ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ v. ΦΙΛΙΠΠΙΔΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 158/14, 30/11/2021

ECLI:CY:AD:2021:A537

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                (Πολιτική Έφεση Αρ. 158/14)

 

 

30 Νοεμβρίου, 2021

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]

                                                    

 

ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,

                                  

                                                                         Εφεσειόντων,

 

ν.

 

xxx ΦΙΛΙΠΠΙΔΟΥ,

 

                                                                                      Εφεσίβλητης.

 

--------------------

 

        Χ. Θεοδούλου (κα), για Χάρη Κυριακίδη ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.

        Α. Γιωρκάτζης μαζί με Μ. Γιωρκάτζη (κα), για Α. Γιωρκάτζης ΔΕΠΕ, για          την Εφεσίβλητη.

 

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

από τον Σάντη, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

        ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: To Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών («το Πρωτόδικο Δικαστήριο»), αποφάσισε πως οι Εφεσείοντες/Καθ’ ων η Αίτηση («οι Εφεσείοντες») είχαν απολύσει αδικαιολογήτως την Εφεσίβλητη/Αιτήτρια («η Εφεσίβλητη»), και απέδωσε σε αυτήν συνολικό ποσό €6.662,50 (με νόμιμο τόκο), ως αποζημιώσεις και πληρωμή αντί προειδοποίησης («η Πρωτόδικη Απόφαση»).

 

        Οι Εφεσείοντες προσβάλλουν την Πρωτόδικη Απόφαση διά πέντε λόγων έφεσης, ισχυριζόμενοι ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε το ορθό νομικό κριτήριο «… και λανθασμένα αποφάσισε ότι η σύμβαση εργασίας της Εφεσίβλητης κατέστη αορίστου διαρκείας» (λόγος έφεσης 1), πως επίσης λανθασμένως καταστάλαξε στο ότι «… δεν συντρέχουν στην παρούσα περίπτωση αντικειμενικοί λόγοι λόγω της ιδιαιτερότητας της εργασίας της Εφεσίβλητης ως παρουσιάστριας προγράμματος που την εξαιρούν από τον γενικό κανόνα του άρθρου 7(1) του περί Εργοδοτουμένων με Εργασία Ορισμένου Χρόνου (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμου του 2003 (Νόμος 98(Ι)/2003) …» (λόγος έφεσης 2), πως παρομοίως «… δεν έλαβε υπόψη του και/ή αγνόησε παντελώς τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του αναφορικά με τη διαδικασία που τηρήθηκε από τα αρμόδια όργανα και λειτουργούς των Εφεσειόντων αναφορικά με τον προγραμματισμό των προγραμμάτων τηλεόρασης και εκπομπών κατά τον ουσιώδη χρόνο» (λόγος έφεσης 3), ότι εσφαλμένως θεώρησε πως ο τερματισμός απασχόλησης της Εφεσίβλητης ήταν αδικαιολόγητος (λόγος έφεσης 4) και πως (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) υιοθέτησε προσέγγιση «… και συμπεράσματα που αντιμάχονται όχι μόνο τα γεγονότα της υπόθεσης αλλά και την κοινή λογική και λανθασμένα έκρινε ότι είναι εύλογο και δίκαιο υπό τις περιστάσεις όπως επιδικαστούν ως αποζημιώσεις το ποσό των €4100 που αντιστοιχεί σε απολαβές 8 εβδομάδων και πληρωμή αντί προειδοποίησης που αντιστοιχεί σε απολαβές 5 εβδομάδων, ήτοι ποσό €2562,50» (λόγος έφεσης 5).

 

        Ως εκ του περιεχομένου και στοχεύσεων τους, θα ενασχοληθούμε πρώτα με τους λόγους έφεσης 1, 2 και 3 σωρευτικώς και ακολούθως το ίδιο θα πράξουμε για τους λόγους έφεσης 4 και 5.

 

        Με τους λόγους έφεσης 1-3 οι Εφεσείοντες λέγουν πως κατά τα συμφωνητικά δυνάμει των οποίων εργοδοτείτο η Εφεσίβλητη από τους Εφεσείοντες ως συνεργάτιδα αλλά και βάσει των συνθηκών υπό τις οποίες τούτη απασχολείτο, καταδεικνύεται ότι υπήρχαν, τωόντι, αντικειμενικοί λόγοι που δικαιολογούσαν την ορισμένη διάρκεια της επίδικης συμβατικής σχέσης ένεκα της ιδιαιτερότητας τής εργασίας της ως παρουσιάστριας προγράμματος, κατηγορία που είναι διακριτή, ως διατείνονται, από τους υπόλοιπους απασχολούμενους των Εφεσειόντων. Αυτό, γιατί (ανάμεσα σε άλλα), η εκτέλεση της εργασίας της Εφεσίβλητης, με βάση και τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικώς προς τη διαδικασία που τηρήθηκε από τους Εφεσείοντες για τον προγραμματισμό των κρίσιμων τηλεοπτικών προγραμμάτων και εκπομπών, ήταν αναποφεύκτως προσωρινή και συνδεόταν «… ως επί το πλείστον με την παρουσίαση μιας συγκεκριμένης εκπομπής και συνήθως για μια «τηλεοπτική σεζόν» και αφετέρου γιατί η ιδιαίτερη φύση της εργασίας του παρουσιαστή δικαιολογεί την ορισμένη διάρκεια της σύμβασης, η οποία συνήθως ισχύει για ένα χρόνο». Περαίνουν οι Εφεσείοντες ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο οδηγήθηκε στα σφαλερά συμπεράσματα του αγνοώντας και παρερμηνεύοντας σημαντικές αποφάσεις και ακαδημαϊκές αυθεντίες, απολύτως συναφείς με τα επίδικα θέματα.

 

        Δεν συμμεριζόμαστε τις επί τούτω απόψεις των Εφεσειόντων.

 

        Εξηγούμε.

 

        Σύμφωνα με τα απρόσβλητα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου η περίοδος απασχόλησης της Εφεσίβλητης στους Εφεσείοντες υπερέβη τους 44 μήνες καθότι άρχισε την 6.10.03 και τερματίστηκε την 16.7.07. Κατά την εργοδότηση, η Εφεσίβλητη παρουσίαζε το πρόγραμμα «Ώρα Κύπρου», και την περίοδο 2006-2007 το πρόγραμμα «Ανθρώπινα και Απλά», ενώ σε όλη την απασχόληση της παρουσίαζε δελτία ειδήσεων και άλλα προγράμματα. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματευόμενο τον Περί Εργοδοτουμένων με Εργασία Ορισμένου Χρόνου (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμο 98(Ι)/2003 ο Ν.98(Ι)/03») έκρινε, ορθώς, πως τούτος εκδόθηκε με σκοπό την προσαρμογή της κυπριακής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 Σχετικά με τη Συμφωνία Πλαίσιο για την Εργασία Ορισμένου Χρόνου που Συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEPη Οδηγία 1999/70/EK»). Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε προσέτι - σωστά και πάλι - ότι ως προκύπτει από το Άρθρο 3, Ν.98(Ι)/03, στόχος της αφορώσας ρύθμισης είναι όχι μόνον η αποτροπή της κατάχρησης που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, αλλά και η διασφάλιση εφαρμογής της αρχής που απαγορεύει τις διακρίσεις εν σχέσει προς την εργασία ορισμένου χρόνου. Επιπλέον, με αναφορά και στο Άρθρο 7, Ν.98(Ι)/03 το Πρωτόδικο Δικαστήριο διατύπωσε πως με τα εκεί διαλαμβανόμενα θεσπίζονται μέτρα αποφυγής κατάχρησης από τον κίνδυνο προσφυγής στη σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου, θέτοντας συνολική περίοδο 30 μηνών για μια τέτοια σύμβαση (προκειμένου να θεωρείται ως σύμβαση αορίστου χρόνου), εκτός εάν ο εργοδότης (εδώ οι Εφεσείοντες), αποδείξει ότι η απασχόληση του εργοδοτούμενου (εδώ της Εφεσίβλητης) με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, μπορεί να δικαιολογηθεί από αντικειμενικούς λόγους που υφίστανται υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις που αναφέρονται στο Άρθρο 7(2), Ν.98(Ι)/03.

 

        Επομένως, στη βάση αναντίλεκτων γεγονότων αλλά και σαφών προνοιών της κρίσιμης νομοθεσίας, το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε κατ’ ουσίαν άλλη λελογισμένη επιλογή παρά να καταλήξει στα επίδικα ευρήματα, με αποτέλεσμα, ως εξ αυτών, το βάρος απόδειξης να μετατεθεί στους Εφεσείοντες για να αποδείξουν ότι η επίμαχη σύμβαση δεν μπορούσε να μετατραπεί σε αορίστου χρόνου, εξαιτίας αντικειμενικών λόγων που δικαιολογούσαν απασχόληση ορισμένης διάρκειας (βλ. Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου ν. Σοφοκλέους, Π.Ε. 513/12, ημ. 18.1.16).

 

        Σε ό,τι αφορά στο παράπονο των Εφεσειόντων πως κακώς αποφασίστηκε ότι δεν συνέτρεχαν αντικειμενικοί λόγοι κατά τα ανωτέρω, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέληξε κατόπιν προσεκτικής αξιολόγησης της μαρτυρίας αλλά και ερμηνείας των αφορώντων νομοθετικών προβλέψεων πως η απασχόληση της Εφεσίβλητης δεν σχετιζόταν ως επί το πλείστον με την παρουσίαση μιας συγκεκριμένης εκπομπής, μήτε και υπήρχαν ιδιαιτερότητες που θα δικαιολογούσαν κατάταξη της συμβατικής σχέσης ως ορισμένης διάρκειας. Τούτο, επειδή, με τη μείωση των εβδομαδιαίων ημερών παρουσίασης του τηλεοπτικού προγράμματος που ανέλαβε η Εφεσίβλητη, της ανατέθηκαν και διάφορες άλλες εργασίες τις οποίες όφειλε να διεκπεραιώνει καθημερινώς και όχι μονάχα κατά την καλοκαιρινή περίοδο (ως προέβλεπε το συμβόλαιο της). Για επίρρωση της συλλογιστικής αυτής το Πρωτόδικο Δικαστήριο, διαφοροποιώντας ευστόχως νομολογία και συγγράμματα στα οποία παραπέμφθηκε από τους Εφεσείοντες πρωτοδίκως (για τον λόγο ότι ήσαν και πολύ προγενέστερα της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ), βασίστηκε και στο σύνολο των γεγονότων της υπόθεσης και στα αναντίρρητα από τους Εφεσείοντες προσόντα, γνώσεις και καταλληλότητα της Εφεσίβλητης, κρίνοντας πως κατά την αξιόπιστη μαρτυρία είχαν ανατεθεί σε αυτήν κατά καιρούς (ως πλέον κατάλληλης για ανάληψη τους), η επιμέλεια και παρουσίαση διαφόρων προγραμμάτων.

 

        Τίποτα από όσα υποβλήθηκαν από τους Εφεσείοντες δεν δικαιολογούν την επί τούτω παρέμβαση μας.

 

        Οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 3 απορρίπτονται.

 

        Σε σχέση προς τους λόγους έφεσης 4 και 5, η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απόλυση της Εφεσίβλητης υπήρξε αδικαιολόγητη συνάδει πλήρως με τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε τη μαρτυρία με αναφορά και στο Άρθρο 5 του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 24/67 ο Ν.24/67»), αποφαινόμενο πως, παρά την επίκληση εκ πλευράς Εφεσειόντων της λήξης της σύμβασης απασχόλησης της Εφεσίβλητης, η σύμβαση είχε καταστεί ως αορίστου χρόνου, με τους Εφεσείοντες να μην κατορθώνουν να δείξουν τη συνδρομή των λόγων που επικαλέστηκαν, με συνεπόμενο η απόλυση της Εφεσίβλητης να κριθεί ως αδικαιολόγητη κατά τις προβλέψεις του Άρθρου 5(δ), Ν.24/67.

 

        Για όσα αφορούν στα επιδικασθέντα ποσά προς την Εφεσίβλητη, η απόφανση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν, ξανά, δεόντως αιτιολογημένη και βασισμένη στη μαρτυρία που έγινε δεκτή ως αξιόπιστη. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο είπε και αυτά για ό,τι τώρα ενδιαφέρει:

 

«………..…………………………………………………………………………………..Από τα ενώπιον μας γεγονότα προκύπτει ότι η Αιτήτρια εργάστηκε στην υπηρεσία των Καθ’ ων η αίτηση για τέσσερα σχεδόν συναπτά έτη και ότι λάμβανε για σκοπούς αποζημίωσης το εβδομαδιαίο ποσό των €512,50. Καθώς ανέφερε μετά την απόλυση της εργάστηκε για κάποιο διάστημα στον ραδιοσταθμό ΑΝΤ1 απ’ όπου απεχώρησε για προσωπικούς λόγους.

 

Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη τις πραγματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες τερματίστηκε η απασχόληση της Αιτήτριας, τις εβδομαδιαίες απολαβές της, την περίοδο απασχόλησης της στην υπηρεσία των Καθ’ ων η αίτηση, τη θέση που κατείχε, τις προοπτικές ανέλιξης στις οποίες αναφέρθηκε με βάση τα ακαδημαϊκά της προσόντα, το νεαρό της ηλικίας της, το γεγονός ότι αμέσως μετά την απόλυση της εργοδοτήθηκε σε άλλο σταθμό απ’ όπου απεχώρησε οικειοθελώς, κρίνουμε υπό τις περιστάσεις εύλογο και δίκαιο να της επιδικάσουμε, υπό μορφή αποζημίωσης, το ποσό των €4100 που αντιστοιχεί με τις απολαβές 8 βδομάδων.

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 9(γ) του Νόμου η Αιτήτρια δικαιούται πληρωμή αντί προειδοποίησης που αντιστοιχεί με απολαβές 5 βδομάδων, ήτοι ποσό €2562,50.

Εκδίδεται επομένως απόφαση υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση για το συνολικό ποσό των €6662,50 με νόμιμο τόκο. Περαιτέρω επιδικάζονται υπέρ της Αιτήτριας και εις βάρος των Καθ’ ων η αίτηση έξοδα όπως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

…………………………………………………………………………………………...».

 

        Δεν δικαιολογείται εφετειακή επέμβαση στα πιο πάνω.

 

        Οι λόγοι έφεσης 4 και 5 απορρίπτονται.

 

        Εν κατακλείδι.

       

        Η Πρωτόδικη Απόφαση ήταν ορθή από κάθε άποψη.

 

        Η έφεση απορρίπτεται.

 

        Επιδικάζουμε υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον των Εφεσειόντων έξοδα ύψους €3.200,00, συν ΦΠΑ (αν υπάρχει).

 

 

                                                                             Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                                                            Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

                                                                             Ν. Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

                                                                  

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο