ΧΕΙΜΩΝΙΔΗΣ v. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ, ΄Εφεση Αρ. 14/2020, 7/10/2021

ECLI:CY:DOD:2021:24

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

(΄Εφεση Αρ. 14/2020)

7 Οκτωβρίου, 2021

 

[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,  Χ.ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

xxx ΧΕΙΜΩΝΙΔΗΣ

Εφεσείων

και

xxx ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ

Εφεσίβλητη

_ _ _ _ _ _

Λ.Μουσκή, (κα) για Αργ.Ιωάννου, (κα), για τον εφεσείοντα

Κ.Χριστοφόρου, (κα), για Αρ.Κορακίδου-Μακρίδου (κα), για την εφεσίβλητη

 

_ _ _ _ _ _

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την

Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

----------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Ex-tempore)

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Στο Οικογενειακό Δικαστήριο Πάφου ο εφεσείων, ως Αιτητής, καταχώρησε Εναρκτήρια Αίτηση Γονικής Μέριμνας με αρ.14/18.  Την ίδια ημέρα, (24.1.2018) καταχώρησε και μονομερή αίτηση με την οποία αιτείτο προσωρινό διάταγμα επιμέλειας και/ή διαζευκτικά προσωρινό διάταγμα επικοινωνίας με το ανήλικο και/ή προσωρινό διάταγμα για παραπομπή του ανηλίκου και της εφεσίβλητης μητέρας του σε ειδικό παιδοψυχολόγο και/η ψυχίατρο για εξέταση και/ή άλλες συναφείς θεραπείες.  Οι θεραπείες στην κυρίως αίτηση ήταν ταυτόσημες, όπως σημειώνεται πρωτοδίκως.

 

Στην ενδιάμεση αίτηση διατάχθηκε επίδοση από το πρωτόδικο Δικαστήριο και καταχωρήθηκε ένσταση από την εφεσίβλητη.  Ωστόσο, στις 16.2.2018 στα πλαίσια της ενδιάμεσης αίτησης εξεδόθη εκ συμφώνου προσωρινό διάταγμα με το οποίο καθορίστηκε ως τόπος διαμονής του ανηλίκου ο τόπος διαμονής της μητέρας του στην Πάφο.  Επίσης ρυθμίστηκε η επικοινωνία με τον πατέρα για εβδομαδιαία επικοινωνία και για τα Σαββατοκύριακα.  Στο ενδιάμεσο διάστημα δηλώθηκαν οι ημέρες επικοινωνίας για το Πάσχα και το Καλοκαίρι 2019.  Μεσολάβησαν δύο αιτήσεις παρακοής, οι οποίες και αποσύρθηκαν στις 16.10.2019.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην ακρόαση των εναπομεινάντων αιτημάτων της ενδιάμεσης αίτησης (κυρίως αναφορικά με τον καθορισμό της επικοινωνίας για τις διακοπές αφενός και αφετέρου για την παραπομπή της εφεσίβλητης και του παιδιού σε εξέταση από ειδικούς).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε το πρώτο θέμα ως εξής:

«΄Ο,τι παραμένει να αποτελεί αντικείμενο της διαφωνίας των δυο πλευρών, στα πλαίσια της παρούσας ενδιάμεσης αίτησης, είναι η έκταση της αιτούμενης περαιτέρω ειδικής ρύθμισης της επικοινωνίας. Με την πλευρά του Αιτητή να επιμένει όπως εκδοθεί προσωρινό διάταγμα που να ρυθμίζει και την επικοινωνία του με τον ανήλικο κατά τις διακοπές και τις αργίες και την Καθ’ ης η αίτηση να μην το δέχεται.

 

Όλα αυτά τα θέματα, όμως, με τα οποία αμφότερες οι πλευρές καταπιάστηκαν και τα οποία αφορούν σε περαιτέρω ειδική ρύθμιση της επικοινωνίας του Αιτητή με τον ανήλικο για συγκεκριμένες περιόδους και έκταση, είναι θέματα που πρέπει και μπορούν να αποφασιστούν μόνο κατά το διερευνητικό στάδιο της υπόθεσης, όπου το Δικαστήριο, έχοντας ενώπιον του το σύνολο της μαρτυρίας, περιλαμβανομένης και αυτής της Λειτουργού του Τμήματος Κοινωνικής Ευημερίας, θα δύναται να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα αναφορικά με το τι υπαγορεύει το συμφέρον του Ο.. Μόνο τότε το Δικαστήριο θα μπορεί να προβεί σε εις βάθος εξειδίκευση της όποιας ρύθμισης της επικοινωνίας ήθελε κριθεί αναγκαία. Το να επιμένει στα πλαίσια της παρούσας ενδιάμεσης διαδικασίας η πλευρά του Αιτητή σε περαιτέρω ειδική ρύθμιση της επικοινωνίας με τον ανήλικο, τη στιγμή που, υπενθυμίζω, έχει ήδη εξασφαλίσει από την 16.2.2018 εκ συμφώνου ενδιάμεσο διάταγμα που ρυθμίζει, κατά προσωρινό τρόπο, την επικοινωνία τους, χωρίς οποιοδήποτε περιορισμό ως προς την εφαρμογή του σε περιόδους διακοπών ή αργιών, συνιστά, θεωρώ, προσπάθεια να μετατραπεί η παρούσα ενδιάμεση διαδικασία σε διαδικασία ακρόασης της ουσίας της κυρίως αίτησης και, υπό αυτήν την σκοπιά, ενδεχόμενη έγκριση αυτής της πτυχής της αίτησης θα καθιστούσε ουσιαστικά άνευ αντικειμένου την κυρίως διαδικασία. Αυτό το αναφέρω, χωρίς να παραγνωρίζω ότι με την κυρίως αίτηση ζητείται ρύθμιση της επικοινωνίας στο διηνεκές, η παρούσα όμως δεν είναι η περίπτωση όπου δεν έχει δοθεί καμία ενδιάμεση θεραπεία ή όπου για την ενδιάμεση θεραπεία που ζητείται δεν απαιτείται εις βάθος αξιολόγηση και διερεύνηση της ουσίας των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση. Αντιθέτως, εδώ ο Αιτητής έχει λάβει ενδιάμεση θεραπεία και κανένας λόγος δεν έχει καταδειχθεί γιατί η θεραπεία αυτή δεν είναι αρκετή για να ικανοποιήσει τον πραγματικό σκοπό της ενδιάμεσης αυτής διαδικασίας που είναι, όπως ανέφερα πιο πάνω, να διασφαλίσει την απρόσκοπτη επικοινωνία του με τον ανήλικο και να αποτρέψει την μεταξύ τους αποξένωση. Τα όσα, βεβαίως, αναφέρω ως προς το ανυπόστατο της επιμονής του Αιτητή σε σχέση με αυτή την πτυχή της αίτησης, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και σε σχέση με την επιμονή της Καθ’ ης η αίτηση να «πολεμά» αυτήν την πτυχή της αίτησης, όταν αυτή έχει ήδη, από τις 16.2.2018, αποδεχθεί διάταγμα προσωρινής ρύθμισης της επικοινωνίας.

 

Στη βάση των πιο πάνω, αυτή η πτυχή της αίτησης απορρίπτεται»

 

Για το δεύτερο θέμα ανέφερε τα ακόλουθα:

«Στρέφομαι τώρα στις υπόλοιπες αιτούμενες θεραπείες (Γ, Δ και Ε), με τις οποίες επιζητείται η παραπομπή τόσο της Καθ’ ης η αίτηση όσο και του ανήλικου σε ψυχίατρο/ψυχολόγο ή άλλο ειδικό για εξέταση και παρακολούθηση.

 

Το εν λόγω αίτημα χαρακτηρίζεται από δραστικότητα και αυτό γιατί τυχόν έγκρισή του συνεπάγεται την επιβολή υποχρέωσης σε πρόσωπο να υποστεί ιατρική και/ή άλλως πως εξέταση, διαδικασία, δηλαδή, που ενέχει το στοιχείο της επέμβασης στο πρόσωπο. Για να μπορεί κάτι τέτοιο να γίνει, εφόσον άλλωστε το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή και στην προστασία από οποιαδήποτε επέμβαση σ’ αυτό κατοχυρώνεται από το ίδιο το Σύνταγμα, θα πρέπει να υπάρχει ρητή νομοθετική πρόνοια που δίδει στο Δικαστήριο τέτοια εξουσία.

 

Άλλωστε, ακόμα και αυτές οι νομοθετικές πρόνοιες που παρέχουν τέτοια εξουσία, όπως είναι για παράδειγμα η δυνατότητα που παρέχει το άρθρο 24Α του Ν.187/91 για διενέργεια αιματολογικών και γενετικών εξετάσεων σε υποθέσεις προσβολής πατρότητας τέκνου, προϋποθέτουν τη συγκατάθεση του επηρεαζόμενου ατόμου.

 

Πέραν του ότι στην παρούσα περίπτωση δεν υπάρχει η σχετική συγκατάθεση από τα επηρεαζόμενα πρόσωπα, έχω διεξέλθει των διατάξεων και προνοιών επί των οποίων εδράζεται η αίτηση και αδυνατώ να εντοπίσω κάποια που να παρέχει τέτοια εξουσία στο Δικαστήριο ώστε να χορηγήσει τις αιτούμενες θεραπείες.

 

Ούτε όμως και η κα Ιωάννου μπόρεσε, όταν της ζητήθηκε, να υποδείξει τέτοια νομοθετική πρόνοια, επί της οποίας βάσισε αυτήν την πτυχή του αιτήματος. Αυτή περιορίστηκε στο να επικαλεστεί τον εξεταστικό χαρακτήρα της διαδικασίας και τις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου. Με κάθε σεβασμό προς την ευπαίδευτη συνήγορο, δεν τίθεται θέμα συμφυών εξουσιών του Δικαστηρίου εκεί όπου ο νομοθέτης δεν έκρινε ορθό ή πρέπον να δώσει τέτοιες εξουσίες ή έστω κάποια συγκεκριμένη νομοθετική βάση από την οποία θα μπορούσαν ίσως να αντληθούν εξουσίες της δραστικής φύσης που ζητούνται με την παρούσα αίτηση. Η δε επίκληση του εξεταστικού χαρακτήρα της διαδικασίας από πλευράς Αιτητή, επιβεβαιώνει αυτό που έχω ήδη αναφέρει ανωτέρω, ότι ο τελευταίος επιδιώκει, με την παρούσα ενδιάμεση αίτηση, την εκδίκαση της ουσίας της κυρίως αίτησης».

 

Προχώρησε δε στη βάση των πιο πάνω να απορρίψει την αίτηση.  Με οκτώ λόγους έφεσης, ο εφεσείων προσβάλλει την απόφαση, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αιτούμενη θεραπεία υπό παράγραφο B(iii) (ίν) (ν) και (νϊ) της Αίτησης ήτοι τη ρύθμιση περαιτέρω επικοινωνίας του εφεσείοντα με το ανήλικο τέκνο του για συγκεκριμένες περιόδους και έκταση και/ή λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η ειδική ρύθμιση επικοινωνίας είναι «θέματα που πρέπει και μπορούν να αποφασιστούν μόνο κατά το διερευνητικό στάδιο της υπόθεσης» (1ος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις αιτούμενες θεραπείες Γ, Δ, Ε, ως άνω με τις οποίες ζητείτο η παραπομπή του ανήλικου τέκνου των διαδίκων σε εξέταση από ψυχολόγο και/ή ψυχίατρο και/ή άλλου είδους εμπειρογνώμονα, για διάγνωση του ανήλικου, αναφορικά με τις συνέπειες γονικής αποξένωσης και/ή ψυχικής βίας που υφίσταται από την εφεσίβλητη και/ή για αποκατάσταση της ψυχικής υγείας του ανήλικου ή για διάγνωση της εφεσίβλητης (2ος και 3ος λόγος), ότι λανθασμένα παρέλειψε και/ή αμέλησε να συνεκτιμήσει ή αγνόησε να λάβει υπόψη του στην έκδοση της ενδιάμεσης απόφασης του, το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1 της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης του Αιτητή ημερομηνίας 22/10/19, ήτοι τη γνωμάτευση ψυχολόγου, και/ή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση μη λαμβάνοντας υπόψη το καλώς νοούμενο συμφέρον του ανήλικου και/ή τις εισηγήσεις της ως άνω ψυχολόγου που παρακολουθούσε τον ανήλικο (4ος λόγος), λανθασμένα αντιλήφθηκε ότι για την παραπομπή του ανήλικου τέκνου των διαδίκων και/ή της εφεσίβλητης σε ψυχίατρο/ψυχολόγο ή άλλο ειδικό για εξέταση και παρακολούθηση «θα πρέπει να υπάρχει ρητή νομοθετική πρόνοια που δίδει στο Δικαστήριο τέτοια εξουσία» (5ος λόγος) ή συγκατάθεση των προσώπων (6ος λόγος), λανθασμένα έκρινε ότι οι αιτούμενες θεραπείες ενέχουν το στοιχείο της επέμβασης στο πρόσωπο και/ή η αιτούμενη θεραπεία αντίκειται στο Σύνταγμα (7ος λόγος), λανθασμένα και/ή αυθαίρετα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο Αιτητής «επιδιώκει, με την παρούσα ενδιάμεση αίτηση, την εκδίκαση της ουσίας της κυρίως αίτησης» (8ος λόγος).

 

Θεωρούμε την έφεση εντελώς αβάσιμη.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο στο χειρισμό ενδιάμεσων αιτήσεων για παροχή ενδιάμεσης θεραπείας με σκοπό την προσωρινή επίλυση επειγουσών καταστάσεων έχει ευρεία διακριτική εξουσία να αποφασίσει έχοντας ακριβώς υπόψη αφενός – και κύρια – το συμφέρον του ανήλικου σε αιτήσεις αυτής της φύσεως που αφορούν στη ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας και αφετέρου την προσωρινότητα του μέτρου με κύριο σκοπό την εκδίκαση της κύριας αίτησης.

 

Οι διάδικοι διανύοντας ο καθένας κάποια απόσταση από τις αρχικές τους θέσεις κατάφεραν να επιλύσουν τον κύριο όγκο της προσωρινής θεραπείας που ζητείτο με την επίδικη αίτηση.

 

Το γεγονός όμως της εμμονής στην επίλυση - ως προσωρινού μέτρου - και  των πιο πάνω θεμάτων οδήγησε την όλη διαδικασία σε νέα δίκη που εμπόδισε προφανώς το Δικαστήριο να δικάσει επί της ουσίας την κύρια αίτηση.

 

Ο εφεσείων για να επιτύχει στην έφεση του έπρεπε να πείσει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια.  Παρά το μεγάλο αριθμό επιμέρους λόγων έφεσης, αυτό στην ουσία επιχειρεί να πράξει.  Ωστόσο, δεν μας έχει πείσει.  Δεν έχει καταδειχθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στη διατύπωση της κρίσης του επί των πιο πάνω θεμάτων έσφαλε.  ΄Ηταν εντός των ορίων της διακριτικής του ευχέρειας να κρίνει ως άνω.  Δεν θα επιχειρήσουμε να εξετάσουμε μικροσκοπικά τις εισηγήσεις, αφού μάλιστα οι διάδικοι θα έχουν την ευκαιρία να ακουστούν στην κυρίως αίτηση.  Σημασία έχει ότι ήταν απολύτως θεμιτό στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να θεωρήσει ότι τα πιο πάνω δύο θέματα (για τα οποία ζητείτο ταυτόσημη θεραπεία) έπρεπε να δικαστούν στα πλαίσια της κυρίως αίτησης.

 

Εν αντιθέσει της εισήγησης, θεωρούμε ότι κατασπαταλήθηκε πολύτιμος χρόνος με την ενδιάμεση αίτηση εις βάρος της εκδίκασης της ουσίας.

 

΄Εχουμε πληροφορηθεί μέσω της Πρωτοκολλητού ότι η υπόθεση είναι  ορισμένη στις 12.10.2021 για ακρόαση.  Καλούμε τα  μέρη να επικεντρωθούν στην εκδίκαση αυτής της αίτησης, πάντα με σύνεση και με γνώμονα το καλό του ανηλίκου. 

 

Η έφεση απορρίπτεται με €1,500 έξοδα πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, εναντίον του εφεσείοντα.

                                            ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                            ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

                                            ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο