ΣΤΕΓΗΣ ΕΥΓΗΡΙΑΣ «ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΜΙΧΑΗΛ» ΚΑΪΜΑΚΛΙΟΥ v. ΑΡΓΥΡΙΔΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 32/14, 29/9/2021

ECLI:CY:AD:2021:A430

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                          Πολιτική Έφεση Αρ. 32/14

 

 

29 Σεπτεμβρίου, 2021

 

 

[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ ΔΔ]

 

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

ΣΤΕΓΗΣ ΕΥΓΗΡΙΑΣ «ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΜΙΧΑΗΛ» ΚΑΪΜΑΚΛΙΟΥ

                            

                                                                              Εφεσειόντων/Καθ’ ων η Αίτηση

 

ΚΑΙ

 

 

xxx ΑΡΓΥΡΙΔΟΥ

                  

                                                                   Εφεσίβλητης/Αιτήτριας

 

…………..

 

Ν. Παναγιώτου, για Γιώργος Ζ. Γεωργίου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για Εφεσείοντες.

Π. Σπανός, για Μ. Π. Σπανός & Σία, για Εφεσίβλητη.

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ν.Γ. Σάντη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

     

      Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Την 18.12.13 το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών («το Πρωτόδικο Δικαστήριο»), αποφάσισε ότι οι Εφεσείοντες/Καθ’ ων η Αίτηση («οι Εφεσείοντες»), το 2010 τερμάτισαν παρανόμως και αδικαιολογήτως την εργοδότηση της Εφεσίβλητης/Αιτήτριας μαζί τους («η Εφεσίβλητη»). Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τη μαρτυρία και εκδοχή των Εφεσειόντων και αποδεχόμενο τη μαρτυρία και εκδοχή της Εφεσίβλητης και των μαρτύρων της, εξέδωσε απόφαση υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον των Εφεσειόντων για ποσό €78.689,39, πλέον νόμιμο τόκο, καθορίζοντας πως κατά το άρθρο 3(2) του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 14/67 οι Εφεσείοντες - και παραθέτουμε αυτούσιο το απόσπασμα ως πράττουμε και με όλα τα υπόλοιπα αποσπάσματα στο ανά χείρας κείμενο - «… είναι υποχρεωμένοι να καταβάλουν στην αιτήτρια μόνο το ποσό των απολαβών ενός έτους (οι οποίες ανέρχονται σε €39.344,70) και το υπόλοιπο ποσό το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού. Δηλαδή ποσό το οποίο ανέρχεται σε €39.344,70 πλέον νόμιμο τόκο που αντιστοιχεί με τις απολαβές ενός έτους θα καταβληθούν από τους Καθ’ ων η Αίτηση, το δε υπόλοιπο ποσό το οποίο ανέρχεται σε €39.344,70 πλέον νόμιμο τόκο θα καταβληθεί από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού». Περαιτέρω - και εκτός της επιδίκασης εξόδων υπέρ της Εφεσίβλητης - το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε υπέρ της €6.052,96, πλέον νόμιμο τόκο (ως πληρωμή αντί προειδοποίησης αντιστοιχούσα με απολαβές 8 εβδομάδων βάσει του άρθρου 9(ζ) του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 14/67), καθώς και €878,68, συν νόμιμο τόκο (ως παραδεκτώς οφειλόμενη ετήσια άδεια).

 

      Συμφώνως των ευρημάτων του Πρωτόδικου Δικαστηρίου - με τη μνεία σε αυτά να περιορίζεται στα όσα κρίνουμε πως θα μεταδώσουν το στίγμα της ευρύτερης διαφοράς και θα βοηθήσουν στην καλύτερη κατανόηση των λόγων έφεσης - οι Εφεσείοντες αποτελούν φιλανθρωπικό ίδρυμα, το οποίο διατηρεί (στο Καϊμακλί) τον οίκο ευγηρίας Στέγη Ευγηρίας Αρχάγγελος Μιχαήλ η Στέγη»). Η Στέγη κατά τους κρίσιμους χρόνους απασχολούσε πέραν των 19 υπαλλήλων. Η Εφεσίβλητη εργοδοτήθηκε εκεί από τους Εφεσείοντες την 1.3.84 ως Βοηθός Διευθύντρια. Το 1991 προάχθηκε στη θέση της Διευθύντριας, θέση που κατείχε μέχρι και την 19.2.10 που απολύθηκε (παρανόμως) από τους Εφεσείοντες. Ο τελευταίος μηνιαίος μισθός της Εφεσίβλητης ήταν €2.951,59, με αυτήν να λαμβάνει και 13ο μισθό και πασχαλινό φιλοδώρημα (που ανερχόταν στο 33% του μηνιαίου μισθού της). Από το 2006 οι Εφεσείοντες άρχισαν να περιορίζουν σταδιακώς τις αρμοδιότητες της Εφεσίβλητης αφαιρώντας από αυτήν κάποια από τα διευθυντικά της καθήκοντα τα οποία και ανέθεταν στην Βοηθό Διευθύντρια της Στέγης. Έδιναν επίσης οδηγίες προς την Εφεσίβλητη για την εκτέλεση της εργασίας της και την παρατηρούσαν μπροστά στην Βοηθό Διευθύντρια μειώνοντας έτσι το εργασιακό της κύρος. Επιπροσθέτως, οι Εφεσείοντες αποδοκίμαζαν την Εφεσίβλητη γραπτώς και με έντονο ύφος, εκτός παραδεκτού πλαισίου και παρατήρησης στοχεύουσας στη βελτίωση της, αποδίδοντας σε αυτήν παραπτώματα που ουδέποτε αποδείχθηκαν ότι είχε διαπράξει, ή και γεγονότα που δεν δικαιολογούσαν τον ψόγο. Σε πολλές περιπτώσεις, οι Εφεσείοντες δεν έδιναν την ευκαιρία στην Εφεσίβλητη να προβάλει την εκδοχή της προτού την παρατηρήσουν και εκεί όπου τούτη απαντούσε σε όσα την κατηγορούσαν (γραπτώς ή προφορικώς) δεν την λάμβαναν υπόψιν και επέμεναν στους ισχυρισμούς τους, χαρακτηρίζοντας τη στάση της αυτή και ως ανυπακοή και ανάρμοστη συμπεριφορά. Όλα τούτα - και άλλα που αναλυτικώς παρατίθενται στην Πρωτόδικη Απόφαση - οδήγησαν τελικώς στην απόλυση της Εφεσίβλητης το 2010 δίχως πρότερη διεξαγωγή ουσιαστικής έρευνας από τους Εφεσείοντες οι οποίοι τήρησαν σχετικώς «…μια διαδικασία κατ’ επίφασιν δίκαιας». Στη βάση αυτή, το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε προσέτι πως οι Εφεσείοντες «… επιδεικνύοντας την πιο πάνω συμπεριφορά δεν ενήργησαν ως ένας καλόπιστος εργοδότης ο οποίος προσπαθούσε να βελτιώσει την απόδοση και τη συμπεριφορά του εργοδοτούμενου του αλλά ως ένας εργοδότης που ασκούσε τα διευθυντικά του δικαιώματα καταχρηστικά, καταπιεστικά και ασυμβίβαστα με το παραδεκτό πλαίσιο των σχέσεων εργοδότη - εργοδοτούμενου και ότι ο τερματισμός της απασχόλησης της Αιτήτριας ήταν κακόπιστος». Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, εντρυφώντας προσθέτως και επί των θεραπειών που δικαιούνταν η Εφεσίβλητη, διαπίστωσε ότι αυτή δεν είχε προκαλέσει την απόλυση της, ή συμμετείχε διά της συμπεριφοράς της στον τερματισμό της απασχόλησης της. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, συνεκτιμώντας τις συνθήκες υπό τις οποίες τερματίστηκε η απασχόληση της Εφεσίβλητης (όπως και τη διαγωγή των Εφεσειόντων «… τα τελευταία 2 χρόνια πριν την απόλυση της …»), ως και άλλους σχετικούς γνώμονες, κατέληξε στην έκδοση της Πρωτόδικης Απόφασης.

 

      Οι Εφεσείοντες αμφισβητούν την Πρωτόδικη Απόφαση με οκτώ λόγους έφεσης.

 

      Με τον λόγο έφεσης 1, οι Εφεσείοντες προτάσσουν ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε εσφαλμένως «… να ακουστούν γεγονότα και μαρτυρίες επί μη δικογραφημένων θεμάτων» - όπως επί ζητημάτων αφορώντων σε κομματικές και πολιτικές διακρίσεις και αντικαταστατικές ενέργειες - με παρεπόμενο «… οι θέσεις, μαρτυρία και ισχυρισμοί που δεν έπρεπε να επιτραπεί από το Δικαστήριο να ακουστούν και στη συνέχεια το Δικαστήριο δεν έπρεπε να αξιολογήσει επί αυτών των θεμάτων και δεν έπρεπε να λάβει υπόψη του και να διαδραματίσουν οιονδήποτε ρόλο στην απόφαση που θα κατέληγε το Δικαστήριο και έπρεπε να απορριφθούν».

 

      Δεν συμφωνούμε.

 

      Κατ’ αρχάς - και για ό,τι τούτο θα μπορούσε να αξίζει - οι περί ων ο λόγος αναφορές έγιναν, όντως, από την Εφεσίβλητη στην κυρίως εξέταση της (ως μάρτυρα) αλλά και διά της γραπτής δήλωσης της (Τεκμήριο Χ2), χωρίς οι Εφεσείοντες να υποβάλουν ένσταση κατά την καταγραφή τους στα πρακτικά. Όπως όμως και να έχει το πράγμα, η εμφιλοχώρηση μαρτυρίας επί μη δικογραφημένων θεμάτων (παρότι θα πρέπει κατά το εφικτόν να αποφεύγεται και να αντικόβεται εγκαίρως), δεν προκαλεί απαρεγκλίτως (και τούτη είναι η διαπίστωση μας και για την επίδικη περίπτωση) αδικία ή προκατάληψη στην επηρεαζόμενη αντίδικη πλευρά (εδώ στους Εφεσείοντες) και τούτο γιατί το Δικαστήριο (κατά πάγια νομολογία με οριζόντια δικαιοδοτική εφαρμογή) - και αυτό επράχθη και από το Πρωτόδικο Δικαστήριο - οφείλει κατά κανόναν (και αναλόγως της φύσης των θέσεων που παρεισφρέουν), να τις αγνοεί διά αρμόζουσας αιτιολογίας (βλ. Φελλά και Άλλου ν Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2015) 1(Β) ΑΑΔ 1981, ECLI:CY:AD:2015:A630, 1997, Μερκής ν Intertobacco (Cyprus) Ltd (2003) 1(B) AAΔ.1091, 1097-1098, Αθανασίου ν Reana Manufacturing & Trading Co Ltd και Άλλων (2001) 1(Γ) ΑΑΔ 1635, 1640, Miorage ν Radivojenik (1998) 1(B) AAΔ 1162, 1168-1169, Πούρικκος ν Σάββα και Άλλων (1991) 1 ΑΑΔ 507, 517).

 

      Διασαφηνίζουμε.

 

      Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, στον βαθμό που πράγματι οι αντίστοιχες μαρτυριακές αναφορές από την Εφεσίβλητη απέκλιναν των δικογραφημένων θέσεων, δεν τις αξιολόγησε και δεν τις δέχθηκε. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνοντας (ομοίως) και τις αναφορές της Εφεσίβλητης οι οποίες αναπτύχθηκαν δίκην επιχειρημάτων και συμπερασμάτων «… επί της πραγματικής και νομικής πτυχής διάφορων επίδικων θεμάτων καθώς και σε σχόλια της επί της μαρτυρίας που τέθηκε από την πλευρά των Καθ’ ων η Αίτηση …», παρατήρησε για παράδειγμα (καταπιανόμενο με μαρτυρία που φαίνεται να απτόταν θεμάτων περί κομματικών και πολιτικών διακρίσεων), ότι «… οι ισχυρισμοί της για κομματικοποίηση της Στέγης (διαχωρισμός του προσωπικού ανάλογα με τις κομματικές τους πεποιθήσεις) και τις σχετικές ενέργειες του xxx (ότι και αυτός ήταν μέρος του σχεδίου/αυτό βοήθησε στην υλοποίηση του σχεδίου για απομάκρυνση της από τη Στέγη και αντικατάσταση της από τη Β. Δ λόγω κομματικών πεποιθήσεων) δεν περιέχονται στους Γενικούς Λόγους της Αίτησης και ως εκ τούτου δεν θα ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο …».

 

      Δεν έχουμε διαγνώσει οτιδήποτε το δυσμενώς παρεμβατικό στα δικαιώματα των Εφεσειόντων στο πλαίσιο της συζητούμενης θεματικής.

 

      Δεν θεωρούμε πως θα πρέπει να επεκταθούμε και στις άλλες περιπτώσεις που παραθέτουν οι Εφεσείοντες στον λόγο έφεσης 1 (με ίδια επωδό), μια που και τούτες έτυχαν προσήκουσας και πρόσφορης ανάλυσης από το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατά τα πρότυπα της προαναφερθείσας (περί κομματικών και πολιτικών διακρίσεων).

 

      Κάτι τελευταίο.

 

      Το ότι στη δίκη - κατά τα αιτιολογικά 4 και 5 του λόγου έφεσης 1 - έγιναν εσφαλμένες υποβολές προς μάρτυρες των Εφεσειόντων εκ πλευράς Εφεσίβλητης (και ενίοτε αντιτιθέμενες προς το περιεχόμενο της δικογραφίας και άλλης έγγραφης ή και προφορικής μαρτυρίας), δεν επηρέασε αυτομάτως και δίχως άλλο τους Εφεσείοντες. Δεν μας υποδείχθηκαν λεπτομέρειες για κάτι τέτοιο από τους συνηγόρους τους. Ούτε κι εμείς διακρίναμε κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε άλλους συνειρμούς. Κατά τη συνήθη ροή των πραγμάτων, ως και η επίμαχη περίπτωση, οι αντεξεταστικές υποβολές δεν περιβάλλονται από συμφυή αποδεικτική αξία αφού, στοιχειωδώς, δεν συνιστούν μαρτυρία. Μέσω τους, τίθεται απλώς μια θέση ή ένας ισχυρισμός στους μάρτυρες τον οποίο τούτοι μπορούν είτε να αποδεχθούν (και έτσι να καταστήσουν το περιεχόμενο των υποβολών αυτών και υπό κάποιες προϋποθέσεις ως μαρτυρία προερχόμενη από τους ίδιους), είτε να τις απορρίψουν, οπότε και οι υποβολές αυτές παραμένουν ως απλοί ισχυρισμοί οι οποίοι, αν αργότερα δεν αποδειχθούν, θα παραμείνουν μετέωρες άνευ αποδεικτικής αξίας (βλ. Ιωαννίδης ν Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 640, 647).

 

      Ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.

 

 

      Πριν προχωρήσουμε στους λόγους έφεσης 2-5, καταγράφουμε ότι η Εφεσίβλητη προτάσσει πως θα πρέπει να απορριφθούν δίχως άλλο αφού στην πραγματικότητα προσβάλλουν ευθέως ή και συγκεκαλυμμένως την από μέρους του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αξιολόγηση μαρτύρων και μαρτυρίας κάτι το ανεπίτρεπτο, καθότι σύμφωνα «… με τον Κανονισμό 16(1) των περι Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικών Κανονισμών «Έφεση χωρεί μόνο επι νομικών σημείων»». Οι Εφεσείοντες αντιτείνουν συναφώς - και κατ’ ουσίαν αυτό αποτελεί και μέρος της αιτιολογίας που συνοδεύει τον λόγο έφεσης 5 - πως η «… πρόνοια του Νόμου για να μην καταχωρείτε έφεση στην κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου επί των γεγονότων είναι αντισυνταγματική γιατί θέτει σε δυσμενέστερη θέση τους καθ’ ων η αίτηση ενώ την ίδια στιγμή δίνει περισσότερα δικαιώματα και προστατεύει τους αιτητές».

 

      Ως εκ της δυνητικής της κρισιμότητας, η θεματική αυτή θα πρέπει, κατά δικαιική λογική και τάξη, να αποφασισθεί πριν από οτιδήποτε άλλο, αφού η απόληξη επ’ αυτής, ενδεχομένως να κρίνει στην ουσία τους (προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση), τους λόγους έφεσης 2-5 ή μέρος αυτών.

     

      Δεν έχουμε να πούμε πολλά.

 

      Τούτο, διότι ο τρόπος με τον οποίο τέθηκαν τα περί αντισυνταγματικότητας είναι γενικός, αόριστος και πάντως (με κάθε σεβασμό), επιφανειακός, με συνεπόμενο να μην ικανοποιούνται καν τα στοιχειώδη ώστε να επιτρέψουν με την αναμενόμενη ασφάλεια, εντρύφηση επί του θέματος ευλόγως και λελογισμένως (βλ. Σταματίου ν Κυπριακής Δημοκρατίας, ΠΕ 467/12, ημ. 26.6.19, Πιπονίδη ν Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ και Άλλου, ΠΕ 429/11, ημ. 6.12.17).

 

      Οι Εφεσείοντες, κατά παρέκκλιση της σχετικής νομολογίας και πρακτικής, δεν προσδιορίζουν τον «… Νόμο …» του οποίου η πρόνοια (όποια κι αν είναι αυτή) υποτίθεται ότι συγκρούεται προς το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίαςτο Σύνταγμα»), μηδέ και συγκεκριμενοποιούν το άρθρο ή άρθρα του Συντάγματος τα οποία φερόμενα παραβιάζονται (ως εκ του περιεχομένου των απροσδιόριστων νομοθετικών προνοιών που οι Εφεσείοντες επικαλούνται).

 

      Όφειλαν να τα έπρατταν αυτά οι Εφεσείοντες με επιμέλεια και λεπτομέρεια.

 

      Τούτο, γιατί, η συνταγματικότητα νόμου συνθέτει, αυτονοήτως, προβληματική ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας (βλ. Κοτζιάπασιης ν Χατζηγιάννη και Άλλων, ΠΕ 107/15, ημ. 26.4.21, Αχιλλέως και Άλλου ν Πιτταρά και Άλλων (2012) 1(Β) ΑΑΔ 1590, 1602).

 

      Δεν το έπραξαν οι Εφεσείοντες.

 

      Το ότι στο Περίγραμμα Αγόρευσης τους, οι Εφεσείοντες εξειδικεύουν ως σταθεράν το Άρθρο 28 του Συντάγματος (ισότητα έναντι του νόμου, της διοικήσεως και της δικαιοσύνης), δεν περισώζει, υπό τις περιστάσεις, τις προειρημένες ελλείψεις αφού - και πάλι - η επιχειρηματολογία που παραθέτουν εκεί αλλά και η γενικότερη θεώρηση τους για το θέμα, πολύ απέχουν από το να εντάσσουν την περίπτωση στην κατηγορία εκείνη όπου το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εγερθέν κατά τρόπον που να οδηγούσε σε εξέταση του, και αυτό γιατί απουσιάζουν όλοι οι υπόλοιποι γνώμονες που θα επέτρεπαν την εκτροπή, όπως το προσδιοριζόμενο ως επίδικο νομοθέτημα και τις αφορώσες πρόνοιες του (βλ. Κοτζιάπασιης ν Χατζηγιάννη και Άλλων, ΠΕ 107/15, ημ. 26.4.21, Investylia Ltd v Ταμπούρη (2006) 1(Β) ΑΑΔ 1325, 1330, Νικολάου ν Βασιλείου (1999) 1(Γ) ΑΑΔ 1566, 1576).

 

      Ως εκ των ως άνω, οι Εφεσείοντες απέτυχαν, αυτονοήτως, να αποδείξουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τα περί αντισυνταγματικότητας.

 

      Οι θέσεις περί αντισυνταγματικότητας απορρίπτονται.

 

      Επανερχόμαστε στους λόγους έφεσης 2-5.

 

       Θα εγκύψουμε στους λόγους έφεσης 2-5 υπό το αυστηρό πρίσμα του ότι αυτοί πλήττουν αντίστοιχα ευρήματα και συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ένεκα της κατ’ ισχυρισμόν των Εφεσειόντων κακής εφαρμογής ή και αντίληψης των επίδικων δικονομικοαποδεικτικών αρχών από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ακριβώς με άλλα λόγια κατά τον τρόπο που επικεντρώνονται τα παράπονα των Εφεσειόντων στους λόγους έφεσης (βλ. Terra Santa College v Παπαπαρασκευά και Άλλου, ΠΕ 93/13, ημ. 21.12.20, Παυλίδης ν Depfa Bank Public Limited Company και Άλλων, ΠΕ 198/14, ημ. 18.11.20, Αντέννα Λτδ ν Κωνσταντίνου (2010) 1(Α) ΑΑΔ 392).

 

      Με τον λόγο έφεσης 2, οι Εφεσείοντες διατείνονται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο «… απέτυχε να εφαρμόσει την φιλοσοφία διεξαγωγής δικών στο Εργατικό Δικαστήριο και εφάρμοσε και/ή έκρινε την υπόθεση στα θέματα απόδειξης ως να ήτο Ποινική υπόθεση και/ή θέτοντας πολύ ψηλά τον βαθμό απόδειξης των γεγονότων ως προς τους Εφεσείοντες και πολύ χαμηλά ως προς την Εφεσίβλητη».

 

      Δεν συγκλίνουμε.

 

      Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κάθε άλλο παρά έκρινε (ως η περί του αντιθέτου απαραδέκτως γενικόλογη και αόριστη εισήγηση των Εφεσειόντων), την υπόθεση ωσάν να ήταν ποινικής φύσεως, εφαρμόζοντας μάλιστα και επίπεδο απόδειξης ψηλότερο από εκείνο που προβλέπεται σε αστικής φύσης διαδικασίας ως η επίδικη. Απεναντίας, εφάρμοσε πιστώς το εξεταστικό σύστημα διερευνώντας όσα γεγονότα άπτονταν της επίμαχης διαφοράς και αποφεύγοντας στην προσπάθεια του αυτή να μεταβάλει και τους δικονομικούς κανόνες ως προς τον προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων και τις αποδεκτές παραμέτρους της διεξαγόμενης δίκης. Πράττοντας έτσι, το Πρωτόδικο Δικαστήριο λειτούργησε εντός των προσταγών της σχετικής νομολογίας εν σχέσει προς ό,τι περιβάλλει τη δικαστική διαδικασία στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών (βλ. Αθανασίου ν Reana Manufacturing & Trading Co Ltd και Άλλων (2001) 1(Γ) ΑΑΔ 1635, 1640).

      Ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.

 

      Με τον λόγο έφεσης 3 υποβάλλεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένως (και προτού αξιολογήσει τη μαρτυρία των Εφεσειόντων), κατέγραψε πρωίμως εύρημα πως «… οι μάρτυρες των Καθ’ ων η Αίτηση παρόλη την προσπάθεια που έκαναν να πείσουν για την εκδοχή που παρουσίασαν στο Δικαστήριο δεν το έχουν πετύχει …», κάτι που εν συνεχεία οδήγησε στη μη αποδοχή της μαρτυρίας των Εφεσειόντων.

 

      Μήτε και με αυτό συμφωνούμε.

 

      Το Πρωτόδικο Δικαστήριο (στη σελίδα 30 της Πρωτόδικης Απόφασης) παρέθεσε το καταστάλαγμα της αξιολογικής του διεργασίας και ακολούθως, ως έπρεπε, ανέπτυξε πλήρως και λεπτομερώς την αιτιολογία πίσω από την αξιολόγηση αυτή.

 

      Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιέπεσε σε σφάλμα αρχής.

 

      Το παράπονο των Εφεσειόντων σύγκειται κατ’ ουσίαν στο ζήτημα της δομής της Πρωτόδικης Απόφασης και όχι επί της ουσίας του τι αυτή εκφράζει.

 

      Εν προκειμένω, η αρχιτεκτονική της Πρωτόδικης Απόφασης ουδόλως επηρέασε τη συνοχή και διάρθρωση της, ούτε και βεβαίως οποιαδήποτε δικαιώματα των Εφεσειόντων (ή της Εφεσίβλητης).

      Δεν είναι αυτή, η περίπτωση όπου απογράφονται ευρήματα, ουσίας ή αξιοπιστίας μαρτύρων ή μαρτυρίας, σε σημείο όπου θα μπορούσε να οδηγήσει σε κακοδικία ή σε αντικειμενική αμφιβολία ως προς το ορθολογικό της πρωτόδικης πραγμάτευσης (βλ. Kondratjev v Aστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 551), στην οποία το Εφετείο παραμέρισε καταδίκη για βιασμό και άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας επειδή το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τελειωτικώς την αξιοπιστία της παραπονούμενης πολύ πριν εξετάσει αν η μαρτυρία αυτή μπορούσε να γίνει δεκτή χωρίς ενίσχυση και προτού διερευνήσει αν υπήρχε διαθέσιμη ενισχυτική μαρτυρία.

 

      Ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.

 

      Με τον λόγο έφεσης 4, οι Εφεσείοντες διατείνονται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατανόησε και ανέγνωσε λανθασμένως κατατεθέντα τεκμήρια, ήτοι τα Τεκμήρια 6, 9, 11 και 15, αλλά και (ως τίθεται στην αιτιολογία 5 του λόγου έφεσης 4 γενικώς και αορίστως), σε «… πολλά άλλα τεκμήρια και έγγραφα που κλήθηκε να κρίνει …» (το Πρωτόδικο Δικαστήριο), όπως και (ομοίως γενικώς και αορίστως στην αιτιολογία 6), ερμηνεύοντας εσφαλμένως το «… σύνολο των τεκμηρίων …».

 

      Διαφωνούμε.

 

      Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τα επίδικα τεκμήρια θεωρώντας τα ως ζήτημα αρχής - και πολύ σωστά - ως μέρος του μαρτυρικού υλικού και ως τέτοια, υποκείμενα σε ανάλογη και αναγκαία αξιολόγηση (βλ. Καύκαρκου ν Χαπούπη (1992) 1 ΑΑΔ 260).

 

      Τούτο και έκανε το Πρωτόδικο Δικαστήριο εντός του πλαισίου της δικαιοδοσίας του, αποφασίζοντας όσα τέθηκαν ενώπιον του χωρίς λάθος αρχής.

 

      Ο λόγος έφεσης 4 απορρίπτεται.

 

      Με τον λόγο έφεσης 5, οι Εφεσείοντες λέγουν ότι η απόφανση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως οι μάρτυρες των Εφεσειόντων Σαβουλλής, Πραξιτέλους, Αλεξάνδρου και Χατζηδημοσθένους ήσαν αναξιόπιστοι, συναπαρτίζει απόρροια «… εσφαλμένης καθοδήγησης και/ή ερμηνείας του Νόμου».

 

      Ούτε και με αυτό συμφωνούμε.

     

      Οι Εφεσείοντες δεν υπέδειξαν κάτι που να υποστηρίζει τη θέση τους αυτή και δεν προσδιόρισαν ποια ήταν εκείνη η σφαλερή καθοδήγηση και/ή νομοθετική ερμηνεία που παρέσυρε το Πρωτόδικο Δικαστήριο στη διατύπωση των προσβαλλόμενων ευρημάτων.

 

      Ιχνηλατήσαμε την Πρωτόδικη Απόφαση - και επί αυτής της πτυχής - δίχως να διαπιστώσουμε οποιοδήποτε λάθος από το Πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

      Έχοντας επιληφθεί ήδη πιο πάνω και κάποιων άλλων πτυχών που συγκροτούν την αιτιολογία του λόγου έφεσης 5, καταλήγουμε πως ο λόγος έφεσης 5 είναι και αυτός ανυπόστατος και τον απορρίπτουμε.

 

      Με τον λόγο έφεσης 6, οι Εφεσείοντες λεν ότι το πρωτόδικο εύρημα πως τούτοι δεν τερμάτισαν νομίμως και δικαιολογημένως την εργοδότηση της Εφεσίβλητης «… εντός των πλαισίων του Άρθρου 5 του Νόμου είναι εσφαλμένο», και αυτό γιατί προσέφεραν ικανή μαρτυρία ώστε να αποσείσουν το βάρος απόδειξης που είχαν αλλά και γιατί το Πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε «… εσφαλμένη καθοδήγηση …» από την υπόθεση Μουζέ ν Λαμπρή (1994) 1 ΑΑΔ 216, οδηγούμενο έτσι «… σε εσφαλμένη απόφαση».

 

      Διαφωνούμε.

 

      Το Πρωτόδικο Δικαστήριο διόλου δεν παρερμήνευσε την Μουζέ ν Λαμπρή (1994) 1 ΑΑΔ 216. Το σκεπτικό στην απόφαση αυτή δεν ορίζει, ως η περί του αντιθέτου ερμηνευτική των Εφεσειόντων, ότι «… κάθε μαρτυρία κρίνεται αυτοτελώς …», κατά τρόπον, με άλλα λόγια, που να καθιστά απαράδεκτη την αξιολόγηση δοθείσας μαρτυρίας σε αντιπαραβολή προς την υπόλοιπη - που είναι συνήθως και κατά κανόναν η ενδεδειγμένη αξιολογική μεθοδολογία σε συνδυασμό με την ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα (βλ. Αργύρη ν Hawaii Hotels Limited, ΠΕ 45/14, ημ. 20.4.21, Φιλίππου ν Parkin, PE 12/18, hm. 6.4.21, Σκορδέλλη και Άλλων ν Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 101/13, ημ. 6.6.16 - ώστε στο τέλος το Δικαστήριο να αξιολογεί το σύνολο της μαρτυρίας. Αυτό, ως αξιολογική μέθοδος, εντείνει το κύρος των ευρημάτων και την πίστη του κοινού στη δικαστική διαδικασία (βλ. Στυλιανίδης ν Χατζηπιέρα (1992) 1(Β) ΑΑΔ 1056, 1061-1062).

 

      Εκείνο που ίσως διέλαθε την προσοχή των Εφεσειόντων είναι πως οι αναφορές του Εφετείου στην εν λόγω υπόθεση έγιναν επί τη βάση του ότι ο εκεί εφεσίβλητος επέλεξε να μην δώσει μαρτυρία ο ίδιος στη δίκη και επομένως τα όσα το Εφετείο απέγραψε αφορούσαν τη συγκεκριμένη υπόθεση, υπό την έννοια ότι η αξιοπιστία ενός μάρτυρα μπορεί να εκτιμηθεί πράγματι αυτοτελώς ως εκ του περιεχομένου των ισχυρισμών του και πως δεν υπάρχει κανόνας πως, ανεξαρτήτως από το πόσον αναξιόπιστη καταφαίνεται ότι είναι μια μαρτυρία, το Δικαστήριο οφείλει να την δεχθεί εφόσον η άλλη πλευρά δεν παρουσιάζει αντίθετη μαρτυρία πάνω στα σημεία που κάλυψε.

 

      Κατ’ ακολουθίαν, τα γεγονότα στη Μουζέ ν Λαμπρή (1994) 1 ΑΑΔ 216 ήσαν κάπως διαφορετικά από τα εδώ επίδικα, με το Πρωτόδικο Δικαστήριο να επισημαίνει τις διαφοροποιήσεις και να παραθέτει ορθούς λόγους για τους οποίους απέρριψε τη θέση των Εφεσειόντων πως «… εφόσον η Αιτήτρια δεν σχολίασε και δεν αντέκρουσε όλους τους ισχυρισμούς των μαρτύρων των Καθ’ ων η Αίτηση που προέβαλαν κατά την ένορκη μαρτυρία τους … το Δικαστήριο θα πρέπει να αποδεχτεί τη σχετική με τους ισχυρισμούς που δεν απαντήθηκαν μαρτυρία τους ως αναντίλεκτη …» με βάθρο και το ότι η μαρτυρία τους αυτή «… απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη και ως εκ τούτου το Δικαστήριο δεν οφείλει να την αποδεχτεί επειδή η άλλη πλευρά δεν προσκόμισε αντίθετη μαρτυρία πάνω σε όλα τα σημεία που κάλυψε η μαρτυρία τους».

 

      Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε εσφαλμένη καθοδήγηση επί όσων κλήθηκε να αποφανθεί.

 

      Παραπονούνται οι Εφεσείοντες και για το ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο «… ουδεμία απάντηση δίδει και κανένα σχόλιο δεν κάνει …» για διάφορα ζητήματα που οι δικηγόροι τους ξεδίπλωσαν στη γραπτή τους αγόρευση ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου (στις σελίδες 148-154 από τις εν συνόλω 155 πυκνογραμμένες σελίδες).

 

      Κατά πρώτον λόγο, το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να ασχοληθεί με καθετί που οι Εφεσείοντες διάλεξαν να αναπτύξουν ως επιχειρηματολογία τη στιγμή που, στην ουσία των όσων τούτοι συζητούσαν, το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε εμπεριστατωμένως επί των γεγονότων και της σχετικής νομολογίας και νομοθεσίας (βλ. Ευαγγελίδης ν Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2015) 1(Γ) ΑΑΔ 2549, ECLI:CY:AD:2015:A782, 2557, Μακαρούνα ν Μιχαήλ και Άλλων (2014) 1(Α) ΑΑΔ 851, ECLI:CY:AD:2014:A280, 859, Καλλικάς ν Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1(Β) ΑΑΔ 1238, 1260).

 

      Κατά δεύτερον λόγο, δεν εντοπίσαμε κάτι που θα μπορούσε να ταξινομηθεί ως ουσιώδες και που δεν έτυχε δέουσας αποτίμησης πρωτοδίκως εξαιτίας λανθασμένης καθοδήγησης, εφαρμογής νόμου ή νομολογιακής αρχής.

 

      Ο λόγος έφεσης 6 απορρίπτεται.

      Με τον λόγο έφεσης 7, αμφισβητείται η αυτοκαθοδήγηση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου από την Kades v Nicolaou and Another (1986) 1 CLR 212, με επίπτωση το «… εσφαλμένο εύρημα ότι «ελλείπει η ανάγκη για περαιτέρω εξέταση ως το αξιόπιστο ή μη της εκδοχής της Αιτήτριας για το παράνομο του τερματισμού της απασχόλησης της»».

 

      Δεν συμφωνούμε.

 

      Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε το σύνολο της ενώπιον του μαρτυρίας και κατέληξε σε συγκεκριμένα επί της ουσίας ευρήματα. Ήταν, ως εκ τούτου, αποδεκτό να καταλήξει πως δοσμένων των ευρημάτων του περί της μαρτυριακής αναξιοπιστίας των Εφεσειόντων (και της εκδοχής τους), δεν παρεχόταν πεδίο επιπλέον εξέτασης της αξιοπιστίας της εκδοχής της Εφεσίβλητης.

 

      Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε ορθώς την Kades v Nicolaou and Another (1986) 1 CLR 212, 215-216.

 

      Ο λόγος έφεσης 7 απορρίπτεται.

 

      Με τον λόγο έφεσης 8, οι Εφεσείοντες διαφωνούν με την επιδίκαση αυξημένων αποζημιώσεων υπέρ της Εφεσίβλητης στη βάση και του ότι η Εφεσίβλητη απέκρυψε ουσιώδη γεγονότα που σχετίζονταν με την οικονομική της κατάσταση (αλλά και εκείνη της οικογένειας της), επιχειρώντας βασικώς να παραπλανήσει το Δικαστήριο, κάτι που πέτυχε.

 

      Αποκλίνουμε και από αυτό.

 

      Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ακολούθησε άνευ διαθλάσεων τις πρόνοιες του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 14/67 αλλά και σχετική νομολογία, όπως στην Louis Tourist Agency Ltd v Ηλία (1992) 1(Α) ΑΑΔ 98, 104-105, όπου αναφέρθηκε μεταξύ άλλων ότι το θέμα των αποζημιώσεων επαφίεται στην απόλυτη κρίση του Δικαστηρίου, με μόνο περιορισμό «… εκείνο που τίθεται από το άρθρο 3 του Πίνακα, η αποζημίωση να μην υπερβαίνει τα ημερομίσθια δύο ετών (Ν92/79)».

 

      Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε διεξοδικώς στη σελίδα 68 της απόφασης του με τους λόγους για την προσβαλλόμενη κατάληξη του, δίχως να προκύπτουν από όσα του είχαν τεθεί, στοιχεία που να συνηγορούν υπέρ άλλης προσέγγισης ως ζήτημα αρχής και νομοθετικής καθοδήγησης.

 

      Είπε, το Πρωτόδικο Δικαστήριο και αυτά αναφορικώς προς το ζήτημα:

 

«……………………………………………………………………………………………………....................

Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τερματίστηκε η απασχόληση της Αιτήτριας όπως τις εκθέσαμε πιο πάνω καθώς και τη διαγωγή που επέδειξαν οι Καθ’ ων η Αίτηση προς την Αιτήτρια τα τελευταία 2 χρόνια πριν την απόλυση της όπως την περιγράψαμε πιο πάνω, τις απολαβές της Αιτήτριας που για σκοπούς του Νόμου ανέρχονταν σε €756.63 εβδομαδιαίως, την μακρόχρονη υπηρεσία της (26 έτη), την ηλικία της κατά το χρόνο απόλυσης της (48 χρονών - ηλικία η οποία είναι δύσκολη για εξεύρεση εργασίας και η οποία απέχει πολύ από την ηλικία συνταξιοδότησης), την απώλεια της σταδιοδρομίας της ((α) η Αιτήτρια ξεκίνησε από Βοηθός Διευθύντρια το 1984 και μέσα από την καλή της απόδοση προάχθηκε σε Διευθύντρια το 1991 και (β) η Αιτήτρια ενώ υπό κανονικές συνθήκες θα παρέμενε ως Διευθύντρια στη Στέγη μέχρι τον χρόνο αφυπηρέτησης της μετά από την απόλυση της δεν κατέφερε να βρει άλλη απασχόληση με τον ίδιο μισθό και κύρος) και τη ζημία που υπέστη λόγω της πρόωρης απομάκρυνσης της από την εργασία της αφού υπό λογικές συνθήκες ανέμενε ότι θα έφευγε με την αφυπηρέτηση της (παρέμεινε άνεργη για 18 μήνες παρά τις εύλογες προσπάθειες της για εξεύρεση άλλης κατάλληλης εργασίας και απώλεσε εισοδήματα ύψους € 56.000,00 περίπου και τώρα οι σημερινές απολαβές της ανέρχονται σε €1.200,00 μηνιαίως (δηλαδή κάθε μήνα τα εισοδήματα της είναι μειωμένα κατά €1.700,00 περίπου σε σύγκριση με τα εισοδήματα της που είχε στη Στέγη)) κρίνουμε ότι είναι εύλογο και δίκαιο υπό τις περιστάσεις όπως της επιδικάσουμε αποζημιώσεις που αντιστοιχούν με τις απολαβές 104 εβδομάδων ήτοι ποσό €78.689,52 (104 Χ €756.63).

Περαιτέρω (α) σύμφωνα με το άρθρο 9(ζ) του Νόμου η Αιτήτρια δικαιούται πληρωμή αντί προειδοποίησης που αντιστοιχεί με απολαβές 8 εβδομάδων, ήτοι ποσό €6.053,04 και (β) βάση τα παραδεκτά γεγονότα οι Καθ΄ ων η Αίτηση οφείλουν το ποσό των €878,68 οφειλόμενη ετήσια άδεια.

…………………………………………………………………………………………………………………..».

 

 

      Ο λόγος έφεσης 8 απορρίπτεται.

 

      Εν κατακλείδι.

 

      Ουδείς των λόγων έφεσης ευσταθεί.

 

      Η έφεση απορρίπτεται.

 

      Επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον των Εφεσειόντων, έξοδα ύψους €2.500,00, πλέον ΦΠΑ (αν υπάρχει).

 

 

 

 

 

 

                                                                                      Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                                                                      Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

                                                                  

                                                                                      Ν. Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο