
ECLI:CY:AD:2021:D475
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Aίτηση Αρ. 201/2021)
25 Οκτωβρίου 2021
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε., 2. XXX ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ, 3. XXX ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ, 4. XXX ΣΙΜΙΛΛΙΔΗ, 5. XXX ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΙ 6. XXX ΜΙΧΑΗΛ, ΕΚ ΠΑΦΟΥ, ΟΔΟΣ XXX XXX, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ TO ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 6.8.2021 ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ Η ΙΣΧΥΣ ΠΑΡΑΤΑΘΗΚΕ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 3.9.2021
--------------
Γ. Α. Νεάρχου, για Ηλίας Α. Στεφάνου ΔΕΠΕ, για τους Αιτητές.
--------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Μετά από διάταγμα ημερ.8.10.2021 με το οποίο επεκτάθηκε η σχετική προθεσμία, καταχωρίστηκε η παρούσα Αίτηση με την οποία ζητείται άδεια για την καταχώριση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για ακύρωση του διατάγματος πρόσβασης στο περιεχόμενο επικοινωνίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ.6.8.2021, του οποίου η ισχύς παρατάθηκε με διάταγμα του ιδίου Δικαστηρίου ημερ.3.9.2021. Περαιτέρω, ζητείται όπως, σε περίπτωση παραχώρησης της άδειας και μέχρι εκδίκασης της αίτησης με κλήση απαγορευτεί στην Αστυνομία και στις εισαγγελικές αρχές η πρόσβαση, ο έλεγχος και η επεξεργασία οποιουδήποτε δεδομένου επικοινωνίας το οποίο εμπεριέχεται στα τεκμήρια για τα οποία εκδόθηκε το προσβαλλόμενο διάταγμα, ως αυτά ορίζονται στα Άρθρα 6-11 του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με Σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμου του 2007, Ν.183(Ι)/2007.
Το ένταλμα πρόσβασης διέτασσε όπως τέσσερα μέλη της Αστυνομίας, που κατονομάζονταν στη σχετική αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα, αποκτήσουν πρόσβαση, επιθεωρήσουν και λάβουν όσα δεδομένα αποτελούν καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας και αποκτήσουν πρόσβαση στα σχετικά δεδομένα επικοινωνίας ως αυτά ορίζονται στα Άρθρα 6-11 του Ν.183(Ι)/2007 αναφορικά με 57 τεκμήρια, που και αυτά αναφέρονταν στη αίτηση.
Το ένταλμα που εκδόθηκε την 6.8.2021 προνοούσε ώστε η εκτέλεση του να πραγματοποιηθεί «σε χρονικό διάστημα που είναι απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου του και εν πάση περιπτώσει εντός 30 ημερών». Αυτό δεν έγινε και με το ένταλμα που εκδόθηκε την 3.9.2021 χορηγήθηκε παράταση για διάστημα 30 ημερών. Και τα δύο εντάλματα, υποστηρίζονταν με ουσιαστικά πανομοιότυπες ένορκες δηλώσεις υπαστυνόμου του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος ΤΑΕ Ε’ Αρχηγείου Αστυνομίας, ημερ.6.8.2021 και 3.9.2021 αντίστοιχα. Αναφορά θα συνεχίσει να γίνεται στο ένταλμα, εννοώντας το αρχικό, όπως παρατάθηκε.
Το ένταλμα αφορούσε επικοινωνίες των Αιτητών 2-4, δικηγόρων και των Αιτητών 5 και 6, υπαλλήλων, της Αιτήτριας 1 δικηγορικής εταιρείας. Τα 57 τεκμήρια, έγγραφα, μέρη ηλεκτρονικών υπολογιστών, κινητά τηλέφωνα και άλλα αντικείμενα, είχαν παραληφθεί από την Αστυνομία, κατά κύριο λόγο από τα γραφεία της Αιτήτριας 1 και από τους Αιτητές 2 και 3, κατά την εκτέλεση τριών ενταλμάτων έρευνας που είχαν προηγηθεί.
Οι Αιτητές προβάλλουν σε μια πρώτη ενότητα με τίτλο: «Παραβίαση Νόμου και Συντάγματος αλλά και Νομικό Σφάλμα εμφανές στο Πρακτικό», πέντε επιμέρους λόγους για να τους χορηγηθεί η άδεια:
Α. Ότι υπήρξε παραβίαση των Άρθρων 15, 16, 17, 19 και 35 του του Συντάγματος γιατί δεν εξετάστηκε κατά πόσο τα τεκμήρια συνδέονταν με αδικήματα διαφθοράς ώστε να είναι επιτρεπτή η πρόσβαση που διατάχτηκε βάσει του Άρθρου 17.2 Β του Συντάγματος.
Β. Ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 23(1)(β) του περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Κατεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμου του 1996, Ν.92(Ι)/1996, αφού δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του για έκδοση εντάλματος πρόσβασης σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας.
Γ. Ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 16 του Ν.92(Ι)/1996 που αναφέρεται στο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρου και πελάτη.
Δ. Ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 4 του Ν.183(Ι)/2007, αφού δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του για έκδοση εντάλματος πρόσβασης στα δεδομένα κίνησης και θέσης και τα συναφή δεδομένα που είναι αναγκαία για την αναγνώριση του συνδρομητή ή/και του χρήστη σε σχέση με τις επικοινωνίες, όπως προσδιορίζονται στα Άρθρα 6-11 του νόμου αυτού, και
Ε. Ότι υπήρξε παραβίαση των Άρθρων 17 και 35 του Συντάγματος στη βάση ότι τα προσβαλλόμενα εντάλματα εκδόθηκαν στη βάση μαρτυρίας που αφορούσε επικοινωνίες οι οποίες προστατεύονται από το Άρθρο 17 του Συντάγματος, στις οποίες η Αστυνομία απόκτησε πρόσβαση και γνώση του περιεχόμενου τους, χωρίς να έχει προηγουμένως εξασφαλίσει σχετικό δικαστικό διάταγμα.
Ο τελευταίος λόγος, Ζ, είναι ότι οι αιτήσεις του Γενικού Εισαγγελέα δεν υποβλήθηκαν με καθαρά χέρια.
Το απόρρητο της επικοινωνίας προστατεύεται από το Άρθρο 17 του Συντάγματος (Σιάμισιης ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 308, Δημοκρατία ν. Συμιανού (1999) 2 Α.Α.Δ. 537, Δημοκρατία ν. Αεροπόρου κ.ά. (1998) 2 Α.Α.Δ. 87, Αστυνομία ν. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147 και Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33) το οποίο προνοεί ότι:
«1. Έκαστος έχει το δικαίωμα σεβασμού και διασφαλίσεως του απορρήτου της αλληλογραφίας ως και πάσης άλλης επικοινωνίας αυτού, εφ’ όσον η τοιαύτη επικοινωνία διεξάγεται διά μέσων μη απαγορευομένων υπό του νόμου.
2. Δε χωρεί επέμβαση κατά την άσκηση του δικαιώματος τούτου, εκτός αν η επέμβαση αυτή επιτρέπεται σύμφωνα με το νόμο, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
Α. ……… .
Β. Κατόπιν δικαστικού διατάγματος που εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, μετά από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, και η επέμβαση αποτελεί μέτρο το οποίο σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι αναγκαίο μόνο προς το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας ή την αποτροπή, διερεύνηση ή δίωξη των ακόλουθων σοβαρών ποινικών αδικημάτων:
(α) …… ,
(β) …… ,
(γ) …… ,
(δ) …… και
(ε) αδικήματα διαφθοράς για τα οποία προβλέπεται, σε περίπτωση καταδίκης, ποινή φυλάκισης πέντε ετών και άνω.
Γ. …… .»
Είναι η θέση των Αιτητών ότι το κατώτερο Δικαστήριο εξέδωσε τα εντάλματα «χωρίς να εξετάσει κατά πόσο αυτά συνδέονταν με αδικήματα διαφθοράς». Υποδεικνύουν ότι από τα 12 αδικήματα που τα εντάλματα έρευνας αφορούσαν, μόνο τα δύο καλύπτονταν από το Άρθρο 17.2 Β του Συντάγματος.
Το κατώτερο Δικαστήριο είχε ικανοποιηθεί ότι υπήρχε εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι διαπράχθηκαν τα αδικήματα που αναφέρονταν στην αίτηση «τα οποία εμπίπτουν στην υποπαράγραφο Β’ της παραγράφου 2, του Άρθρου 17 του Συντάγματος» και ότι υπήρχε εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι η ζητούμενη ιδιωτική επικοινωνία συνδεόταν ή ήταν συναφής «με τα εν λόγω αδικήματα». Οι αιτήσεις του Γενικού Εισαγγελέα αναφέρονταν μόνο σε αδικήματα διαφθοράς, κατά παράβαση του περί Πρόληψης της Διαφθοράς Νόμου, Κεφ.161, Άρθρα 2, 3, 4 και 5 και του περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς (Κυρωτικού) Νόμου του 2000, Ν.23(ΙΙΙ)/2000, Άρθρα 2, 3 και 4(2), (3), (12) και (13) και επομένως τα επίδικα εντάλματα αφορούσαν σε πρόσβαση σε σχέση με την διερεύνηση αυτών και μόνο. Ότι τα τεκμήρια είχαν παραληφθεί σε σχέση με την διερεύνηση περισσότερων αδικημάτων δεν οδηγούσε απαρέγκλιτα σε αυτό που εισηγούνται οι Αιτητές. Το ζήτημα είναι κατά πόσο από το ενώπιον του μαρτυρικό υλικό το κατώτερο Δικαστήριο θα μπορούσε να είχε λογικά ικανοποιηθεί για τις προϋποθέσεις έκδοσης του.
Ο Ν.92(Ι)/1996, προνοεί ότι:
«21.(1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται να υποβάλει μονομερή (ex parte) αίτηση στο Δικαστήριο, ζητώντας έκδοση δικαστικού εντάλματος, με το οποίο εξουσιοδοτείται ή εγκρίνεται η πρόσβαση, η επιθεώρηση και η λήψη καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας από ή εκ μέρους του ιδίου ή του Αρχηγού της Αστυνομίας ή οποιουδήποτε ανακριτή.
(2) H προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) αίτηση δύναται να υποβληθεί αναφορικά με περιεχόμενο επικοινωνίας, που βρίσκεται καταγεγραμμένο σε έγγραφα ή σε συσκευές ή σε αντικείμενα που έχουν περιέλθει ή πρόκειται να περιέλθουν στην κατοχή της Αστυνομίας ή οποιουδήποτε ανακριτή, κατόπιν εκτέλεσης δικαστικού εντάλματος έρευνας, το οποίο εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 27, 28, 29 και 30 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ή … .
……………………………………………………………………….
23.(1) Ο Δικαστής δύναται να εκδώσει το αναφερόμενο στα άρθρα 21 και 22 δικαστικό ένταλμα, όπως αυτό ζητήθηκε με την αίτηση ή με τέτοιες τροποποιήσεις ή με τέτοιους όρους που ο ίδιος κρίνει αναγκαίους, εάν ικανοποιηθεί ότι, με βάση τα γεγονότα τα οποία υποβλήθηκαν από τον αιτητή-
(α) Υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι πρόσωπο διέπραξε, διαπράττει ή αναμένεται να διαπράξει αδίκημα ή υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα να κινδυνεύει η ασφάλεια της Δημοκρατίας.
(β) υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία συνδέεται ή είναι συναφής με το αδίκημα ή με τον κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας.
(γ) η έκδοση του δικαστικού εντάλματος είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.»
Σύμφωνα με το ερμηνευτικό Άρθρο 2 του Ν.92(Ι)/1996, αδίκημα σημαίνει αδίκημα, το οποίο περιλαμβάνεται στην υποπαράγραφο Β της παραγράφου 2 του Άρθρου 17 του Συντάγματος.
Πρέπει, επομένως, να ικανοποιούνται σωρευτικά οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β) και (γ) του Άρθρου 23(1) του Ν.92(Ι)/1996. Οι πρόνοιες του Άρθρου 21(4) που οι Αιτητές επικαλούνται δεν προσθέτουν κάτι περισσότερο στις προϋποθέσεις αυτές.
Στα Άρθρα 6-11 του Ν.183(Ι)/2007 προσδιορίζονται τα δεδομένα κίνησης και θέσης και τα συναφή δεδομένα που είναι αναγκαία για την αναγνώριση του συνδρομητή ή/και του χρήστη σε σχέση με τις επικοινωνίες και εναποτίθεται υποχρέωση τήρησης τους σε κάθε παροχέα υπηρεσιών επικοινωνίας. Για την πρόσβαση στα δεδομένα αυτά (με εξαίρεση την περίπτωση απαγωγής προσώπου, που δεν αφορά την επίδικη περίπτωση) απαιτείται η εξασφάλιση σχετικού δικαστικού διατάγματος, που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 4 του Ν.183(Ι)/2007, εφόσον ο Δικαστής ικανοποιηθεί ότι με βάση τα γεγονότα τα οποία υποβλήθηκαν:
«(α) Υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα, ότι πρόσωπο διαπράττει, διέπραξε ή αναμένεται να διαπράξει σοβαρό ποινικό αδίκημα∙
(β) υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα, ότι συγκεκριμένα δεδομένα συνδέονται ή είναι συναφή με σοβαρό ποινικό αδίκημα.»
Οι προϋποθέσεις αυτές, που πρέπει να πληρούνται σωρευτικά, είναι, στην επίδικη περίπτωση όπου δεν εγείρονται ζητήματα ασφάλειας της Δημοκρατίας, ουσιαστικά οι ίδιες με αυτές που αποτυπώνονται στο Άρθρο 23(1) του Ν.92(Ι)/1996 και το ότι δεν υπάρχει η προϋπόθεση όπως η έκδοση του δικαστικού εντάλματος να είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, δεν αφαιρεί οτιδήποτε, αφού οποτεδήποτε εκδίδεται ένα δικαστικό ένταλμα οι αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας τυγχάνουν εφαρμογής.
Επομένως, το κρίσιμο ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο προκύπτει εκ πρώτης όψεως υπόθεση ή συζητήσιμο ζήτημα ότι η μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου δεν θα μπορούσε να το ικανοποιήσει ότι υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι οι Αιτητές 2-6 διέπραξαν τα αναφερόμενα στις αιτήσεις του Γενικού Εισαγγελέα αδικήματα διαφθοράς ή ότι η μαρτυρία εκείνη δεν θα μπορούσε να το ικανοποιήσει ότι υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία ή συγκεκριμένα δεδομένα συνδεόταν ή ήταν συναφή με τα αδικήματα αυτά.
Για να απαντηθεί το κρίσιμο ερώτημα θα πρέπει πρώτα να εξεταστούν οι λόγοι Γ, Ε και Ζ.
Επικαλούνται οι Αιτητές ότι το ένταλμα εκδόθηκε κατά παράβαση του Άρθρου 16 του Ν.92(Ι)/1996 και του Καν.13 των περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμών του 2002, Κ.Δ.Π.237/2002, εμπλέκοντας και τα Άρθρα 17 και 35 του Συντάγματος.
Το Άρθρο 16 του Ν.92(Ι)/1996 προνοεί ότι:
«(1) Το περιεχόμενο οποιασδήποτε ιδιωτικής επικοινωνίας το οποίο λήφθηκε έπειτα από υποκλοπή ή παρακολούθηση ή μαρτυρία που πηγάζει από τέτοια υποκλοπή ή παρακολούθηση, δεν μπορεί να γίνει δεχτό ως μαρτυρία ενώπιον οποιασδήποτε ποινικής ή πολιτικής διαδικασίας, αν η εν λόγω υποκλοπή ή παρακολούθηση έλαβε χώρα κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου:
Νοείται ότι, το περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρου και πελάτη το οποίο αποτελεί επαγγελματικό απόρρητο, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Δικηγόρων Νόμου και τους περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμούς, δεν δύναται να γίνει αποδεκτό ως μαρτυρία σε οποιαδήποτε ποινική ή πολιτική διαδικασία.»
Στην προκειμένη περίπτωση, δεν επρόκειτο για παρακολούθηση ή υποκλοπή ή μαρτυρία που πηγάζει από τέτοια υποκλοπή ή παρακολούθηση και δεν εγείρεται στο στάδιο αυτό ζήτημα παρουσίασης των αποτελεσμάτων ως μαρτυρίας. Σε σχέση δε με τον Καν.13 της Κ.Δ.Π.237/2002, που αναφέρεται στο επαγγελματικό απόρρητο του δικηγόρου που αναγνωρίζεται ως επαγγελματικό θεμελιώδες και πρωταρχικό δικαίωμα και υποχρέωση του και που πρέπει να τυγχάνει της προστασίας του Δικαστηρίου και οποιασδήποτε κρατικής ή δημόσιας αρχής, σημειώνεται ότι ο δικηγόρος απολαμβάνει τα προνόμια της ιδιότητας του όταν ενεργεί ως δικηγόρος για τον πελάτη του, όχι όταν ο δικηγόρος εμπλέκεται, μαζί με πελάτη του, στη διάπραξη αδικημάτων. Ο δικηγόρος δεν τυγχάνει προνομιακής ή ιδιαίτερης μεταχείρισης όταν είναι ο ίδιος υπό διερεύνηση ή ύποπτος.
Σε σχέση με το λόγο Ζ, οι Αιτητές διατείνονται ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν προσήλθε στο κατώτερο Δικαστήριο με καθαρά χέρια. Αναφέρουν ότι τα τεκμήρια 38-51 είναι φάκελοι που ετοιμάστηκαν από τους Αιτητές 1-3 προς τους δικηγόρους τους κκ. Ηλίας Α. Στεφάνου ΔΕΠΕ και στα εξώφυλλα τους έγραφαν «LEGALLY PRIVILEGED INFORMATION FOR OUR LAWYER ELIAS STEPHANOU, NOTES AND PREPARATION MATERIAL FOR OUR LEGAL REPRESENTATION». Παρά το ότι αυτό λέχθηκε στους ανακριτές κατά την κατάσχεση των τεκμηρίων, αναφέρουν οι Αιτητές, δεν αποκαλύφθηκε στις υποστηρικτικές των Αιτήσεων του Γενικού Εισαγγελέα ένορκες δηλώσεις. Μνημονεύοντας νομολογία αναφορικά με το ζήτημα της πλήρους αποκάλυψης κατά την εξασφάλιση μονομερώς διαταγμάτων σε αστικές διαδικασίες, υποστηρίζουν ότι και για αυτό το λόγο θα πρέπει να χορηγηθεί η άδεια.
Η αναγραφή σε έγγραφο ή δέσμη εγγράφων ότι είναι προνομιούχα δεν τα καθιστά, χωρίς άλλο, τέτοια. Διαφορετικά θα μπορούσε ο καθένας να αποκρύψει τα όργανα του εγκλήματος του τοποθετώντας τα σε ένα κουτί αναγράφοντας σε αυτό ανάλογες με την υπόψη σημάνσεις. Το γεγονός ότι οι Αιτητές χαρακτήρισαν έτσι τα τεκμήρια 38-51 δεν ήταν ουσιώδες και ότι δεν αναφέρθηκε στο κατώτερο Δικαστήριο δεν θα μπορούσε αφ’ εαυτού να επηρεάσει την εγκυρότητα του επίδικου εντάλματος.
Εγείρουν ακόμα οι Αιτητές ζήτημα ότι τα προσβαλλόμενα εντάλματα εκδόθηκαν στη βάση μαρτυρίας (που εμπεριέχεται στις σελ.21-27 των υποστηρικτικών ενόρκων δηλώσεων) που αφορούσε επικοινωνίες οι οποίες προστατεύονται από το Άρθρο 17 του Συντάγματος, στις οποίες η Αστυνομία απόκτησε πρόσβαση και γνώση του περιεχόμενου τους, χωρίς να έχει προηγουμένως εξασφαλίσει σχετικό δικαστικό διάταγμα.
Αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση αναφέρεται ότι τα δύο πρόσωπα των οποίων επικοινωνίες αναφέρονται στις πιο πάνω σελίδες, είχαν δώσει σχετική γραπτή συγκατάθεση για τους ελέγχους που είχαν γίνει, ενώ στη συνέχεια εξασφαλίστηκε και σχετικό δικαστικό διάταγμα.
Στις ένορκες δηλώσεις που υποστήριζαν τις αιτήσεις του Γενικού Εισαγγελέα γίνεται αναφορά στην πολιτογράφηση 66 προσώπων στην Κύπρο και παρατίθενται οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες επιτεύχθηκαν. Είχε δημιουργηθεί ένα επενδυτικό πλάνο με την εμπλοκή διαφόρων εταιρειών και διάφορα πρόσωπα φέρονταν να επενδύουν ώστε να επιτύχουν πολιτογράφηση στην Κύπρο, στη βάση του Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος. Σύμφωνα με τη μαρτυρία, κατά τη διαδικασία, κατά παράβαση των όρων του Προγράμματος, διαπράχτηκαν παρατυπίες και ποινικά αδικήματα. Η Αιτήτρια 1 έδινε νομικές συμβουλές σε σχέση με νομικά θέματα που εγείρονταν, ενώ οι πολιτογραφήσεις 21 από τους 27 επενδυτές έγιναν μέσω της Αιτήτριας 1, που παρείχε σε αυτούς υπηρεσίες. Περαιτέρω, σύμφωνα πάντοτε με τη μαρτυρία, η Αιτήτρια 1 άνοιγε λογαριασμούς πελατών μέσω των οποίων γίνονταν ύποπτες συναλλαγές. Χρήματα έρχονταν στην Κύπρο, αλλά σύντομα μετά, μέρος τους μεταφερόταν στο εξωτερικό. Αγοράζονταν ακίνητα ως επενδύσεις, αλλά μετά οι συμφωνίες ακυρώνονταν και τα ακίνητα αγοράζονταν από άλλους επενδυτές. Η Αιτήτρια 1 είχε παράσχει υπηρεσίες σε σχέση με την πολιτογράφηση και άλλων προσώπων, των οποίων η πολιτογράφηση φέρεται να επιτεύχθηκε με δόλο, ψευδείς παραστάσεις και απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων. Ακόμα φέρεται να εμπλέκεται σε ποινικά αδικήματα σε σχέση με την υπογραφή εγγράφων ενώπιον Πρωτοκολλητών του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου σε σχέση με τις διαδικασίες των αιτήσεων πολιτογράφησης. Περιγράφεται η εμπλοκή των φυσικών προσώπων, Αιτητών 2-4, δικηγόρων και των Αιτητών 5 και 6, υπαλλήλων, της Αιτήτριας 1 δικηγορικής εταιρείας.
Δεν έχει καταδειχτεί ότι από το μαρτυρικό υλικό που είχε τεθεί ενώπιον του, το κατώτερο Δικαστήριο δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί ότι υπήρχε εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι οι Αιτητές 2-6 διέπραξαν τα αναφερόμενα στις αιτήσεις του Γενικού Εισαγγελέα αδικήματα διαφθοράς.
Σε σχέση με την προϋπόθεση να υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα, ότι συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία (Άρθρο 23(1)(β) του Ν.92(Ι)/1996) και συγκεκριμένα δεδομένα (Άρθρο 4(β) του Ν.183(Ι)/2007) συνδέονται ή είναι συναφή με τα αδικήματα, είναι η θέση των Αιτητών ότι απουσίαζε μαρτυρία «η οποία να συσχετίζει ένα έκαστο των τεκμηρίων με τα υπό διερεύνηση αδικήματα». Υποστηρίζουν ακόμα ότι η μαρτυρία θα έπρεπε να αφορούσε σε συγκεκριμένη επικοινωνία «και όχι αόριστη ή λογικά αναμενόμενη ή κατ’ ελπίδα υπάρχουσα».
Αυτό που εισηγούνται οι Αιτητές είναι ότι η αναφορά σε «συγκεκριμένη επικοινωνία» απαιτεί τον καθορισμό της επικοινωνίας εκ των προτέρων. Ότι δηλαδή η δυνατότητα περιορίζεται στην περίπτωση που οι ανακριτικές αρχές γνωρίζουν ότι πραγματοποιήθηκε η επικοινωνία και απλά υπολείπεται γνώση των δεδομένων και του περιεχόμενου της. Και στην περίπτωση των δεδομένων που, ως προς τη φύση τους, είναι αυτά που καθορίζονται στα Άρθρα 6-11 του Ν.183(Ι)/2007, θα σημαίνει δεδομένα συγκεκριμένης επικοινωνίας.
Οι επικοινωνίες που αφορούσε το ένταλμα ήταν μεταξύ των Αιτητών 2-6 «με άλλα πρόσωπα τα οποία σχετίζονται» με τα 66 πρόσωπα και 20 κατονομαζόμενες εταιρείες, οι οποίες εμπλέκονται στις περιστάσεις της πολιτογράφησης τους. Πέραν από τις επικοινωνίες που αποκαλύπτονται από τον έλεγχο των επικοινωνιών των δύο προσώπων στα οποία έγινε αναφορά πιο πάνω, δεν αναζητείται συγκεκριμένη επικοινωνία, ούτε διαφαίνεται ότι τέτοια επικοινωνία υπάρχει. Η σαφής εικόνα που αποκομίζει ο μελετητής της μαρτυρίας είναι ότι μέσα στα πολλά τεκμήρια που παραλήφθηκαν, όπως και στην περίπτωση των δύο προσώπων, πιθανόν να υπάρχουν στοιχεία, περιεχόμενο επικοινωνίας ή και δεδομένα επικοινωνίας, που να αφορούν επικοινωνία κάποιου από τους Αιτητές 2-6 σε σχέση με κάποιο από τα 66 πρόσωπα ή κάποια από τις 20 εταιρείες, που μπορεί να συνιστούν βοηθητικά στοιχεία για κάποια πτυχή της υπόθεσης που εξετάζεται.
Είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι έχει καταδειχτεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση και ότι υπάρχει συζητήσιμο ζήτημα σε σχέση με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων έκδοσης του επίδικου εντάλματος, σε σχέση με την παρ.(β) του Άρθρου 23(1) του Ν.92(Ι)/1996 και την παρ.(β) του Άρθρου 4 του Ν.183(Ι)/2007.
Παρέχεται συνεπώς άδεια στους Αιτητές να καταχωρήσουν αίτηση με κλήση για την έκδοση προνοµιακού εντάλµατος Certiorari για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω, μέσα σε τέσσερις μέρες από σήμερα. Η εκτέλεση του εντάλματος αναστέλλεται για τέσσερις ημέρες και εφόσον η αίτηση καταχωριστεί, μέχρι την εκδίκαση της. Η αίτηση που θα καταχωριστεί να επιδοθεί στον καθ’ ου η αίτηση και ορίζεται για οδηγίες την 1.11.2021 και ώρα 09:00.
Τα έξοδα της παρούσας αίτησης θα είναι έξοδα στην πορεία της αίτησης με κλήση.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο