HEINRICH v. BANC DE BINARY LIMITED, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε148/2016, 16/11/2021

ECLI:CY:AD:2021:A556

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε148/2016)

 

26 Νοεμβρίου, 2021

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]

 

XXX HEINRICH,

 

Εφεσείουσα-Ενάγουσα,

ν.

 

 

BANC DE BINARY LIMITED,

 

Εφεσίβλητης-Εναγομένης 1.

____________________

 

Χρίστος Γαλανός, για Μιχαλάκης Κυπριανού & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Γιώργος Κτωρίδης, μαζί με Νίκο Δημητρίου, για ΄Αθως Δημητρίου Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

____________________

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.

____________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Με την υπό εξέταση έφεση, προσβάλλεται η ορθότητα της απόφασης Δικαστού του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία ακυρώθηκε προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα, (το διάταγμα), που είχε εκδοθεί, αρχικά, μονομερώς.  Η σχετική, ως προς τούτο, διαδικασία είχε αναληφθεί με πρωτοβουλία της εφεσείουσας, ενάγουσας στην αγωγή αρ. 4132/2015, (η αγωγή).  Η αγωγή καταχωρίστηκε στις 20.8.2015, με γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα.  Κατά την ίδια, ως άνω, ημερομηνία, καταχωρίστηκε και η μονομερής αίτηση.  Το διάταγμα εκδόθηκε μερικές ημέρες μετά, στις 25.8.2015, δυνάμει του άρθρου 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960).  Αυτό απαγόρευε στην εφεσίβλητη, εναγομένη 1 στην αγωγή, (η εφεσίβλητη), να αποξενώσει περιουσιακά της στοιχεία αξίας μέχρι ποσού ΗΠΑ $200.000,00, ή μέχρι αντίστοιχου ποσού σε ευρώ.   

 

Στην πορεία, αφού καταχωρίστηκε, στο μεταξύ, η ένσταση της εφεσίβλητης, διεξήχθη, στην ίδια νομική βάση επί της οποίας το διάταγμα είχε, αρχικά, εκδοθεί, ακρόαση, προς αναθεώρησή του.  Σημειώνεται πως, στην αγωγή, υπάρχει και δεύτερη εναγομένη, η BDB Services Limited, (η εναγομένη 2).  Ανάλογο δε απαγορευτικό διάταγμα με το προαναφερθέν εκδόθηκε και εναντίον της.  Η ίδια, όμως, δεν εμφανίστηκε στην ημερομηνία κατά την οποία τούτο ήταν επιστρεπτέο, με αποτέλεσμα αυτό να καταστεί απόλυτο.

 

Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι δύο εναγόμενες είναι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης και δραστηριοποιούνται στην παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, με ειδικότητα στις δυαδικές επιλογές, (binary options).  ΄Οσον αφορά, ειδικά, την εφεσίβλητη, αυτή συστάθηκε στην Κύπρο και έχει έδρα της τη Λευκωσία.  Διεξάγει δε τις εργασίες της, αποκλειστικά, με χώρες της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, από γραφείο το οποίο διατηρεί στη Λεμεσό.  Η εναγομένη 2 ιδρύθηκε στις Σεϋχέλλες, όπου διατηρεί την έδρα των εργασιών της, προσφέροντας υπηρεσίες σε επενδυτές προερχομένους από χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης.  Σημειώνεται πως, για σκοπούς της προαναφερθείσας οικονομικής δραστηριότητάς τους, χρησιμοποιούν, και οι δύο, την εμπορική επωνυμία Banc De Binary.

 

Το Δικαστήριο, αφού προέβη σε ανασκόπηση της ενώπιόν του μαρτυρίας, κατέληξε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32(1) του Ν. 14/1960.  Αντίθετα, δηλαδή, προς την αρχική αντίληψη, κατά την ακρόαση στη διαδικασία αναθεώρησης του διατάγματος, διαπίστωσε ότι η εφεσείουσα δεν αποκάλυψε σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, ούτε κατέδειξε την ύπαρξη πιθανότητας αυτή να δικαιούται σε θεραπεία.  Επιπρόσθετα, διαπίστωσε πως δεν ικανοποιείτο και η τρίτη προϋπόθεση του εν λόγω άρθρου, η οποία απαιτεί να καταδειχθεί η ύπαρξη δυσκολίας ή αδυναμίας απονομής πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο.  Οι πιο πάνω διαπιστώσεις, δικαιολογημένα, κατέστησαν μη αναγκαία την εξέταση της αρχής του άρθρου 32(1), που επέβαλλε να καταδειχθεί το κατά πόσο θα ήταν δίκαιη ή πρόσφορη η διατήρηση του διατάγματος σε ισχύ.  Το Δικαστήριο κατέληξε ως ανωτέρω, στη βάση του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων που υποστήριζαν τη μονομερή αίτηση και την ένσταση, αντίστοιχα.

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου να ακυρώσει, κατά το στάδιο της αναθεώρησης, το εκδοθέν μονομερώς διάταγμα προσβάλλεται με τρεις λόγους έφεσης.  Στο επίκεντρο όλων είναι η θέση ότι αυτό παρέλειψε να εφαρμόσει ορθά τις πρόνοιες του άρθρου 32(1), υπό το φως της ενώπιόν του τεθείσας, ως ανωτέρω, μαρτυρίας.  Συγκεκριμένα, όπως έχει η σχετική εισήγηση, το Δικαστήριο παρέλειψε να αντιληφθεί την επιτηδευμένη, ουσιαστικά, παρουσίαση της εφεσίβλητης ως εμπλεκομένης στην επένδυση την οποία η εφεσείουσα επιχείρησε μέσω της Banc De Binary.  Τούτο προκύπτει από την αναγραφή του ονόματος της εφεσίβλητης και άλλων συναφών στοιχείων, που την καθόριζαν ως νομική οντότητα, περιλαμβανομένης της πιο πάνω εμπορικής επωνυμίας, στην ηλεκτρονική αλληλογραφία που η εφεσείουσα είχε, για τον, ως άνω, σκοπό, με διάφορα φυσικά πρόσωπα, τα οποία ενεργούσαν υπό την εν λόγω εμπορική επωνυμία.  Στο πλαίσιο αυτό, εξέλαβε, επίσης, ως αδιαμφισβήτητα γεγονότα, ισχυρισμούς που αναφέρονταν στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την ένσταση της εφεσίβλητης.   

 

Μια γενική παρατήρηση είναι πως, σε κάθε περίπτωση, η σχέση της εφεσείουσας με οποιοδήποτε οργανισμό ανέλαβε την επένδυση, ως ανωτέρω, των χρημάτων της δεν μπορεί παρά να ήταν συμβατική, ανεξάρτητα του τρόπου με τον οποίο καταρτίστηκε η σχετική σύμβαση.  Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η εφεσείουσα είχε συνάψει τέτοια σύμβαση, ως η προαναφερθείσα.  Η εφεσίβλητη, όμως, αμφισβητεί ότι, στην πραγματικότητα, η εφεσείουσα είχε συμβληθεί με αυτήν.  Ισχυρίζεται πως το άλλο συμβαλλόμενο μέρος στην εν λόγω σύμβαση ήταν η εναγομένη 2 και όχι η ίδια.

 

Το Δικαστήριο, είναι γεγονός πως, κατά την εξέταση της ενώπιόν του μαρτυρίας, προσέδωσε ιδιαίτερη σημασία και δέχθηκε ως δεδομένη τη θέση της εφεσίβλητης ότι αυτή δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με τα φυσικά πρόσωπα που επικοινωνούσαν με την εφεσείουσα, τα οποία την προέτρεψαν να προβεί σε συγκεκριμένες επενδύσεις.  Στη βάση τούτη, έκρινε ότι, όπως το έθεσε, «αναμένετο να ξεκαθαρισθεί το όλο ζήτημα» από την εφεσείουσα.  Στο ίδιο πλαίσιο, αναφέρθηκε, επιπρόσθετα, σε «αμφισβητούμενες αναφορές στην ένορκη δήλωση» εκ μέρους της εφεσίβλητης, σε σχέση με ενέργειές της, «κατά την παροχή συμβουλών για επενδύσεις» προς την εφεσείουσα, οι οποίες, όπως παρατήρησε, δεν έτυχαν, και πάλι, απάντησης από την τελευταία.

 

Το Δικαστήριο, υπό το φως των πιο πάνω παρατηρήσεών του, πασιφανώς, έθεσε «βάρος απόδειξης» στην εφεσείουσα, εφαρμόζοντας, έτσι, λανθασμένα τις υπό εξέταση πρώτες δύο προϋποθέσεις του άρθρου 32(1).  Η εφεσείουσα, όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, είχε να καταδείξει μόνο την ύπαρξη συζητήσιμης απαίτησης.  Τούτο ικανοποιείται με την παράθεση, στην έκθεση απαίτησης, εφόσον αυτή υπάρχει, ουσιωδών γεγονότων ή με την παράθεση ισχυρισμών μέσω ενόρκου δηλώσεως, που να καταδεικνύουν ότι το πρόσωπο που ζητά την έκδοση του απαγορευτικού διατάγματος έχει να προβάλει συγκεκριμένη απαίτηση ή απαιτήσεις δυνάμενες να στοιχειοθετηθούν στη βάση καθορισμένων αρχών του δικαίου. 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η εφεσείουσα ισχυριζόταν ότι συνήψε την εν λόγω συμβατική σχέση καθ’ υπόδειξη και προτροπή κάποιου ή κάποιων από τα φυσικά πρόσωπα με τα οποία αυτή επικοινωνούσε διαδικτυακά και τα οποία παρουσιάζονταν να ενεργούσαν, γενικά, για την Banc De Binary.  Τούτο συνέβη, στη βάση, όπως θεωρεί, ψευδών ή απατηλών παραστάσεων, που την έπεισαν να προβεί στη σύναψη της υπό αναφορά σύμβασης.   Οι παραστάσεις αυτές ασκήθηκαν, όπως η ίδια ισχυρίζεται, στο πλαίσιο συνωμοσίας, η οποία διενεργήθηκε σε βάρος της από την εφεσίβλητη και την εναγομένη 2, με τη συνδρομή των φυσικών προσώπων, που ενεργούσαν εξ ονόματός τους, ειδικά της εφεσίβλητης.  Στη συνέχεια, όπως ισχυρίζεται, οι υποδείξεις και οι προτροπές των, ως άνω, φυσικών προσώπων, που την οδήγησαν σε ζημιογόνες επενδύσεις, συνιστούσαν παραβίαση της εν λόγω σύμβασης, δεδομένων των όρων της, που υπόσχονταν κέρδη γι’ αυτήν.  Εξ ου και η ίδια, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης αγωγής, απαιτεί από την εφεσίβλητη την καταβολή ειδικών αποζημιώσεων, ανερχομένων στο ποσό των ΗΠΑ $162.116,57.

Επιπρόσθετα, η εφεσείουσα θεωρεί πως, στα ανωτέρω, συνέβαλε η συμπερίληψη, σε αρκετές περιπτώσεις, του ονόματος της εφεσίβλητης Banc De Binary Limited στην προαναφερθείσα ηλεκτρονική αλληλογραφία, που η ίδια είχε ανταλλάξει με τα εν λόγω φυσικά πρόσωπα, τα οποία κατονομάζει στο πλαίσιο της αίτησής της.  Μάλιστα, είναι η θέση της πως, έτσι, διδόταν σε αυτήν η εντύπωση ότι θα είχε τις υπηρεσίες της εφεσίβλητης, η οποία ενεργούσε υπό την αυστηρή επίβλεψη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς της Κύπρου, καθότι αδειούχα δυνάμει του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου του 2007, (Ν. 144(Ι)/2007).  Για την ικανοποίηση της ύπαρξης συζητήσιμης απαίτησης, σαφώς, δε χρειάζεται κάτι περισσότερο από τα προαναφερθέντα, (βλ. Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557).

 

Σύμφωνα με την επόμενη προϋπόθεση του άρθρου 32(1), απαιτείται όπως καταδειχθεί η ύπαρξη πιθανότητας απόδοσης θεραπείας.  Το θέμα τούτο εξετάζεται με αναφορά στη μαρτυρία που τίθεται ενώπιον του δικαστηρίου, ειδικά, από τον αιτητή.  Αυτή διερευνάται με κριτική προσέγγιση, έχοντας κατά νου ότι το περιεχόμενό της πρέπει να συνάδει με τη λογική των πραγμάτων.  Εν προκειμένω, η χρήση της επωνυμίας Banc De Binaryσε ηλεκτρονική αλληλογραφία που η εφεσείουσα είχε με τα εν λόγω φυσικά πρόσωπα, προφανώς, τής στερούσε τη δυνατότητα η ίδια να γνώριζε, με βεβαιότητα, ποιο ήταν το νομικό πρόσωπο με το οποίο αυτή επικοινωνούσε κάθε φορά.  Δεν ήταν, όμως, η επικοινωνία με τα πρόσωπα τούτα, κατά τον πιο πάνω τρόπο, δική της επιλογή.  Επομένως, δεν μπορεί εύλογα να τής αποδοθεί ότι ο ενόρκως δηλών, στην ένορκη δήλωση εκ μέρους της, εκφραζόταν, σε σχέση με τη συγκεκριμένη πτυχή, κατά «τρόπο συγχυστικό», όπως η παρατήρηση του Δικαστηρίου.

 

΄Οσον αφορά την εμπλοκή της εφεσίβλητης στην επενδυτική δραστηριότητα της εφεσείουσας, τούτο προκύπτει από την προαναφερθείσα ηλεκτρονική αλληλογραφία.  Σε πολλές περιπτώσεις, αναγραφόταν, σε ηλεκτρονικά μηνύματα που αποστέλλονταν στην εφεσείουσα, στο πιο πάνω πλαίσιο, το όνομα και η διεύθυνση, στη Λεμεσό, της εφεσίβλητης.  Χαρακτηριστικό είναι ότι, στο επεξηγηματικό έγγραφο που συνοδεύει το ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 16.6.2014, (τεκμήριο 10), αναφέρεται πως η Banc De Binary, χωρίς τη λέξη “Limited, ώστε η αναφορά να παραπέμπει, γενικά, στην εν λόγω εμπορική επωνυμία: is a Financial Services Company authorized and regulated by the Cyprus Securities Exchange Commission (CySEC) under license no. 188/13 ...”.  Παρόμοιες αναφορές ή αναφορές μόνο στο όνομα της εφεσίβλητης και στη διεύθυνσή της στη Λεμεσό, οι οποίες καταγράφονται στην ένορκη δήλωση εκ μέρους της εφεσείουσας, υπάρχουν και σε άλλα έγγραφα της εν λόγω αλληλογραφίας, προερχόμενα από τα φυσικά αυτά πρόσωπα.  Επομένως, σύμφωνα με τα όσα έχουν προαναφερθεί, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εφεσείουσα παρέθεσε ικανοποιητικά στοιχεία μαρτυρίας στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτησή της, ώστε να έπρεπε να διαπιστωθεί ότι ικανοποιείτο και η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32(1), (βλ., και πάλι, Odysseos v. Pieris Estates and Others, ανωτέρω).

 

Το Δικαστήριο, τέλος, εξέτασε κατά πόσο θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη στην εφεσείουσα σε μεταγενέστερο στάδιο.  Πρόκειται για την τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32(1).  Κατέληξε πως ούτε και αυτή συνέτρεχε, δεδομένης της αξίωσης της εφεσείουσας για αποζημιώσεις και, δη, σε μια περίπτωση, για συγκεκριμένο ποσό.  Αιτιολόγησε την κρίση του, συναφώς, με παραπομπή σε μαρτυρία εκ μέρους της εφεσίβλητης, ότι αυτή, κατά τον ουσιώδη χρόνο, διέθετε περιουσιακά στοιχεία στην Κύπρο, ανερχόμενα στο ποσό των €1.982.783,00, εκ των οποίων ποσό €1.591.742,00 ήταν μετρητά κατατεθειμένα σε τράπεζα.

 

Η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων, περιλαμβανομένων χρημάτων κατατεθειμένων σε τράπεζα, δεν αποτελεί, χωρίς άλλο, ικανοποιητική εξασφάλιση ότι δικαστική απόφαση που τυχόν να εκδοθεί σε αγωγή θα τύχει, οπωσδήποτε, ικανοποίησης.  Εάν ο ίδιος ο εξ αποφάσεως οφειλέτης δε δεσμευτεί επαρκώς, ως προς τούτο, το Δικαστήριο έχει εξουσία να εκδώσει διάταγμα, όπως το υπό συζήτηση, για παγοποίηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων, ώστε αυτά να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον πιο πάνω σκοπό.  Εν ολίγοις, η ύπαρξη  περιουσιακών στοιχείων και μόνο δεν είναι αρκετή.  ΄Οπως ετέθη στην υπόθεση C. Phasarias (Aut. Centre) Ltd. v. Σκυρ. “Λεωνίκ” Λτδ. (2001) 1 Α.Δ.Δ. 785, σελίδες 789 έως 790:  «Εκείνο που μετρά είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή η επιβάρυνση, εφόσον γίνουν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί.»  Το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με αυτήν την πτυχή της υπό εξέταση προϋπόθεσης και, ως εκ τούτου, η κρίση του, συναφώς, είναι τρωτή.

 

Υπό το φως της συζήτησης η οποία έχει προηγηθεί, δε χρειάζεται να γίνει περαιτέρω εμβάθυνση ή προσθήκη στα όσα έχουν προαναφερθεί, για να διαπιστωθεί ότι είναι δίκαιο όπως το ακυρωθέν, ως άνω, διάταγμα επανεκδοθεί.  Για το σκοπό αυτό, το Εφετείο ασκεί την εξουσία η οποία του παρέχεται δυνάμει του άρθρου 25(3) του Ν. 14/1960.  Κατά συνέπεια, η πρωτόδικη απόφαση, περιλαμβανομένης της διαταγής για τα έξοδα, ακυρώνεται.  Εκδίδεται δε υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης απαγορευτικό διάταγμα ως το, αρχικά, εκδοθέν, περιοριζόμενο όπως αυτό φαίνεται στο Παράρτημα Α της παρούσας απόφασης.  Αυτό να παραμείνει σε ισχύ μέχρι το πέρας της αγωγής ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου. 

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση επιτυγχάνει.  Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης, πρωτόδικα και κατ’ έφεση.  Τα πρωτόδικα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή  και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.  Τα κατ’ έφεση έξοδα καθορίζονται στο ποσό των €3.000,00, πλέον Φ.Π.Α.             

 

 

 

 

 

            

                                                     Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

 

 

 

                                                     Α. Πούγιουρου, Δ.

 

 

 

                                                     Ν. Σάντης, Δ.

/ΜΠ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α

 

 

«ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ, ...,

 

Α.  ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ στην Καθ’ ης η Αίτηση 1 ενεργώντας μέσω των διευθυντών και/ή του γραμματέα και/ή των αξιωματούχων και/ή των εκπροσώπων και/ή των εντολοδόχων και/ή των αντιπροσώπων και/ή των υπαλλήλων της και/ή άλλως πως από του να αποξενώσει και/ή μεταβιβάσει και/ή δεσμεύσει και/ή επιβαρύνει και/ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο να μειώσει την αξία και/ή να δωρίσει οποιαδήποτε ακίνητη και/ή κινητή ιδιοκτησία και/ή περιουσιακά στοιχεία συμπεριλαμβανομένων τραπεζικών λογαριασμών της Καθ’ ης η Αίτηση 1 είτε αυτά είναι στο όνομα της Καθ’ ης η Αίτηση 1 είτε όχι και είτε αυτά ανήκουν στην Καθ’ ης η Αίτηση 1 αποκλειστικά είτε από κοινού και είτε το συμφέρον της Καθ’ ης η Αίτηση 1 σε αυτά είναι νομικό συμφέρον, συμφέρον ως δικαιούχος ή οποιοδήποτε άλλο συμφέρον μέχρι του ποσού των Δολαρίων ΗΠΑ $200.000,00 (ή του αντίστοιχου ποσού σε Ευρώ) ...»

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο