ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΤΑ ΠΑΓΚΥΠΡΙΑ ΓΣΠ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΙΩΑΝΝΙΔΗ v. ULYSSES INVESTMENTS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 171/14, 30/12/2021

ECLI:CY:AD:2021:A596

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                          (Πολιτική Έφεση Αρ. 171/14)

 

 

30 Δεκεμβρίου 2021

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, ΣΑΝΤΗ Δ/στών]

 

 

 

ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΤΑ ΠΑΓΚΥΠΡΙΑ ΓΣΠ

ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΙΩΑΝΝΙΔΗ,

 

        Εφεσειόντων/Μεσεγγυούχων

 

ν.

 

ULYSSES INVESTMENTS LTD,

 

                                                          Εφεσίβλητων/Εναγόντων

 

______________

 

        Δ. Μιχαηλίδης, για Χρ. Μ. Τριανταφυλλίδη, για τους Εφεσείοντες.

        Ειρ. Σ. Δρυμιώτου (κα), για Στ. Δ. Δρυμιώτη, για τους Εφεσίβλητους.

 

 

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

από τον Σάντη, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

        ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας («το Πρωτόδικο Δικαστήριο»), στο πλαίσιο της αγωγής 560/08 («η αγωγή») εξέδωσε απόφαση («η Πρωτόδικη Απόφαση») διατάζουσα τους Εφεσείοντες/Μεσεγγυούχους («οι Εφεσείοντες») όπως καταβάλουν προς τους Ενάγοντες («Εφεσίβλητους»), ποσό ύψους €35.524,74 «… που εισπράχθηκε από αυτούς για λογαριασμό και/ή προς όφελος του Εναγόμενου από τους αγώνες Ολυμπιακός-ΑΠΟΕΛ την 27.1.2013 και Ολυμπιακός Ομόνοια την 16.3.2013 και προέκυψε ως πλεόνασμα μετά την πληρωμή εξόδων, ώστε αυτό να πληρωθεί στους Ενάγοντες-Αιτητές έναντι του εξ’ αποφάσεως χρέους του Εναγόμενου-Καθ’ ου η Αίτηση στα πλαίσια της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής, με την απόφαση ημερ. 12.12.2011» (η περικοπή είναι αυτούσια όπως και όσες έπονται).

 

        Απαρχή των όσων οδήγησαν στην Πρωτόδικη Απόφαση, υπήρξε η έκδοση (την 12.12.11) εκ συμφώνου απόφασης στην αγωγή υπέρ των Εφεσίβλητων (Εναγόντων) και εναντίον του Εναγόμενου Αθλητικού Σωματείου Ολυμπιακός Λευκωσίας («ο Ολυμπιακός») για ποσό €27.953,70, πλέον νόμιμο τόκο από 5.2.08 και έξοδα. Την 3.4.13 καταχωρίσθηκε μονομερής αίτηση με την οποία οι Εφεσίβλητοι αιτήθηκαν την έκδοση διατάγματος κατάσχεσης σε χέρια τρίτου για το εξ αποφάσεως ποσό (€35.524,74) «... το οποίο ποσό οφείλει και/ή έχει και/ή θα έχει υπό την φύλαξη και/ή τον έλεγχο και/ή την κατοχή του ο ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ «ΤΑ ΠΑΓΚΥΠΡΙΑ» Γ.Σ.Π. ...», καθώς και διατάγματος διατάζοντος τους Μεσεγγυούχους (Εφεσείοντες) όπως διατηρήσουν υπό την ασφαλή φύλαξη και έλεγχο τους ποσά χρημάτων ή κινητή περιουσία που είχαν στα χέρια τους «... και τα οποία ποσά οι ως άνω εξ αποφάσεως χρεώστες οφείλουν εις τον Αιτητή, μέχρις ότου η παρούσα αίτηση ακουσθεί και αποφασισθεί ή μέχρι περαιτέρω διατάγματος του δικαστηρίου». Το διάταγμα κατάσχεσης σε χέρια τρίτου εκδόθηκε μονομερώς την 16.1.13 («το διάταγμα κατάσχεσης»). Το διάταγμα κατάσχεσης ορίσθηκε επιστρεπτέο την 23.1.13 για να εμφανιστούν οι Εφεσείοντες στο Δικαστήριο και να δείξουν λόγο γιατί να μην εξακολουθήσει ισχύον. Μετά από την καταχώριση ενστάσεων εκ πλευράς Εφεσειόντων και Ολυμπιακού - αλλά και την έκδοση διατάγματος αντεξέτασης την 10.10.13 σε σχέση προς ένορκες δηλώσεις που συνόδευαν τις ενστάσεις - διεξήχθη ακροαματική διαδικασία.

 

        Εξού και η Πρωτόδικη Απόφαση.

 

        Κατά τους Εφεσίβλητους (Ενάγοντες), ο Ολυμπιακός χρησιμοποιούσε ως έδρα τού ποδοσφαιρικού τμήματος του, το στάδιο ΓΣΠ, ιδιοκτησίας των Εφεσειόντων (Μεσεγγυούχων). Την 27.1.13 ο Ολυμπιακός θα αντιμετώπιζε στο ΓΣΠ, ως γηπεδούχος, την ποδοσφαιρική ομάδα του ΑΠΟΕΛ, και στις 16.3.13, την Ομόνοια Λευκωσίας («οι αγώνες»). Κατά τη διάρκεια των ποδοσφαιρικών αγώνων στο στάδιο ΓΣΠ, αρμόδιος υπάλληλος των Εφεσειόντων οριζόταν ως υπεύθυνος για τις αντίστοιχες εισπράξεις και διαχείριση τους. Από τις εισπράξεις, πληρώνονταν τα έξοδα του σταδίου και της διαιτησίας, το δε υπόλοιπο, στο γηπεδούχο σωματείο. Συνεπώς (κατά τους Εφεσίβλητους), οι Εφεσείοντες θα είχαν κατά τους κρίσιμους χρόνους χρήματα από τους αγώνες - ικανοποιητικά για τους σκοπούς του διατάγματος κατάσχεσης - τα οποία και θα κρατούσαν για τον Ολυμπιακό.

       

        Ήταν θέση του Ολυμπιακού - ο οποίος δεν είναι διάδικος στην παρούσα έφεση (πλην όμως τα όσα προέταξε πρωτοδίκως συναρτώνται με τα τρέχοντα) - ότι το αν θα υπήρχαν εισπράξεις από τους αγώνες (από τις οποίες θα προέκυπτε και υπόλοιπο), δεν συνέθετε βέβαιο γεγονός. Παρεμπιπτόντως, η άποψη αυτή ανατράπηκε εν τίνι τρόπω κατά την αντεξέταση του ομνύοντα επί της ένορκης δήλωσης στην ένσταση του Ολυμπιακού, όταν ανέφερε ο μάρτυς, ως διαπίστωσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, πως υπήρξαν εισπράξεις από τους αγώνες, μολονότι ο μάρτυς (αντεξεταζόμενος) δεν μπορούσε να αναφερθεί σε ακριβή ποσά. Εν πάση περιπτώσει, κατά την εκδοχή του Ολυμπιακού, υφίστατο μεταξύ του και των Εφεσειόντων, Συμφωνία Διαχείρισης ημερομηνίας 3.9.99, ως το Τεκμήριο 1 στην ένορκη δήλωση που συνόδευσε την ένσταση του Ολυμπιακούη Συμφωνία Διαχείρισης»), διά της οποίας, σε περίπτωση αντίστοιχης οφειλής, τα έσοδα από τους εντός έδρας ποδοσφαιρικούς αγώνες του, θα κατακρατούνταν από τους Εφεσείοντες έναντι των οφειλών του για τη χρήση του σταδίου ΓΣΠ. Επειδή ο Ολυμπιακός όφειλε ποσά για τη χρήση του σταδίου ΓΣΠ προς τους Εφεσείοντες, οι τελευταίοι κατακρατούσαν τα όποια έσοδα προκύπταν από τους εντός έδρας αγώνες του. Όπως και να έχουν τα πράγματα, οι Εφεσείοντες, ως προέταξαν, ουδέν ποσό κατείχαν εκ μέρους του Ολυμπιακού στους αφορώντες χρόνους, αλλά αντιθέτως ο Ολυμπιακός χρωστούσε σε αυτούς αρκετά χρήματα, με παρεπόμενο να μην εγείρεται θέμα καταβολής οιουδήποτε ποσού προς τους Εφεσίβλητους.

 

        Οι Εφεσείοντες υποστήριξαν πως ο Ολυμπιακός τούς χρωστούσε λεφτά και ότι δικαιούχοι των εισπράξεων των εντός έδρας ποδοσφαιρικών αγώνων του ήσαν αυτοί και όχι ο Ολυμπιακός. Προσθέτως, δεν υπήρξε σε πίστη και στη διάθεση του Ολυμπιακού κάποιο ποσό από τους αγώνες (αν και έγιναν εισπράξεις από τις πωλήσεις εισιτηρίων), παρά μόνον χρέος του προς τους Εφεσείοντες ανερχόμενο σε €37.396,78 (δυνάμει υπόλοιπου λογαριασμού). Την 18.1.13, όταν τους επιδόθηκε το διάταγμα κατάσχεσης, οι Εφεσείοντες δεν είχαν χρήματα στην κατοχή τους (εν σχέσει προς τον Ολυμπιακό), με τη θέση τους να παραμένει ότι από τη στιγμή που υπήρχε η Συμφωνία Διαχείρισης (που τους έδινε δικαίωμα κατακράτησης χρημάτων από ελλείμματα ποδοσφαιρικών αγώνων), σωστά έπραξαν κρατώντας τις εισπράξεις.

 

        Τα πιο πάνω εξεικονίζουν εν πολλοίς τα πρωτοδίκως επίδικα.

 

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποτιμώντας πάντα όσα τέθηκαν ενώπιον του - συμπεριλαμβανομένης και της μαρτυρίας την οποία και αξιολόγησε «… στον βαθμό που απαιτείται για τους σκοπούς της παρούσας …» (με την αξιολόγηση να μην προσβάλλεται με την έφεση) - κατέληξε σε σειρά συμπερασμάτων και διαπιστώσεων.

        Λόγω του ότι ο μαρτυριακός αξιολογικός γνώμονας έχει τη δική του αξία, παραθέτουμε συναρτώμενο απόσπασμα από την Πρωτόδικη Απόφαση ώστε να καταστεί ακόμη πιο κατανοητή η εφετειακή ανάλυση.

 

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο είπε λοιπόν και αυτά κατά την αξιολόγηση:

 

«……………………………………………………………..…………………………Σε σχέση με τον κ. xxx Τσαγγάρη, παρατηρώ ότι αυτός δεν ήταν σε θέση να αναφέρει συγκεκριμένα ποσά τα οποία εισπράχθησαν από τον Μεσεγγυούχο από τους ποδοσφαιρικούς αγώνες Ολυμπιακός - ΑΠΟΕΛ και Ολυμπιακός - Ομόνοια (πιο κάτω αναφερόμενοι ως «Οι Αγώνες»). Δέχτηκε όμως ότι συμφέρον στο όποιο πλεόνασμα, μετά την καταβολή συγκεκριμένων εξόδων, έχει ο Εναγόμενος. Επίσης δέχτηκε ότι το πλεόνασμα αυτό κατακρατήθηκε από το ΓΣΠ έναντι προηγούμενων οφειλών του Εναγομένου προς αυτούς, και επικαλέστηκε την μεταξύ τους Συμφωνία Διαχείρισης.

 

Ο κ. xxx Γιαπανάς δέχτηκε ότι όλα τα έσοδα για τους Αγώνες εισπράχθηκαν από τον Μεσεγγυούχο για λογαριασμό του Εναγόμενου. Ανέφερε επίσης ότι, μετά την αφαίρεση φόρων και άλλων εξόδων, από τον αγώνα με το ΑΠΟΕΛ προέκυψαν καθαρά έσοδα του Εναγόμενου ύψους €.23.556,71, και από τον αγώνα με την Ομόνοια καθαρά έσοδα του Εναγομένου €.11.968,03, ήτοι συνολικό ποσό €.35.524,74. Το ΓΣΠ κατακράτησε τα ποσά αυτά έναντι προϋπάρχοντος χρέους του Εναγόμενου προς αυτόν. Ισχυρίστηκε ότι επειδή κατά την μέρα επίδοσης του διατάγματος δεν υπήρχε στην κατοχή τους οποιοδήποτε ποσό χρημάτων που άνηκε στον Εναγόμενο, τότε δεν είχαν υποχρέωση να κρατήσουν υπό ασφαλή φύλαξη και έλεγχο οποιοδήποτε ποσό.

………………………………………………………………………………………....

 

Από την όλη μαρτυρία ενώπιον μου, και οι δύο μάρτυρες δέχτηκαν ότι το ποσό που παραμένει ως πλεόνασμα μετά την πληρωμή των εξόδων, ανήκει στον Εναγόμενο, και ότι το ΓΣΠ το εισπράττει για λογαριασμό του Εναγομένου. Θεωρώ, συνεπώς, ότι υφίσταται συμφέρον του Ολυμπιακού στο ποσό που έχει στα χέρια του το ΓΣΠ.

…………………………………….………………………………………………...».

 

 

  Σε αυτά, θα επανέλθουμε πιο κάτω, υπό διάφορη γωνία.

 

        Προχωρούμε στους λόγους έφεσης.

 

        Οι Εφεσείοντες διαφωνούν με την Πρωτόδικη Απόφαση.

 

        Βάλλουν κατά της με τρεις λόγους έφεσης.

 

         Με τον λόγο έφεσης 1, οι Εφεσείοντες λέγουν ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενάσκησε τη διακριτική του εξουσία λανθασμένως, δίχως να μελετήσει τις θέσεις των Εφεσειόντων και κρίνοντας, κακώς, πως ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις έκδοσης του διατάγματος κατάσχεσης, διότι «… δεν απεδείχθη μία εκ των τριών προϋποθέσεων ήτοι η ύπαρξη συμφέροντος του εξ’ αποφάσεως χρεώστη στη περιουσία που αποτελεί το αντικείμενο της διαταγής, σε συνάρτηση με την ύπαρξη τέτοιας περιουσίας στα χέρια τρίτου» και πως λαθεμένως αποφάνθηκε ότι οι Εφεσείοντες «… στις 18/1/2013 θα έπρεπε να είχε κρατήσει στη κατοχή και έλεγχο του, με σκοπό την ικανοποίηση της απαίτησης του Ενάγοντα και μόνο όλα τα καθαρά έσοδα που προέκυψαν ως πλεόνασμα από τους αγώνες, αφού στις 18/1/2013 δεν είχαν διεξαχθεί ακόμη οι 2 αγώνες». Πέραν τούτου, διά του λόγου έφεσης 2, οι Εφεσείοντες προβάλλουν ότι κατά την 18.1.13 «… που επεδόθη το Διάταγμα … δεν είχαν στα χέρια τους κανένα ποσό που να ανήκει στους Εναγόμενους». Τέλος, με τον λόγο έφεσης 3, οι Εφεσείοντες διατείνονται πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο διέπραξε και άλλο λάθος, αποφασίζοντας ότι δικαιούχος των εισπράξεων των αγώνων «… είναι ο Εναγόμενος αφού με βάση τη συμφωνία ημερομηνίας 3/9/99 μεταξύ Εναγομένου και Μεσεγγυούχου άρθρο 7 ο Εφεσείων ΓΣΠ αφού δώσει σχετική γραπτή ειδοποίηση τουλάχιστο 15 ημέρες δικαιούται να κατακρατεί από τις εισπράξεις των αγώνων ή άλλων εκδηλώσεων του Σωματείου ή από οποιαδήποτε άλλα δικαιώματα ή έσοδα πληρωτέα στο Σωματείο, ποσά τα οποία οφείλονται από το Σωματείο στο ΓΣΠ δυνάμει των όρων της παρούσας συμφωνίας …» και αυτό γιατί από την προσαχθείσα μαρτυρία οι Εφεσείοντες έδωσαν «… την εν λόγω προειδοποίηση στον Εναγόμενο και επομένως εδικαιούτο να κατακρατήσει τις εισπράξεις για ποσά που του οφείλονται από τον Εναγόμενο».

 

        Μελετήσαμε τις περιεκτικές αγορεύσεις των ευπαίδευτων δικηγόρων. 

 

        Ως εκ της φύσης και αντικειμένου τους - αλλά και του αλληλένδετου αυτών - θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης σωρευτικώς.

       

        Πρώτα, δυο λόγια για τις εν προκειμένω εφαρμοζόμενες αρχές.

 

        Ως συνάγεται από το συνδυασμένο περιεχόμενο των Άρθρων 14, 73, 74 και 78 του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6 το Κεφ.6») - αλλά και από συνακόλουθη νομολογία που τα ερμήνευσε - η διαδικασία εκτέλεσης δικαστικής απόφασης με κατάσχεση ιδιοκτησίας στα χέρια τρίτου είναι διερευνητικής υφής και στοχεύει στη διακρίβωση ύπαρξης χρέους από τον μεσεγγυούχο προς τον εξ αποφάσεως χρεώστη. Ο αιτητής θα πρέπει να είναι εξ αποφάσεως πιστωτής και βαρύνεται με απόδειξη στο Δικαστήριο του γεγονότος ότι η σχετική απόφαση δεν έχει ακόμα ικανοποιηθεί εν όλω ή εν μέρει. Πρέπει προσέτι, να καταδειχθεί σχέση πιστωτή και οφειλέτη ανάμεσα στον εξ αποφάσεως οφειλέτη και στο τρίτο πρόσωπο (μεσεγγυούχο), με το διάταγμα κατάσχεσης να συνιστά πράξη που εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου (η οποία επιβάλλεται όπως ενασκείται πραγματικώς και δικαστικώς). Το διάταγμα κατάσχεσης μπορεί να αφορά σε ιδιοκτησία η οποία κατά την επίδοση του διατάγματος, ή σε άλλο χρόνο πριν από την άρση του, βρίσκεται ή δυνατόν να περιέλθει υπό τη φύλαξη ή έλεγχο του μεσεγγυούχου. Το διάταγμα επιδίδεται στον μεσεγγυούχο που καλείται με αυτό επιτακτικώς να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Εάν, μετά από την επίδοση του διατάγματος κατάσχεσης στον μεσεγγυούχο, αυτός εν γνώσει του και εκουσίως παραιτείται από τη φύλαξη της ιδιοκτησίας που κατασχέθηκε, ή τη διαθέσει με άλλο τρόπο, λογίζεται πως απείθησε και υπόκειται σε διαδικασία παρακοής δικαστικού διατάγματος. Το Δικαστήριο, αφού ακούσει όσους κριθούν ως ενδιαφερόμενοι, δύναται να διατάξει, διάθεση της περιουσίας που κατασχέθηκε προς ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης, άρση του διατάγματος κατάσχεσης ή την έκδοση άλλου διατάγματος ως ήθελεν κριθεί δίκαιο υπό τις περιστάσεις (βλ. Πιτσιλλίδης ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, Π.Ε. Ε67/20, ημ. 29.11.21, Ιωακείμ ν. Γεωργιάδη και Άλλων, Π.Ε. Ε142/18, ημ. 18.11.21, Solvochem France, SARL ν. Κυπριακής Εταιρείας Αποθήκευσης Πετρελαιοειδών Λτδ, Π.Ε. Ε9/14, ημ. 9.5.19, Κυριάκος & Νικόλας Τρικωμίτες Λτδ ν. Τουμαζή και Άλλων (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 754, Carna Plants Ltd v. Masalcha Brothers Ltd και Άλλων (1990) 1 A.A.Δ. 28, 32-33, F. Hoffman - La Rouche and Co A.G. v. Inter-Continental Pharmaceuticals (Bletchley) Limited και Άλλων (1969) 1 C.L.R. 106, 113).

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο με ρητή μνεία στις προτάσεις όλων των διαδίκων, εξέτασε ικανώς (με αναφορά και στη δοθείσα μαρτυρία), τα εγερθέντα ζητήματα. Έκρινε, ορθώς, πως, στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης, οι Εφεσίβλητοι είναι εξ αποφάσεως πιστωτές του Ολυμπιακού για το επίμαχο ποσό, όπως και το ότι το χρέος ίσχυε και ήταν πληρωτέο στην Κύπρο, πως τα χρήματα που παρέμειναν ως πλεόνασμα μετά από την πληρωμή των εξόδων ανήκουν στον Ολυμπιακό με τους Εφεσείοντες να το εισπράττουν για λογαριασμό του, και πως κατά συνέπειαν «… υφίσταται συμφέρον του Ολυμπιακού στο ποσό που έχει στα χέρια του το ΓΣΠ».

 

        Δεν είναι ακριβής η τοποθέτηση των Εφεσειόντων ότι έπρεπε να κρατήσουν οι ίδιοι τα έσοδα των αγώνων εφόσον οι τελευταίοι δεν είχαν εισέτι διεξαχθεί. Αυτό, γιατί, ως εκ της φύσεως της, η επίδικη διαδικασία αφορούσε και σε μελλοντικές εισπράξεις χρηματικών ποσών ενόσω το διάταγμα κατάσχεσης παρέμενε σε ισχύ, κάτι που εξευρίσκει νομολογιακή επικρότηση (βλ. Carna Plants Ltd v. Masalcha Brothers Ltd και Άλλων (1990) 1 A.A.Δ. 28, 32-33, Rossides v. xxx Τossoun and Another (1908) 8 C.L.R. 43, 45-47 Christou v. HajiPandela (1981) 3 J.S.C. 283, 290-291).

 

        Το Άρθρο 73, Κεφ.6 δεν περιορίζει την έκδοση διατάγματος κατάσχεσης στα χέρια τρίτου μονάχα σε χρέη, αλλά την επεκτείνει και σε άλλες μορφές δικαιωμάτων, όπως σε αγαθά, χρήματα και εγγυήσεις για χρηματικά ποσά (βλ. Κυριάκος & Νικόλας Τρικωμίτες Λτδ ν. Τουμαζή και Άλλων (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 754, 761-762, Carna Plants Ltd v. Masalcha Brothers Ltd και Άλλων (1990) 1 A.A.Δ. 28, 32-33).

 

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε επί τούτω εντός των εξουσιών του.

 

        Δίχως διαθλάσεις.

 

        Με προσήλωση στη νομοθεσία και νομολογία.

 

        Ενασκώντας, καθηκόντως, κρίση επί των συγκεκριμένων γεγονότων (βλ. Ιωακείμ ν. Γεωργιάδη και Άλλων, Π.Ε. Ε142/18, ημ. 18.11.21).

 

        Παραθέσουμε το σχετικό απόσπασμα από την Πρωτόδικη Απόφαση:

 

«……………………………………………………………………………………….

Εγέρθηκε από πλευράς Εναγομένων και Μεσεγγυούχου ότι επειδή κατά τον χρόνο επίδοσης δεν υπήρχαν οποιαδήποτε ποσά στα χέρια του Μεσεγγυούχου, τότε το διάταγμα δεν μπορεί να επεκταθεί σε χρήματα που εισπράχθηκαν μελλοντικά. Με όλο το σέβας προς τους συνηγόρους δεν μπορώ να συμφωνήσω με την εισήγηση αυτή. Αφ' ενός, το αρ. 74 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου αναφέρεται σε περιουσία η οποία «βρίσκονται ή δυνατόν να περιέλθουν υπό την φύλαξη ή τον έλεγχο» του Μεσεγγυούχου. Αφ' ετέρου, το ίδιο το Διάταγμα διατάττει την έκδοση εντάλματος κατασχέσεως αναφορικά με ποσό που «οφείλει και/ή έχει και/ή θα έχει υπό την φύλαξη και/ή τον έλεγχο και/ή την κατοχή του» ο Μεσεγγυούχος. Μαζί δε με το Διάταγμα επιδόθηκε και η αίτηση ημερ. 3.1.2013, από την οποία διαφαίνεται ακόμη πιο ξεκάθαρα ότι αφορά τα ποσά που θα εισπράττονταν από τον Μεσεγγυούχο από τους Αγώνες στις 27.1.2013 και 16.3.2013.

Το Διάταγμα επιδόθηκε, όπως φαίνεται από τον φάκελο του Δικαστηρίου στον Εναγόμενο και στον Μεσεγγυούχο στις 18.1.2013. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στο αρ. 74 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6, από την στιγμή της επίδοσης αυτής, τα χρήματα στην κατοχή του Μεσεγγυούχου κατέστησαν ασφάλειες στα χέρια του για ικανοποίηση της απαίτησης του εκ Δικαστικής αποφάσεως Ενάγοντα πιστωτή.

Έπεται πως ο Μεσεγγυούχος θα έπρεπε να είχε κρατήσει στην κατοχή και έλεγχο του, με σκοπό την ικανοποίηση της απαίτησης του Ενάγοντα και μόνο, όλα τα καθαρά έσοδα που προέκυψαν ως πλεόνασμα από τους αγώνες, ήτοι το ποσό των €.35.524,74.

……………………………………………………………………………………….».

 

 

Δεν χρειάζεται να πούμε τίποτε περισσότερο.

 

 

        Περαιτέρω, η θέση των Εφεσειόντων ότι κατά τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο 7.0 της Συμφωνίας Διαχείρισης, δικαιούνταν αν έδιδαν «… σχετική γραπτή προειδοποίηση τουλάχιστον 15 ημέρες …»), να κατακρατούν εισπράξεις που ανήκουν στον Ολυμπιακό, δεν αποδείχθηκε από την προσαχθείσα μαρτυρία έτσι ώστε να οδηγήσει, πιθανώς, το Πρωτόδικο Δικαστήριο σε αλλιώτικους συλλογισμούς. Ομοίως, ως ευστόχως εντοπίστηκε στην Πρωτόδικη Απόφαση, η συμφωνία διαχείρισης ημερομηνίας 5.7.11 που επικαλέστηκαν οι Εφεσείοντες στη δική τους ένσταση πρωτοδίκως (με σχετικό το Τεκμήριο 1 στην ένορκη δήλωση που επικουρούσε την εν λόγω ένσταση), αφορούσε σε συμφωνία μεταξύ Ολυμπιακού «… και της Εταιρείας Ολυμπιακός Λευκωσίας (Ποδόσφαιρο) Δημόσια Λτδ, εταιρεία η οποία και δεν είναι διάδικος στην παρούσα αγωγή», εξακρίβωση που δεν αμφισβητείται με την έφεση, μήτε αναπτύχθηκε από τους Εφεσείοντες ενώπιον μας υπό οποιαδήποτε προοπτική.

 

        Κάτι τελευταίο.

        Η ένταξη στο σκεπτικό του Πρωτόδικου Δικαστηρίου τής αναγκαιότητας συμμόρφωσης προς τα δικαστικά διατάγματα - και κατ’ ακολουθίαν στο διάταγμα κατάσχεσης - δεν ήταν ούτε άτοπη ούτε άστοχη, ως υπονόησαν οι Εφεσείοντες.

 

        Απεναντίας.

 

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αποφαινόμενο αυστηρώς βάσει των αφορώντων γεγονότων (στα οποία καταστάλαξε μετά και από την αναγκαία μαρτυριακή αξιολόγηση), καλώς είναι που υπογράμμισε το επιβεβλημένο υπερίσχυσης του διατάγματος κατάσχεσης έναντι της Συμφωνίας Διαχείρισης, λέγοντας και τούτα:

 

«……….……………………………………………………………………………..Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία η οποία να αναγνωρίζει δικαίωμα στον Μεσεγγυούχο να αποφασίζει ότι δική του συμφωνία θα πρέπει να προηγηθεί Δικαστικής απόφασης, πόσο μάλλον ότι του δίδει το δικαίωμα να μην υπακούσει σε πρόνοιες Δικαστικού διατάγματος, δεν θα ήταν λογική, θα άφηνε δε την συμμόρφωση με Δικαστικά διατάγματα στην επιλογή του Μεσεγγυούχου.

 ……………………………………………………………………………………...».

       

        Η πραγμάτευση αυτή, με τις αρμόζουσες αναπροσαρμογές για ό,τι τώρα ενδιαφέρει, έλκει ερείσματα από το ότι η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων συνδέεται άμεσα με το κύρος της δικαστικής διαδικασίας, όπως και από το ότι η αξιοπιστία της δικαιοσύνης εξαρτάται και από την αποτελεσματικότητα της, ειδάλλως δημιουργείται δυσπιστία για την αποστολή της, με ανάλογα διαβρωτικά παρεπόμενα. Για αυτό τον λόγο, τα διά νόμου προβλεπόμενα μέσα εκτέλεσης δεν πρέπει να απολήγουν άγονα, εκτός σε απολύτως δικαιολογημένες περιπτώσεις (στις οποίες ποσώς κατατάσσεται η ενεστώσα). Η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων δεν είναι προβληματική που εμπίπτει κατά κανόναν στην ιδιωτική σφαίρα των σχέσεων μεταξύ δύο διαδίκων, αλλά εγείρει ύψιστο ζήτημα δημοσίου συμφέροντος που αφορά καίρια στην απονομή της δικαιοσύνης (βλ. Γεωργιάδου ν. Alpha Bank Ltd, Π.Ε. 127/11, ημ. 23.3.17, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. ν. Κωνσταντίνου (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1034, 1038).

 

        Δεν υπάρχει περιθώριο παρέμβασης μας στην Πρωτόδικη Απόφαση.

 

        Ουδείς των λόγων έφεσης ευσταθεί.

 

        Η έφεση απορρίπτεται.

 

        Επιδικάζουμε υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον των Εφεσειόντων έξοδα ύψους €2.500,00, πλέον ΦΠΑ (αν υπάρχει).  

 

 

                                                                             Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                                                             Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

                                                                             Ν. Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο