ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ v. ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση αρ. 70/2014, 17/11/2021

ECLI:CY:AD:2021:A528

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 70/2014)

 

17 Νοεμβρίου, 2021

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

xxx xxx ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ

Εφεσείων/Eναγόμενος,

 

v.

 

ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ

Εφεσιβλήτων/εναγόντων.

 

--------------------

    Κ. Χατζηιωάννου, για Α.Κ. Χατζηιωάννου & Σία, για τον

εφεσείοντα

 

Θ. Καουτσάνη (κα) για Χρυσαφίνης και Πολυβίου ΔΕΠΕ, για

τους εφεσίβλητους

 

----------------

 

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σωκράτους, Δ.

……………….

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.:   Οι εφεσίβλητοι αξίωναν πρωτοδίκως εναντίον του εφεσείοντα (ως εναγομένου 1) και της πρώην συζύγου του (ως εναγόμενης 2) υπό την ιδιότητα του πρωτοφειλέτη και εγγυητή αντίστοιχα, διάφορα ποσά ως υπόλοιπο δανείου το οποίο χορηγήθηκε στο πρώτο με συμφωνία, τεκμ. 2, ημερ. 25 Ιανουαρίου, 2001.  Εναντίον της 2ης εναγόμενης εξεδόθη απόφαση (τεκμ. 3)  αφού παρέλειψε να εμφανιστεί στη διαδικασία.

 

Ήταν η δικογραφημένη θέση του εφεσείοντα, πως αποτελούσε όρο διά τη σύναψη του δανείου, ότι αυτό θα αποπληρωνόταν αποκλειστικά από την τότε σύζυγο του, η οποία ήτο εργοδοτούμενη των εφεσιβλήτων «οι οποίοι ανέλαβαν οι ίδιοι ευθύνη για υλοποίηση της συμφωνίας και διαβεβαίωσαν προς τούτο τον εφεσείοντα ότι ο ίδιος ουδέν ποσό θα κατέβαλλε ούτε θα οχλείτο ποτέ προς τούτο».

 

Πρόβαλε επίσης πως μεγάλο μέρος του δανείου χρησιμοποιήθηκε για εξόφληση πιστωτικών καρτών της συζύγου του και του πατέρα της.  ‘Ότι ο ίδιος υπέγραψε τη συμφωνία υπό την πίεση των εφεσιβλήτων, οι οποίοι δεν αποδέχονταν να συναφθεί δάνειο με τη σύζυγο του, διότι τα χρέη της είχαν φθάσει σε μη ανεκτά όρια και θα τοποθετείτο το όνομα της σε μαύρη λίστα.  Τον έπεισαν επίσης,  ότι η συμφωνία θα ήταν τυπική και εικονική για σκοπούς διευκολύνσεως της συζύγου του.

 

Μετά από ακροαματική διαδικασία κατά την οποία κατέθεσαν 2 μάρτυρες ήτοι ο Μ.Ε.1 για τους εφεσίβλητους και ο ίδιος ο εφεσείων, το πρωτόδικο δικαστήριο αποδεχόμενο την εκδοχή των εφεσιβλήτων εξέδωσε απόφαση εναντίον του εφεσείοντα για ποσό €43,643,32 με τόκο 9% επί ποσού €42.850,56 από 12.9.2006 κεφαλαιοποιούμενου την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου κάθε χρόνου μέχρι εξόφλησης.

 

Με έξι συνολικά λόγους έφεσης πλήττονται τα ευρήματα και η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

 

Θεωρούμε σκόπιμο να ασχοληθούμε με εκείνους εκ των λόγων οι οποίοι πλήττουν τα ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων, δεδομένου πως οι υπόλοιποι είναι συναφείς με την αποδοχή ή όχι της μαρτυρίας τους.

 

Προβάλλεται σχετικά με το 2ο λόγο έφεσης πως το πρωτόδικο Δικαστήριο «εσφαλμένα απέρριψε τη μαρτυρία του εναγομένου 1 και εσφαλμένα δέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΕ1 τα δε ευρήματα του είναι επισφαλή και/ή εσφαλμένα και δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία».

 

Τόσο με την αιτιολογία προς υποστήριξη του λόγου αυτού όσο και την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε, υποδεικνύεται πως η μαρτυρία του εφεσείοντα ήταν αναντίλεκτη και υποστηρίζεται από τα τεκμήρια και έγγραφα τα οποία κατέθεσαν οι εφεσίβλητοι.

 

Μεταξύ των εισηγήσεων του συνηγόρου του εφεσείοντα, προβάλλουν οι θέσεις πως (1) εσφαλμένα το Δικαστήριο δέχθηκε ως τεκμήριο την κατάθεση εγγράφου που περιείχε πρόταση συμβιβασμού, κατά την επανεξέταση του ΜΕ1 χωρίς να επιτρέψει την αντεξέταση επ’ αυτού και (2) εσφαλμένα αντιλήφθηκε και/ή αξιολόγησε την εξ ακοής ένορκη μαρτυρία της εναγομένης 2 και την αποφυγή αντεξέτασής της.

 

Κρίνουμε τις ανωτέρω θέσεις αβάσιμες και απορριπτέες.  Η αναφορά στο πρώτο ζήτημα αποδοχής εγγράφου κατά την επανέξεταση σχετίζεται με το τεκμ. 29.  To Δικαστήριο αποδεχόμενο την κατάθεση του, ως τεκμηρίου άκουσε τους συνηγόρους οι οποίοι επιχειρηματολόγησαν επί του αιτήματος του συνηγόρου του εφεσείοντα ο οποίος επιθυμούσε την αντεξέταση επί του περιεχομένου του, ενώ η συνήγορος του εφεσίβλητου ενίστατο.

 

Εξέδωσε δε, σε άλλη ημερομηνία, την ενδιάμεση του απόφαση, απορριπτική του αιτήματος για αντεξέταση, η οποία δεν αποτελεί αυτοτελή λόγο έφεσης και δεν πλήττεται η ορθότητα της.  Συνεπώς δεν μπορεί να εξεταστεί σε αυτό το πλαίσιο.

 

Παρά ταύτα επισημαίνουμε πως, ουδεμία αναφορά έγινε στο τεκμ. 29 ούτε επίκληση του περιεχομένου του από το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την αξιολόγηση του εφεσείοντα, ώστε βάσιμα να επικαλείται ο τελευταίος την λανθασμένη αποδοχή του ως τεκμηρίου, ούτε και ως μέρος των ευρημάτων του γι’ απόδειξη του χρέους.  Απλά, γίνεται αναφορά στη σελ. 25 της απόφασης, σε επιστολή ημερ. 19/8/2002, την οποία ο εφεσείων απέστειλε, προβαίνοντας σε εισήγηση διευθέτησης.

 

Αναφορικά με το υπό στοιχείο (2) ζήτημα, το οποίο συνδέεται με την αξιολόγηση του Μ.Ε.1, επιχειρείται από το συνήγορο του εφεσείοντα να καταδείξει πως τα τεκμ. 36 και 37 περιέχουν δηλώσεις της Ρ. Ευθυβούλου, τις οποίες οι εφεσίβλητοι δεν αντέκρουσαν και δεν την κάλεσαν γι’ αντεξέταση όπως προνοεί ο περί Αποδείξεως Νόμος, Κεφ. 9.

 

Από την αντίπερα όχθη η συνήγορος των εφεσιβλήτων υιοθετεί και υπεραμύνεται της ορθότητας των όσων το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε και όπως επίλυσε το εγερθέν ζήτημα.

 

Να σημειωθεί πως τα τεκμ. 36 και 37 αποτελούν μέρος πρακτικών στα οποία παρουσιάζεται μαρτυρία της Ρ. Ευθυβούλου/εναγόμενης 2, σε δύο άλλες αγωγές στα οποία ομιλούσε για ποσά τα οποία κατέβαλλε ως δόσεις.  Ζητήθηκε η κατάθεση τους, από το συνήγορο του εφεσείοντα, ενώ αντεξέταζε τον ΜΕ1 και το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά την ένσταση της συνηγόρου των εφεσιβλήτων, τα αποδέχτηκε ως τεκμήρια, για το σκοπό και μόνον, όπως ζήτησε ο συνήγορος του εφεσείοντα, της αντίκρουσης της μαρτυρίας του ΜΕ1, αναφορικά με όσα είπε για τη δόση που αποκόπτετο από το μισθό της εναγομένης 2 και στο θέμα της πληρωμής των οφειλών της.

 

Παρά το ότι δεν αποφαινόμαστε, αφού δεν ηγέρθηκε τέτοιος λόγος, για την ορθότητα της ενέργειας αυτής, ωστόσο κρίνουμε πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επέλυσε το ζήτημα επισημαίνοντας πως:

 

«Το περιεχόμενο των τεκμηρίων 36 και 37 αποτελεί μέρος μαρτυρίας της εναγομένης 2, προσώπου που δεν κλήθηκε να δώσει μαρτυρία στην παρούσα.  Τα πρακτικά αυτά καμία αναφορά κάνουν σε οτιδήποτε είπε ο ίδιος ο ΜΕ1 ώστε ενδεχομένως να μπορούσε να αξιολογηθεί η δική του μαρτυρία σχετικά εάν και εφόσον ερωτείτο περί τούτων.  Σίγουρα τα όσα αναφέρονται στα εν λόγω τεκμήρια αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία, η οποία υπό κάποιες προϋποθέσεις γίνεται αποδεκτή στο Δικαστήριο αλλά για την αξιολόγηση της το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 27 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9.  Στην παρούσα υπόθεση όπως ήδη ανέφερα ο εναγόμενος 1 επέλεξε να μην καλέσει ο ίδιος το εν λόγω πρόσωπο να καταθέσει σε σχέση με τα όσα αναφέρονται εκεί χωρίς να δοθεί περί τούτου συγκεκριμένη αιτιολογία πέραν του γεγονότος ότι πρόκειται για την πρώην σύζυγο του.  Από την άλλη όμως θεωρώ ότι είναι άδικο η μη κλήτευση του συγκεκριμένου προσώπου από τους ενάγοντες, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 26 του ιδίου Νόμου, να θεωρηθεί και αποδοχή του περιεχομένου τους μεταθέτοντας το σχετικό βάρος για ισχυρισμό που προωθεί η υπεράσπιση στους ενάγοντες.  Συνεπώς κρίση μου είναι ότι καμία βαρύτητα τα σχετικά πρακτικά μπορεί να προσδώσουν στην μαρτυρία του εναγομένου 1 ή επιβεβαίωση της από τη μη αντεξέταση του ιδίου σε σχέση μ’ αυτά.  Τούτου δεδομένου τα τεκμήρια αυτά δεν μπορεί να βοηθήσουν την υπεράσπιση του εναγόμενου 1 με οποιοδήποτε τρόπο…..»

 

Υπενθυμίζουμε πως η σχετική εξουσία κλήτευσης μαρτύρων για αντεξέταση σε περίπτωση εξ ακοής μαρτυρίας παρέχεται με το άρθρο 26 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9, σε περίπτωση κατά την οποία οποοιοσδήποτε διάδικος προσάγει εξ ακοής μαρτυρία και δεν κλητεύει ως μάρτυρα στη διαδικασία το πρόσωπο το οποίο έχει προβεί στην αρχική δήλωση. Τότε παρέχεται το δικαίωμα, η δυνατότητα, σε οποιοδήποτε άλλο διάδικο, να κλητεύσει κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου για αντεξέταση, το εν λόγω πρόσωπο.

 

Στην κρινόμενη περίπτωση, οι εφεσίβλητοι δεν επικαλέστηκαν δηλώσεις της εναγόμενης 2 ώστε να θεωρηθεί ότι την υιοθετούν, ούτε προσφέρθηκε μαρτυρία εκ μέρους της εναγομένης 2 από τον εφεσείοντα ώστε οι εφεσίβλητοι να έπρεπε να την αντεξετάσουν.  Η κλήση μάρτυρα γι’ αντεξέταση, για προώθηση θέσης την οποία ο εφεσείων επικαλείται προς υπεράσπιση του, δεν αποτελούσε καθήκον και υποχρέωση των εφεσιβλήτων.

 

Κρίνουμε πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επιτέλεσε το έργο της αξιολόγησης των μαρτύρων ώστε να μην υπάρχει περιθώριο επέμβασης μας.  Παρατηρούμε πως στην πρωτόδικη απόφαση εντοπίζεται επαρκής αιτιολογία, πέραν των ανωτέρω αναφερθέντων για τους λόγους αποδοχής ή απόρριψης της μαρτυρίας.  Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή τα ίδια τα ευρήματα του (Παπανδρέου Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 45/2014 ημερ. 5/10/2016, A.A. Pilottos Ltd v. Cyprus Petroleum Refinery Ltd, Πολ. Έφ. 90/2013, ημερ. 19/10/2021). Συνακόλουθα ο σχετικός λόγος έφεσης, ως ανεδαφικός, απορρίπτεται.

 

Έκθετος σε απόρριψη ενόψει της κρινόμενης ως ορθής αξιολόγησης των μαρτύρων, είναι ο 5ος λόγος έφεσης με τα οποία ο εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο δεν εδέχθη ότι η συμφωνία δανείου ήταν προϊόν αθέμιτων πιέσεων.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στηριζόμενο και σε όσα ο ίδιος ο εφεσείων κατέθεσε, κατέληξε πως ο εφεσείων προήλθε σε συμφωνία με τους εφεσίβλητους ελευθέρα βουλήσει προφανώς κατόπιν διαβουλεύσεων με τη σύζυγο του, εναγόμενη 2, για λόγους που αφορούν τους ίδιους και για ικανοποίηση κοινών τους εξόδων.

 

Επισημαίνουμε όμως, πως υπεράσπιση για υπογραφή σύμβασης κατόπιν αθέμιτων πιέσεων η οποία να τη καθιστά ακυρώσιμη δεν ετέθη.  Οι προβληθέντες δικογραφημένοι ισχυρισμοί, μιλούσαν για πιέσεις, προτροπές και διαβεβαιώσεις των εφεσιβλήτων προς τον εφεσείοντα, πως το δάνειο θα ήταν εικονικό και τυπικά θα έφερε το όνομα του.

 

Ωστόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο το εξέτασε, παρατηρώντας πως δεν προσκομίστηκε μαρτυρία για απόδειξη αθέμιτων πιέσεων και σημείωσε πως ο εφεσείων αποδέχθηκε σε σχέση με την υπογραφή και σύναψη της συμφωνίας πως «όταν είσαι ζευγάρι κάνεις επιλογές κάποτε οι οποίες γνωρίζεις ότι δεν είναι οι ορθές» και ότι «τα έξοδα που έχεις ως ζευγάρι είναι κοινά.»

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης προβάλλει τον ισχυρισμό ότι το «πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αντιλήφθηκε και/ή ερμήνευσε την επίδικη συμφωνία δανείου ιδίως το τεκμήριο 1 και τεκμ. 17».

 

Ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστράφηκε η επιχειρηματολογία του συνηγόρου του εφεσείοντα είναι πως η συμφωνία ήταν ουσιαστικά τριμερής ήτοι μεταξύ όχι μόνον εφεσείοντα και εφεσιβλήτων αλλά και εναγόμενης 2 και πως αυτό επιβεβαιώνεται από το τεκμήριο 1. 

 

Τονίζεται με ιδιαίτερη έμφαση από το συνήγορο του εφεσείοντα, πως η εντολή την οποία η Ρ. Ευθυβούλου έδωσε προς τους εφεσίβλητους για αποκοπή ποσoύ €334 μηνιαίως για  πληρωμή της δόσης του δανείου, ήταν συναφής με τον όρο που περιελάμβανε το τεκμ. 1 και ως εκ τούτου την καθιστούσε μέρος της συμφωνίας δανείου και πως ο εφεσείων δεν υπείχε υποχρέωση καταβολής οιασδήποτε δόσεως.

 

Η συνήγορος των εφεσιβλήτων προβάλλει μια αντίθετη βέβαια θέση, υποδεικνύοντας πως ο εφεσείων με την υπογραφή του τεκμ. 2, τη γραπτή συμφωνία μεταξύ εκείνου και των εφεσιβλήτων, κωλύεται να προβάλλει τους ανωτέρω ισχυρισμούς

 

Έχοντας υπόψη τις εισηγήσεις των συνηγόρων επισημαίνουμε πως: Το τεκμήριο 1 αποτελεί  την απόφαση/έγκριση των εφεσιβλήτων ημερ. 22/1/2001, απευθυνόμενη- προς τον εφεσείοντα, ο οποίος την υπογράφει στις 25/1/2001.  Με αυτήν πληροφορείται ότι εγκρίθηκε δάνειο τακτής προθεσμίας ΛΚ20,000.  Ρυθμίζει το επιτόκιο με το οποίο θα χρεώνεται και ως εξασφαλίσεις καθορίζει τις: προσωπική εγγύηση της κας Ρ. Ευθυβούλου και λοιπές κατεχόμενες εγγυήσεις/εξασφαλίσεις.  Στην δεύτερη σελίδα αυτού, υπό τον τίτλο «Λοιποί όροι και προϋποθέσεις» καθορίζει την περίοδο και τρόπο αποπληρωμής του, που είναι οι μηνιαίες δόσεις και πως «οι δόσεις να αποκόπτονται από τη μισθοδοσία της κας Ρ. Ευθυβούλου».

 

Αυθημερόν ήτοι 25/1/2001 ο εφεσείων συνήψε τη σύμβαση, τεκμ. 2 ως ¨ο πελάτης».  Η Ρ. Ευθυβούλου υπέγραψε ξεχωριστή σύμβαση εγγύησης (τεκμ. Γ στην ένορκη δήλωση της  αίτησης για απόφαση)  Κατόπιν τούτου, ανοίχθηκε λογαριασμός δανείου από τον οποίο ο εφεσείων, με εντολή πληρωμής (τεκμ. 10)  απέσυρε το ποσό των ΛΚ20,000, το οποίο κατέθεσε σε τρεχούμενο λογαριασμό του από τον οποίο με δικές του εντολές έγιναν πληρωμές που εκάλυπταν δικές του προσωπικές οφειλές καθώς και οφειλές της Ρ. Ευθυβούλου και Α. Ευθυβούλου (τεκμ. 12-14).

 

Τα ανωτέρω αποτελούν ευρήματα, αδιαμφισβήτητα και αναντίλεκτα.

 

Το τεκμ. 17 στο οποίο ο συνήγορος του εφεσείοντα παραπέμπει, αποτελεί επιστολή της Ρ. Ευθυβούλου προς τους εφεσίβλητους, με την οποία τους εξουσιοδοτεί να αποκόπτουν από το μηνιαίο μισθό της το ποσό των ΛΚ334 και το εμβάζουν στο ποσό του επίδικου δανείου.  Την εν λόγω εντολή ανακάλεσε με το τεκμ. 18 και έτσι σταμάτησαν οι εφεσίβλητοι να αποκόπτουν τη δόση.

 

Είναι σαφές από τα ανωτέρω πως η επιστολή τεκμ. 17 δεν καθιστά την σύμβαση, τεκμ. 2, τριμερή, ούτε δημιουργεί υποχρέωση στους εφεσίβλητους να αποκόπτουν μονίμως από το μισθό της Ρ. Ευθυβούλου, το ποσό της δόσης και να θεωρηθεί ότι παραβαίνουν εκείνοι (οι εφεσίβλητοι) τη σύμβαση δανείου.

 

Κρίνουμε πως ορθά το Δικαστήριο ερμήνευσε τους όρους των διαφόρων τεκμηρίων και σημειώνει, αφού αναφέρεται στο τεκμ. 1, πως:

 

«Πέραν τούτου στην εν λόγω επιστολή καταγράφεται ότι «Η επιστολή μας αυτή δεν δημιουργεί για την Τράπεζα οποιαδήποτε νομική υποχρέωση, οι δε σχέσεις σας με την Τράπεζα θα διέπονται από τους όρους των σχετικών συμβολαίων που υπογράφηκαν ή θα υπογραφούν.  Νοείται βεβαίως ότι θα τηρηθούν και θα τηρούνται από εσάς όλες οι προϋποθέσεις και όροι που περιέχονται στην παρούσα επιστολή.»  Η συμφωνία επίσης η οποία φέρει την ίδια ημερομηνία αναγράφει στον όρο 10 τον οποίο είναι η θέση του κ. Χατζηιωάννου ότι οι ενάγοντες επίσης παρέβηκαν: «Οι όροι αυτής της συμφωνίας μπορούν να τροποποιηθούν και ή να συμπληρωθούν με τη συγκατάθεση και των δύο συμβαλλομένων.  Εννοείται ότι τα δικαιώματα της Τράπεζας βάσει των άλλων παραγράφων αυτής της συμφωνίας δεν επηρεάζονται καθόλου από την παρούσα παράγραφο».

 

 

Σημαντικές επίσης οι πρόνοιες της συμφωνίας, τεκμ. 2, οι οποίες αναφέρονται σε πράξεις και ενέργειες των αντισυμβαλλόμενων και μόνον, οι οποίες δεσμεύουν αυτούς ενώ η παραβίαση τους επιφέρει συνέπειες προς τον πελάτη, όπως επιβολή τόκου υπερημερίας κ.α.  Δεν αναφέρονται και δεν παραπέμπουν σε τρίτο πρόσωπο ούτε έχει υπογραφεί από τρίτο πρόσωπο, το τεκμ. 2.  Η υποχρέωση της Ρ. Ευθυβούλου για πληρωμή πηγάζει από τη σύμβαση εγγύησης, τεκμ. Γ γι’ αυτό και καταχωρήθηκε και εναντίον της η αγωγή.  Οι εφεσίβλητοι δεν έχουν παραβεί – και δεν προτάσσεται κάτι τέτοιο εκ μέρους του εφεσείοντα – τους όρους του τεκμ. 2 ώστε να δημιουργείται δικαίωμα αποζημίωσης του εφεσείοντα. Ούτε από το τεκμ. 17 εναποτίθεται οποιοδήποτε καθήκον στους εφεσίβλητους, το οποίο να απαλλάσσει τον εφεσείοντα από την υποχρέωση καταβολής των δόσεων και του ποσού το οποίο δανείστηκε.

 

Συνεπώς ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με το ανωτέρω σκεπτικό συμπαρασύρεται προς απόρριψη και ο τρίτος (3ος) λόγος έφεσης με τον οποίο ο εφεσείων διατείνεται πως εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν προέβη σε εύρημα ότι οι ενάγοντες παρέβησαν τη συμφωνία δανείου με συνέπεια την απαλλαγή του εναγομένου.

 

Αμφισβήτηση της απόδειξης της οφειλής του εφεσείοντα προς τους εφεσίβλητους εγείρεται με τον 4ο λόγο έφεσης.

 

Ως μέρος της αιτιολογίας αυτού, προτάσσεται η επίκληση της «εξ ακοής μαρτυρίας της εναγομένης 2 σε άλλες υποθέσεις που αποδείκνυε ότι η οφειλή είχε εξοφληθεί και μόνο εικονικά διατηρείτο σε εκκρεμότητα το δάνειο».

 

Ήδη έχει αναλυθεί το ζήτημα τούτο κατά την εξέταση του 2ου λόγου έφεσης και θεωρήθηκε ότι τα πρακτικά, τεκμ. 36 και 37, δεν μπορεί να αποτελούν ασφαλές βάθρο εξαγωγής συμπερασμάτων, πολύ περισσότερο του συμπεράσματος το οποίο μας καλεί ο εφεσείων να εξάξουμε, ότι το δάνειο έχει εξοφληθεί.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του την αναλυτική κατάσταση λογαριασμού, τεκμ. 7, όπου παρουσιάζεται η κίνηση του με τη χορήγηση του δανείου και τις καταβληθείσες δόσεις όπως και το επιβληθέν επιτόκιο.  Σημειώνουμε πως στις περιπτώσεις δανείου, οι καταστάσεις λογαριασμού είναι πολύ πιο εύκολο να ελεγχθούν και αποτυπωθούν, σε σύγκριση με τρεχούμενο λογαριασμό όπου γίνονται συνεχείς κινήσεις και καταχωρήσεις.

 

Η αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού τεκμ. 7(Α) παρουσιάζει το τελικό οφειλόμενο ποσό όπως διαμορφώθηκε – μειωμένο – μετά τη μείωση του επιτοκίου.  Αυτό αποτελεί μια συνήθη πρακτική των Τραπεζών, η οποία έχει εγκριθεί από τη νομολογία (Γ. Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 1238, Παπαχριστοφόρου κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ., (2015) 1 ΑΑΔ 2326, ECLI:CY:AD:2015:A743) ώστε να αφαιρούνται κάποιες χρεώσεις η επιβολή επιτοκίων, προς ικανοποίηση του πελάτη τους και ενθάρυνση για εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης.

 

Με δεδομένη την αποδοχή, ως αξιόπιστης, της μαρτυρίας του ΜΕ1 και αναξιόπιστης εκείνη του εφεσείοντα, ο οποίος εξέφραζε εικασίες και όχι βεβαιότητα για πληρωμή περισσότερων δόσεων και εξόφληση του δανείου, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι αποδείχθηκε η οφειλή.

 

Σημειώνουμε πως είναι άσχετο, προς την ύπαρξη της οφειλής, θέμα, η ισχυριζόμενη καθυστέρηση στην έγερση αγωγής και αναζήτηση θεραπείας καθώς επίσης άσχετο και το γεγονός ότι άλλες δύο αγωγές οι οποίες είχαν καταχωρηθεί από τους εφεσίβλητους εναντίον του εφεσείοντα έχουν αποσυρθεί.

 

Έκθετος σε απόρριψη και ο έκτος λόγος έφεσης με τον οποίο χαρακτηρίζεται ως λανθασμένο το εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι επίδικες υποθήκες δεν είχαν εξοφληθεί.

 

Με δεδομένες τις συμβάσεις και έγγραφα Υποθηκών (τεκμ. 4, 5 και 6) καθώς και τις πρόνοιες αυτών, σύμφωνα με τις οποίες οι υποθήκες κάλυπταν όλες τις υποχρεώσεις, υφιστάμενες και μελλοντικές, εύλογα το Δικαστήριο οδηγήθηκε στο επίμαχο εύρημα του.  Αναφέρει σχετικά:

 

«Εξετάζοντας κάθε ένα από τους ισχυρισμούς του εναγομένου 1 οι οποίοι περιέχονται στην παρ. 18 της γραπτής του δήλωσης (τεκμήριο Β) και αρχίζοντας με την αναφορά για εξόφληση της υποθήκης τεκμήριο 4 για τους λόγους που προβάλλει δεν μπορεί να ευσταθεί.  Ο εναγόμενος 1 ισχυρίζεται ότι η εν λόγω υποθήκη που δόθηκε το 1995 αναφορικά με δάνειο το οποίο το 1998 εξοφλήθηκε με το στεγαστικό δάνειο αντικείμενο της αγωγής 3609/08, έπαψε να υφίσταται εφόσον και εν λόγω αγωγή αποσύρθηκε εναντίον του.  Η ουσία κατά την κρίση μου είναι ότι η οφειλή που η υποθήκη αυτή εξασφάλιζε συνέχιζε να υφίσταται ακόμη και μέχρι την καταχώρηση της αγωγής 3609/08 στις 20/6/08 (τεκμ. 34).  H απόσυρση δε της αγωγής αυτής εναντίον του εναγομένου 1 για τον οποιοδήποτε λόγο και ή ακόμη για το λόγο που εναγόμενος 1 ισχυρίστηκε στη βάση της βεβαίωσης του 2005, χωρίς βέβαια να καταλήγω σε τέτοιο εύρημα, δεν επηρεάζει την ισχύ της συμφωνίας υποθήκης έχοντας κατά νου τους όρους αυτής τους οποίους έχω παραθέσει πιο πάνω.  Η ίδια είναι η θέση μου και για τον ισχυρισμό του εναγόμενου 1 για εξόφληση της δεύτερης υποθήκης (τεκμ. 5) με την εξόφληση ενός δανείου του 1999 (τεκμ. 40 και 41) με την υπογραφή άλλου δανείου το 2002.  Με το τεκμήριο 38 που ο εναγόμενος 1 κατέθεσε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι και για την παροχή του προαναφερόμενου δανείου το 2002 οι εξασφαλίσεις, οι οποίες ίσχυαν μέχρι τότε, παραμένουν οι ίδιες.

 

Το ίδιο ισχύει και για την τρίτη υποθήκη (τεκμ. 6).  Χωρίς να αμφισβητώ ότι με το τεκμ. 39 πληρώθηκε το δάνειο που παραχωρήθηκε στον εναγόμενο 1 (τεκμ. 42) παρόλο που το Δικαστήριο δεν καταλήγει σε τέτοιο εύρημα εφόσον κατά την κρίση μου δεν αφορά την παρούσα, η ουσία είναι ότι κατά το χρόνο εκείνο υφίσταντο και άλλες οφειλές μεταξύ των μερών, όπως προκύπτει και από πιο πάνω, οι οποίες εκκρεμούσαν ακόμη και κατά το χρόνο σύναψης της επίδικης συμφωνίας δανείου, τις οποίες οι επίδικες υποθήκες εκάλυπταν.»

 

Συνακόλουθα η έφεση απορρίπτεται.  Επιδικάζονται έξοδα €3.000, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα.

 

                                                               Α. Λιάτσος, Δ.

 

                                                               Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ

 

                                                               Δ. Σωκράτους, Δ.

 

 

/Κας

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο