ECLI:CY:AD:2021:A435
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙA ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 68/2014
30 Σεπτεμβρίου, 2021
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π., Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
xxx ΑΔΑΜΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ ΑΔΑΜΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,
Εφεσείουσας/Εναγόμενης,
- ΚΑΙ -
xxx ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσίβλητης/Ενάγουσας.
-----------------------------
Έλενα Ανδρέου (κα) για Ανδρέου Χατζηχριστοφή ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.
Αντώνης Παπαλλής για Αντώνης Παπαλλής & Σία ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.
--------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Π. Παναγή, Π.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Με αγωγή που καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, η εφεσίβλητη διεκδίκησε από τη διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντα συμβίου της, Σταύρου, το σύνολο ή και το ½ της αξίας συγκεκριμένων στοιχείων της κινητής περιουσίας του η οποία αποτελείται από καταθέσεις χρημάτων στη ΣΠΕ Κοντέας, όπλα, αυτοκίνητο και μετοχές, καθώς και το συνολικό ποσό των Λ.Κ. 86.545,23 που αφορούσε πληρωμή από το Παγκύπριο Ταμείο Προνοίας Λιμενεργατών, την οποία διατεινόταν ότι δικαιούτο ο Σταύρος. Αξίωσε, επίσης, την αποζημίωση που ο Σταύρος θα δικαιούται συνεπεία της απόλυσης ή και του τερματισμού της απασχόλησης του ως λιμενεργάτης. Βασική της θέση ήταν ότι η διεκδικούμενη με την αγωγή κινητή περιουσία, διατηρείτο από τον Σταύρο, ως καταπιστευματοδόχο προς όφελος της ιδίας και αποκτήθηκε «αποκλειστικά ή/και κατά μεγάλο μέρος με τη δική της συνεισφορά».
Η εφεσίβλητη, μία από τις τρεις θυγατέρες του Σταύρου και διαχειρίστρια της περιουσίας του, αρνήθηκε αυτή την εκδοχή και διέτεινε, κυρίως, ότι ο Σταύρος, επιθυμία του οποίου ήταν η επιστροφή και επανένωση με την οικογένεια του, διέμενε με την εφεσίβλητη μόνο περιστασιακά. Ούτε υπήρξε οποιαδήποτε συνεισφορά από την εφεσίβλητη στην απόκτηση περιουσίας εκ μέρους του ή στην αύξησή της.
Εκκρεμούσης της αγωγής, δηλώθηκε από τις δύο πλευρές προς το πρωτόδικο Δικαστήριο ως παραδεκτό γεγονός, ότι η εφεσείουσα εισέπραξε από το Παγκύπριο Ταμείο Προνοίας Λιμενεργατών το ποσό των €125.835,30 το οποίο επίσης περιλαμβάνεται στην περιουσία του Σταύρου.
Μετά από αξιολόγηση της ενώπιον του προσαχθείσας μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο, για λόγους που παρέθεσε, αποδέχθηκε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης, την οποία θεώρησε ως ειλικρινή μάρτυρα, καθώς και των δύο μαρτύρων που κλήθηκαν από αυτή, ΖΧ (ΜΕ2) και ΜΓ (ΜΕ3), τις οποίες χαρακτήρισε ως μάρτυρες της αλήθειας. Θετική αντίληψη είχε και για την ποιότητα της μαρτυρίας του Οικονόμου ΠΠ ο οποίος δεν κλήθηκε από την εφεσίβλητη να καταθέσει, κλήθηκε όμως από την εφεσείουσα για αντεξέταση κατ’ εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 26 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9, σε σχέση με έγγραφο που είχε εκδώσει (Τεκμήριο 3) βεβαιώνοντας τη συμβίωση της εφεσίβλητης και του Σταύρου. Παρομοίως θετική θεώρησε το Δικαστήριο και την εν γένει παρουσία της λειτουργού του Γραφείου του Φόρου Εισοδήματος, ΦΚ, η οποία κλητεύθηκε από την εφεσείουσα για να καταθέσει τις ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας του Σταύρου για τα έτη 1989-2007 (Τεκμήριο 16). Αντίθετη, όμως, ήταν η αντίληψη του Δικαστηρίου για την ποιότητα της μαρτυρίας της ΓΑΠ, θυγατέρας του Σταύρου, η οποία κατάθεσε ως μάρτυρας της εφεσείουσας.
Στη βάση της αξιολόγησης της προσκομισθείσας μαρτυρίας, το Δικαστήριο κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα:
« … πράγματι η ενάγουσα από το 1989 μέχρι και το θάνατο του Σταύρου τον Αύγουστο του 2007 συζούσε με το τελευταίο στην οικία της στη οδό Μ. αρ. x στη xxx. Καθ’ όλη την διάρκεια της συμβίωσης τους ο Σταύρος παρουσίαζε την ενάγουσα και της συμπεριφερόταν ως εάν αυτή να ήταν η νόμιμη σύζυγος του, έχοντας πρόθεση σε κάποιο στάδιο οι δύο να παντρευτούν, πλην όμως διάφορα προβλήματα που κατά καιρούς παρουσιάζονταν, όπως ήταν αρχικά η δυσκολία που αντιμετώπιζε ο Σταύρος στην έκδοση του διαζυγίου του αλλά και μεταγενέστερα τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, δεν επέτρεψαν ουσιαστικά αυτή την εξέλιξη. Παρά το γεγονός ότι ο εφημέριος της ενορίας όπου διέμεναν προσφέρθηκε να βοηθήσει για την εξασφάλιση των σχετικών πιστοποιητικών για την τέλεση θρησκευτικού γάμου, τούτο δεν έγινε κατορθωτό αφού μεσολάβησε ο θάνατος του Σταύρου.
Η ενάγουσα από το 1987 μέχρι και το 1989 εργαζόταν σε μπαρ ξενοδοχείου πλην όμως το 1990 μετά από επιμονή του Σταύρου σταμάτησε να εργάζεται στη συγκεκριμένη εργασία. Συνέχισε εν πάση περιπτώσει να απασχολείται καθαρίζοντας σπίτια επ’ αμοιβή, ενώ από το 1999 μέχρι το 2009 εργαζόταν σε εταιρεία καθαρισμού ξενοδοχείων. Όταν ο Σταύρος συνδέθηκε και συγκατοίκησε τελικά με την ενάγουσα είχε ως περιουσιακά στοιχεία το ποσό των Λ.Κ.500 που ήταν κατατεθειμένο στη ΣΠΕ Κόρνου και ένα παλαιό αυτοκίνητο. Εργαζόταν ως λιμενεργάτης στο λιμάνι Λάρνακας έχοντας εισοδήματα όπως αυτά εμφαίνονται στις σχετικές ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας, (τεκμήριο 16) αλλά και στην κατάσταση του ασφαλιστικού του λογαριασμού (τεκμήριο 17) στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Κατά τον χρόνο του θανάτου του, εντοπίστηκαν κατατεθειμένα επ’ ονόματι του στη ΣΠΕ Κοντέας, το ποσό Λ.Κ.4.111,69 (Αρ. Λογ. xxxxx08-4) ως επίσης το ποσό των Λ.Κ.13.312,92 (Αρ. Γραμματ. xxxx89) ενώ είναι ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης 10 μετοχών του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Λάρνακος Λτδ, αξίας Λ.Κ.100 Είναι ιδιοκτήτης επίσης ενός αυτοκινήτου με αρ. εγγραφής xxx x10 ως επίσης και των τεσσάρων όπλων που ειδικότερα περιγράφονται στην απαίτηση της ενάγουσας. Στην περιουσία του περιλαμβάνεται επίσης το ποσό των €125.835,30 σεντ, που οι δύο πλευρές δήλωσαν προς το Δικαστήριο, σημειούμενο ως παραδεκτό γεγονός, ότι τελικά εισπράχθηκε από το Παγκύπριο Ταμείο Προνοίας Λιμενεργατών από την διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντα Σταύρου. Σπεύδω να σημειώσω πως με δεδομένη την αμφισβήτηση από την πλευρά της εναγομένης της αξίας του ως άνω αυτοκινήτου και των τεσσάρων όπλων, όπως αυτή προκρίθηκε στα δικόγραφα της ενάγουσας, σε συνδυασμό με την παντελή έλλειψη οποιασδήποτε μαρτυρίας, ικανής να καταδείξει τούτη και να οδηγήσει το Δικαστήριο σε ασφαλή κατάληξη και εύρημα για το ζήτημα, το Δικαστήριο δεν μπορεί να υιοθετήσει τις δικογραφημένες θέσεις της ενάγουσας για την αξία αυτών των αντικειμένων.
Η ενάγουσα μαζί με τον αποβιώσαντα Σταύρο δεν ξεχώριζαν τα χρήματα τους. Η ίδια διέθετε τον μισθό της και όσα γενικότερα κατάφερνε να κερδίσει από την απασχόληση της για την αντιμετώπιση των κοινών αναγκών και των εξόδων τους, την διατροφή, τη ψυχαγωγία τους και γενικά την κατάκτηση των κοινών τους στόχων. Υπήρχαν παράλληλα περιπτώσεις που όταν ο Σταύρος δεν μπορούσε να καλύψει τις υποχρεώσεις του έναντι των ανήλικων τέκνων του που απέρρεαν από τα διάφορα διατάγματα διατροφής που είχαν εκδοθεί από Δικαστήριο, η ίδια τον συνέδραμε οικονομικά προς τούτο. Αφιέρωνε επίσης, καθημερινά, πολλές ώρες για τη φροντίδα του Σταύρου και την ευταξία του κοινού τους σπιτιού. Κατ’ επανάληψη ο Σταύρος διαβεβαίωνε την ενάγουσα αλλά και τον ευρύτερο κοινωνικό και φιλικό περίγυρο του ζεύγους ότι η ενάγουσα ήταν ο άνθρωπος του και ότι εν πάση περιπτώσει εάν ο ίδιος πάθαινε οτιδήποτε η ίδια δεν θα έπρεπε να ανησυχεί αφού ότι ο ίδιος είχε ήταν και δικό τους [sic].
Από το 1989 που ο Σταύρος έφυγε από το σπίτι του, οι θυγατέρες του δεν είχαν οποιαδήποτε επαφή μαζί του παρά μόνο το 2006 όταν η μία εξ’ αυτών επιχείρησε, μέσω του συζύγου της, να επανασυνδεθεί μαζί του. Ουδέποτε το προηγούμενο διάστημα οι θυγατέρες του επιχείρησαν να έχουν οποιαδήποτε επαφή μαζί του. Οι δύο από τις τρεις δεν τον προσκάλεσαν ούτε στο γάμο τους. Τούτο έπραξε μόνο η μια εξ’ αυτών, στο γάμο της οποίας κατά το 2006 ο Σταύρος παρευρέθηκε, προσφέροντας της χρηματικό δώρο ύψους Λ.Κ.5.000. Κατά τον ίδιο τρόπο βοήθησε το 2006 οικονομικά την θυγατέρα του [ΓΑΠ], για να αγοράσει η τελευταία αυτοκίνητο (Λ.Κ.5.000) αλλά και να επιπλώσει κατάλληλα την κουζίνα της οικίας της. Το 2006, λίγο πριν από το τέλος της ζωής του ο Σταύρος είχε κάποιες επαφές με την θυγατέρα του [ΓΑΠ], την οποία επισκεπτόταν στο σπίτι της.»
Το Δικαστήριο έκρινε, στη συνέχεια, αφού ασχολήθηκε και με τη νομική διάσταση της υπόθεσης, ότι η αποδεκτή μαρτυρία καταδείκνυε «ακριβώς» την κοινή πρόθεση της εφεσίβλητης και του Σταύρου για ένα ωφέλιμο συμφέρον, καταλήγοντας ότι είχε δημιουργηθεί εξ’ επαγωγής εμπίστευμα (καταπίστευμα) προς όφελος της εφεσίβλητης επί της περιουσίας του Σταύρου. Όσον αφορά την έκταση του δικαιώματος αυτού, το Δικαστήριο έκρινε ότι «θα πρέπει να καλύψει το ½ της περιουσίας που κατέλειπε ο αποβιώσας Σταύρος, αφήνοντας το υπόλοιπο ½ στους νόμιμους κληρονόμους του».
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με εννέα λόγους έφεσης, ενώ η εφεσίβλητη καταχώρισε αντέφεση.
Με τους πρώτους τέσσερεις από τους εννέα λόγους έφεσης, τίθεται υπό αμφισβήτηση η ορθότητα της αξιολόγησης από το Δικαστήριο της μαρτυρίας της εφεσίβλητης, των ΖΧ (ΜΕ2) και ΜΓ (ΜΕ3) και της ΓΑΠ (ΜΥ1).
Αποδεχόμενο τη μαρτυρία της εφεσίβλητης, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε τα ακόλουθα:
«Με λόγο απλό, σταθερό και εμφανώς ανεπιτήδευτο, αναφέρθηκε στο είδος και το επίπεδο αυτής της μακρόχρονης σχέσης και τον τρόπο που η ίδια και ο Σταύρος για δεκαοχτώ συναπτά έτη, μέχρι τον θάνατο του τελευταίου, συμβίωναν, φροντίζοντας και αλληλοϋποστηρίζοντας ο ένας τον άλλο τόσο ηθικά όσο και υλικά συμβιώνοντας ως «ανδρόγυνο», πέραν και ανεξάρτητα από τις (sic) ύπαρξη η μη των «τυπικών», για πολλούς πλέον συμπολίτες μας, προϋποθέσεων προς τούτο, δηλαδή του γάμου (θρησκευτικού ή πολιτικού) ή στις περιπτώσεις που τούτο αναγνωρίζεται, του συμφώνου συμβίωσης.
Η μαρτυρία της άλλωστε, για κάποια τουλάχιστον από τα ζητήματα που απασχολούν στα πλαίσια της παρούσας, όπως για παράδειγμα για το ζήτημα της συνεχούς και αδιάλειπτης συμβίωσης της με τον αποβιώσαντα Σταύρο στο σύνολο του πιο πάνω χρονικού διαστήματος, την συνδρομή της (οικονομικής και άλλης μορφής, ως την εξήγησε) στην αντιμετώπιση και κάλυψη των κοινών τους αναγκών, τις διαβεβαιώσεις και διακηρύξεις του Σταύρου ότι την ίδια δεν έπρεπε να απασχολεί οτιδήποτε σε σχέση με την οικονομική της εξασφάλιση αφού ότι ο ίδιος είχε ήταν και δικό της ή ακόμα το γεγονός ότι για μεγάλα χρονικά διαστήματα εργαζόμενη σε συγκεκριμένους εργοδότες αμειβόταν σε τακτική βάση με ανάλογο μισθό, πέραν από τις αναφορές της πως όταν δεν ίσχυε τούτο εξασφάλιζε χρήματα προσφέροντας υπηρεσίες καθαριότητας σε σπίτια, δεν αμφισβητηθήκαν κατά ουσιαστικό τρόπο, αφού πέραν από κάποιες περί του αντιθέτου υποβολές εκ μέρους της δικηγόρου της ενάγουσας και κάποιες αόριστες και μετέωρες τοποθετήσεις της μάρτυρας [ΓAΠ], μη δυνάμενες εκ των πραγμάτων να πείσουν και να υιοθετηθούν, φαίνεται να συμπλέει και να επιβεβαιώνεται με άλλη μαρτυρία και στοιχεία τα οποία έχουν τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου.»
Το συγκεκριμένο παράπονο της εφεσείουσας, αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας της εφεσίβλητης, εστιάζεται στο ότι το Δικαστήριο δεν προέβη σε αντιπαραβολή της μαρτυρίας της με την υπόλοιπη μαρτυρία και στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του και δεν έδωσε τη δέουσα σημασία στις αντιφάσεις, ανακρίβειες και αναλήθειες που διαφάνηκαν στη μαρτυρία της. Εφόσον η αξίωση της εφεσίβλητης βασιζόταν σε ισχυριζόμενες διαβεβαιώσεις και υποσχέσεις του αποβιώσαντα, η μαρτυρία της, κατά την εφεσείουσα, έπρεπε να είναι πλήρως αξιόπιστη επί όλων των θεμάτων και η προσέγγιση του Δικαστηρίου στην αξιολόγηση της θα έπρεπε να ήταν αυστηρότερη.
Στην αιτιολογία του λόγου καταγράφονται συγκεκριμένα σημεία της μαρτυρίας, που κατά την εισήγηση της εφεσείουσας πλήττουν την κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία της εφεσίβλητης, τα οποία αναπτύσσονται με περισσή λεπτομέρεια στο περίγραμμα αγόρευσης της. Ως τέτοιο σημείο, υποδεικνύεται η αναφορά της εφεσίβλητης ότι ο εφημέριος της ενορίας της, Οικονόμος ΠΠ κατ’ επανάληψη επισκέφθηκε την οικία της, θέση η οποία δεν επιβεβαιώθηκε από τον τελευταίο, η μαρτυρία του οποίου έγινε αποδεχτή από το Δικαστήριο, ως έχει αναφερθεί. Συγκεκριμένα, ερωτηθείς ο Οικονόμος ΠΠ αν έκανε επισκέψεις στο σπίτι της εφεσίβλητης και του Σταύρου, ανέφερε, «Μία επίσκεψη έκανα την μέρα όταν μάθαμε ότι πέθανε ο μακαρίτης ο Σταύρος». Το Δικαστήριο δεν θεώρησε ότι η εν λόγω αναφορά της εφεσίβλητης ήταν ικανή από μόνη της να κλονίσει, και μάλιστα συθέμελα, την αξιοπιστία της, σημειώνοντας παράλληλα ότι η εφεσίβλητη «επικαλέστηκε την παρουσία του εφημέριου στην οικία της κατά τον χρόνο που ο τελευταίος ως το χριστιανικό έθιμο στη συγκεκριμένη περιοχή, περιερχόταν κάθε χρόνο τα σπίτια της ενορίας του για να “καλαντίσει”», ζήτημα για το οποίο δεν ερωτήθηκε ο Οικονόμος ΠΠ. Άλλη αντίφαση της μαρτυρίας της εφεσίβλητης με τη μαρτυρία του Οικονόμου ΠΠ, προέκυψε, κατά την εφεσείουσα, στο θέμα της γνώσης του Οικονόμου ΠΠ για τον ισχυριζόμενο προτιθέμενο γάμο της εφεσίβλητης με τον Σταύρο μετά «τις νηστείες» του Αυγούστου, υποδεικνύοντας ότι καμία σχετική μαρτυρία δεν δόθηκε από τον Οικονόμο ΠΠ.
Αφού διεξήλθαμε τα πρακτικά της διαδικασίας, συμφωνούμε με τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ερωτηθείσα κατά την αντεξέταση «πόσες φορές έρχεται ετησίως ο πάτερ Π. σπίτι σας;» η εφεσίβλητη απάντησε με αναφορά στα κάλαντα, λέγοντας «Μπορεί να έρθει χωρίς να το ξέρεις. Μπορεί να έρθει στα κάλαντα.» Ακολούθως, στην ερώτηση «Πάνω από πέντε φορές ή κάτω από πέντε φορές τον χρόνο;» δεν καθόρισε το αριθμό των επισκέψεων με βεβαιότητα, απαντώντας διερωτούμενη: «3-4 φορές τον χρόνο; Αν τυγχάνει και χρειαζόμαστε να τον καλέσουμε και έτσι. Ήξερε. Αφού ήταν μέσα στο χωριό, ήταν ιερέας».
Δεν θεωρούμε ότι η διαφορά μεταξύ της μαρτυρίας της εφεσίβλητης και του Οικονόμου ΠΠ για το επουσιώδες ζήτημα του αριθμού των επισκέψεων του τελευταίου μπορούσε να κλονίσει την αξιοπιστία της εφεσίβλητης αναφορικά με το καίριο ζήτημα της συμβίωσης. Σημασία, βεβαίως, είχε η ουσία της μαρτυρίας του Οικονόμου ΠΠ ως γνώστη της συμβίωσης, γεγονός για το οποίο δήλωσε χαρακτηριστικά, «αυτοί οι δύο άνθρωποι έμεναν κάτω από την ίδια στέγη χωρίς να γνώριζα προσωπικά για μεγάλο χρονικό διάστημα ότι δεν έχουν συνάψει ούτε εκκλησιαστικό ούτε πολιτικό γάμο…». Ούτε η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου της εφεσείουσας, ότι είναι φανερό πως ο Οικονόμος ΠΠ δεν είχε προσωπική γνώση για την ισχυριζόμενη συμβίωση και τη διάρκεια της, αφού στην κατοικία του Σταύρου και της εφεσίβλητης πήγε μόνο μία φορά, μας βρίσκει σύμφωνους. Υπενθυμίζεται ότι ο Οικονόμος ΠΠ, κλήθηκε από την εφεσείουσα δυνάμει του άρθρου 26 του Κεφ.9 για αντεξέταση σε σχέση με εκδοθείσα από τον ίδιο βεβαίωση της συμβίωσης (Τεκμήριο 3), ωστόσο δεν ερωτήθηκε για την πηγή της γνώσης του για το καίριο αυτό ζήτημα, ούτε αμφισβητήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο το περιεχόμενο της βεβαίωσης του, παραμένουσα έτσι η μαρτυρία του αναντίλεκτη. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η γνώση του περί της συμβίωσης του Σταύρου και της εφεσίβλητης ήταν απόρροια διαπιστώσεων του μόνο από επισκέψεις του στην κατοικία τους. Όσον αφορά δε τον προγραμματιζόμενο γάμο των τελευταίων, η μη αναφορά του Οικονόμου ΠΠ στο ζήτημα δεν μπορεί να οδηγήσει σε συμπέρασμα διάστασης με τη σχετική μαρτυρία της εφεσίβλητης, δεδομένου, μάλιστα, ότι καμία σχετική ερώτηση δεν του υποβλήθηκε κατά την αντεξέτασή του.
Παραπομπή γίνεται από την εφεσείουσα και σε άλλα σημεία της μαρτυρίας της εφεσίβλητης, με την εισήγηση ότι κλονίζουν την αξιοπιστία της. Στο περίγραμμα αγόρευσης των συνηγόρων της εφεσείουσας συζητείται σε έκταση η δήλωση της εφεσίβλητης ότι σταμάτησε από την εργασία της ως καμαριέρα σε ξενοδοχείο το 2009, μεταξύ άλλων, γιατί «ο Σταύρος χρειαζόταν παραπάνω περιποίηση στις αρρώστιες του», για να αναφέρει στη συνέχεια ότι έδωσε παραίτηση προηγουμένως, δηλαδή πριν από το 2009, όμως δεν εγκρίθηκε και συνέχισε την εργασία της μέχρι το 2009. Η κατά την εφεσείουσα ασυνέπεια των ισχυρισμών και αλλαγή πλεύσης των θέσεων της εφεσίβλητης οφειλόταν στην αντίληψη της για το αβάσιμο της θέσης της ότι σταμάτησε από την εργασία της το 2009 για λόγους που αφορούσαν στον Σταύρο, αφού ο Σταύρος απεβίωσε το 2007. Υποδεικνύεται, ακόμα, ότι ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης ότι είχε «πρόβλημα» με τον Σταύρο είναι παντελώς αβάσιμος και πρόδηλα ψευδής, αφού ερωτηθείσα για τα στοιχεία των ατόμων στα οποία υπέβαλε την παραίτησή της, ισχυρίστηκε ότι δεν θυμόταν τα ονόματα τους, ακόμα και της εργοδότριας εταιρείας της.
Δεν διαπιστώνουμε ούτε σε αυτή την πτυχή της μαρτυρίας της εφεσίβλητης οτιδήποτε το οποίο να κλονίζει την αξιοπιστία της. Η μαρτυρία σε κάθε υπόθεση κρίνεται στην ολότητά της και δεν αξιολογείται απλά και μόνο από μερικά της στοιχεία κατ’ απομόνωση. Η προσέγγιση της εφεσείουσας καλώντας το Δικαστήριο ουσιαστικά να εξετάσει τη μαρτυρία της εφεσίβλητης αποσπασματικά και κατ’ απομόνωση, δεν είναι ασφαλής και δίνει λανθασμένη εικόνα, αφού η απομόνωση φράσεων απομακρύνει από το ορθό νόημα της μαρτυρίας. Η εφεσίβλητη εξήγησε, αφού προέβη στη δήλωση στην οποία παραπέμπει η εφεσείουσα, ότι ο Σταύρος αρρώστησε δύο φορές και η ίδια έμεινε για λίγο στο σπίτι. Ακολούθως, επέστρεψε στην εργασία της, επειδή ο Σταύρος συμφώνησε, εν αναμονή της απόφασης των εργοδοτών της να την απολύσουν, τελικά όμως η παραίτηση της δεν έγινε αποδεκτή. Για την παραίτηση της είχε μιλήσει με την τότε οικονόμο (housekeeper) του ξενοδοχείου, το όνομα της οποίας δεν θυμόταν εξηγώντας πως «δεν έμεναν κάθε χρόνο οι ίδιες. Ήταν πολλές». Ο δε «μάστρος» της είχε παράξενο όνομα, «Λουλλουπής», ενώ δεν θυμόταν το όνομα της εργοδότριας εταιρείας η οποία αναλάμβανε τα καθήκοντα καθαρισμού στο ξενοδοχείο γιατί, όπως εξήγησε, «Έχει χρόνια».
Ούτε τα όσα αποδίδονται στην εφεσίβλητη ως ασυνέπειες και ψεύδη για τα εισοδήματα της βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία. Στη γραπτή της δήλωση η οποία αποτέλεσε μέρος της κυρίως εξέτασής της αναφέρεται ότι κατά τη διάρκεια της συμβίωσης εργαζόταν ως ξενοδοχειακός υπάλληλος με μέσο μηνιαίο μισθό ΛΚ500, διευκρινίζοντας κατά την αντεξέταση ότι από το 1987 μέχρι και το 1989 εργάστηκε σε ξενοδοχείο ως barwoman με μηνιαίες απολαβές ΛΚ200, ΛΚ250, ποσό το οποίο ανήλθε στις ΛΚ500 όταν, ακολούθως, εργάστηκε σε άλλο ξενοδοχείο.
Η εφεσείουσα εισηγείται επίσης, με αναφορά στον μισθό του Σταύρου, ότι η εφεσίβλητη «απέφυγε να προσκομίσει στο Δικαστήριο οποιαδήποτε μαρτυρία και όταν η πλευρά της εφεσείουσας προσκόμισε τα Τεκμήρια 16 και 17 διαφάνηκε ότι ο μισθός του αποβιώσαντα κυμαινόταν μεταξύ Λ.Κ.1.000 – Λ.Κ.1.500- μηνιαίως, γεγονός που η εφεσίβλητη απέκρυψε εσκεμμένα από το Δικαστήριο διότι γνώριζε ότι η αποκάλυψη του μισθού του εφεσείοντα θα κατέρριπτε την θέση της ότι δήθεν βοηθούσε κατά καιρούς οικονομικά τον αποβιώσαντα αφού ο δικός της μισθός μόλις που μπορούσε να καλύψει τα δικά της έξοδα και τα έξοδα της ανήλικης κόρης της». Επίσης, το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τη δήλωση της εφεσίβλητης ότι ο Σταύρος ήταν πολυέξοδος, χωρίς αυτή να θέσει τούτο ως λόγο της ισχυριζόμενης οικονομικής του στενότητας. Ως προς το τελευταίο, διαπιστώνουμε, ανατρέχοντας στα πρακτικά της διαδικασίας, πως η εφεσίβλητη ανέφερε στη δήλωση της (Τεκμήριο Α), ότι βοηθούσε τον Σταύρο πολλές φορές, κυρίως όταν αυτός αδυνατούσε να πληρώσει τη διατροφή των ανηλίκων τότε θυγατέρων του, ενώ σε υποβολή κατά την αντεξέταση της ότι ο Σταύρος δεν είχε ποτέ ανάγκη οικονομική από την ίδια, απάντησε «Είχε γιατί …ήταν πολυέξοδος, ειδικά στα κυνήγια του…», εξηγώντας συναφώς ότι ο Σταύρος πληρωνόταν με τη μέρα και μπορεί τη συγκεκριμένη μέρα που κατέστη πληρωτέο το ένταλμα να μην είχε τη δυνατότητα να το πληρώσει. Σε σχέση με την οικονομική της κατάσταση, πρέπει να σημειωθεί και η μαρτυρία της εφεσίβλητης ότι ο πρώην σύζυγος της πλήρωνε διατροφή για την κόρη τους, η οποία γεννήθηκε το 1976 και από το 1990 δε που ο Σταύρος απαίτησε να σταματήσει να εργάζεται ως barwoman, μέχρι το 1997, εργαζόταν καθημερινά προσφέροντας υπηρεσίες καθαριότητας σε σπίτια. Επρόκειτο για μαρτυρία που δεν αμφισβητήθηκε κατά ουσιαστικό τρόπο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιορίστηκε στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας της εφεσίβλητης αλλά την αντιπαρέβαλε και με το σύνολο της υπόλοιπης μαρτυρίας και τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του. Έχουμε ήδη αναφερθεί στη μαρτυρία του Οικονόμου ΠΠ. Το Δικαστήριο είχε ενώπιον του και τη μαρτυρία των ΜΕ2 και ΜΕ3, ενισχυτικής της μαρτυρίας της εφεσίβλητης για τη συμβίωση. Για τις μάρτυρες αυτές το Δικαστήριο σημείωσε χαρακτηριστικά πως δεν είχε αμφιβολία ότι υπήρξαν ειλικρινείς θέτοντας υπόψη του όσα γνώριζαν για την υπόθεση.
Κατά την εφεσείουσα, η μαρτυρία των ΖΧ (ΜΕ2) και ΜΓ (ΜΕ3) αξιολογήθηκε λανθασμένα, θέση η οποία δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Παραπονείται ότι το Δικαστήριο δεν προβληματίστηκε γιατί η εφεσίβλητη παρουσίασε δικές της φίλες και όχι φίλο ή φίλους του Σταύρου αναφορικά με τις ισχυριζόμενες προθέσεις του να την παντρευτεί, ενώ εισηγείται ταυτόχρονα, ότι η μαρτυρία τους ήταν καθοδηγούμενη και το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αντιφάσεις και ανακρίβειες για λεπτομέρειες που τους είχαν τεθεί. Ειδικά για τη μαρτυρία της ΜΕ2, υποδεικνύει ότι ενώ η μάρτυρας κατά την κυρίως εξέταση της ισχυρίστηκε ότι η γνωριμία της με την εφεσίβλητη ήταν μέσω του συζύγου της ο οποίος ήταν φίλος με τον Σταύρο, παρέλειψε να πληροφορήσει το Δικαστήριο ότι για 10 χρόνια ήταν συνάδελφος της εφεσίβλητης. Εισηγείται, επίσης, ότι το εύρημα αξιοπιστίας δεν ήταν εύλογο, δεδομένου του ουσιώδους, όπως το χαρακτηρίζει, «λάθους» στο οποίο περιέπεσε η μάρτυρας ως προς το πότε ο Σταύρος εξήλθε του νοσοκομείου.
Έχοντας εξετάσει τα δεδομένα, οι εισηγήσεις της εφεσείουσας δεν μας βρίσκουν σύμφωνους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε επαρκώς τη μαρτυρία της ΜΕ2. Η μάρτυρας, η οποία δήλωσε πως ήταν «μαλλωμένη με τις ημερομηνίες» δεν είχε κανένα ιδιαίτερο λόγο να θυμάται, καταθέτοντας ενώπιον του Δικαστηρίου έξι χρόνια μετά το θάνατο του Σταύρου, πότε αυτός εξήχθη από το νοσοκομείο για τελευταία φορά. Όσον αφορά τη γνωριμία της με την εφεσίβλητη, η μάρτυρας ερωτήθηκε κατά την κυρίως εξέταση της πότε και πώς γνώρισε την εφεσίβλητη, ερώτηση στην οποία απάντησε, και δεν διαπιστώνεται ότι η μη αναφορά στην επαγγελματική τους σχέση συνιστούσε εσκεμμένη «παράλειψη». Η ίδια ήταν που αποκάλυψε κατά την αντεξέταση ότι ήταν συνάδελφος της εφεσίβλητης. Ερωτηθείσα δε γιατί δεν το ανέφερε «από την αρχή», η μάρτυρας δήλωσε ότι δεν ερωτήθηκε, ενώ διευκρίνισε πως πρώτα ήταν οικογενειακοί φίλοι και μετά συναδέλφοι.
Όσον αφορά την ΜΕ3, η εφεσείουσα εισηγείται ότι δεν ήταν ευθύς, απέφυγε να απαντήσει σε ερωτήσεις και οι απαντήσεις της περιείχαν ανακρίβειες. Ήταν δε προφανές ότι προσπάθησε να παρουσιάσει τις σχέσεις της με τον Σταύρο ως πιο στενές από ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. Διαφωνούμε και με τη θέση αυτή. Ανατρέξαμε στα πρακτικά της διαδικασίας και δεν διαπιστώνουμε τίποτε απ’ όσα διατείνεται η εφεσείουσα. Σημειώνουμε, ειδικά αναφορικά με τη μεταξύ τους σχέση ότι ο Σταύρος ήταν «πρώτος κουμπάρος» στο γάμο της μάρτυρας η οποία γνώρισε τον Σταύρο και την εφεσίβλητη «μαζί». Η γνωριμία τους μέχρι το θάνατο του Σταύρου χρονολογείτο από 18 περίπου χρόνια πριν, κατά τα οποία διατηρούσε φιλικές σχέσεις με την εφεσίβλητη και τον Σταύρο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως έχει αναφερθεί, δεν είχε θετική αντίληψη για την ΓΑΠ (ΜΥ1), κρίνοντας ότι δεν αποτελούσε μάρτυρα στην οποία θα μπορούσε να βασιστεί για να εξάξει τελικά και ασφαλή συμπεράσματα για τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης. Η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία της με υπέρμετρη καχυποψία και αυστηρότητα, προσέγγιση που δεν ακολούθησε κατά την αξιολόγηση της εφεσίβλητης και των μαρτύρων της, και πως την απέρριψε βασιζόμενο σε δύο σημεία της μαρτυρίας της τα οποία η ΓΑΠ διόρθωσε κατά την αντεξέτασή της.
Αξιολογώντας τη μαρτυρία της ΓΑΠ το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε, μεταξύ άλλων, ότι η μάρτυρας, για μέρος των γεγονότων στα οποία αναφέρθηκε, δεν είχε άμεση προσωπική γνώση «μεταφέροντας στο Δικαστήριο πότε δικά της συμπεράσματα και πότε, ως δήλωσε τουλάχιστον, ενημέρωση που ελάμβανε από τρίτους». Επέτρεψε δε στα συναισθήματα της να παρεισφρύσουν και να επηρεάσουν αρνητικά τη μαρτυρία της «διακηρύσσοντας με φανερή τη διάθεση της στην υπερβολή, ότι η παρουσία της στο εδώλιο του μάρτυρα σκοπό είχε να υπερασπιστεί, ανάμεσα σε άλλα, την τιμή και την αξιοπρέπεια του πατέρα της», τον οποίο η ίδια δεν αναζήτησε επί σειρά πολλών ετών και δεν είχε συναναστροφή μαζί του. Με αναφορά σε συγκεκριμένα παραδείγματα από τη μαρτυρία της, το Δικαστήριο σημείωσε επίσης πως η μάρτυρας:
«καθοδηγούμενη από φανερή προσπάθεια να προασπίσει τα στενά οικονομικά συμφέροντα της ίδιας και των άλλων αδελφών της και νόμιμων κληρονόμων του αποβιώσαντα πατέρα της επί της περιουσίας που ο τελευταίος κατέλειπε, επιχείρησε να παραστήσει γεγονότα που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και τα οποία, κατά την αντίληψη της πάντα, θα ήταν ικανά να κλονίσουν τη βάση της αξίωσης της ενάγουσας στην συγκεκριμένη περίπτωση».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα στο οποίο αναφέρθηκε το Δικαστήριο ήταν η δήλωση της μάρτυρας, σε μια προσπάθεια να παρουσιάσει τον εαυτό της αποδεσμευμένη πλέον από την επιρροή και τον στενό κλοιό της μητέρας και του οικογενειακού περιβάλλοντος της οι οποίοι καταφέρονταν έντονα εναντίον του Σταύρου, ότι δεν είχε κανένα πρόβλημα με το γεγονός ότι ο πατέρας της εγκατέλειψε την οικογένεια του και συνέχισε την ζωή του με μια άλλη γυναίκα, η οποία θα μπορούσε να ήταν οποιαδήποτε άλλη γυναίκα. Εντούτοις, όπως σημειώνεται από το Δικαστήριο, σε μεταγενέστερο σημείο της μαρτυρίας της, «ήταν φανερή η πικρία της και τα αρνητικά ακόμη συναισθήματά της όχι μόνο για το γεγονός τούτο αλλά και έναντι της ενάγουσας, υποστηρίζοντας με πικρία κινούμενης εμφανώς έως και τα όρια του θυμού, ότι η αιτία για την οποία τους εγκατέλειψε ο πατέρας τους ήταν η ίδια η ενάγουσα, η οποία τους τον στέρησε ενώ τον είχαν ανάγκη».
Έχουμε εξετάσει όλα τα δεδομένα και δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την εφεσείουσα πως δικαιολογείται να παρέμβουμε σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας, έργο που κατ’ εξοχήν ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Η αξιολόγηση δε όλων των μαρτύρων έγινε από το Δικαστήριο στη βάση των ορθών αρχών και δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε ικανό να δικαιολογήσει παρέμβαση μας προς ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης ως προς το ποιοι είπαν την αλήθεια.
Οι λόγοι έφεσης 1-4 απορρίπτονται.
Η αξίωση της εφεσίβλητης είχε ως νομικό έρεισμα τις αρχές της επιείκειας και ειδικότερα τις αρχές που αφορούν στα καταπιστεύματα, τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε επιμελώς και εκτενώς. Αναγνωρίστηκε προ πολλού από την αγγλική νομολογία, η οποία υιοθετήθηκε από την κυπριακή νομολογία, δικαίωμα συζύγου, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, σε μερίδιο της οικογενειακής κατοικίας η οποία ήταν εγγεγραμμένη στον έτερο σύζυγο. Με την υπόθεση ορόσημο Gissing v Gissing [1971] AC 886 καθιερώθηκε το δικαίωμα συζύγου να εγείρει απαίτηση για απόδοση μεριδίου ακίνητης περιουσίας, στη βάση προηγούμενων συνεισφορών της, κατ’ επίκληση καταπιστεύματος (εξ επαγωγής καταπίστευμα). Με τη συνδρομή των προϋποθέσεων, ο σύζυγος, εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης της περιουσίας, κατέστη καταπιστευματοδόχος του μεριδίου της συζύγου, στην οποία ήταν υπόχρεος να το μεταβιβάσει.
Οι αλλαγές στις δομές της σύγχρονης κοινωνίας, έφεραν διαφοροποιήσεις και στην αντιμετώπιση παρόμοιων αξιώσεων από τα Δικαστήρια στην περίπτωση συμβίων, με την επέκταση των δικαιωμάτων που αναγνωρίστηκαν σε σύζυγο και στην περίπτωση του συμβίου ή της συμβίας. Συνοψίζοντας τις σχετικές αρχές στην υπόθεση Sheila Maharaj v Jai Chand [1986] 1 AC 898, η οποία αναφέρεται και στην πρωτόδικη απόφαση, ο Δικαστής Sir Robin Cooke ανέφερε (σελ.907):
«As to the principles of law to be applied to those facts, references were made in argument to cases where constructive trusts, carrying beneficial interests in land, arise between parties who are man and wife, whether de jure or de facto, on or after the acquisition of their home. The authority now classic in the speech of Lord Diplock in Gissing v. Gissing [1971] A.C. 886, 903-911, and later English cases are reviewed in the judgments of the Court of Appeal in Grant v. Edwards [1986] Ch. 638 which concerned an unmarried couple. In such cases a contract or an express trust as at the time of the acquisition may not be established, because of lack of certainty or consideration or non-compliance with statutory requirements of writing; but a constructive trust may be established by an inferred common intention subsequently acted upon by the making of contributions or other action to the detriment of the claimant party. And it has been held that, in the absence of evidence to the contrary, the right inference is that the claimant acted in the belief that she (or he) would have an interest in the house and not merely out of love and affection: see for instance Grant v. Edwards, per Sir Nicolas Browne-Wilkinson V.-C., at p. 130.»
Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην πιο πρόσφατη απόφαση Capehorn v Harris [2015] EWCA Civ 955:
«In relation to assets acquired by unmarried co-habitees or partners, where an asset is owned in law by one person but another claims to share a beneficial interest in it a two-stage analysis is called for to determine whether a common intention constructive trust arises. First, the person claiming the beneficial interest must show that there was an agreement that he should have a beneficial interest in the property owned by his partner even if there was no agreement as to the precise extent of that interest. Secondly, if such an agreement can be shown to have been made, then absent agreement on the extent of the interest, the court may impute an intention that the person was to have a fair beneficial share in the asset and may assess the quantum of the fair share in the light of all the circumstances: see Oxley v Hiscock [2005] Fam 211; Stack v Dowden [2007] AC 432; Jones v Kernott [2011] UKSC 53.»
Οι αρχές αυτές εφαρμόζονται στην Κύπρο και σε περιπτώσεις συμβίωσης ατόμων ως αντρογύνου. Όπως σημειώνεται στην Ορφανίδης ν Ορφανίδης (1998) 1 ΑΑΔ 179:
«Το Δικαστήριο επιστράτευσε μια αρχή και ένα θεσμό του Δικαίου της Επιείκειας, για τη λύση οικογενειακών περιουσιακών διαφορών, αυτής της φύσης. Την αρχή του δικαιικού κωλύματος, (equitable estoppel) που έχει ως λόγο τον αποκλεισμό επονείδιστης συμπεριφοράς στις συναλλαγές, και το θεσμό των εμπιστευμάτων (καταπιστευμάτων - trusts) που παρέχει ευχέρεια για τη δέσμευση, του κατά νόμο ιδιοκτήτη περιουσίας, να αποδώσει το σύνολο ή μέρος της σε τρίτον, εφόσον δεσμεύτηκε κατά συνείδηση να το πράξει. Οι αρχές αυτές αποτέλεσαν τη βάση για τη διεκδίκηση περιουσιακών δικαιωμάτων σε δύο κυρίως τομείς, στην οικογενειακή κατοικία και σε τραπεζικούς λογαριασμούς. Οι ίδιες αρχές τυγχάνουν εφαρμογής και μεταξύ προσώπων τα οποία συμβιώνουν ως ανδρόγυνο.»
Εν προκειμένω, δεδομένης της απουσίας γραπτής δέσμευσης εκ μέρους του Σταύρου, το Δικαστήριο εξέτασε το ενδεχόμενο της δημιουργίας εξ επαγωγής καταπιστεύματος δυνάμενου να δημιουργηθεί κατ’ εφαρμογή του νόμου, η ύπαρξη του οποίου προϋπόθετε, σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. Κληρίδης ν Σταυρίδη (1998) 1 ΑΑΔ 521) κοινή πρόθεση του Σταύρου και της εφεσίβλητης για ένα ωφέλιμο συμφέρον και η εφεσίβλητη με βάση το ωφέλιμο συμφέρον να είχε ενεργήσει σε βάρος των δικών της συμφερόντων. Όπως ορθά παρατήρησε το Δικαστήριο, με αναφορά στην υπόθεση Stack v Dowden [2007] 2 All ER 929, ο κατάλογος των παραγόντων, στοιχείων και συμπεριφορών η ύπαρξη των οποίων θα μπορούσε να καταδείξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών είναι ανεξάντλητος και η κάθε περίπτωση βασίζεται στα δικά της ιδιαίτερα γεγονότα.
Με το λόγο έφεσης 5 και μέρος του λόγου 6, η εφεσείουσα παραπονείται ότι το Δικαστήριο λανθασμένα και αντίθετα με τη νομολογία κατέληξε σε εύρημα ότι με βάση τη δοθείσα μαρτυρία αποδείχθηκαν οι δύο πιο πάνω προϋποθέσεις για την ύπαρξη εξ επαγωγής καταπιστεύματος και πως το γεγονός ότι η εφεσίβλητη δεν έδωσε μαρτυρία αναφορικά με τη δική της συνδρομή στην περιουσία του Σταύρου, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το Ταμείο Προνοίας, δεν είχε σημασία. Υποστηρίζει ότι για να καταλήξει στο εύρημα αυτό, το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε σε αναξιόπιστη και εξ ακοής μαρτυρία στην οποία δεν έπρεπε να είχε δώσει βαρύτητα – θέμα που μας απασχόλησε στα πλαίσια εξέτασης των πρώτων τεσσάρων λόγων έφεσης και απορρίφθηκε - ενώ δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στο γεγονός ότι κανένας μάρτυρας δεν επεξήγησε την ισχυριζόμενη διαβεβαίωση του Σταύρου προς την εφεσίβλητη ότι δεν θα έπρεπε να έχει οποιαδήποτε ανησυχία αν του συμβεί οτιδήποτε και πως θα έπρεπε να αισθάνεται εξασφαλισμένη αφού ό,τι είχε ο ίδιος ήταν και δικό της. Επισημαίνεται ταυτόχρονα η απουσία μαρτυρίας ότι η εφεσίβλητη φρόντιζε τον Σταύρο βασιζόμενη στις ισχυριζόμενες δηλώσεις και υποσχέσεις του.
Η ύπαρξη άμεσης μαρτυρίας η οποία καταδεικνύει την ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ των μερών για ένα ωφέλιμο συμφέρον επαρκεί για να αποδειχθεί η αναγκαία κοινή πρόθεση. Στην περίπτωση δε που τα μέρη δεν έχουν κοινοποιήσει την πρόθεση τους ρητά, το Δικαστήριο μπορεί να θεωρήσει ότι η κοινή πρόθεση εξυπακούεται (inferred) από τις πράξεις ή ενέργειες τους. Όπως τέθηκε το ζήτημα στην Grant v Edwards [1986] Ch. 638 με αναφορά στην Gissing v Gissing (ανωτέρω):
«2. The proof of the common intention
(a) Direct evidence (p. 905H). It is clear that mere agreement between the parties that both are to have beneficial interests is sufficient to prove the necessary common intention. Other passages in the speech point to the admissibility and relevance of other possible forms of direct evidence of such intention: see pp. 907C and 908C.
(b) Inferred common intention (pp. 906A-908D). Lord Diplock points out that, even where parties have not used express words to communicate their intention (and therefore there is no direct evidence), the court can infer from their actions an intention that they shall both have an interest in the house. This part of his speech concentrates on the types of evidence from which the courts are most often asked to infer such intention viz. contributions (direct and indirect) to the deposit, the mortgage instalments or general housekeeping expenses. In this section of the speech, he analyses what types of expenditure are capable of constituting evidence of such common intention: he does not say that if the intention is proved in some other way such contributions are essential to establish the trust.»
Για το ίδιο ζήτημα αναφέρεται στην Lloyd’s Bank plc v Rosset and another [1991] 1 AC 107, η οποία υιοθετήθηκε στην Πένταυκα ν Πένταυκα (1991) 1 ΑΑΔ 547:
«The first and fundamental question which must always be resolved is whether, independently of any inference to be drawn from the conduct of the parties in the course of sharing the house as their home and managing their joint affairs, there has at any time prior to acquisition, or exceptionally at some later date, been any agreement, arrangement or understanding reached between them that the property is to be shared beneficially. The finding of an agreement or arrangement to share in this sense can only, I think, be based on evidence of express discussions between the partners, however imperfectly remembered and however imprecise their terms may have been. Once a finding to this effect is made it will only be necessary for the partner asserting a claim to a beneficial interest against the partner entitled to the legal estate to show that he or she has acted to his or her detriment or significantly altered his or her position in reliance on the agreement in order to give rise to a constructive trust or a proprietary estoppel.»
Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά θεώρησε ότι υπήρχε άμεση και επαρκής μαρτυρία η οποία καταδείκνυε την κοινή πρόθεση της εφεσίβλητης και του Σταύρου για ένα ωφέλιμο συμφέρον. Το γεγονός ότι «συμβίωναν αρμονικά, αγαπημένα και αδιάλειπτα για δεκαοκτώ συναπτά χρόνια, συμπεριφερόμενοι ο ένας στον άλλο ως “κανονικό ανδρόγυνο”», αποτελούσε αντίληψη όχι μόνο της εφεσίβλητης «αλλά και του ευρύτερου κοινωνικού και φιλικού περιβάλλοντος τους», το οποίο επιβεβαίωσε τις αναφορές της εφεσίβλητης ότι ο Σταύρος την διαβεβαίωνε κατ’ επανάληψη ότι ό,τι είχε ο ίδιος ήταν και δικό της. Το Δικαστήριο παρατήρησε περαιτέρω:
«Μοιράζονταν μαζί τα πάντα, διαθέτοντας τα χρήματα τους για την από κοινού αντιμετώπιση των διαφόρων αναγκών τους, την συντήρηση τους, τα έξοδα και τις υποχρεώσεις τους, τη διασκέδαση τους και για την επίτευξη των στόχων τους. Δεν ξεχώριζαν ουσιαστικά τα χρήματα τους τα οποία διέθεταν από κοινού για την κάλυψη των αναγκών και των υποχρεώσεων τους. Πέραν του γεγονότος ότι η ενάγουσα προσέφερε την δική της κατοικία για να αποτελέσει την κοινή κατοικία των δύο καθ’ όλη την περίοδο της δεκαοκταετούς τους συμβίωσης, αφιέρωνε προσωπικό χρόνο και χρήματα στην φροντίδα αυτής της κοινής τους κατοικίας αλλά και του ίδιου του Σταύρου.»
Με βάση την αποδεκτή από το Δικαστήριο μαρτυρία, η εφεσίβλητη και ο Σταύρος είχαν στρέψει ειδικά την προσοχή τους στο ζήτημα του ωφέλιμου συμφέροντος, το οποίο συζήτησαν, ενόψει και των ανησυχιών της εφεσίβλητης σε περίπτωση που συνέβαινε κάτι στον Σταύρο λόγω της κλονισμένης υγείας του. Η ουσία των δηλώσεων του Σταύρου, ότι η περιουσία του ήταν περιουσία και της εφεσίβλητης, αποκάλυπτε πρόθεση άμεσης διάθεσης συμφέροντος στην περιουσία του προς την εφεσίβλητη.
Στην απουσία δε μαρτυρίας περί του αντιθέτου θεωρείται ότι η εφεσίβλητη συνεισέφερε με την πεποίθηση ότι θα είχε συμφέρον στην περιουσία του Σταύρου και όχι από αγάπη και στοργή προς αυτόν, (βλ. Sheila Maharaj v Jai Chand (ανωτέρω)). Κατά το Δικαστήριο, η εφεσίβλητη ενήργησε σε βάρος των δικών της συμφερόντων προς εξυπηρέτηση κοινού ωφέλιμου συμφέροντος της με τον Σταύρο, συμπέρασμα το οποίο ήταν εύλογο υπό το φως των ευρημάτων του Δικαστηρίου ότι πρόσφερε την οικία της η οποία χρησιμοποιείτο και από τους δύο «ως η μόνιμη, μοναδική και σταθερή κατοικία τους», συνέδραμε οικονομικά στην αντιμετώπιση κάθε είδους αναγκών που το ζευγάρι καλείτο να αντιμετωπίσει και αφιέρωνε χρόνο για να φροντίσει, στηρίξει και περιποιηθεί τον Σταύρο καθ’ όλη τη διάρκεια της συμβίωσης τους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έστρεψε την προσοχή του και στην εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου της εφεσείουσας, ότι με δεδομένη την απουσία μαρτυρίας ως προς το πότε αποκτήθηκαν οι λογαριασμοί του Σταύρου στην ΣΠΕ Κοντέας καθώς και το πότε ξεκίνησε το δικαίωμα του σε πληρωμή από το Ταμείο Προνοίας, η αξίωση της εφεσίβλητης για τα συγκεκριμένα ποσά, δεν μπορούσε να επιτύχει στη βάση των αρχών του καταπιστεύματος. Με την απόρριψη της εισήγησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το ζήτημα επαναφέρεται με την έφεση, με τους λόγους έφεσης 6 και 8.
Κρίθηκε από το Δικαστήριο με αναφορά στις υποθέσεις Πένταυκας και Κληρίδης (ανωτέρω) ότι δεν υπήρχε απαρέγκλιτος κανόνας ή αρχή σε σχέση με ποια περιουσία είναι δυνατό να καλύψει το εξ επαγωγής καταπίστευμα, όπως εισηγείτο η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσείουσας, καταλήγοντας πως το καταπίστευμα «δεν περιορίζεται εξ υπαρχής και μόνο στην περιουσία που αποκτήθηκε μετά από τη συμβίωση». Επισήμανε, εν πάση περιπτώσει, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση αποτελούσε αποδεκτό γεγονός πως κατά την έναρξη της συμβίωσης, η μόνη περιουσία που είχε ο Σταύρος ήταν κατάθεση ύψους Λ.Κ. 500, καθώς και ένα παλιό αυτοκίνητο. Καμία δε μαρτυρία δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου σε σχέση με πότε ο Σταύρος απέκτησε δικαίωμα πληρωμής από το Ταμείο Προνοίας Λιμενεργατών. Σημειώνουμε δε, αναφορικά με το τελευταίο, ότι οι καταστάσεις λογαριασμού που τέθηκαν υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου καταδείκνυαν πιστωτικό υπόλοιπο προς όφελος του Σταύρου κατά το τέλος του 2006 ύψους Λ.Κ.86.545,23 και κατά το τέλος του 2008 ύψους Λ.Κ.161.986,78, δηλαδή ήταν αυξανόμενο.
Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι εξ επαγωγής καταπίστευμα μπορεί να καλύψει περιουσία που αποκτήθηκε πριν από τη συμβίωση είναι ορθή. Στην Πένταυκας, υποδεικνύεται ότι για τη δημιουργία καταπιστεύματος πρέπει να προσκομιστεί μαρτυρία ότι πριν, ή, κατ’ εξαίρεση, μετά την απόκτηση της περιουσίας, υπήρξε μεταξύ των συζύγων συμφωνία, διευθέτηση ή συναντίληψη ότι θα είναι συνιδιοκτήτες. Παρομοίως στην James v Thomas [2007] EWCA Civ 1212 σημειώνεται:
« …if the circumstances so demand, a constructive trust can arise some years after the property has been acquired by, and registered in the sole name of, one party who (at the time of the acquisition) was, beyond dispute, the sole beneficial owner: Gissing v Gissing [1971] AC 886, 901D-E, Bernard v Josephs [1982] Ch 391, 404E-F. But, as those cases show, in the absence of an express post-acquisition agreement, a court will be slow to infer from conduct alone that parties intended to vary existing beneficial interests established at the time of acquisition.»
Οι λόγοι έφεσης 5, 6 και 8 απορρίπτονται.
Ειδικά για την έκταση του δικαιώματος της εφεσίβλητης στην περιουσία του Σταύρου, η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι δεν υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου επαρκής μαρτυρία. Η απουσία σχετικής μαρτυρίας δεν αποκλείει, βέβαια, τη δυνατότητα απόδοσης θεραπείας. Σε τέτοια περίπτωση, όπως υποδεικνύεται στην Gissing v Gissing (ανωτέρω):
«…the court must first do its best to discover from the conduct of the spouses whether any inference can reasonably be drawn as to the probable common understanding about the amount of the share of the contributing spouse upon which each must have acted in doing what each did, even though that understanding was never expressly stated by one spouse to the other or even consciously formulated in words by either of them independently. It is only if no such inference can be drawn that the court is driven to apply as a rule of law, and not as an inference of fact, the maxim 'equality is equity,' and to hold that the beneficial interest belongs to the spouses in equal shares.
The same result however may often be reached as an inference of fact.»
Σχολιάζοντας την επί του θέματος νομολογία, παρατηρείται συναφώς στην Jones v Kernott [2011] UKSC 53:
«32. Lord Diplock, in Gissing v Gissing [1971] AC 886, 909, pointed out that, once the court was satisfied that it was the parties' common intention that the beneficial interest was to be shared in some proportion or other, the court might have to give effect to that common intention by determining what in all the circumstances was a fair share. And it is that thought which is picked up in the subsequent cases, culminating in the judgment of Chadwick LJ in Oxley v Hiscock [2005] Fam 211, paras 65, 66 and 69, and in particular the passage in para 69 which was given qualified approval in Stack v Dowden:
“the answer is that each is entitled to that share which the court considers fair having regard to the whole course of dealing between them in relation to the property.”
33. Chadwick LJ was not there saying that fairness was the criterion for determining whether or not the property should be shared, but he was saying that the court might have to impute an intention to the parties as to the proportions in which the property would be shared. In deducing what the parties, as reasonable people, would have thought at the relevant time, regard would obviously be had to their whole course of dealing in relation to the property.»
Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο, προσέγγισε το ζήτημα στη βάση του συνόλου των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του χωρίς, παράλληλα, να παραβλέπει την επανασύνδεση του Σταύρου, λίγο πριν από το τέλος της ζωής του, με τις θυγατέρες του και την έμπρακτη εκδήλωση της βούλησης του να τις βοηθήσει οικονομικά. Κατέληξε, μετά από πολύ προβληματισμό, ότι «η έκταση του δικαιώματος αυτού θα πρέπει να καλύψει το ½ της περιουσίας που κατέλειπε ο αποβιώσας Σταύρος, αφήνοντας το υπόλοιπο ½ στους νόμιμους κληρονόμους του».
Με τους λόγους έφεσης 7 και 9 η εφεσείουσα θεωρεί την κατάληξη αυτή λανθασμένη, αυθαίρετη ή και αντίθετη με τη νομολογία και τις αρχές της επιείκειας, στη βάση ότι το Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφαση του να καθορίσει το δικαίωμα της εφεσίβλητης σε ½ μερίδιο επί της περιουσίας του Σταύρου και παραχώρησε μερίδιο μεγαλύτερο από αυτό που η εφεσίβλητη τελικά θα λάμβανε αν σύναπτε γάμο με τον Σταύρο.
Αντίθετη είναι η θέση της εφεσίβλητης η οποία προσβάλλοντας με την αντέφεση την ορθότητα του καθορισμού του δικαιώματος της δυνάμει του εξ επαγωγής καταπιστεύματος στο ½ της περιουσίας του Σταύρου, υποστηρίζει ότι το δικαίωμα της έπρεπε να καλύπτει ολόκληρη την περιουσία του. Παράλληλα θεωρεί λανθασμένο το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η επανασύνδεση του Σταύρου με τις θυγατέρες του «δημιουργεί δικαίωμα σ’ αυτές όπως κληρονομήσουν το ½ της περιουσίας του».
Το δικαίωμα συζύγου και, κατ’ αναλογία, συμβίας, δυνάμει εξ επαγωγής καταπιστεύματος, γεννάται εν ζωή των δύο συζύγων ή συμβίων και σαφώς δε διέπεται από τις αρχές που αφορούν στον καθορισμό του κληρονομικού δικαιώματος συζύγου, το οποίο γεννάται με το θάνατο του ετέρου συζύγου, με τις οποίες δεν έχει οποιαδήποτε συνάφεια. Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο αποδέχτηκε ότι ο Σταύρος διακήρυττε κατά καιρούς πως ό,τι είχε ήταν και δικό της εφεσίβλητης. Ποτέ όμως δεν αποποιήθηκε του δικαιώματος του επί της περιουσίας του προς όφελος της εφεσίβλητης. Τούτο δε, φαίνεται και μέσα από το όψιμο, έστω, ενδιαφέρον του να βοηθήσει οικονομικά και τις θυγατέρες του. Επομένως, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για δικαίωμα της εφεσίβλητης επί ολόκληρης της περιουσίας του. Στην απουσία δε συμφωνίας για την έκταση του δικαιώματος της εφεσίβλητης, η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή και ο διαμοιρασμός της διεκδικούμενης περιουσίας σε ίσα μερίδια, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, «αποτελεί δικαιοσύνη».
Δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος για παρέμβαση μας προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €2.000 έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας. Η αντέφεση επίσης αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Υπό τις περιστάσεις κρίνουμε ότι δεν ενδείκνυται να εκδώσουμε οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα σε σχέση με την αντέφεση.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
/ΣΓεωργίου
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο