ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΖΑΒΡΙΔΟΥ , Πολιτική Έφεση Αρ. 129/2021, 15/11/2021

ECLI:CY:AD:2021:A510

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 129/2021)

 

15 Νοεμβρίου, 2021

                                                        

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ,

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ xxx ΖΑΒΡΙΔΟΥ ΜΕ Α.Δ.Τ.xxxx26, ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ MANDAMUS

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΙΝΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 11/03/2021 Η ΟΠΟΙΑ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΥΠΟΥΡΓΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ ΝΑ ΕΝΕΡΓΗΣΟΥΝ ΩΣ ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

 

____________________

 

Α. Κληρίδης για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες

 ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.

 

____________________

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.

­­­

____________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:  Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης αδελφής μας Δικαστού, με την οποία απέρριψε αίτηση της εφεσείουσας για άδεια καταχώρησης αίτησης με σκοπό την έκδοση εντάλματος mandamus.

 

Με την αίτησή της η εφεσείουσα αξίωσε τις ακόλουθες θεραπείες:

 

«Α. Την άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση Αίτησης με Κλήση για την Έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Mandamus, για να τεθεί ενώπιον του Σεβαστού Δικαστηρίου και για να επιβάλει στην Υπουργό Δικαιοσύνης, την Αστυνομία και τις Υπηρεσίες Κοινωνικές Ευημερίας να ενεργήσουν ως οι αποφάσεις του Δικαστηρίου, τα αιτήματα της Αιτήτριας ως αυτά φαίνονται στην αλληλογραφία και βάσει υποχρέωσης που έχουν βάσει νόμου, δηλαδή άτομα της Αστυνομίας να μεταβούν στην οικία όπου βρίσκονται τα ανήλικα παιδιά και η Αστυνομία να παραλάβει τα παιδιά και να τα μεταφέρει με αστυνομικό όχημα στην οικία της μητέρας η οποία είναι και η νόμιμη διεύθυνση που θα πρέπει να μένουν τα παιδιά βάσει διατάγματος Δικαστηρίου.

Β. Οποιαδήποτε άλλη συναφή προς το ένταλμα Mandamus θεραπεία το Δικαστήριο ήθελε κρίνει ορθή και δίκαιο υπό τας περιστάσεις.»

 

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα, η εφεσείουσα είναι μητέρα δύο παιδιών ηλικίας 9 και 10½ ετών, των οποίων η φύλαξη και φροντίδα ανατέθηκε στην ίδια, μετά από διάταγμα  του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ημερομηνίας 25.10.2019. Με περαιτέρω διάταγμα ημερομηνίας 5.6.2020 διατασσόταν ο πατέρας των παιδιών να τα παραδώσει εντός τεσσάρων ημερών στην εφεσείουσα, παρουσία αρμόδιας λειτουργού του Γραφείου Ευημερίας.

 

Δεν έγινε η παράδοση των παιδιών ως το διάταγμα και η εφεσείουσα καταχώρησε αίτηση για τιμωρία του πατέρα, λόγω παρακοής διατάγματος. Στις 26.2.2021 εκδόθηκε απόφαση από το Οικογενειακό Δικαστήριο, με την οποία κρίθηκε πως ο πατέρας ηθελημένα παρήκουσε το διάταγμα και, ως αποτέλεσμα, στις 11.3.2021 επιβλήθηκε σ΄ αυτόν ποινή φυλάκισης 45 ημερών. Μετά τη φυλάκιση του πατέρα, τα δύο παιδιά παρέμειναν στο σπίτι του πατέρα μαζί με τους παππούδες (γονείς του πατέρα), χωρίς να επιτρέπουν στην εφεσείουσα να τα παραλάβει και χωρίς καν να τα μεταφέρουν στο σχολείο, προβάλλοντας ως λόγο ότι υπήρχε «φόβος να τα πάρει».

 

Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση της εφεσείουσας, τα παιδιά παρέμειναν παράνομα με άτομα που δεν έχουν νομικά δικαιώματα να τα φροντίζουν και πως η ίδια προσπάθησε με διάφορους τρόπους να πάρει τα παιδιά και να τα φέρει υπό τη φύλαξή της, σύμφωνα με τις πρόνοιες του διατάγματος, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Η υπόθεση είναι γνωστή σε όλες τις δημόσιες αρχές, εδώ και ένα χρόνο, που η ίδια αντιμετωπίζει το πρόβλημα της παρακοής των διαταγμάτων από τον πατέρα των παιδιών. Ως αποτέλεσμα της μακροχρόνιας παρακοής, τα παιδιά έχουν αποξενωθεί από την εφεσείουσα, έχοντας δηλητηριαστεί με τις απόψεις και τα βιώματα του πατέρα τους, ότι η ίδια, για κάποιο λόγο, μπορεί να θέλει το κακό τους. Η απραξία των Κρατικών Υπηρεσιών στο να επέμβουν και να εφαρμόσουν τα διατάγματα, καθόλη τη διάρκεια του χρόνου που έχει περάσει μέχρι και την απόφαση της ποινής, έχει δημιουργήσει μία πολύ δύσκολη κατάσταση, η οποία, κατά την εισήγησή της, θα πρέπει να θεραπευθεί χωρίς χρονοτριβή. Σχετική, κατά την εφεσείουσα, είναι και η έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως, την οποία επισύναψε στην αίτηση.

 

Η εφεσείουσα προβάλλει πως επανειλημμένα έχει ζητήσει από την Αστυνομία και το Γραφείο Ευημερίας να επέμβουν για να παραλάβουν τα παιδιά και να της τα παραδώσουν, χωρίς όμως να λάβει καμία απάντηση, αλλά ούτε και βοήθεια. Προς τούτο, επισύναψε δέσμη επιστολών που απέστειλε.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η Αστυνομία δεν έχει τέτοιο καθήκον, ως η εισήγηση.

 

Με τέσσερις λόγους έφεσης, προσβάλλεται η ορθότητα της απόφασης, ως ακολούθως:

 

(α) Λανθασμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπάρχει το αναγκαίο καθήκον, το οποίο προκύπτει από το Νόμο, αφού ο Νόμος ξεκάθαρα αναφέρει την υποχρέωση που έχει η Αστυνομία (1ος λόγος έφεσης).

 

(β) Λανθασμένα περιόρισε το καθήκον της Αστυνομίας, βάσει του τρόπου που πρότεινε η εφεσείουσα ότι η Αστυνομία θα έπρεπε, κατά τη δική της άποψη, να ενεργήσει με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να καταλήξει ότι τέτοιο καθήκον, όπως το παρουσιάζει η εφεσείουσα, δεν υπάρχει (2ος λόγος έφεσης).

 

(γ) Λανθασμένα αναφέρεται στην απόφαση ότι δεν υπήρχε οδηγία προς την Αστυνομία να ενεργήσει και, συνεπώς, δεν προέκυπτε η εφαρμογή του καθήκοντος, όπως αυτό υπάρχει στο Άρθρο 24(1) του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004 (3ος λόγος έφεσης).

 

(δ) Λανθασμένα κρίθηκε ότι η υπό κρίση υπόθεση διαφοροποιείται από την υπόθεση Παπαχριστοδούλου κ.ά. (2006) 1 ΑΑΔ 1180 και BNK East Med Ltd (1997) 1 ΑΑΔ 1302 και λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη την υπόθεση Λουκή Παπαφιλίππου (2006) 1 ΑΑΔ 379.

 

Το προνομιακό ένταλμα mandamus, όπως και τα άλλα προνομιακά εντάλματα, έχουν τις καταβολές τους στο Αγγλικό Δίκαιο. Στην Κύπρο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος και των Άρθρων 3 και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964, Ν.33/64, όπως έχει τροποποιηθεί, η έκδοση προνομιακού εντάλματος ανήκει αποκλειστικά στο Ανώτατο Δικαστήριο και οι αρχές που εφαρμόζονται είναι αντίστοιχες με τις Αγγλικές αρχές. Το ένταλμα mandamus απευθύνεται, όχι μόνο σε κατώτερο δικαστήριο, αλλά και σε άλλες αρχές για να εκτελέσουν δημόσιο καθήκον.

 

Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα Halsbury´s Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμος 11, παρα. 159, σελίδες 84 και 85:

 

«The order of mandamus is an order of a most extensive remedial nature, and is, in form, a command issuing from the High Court of Justice, directed to any person, corporation, or inferior tribunal requiring him or them to do some particular thing therein specified which appertains to his or their office and is in the nature of a public duty. Its purpose is to supply defects of justice; and accordingly it will issue, to the end that justice may be done, in all cases where there is a specific legal right and no specific legal remedy for enforcing that right; and it may issue in cases where, although there is an alternative legal remedy, yet that mode of redress is less convenient, beneficial and effectual.»

 

 

Στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση του Ιερόθεου Χριστοδούλου, άλλως Ρόπα, (2008) 1 ΑΑΔ 43, αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά:

«Συνήθως η θεραπεία με το προνομιακό ένταλμα Mandamus, χρησιμοποιείται για να διαταχθεί κατώτερο Δικαστήριο να ασκήσει συγκεκριμένη εξουσία, μέσα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς του. Όμως η θεραπεία μπορεί να εξασφαλιστεί για να εξαναγκάσει και άλλες αρχές ή όργανα ή πρόσωπα τα οποία ασκούν δημόσια εξουσία, για να εκτελέσουν δημόσιο καθήκον το οποίο επιβάλλει ο Νόμος. Όπως είναι γνωστό, προνομιακά εντάλματα εκδίδονται με βάση την αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος. Όπως έχει νομολογηθεί, δεν χωρεί η έκδοση προνομιακού εντάλματος για αναθεώρηση διοικητικής απόφασης, εφόσον η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος είναι διαφορετική. Ο διαχωρισμός των δύο, δεν είναι πάντα εύκολος, αλλά η φύση της απόφασης είναι συνήθως πιο καθοριστική της πράξης, παρά το όργανο που την εξέδωσε. Προϋπόθεση για την παραχώρηση της θεραπείας, είναι ο Αιτητής να έχει δικαίωμα να ζητήσει την εκτέλεση του συγκεκριμένου καθήκοντος. Επίσης, ο Αιτητής θα πρέπει προτού αποταθεί στο Δικαστήριο για άδεια, να έχει αιτηθεί από το δημόσιο όργανο την εκτέλεση του καθήκοντός του, αλλά αυτό να έχει αρνηθεί να συμμορφωθεί.»

 

 

 

(Βλ. επίσης  Αναφορικά με την αίτηση της Λοϊζου, Πολιτική Έφεση Αρ. 138/2018, ημερομηνίας 20.7.2018).

 

Αποτελεί προϋπόθεση για την απόδοση προνομιακού εντάλματος mandamus η ύπαρξη νομικού δικαιώματος ή υποχρέωσης. Όπως παρατηρείται στον Basu «Commentary on the Constitution of India», Τόμος 3, σελ. 478, «The foundation of mandamus is the existence of the right. It is not intended to create a right but to restore a party who has been denied his right to the enjoyment of such right». Η υποχρέωση πρέπει να είναι συγκεκριμένη και να προκύπτει από το Σύνταγμα, το νόμο, το Κοινοδίκαιο ή από κανονισμούς ή οδηγίες που έχουν νομοθετική υπόσταση. Δεν υπάρχει δικαιοδοσία για έκδοση εντάλματος mandamus για διοικητικές πράξεις που εμπίπτουν με βάση το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου. Δεν μπορεί να εκδοθεί ένταλμα mandamus, εκτός εάν ο αιτητής έχει δικαίωμα να αξιώσει την άσκηση συγκεκριμένης νομικής υποχρέωσης του διοικητικού οργάνου, σε αντιπαραβολή με την άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Όμως, προνομιακό ένταλμα μπορεί να εκδοθεί αν το καθήκον δημόσιας Αρχής αφορά σε θέμα ιδιωτικού και όχι δημόσιου δικαίου (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της Εταιρείας Darimpex Limited, Πολιτική Έφεση 216/2020, ημερομηνίας 7.6.2021).

 

Αποτελεί περαιτέρω προϋπόθεση για την απόδοση προνομιακού εντάλματος mandamus η υποβολή διακριτής απαίτησης (distinct demand) προς την αρμόδια Αρχή για εκτέλεση του καθήκοντός της σε σχέση με το οποίο υποβάλλεται ακολούθως το αίτημα, εφόσον δεν υπάρχει συμμόρφωση στο μεταξύ (βλ. Halsbury's Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμος 11, σελ.106 και Basu «Commentary on the Constitution of India», Τόμος 3, σελ. 479). Στην υπόθεση R. v. The Bristol and Exeter Railway Company, 12 L.J.Q.B. λέχθηκε ότι «It is necessary, before a rule is applied for, that a distinct demand should be made upon those who are required to do an act, and that it should be distinctly pointed out to them what it is that they are required to do.». Δεν πρόκειται για τυπικό ζήτημα, αλλά για ζήτημα ουσίας (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της Palm-Mount Holdings Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 413/2016 ημερ. 3.4.2018, ECLI:CY:AD:2018:A154).

 

Αναφορικά με την προϋπόθεση της ύπαρξης καθήκοντος, το οποίο η Αστυνομία οφείλει να εκτελέσει, σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση των Π. Θρασυβούλου και άλλης, Πολ. Εφ. 157/2015, ημερομηνίας 12.4.2017:

 

«Το ένταλμα mandamus δεν παραχωρείται για να επιβληθεί η εκτέλεση καθήκοντος το οποίο δεν αναγνωρίζεται από το νόμο.  Η υπόδειξη των νομοθετικών προνοιών, αρχών ή κανονισμών που δημιουργούν το δημόσιο νομικό καθήκον, αφενός, η οποία βαρύνει τον αιτητή και το δικαίωμα να ζητήσει ο αιτητής την εκτέλεση του εν λόγω καθήκοντος, αφετέρου, είναι άρρηκτα συνυφασμένα με τους λόγους για τους οποίους επιζητείται η έκδοση προνομιακού εντάλματος mandamus.  Ειδικά, ο καθορισμός της νομικής βάσης, συνιστά το ουσιωδέστερο στοιχείο της αίτησης.  Όπως εξηγείται στη νομολογία, ο καθορισμός των λόγων, σε αίτηση για προνομιακό ένταλμα, είναι αλληλένδετος με τον προσδιορισμό του αντικειμένου της αίτησης που συνιστά το υπόβαθρο του αιτήματος, ενώ οι λόγοι για τους οποίους επιδιώκεται η έκδοση προνομιακού εντάλματος σε συνδυασμό με την αιτούμενη θεραπεία, συνιστούν το επίδικο θέμα της διαδικασίας (βλ. Γεωργιάδης (1992) 1 ΑΑΔ 298).»

 

 

Εν προκειμένω ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας επικαλείται τον περί Αστυνομίας Νόμο του 2004 (Ν.73(Ι)/2004). Παραθέτουμε τα σχετικά άρθρα που γίνεται επίκληση:

 

«4.  Ο Υπουργός φέρει την ευθύνη της εφαρμογής του Νόμου αυτού, έχει τη γενική εποπτεία της Αστυνομίας και εκδίδει προς την Αστυνομία τέτοιες οδηγίες αναφορικά με την εκτέλεση αρμοδιοτήτων που θα ήταν αναγκαίες χάριν του γενικού συμφέροντος της Δημοκρατίας.

 

6.  Η Αστυνομία ασκεί τις εξουσίες της σε όλο τον εδαφικό χώρο της Δημοκρατίας για τη διατήρηση του νόμου και της τάξης, τη διαφύλαξη της ειρήνης, την πρόληψη και εξιχνίαση του εγκλήματος και τη σύλληψη και δίωξη των παρανομούντων.  Για την εκτέλεση των καθηκόντων αυτών τα μέλη της Αστυνομίας δικαιούνται να μεταφέρουν όπλα.

 

24. (1)  Κάθε μέλος της Αστυνομίας ασκεί τέτοιες εξουσίες και εκτελεί τέτοια καθήκοντα που δυνατό να ανατίθενται ή επιβάλλονται σε μέλος της Αστυνομίας βάσει οποιουδήποτε νόμου και υπακούει σε όλες τις νόμιμες διαταγές σε σχέση με την άσκηση του αξιώματός του, τις οποίες δύναται από καιρό σε καιρό να λαμβάνει από τους ανωτέρους του στην Αστυνομία.

 

(2)  Είναι καθήκον κάθε μέλους της Αστυνομίας πρόθυμα να υπακούει και να εκτελεί όλες τις διαταγές και εντάλματα που νόμιμα εκδίδονται σε αυτόν από οποιαδήποτε αρμόδια αρχή, να συλλέγει και να μεταδίδει πληροφορίες που επηρεάζουν τη δημόσια γαλήνη και την ασφάλεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, να εμποδίζει τη διάπραξη αδικημάτων και δημόσιας οχληρίας, να ανακαλύπτει και να προσάγει παραβάτες ενώπιον της δικαιοσύνης και να συλλαμβάνει όλα τα πρόσωπα τα οποία είναι νόμιμα εξουσιοδοτημένος να συλλαμβάνει, για τη σύλληψη των οποίων υπάρχει ικανοποιητικός λόγος.»

 

 

 

 

 Οι πιο πάνω νομοθετικές διατάξεις αφορούν γενικά τις εξουσίες του Υπουργού και της Αστυνομίας για τη διατήρηση του νόμου και της τάξης, τη διαφύλαξη της ειρήνης, την πρόληψη και εξιχνίαση του εγκλήματος και τη σύλληψη και δίωξη των παρανομούντων, καθώς και τις εξουσίες του κάθε μέλους της Αστυνομίας. Η εφεσείουσα εντάσσει το αίτημά της στις πιο πάνω νομοθετικές πρόνοιες και αξιώνει, όπως στη βάση των υποχρεώσεων της Αστυνομίας που απορρέουν από αυτές, αστυνομικά όργανα να μεταβούν στην οικία που βρίσκονται τα παιδιά και να τα μεταφέρουν στην οικία της μητέρας. Αυτή η απαίτηση περιλαμβάνεται και στις επιστολές που απέστειλε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας, τόσο στην αρμόδια Υπουργό και στην Αστυνομία, όσο και στο Γραφείο Ευημερίας,  χωρίς να λάβει απάντηση.

 

Η ύπαρξη νομικού δικαιώματος ή υποχρέωσης είναι προϋπόθεση η οποία πρέπει να είναι συγκεκριμένη και να προκύπτει, εν προκειμένω, από το Νόμο του οποίου γίνεται επίκληση. Αυτό το στοιχείο, καθώς και η ύπαρξη διακριτής απαίτησης, αποτελούν προϋποθέσεις που πρέπει να καταδεικνύονται από τον αιτητή για να μπορεί να εξεταστεί κατά πόσο, στη βάση των γεγονότων, υπάρχει συζητήσιμη υπόθεση για παραχώρηση της αιτούμενης άδειας.

 

Από τις πιο πάνω νομοθετικές διατάξεις, όμως, δεν προκύπτει η συγκεκριμένη νομική υποχρέωση, ως αξιώνεται από την εφεσείουσα. Η νομική υποχρέωση πρέπει να είναι συγκεκριμένη. Δεν μπορεί στη βάση μιας γενικής πρόνοιας στη νομοθεσία ως προς τις εξουσίες της Αστυνομίας να αξιώνεται ένταλμα mandamus που να διατάσσει τους αρμοδίους να ενεργήσουν με συγκεκριμένο τρόπο, ο οποίος δεν επιβάλλεται από τις νομοθετικές πρόνοιες που επικαλείται. Η δε εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου ότι το Δικαστήριο δεν έπρεπε να περιοριστεί στο λεκτικό του αιτητικού, όπου αναφέρεται ο τρόπος με τον οποίο η Αστυνομία θα έπρεπε να ενεργήσει, καθότι εννοείται πως ο τρόπος τήρησης του νόμου και της έννομης τάξης εναπόκειται στις Αστυνομικές Αρχές, με όλο το σεβασμό, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Σε τέτοιου είδους αιτήσεις απαιτείται σαφής προσδιορισμός της υποχρέωσης από τον αιτητή, η οποία, στο τέλος της διαδικασίας, θα αποτελέσει το περιεχόμενο του εντάλματος.

 

Εν προκειμένω, αυτό που προβάλλεται, είναι η ύπαρξη υποχρέωσης της Αστυνομίας, δυνάμει των πιο πάνω γενικών νομοθετικών διατάξεων, να εφαρμόσει ουσιαστικά ένα διάταγμα Οικογενειακού Δικαστηρίου που αφορά παιδιά, χωρίς εκ των πραγμάτων να λαμβάνονται υπόψη ειδικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν αναφορικά με τη γονική αποξένωση ή άλλως πως. Και αυτό επιζητείται να γίνει έξω από το πλαίσιο αίτησης παρακοής, η οποία θα εξανάγκαζε σε συμμόρφωση τον πατέρα. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας ότι υφίσταται, εν προκειμένω, τέτοια ειδική υποχρέωση της Αστυνομίας να προβεί σε ενέργειες, ώστε μέλη της να μεταβούν στην οικία όπου βρίσκονται τα ανήλικα τέκνα και να τα μεταφέρουν στην οικία της μητέρας. Τέτοιες ενέργειες, εν δυνάμει, φέρουν κινδύνους, ακριβώς ενόψει της γενικότητας των επικαλούμενων διατάξεων του Νόμου.

 

Εφόσον, λοιπόν, δεν υπάρχει συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη, στη βάση της οποίας να μπορούσε να διαταχθεί η Αστυνομία να ενεργήσει ως αξιώνεται με την αίτηση, ελλείπει το αναγκαίο υπόβαθρο για να εξεταστεί κατά πόσο στη βάση των γεγονότων της συγκεκριμένης υπόθεσης υπάρχει συζητήσιμο θέμα που να δικαιολογεί την παροχή άδειας. Παρά το ότι κατανοούμε τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η εφεσείουσα, η αίτησή της δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη.

 

Οι υποθέσεις Παπαχριστοδούλου κ.ά. (2006) 1 ΑΑΔ 1180  και Αναφορικά με την BNK East Med Ltd (1997) 1 ΑΑΔ 1302 διαφοροποιούνται με την παρούσα ως προς τα γεγονότα και δεν θα μπορούσε να αντληθεί καθοδήγηση από αυτές.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο