Λ. Δ. v. Μ.Φ., Πολιτική Έφεση αρ. 188/2014, 19/1/2022

ECLI:CY:AD:2022:A11

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 188/2014)

 

19 Ιανουαρίου, 2022

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

Λ. Δ.

Εφεσείων,

 

v.

 

Μ.Φ.

 

Εφεσίβλητης.

 

--------------------

    Γ. Χριστοδούλου για Λ. Παπαφιλίππου & Σία, για τον

    εφεσείοντα

 

Μ. Παρασκευάς, για την εφεσίβλητη

 

----------------

 

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σωκράτους, Δ.

……………….

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.:   Η εφεσίβλητη κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν μέλος της Αστυνομίας Κύπρου, ανύπαντρη και μητέρα ενός ανήλικου κοριτσιού.  Ο εφεσείων επίσης υπηρετούσε στην ίδια Δύναμη, κατέχοντας το βαθμό του υπαστυνόμου και ήταν νυμφευμένος.  Περί το έτος 2003-2004 συνήψαν ερωτικό δεσμό.

 

Το 2006 ενώ το ζευγάρι βρισκόταν σε ερωτικές περιπτύξεις βιντεογραφήθηκε η επαφή του και σε αυτό διακρινόταν το πρόσωπο της εφεσίβλητης, ενώ του άνδρα όχι.

 

Τέλος Δεκεμβρίου του 2006 αρχές Ιανουαρίου 2007, το συγκεκριμένο βίντεο κυκλοφόρησε μέσω κινητών τηλεφώνων σε τρίτα πρόσωπα.

 

Στις 9/1/2007 το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου, στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων μετέδωσε βίντεο, το οποίο ήταν ηλεκτρονικά αλλοιωμένο.  Δεν διακρινόταν οτιδήποτε, ούτε εμφανιζόταν το πρόσωπο της εφεσίβλητης αλλά επρόκειτο για μια εικόνα με μικρά κινούμενα τετραγωνάκια.  Συνάμα μεταδόθηκε ρεπορτάζ, το οποίο είχε ως αντικείμενο την κυκλοφορία του συγκεκριμένου βίντεο.  Ο δημοσιογράφος που παρουσίασε το ρεπορτάζ (πρώην εναγόμενος 3) ανέφερε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

«Στο βίντεο παρουσιάζεται αστυνομικίνα να επιδίδεται σε σεξουαλικές πράξεις.  Το βίντεο διαρκεί 28 δευτερόλεπτα.  Δείχνει κοντινά πλάνα από τη δράση της γυναίκας αστυνομικού.  Το πρόσωπο της φαίνεται καθαρά ενώ αντίθετα ο άντρας που συμμετέχει μαζί της στις ερωτικές περιπτύξεις δεν εμφανίζεται καθόλου μπροστά στη κάμερα.  Σύμφωνα με ειδικούς που ασχολούνται με τη λήψη βίντεο από κινητά τηλέφωνα το φιλμάκι φέρεται να τράβηξε ο άγνωστος άντρας.  Πληροφορίες αναφέρουν ότι το βίντεο κυκλοφόρησε και σε συγκεκριμένη ιστοσελίδα στο διαδίκτυο.  Οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν επίσης ότι τραβήχτηκε και δεύτερο βίντεο με πρωταγωνίστρια τη συγκεκριμένη αστυνομικίνα.  Έχει μεγαλύτερη διάρκεια και οι σκηνές που εκτυλίσσονται είναι πολύ πικάντικες.  Η υπό αναφορά γυναίκα υπηρετεί στην Επαρχία Λευκωσίας.  Το βίντεο κυκλοφόρησε σε πολλά κινητά τηλέφωνα και τις τελευταίες ημέρες είναι ένα από τα βασικά θέματα συζήτησης στην αστυνομία.»

 

Και στη συνέχεια:

 

«Το θέμα έχει πάρει διαστάσεις και η ηγεσία των διωκτικών αρχών αναμένεται να πάρει μέτρα εναντίον της γυναίκας αστυνομικού που πρωταγωνιστεί στο καυτό βίντεο.  Η κυκλοφορία του βίντεο περιήλθε εις γνώση της κοπέλας η οποία τις τελευταίες μέρες είναι αναστατωμένη.  Δεν μπορεί να πιστέψει ότι οι προσωπικές της στιγμές αποτέλεσαν αντικείμενο εκμετάλλευσης πιθανόν από τον ερωτικό της σύντροφο.»

 

Στα πλαίσια του ρεπορτάζ μεταδόθηκε και μικρή συνέντευξη της τότε Επιτρόπου Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, XXXXX Φράγκου, η οποία καταδικάζει την πιο πάνω ενέργεια, ήτοι την κυκλοφορία του βίντεο την οποία χαρακτηρίζει ως παράνομη.  Στη συνέχεια υπήρξε παρέμβαση στο δελτίο από τον τότε Αρχηγό της Αστυνομίας, XXXXX Κουλέντη, ο οποίος απέρριψε τους ισχυρισμούς για λήψιν μέτρων εναντίον της αστυνομικού και παράλληλα ψεγάδιασε την ενέργεια του ΡΙΚ να παρουσιάσει το θέμα αυτό στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του.  Ακολούθησε συζήτηση μεταξύ της παρουσιάστριας του δελτίου ειδήσεων, XXXXX Κεννεβέζου, του Διευθυντή Ειδήσεων, XXXXX Καρεκλά και του Αρχηγού Αστυνομίας, αντικείμενο της οποίας ήταν κατά πόσο το ΡΙΚ ορθά παρουσίασε το σχετικό ρεπορτάζ ή όχι και τους σκοπούς που εξυπηρετούσε η μετάδοση του εν λόγω ρεπορτάζ.”

 

H εφεσίβλητη αντέδρασε άμεσα καταχωρώντας αγωγή εναντίον αρχικά έξι προσώπων ενώ αργότερα τα περιόρισε σε τέσσερα.  Εναγόμενοι ήταν το ΡΙΚ και δύο φυσικά πρόσωπα συνεργάτες του Ιδρύματος και ο εφεσείων.  Διεκδικούσε αποζημιώσεις εναντίον όλων για συκοφαντική δυσφήμιση και επιζήμια ψευδολογία για ζημιά που υπέστη συνεπεία παράβασης των καθηκόντων τους καθότι δημοσίευσαν το βίντεο χωρίς τη συγκατάθεση και/ή έγκριση της.

 

Ήταν η δικογραφημένη της θέση πως το συγκεκριμένο βίντεο λήφθηκε και κυκλοφορήθηκε  από τον εφεσίβλητο.

 

Αναφέρει η εφεσίβλητη στην Έκθεση Απαίτησης της πως το εν λόγω βίντεο ήταν συνολικής διάρκειας 28 δευτερολέπτων, ακουγόταν καθαρά η φωνή αμφοτέρων και εμφανιζόταν το πρόσωπο της.  Ο εφεσείων το επεξεργάστηκε με τέτοιο τρόπο, ώστε για χρονική περίοδο, διάρκειας 13 δευτερολέπτων από την έναρξη προβολής του να αναγράφεται στην οθόνη του η φράση: M. F.xxx astinom.

 

Το 2006 μετά τον τερματισμό του δεσμού τους, στον οποίο έδωσε τέλος η ίδια, ο εφεσείων εκδικητικά και κακόβουλα και παραβιάζοντας τη σχέση εμπιστοσύνης τους, απέστειλε και παρέδωσε σε μεγάλο αριθμό μελών της Αστυνομίας, το εν λόγω βίντεο, όπως το είχε επεξεργαστεί.  Το ίδιο βίντεο, παραδόθηκε και στους πρώην εναγόμενους 1 – 3 οι οποίοι το μετέδωσαν όπως ανωτέρω λέχθηκε, ηλεκτρονικά αλλοιωμένο.

 

Με την έκθεση Υπεράσπισης του, ο εφεσείων αρνείτο ότι κατέγραψε σε βίντεο προσωπικές τους στιγμές με την εφεσίβλητη και ισχυριζόταν ότι καμιά σχέση είχε με το επίδικο βίντεο.

 

Μετά την ακροαματική διαδικασία στην οποία κατέθεσε αριθμός μαρτύρων εκ μέρους της εφεσίβλητης ενώ προς υπεράσπιση κατέθεσε μόνο ο εφεσείων, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση του, αντικείμενο της κρινόμενης έφεσης.

 

Εναντίον του εφεσείοντα εξεδόθη απόφαση με την οποία επιδικάζονταν υπέρ της εφεσίβλητης, στη βάση παραβίασης του δικαιώματος για ιδιωτική ζωή, γενικές αποζημιώσεις ύψους €25.000 και παραδειγματικές αποζημιώσεις ύψους €5.000 πλέον νόμιμο τόκο από 15.6.2007 και έξοδα.

 

Η αγωγή εναντίον του ΡΙΚ και των συνεργατών του απορρίφθηκε καθώς κρίθηκε πως το δημοσίευμα ουδόλως «φωτογράφιζε» την εφεσίβλητη ούτε γινόταν οποιαδήποτε αναφορά στο όνομα της.

 

Για ανατροπή των ευρημάτων του, αναφορικά με την απόρριψη της αγωγής της εναντίον του ΡΙΚ και συνεργατών του (πρώην εναγομένους 1-3) η εφεσίβλητη καταχώρησε την έφεση με αρ. 243/14, την οποία όμως απέσυρε στις 18/5/16.

 

Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης προσβάλλεται εκ μέρους του εφεσείοντα με οκτώ (8) λόγους έφεσης, εκ των οποίων ο τέταρτος αποσύρθηκε την ημερομηνία ακρόασης της έφεσης.

 

Οι πρώτοι τρεις λόγοι έφεσης λόγω της συνάφειας τους εξετάζονται μαζί.  Εστιάζουν βασικά, στη λανθασμένη κατά την εισήγηση τους επιδίκαση αποζημιώσεων  για παραβίαση του δικαιώματος ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, η οποία δεν αποτελούσε βάση αγωγής, ούτε η συγκεκριμένη αξίωση καλυπτόταν από τα δικόγραφα της εφεσίβλητης.

 

Αποτελεί την εισήγηση του, η οποία εκτενώς αναπτύχθηκε στο περίγραμμα αγόρευσης των συνηγόρων του εφεσείοντα και προφορικά κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση, πως βάση αγωγής στο οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα αλλά και στην Έκθεση Απαίτησης αποτελούσε η συκοφαντική δυσφήμιση και επιζήμια ψευδολογία, η οποία αποδίδεται κυρίως στο ΡΙΚ για τη μετάδοση του σχετικού ρεπορτάζ κατά τη διάρκεια του Κεντρικού Δελτίου Ειδήσεων του.

 

Η βάση αγωγής για ζημιά λόγω παράβασης συνταγματικών δικαιωμάτων διαχωρίζεται από τη γενική βάση για δυσφήμιση και έπρεπε ειδικά να δικογραφείται.  Προβάλλεται η θέση πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε να προβεί σε διάγνωση έννομης σχέσης/αιτίας αγωγής κατ’ ουσία διαφορετικής από αυτήν που εκτέθηκε στην αγωγή.  Παρέπεμψαν οι συνήγοροι του, προς επίρρωση της θέσης του σε νομολογία (Mosley v. News Group Newspapers Ltd, High Court Queen΄s Bench Division (2008) E.M.L.R 20 και στο σύγγραμμα Βullen & Leake and Jacob΄s – Precedents of Pleadings from Sweet and Maxwell Part R – Human Rights and Preference to the Court of Justice of the European Union, Section64: Human Rights Act 1988).

 

Υποδείχθηκαν επίσης αναφορές του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην απόφαση του, με τις οποίες περιγράφει την αγωγή να έχει ως βάση της τη συκοφαντική δυσφήμιση την οποία το ΡΙΚ επέδειξε προς την εφεσίβλητη και όχι την καταπάτηση συνταγματικών δικαιωμάτων της εφεσίβλητης.

 

Αντίθετη είναι βέβαια η εκτίμηση του συνηγόρου της εφεσίβλητης, ο οποίος υιοθετεί την πρωτόδικη προσέγγιση και αμφισβητεί ότι η παραβίαση του δικαιώματος της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής της, δεν δικογραφήθηκε.  Παραπέμπει δε σε σχετικές παραγράφους της Έκθεσης Απαίτησης καθώς και σε αναφορές στο Γενικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο ένταλμα.

 

Έχουν εξεταστεί με προσοχή, όσα παρατέθηκαν για υποστήριξη των λόγων έφεσης.

 

Αποτελεί γνωστή, θεμελιακή, νομολογιακή αρχή, με σημείο αναφοράς μεταξύ άλλων την Παπαγεωργίου ν. Λ. Κλάππα Ιnvestments  Services Ltd (1991) 1 ΑΑΔ 24), πως οι κανόνες του δικονομικού μας δικαίου περιορίζουν τα επίδικα θέματα σε εκείνα τα οποία προσδιορίζονται από τη δικογραφία.  Ο επακριβής προσδιορισμός τους συναρτάται άμεσα με το αντιπαραθετικό σύστημα της δίκης που ισχύει στο δικαιϊκό μας σύστημα και συνιστά απόρροια της φυσικής δικαιοσύνης που επιβάλλει τη διασφάλιση του δικαιώματος διαδίκου για ουσιαστική ευκαιρία απάντησης στις θέσεις και ισχυρισμούς του αντιδίκου του.

 

Ούτε υπάρχει οιαδήποτε αμφισβήτηση της ανάγκης δικογράφησης των γεγονότων στα όποια η αξίωση για αποζημίωση λόγω παραβίασης συνταγματικού δικαιώματος ερείδεται.  Είναι ορθή η αναφορά του συνηγόρου του εφεσείοντα στην Μosley, ανωτέρω, η οποία αφορούσε αγωγή του Προέδρου της Διεθνούς Ομοσπονδίας Αυτοκινήτου (Federation Internationale de L΄Automobile (FIA) για παράβαση της ιδιωτικής του ζωής, όταν μια εφημερίδα δημοσίευσε και ανάρτησε στον ιστότοπο της πληροφορίες, φωτογραφίες και βίντεο αναφορικά με διάφορες σεξουαλικές δραστηριότητες στις οποίες επιδιδόταν.  Λέχθηκε σχετικά με την αιτία αγωγής:

 

«The cause of action is breach of confidence and/or the unauthorised disclosure of personal information, said to infringe the claimant’s rights of privacy as protected by Art. 8 of the European Convention on Human Rights and Fundamental Freedoms (the Convention).  There is no claim in defamation and I am thus not directly concerned with any injury to reputation.”

 

Ανάλογη μνεία γίνεται στο σύγγραμμα Bullen (ανωτέρω) όπου τονίζεται πως το μέρος το οποίο ενάγει με βάση την παραβίαση ιδιωτικού του δικαιώματος πρέπει να καταγράφει ειδικά τη θεραπεία που επιζητείται.

 

Κρίνουμε πως στην κρινόμενη περίπτωση υπήρχαν οι δικογραφημένες θέσεις και γεγονότα τα οποία επέτρεπαν στο Δικαστήριο να εξετάσει τη βάση αυτή και να αποδώσει θεραπείες.  Υπενθυμίζουμε την επίσης γνωστή αρχή ότι το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια να αποδώσει αποζημιώσεις και θεραπείες οι οποίες δεν αξιώνονται, νοουμένου ότι στην Έκθεση Απαίτησης δικογραφούνται τα γεγονότα που τη στοιχειοθετούν (Kenedy Hotels Ltd v.Waiq Indjirdjian (1992) 1 AAΔ 400).  Ως τέτοιες αναφορές και γεγονότα σημειώνονται τα ακόλουθα:

 

Στο Γενικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα τόσο στο Α όσο και Β αιτητικό καταγράφεται πως ο εναγόμενος 6 αργότερα μετά την τροποποίηση εναγόμενος 4 (εφεσείων) χωρίς τη συγκατάθεση της ενάγουσας έδωσε video τηλεοπτική ταινία που έδειχνε την ενάγουσα σε προσωπικές της στιγμές με τον εναγόμενο 6, στους εναγόμενους 1, 2, 3, 4 και 5, οι οποίοι το δημοσίευσαν, δημοσιοποίησαν, κυκλοφόρησαν μέσω του τηλεοπτικού σήματος του ΡΙΚ χωρίς τη συγκατάθεση της ενάγουσας.»

 

Σχετικές επίσης οι παράγραφοι 12 και 14 της Έκθεσης Απαίτησης, στις οποίες παρά το γεγονός ότι δεν δικογραφούνταν με όση επιμέλεια απαιτείτο, ωστόσο υπήρχαν ρητές αναφορές για παραβίαση μεταξύ άλλων του δικαιώματος της «ιδιωτικότητας» της ενάγουσας/εφεσίβλητης, της οικογενειακής της ζωής και της αξιοπρέπειας της, ήτοι πως ο εφεσείων: «… παραβιάζοντας τη σχέση εμπιστοσύνης που είχαν και/ή την εμπιστευτικότητα του δεσμού και/ή της σχέσης που είχε με την ενάγουσα και/ή παραβιάζοντας το δικαίωμα της ιδιωτικότητας της ενάγουσας και/ή της οικογενειακής της ζωής και/ή της αξιοπρέπειας της…..»

 

Οι αναφορές του Δικαστηρίου τόσο στην έναρξη της απόφασης του όσο και σε ενδιάμεση απόφαση του, ότι η ενάγουσα διεκδίκησε αποζημιώσεις για συκοφαντική δυσφήμιση και επιζήμιο ψευδολογία, δεν μπορεί να εκληφθεί ότι το ίδιο περιόρισε και καθόρισε τη βάση αγωγής στην αναφερόμενη, αφού στερείτο τέτοιας εξουσίας, αλλά στο ότι περιέγραφε με γενικό τρόπο την αξίωση της.  Άλλωστε με την τελική κατάληξη του, την εξέταση και παροχή δηλαδή αποζημιώσεων στη βάση παραβίασης του δικαιώματος της εφεσίβλητης για ιδιωτική ζωή, επιβεβαιώνεται η σφαιρική αντίκρυση του Δικαστηρίου ως προς τα ενώπιον του εγερθέντα ζητήματα.

 

Ιδιαίτερη μνεία για ενίσχυση της θέσης του εφεσείοντα ότι η βάση αγωγής περιορίζεται σε δυσφήμιση εκ μέρους του ΡΙΚ, έγινε και στα εξής λεχθέντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο σε ενδιάμεση απόφαση του:

 

«Δεν κρίνω σκόπιμο να δώσω το λόγο στην άλλη πλευρά.  Αντικείμενο της όλης υπόθεσης είναι κάποια προβολή ενός βίντεο το οποίο έγινε σε εκπομπή του ΡΙΚ.  Το βίντεο αυτό είχε προσβληθεί με αλλοιωμένη εικόνα»

 

Κρίνουμε ότι ούτε η ανωτέρω αναφορά ενισχύει τη θέση του εφεσείοντα για τον ακόλουθο λόγο.

 

Το Δικαστήριο εκθέτοντας τα ανωτέρω, αποφάσιζε επί ενστάσεως της υπεράσπισης σε ερώτηση προς το ΜΕ3 για την τύχη του DVD το οποίο είχε καταθέσει ως τεκμήριο στην ποινική υπόθεση αρ. 763/07, η οποία είχε καταχωρηθεί εναντίον του εφεσείοντα. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επομένως είχε να επιλύσει αυτό το ζήτημα και εκεί εστιάστηκε η προσοχή του και δεν μπορεί να απομονώνεται μια συγκεκριμένη φράση από το όλο κείμενο της ενδιάμεσης απόφασης του, όπως πράττει ο εφεσείων, από το οποίο προκύπτει ο λόγος της σχετικής αναφοράς.  Η συνέχεια της ενδιάμεσης απόφασης ακολουθεί «… εκείνο που ζητείται από το συγκεκριμένο μάρτυρα είναι να καταθέσει που κατέληξε το συγκεκριμένο βίντεο το οποίο αποτελεί και την αιτία όλων όσων διαδραματίσθηκαν εκ των υστέρων.  Λαμβάνοντας υπόψη όλα όσα αναφέρονται στις λεπτομέρειες της Έκθεσης Απαίτησης η ερώτηση επιτρέπεται…..».

 

Συνεπώς οι πρώτοι τρεις λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

 

Κρίνουμε σκόπιμο να προχωρήσουμε στην εξέταση των λόγων έφεσης επτά και οκτώ, οι οποίο άπτονται του ζητήματος αξιοπιστίας αμφοτέρων των διαδίκων.

 

Αυθαίρετο χαρακτηρίζεται το συμπέρασμα αξιοπιστίας της εφεσίβλητης (7ος λόγος) ενώ λανθασμένο κρίνεται το εύρημα πως ο εφεσείων βιντεογράφησε το επίδικο βίντεο χωρίς αυτός να έχει προηγουμένως αξιολογηθεί (8ος λόγος).

 

Κατά πάγια νομολογία, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του.

(xxx Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 45/2014, ημερ. 5/10/2016, Α.Α. Pilottos Ltd. V. Cyprus Petroleum Refinery Ltd., Πολ.Έφ. Αρ. 90/2013, ημερ. 19.10.2021)

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει προβεί προτού καταλήξει στη γενόμενη αξιολόγηση σε ευρεία αναφορά των λεχθέντων από τους διαδίκους, μη παραλείποντας και μη παραβλέποντας τη σημειωθείσα διαφοροποίηση στη μαρτυρία της εφεσίβλητης από όσα είχε αναφέρει σε κατάθεση της, ότι δεν γνώριζε πως ο εφεσείων τη βιντεογραφούσε.  Αναφέρει το Δικαστήριο:

 

«…Δεν παραγνωρίζω ότι στην πρώτη κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία ανέφερε ότι δεν εγνώριζε ότι ο εναγόμενος 4 την είχε βιντεογραφήσει, θέση την οποία ανακάλεσε με τη μαρτυρία της.  Το γεγονός αυτό από μόνο του δεν την καθιστά αναξιόπιστη μάρτυρα.  Είναι εύκολα αντιληπτό ότι ένοιωθε πολύ άσχημα που είχε δεχθεί να τη βιντεογραφήσει ο εναγόμενος 4, ντρεπόταν που ενέδωσε και αυτός ήταν προφανώς ο λόγος που δεν αποκάλυψε ότι το βίντεο είχε ληφθεί εν γνώσει της.»

 

Κρίνουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε όλα τα εγερθέντα ενώπιον του θέματα και εξήγησε τους λόγους αποδοχής της εφεσίβλητης ως αξιόπιστης.

 

Παρατηρούμε δε, πως δεν παρέλειψε να αξιολογήσει τον εφεσείοντα, όπως εκφράζεται το παράπονο με τον 8ο λόγο έφεσης, ούτε αρκέστηκε μόνο σε χαρακτηρισμούς για την ποιότητα του χαρακτήρα του.  Αντίθετα, κατά την παράθεση της μαρτυρίας του, στηλιτεύει την επίμονη θέση του ότι οι σχέσεις τους διεκόπησαν τέλος του 2005 και παραθέτει τις διαφορετικές θέσεις που αναπτύχθηκαν από τον ίδιο και από το δικηγόρο του στην ποινική διαδικασία. 

 

Με όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του ορθά αποφάσισε ότι δεν ήταν αξιόπιστος, ότι ενεργούσε με βάση τα ιδιοτελή του συμφέροντα και δεν έδωσε καμιά ικανοποιητική εξήγηση γιατί μετά από δύο χρόνια δεσμού σκέφτηκε ξαφνικά την οικογένεια του.  Η αναφορά στην ποιότητα του χαρακτήρα του έγινε αφού καταγράφησαν συγκεκριμένες ενέργειες στις οποίες εκείνος προέβη.  Όλα δε εντάσσονται στην προσπάθεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκτελέσει το δύσκολο και πολυσύνθετο καθήκον που έχει να αξιολογήσει τη δοθείσα ενώπιον του μαρτυρία, για το οποίο δεν χωρεί πεδίο επέμβασης μας.

Συνακόλουθα οι 7ος και 8ος λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

 

Με τον έκτο λόγο έφεσης γίνεται εισήγηση πως «το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα προέβη σε συμπεράσματα και ευρήματα και επιδίκαση αποζημιώσεων από την στιγμή που το επίδικο βίντεο από το οποίο προκύπτουν όλα τα ισχυριζόμενα αδικήματα και αποζημιώσεις, δεν κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο.»

 

Η αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου όπως αναπτύχθηκε και από το συνήγορο του εφεσείοντα, υποδεικνύει πως η προσκόμιση του βίντεο ήταν απαραίτητη τόσο για την απόδειξη του αγώγιμου δικαιώματος της δυσφήμισης όσο και ως κριτήριο για τις αποζημιώσεις.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, συνεχίζει η εισήγηση, δεν σχολίασε αυτή την αποτυχία, η οποία ήταν καταλυτικής σημασίας, αφού το βίντεο που παρουσιάστηκε από το ΡΙΚ και το οποίο κατατέθηκε ως τεκμήριο, σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, δεν «φωτογράφιζε» την εφεσίβλητη.

 

Στην αγόρευση του ενώπιον του Εφετείου, ο συνήγορος του εφεσείοντα υπέδειξε πως η μη προσκόμιση του τεκμηρίου του βίντεο, «σπάζει» την αιτιώδη συνάφεια.  Σχολίασε δε, πως το Δικαστήριο στη σελίδα 8 της απόφασης του καταγράφει πως όλη τη ζημιά της, η ενάγουσα, την υπέστη από το ρεπορτάζ του ΡΙΚ.

 

Δεν συμφωνούμε με όσα ο συνήγορος αναφέρει.  Το Δικαστήριο στη σελίδα 8 της απόφασης του, ενώ παραθέτει τη μαρτυρία της εφεσίβλητης καταγράφει πως «προβλήματα αντιμετώπισε και σε σχέση με την ανήλικη θυγατέρα της καθότι κάποιοι της έδειξαν το επίδικο φιλμ στο σχολείο και την πληροφόρησαν για το ρεπορτάζ στο ΡΙΚ.»  Συνεπώς ουδέν τέτοιο συμπέρασμα προκύπτει όπως εκείνο το οποίο εξήγαγε ο συνήγορος.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο περιγράφει στην απόφαση του το περιεχόμενο του βίντεο, το οποίο κυκλοφόρησε μέσω κινητών τηλεφώνων, όπως το είδαν και το περιέγραψαν τόσο η ενάγουσα, όσο και οι ΜΕ4, 5, 2 και 3, xxx Γεωργίου, xxx Θεοδώρου, xxx Ευθυμίου, xxx Χριστοφή, αντίστοιχα, όλα μέλη της Αστυνομίας Κύπρου, οι οποίοι δεν αντεξετάστηκαν και δεν πλήττεται με λόγο έφεσης η αξιοπιστία τους.  Σύμφωνα δε με τους ΜΕ3 Χριστοφή και ΜΕ2 Ευθυμίου, το επίδικο βίντεο καταστράφηκε, μετά από οδηγίες του Δικαστηρίου, το 2011.  Λεπτομέρειες δε για το επίδικο βίντεο καθώς και για τα λόγια τα οποία ακούγονταν σε αυτό, δόθηκαν, τόσο με την κυρίως εξέταση των μαρτύρων όσο και μέσα από υποβολές που έγιναν προς την εφεσίβλητη κατά την αντεξέταση της από τους συνηγόρους του εφεσείοντα.

 

Συνεπώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του πλήρη περιγραφή των όσων προβάλλονταν στο επίδικο βίντεο για το οποίο υπήρχε αδυναμία παρουσίας του αφού καταστράφηκε και κυρίως, σημειώνουμε, το περιεχόμενο του δεν είχε αμφισβητηθεί από τον εφεσείοντα.  Εκείνο που προωθείτο εκ μέρους του ήταν πως ο ίδιος ήταν αμέτοχος τόσο για τη λήψη όσο και κυκλοφορία του.

 

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων ήταν εκείνος ο οποίος κυκλοφόρησε το βίντεο στα μέλη της Αστυνομίας.  Δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία προς τούτο και λανθασμένα το Δικαστήριο κατέληξε στο σχετικό σκεπτικό της απόφαση του, ότι «όλα τα πιο πάνω δεικνύουν κατά την άποψη μου ότι ήταν αυτός που κυκλοφόρησε το βίντεο στα μέλη της Αστυνομίας» εισηγείται ο συνήγορος του εφεσείοντα.

 

Προτού το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήξει στο εν λόγω συμπέρασμα προέβη στην παράθεση ευρημάτων και στοιχείων και γεγονότων τα οποία προσκομίστηκαν, αναφέροντας τα ακόλουθα, τα οποία μεταφέρουμε αυτούσια και τα οποία επικροτούμε ως ορθά, δεδομένης της αποδοχής της αξιολόγησης της μαρτυρίας στην οποία προέβη:

«Με βάση τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον μου καταλήγω ότι οι σχέσεις της ενάγουσας με τον εναγόμενο 4 δεν διεκόπησαν τέλος του 2005 αρχές του 2006, αλλά συνεχίσθηκαν και κατά το 2006. Σε μια από τις συναντήσεις τους ο εναγόμενος 4 βιντεογράφησε με τη συγκατάθεση της ενάγουσας, τις ερωτικές περιπτύξεις τους. Όταν οι σχέσεις τους διεκόπησαν με πρωτοβουλία της ενάγουσας, αυτό δεν άρεσε στον εναγόμενο 4. Το Δεκέμβριο του 2006 έλαβε χώρα το επεισόδιο που περιέγραψε η ενάγουσα κατά το οποίο ο εναγόμενος 4 την απείλησε ότι θα κυκλοφορούσε το επίδικο βίντεο. Ελάχιστο χρόνο αργότερα το επίδικο βίντεο κυκλοφόρησε και έγινε ευρέως γνωστό μεταξύ των αστυνομικών.

 

Ήταν η θέση του εναγομένου 4 ότι δεν ήταν αυτός που κυκλοφόρησε το επίδικο βίντεο. Το επίδικο βίντεο λήφθηκε από τον ίδιο, με τη χρήση του δικού του κινητού τηλεφώνου, αυτός και η ενάγουσα ήταν οι μόνοι που γνώριζαν για το συγκεκριμένο βίντεο και αυτός ήταν ο μοναδικός κάτοχος του βίντεο. Επιπρόσθετα το βίντεο κυκλοφόρησε λίγο μόνο χρόνο μετά την απειλή του προς την ενάγουσα ότι θα το κυκλοφορούσε και ανάμεσα στους πρώτους αστυνομικούς που έλαβαν το βίντεο ήταν οι συνάδελφοι του στο αεροδρόμιο Λάρνακας. …»

 

Συνεπώς ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται.  Επιδικάζονται έξοδα €3.500 πλέον ΦΠΑ εάν υπάρχει, υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα. 

 

Α. Λιάτσος, Δ.

 

Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 

Δ. Σωκράτους, Δ.

/ΚΑς


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο