/17, Εκείνη την ημέρα η εκπρόσωπος της Αιτούσας Χώρας ζήτησε χρόνο για να προσκομίσει τη γραπτή εξουσιοδότηση του αρμόδιου Υπουργού, αίτημα στο οποίο συναίνεσε η πλευρά του Καθ' ου η αίτηση. Στις 25.08.17 ζήτησε επιπρόσθετο χρόνο για να προσκομίσει τη γραπτή εξουσιοδότηση του αρμόδιου Υπουργού καθώς επίσης για να παραλάβει τα απαραίτητα έγγραφα από τη Ρωσία. Ο νέος δικηγόρος του Καθ΄ ου η αίτηση δεν έφερε ένσταση στο αίτημα για χορήγηση επιπλέον χρόνου.»

 

(συνεχίζει η απόφαση με την παράθεση λοιπών ενεργειών)

 

Aπό τα πιο πάνω, δεικνύεται με σαφήνεια πως στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου εμφιλοχώρησε πλάνη που καθιστούσε τη συνολική του αντιμετώπιση λανθασμένη.

 

Ο χρόνος που έχει διαρρεύσει από την κατ΄ισχυρισμό διάπραξη αδικημάτων – 9, και πλέον 10 έτη – είναι αντικειμενικά πολύ μεγάλος.

Η παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος είναι ένας ιδιαιτέρως εξέχων παράγοντας που η νομολογία μας διαχρονικά αναγνωρίζει κρίνοντας την καθυστέρηση ως ανασχετικό της έκδοσης φυγόδικου (βλ. Νικολαϊδης ν. Αστυνομίας (1999)1Γ ΑΑΔ 1964).

 

΄Ηδη σημειώσαμε ότι στον εφεσείοντα δεν μπορεί να αποδοθεί ευθύνη για εκ προθέσεως εγκατάλειψη της Ρωσίας με σκοπό να αποφύγει ποινική δίωξη.  Αντιθέτως, όταν καλείται από Ανακριτή στην Κύπρο – όπου νόμιμα πλέον διαμένει - παρουσιάζεται και δίδει κατάθεση.  Και αυτό το έτος 2013 κατόπιν αιτήματος των ρωσικών αρχών για δικαστική συνδρομή.  Εν πάση περιπτώσει, σε αυτό το στάδιο δεν του γνωστοποιείται καν δίωξη εναντίον του  (βλ. σχετική μαρτυρία του ΜΚ1 στη διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, μαρτυρία που το Επαρχιακό Δικαστήριο αποδέχθηκε ως αξιόπιστη).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προσδιόρισε στη συνέχεια πότε ο εφεσείων έλαβε γνώση των ποινικών διαδικασιών, παράλληλα όμως τονίζεται η μόνιμη διαμονή του στην Κύπρο όπως και το ότι για κάποια περίοδο «η διερεύνηση της υπόθεσης αναστάληκε» όπως επίσης το ότι η ισχύς του πρώτου ρωσικού εντάλματος ακυρώθηκε από το ρωσικό δικαστήριο στις 13.2.2018 με τις κυπριακές αρχές να ενημερώνονται επ΄αυτού, δύο σχεδόν μήνες αργότερα.  Δεν πρέπει βεβαίως να λησμονείται ότι κατά πάντα χρόνο από την έναρξη της πρώτης αίτησης έκδοσης το 2017 μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου στις 30.9.2019 (αλλά και μέχρι σήμερα), ο εφεσείων τελεί υπό κράτηση.  Εάν δε συνυπολογιστεί και η περίοδος της πρωτόδικης διαδικασίας του Habeas Corpus ομού με την εκδίκαση της έφεσης, ο χρόνος κράτησης αναλογικά αυξάνεται.

 

Θα πρέπει να λεχθεί ότι από το νομοθετικό πλαίσιο του εδαφίου 3(β) ανωτέρω, δεν προκύπτει υποχρέωση του εξετάζοντος Δικαστηρίου στη διαδικασία Habeas Corpus να διαπιστώσει κατάχρηση ή αλλότρια κίνητρα ή ακόμη και κίνδυνο μη δικαιότητας της δίκης.  Θα παρεμβάλουμε εδώ ότι λανθασμένα το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέτασε το θέμα του χρόνου κάτω από το πλαίσιο εξουσιών του άρθρου 10(3) ανωτέρω συσχετίζοντας το μάλιστα με ζητήματα κατάχρησης ή άλλων κινήτρων της αιτούσας χώρας.  Η εξουσία δυνάμει του άρθρου 10(3) ανήκει στο Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτοβάθμια διαδικασία Habeas Corpus ή στη δευτεροβάθμια διαδικασία επί του Habeas Corpus.  Εν πάση περιπτώσει, ο Νόμος θέλησε – και ορθά – να δώσει αυτόνομη αξία και σημασία στον παράγοντα χρόνο ως σχετικό της έκδοσης.  Εκείνο που περαιτέρω έχει σημασία βάσει του ίδιου του περιεχομένου του εδαφίου 3 είναι πως ο χρόνος υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης θα καθιστούσε την έκδοση άδικο ή καταπιεστικό μέτρο.  Είναι λοιπόν αναγκαίο να επαναλάβουμε ότι η εξέταση μας επ΄αυτής της πτυχής δεν θα επεκταθεί στα λοιπά πεδία αμφισβήτησης ή ένστασης που η πλευρά του εφεσείοντα συνέπλεξε με τον παράγοντα χρόνο.  Θα κριθεί ο χρόνος αντικειμενικά σε συνάρτηση μόνο με το αν υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, όπως είχαν ή έχουν διαμορφωθεί, θα κρινόταν άδικο ή καταπιεστικό μέτρο. 

 

Πολύ εύστοχα η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έθεσε το θέμα του χρόνου στις σωστές του διαστάσεις στην υπόθεση DRAZDOVA NATALIA SERGEENVA ΑΛΛΩΣ DROZDOVA NATALIA SERGEEVNA (ΑΡ. 2) (2012)1Β  ΑΑΔ 1574 αναφέροντας τα ακόλουθα:

«Δεν θα υπεισέλθουμε στο δικαιολογημένο ή όχι της καθυστέρησης στη σύλληψη της εφεσείουσας, αρκούμενοι να παρατηρήσουμε ότι τα στοιχεία που ετέθησαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν ήταν μονοσήμαντα ώστε η ευθύνη να μπορούσε να αποδοθεί αποκλειστικά στην εφεσείουσα. Ούτε ενδιαφέρει εδώ το θέμα του χρόνου από την άποψη της δυνατότητας δίκαιης δίκης, αφού το ζητούμενο είναι μάλλον το κατά πόσο η πάροδος μακρού χρόνου απολήγει να επιφέρει αδικία και καταπίεση σε συνάρτηση με τις περιστάσεις όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί στο διάστημα εκείνο. Εδώ μας απασχολεί λοιπόν το ευρύτερο θέμα της σημασίας του χρόνου, αφού, όπως υπεδείχθη και στην υπόθεση Kakis v. Government of the Republic of Cyprus [1978] 3 All E.R. 634, HL, το κριτήριο δεν είναι τόσο το μήκος του χρόνου, όσο η ποιότητά του, με την έννοια πρωτίστως ότι η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος ενδέχεται να έχει επιφέρει τέτοιες διαφοροποιήσεις στις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του ζητουμένου προς έκδοση, που θα ήταν άδικο και καταπιεστικό να εκδοθεί, με επακόλουθο την πλήρη ανατροπή των δεδομένων της ζωής του και των ευλόγων προσδοκιών του. Σχετική προς τούτο είναι και η σοβαρότητα του αδικήματος για το οποίο ζητείται η έκδοση, έστω και αν το αδίκημα δεν είναι «ασήμαντης» φύσης με αναφορά στο Άρθρο 10(3)(α), αφού η μειωμένη σοβαρότητα του αδικήματος συνσταθμίζεται με τις συνέπειες της έκδοσης.

 

Στους παράγοντες αυτούς δεν φαίνεται να απευθύνθηκε ιδιαιτέρως ο αδελφός μας δικαστής, ώστε να μην μας είναι δυνατόν να θεωρήσουμε ότι η διακριτική ευχέρεια που παρέχει το Άρθρο 10(3)(β) ασκήθηκε δεόντως. Η απλή αναφορά στο ότι η πάροδος όντως μεγάλου χρόνου δεν επενεργούσε υπέρ της μη έκδοσης της εφεσείουσας, και η περαιτέρω απλή αναφορά στο ότι η απόκτηση παιδιού από την εφεσείουσα δεν καθιστούσε την έκδοση καταπιεστική, δεν αντανακλά επαρκώς τη συνστάθμιση όλων των περιστάσεων. Εφ’ όσον απομένει δε έτσι σε εμάς να κρίνουμε πρωτογενώς το πράγμα, απεριφράστως αποφαινόμεθα ότι η προκειμένη είναι αρμόζουσα περίπτωση για να διατάξουμε την αποφυλάκιση της εφεσείουσας, καθ’ όσον η απόδοσή της θα αποτελούσε κατά την κρίση μας άδικο και καταπιεστικό μέτρο. Το σύνολο των ενώπιόν μας περιστάσεων συνηγορεί υπέρ της κατάληξης αυτής. Η εφεσείουσα βρίσκεται στην Κύπρο για επτά χρόνια, διαμένοντας νόμιμα, όπου και έχει κάνει την οικογένεια της, νυμφευόμενη ευρωπαίο πολίτη και έχοντας παιδί με αυτόν. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι εύλογες προσδοκίες της εφεσείουσας, όπως και ολόκληρη η διαμορφωθείσα ζωή της, θα ανατρέποντο αν εκδίδετο στη Λευκορωσία για να δικαστεί για αδίκημα που κατ’ ισχυρισμό διεπράχθη πριν από επτά χρόνια και το οποίο, εν πάση περιπτώσει, δεν φαίνεται να είναι τέτοιας σοβαρότητας που να εξουδετερώνει, στην κλίμακα των αξιών, την άλλη και ανθρωπιστική πτυχή που ενδιαφέρει πρωτίστως.

 

Παραμερίζοντας λοιπόν την εφεσιβληθείσα απόφαση, διατάσσουμε την αποφυλάκιση της εφεσείουσας επί της αίτησής της.”

 

 

Στην υπόθεση SERGEENVA ανωτέρω, στην οποία κρίθηκε ορθό να ενεργοποιηθεί το άρθρο 10(3)(β) είχαν παρέλθει 7 χρόνια και ως ενισχυτικό της θέσης της εφεσείουσας κρίθηκε πως η πάροδος του μεγάλου χρονικού διαστήματος «ενδέχεται να έχει επιφέρει τέτοιες διαφοροποιήσεις στις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες που θα ήταν άδικο και καταπιεστικό να εκδοθεί, με επακολουθεί την πλήρη ανατροπή των δεδομένων της ζωής της και των εύλογων προσδοκιών της».  Ως τέτοια δεδομένα κρίθηκαν η διαμονή της στην Κύπρο από χρόνια και η απόκτηση ενός παιδιού.  Το αδίκημα δε που αντιμετώπιζε ήταν η υποκίνηση χρηματισμού δημοσίου υπαλλήλου.

 

Εν προκειμένω βεβαίως, δεν έχουμε τα ίδια ακριβώς δεδομένα.  Όμως ο εφεσείων ζει από το 2011 στην Κύπρο με την οικογένεια του και δεν υπήρξε αντίθετη θέση περί ομαλής ένταξης του στις κοινωνικές δομές της χώρας διαμονής του.  Αντιμετώπισε δε τις διαδικασίες έκδοσης του τόσο στη Ρωσία όσο και στην Κύπρο, παραμένοντας σε κράτηση για μεγάλο χρονικό διάστημα, κάτι το οποίο έχει τη σημασία του.  (Βλ. Nakhmanovich ν. Russia (προσφυγή αρ.55669/00, ημερ. 2.3.2006, Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων).  Περαιτέρω, σημασία έχει, η έλλειψη πρόθεσης του στην εγκατάλειψη της Ρωσίας (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Miroslaw Mrukwa, (2014)1Α, 495) σε συνάρτηση με την έλλειψη γνώσης για την ποινική δίωξη στη χώρα του.  Κατά πάντα δε χρόνο, όταν του ζητείται, κατά το αίτημα δικαστικής συνδρομής της Ρωσίας το 2013, δίδει κατάθεση ενώ μάλιστα προηγουμένως αυτοβούλως είχε παρουσιαστεί στη ρωσική πρεσβεία για ανανέωση των ταξιδιωτικών του εγγράφων.   Δεν μπορεί να μη δοθεί αξία επίσης, αναφορικά με την κρίση μας επί των περιστάσεων της υπόθεσης, στο γεγονός ότι η διερεύνηση της υπόθεσης στη Ρωσία, για κάποιο χρονικό διάστημα αναστέλλεται, όπως είναι το εύρημα του Επαρχιακού Δικαστηρίου αλλά ακόμη και ότι το πρώτο ένταλμα σύλληψης ακυρώνεται από ρωσικό δικαστήριο ενώ κατ’ αυτό το χρόνο ο εφεσείων παραμένει υπό κράτηση.  Οι συνθήκες είναι τέτοιες ώστε να συνιστούν ανατροπή των εύλογων προσδοκιών της ζωής του εφεσείοντα, δομημένες στο μεγάλο χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει. Δεν θα αποκλείαμε δε τα πιο πάνω να επηρέαζαν και το θέμα της παραγραφής, ως η θέση της πλευράς του εφεσείοντα. 

 

Όλα τα πιο πάνω εντασσόμενα στο όλο πλαίσιο των περιστάσεων της υπόθεσης, παρά το ότι τα αδικήματα που αντιμετωπίζει μπορεί να είναι σοβαρότερα της υπόθεσης Sergeenva, παραμένουν όμως αδικήματα οικονομικής υφής και δεν έχουν τη σοβαρότητα των αδικημάτων εναντίον της ανθρώπινης ζωής, ώστε συνολικά κρίνοντας την υπόθεση, πρωτογενώς και κατ΄αντίθεση της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, να θεωρούμε πως στοιχειοθετείται το εδάφιο 3(β) ανωτέρω, αφού ο χρόνος που έχει παρέλθει – 9 και πλέον έτη – σε συνδυασμό με τις ως άνω περιστάσεις καθιστούν άδικο και καταπιεστικό μέτρο την έκδοση του, κατ΄εφαρμογή του πιο πάνω εδαφίου.  Η κατάληξη μας αυτή οδηγεί στο αχρείαστο εξέτασης των λόγων έφεσης 1 και 5.

 

Συνεπώς, παραμερίζουμε την πρωτόδικη απόφαση και διατάσσομε την άμεση αποφυλάκιση του εφεσείοντα.

 

Ενόψει της φύσεως της διαδικασίας δεν εκδίδουμε διαταγή για έξοδα.

                                                Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

                                                Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

                                                Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

                                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

                                                Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο