ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. FBME BANK LTD κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. E32/2020, Ε33/2020, 20/7/2021
print
Τίτλος:
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. FBME BANK LTD κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. E32/2020, Ε33/2020, 20/7/2021
Παραπομπή:
ECLI:CY:AD:2021:A341

ECLI:CY:AD:2021:A341

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. E32/2020)

(Σχ. με Πολιτική Έφεση Αρ. Ε33/2020)

 

20 Ιουλίου 2021

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π., Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, X. ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΔ]

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσείοντα/Αιτητή

ΚΑΙ

 

1.   FBME BANK LTD

2.   CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD

Εφεσίβλητων/Καθ΄ων η Αίτηση

 

---------------

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. E33/2020)

(Σχ. με Πολιτική Έφεση Αρ. Ε32/2020)

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσείοντα/Αιτητή

ΚΑΙ

 

1.   FBME BANK LTD

2.   CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD

Εφεσίβλητων/Καθ΄ων η Αίτηση

Εύα Παπακυριακού (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, μαζί με Μαρία Κυρμίζη, Ανώτερη Δικηγόρο της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσείοντα.

Λούκας Χαβιαράς για Κούσιο, Κορφιώτη και Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη στην 32/2020, Καθ’ ης η Αίτηση 1.

Μάριος Παναγιώτου για Τορναρίτη & Σία ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη στην 33/2020, Καθ’ ης η Αίτηση 2.

Μαρία Φράγκου (κα) για Αλέκο Ευαγγέλου & Σία ΔΕΠΕ, για την Κεντρική Τράπεζα, Ενδιαφερόμενο Μέρος στην έφεση αρ.32/2020.

Παύλος Κούρτελλος για Π. Ν. Κούρτελλος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Ειδικό Διαχειριστή του Υποκαταστήματος της FBME Bank Ltd.

Πόλυς Πολυβίου μαζί με Παναγιώτη Μακρίδη για Χρυσαφίνης & Πολυβίου ΔΕΠΕ, για την Τράπεζα Κύπρου Λτδ, Ενδιαφερόμενο Μέρος στην έφεση αρ.33/2020.

---------------

 

ΠΑΝΑΓΗ, Π.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί  από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.

---------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Την 11.9.2012 εκδόθηκε από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές της Ολλανδίας διάταγμα δέσμευσης αναφορικά με λογαριασμούς σε δύο τράπεζες στην Κύπρο, που με αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δυνάμει του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007 (Ν.188(Ι)/2007) όπως έχει τροποποιηθεί, εγγράφηκε για σκοπούς εκτέλεσης στη Δημοκρατία με απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ.23.11.2012.

 

Το τί ακριβώς δεσμεύτηκε είναι ουσιώδες στις υποθέσεις.  Κατά πόσο δηλαδή δεσμεύτηκαν οι συγκεκριμένοι λογαριασμοί, έστω με αναφορά σε συγκεκριμένα πιστωτικά υπόλοιπα ή τα συγκεκριμένα χρηματικά ποσά.  Χωρίς να προκαταλαμβάνουμε οτιδήποτε και μόνο για σκοπούς ευκολίας, αναφέρουμε ότι δεσμεύτηκαν Δολ. Αμερ. 1.006.848 σε λογαριασμό της εταιρείας Neotex Advanced Ltd από τις Σεϋχέλλες (Neotex) στο υποκατάστημα στη Κύπρο της FBME Bank Ltd από την Τανζανία (το υποκατάστημα της FBME και η FBME αντίστοιχα) και επιπλέον €45.508 και €85.918 που μεταφέρθηκαν στον πιο πάνω λογαριασμό από δύο χρεωστικές κάρτες που είχαν κλείσει.  Δεσμεύτηκαν ακόμα Δολ. Αμερ. 7.219.604 που βρίσκονταν κατατεθειμένα σε λογαριασμό της κυπριακής εταιρείας Randius Ltd (Randius) στην Cyprus Popular Bank Public Co Ltd (Cyprus Popular).

 

Κατ’ ακολουθία της θέσπισης του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013 (Ν.17(Ι)/2013)[1], η Cyprus Popular τέθηκε υπό καθεστώς εξυγίανσης και την 29.3.2013, με το περί Πώλησης Ορισμένων Εργασιών της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd Διάταγμα του 2013 (Κ.Δ.Π.104/2013), ορισμένες εργασίες της πωλήθηκαν στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (Τράπεζα Κύπρου).  Οι καταθέσεις των καταθετών της Cyprus Popular μέχρι €100.000 μεταφέρθηκαν στην Τράπεζα Κύπρου.  Έτσι και σε σχέση με το λογαριασμό της Randius, €100.000 μεταφέρθηκαν στη Τράπεζα Κύπρου, ενώ το υπόλοιπο πιστωτικό υπόλοιπο, δηλαδή Δολ. Αμερ. 7.219.604 μείον €100.000, παρέμεινε στη Cyprus Popular.  Στη συνέχεια διορίστηκε Ειδικός Διαχειριστής της Cyprus Popular

 

Την 21.7.2014, η Επιτροπή Εξυγίανσης εξέδωσε διάταγμα (Κ.Δ.Π. 356/2014) δυνάμει των περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμων του 2013 έως 2014, θέτοντας υπό καθεστώς εξυγίανσης το υποκατάστημα της FBME.  Το μέτρο της εξυγίανσης αναστάλθηκε την 15.10.2015 και την 21.12.2015 η Κεντρική Τράπεζα ανέστειλε την άδεια λειτουργίας της FBME  στην Κύπρο.  Την 21.7.2014 διορίστηκε Ειδικός Διαχειριστής του υποκαταστήματος της FBME το οποίο κατά την πρωτόδικη διαδικασία και προφανώς και σήμερα βρίσκεται υπό καθεστώς εξυγίανσης.  Σημειώνεται ακόμα ότι την 5.5.2017 η Κεντρική Τράπεζα της Τανζανίας ανακάλεσε την άδεια της FBME θέτοντας την, την 10.5.2017, υπό εκκαθάριση και διορίζοντας εκκαθαριστή της.

 

Την 26.1.2018 και 2.3.2018 ο Γενικός Εισαγγελέας αποτάθηκε και πάλι στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με δύο αιτήσεις, μια για την κάθε περίπτωση τράπεζας, ζητώντας διάταγμα που να τον διορίζει ως παραλήπτη των χρηματικών ποσών στους επίδικους λογαριασμούς στο υποκατάστημα της FBME και στη Cyprus Popular αντίστοιχα, για να θέσει υπό την κατοχή και τον έλεγχο του τα χρηματικά ποσά που είχαν δεσμευτεί και διάταγμα για να μεταφερθούν τα ποσά αυτά στο Γενικό Κυβερνητικό Λογαριασμό στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου για σκοπούς φύλαξης, με στόχο τη μελλοντική δήμευση σε περίπτωση έκδοσης διατάγματος δήμευσης ή απόδοσης τους πίσω στους νόμιμους δικαιούχους του κάθε λογαριασμού σε περίπτωση αποδέσμευσης.  Τέτοιος διορισμός μπορεί να διαταχτεί δυνάμει του εδαφίου (7) του άρθρου 14 του Ν.188(Ι)/2007[2] και υπό όρους.[3]

 

Σκοπός των Αιτήσεων ήταν, σύμφωνα και με την ενώπιον μας αγόρευση της εκπροσώπου του Γενικού Εισαγγελέα, η αποτροπή οποιασδήποτε πράξης καταστροφής, μεταφοράς ή διάθεσης «των εν λόγω δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων, παράνομων εσόδων», που θα μπορούσαν να δημευθούν, ενόψει της κατάστασης στην οποία βρίσκονται οι δύο τράπεζες και της επικείμενης εκκαθάρισης τους.

 

Η πραγματική σημασία του ζητήματος δεν αφορά στην πρόσκαιρη διαχείριση των όσων δεσμεύτηκαν μέχρι τη δήμευση ή αποδέσμευση τους, αλλά τι πραγματικά είχε δεσμευτεί ή βρίσκεται δεσμευμένο.  Και η κατάληξη αποκτά σημασία συνεπεία της κατάστασης στην οποία βρίσκεται σήμερα τόσο η FBME, όσο και η Cyprus Popular, που καθιστά πρόδηλο ότι στους καταθέτες τους θα αναλογεί ποσοστό μόνο των όσων είχαν ως πιστωτικά υπόλοιπα στους λογαριασμούς τους.   Ανάλογο ζήτημα δεν εγέρθηκε για τις €100.000 της Randius που μεταφέρθηκαν στην Τράπεζα Κύπρου, γιατί το ποσό είναι διαθέσιμο και η Τράπεζα Κύπρου δηλώνει την ετοιμότητα της να το καταβάλει είτε στην Randius είτε στον Εφεσείοντα, όπως ήθελε διαταχτεί.  Η Τράπεζα Κύπρου δεν είχε συνενωθεί από τον Εφεσείοντα ως διάδικος στις αιτήσεις και δεν επιδιώχτηκε η έκδοση σχετικού διατάγματος σε σχέση με το επιμέρους πιο πάνω ποσό.

 

Αμφότερες οι αιτήσεις απορρίφθηκαν με αποφάσεις ημερ.29.1.2020 για τους ίδιους λόγους και εφεσιβλήθηκαν με επτά πανομοιότυπους λόγους έφεσης.  Γι’ αυτό και κρίθηκε πρόσφορη η συνεκδίκαση των εφέσεων.  Ο λόγος έφεσης 2 έχει αποσυρθεί σε αμφότερες τις εφέσεις.

 

Τόσο πρωτόδικα, όσο και ενώπιον μας αναπτύχθηκε επιχειρηματολογία αναφορικά με το τί συνιστά «ρευστοποιήσιμη περιουσία» και κατά πόσο τα πιστωτικά υπόλοιπα στους επίδικους λογαριασμούς ήταν τέτοια.  Ο όρος ερμηνεύεται στο άρθρο 13 του Ν.188(Ι)/2007, που στην έκταση που ενδιαφέρει προνοεί ότι σημαίνει:

 

 

«(α) Περιουσία την οποία έχει ο κατηγορούµενος είτε αυτή βρίσκεται στο έδαφος της Κυπριακής Δηµοκρατίας είτε βρίσκεται στο εξωτερικό».

 

 

Σύμφωνα δε με το ερμηνευτικό άρθρο 2, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.18(Ι)/2016 και ίσχυε κατά τους χρόνους καταχώρισης των επίδικων αιτήσεων[4]:

 

 

«"περιουσία" σημαίνει κινητή και ακίνητη περιουσία, είτε αυτή βρίσκεται στο έδαφος της Κυπριακής Δηµοκρατίας είτε βρίσκεται στο εξωτερικό καθώς και νομικά έγγραφα που πιστοποιούν τίτλο ή δικαίωμα επί της εν λόγω περιουσίας»

 

 

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 43Α, που εισάχθηκε με το Ν.58(Ι)/2010 και εφαρμόζεται στις περιπτώσεις εγγραφής και εκτέλεσης διαταγμάτων δέσμευσης και δήμευσης Δικαστηρίων Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η παρούσα περίπτωση:

 

 

«“περιουσιακά στοιχεία” περιλαμβάνει κάθε είδους περιουσιακό στοιχείο, υλικό ή άϋλο, κινητό ή ακίνητο και νόμιμο τίτλο ή έγγραφο που αποδεικνύει τίτλο ή συμφέρον επ’ αυτού, το οποίο περιουσιακό στοιχείο, σύμφωνα με την αρμόδια δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης-

(α) αποτελεί προϊόν καθορισμένου αδικήματος ή ισοδυναμεί, εν όλω ή εν μέρει, με την αξία τέτοιου προϊόντος,

(β) αποτελεί το μέσο ή το αντικείμενο του αδικήματος αυτού,

(γ) υπόκειται σε δήμευση σύμφωνα με τις εκτεταμένες εξουσίες δήμευσης που προβλέπονται στη νομοθεσία του κράτους έκδοσης∙»

 

 

Με αναφορά στο γεγονός ότι η Ολλανδία είναι Κράτος Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επομένως εφαρμόζεται το Μέρος IVA, «Συνεργασία με Κράτη Μέλη» του Νόμου, η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα υποστήριξε ότι εφόσον το Μέρος IVA αναφέρεται σε δέσμευση με αναφορά σε «περιουσιακά στοιχεία», μπορεί να διοριστεί για αυτά παραλήπτης, έστω και αν κριθεί ότι δεν συνιστούν «ρευστοποιήσιμη περιουσία».

 

Η επιμέρους επιχειρηματολογία παραγνωρίζει ότι το άρθρο 43 ΙΣΤ του Μέρους IVA αναφέρει ότι εφαρμόζεται το άρθρο 14, το οποίο ρητά αναφέρεται σε «ρευστοποιήσιμη περιουσία».  Υπάρχει και μια επιπλέον διάσταση του ζητήματος στην οποία θα επανέλθουμε στη συνέχεια.

 

Αποφάνθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι επίδικοι λογαριασμοί δεν αποτελούσαν «ρευστοποιήσιμη περιουσία» στην έννοια του άρθρου 13, στη βάση ότι η κυριότητα των κατατεθειμένων κεφαλαίων ανήκε στις τράπεζες.  Συνακόλουθα, δεν μπορούσε να διορίσει παραλήπτη τους, αφού το σχετικό άρθρο 14(7) περιοριζόταν κατά τους ουσιώδεις χρόνους σε «ρευστοποιήσιμη περιουσία».  Η κατάληξη αυτή προσβάλλεται με τον πρώτο λόγο έφεσης σε αμφότερες τις εφέσεις.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα με αναφορά στον ουσιώδη για τις ενώπιον του αιτήσεις χρόνο και εκεί θα καταλήξουμε και εμείς. Είναι ωστόσο χρήσιμο το ζήτημα να εξεταστεί, κατά πρώτο λόγο, με αναφορά στο χρόνο αμέσως πριν την επίδοση των σχετικών διαταγμάτων στις τράπεζες.  Έτσι θα αναδειχτεί και το καίριο σημείο διαφωνίας των μερών.  Στη συνέχεια θα προχωρήσουμε μέχρι και τον ουσιώδη για τις αιτήσεις χρόνο.

 

Προκύπτει ότι η πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα δεν έχει αντίθετη άποψη από αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δηλαδή, κατ’ εφαρμογή των όσων αποφασίστηκαν στη Χριστοδούλου κ.ά. ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 427, 449,[5] «η κατάθεση κάποιου προσώπου σε τραπεζικό λογαριασμό που διατηρεί σε πιστωτικό ίδρυμα δεν συνιστά περιουσιακό του στοιχείο αλλά συμβατική οφειλή της τράπεζας έναντι του καταθέτη.  Ο καταθέτης δεν έχει δικαίωμα σε συγκεκριμένα χρήματα αλλά δικαιώματα πιστωτή με αναφορά στο πιστωτικό υπόλοιπο του λογαριασμού του».  Αυτό προκύπτει αβίαστα και από τον ίδιο τον τέταρτο λόγο έφεσης, που καταλογίζει σφάλμα στο πρωτόδικο Δικαστήριο να μην διαφοροποιήσει τις επίδικες περιπτώσεις από τις περιπτώσεις στη Χριστοδούλου κ.ά., ως εκ του γεγονότος της έκδοσης των διαταγμάτων δέσμευσης, πριν οι τράπεζες τεθούν υπό καθεστώς εκκαθάρισης.

 

Καθίσταται επομένως αχρείαστο να αναλωθούμε στα όσα στην πρωτόδικη απόφαση εύστοχα είχαν επισημανθεί, αλλά και ενώπιον μας επαναλήφθηκαν από τους δικηγόρους των Εφεσίβλητων και των Ενδιαφερομένων Μερών, με παραπομπές στο αγγλικό δίκαιο, προς επίρρωση του λόγου της Χριστοδούλου κ.ά.

 

Είναι λοιπόν κοινό έδαφος ότι, αμέσως πριν την επίδοση των επίδικων διαταγμάτων, ό,τι είχαν η Neotex και η Randius ήταν συμβατικό δικαίωμα να λάβουν από τις τράπεζες τα ποσά που βρίσκονταν ως πιστωτικά υπόλοιπα στους λογαριασμούς τους. 

 

Αυτό το συμβατικό δικαίωμα συνιστούσε «περιουσία» κατά το ερμηνευτικό άρθρο 2 πιο πάνω: «δικαίωμα επί της εν λόγω περιουσίας» και κατά το άρθρο 43Α ως συμφέρον επί του περιουσιακού στοιχείου των χρημάτων των καταθέσεων και αυτές οι περιουσίες ή συμφέροντα ήταν ρευστοποιήσιμες στην έννοια του άρθρου 13 που, ομολογουμένως, δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό.  Η αναφορά στο ρήμα «έχει», θα πρέπει να ερμηνευτεί ότι αναφέρεται σε περιουσία την οποία «ο κατηγορούμενος» πραγματικά έχει, είναι δηλαδή διαθέσιμη σε αυτόν.  Στο Proceeds of Crime Act 2002 της Αγγλίας, που είναι η αντίστοιχη με το δικό μας Ν.188(Ι)/2007 αγγλική νομοθεσία, η ερμηνεία που δίδεται στον όρο «realizable property» είναι με αναφορά στο ότι η περιουσία είναι ελεύθερη[6] και επομένως μπορεί να ρευστοποιηθεί.  Στους χρόνους πριν την επίδοση των διαταγμάτων η Neotex και η Randius είχαν τη δυνατότητα να προβούν σε αναλήψεις ολόκληρων των πιστωτικών τους υπολοίπων, μπορούσαν δηλαδή να ρευστοποιήσουν το συμβατικό τους δικαίωμα και να λάβουν από τις τράπεζες τα ποσά που είχαν κατατεθειμένα στους λογαριασμούς τους.

 

Όμως, έστω και αν δεν είχε μεσολαβήσει η έκδοση και επίδοση στις τράπεζες των επίδικων διαταγμάτων δέσμευσης, αφότου η FBME και η Cyprus Popular τέθηκαν υπό καθεστώς εκκαθάρισης και εξυγίανσης, τόσο η Neotex, όσο και η Randius δεν θα μπορούσαν να προβούν σε αναλήψεις ολόκληρων των πιστωτικών τους υπολοίπων.  Κατ’ ακρίβεια κανενός μέρους τους.  Οι «περιουσίες» τους, δηλαδή το «δικαίωμα επί της εν λόγω περιουσίας», των χρημάτων τους δηλαδή, έχει διαφοροποιηθεί.  Τι δικαιούται η Neotex για να της αποδοθεί ρυθμίζεται πλέον από τις πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ.113 και αυτό κατά την εκκαθάριση της FBME, ενώ στην περίπτωση της Randius, τί θα δικαιούται να λάβει, καθορίζεται από τον Ν.22(Ι)/2016 και αυτό κατά το πέρας της εξυγίανσης της Cyprus Popular.

 

Όταν δεσμεύεται περιουσιακό στοιχείο, το πρόσωπο προς όφελος του οποίου γίνεται η δέσμευση «μπαίνει στα παπούτσια» αρχικού δικαιούχου.  Δεν μπορεί να έχει καλύτερο τίτλο στο περιουσιακό στοιχείο από τον αρχικό δικαιούχο, που αντικαθιστά στη βάση του σχετικού διατάγματος δέσμευσης προς όφελος του. 

 

Επομένως, αυτό που έχει καταλυτική σημασία είναι κατά πόσο σε οιονδήποτε στάδιο, προτού στην κάθε περίπτωση η τράπεζα τεθεί υπό εκκαθάριση ή εξυγίανση και αναλάβει ο εκκαθαριστής ή ειδικός διαχειριστής της και ουσιαστικά με την επίδοση των διαταγμάτων στις τράπεζες, τα περιουσιακά στοιχεία που είχαν η Neotex και η Randius διαχωρίστηκαν από τα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών, κατά τρόπο ώστε κατά την ώρα που η κάθε τράπεζα τέθηκε υπό εκκαθάριση να μην συνιστούσαν μέρος των περιουσιακών στοιχείων της τράπεζας για να μοιραστούν με τη σειρά που ορίζει ο νόμος στις διάφορες τάξεις των δικαιούχων, αλλά για να διατεθούν στο πρόσωπο προς όφελος του οποίου έγινε η δέσμευση.  Το ζήτημα εγείρεται ευθέως με το λόγο έφεσης 3, ότι δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τη φύση και τις συνέπειες των διαταγμάτων δέσμευσης.  Στο τέλος της ημέρας, όλοι οι λόγοι έφεσης (εκτός από τον πέμπτο) ουσιαστικά καταλήγουν σε αυτό το καίριο ερώτημα.  Ακριβώς γιατί το ενδιαφέρον του Γενικού Εισαγγελέα δεν είναι να διοριστεί παραλήπτης για να διαχειριστεί το συμβατικό δικαίωμα των Neotex και Randius και να εισπράξει, κατά την εκκαθάριση και εξυγίανση των δύο τραπεζών, ποσοστό μόνο των πιστωτικών υπολοίπων των λογαριασμών τους.

 

Εάν, λοιπόν, δεν είχε επισυμβεί τέτοιος διαχωρισμός τότε, δηλαδή προτού η κάθε τράπεζα τεθεί υπό καθεστώς εξυγίανσης, τα αιτούμενα με τις αιτήσεις διατάγματα, εφόσον εγκρίνονταν, θα επέφεραν το διαχωρισμό στο στάδιο αυτό, ανεπίτρεπτη παρέμβαση μετά που οι τράπεζες τέθηκαν υπό εκκαθάριση και επομένως ορθά απορρίφθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Ως προς το ανεπίτρεπτο τέτοιας παρέμβασης επανερχόμαστε πιο κάτω στα πλαίσια εξέτασης των προνοιών του άρθρου 72Α του Ν.188(Ι)/2007.

 

Η ορθή αναφορά στα διατάγματα που ζητήθηκαν, ότι τα ποσά θα αποδοθούν πίσω στους νόμιμους δικαιούχους των λογαριασμών σε περίπτωση αποδέσμευσης, επιβεβαιώνει ότι αυτό είναι το καταλυτικό ζήτημα στις εφέσεις.  Στην περίπτωση που τα ποσά δεν είχαν διαχωριστεί προτού οι τράπεζες τεθούν υπό εκκαθάριση, δεν θα ήταν δυνατό τα υποκείμενα της δέσμευσης, η Neotex και η Randius, να τύχουν, στο ενδεχόμενο αποδέσμευσης, ευνοϊκότερης μεταχείρισης από τους υπόλοιπους καταθέτες των δύο τραπεζών.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε καταλήξει ότι δεν δεσμεύτηκαν κεφάλαια, που διαχωρίζονται από το σύνολο του ενεργητικού των τραπεζών, αλλά πιστωτικά υπόλοιπα.  Η κυριότητα των κατατεθειμένων κεφαλαίων ανήκε στις τράπεζες.

 

Το κρίσιμο στοιχείο είναι τί έπραξε η κάθε τράπεζα προς συμμόρφωση, όταν της επιδόθηκε το διάταγμα που την αφορούσε.  Δύο είναι τα ενδεχόμενα που συζητούνται.  Πρώτο, να απέσυρε τα ποσά που υπήρχαν στους επίδικους λογαριασμούς και να τα κράτησε κάτω από διαφορετικό καθεστώς, ασφαλισμένα, για να τα αποδώσει στον Εφεσείοντα στην περίπτωση έκδοσης διατάγματος δήμευσης.  Και δεύτερο, απλά να απέκλεισε το δικαιούχο των επίδικων λογαριασμών από του να αποσύρει ή διαθέσει οιοδήποτε ποσό από αυτούς, ώστε να παραμείνουν ως είχαν, για να χρησιμοποιηθούν στην περίπτωση έκδοσης διατάγματος δήμευσης.

 

Το ερώτημα είναι διαφορετικό από το ερώτημα του τί όφειλε να πράξει η κάθε τράπεζα προς συμμόρφωση, γιατί αν όφειλε να πράξει το πρώτο και έπραξε το δεύτερο, μπορεί να ευθύνεται για τη ζημία στην περίπτωση απόφασης δήμευσης.  Στην παρούσα υπόθεση ενδιαφέρει το τί έγινε.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν.188(Ι)/2007: «"δέσμευση" σημαίνει  προσωρινή απαγόρευση της μεταβίβασης, της καταστροφής, της μετατροπής, της διάθεσης ή της μετακίνησης περιουσίας ή την προσωρινή ανάληψη της φύλαξης ή του ελέγχου της περιουσίας».  Στο σύγγραμμα των Millington and Sutherland Williams, “The Proceeds of Crime, 3η έκδ., που η πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα επικαλείται στην αγόρευση της, αναφέρεται ότι με την επίδοση του διατάγματος δέσμευσης: «Banks will immediately freeze a defendants accounts».  Σε κάθε περίπτωση δεν προσφέρθηκε καμιά μαρτυρία ότι οι τράπεζες ή οιαδήποτε από αυτές έκανε κάτι διαφορετικό.  

 

Η επιχειρηματολογία της εκπροσώπου του Γενικού Εισαγγελέα ότι το διάταγμα δήμευσης επενεργεί επί του περιουσιακού στοιχείου που αφορά «in rem» δεν υποβοηθά την υπόθεση του.  Η επενέργεια επί του αντικειμένου δεν σημαίνει κάτι εάν δεν προσδιοριστεί πρώτα το αντικείμενο.  Στην προκειμένη περίπτωση αντικείμενο ήταν το χρέος της τράπεζας προς όφελος του πιστωτή των χρημάτων και όχι τα ίδια τα χρήματα.  Δεσμεύτηκε το δικαίωμα στο πιστωτικό υπόλοιπο των λογαριασμών και όχι ποσό χρημάτων.

 

Καθίσταται λοιπόν ατελέσφορη και η επιμέρους επιχειρηματολογία με αναφορά στο Μέρος IVA του Ν.188(Ι)/2007, εφόσον τα «περιουσιακά στοιχεία» που δεσμεύτηκαν δεν ήταν τα χρηματικά ποσά που ήταν κατατεθειμένα στους επίδικους λογαριασμούς.

 

Καταλήγουμε ότι δεσμεύτηκαν αυτά που είχαν οι Neotex και Randius στην FBME και Cyprus Popular αντίστοιχα, δηλαδή τα δικαιώματα τους να απαιτήσουν τα πιστωτικά τους υπόλοιπα και όχι τα ίδια τα χρήματα που αντιστοιχούσαν στα πιστωτικά τους υπόλοιπα.

 

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν εξέτασε το περιεχόμενο και τις συνέπειες του άρθρου 72Α των περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμων του 2007 έως 2019.  Όπως δε προβάλλεται με τον έκτο λόγο έφεσης, ανάλογη πρόνοια υπάρχει στον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμο του 2016 (Ν.22(Ι)/2016) άρθρο 88 και στον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμο του 2013 (Ν.17(Ι)/2013) άρθρο 28, που ο πρώτος αντικατέστησε.

 

Το άρθρο 72Α προνοεί ότι:

 

«Περιουσία που αποτελεί αντικείμενο είτε διατάγματος που έχει εκδοθεί ή έχει εγγραφεί με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, ήτοι διάταγμα δέσμευσης, επιβάρυνσης, κατακράτησης ή δήμευσης, είτε εγγραφής διατάγματος ή απόφασης δέσμευσης, παγώματος ή δήμευσης, και το οποίο διάταγμα εκδόθηκε πριν ή μετά την έναρξη της ισχύος των διατάξεων του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013 έως 2016, ή του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου δεν επηρεάζεται με οποιοδήποτε τρόπο από την εφαρμογή των διατάξεων των πιο πάνω νόμων ή οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονιστικής διοικητικής πράξης που εκδόθηκε δυνάμει αυτών ή από μέτρα εκκαθάρισης ή ειδικής εκκαθάρισης αδειοδοτημένου πιστωτικού ιδρύματος ή οποιαδήποτε άλλα μέτρα, ανεξάρτητα από το εάν η περιουσία τελικά δημευθεί ή αποδεσμευθεί.»

 

 

 

Σε αυτή τη μορφή βρίσκεται το άρθρο από την 3.4.2018, που τροποποιήθηκε με το Νόμο 13(Ι)/2018.  Μετά δηλαδή την καταχώρηση των επίδικων αιτήσεων, πριν όμως από την έκδοση των προσβαλλόμενων αποφάσεων. Το άρθρο 72Α είχε εισαχθεί στους Νόμους με τον τροποποιητικό Νόμο 101(Ι)/2013, την 9.9.2013, και είχε την πιο κάτω μορφή:

 

«Ρευστοποιήσιμη περιουσία που αποτελεί αντικείμενο διατάγματος που έχει εκδοθεί με βάση τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου και το οποίο εκδόθηκε πριν ή μετά την έναρξη της ισχύος του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου, δεν επηρεάζεται με οποιοδήποτε τρόπο από την εφαρμογή των διατάξεων του πιο πάνω Νόμου, ανεξάρτητα από το εάν η ρευστοποιήσιμη περιουσία τελικά δημευθεί ή αποδεσμευθεί

 

 

 

Κάλυπτε δηλαδή περιπτώσεις όπου η τράπεζα τίθετο υπό καθεστώς εξυγίανσης, αλλά όχι ρητά περιπτώσεις όπου η τράπεζα τίθετο υπό καθεστώς εκκαθάρισης.

 

 

Πριν τροποποιηθεί το 2018, είχε τροποποιηθεί και με το Ν.18(Ι)/2016.  Τότε ήταν που η φράση «Ρευστοποιήσιμη περιουσία», όπως απαντάτο δύο φορές στο κείμενο του άρθρου 72Α, αντικαταστάθηκε με τη λέξη «Περιουσία».

 

Στην πρωτόδικη απόφαση για την  FBME γίνεται αναφορά στο άρθρο 72Α στη σημερινή του μορφή.  Στην πρωτόδικη απόφαση για την  Cyprus Popular δεν αναφέρεται το λεκτικό του άρθρου.  Όμως, σε αμφότερες του τις αποφάσεις, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι με δεδομένη την κατάληξη του για το ότι η υπό εξέταση περίπτωση δεν αφορούσε σε ρευστοποιήσιμη περιουσία της επηρεαζόμενης εταιρείας σύμφωνα με το άρθρο 13, δεν απαιτείτο η εξέταση του πεδίου εφαρμογής ή και ερμηνείας του άρθρου 72Α ή της ενδεχόμενης αντισυνταγματικότητας του σε σχέση με την περίπτωση της Cyprus Popular.

 

Τα διατάγματα για τα οποία η πρόνοια έχει εφαρμογή είναι αυτά τα οποία εκδόθηκαν «πριν ή μετά» τους Νόμους για την εξυγίανση, δηλαδή όλα (η αναφορά είναι προφανώς προς άρση τυχόν παρερμηνείας).  Οι σχετικοί χρόνοι είναι δύο.  Ο χρόνος που το διάταγμα επιδίδεται στο πιστωτικό ίδρυμα, γιατί τότε είναι που η περιουσία «αποτελεί αντικείμενο» του διατάγματος και ο χρόνος που επέρχεται η «εφαρμογή των διατάξεων των πιο πάνω νόμων» στο συγκεκριμένο πιστωτικό ίδρυμα.  Το άρθρο 72Α καλύπτει διατάγματα που επιδόθηκαν σε τράπεζα πριν την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης της, αλλά και μετά.  Σχετικός είναι επίσης και ο χρόνος που το άρθρο 72Α, στις μορφές που έλαβε, ίσχυε.

 

Τα επίδικα διατάγματα επιδόθηκαν στο υποκατάστημα της FBME και στη Cyprus Popular το 2012.  Το άρθρο 72Α θεσπίστηκε, όπως προειπώθηκε, την 9.9.2013 και ίσχυε κατά την 21.7.2014 που εκδόθηκε το διάταγμα με το οποίο τέθηκε υπό καθεστώς εξυγίανσης η FBME, όχι όμως κατά την 25.3.2013 που εκδόθηκε το διάταγμα Κ.Δ.Π.94/2013 σε σχέση με τη Cyprus Popular, δηλαδή το μέτρο εξυγίανσης της, με την πώληση μέρους των εργασιών της στην Τράπεζα Κύπρου.

 

Στην περίπτωση της FBME, την 21.7.2014, ίσχυε το άρθρο 72Α, όπως είχε εισαχθεί που αναφερόταν σε «Ρευστοποιήσιμη περιουσία».  Και οι καταθέσεις της Neotex ήταν αμέσως πριν την 21.7.2014 «ρευστοποιήσιμη περιουσία» που αποτελούσε αντικείμενο διατάγματος.  Έτσι δεν επηρεάστηκαν από τα μέτρα εξυγίανσης και το διάταγμα δέσμευσης εξαιρέθηκε δυνάμει του Νόμου.  Θα πρέπει να θεωρείται ότι η επενέργεια του άρθρου 72Α ήταν να προκαλέσει τότε το διαχωρισμό του ποσού που το διάταγμα δέσμευσης αφορούσε από το υπόλοιπο ενεργητικό του υποκαταστήματος της FBME.

 

Στην περίπτωση της Cyprus Popular, την 25.3.2013 που λήφθηκαν τα μέτρα εξυγίανσης της και η τράπεζα τέθηκε υπό καθεστώς εξυγίανσης, δεν υφίστατο το άρθρο 72Α.  Το πρώτο ερώτημα είναι κατά πόσο, όταν αυτό θεσπίστηκε την 9.9.2013 οι καταθέσεις της Randius ήταν «ρευστοποιήσιμη περιουσία» ώστε να εξαιρεθούν δυνάμει του Νόμου.  Προφανώς και δεν ήταν, εφόσον η Randius δεν μπορούσε να προβεί σε οιαδήποτε ανάληψη χρημάτων από την Cyprus Popular μετά το Μάρτιο του 2013.

 

Το επόμενο ερώτημα αφορά στο κατά πόσο και εάν ναι, πώς μπορεί να διαφοροποιείται η κατάσταση μετά την τροποποίηση του 2016, με το άρθρο 72Α να αναφέρεται πλέον σε «Περιουσία», όταν πλέον τα μέτρα εξυγίανσης είχαν ήδη επιδράσει σε αυτές.  Η θέση του Ειδικού Διαχειριστή της Cyprus Popular  είναι ότι δεν μπορούσαν να εξαιρεθούν ούτε στο στάδιο εκείνο.  Άλλη εξέλιξη, υποστηρίχτηκε, δηλαδή αποστέρηση των χρημάτων του επίδικου λογαριασμού από το ενεργητικό της Cyprus Popular, σε αυτό το χρονικό στάδιο, θα είχε αναδρομικές ανεπίτρεπτες επιπτώσεις στα περιουσιακά δικαιώματα των υπόλοιπων καταθετών της τράπεζας και η πρόνοια, στην έκταση που θα της αποδιδόταν τέτοια αναδρομική ισχύς, θα ήταν αντισυνταγματική γιατί θα συνιστούσε άνιση μεταχείριση τους σε σχέση με την Randius ή και τους δικαιούχους του διατάγματος δέσμευσης.  

 

Ζήτημα αντισυνταγματικότητας του άρθρου 72Α δεν έχει εγερθεί με αντέφεση, σε κάθε όμως περίπτωση, η «Περιουσία που αποτελεί αντικείμενο» του επίδικου διατάγματος δέσμευσης δεν είναι τα χρήματα που βρίσκονταν κατατεθειμένα στο λογαριασμό της Randius, αλλά το συμβατικό της δικαίωμα να λάβει από την τράπεζα το ποσό που βρισκόταν κατατεθειμένο στο λογαριασμό της.  Αυτή είναι στην προκειμένη περίπτωση η περιουσία που «δεν επηρεάζεται με οποιοδήποτε τρόπο από την εφαρμογή των διατάξεων των πιο πάνω νόμων».  Και δεν επρόκειτο για «ρευστοποιήσιμη περιουσία» κατά την 18.3.2016 που δημοσιεύτηκε ο τροποποιητικός Ν.18(Ι)/2016, ώστε να μπορεί σύμφωνα με το άρθρο 14(7) να διοριστεί παραλήπτης της.

 

Όσον αφορά τις επικαλούμενες από την πλευρά του Εφεσείοντα πρόνοιες του Ν.17(Ι)/2013[7] και του Ν.22(Ι)/2016,[8] που κατάργησε και αντικατέστησε τον πρώτο, που με το λόγο έφεσης 6 εγείρεται ότι εσφαλμένα δεν λήφθηκαν υπόψη, αυτές αφορούν οφειλές του ιδίου του ιδρύματος και όχι τρίτου προσώπου, όπως οι καταθέτες του.  

 

Ήταν η περαιτέρω θέση του Εφεσείοντα, προβαλλόμενη με το λόγο έφεσης 7, ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύεται τις σχετικές πρόνοιες της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη Συγκάλυψη, Έρευνα, Κατάσχεση και Δήμευση των Εσόδων από Εγκλήματα και Χρηματοδότηση της Τρομοκρατίας που έχει κυρωθεί με το Ν.51(ΙΙΙ)/2007,[9]  το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο και τις Αποφάσεις-Πλαίσιο 2003/577/ΔΕΥ, σχετικά με την εκτέλεση των αποφάσεων δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων στην Ευρωπαϊκή Ένωση  και 2006/783/ΔΕΥ, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης στις αποφάσεις δήμευσης.

 

Στο διάταγμα του ολλανδικού Δικαστηρίου αποδίδεται, σύμφωνα με το νόμο η ίδια ισχύς ως εάν να επρόκειτο για διάταγμα κυπριακού Δικαστηρίου.[10]  Εάν στο τέλος της ημέρας, και στην περίπτωση δήμευσης, ανακτηθούν λιγότερα ποσά από όσα βρίσκονταν στους επίδικους λογαριασμούς κατά την επίδοση των διαταγμάτων δέσμευσης στις τράπεζες, αυτό οφείλεται στο ότι στο μεταξύ οι τράπεζες τέθηκαν υπό καθεστώς εκκαθάρισης αλλά και γιατί δεν κατέστη δυνατό να πραγματοποιηθεί δήμευση ή έστω να διοριστεί παραλήπτης τους πριν οι τράπεζες τεθούν υπό εκκαθάριση.  Το ίδιο θα συνέβαινε στην περίπτωση που επρόκειτο για διάταγμα δέσμευσης κυπριακού Δικαστηρίου και το ζήτημα δεν έχει καθόλου να κάμει με τη τήρηση των διεθνών υποχρεώσεων της Δημοκρατίας, στις οποίες η τελευταία φαίνεται να υπήρξε απόλυτα συνεπής.  Και η τυχόν αδυναμία ανάκτησης των συνολικών ποσών που βρίσκονταν στους επίδικους λογαριασμούς δεν θα επενεργήσει προς όφελος αυτών εναντίον των οποίων εκδόθηκαν τα διατάγματα.

 

Τί θα δικαιούται η Randius θα διαφανεί κατά το πέρας της διαδικασίας εξυγίανσης της Cyprus Popular και εφόσον εκδοθεί ή θα έχει εκδοθεί διάταγμα δήμευσης, το ποσό θα αποδοθεί στον Εφεσείοντα.

 

Η έφεση 32/2020 (σε σχέση με την FBME και τις καταθέσεις της Neotex) επιτυγχάνει ως προς το λόγο έφεσης 5 ενώ οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης απορρίπτονται και εκδίδεται διάταγμα με το οποίο ο Εφεσείων διορίζεται ως παραλήπτης των χρηματικών ποσών στον επίδικο λογαριασμό στο υποκατάστημα της FBME, για να τα θέσει υπό την κατοχή και τον έλεγχο του και επίσης εκδίδεται διάταγμα για να μεταφερθούν τα ποσά αυτά στο Γενικό Κυβερνητικό Λογαριασμό στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου για σκοπούς φύλαξης, με στόχο τη μελλοντική δήμευση σε περίπτωση έκδοσης διατάγματος δήμευσης ή απόδοσης τους πίσω στο νόμιμο δικαιούχο σε περίπτωση αποδέσμευσης.

 

Επιδικάζονται €3.000 έξοδα της έφεσης υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον των Εφεσίβλητων, FBME Bank Ltd και του Ειδικού Διαχειριστή του Υποκαταστήματος της FBME Bank Ltd.  Περαιτέρω, η πρωτόδικη διαταγή ως προς τα έξοδα ακυρώνεται και επιδικάζονται τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον των Εφεσίβλητων όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το αρμόδιο Δικαστήριο.   Σε σχέση με την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ουδεμία διαταγή για έξοδα.

 

Η έφεση 33/2020 (σε σχέση με την Cyprus Popular και τις καταθέσεις της Randius) απορρίπτεται. 

 

Επιδικάζονται €3.000 έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης, Cyprus Popular Bank Public Co Ltd και εναντίον του Εφεσείοντα.  Σε σχέση με την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, ουδεμία διαταγή για έξοδα.

 

Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.

X. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.



[1] Σήμερα ο περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμος του 2016 (Ν.22(Ι)/2016), που με το άρθρο 115(1) προνοεί ότι: «Όλα τα μέτρα εξυγίανσης που λήφθηκαν δυνάμει του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου και είναι σε ισχύ κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, θεωρούνται ότι είναι μέτρα που λήφθηκαν δυνάμει του παρόντος Νόμου και θα συνεχίσουν να ισχύουν μέχρις ότου ολοκληρωθούν ή ανακληθούν ή ακυρωθούν».

[2] Κατά τους ουσιώδης χρόνους, το άρθρο 14(7) προνοούσε ότι:

 «Το δικαστήριο δύναται οποτεδήποτε μετά την έκδοση του διατάγματος δέσμευσης να διορίσει παραλήπτη-

(α) Για να θέσει υπό την κατοχή και τον έλεγχό του ρευστοποιήσιμη περιουσία ∙ και

(β) για να διαχειρίζεται ή άλλως πως να συναλλάσσεται σε σχέση με την εν λόγω περιουσία, σύμφωνα με τις οδηγίες του δικαστηρίου:

Νοείται ότι για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και χωρίς επηρεασμό της γενικότητάς του, το δικαστήριο δύναται να διορίσει ως παραλήπτη και τον Επίσημο Παραλήπτη, ο οποίος για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος άρθρου, δύναται να εφαρμόζει και τις σχετικές πρόνοιες και διαδικασίες που προβλέπονται στον περί Πτώχευσης Νόμο και στους κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτού, καθώς και στον περί Εταιρειών Νόμο και στους περί Εταιρειών (Εκκαθάριση) Κανονισμούς, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται

Σήμερα και με προσθήκη που εισάχθηκε με τον τροποποιητικό Ν.13(Ι)/2021, το εδάφιο (α) του άρθρου 14(7) προνοεί ότι:

«Για να θέσει υπό την κατοχή και τον έλεγχό του ρευστοποιήσιμη περιουσία ή περιουσία ή περιουσιακά στοιχεία, τα οποία αποτελούν αντικείμενο διατάγματος εγγραφής απόφασης δέσμευσης ή εγγραφής διατάγματος δέσμευσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των Μερών IV και IVA του παρόντος Νόμου∙ και».

[3] «14.(8)- Το δικαστήριο δύναται κατά το διορισμό του παραλήπτη να επιβάλει τους όρους που κρίνει αναγκαίους και να διατάξει οποιοδήποτε πρόσωπο στην κατοχή του οποίου βρίσκεται περιουσία για την οποία έχει διορίσει o παραλήπτης να την παραδώσει σε αυτόν

[4]  Ο ορισμός αντικαταστάθηκε με το Ν.13(Ι)/2018, ημερ.3.4.2018, ως ακολούθως:

«"περιουσία" σημαίνει περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, ακίνητη περιουσία, κινητή περιουσία η οποία περιλαμβάνει χρήματα, υλικά ή άυλα στοιχεία, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή πράξεις με οποιαδήποτε μορφή, συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτρονικής ή ψηφιακής, που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων·»

 

[5]   «Η σχέση καταθέτη και Λαϊκής είναι εκείνη πιστωτή και οφειλέτη. Ο καταθέτης ουσιαστικά παραδίδει τα χρήματά του στην τράπεζα, τα οποία και απορροφούνται στο όλο ενεργητικό της ως δικά της πλέον περιουσιακά στοιχεία, και η τράπεζα οφείλει στον καταθέτη το ποσό της κατάθεσής του, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης κατάθεσης. Ο λογαριασμός του με την Τράπεζα δεν του δίδει δικαίωμα σε συγκεκριμένα χρήματα παρά μόνο συνιστά ακριβώς το δούναι και λαβείν του, ως λογαριασμού, με την τράπεζα, υπό τη μορφή της καταγεγραμμένης κατάστασης της συμβατικής τους σχέσης. Η θέση του καταθέτη σε θυρίδα της τράπεζας είναι εντελώς διαφορετική, αφού εκείνος διατηρεί την ιδιοκτησία του στα συγκεκριμένα χρήματα ή άλλα αντικείμενα που ευρίσκονται στη θυρίδα.»

 

[6] «S.83- Realisable property is: (a) any free property held by the defendant; (b) any free property held by the recipient of a tainted gift

[7] «28.(2)- Ανεξαρτήτως των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δεν επηρεάζονται οφειλές του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση που προκύπτουν από δικαστικές αποφάσεις και δικαστικά διατάγματα, που αφορούν περιουσιακά στοιχεία του εν λόγω ιδρύματος, που έχουν εκδοθεί, πριν από τη λήψη μέτρων εξυγίανσης

[8] «88.(2)-  Ανεξάρτητα από τις λοιπές διατάξεις του παρόντος Νόμου, δεν επηρεάζονται οφειλές του υπό εξυγίανση ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση που προκύπτουν από δικαστικές αποφάσεις και δικαστικά διατάγματα, που αφορούν περιουσιακά στοιχεία του εν λόγω ιδρύματος, που έχουν εκδοθεί πριν από τη λήψη μέτρων εξυγίανσης.»

[9]  Ο περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τη Συγκάλυψη, Έρευνα, Κατάσχεση και Δήμευση των Εσόδων από Εγκλήματα και Χρηματοδότηση της Τρομοκρατίας (Κυρωτικός) Νόμος του 2007.

[10] Άρθρο 43ΙΑ(1) του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007 (Ν.188(Ι)/2007) όπως έχει τροποποιηθεί.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο