ΡΟΥΣΟΥΝΙΔΗΣ v. ΠΑΝΑΓΗ ΡΟΥΣΟΥΝΙΔΟΥ, Έφεση Αρ. 25/2019, 15/12/2021

ECLI:CY:DOD:2021:30

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

Έφεση Αρ. 25/2019

 

 

15 Δεκεμβρίου 2021

 

 

[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/στές]

 

 

xxx ΡΟΥΣΟΥΝΙΔΗΣ,

 

          Εφεσείοντας,

ν.

 

 

xxx ΠΑΝΑΓΗ ΡΟΥΣΟΥΝΙΔΟΥ,

 

Εφεσίβλητης.

 

____________________

 

 

Λ. Βραχίμης για Ε. Βραχίμη & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Σ. Νικολάου (κα) για Κούσιος, Κορφιώτης, Παπαχαραλάμπους Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

 

____________________

 

    ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

 

____________________

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Με πέντε λόγους έφεσης, ο Εφεσείων προσβάλλει την απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου με την οποία διατάχτηκε να καταβάλλει στην Εφεσίβλητη, εν διαστάσει σύζυγο του, το ποσό των €1247 μηνιαίως ως η συνεισφορά του για τη διατροφή των τριών ανηλίκων παιδιών των διαδίκων, που διαμένουν με την Εφεσίβλητη. 

 

Ο λόγος έφεσης 1 αφορά στη διαδικασία που ακολουθήθηκε, ενώ οι λόγοι έφεσης 2-4 και 6 είναι λόγοι ουσίας.  Ο λόγος έφεσης 5 έχει αποσυρθεί.  Επί της ουσίας καταχωρίστηκε και αντέφεση με τρείς λόγους.

 

   Με το λόγο έφεσης 1, ο Εφεσείων παραπονείται ότι στερήθηκε του δικαιώματος για αντεξέταση της Εφεσίβλητης.  Καταλογίζει προς τούτο ευθύνη στο πρωτόδικο Δικαστήριο και στους χειρισμούς του σε σχέση με τον ορισμό της υπόθεσης για ακρόαση και τον τρόπο που ενήργησε κατά τη δικάσιμο.

 

   Επρόκειτο για υπόθεση «Ταχείας Εκδίκασης», όπως καθορίζεται στην Δ.30, Θ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.  Η εκδίκαση τέτοιων υποθέσεων γίνεται στη βάση των αντίστοιχων μαρτυριών όπως έχουν κατατεθεί στο Δικαστήριο και εκτός αν το Δικαστήριο επιτρέψει την εισαγωγή προφορικής μαρτυρίας, η υπόθεση ορίζεται για αγορεύσεις, προφορικές ή γραπτές κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αφού ακούσει προς τούτο προηγουμένως τους διαδίκους.  Σύμφωνα με το θεσμό 7, το Δικαστήριο δύναται να εκδίδει για τις υποθέσεις που καλύπτονται από το θεσμό 6, κατ' εξαίρεση και μόνο, διαταγή ως προς την παρουσίαση προφορικής μαρτυρίας από διάδικο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Μια από αυτές, την οποία και επικαλείται ο Εφεσείων, είναι: «(β) Όπου οποιοσδήποτε των διαδίκων υποβάλει στο Δικαστήριο τουλάχιστον ένα μήνα πριν την ημερομηνία κατά την οποία είναι ορισμένη η υπόθεση για ακρόαση, αίτηση για να επιτραπεί η προφορική εξέταση ή αντεξέταση οποιουδήποτε μάρτυρα είτε του ιδίου, είτε του αντιδίκου του».

 

Αναφέρεται στο θεσμό ότι: «Στο αίτημα καθορίζεται απαραιτήτως το όνομα του διαδίκου ή μάρτυρα του οποίου η προφορική παρουσίαση απαιτείται, εκείνο το μέρος της μαρτυρίας επί της οποίας καθίσταται αναγκαία η προφορική εξέταση, ο λόγος και η αναγκαιότητα της προφορικής εξέτασης ή αντεξέτασης, καθώς και ο χρόνος που απαιτείται για την προφορική αυτή εξέταση».  Και πως: «Το Δικαστήριο αφού ακούσει τους διαδίκους, ασκεί αναλόγως τη διακριτική του ευχέρεια και εκδίδει αυθημερόν και με συνοπτική αιτιολογία διάταγμα προφορικής παρουσίασης του διαδίκου ή μάρτυρα για σκοπούς διευκρίνισης της μαρτυρίας του».

 

Είναι αυτονόητο πως αίτηση για αντεξέταση της Εφεσίβλητης δεν θα μπορούσε να είχε υποβληθεί προτού αυτή καταχωρήσει τη γραπτή της μαρτυρία στο Δικαστήριο.  Τυχόν τέτοια αίτηση θα έπρεπε να καταχωριστεί «τουλάχιστον ένα μήνα πριν» την ημερομηνία της ακρόασης.  Η ημερομηνία της ακρόασης ήταν η 14.6.2019 και επομένως τέτοια αίτηση θα έπρεπε να είχε καταχωριστεί το αργότερο στις 13.5.2019.  Αυτό ήταν αντικειμενικά αδύνατο, αφού η γραπτή μαρτυρία της Εφεσίβλητης κατατέθηκε στο Δικαστήριο μόλις την 20.5.2019.  Με τις οδηγίες που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο για την καταχώριση των γραπτών μαρτυριών δεν υπήρχε χρονικό περιθώριο τουλάχιστον ενός μηνός μέχρι την ημερομηνία της δίκης, ώστε να μπορούσε ο Εφεσείων να προωθήσει αίτηση για αντεξέταση της Εφεσίβλητης.

 

   Οι σχετικές οδηγίες είχαν δοθεί την 17.5.2019, όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο επιλήφθηκε αίτησης της Εφεσίβλητης για αναβολή της ακρόασης που ήταν ορισμένη για την 22.5.2019.  Οι διάδικοι δεν είχαν καταχωρήσει τη μαρτυρία τους γραπτώς, όπως από προηγουμένως είχαν διαταχτεί.  Ο Εφεσείων δεν είχε ένσταση να ακυρωθεί η δικάσιμος.  Δόθηκαν λοιπόν νέες οδηγίες όπως η μαρτυρία της Εφεσίβλητης καταχωρηθεί μέχρι την 20.5.2019 το μεσημέρι και η μαρτυρία του Εφεσείοντα μέχρι την 10.6.2019 και όπως οι αγορεύσεις αμφοτέρων των διαδίκων καταχωρηθούν μέχρι την 12.6.2019. Η υπόθεση ορίστηκε για διευκρινίσεις στις 14.6.2019.  

 

   Είναι πρόδηλο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αγωνιούσε για την εκδίκαση της υπόθεσης το ταχύτερο δυνατό και ήταν στη διακριτική του ευχέρεια να την ορίσει για εκδίκαση σε σύντομο χρόνο (Δ.57, Θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας).  Ανάλογα θα μπορούσε να ενεργήσει ώστε να εξυπηρετηθούν τα δικονομικά δικαιώματα των διαδίκων στη διαδικασία, εφόσον αυτό ζητείτο.  Είτε κατά το χρόνο που δόθηκαν οι οδηγίες, προληπτικά, είτε κατά την ημερομηνία της δίκης.  Κάτι τέτοιο δεν ζητήθηκε, όπως αποκαλύπτεται από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας.  Ο Εφεσείων δεν ζήτησε ούτε σύντμηση του χρόνου για την καταχώρηση αίτησης για αντεξέταση, αλλά ούτε και κατά τη δικάσιμο ζήτησε άδεια για να αντεξετάσει την Εφεσίβλητη.  Ούτε και εκκρεμούσε αίτημα στο φάκελο για την αντεξέταση της όπως επικαλείται, καταλογίζοντας στο πρωτόδικο Δικαστήριο παράλειψη να το εξετάσει.

 

   Υπάρχει στο φάκελο «αίτηση» με την οποία ζητείται η αντεξέταση της Εφεσίβλητης, όμως αυτή δεν φέρει σφραγίδα του Πρωτοκολλητή, ούτε και τα χαρτόσημα που είναι επικολλημένα έχουν ακυρωθεί.  Αναφέρεται ότι υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση ημερ.24.5.2019 του Εφεσείοντα, όμως η επισυναπτόμενη «ένορκη δήλωση» δεν έχει βεβαιωθεί ότι είχε υπογραφτεί ενώπιον του Πρωτοκολλητή, ούτε και τα επικολλημένα χαρτόσημα έχουν ακυρωθεί.

 

   Ότι η υπόθεση ορίστηκε για διευκρινίσεις δεν διαφοροποιεί τα δεδομένα.  Προδήλως και ο Εφεσείων δεν θεωρούσε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε προκαταβάλει οτιδήποτε.  Στο λόγο έφεσης του αναφέρεται σε ορισμό για ακρόαση και μόνο στην αγόρευση του δικηγόρου του επιχειρηματολογεί ότι ο ορισμός για διευκρινίσεις επηρέασε τα δικαιώματα του.  Δεν έχει δίκαιο.  Κατά τη δικάσιμο, στις 14.6.2019, το πρωτόδικο Δικαστήριο διατηρούσε την ευχέρεια να επιτρέψει αντεξέταση της Εφεσίβλητης.

 

   Ο Εφεσείων δεν είχε ποτέ ζητήσει την αντεξέταση της Εφεσίβλητης και δεν μπορεί εκ των υστέρων να παραπονείται ότι στερήθηκε του δικαιώματος του να το πράξει.  Επομένως, ο λόγος έφεσης 1 κρίνεται ανεδαφικός και απορρίπτεται.

 

Με το λόγο έφεσης 2 προσβάλλεται η επιμέρους κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων δεν παρουσίασε ικανή μαρτυρία αναφορικά με την ικανότητα της Εφεσίβλητης να εργαστεί και να έχει εισόδημα από εργασία.  Έτσι, κατέληξε ότι τα μηνιαία εισοδήματα της ήταν €1.113, €813 από επιδόματα και €300 ενοίκιο από ένα διαμέρισμα συνιδιοκτησίας της με τον Εφεσείοντα.  Κατά την εισήγηση του Εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο θα μπορούσε στη βάση της ενώπιον του μαρτυρίας να καταλήξει σε εύρημα ότι η Εφεσίβλητη μπορούσε να εργοδοτηθεί ως γραμματέας, με επιπλέον εισόδημα τουλάχιστον €924 το μήνα.    

 

Τα επιμέρους ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τα γεγονότα και παραμέτρους που άπτονται της ικανότητας της Εφεσίβλητης να εργαστεί καταγράφονται με λεπτομέρεια στην απόφαση του.  Ο Εφεσείων δεν ισχυρίζεται ότι έπρεπε να ήταν διαφορετικά, αλλά ότι αυτά θα έπρεπε να οδηγήσουν στη διαπίστωση που εισηγείται.  Αντί αυτού, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι: «Ενόψει έλλειψης ικανής μαρτυρίας αναφορικά με την ικανότητα της να εργάζεται σε συγκεκριμένη εργασία και να έχει εισοδήματα, θα ήταν παρακινδυνευμένο να προέβαινε το Δικαστήριο σε εξειδικευμένο εύρημα επ’ αυτού».

 

Από το 2000 που η Εφεσίβλητη είχε αποπερατώσει τις σπουδές της (Marketing and Management) εργαζόταν, αρχικά ως ιδιωτική υπάλληλος, στη συνέχεια σε επιχείρηση της οικογένειας της και από το 2008 στο ιατρείο του Εφεσείοντα, μέχρι και τον Μάιο του 2017 που υποβλήθηκε σε εγχείρηση ανοικτής καρδίας.  Η στη συνέχεια κατάσταση της υγείας της Εφεσίβλητης ήταν στο επίκεντρο της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι θα ήταν παρακινδυνευμένο να προέβαινε σε εξειδικευμένο εύρημα ότι θα μπορούσε να  αναλάβει εργασία και να έχει εισοδήματα.  Διερχόμενοι το σχετικό μέρος της πρωτόδικης απόφασης διαπιστώνουμε ότι το Δικαστήριο είχε μια αυστηρή προσέγγιση στη μαρτυρία που αφορούσε το ζήτημα της υγείας της Εφεσείουσας και την συνακόλουθη ικανότητα της για εργασία, που έδωσε το έναυσμα να του καταλογίζεται ότι η κατάληξη του ήταν εσφαλμένη, ενώ η πραγματικότητα είναι ότι επρόκειτο για μια εύλογη διαπίστωση στη βάση των ενώπιον του στοιχείων.

 

Η Εφεσίβλητη είχε παρουσιάσει άδεια ασθενείας μέχρι 9.1.2018, αλλά, όπως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση δεν ανάφερε οτιδήποτε σε σχέση με την ικανότητα της να εργαστεί μετά την πιο πάνω ημερομηνία.  Είχε όμως αναφέρει στη γραπτή της δήλωση ότι έπασχε από πολλαπλά προβλήματα υγείας και ότι δεν γνώριζε πότε η κατάσταση της θα της επέτρεπε να εργαστεί.  Περαιτέρω, σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση ότι ήταν η θέση του θεράποντος ιατρού της ότι θα παρέμενε μόνιμα ανίκανη για την άσκηση του επαγγέλματος της, έστω με την παρατήρηση ότι αυτή ήταν η εισήγηση του ιατρού στη σχετική αίτηση της προς το Υπουργείο Εργασίας και όχι η διαπίστωση του Ιατροσυμβούλιου. 

 

Κάτω από αυτές τις περιστάσεις βρίσκουμε ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν μέσα στα όρια της ευχέρειας του.  Έκρινε ότι θα ήταν παρακινδυνευμένο και όντως θα ήταν, να προέβαινε σε εύρημα για την υλοποίηση της όποιας ικανότητας της Εφεσίβλητης να εργαστεί.  Η πρόβλεψη όπου είναι λογικά ασφαλής εξασφαλίζει την προσαρμοστικότητα του διατάγματος στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, όταν όμως δεν υφίστανται τα εχέγγυα για τέτοια πρόβλεψη μπορεί να προκύψει το αντίθετο αποτέλεσμα, να εκδοθεί δηλαδή διάταγμα στη βάση δεδομένων που να μην υλοποιηθούν.  Επομένως και ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.

Με το λόγο έφεσης 3 καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα παρέλειψε να συνυπολογίσει στη συνεισφορά του Εφεσείοντα τη δική του άμεση συνεισφορά στα έξοδα των παιδιών κατά το χρόνο που αυτά βρίσκονται μαζί του.  Τα παιδιά περνούσαν μεγάλο μέρος του χρόνου τους μαζί του, περιλαμβανομένων και διανυκτερεύσεων και τα έξοδα τους όταν ήταν μαζί του πληρώνονταν από τον ίδιο.  Συναφής είναι και ο λόγος έφεσης 4 με τον οποίο αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο παράλειψη «να κάνει τον αναγκαίο διαχωρισμό μεταξύ των αναγκών των παιδιών κατά το χρόνο που αυτά βρίσκονται στη φροντίδα της εφεσίβλητης και των αναγκών αυτών κατά το χρόνο που αυτά βρίσκονται υπό τη φροντίδα του εφεσείοντα» και «να ξεκαθαρίσει αν τα έξοδα που υπολόγισε ότι αποτελούν τις ανάγκες διατροφής και συντήρησης των παιδιών αφορούν έξοδα που καταβάλλει η εφεσίβλητη ή περιλαμβάνουν έξοδα που καταβάλλονται εκ των πραγμάτων από τον πατέρα όταν τα παιδιά είναι μαζί του».  Το τελευταίο αυτό ζήτημα θα πρέπει να διευκρινιστεί πρώτο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποφασίσει ότι: «Τα μηνιαία έξοδα των ανηλίκων ανέρχονται στα €1.570 τον μήνα, τα οποία θα κληθούν να καλύψουν οι διάδικοι ανάλογα με την εισοδηματική τους ικανότητα».  Καθίσταται πρόδηλο ότι το ποσό των €1570 (από το οποίο €1247 διατάχτηκε να πληρώνει ο Εφεσείων) αποτελούσε, κατά τη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το σύνολο των εξόδων των ανηλίκων.  Αυτό προκύπτει και από τον τρόπο που κατέληξε στο ποσό αυτό, τους υπολογισμούς του, αλλά και την αναφορά του στο μαθηματικό τύπο που χρησιμοποίησε σε «σύνολο αναγκών».  Δεν βρίσκουμε ότι ήταν αναγκαίο, ούτε καν χρήσιμο, να γινόταν διαχωρισμός των εξόδων των παιδιών.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολούθησε τη συνήθη και αποδεκτή μεθοδολογία του υπολογισμού των μηνιαίων εξόδων των παιδιών και στη συνέχεια της κατανομής του οικονομικού βάρους στους γονείς ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνάμεις.  Επομένως, ο λόγος έφεσης 4 απορρίπτεται.

  

Προχωρούμε στην εξέταση του λόγου έφεσης 3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποφασίσει ότι: «Αναγνωρίζω το γεγονός ότι τα παιδιά διαμένουν αρκετό χρόνο με τον [Εφεσείοντα] αλλά υπό τα δεδομένα της αντιδικίας, κρίνω ότι η υποχρέωση του για καταβολή του ποσού των €1247 τον μήνα δεν πρέπει να επηρεαστεί».  Δεν επεξηγήθηκε ο συλλογισμός του πρωτόδικου Δικαστηρίου πίσω από την επιμέρους αυτή κρίση του και δεν διευκρινίστηκε ποια ήταν τα δεδομένα που προσμέτρησαν στην κρίση του αυτή.

 

Τα έξοδα των παιδιών πληρώνονται από τον γονέα με τον οποίο τα παιδιά διαμένουν και ο άλλος γονέας δεν απαλλάσσεται της υποχρέωσης συνεισφοράς του σε αυτά επειδή επιθυμεί, κατά την επικοινωνία του με το παιδί του ή σε οποιοδήποτε χρόνο, να του προσφέρει, είτε αγοράζοντας του κάποιο είδος, είτε προσφέροντας του αναψυχή.  Αυτά προσφέρονται οικειοθελώς και το παιδί τα απολαμβάνει επιπλέον των αναγκών του, όπως καθορίζονται στη δικαστική απόφαση.  Από την άλλη, τα έξοδα διατροφής του παιδιού κατά τις ημέρες που διαμένει με τον υπόχρεο για καταβολή διατροφής γονέα μπορούν να συνυπολογιστούν.[1]  Κατά κύριο λόγο στις περιπτώσεις όπου υπάρχει ιδιαίτερο οικονομικό πρόβλημα.

 

Τα παιδιά διανυκτέρευαν με τον Εφεσείοντα τρία βράδια κάθε μήνα, μια φορά από Παρασκευή μέχρι Κυριακή και μια φορά από Σάββατο μέχρι Κυριακή και εκτός από τις ημέρες που καλύπτονταν από τις διανυκτερεύσεις, ήταν μαζί του άλλα έντεκα απογεύματα (13:05 μέχρι 20:00).  Τα έξοδα διατροφής τους είχαν υπολογιστεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο στα €540 μηνιαία (3Χ€180).  Ήταν ορθό να θεωρηθεί ότι το ¼ ποσό θα πληρωνόταν κατ’ ευθείαν από τον Εφεσείοντα.  Σε αυτή την έκταση ο λόγος έφεσης 3  επιτυγχάνει.  Ποσό €135 θα πρέπει να θεωρηθεί ότι καταβάλλεται από τον Εφεσείοντα κατ’ ευθεία για την συντήρηση των παιδιών.

 

Με το λόγο έφεσης 6 ο Εφεσείων διατείνεται ότι εσφαλμένα καθορίστηκε η υποχρέωση του στο ποσό των €1247 μηνιαίως, στη βάση της θέσης του για την εισοδηματική ικανότητα της Εφεσίβλητης και την άμεση συνεισφορά του στη διατροφή των ανηλίκων, όπως προβάλλονται με τους λόγους έφεσης 2 και 3.  Στην έκταση της επιτυχίας του λόγου έφεσης 3 θα πρέπει να διαφοροποιηθεί το ποσό, προτού όμως καταλήξουμε στο τελικό αποτέλεσμα θα πρέπει να εξεταστεί και η αντέφεση.

 

Με το λόγο αντέφεσης 1 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η επιμέρους κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσίβλητη δεν τεκμηρίωσε τη θέση της αναφορικά με τα εισοδήματα του Εφεσείοντα και με το λόγο αντέφεσης 2 ότι προέβηκε σε εσφαλμένο υπολογισμό των εξόδων των ανηλίκων.  Ο λόγος αντέφεσης 3 προσβάλλει ως εσφαλμένο τον καθορισμό της υποχρέωσης διατροφής του Εφεσείοντα στα €1247 μηνιαίως.

 

Επιχειρηματολογεί η Εφεσίβλητη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να αποδεχτεί τη δική της μαρτυρία αφού εργαζόμενη για χρόνια στο οδοντιατρείο του Εφεσείοντα γνώριζε τα εισοδήματα του.  Περαιτέρω, είχε παρουσιάσει τις Εκθέσεις και Οικονομικές Καταστάσεις του Εφεσείοντα για το 2015 και το 2016, που θα έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη.  Αυτές αναφέρονταν σε ποσά €167.392 και €157.920 ετησίως αντίστοιχα.

 

Ότι η Εφεσίβλητη όπως και ο Εφεσείων γνώριζαν τα πραγματικά εισοδήματα του τελευταίου ήταν δεδομένο.  Το ζητούμενο ήταν ποιος απέδιδε με τη μαρτυρία του την πραγματικότητα.  Και το πρωτόδικο Δικαστήριο προτίμησε την θέση του Εφεσείοντα, αφού διαπίστωσε ότι τα ποσά που αναφέρονταν στα έγγραφα που παρουσίασε η Εφεσίβλητη αφορούσαν στον κύκλο εργασιών, δηλαδή το σύνολο των εισπράξεων του οδοντιατρείου του Εφεσείοντα και όχι στο καθαρό του εισόδημα.  Το εισόδημα του, που περιγραφόταν στις Καταστάσεις ως «κέρδος που μεταφέρεται στον λογαριασμό του ιδιώτη επιχειρηματία», ήταν €57268 και €46875 αντίστοιχα.

 

Εφόσον η ίδια παρουσίασε τις Εκθέσεις και Οικονομικές Καταστάσεις, θα χρειαζόταν να προσκομίσει και στέρεα μαρτυρία ότι τα καταγραμμένα έξοδα ήταν υπερβολικά ή λανθασμένα για να πείσει ότι ο Εφεσείοντας κέρδιζε περισσότερα.  Επομένως, ήταν εύλογη και ορθή η αντιμετώπιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε ότι αφορά το επιμέρους ζήτημα και ο λόγος αντέφεσης 1 απορρίπτεται.

 

Σε σχέση με τη θέση της ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένο υπολογισμό των εξόδων των ανηλίκων, η Εφεσίβλητη αναφέρει ότι αυτή παρέθεσε αναλυτικά τα έξοδα και των τριών ανηλίκων, ενώ για πλείστα ο Εφεσείων καμιά μαρτυρία δεν προσκόμισε περιοριζόμενος στην έκφραση γνώμης ως προς τι ποσό θα ήταν λογικό.

 

   Το μέτρο με το οποίο θα καθοριστεί η διατροφή, δεν μπορεί να αποτιμάται με απόλυτους αριθμούς, ούτε αναμένεται η απόδειξη των κονδυλίων με περισσή αυστηρότητα, χωρίς να είναι επιτρεπτό να υιοθετούνται μέσες λύσεις κατά τρόπο αυθαίρετο (Χαραλάμπους ν. Χαραλάμπους (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 951, 957).  Η κοινή λογική και η πείρα της ζωής είναι παράγοντες οι οποίοι διαδραματίζουν ρόλο στην καλύτερη αντίληψη των γεγονότων προς εντοπισμό των πραγματικών αναγκών συγκεκριμένων ατόμων.  Κονδύλια που κατ’ ισχυρισμό απαιτούνται για συγκεκριμένες ανάγκες μπορεί να μην γίνουν αποδεκτά από το δικαστήριο, είτε στη βάση ότι δεν υπήρξε ικανοποιητική τεκμηρίωση, είτε γιατί διαπιστώθηκε υπερβολή, οπόταν και μπορεί να μειωθούν.  Άλλα μπορεί να κριθεί ότι δεν αφορούν βασικές ανάγκες και να μην γίνουν καθόλου αποδεκτά (Παναγιώτου v. Σφικτού (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 625, 630).  Εάν για συγκεκριμένο κονδύλι δεν υπάρχει περί του αντιθέτου μαρτυρία, αυτό δεν οδηγεί απαρέγκλιτα στην αποδοχή του.  Το Δικαστήριο θα πρέπει να ασχοληθεί με το εύλογο των κονδυλίων και δεν δεσμεύεται από τη μαρτυρία των διαδίκων (Μαρκουλίδης v. Μαρκουλίδη κ.ά. (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1386, 1391). 

 

   Ούτε στην αιτιολογία του λόγου αντέφεσης 2, αλλά ούτε και στο περίγραμμα αγόρευσης της Εφεσίβλητης ή προφορικά έγινε αναφορά σε συγκεκριμένο επιμέρους κονδύλι των εξόδων των παιδιών που δεν εκτιμήθηκε ορθά από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Εξετάσαμε τις επιμέρους εκτιμήσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με κάθε κονδύλι.  Καταγράφεται σε κάθε περίπτωση ο λόγος που οδηγήθηκε στην εκτίμηση του, με αναφορά στην ενώπιον του μαρτυρία.  Διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατευθύνθηκε ορθά από την σχετική με το ζήτημα νομολογία και δεν κατέληξε σε αυθαίρετα συμπεράσματα.  Ο λόγος αντέφεσης 2 απορρίπτεται.

 

   Η έφεση επιτυγχάνει ως προς το λόγο 3 και κατ’ ακολουθία και τον λόγο 6 και το μηνιαίο ποσό διατροφής που θα πληρώνει ο Εφεσείων για τη διατροφή των τριών παιδιών του μειώνεται από €1247 σε €1112.  Για τα επιπλέον ποσά που έχουν καταβληθεί από την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης να αποκόπτονται €50 τον μήνα από τις τρέχουσες πληρωμές μέχρι να εξοφληθούν.

 

   Λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της υπόθεσης και το εύρος της επιτυχίας της έφεσης, επιδικάζονται εναντίον της Εφεσίβλητης €1000 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. εάν υπάρχει.  Ουδεμία περαιτέρω διαταγή για έξοδα στην αντέφεση.

 

 

                                                Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 

                                                Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

                                                Δ. Σωκράτους, Δ.



[1] Η αγγλική νομοθεσία (Child Support Act 1991, παράρτημα 1,παράγρ.7) εμπεριέχει πρόνοια για μείωση του ποσού της διατροφής που θα καταβάλλεται, με αναφορά στις ημέρες το χρόνο που το παιδί διαμένει με τον υπόχρεο να πληρώσει διατροφή γονέα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο