ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΥΠ' ΑΡ. 109/2021 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, Πολιτική αίτηση αρ.10/22, 17/2/2022

ECLI:CY:AD:2022:D71

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                   Πολιτική αίτηση αρ.10/22

 

17 Φεβρουαρίου, 2022

 

[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ PROHIBITION

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΥΠ’ ΑΡ. 109/2021 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 13/12/2021

------------------------

Θεοδ.Παπακυριακού (κα), για την  Αιτήτρια

Ηλ.Στεφάνου, με Γ.Νεάρχου, για τους Καθ΄ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα αίτηση ο Αιτητής αιτείται την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος τύπου Prohibition, προκειμένου να παρεμποδιστεί το Επαρχιακό Δικαστήριο από το να επιθεωρήσει τα τεκμήρια ως η απόφαση του ημερ. 13/12/21, στα πλαίσια της Αίτησης Ανανέωσης Κατακράτησης Τεκμηρίων υπ’αρ. 109/21, ως παράνομη δικαστική πράξη, υπερβαίνουσα τις εξουσίες του ή/και του Νόμου ή/και του Συντάγματος ή/και του πλαισίου της (ως εξηγείται στην ΄Εκθεση που συνόδευε την Αίτηση για ΄Αδεια).

 

Η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του Υπαστυνόμου Ανδρέου, υπευθύνου της Ανακριτικής Ομάδας του ΤΑΕ, η οποία διερευνά ποινικά αδικήματα σχετιζόμενα με αριθμό πολιτογραφήσεων ξένων επενδυτών.  Στηρίζεται δε στο ΄Αρθρο 155.4 του Συντάγματος, στους Κανονισμούς 3, 6 και 7 του περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2018 (5/2018), στα άρθρα 3 και 9 του Περί Απονομής Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμος 33/1964 όπως τροποποιήθηκε, στο άρθρο 30 του Συντάγματος, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, στους αντίστοιχους Αγγλικούς Κανόνες και Θεσμούς (Διαταγή 53, Θεσμοί 1-14 των Αγγλικών Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου - που αντιστοιχεί στη Διαταγή 59, Θεσμοί 3-8 των παλαιών Αγγλικών Θεσμών) (Rules of the Supreme Court of England), στη σχετική νομολογία, την Αγγλική πρακτική που προδιαγράφεται στους Αγγλικούς Διαδικαστικούς Θεσμούς σε διαδικασία προνομιακών ενταλμάτων και στη διακριτική ευχέρεια και εξουσίες του Δικαστηρίου. Περαιτέρω, βασίζεται στα άρθρα 27, 28, 29, 32, 33 και 34 της Ποινικής Δικονομίας Κεφ.155.

 

Η δοθείσα από το Δικαστήριο άδεια για την καταχώρηση της παρούσας στην Πολιτική αίτηση αρ. 5/22, ημερ. 19.1.2022, αναφέρεται στο ιστορικό και στα επίδικα θέματα.  Κρίσιμο είναι το εξής απόσπασμα:

«Συγκεκριμένα η αίτηση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου αφορούσε ανανέωση κατακράτησης τεκμηρίων η οποία ακολούθησε αίτηση που είχε ως αποτέλεσμα διάταγμα κατακράτησης των τεκμηρίων.  Τα τεκμήρια αυτά είχαν παραλειφθεί κατόπιν εκτέλεσης ενταλμάτων έρευνας.  Χρήσιμο είναι να τεθεί το σχετικό απόσπασμα από την κατάληξη του Επαρχιακού Δικαστηρίου στην επίδικη απόφαση.  «Συνεπώς θεωρώ ορθό όπως τεθούν ενώπιον μου τα συγκεκριμένα τεκμήρια 38-51, ώστε να αποφανθώ επί του εάν καλύπτονται από το δικηγορικό απόρρητο.  Ορίζεται η αίτηση στις 17.12.21 και ώρα 9.00π.μ., ώστε αυτά να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου και να δοθούν ειδικές οδηγίες ως προς τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί.  Εάν αυτό καθίσταται αδύνατο, λόγω τυχόν άλλης διαταγής Δικαστηρίου που θα ισχύει σε εκείνη την ημερομηνία, να ενημερωθώ σχετικά από τους συνηγόρους».  Σημειωτέον επίσης είναι το γεγονός ότι το Δικαστήριο έκρινε πως πρέπει να ελέγξει τον τρόπο εκτέλεσης εντάλματος έρευνας.

Τα θέματα αυτά εγγενώς συνθέτουν την έννοια της συζητήσιμης υπόθεσης, κατά την εισήγηση του αιτητή.  Συνεπώς, έχω εξετάσει με προσοχή όλα όσα έχουν τεθεί με βάση τη δικογραφία της αίτησης και όσα η κα Ευθυβούλου έχει θέσει στην αγόρευση της. Το κριτήριο της συζητήσιμης υπόθεσης είναι το προαπαιτούμενο στη χορήγηση της άδειας, όπως ήδη έχει λεχθεί πιο πάνω.

Όπως υποστήριξε η ευπαίδευτη συνήγορος, τέτοια δικαιοδοσία για εξέταση και κρίση επί των εγγράφων, εάν καλύπτονται από το δικηγορικό απόρρητο ή όχι, δεν παρείχετο στο πλαίσιο αίτησης ανανέωσης τεκμηρίου.  Αυτό το θέμα θα πρέπει να απασχολήσει το Δικαστήριο της ουσίας.  Σ΄αυτό το στάδιο, κατά τη θέση του αιτητή, το Επαρχιακό Δικαστήριο όφειλε αποκλειστικά να εξετάσει το ζήτημα της αναγκαιότητας της περαιτέρω κράτησης των κατασχεθέντων αντικειμένων στα πλαίσια του πιο πάνω άρθρου.  Προσθέτως, έγινε επίκληση ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων που επιτρέπουν και δικαιολογούν την ενεργοποίηση της διαδικασίας για έκδοση προνομιακού εντάλματος prohibition, αφού η εκτροπή που αφορά τα όρια της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου, θα μπορούσε να οδηγήσει σε «τυχόν αποστέρηση των τεκμηρίων, η οποία θα είχε καταλυτική σημασία στην έκβαση της υπόθεσης, με ενδεχόμενο την αποστέρηση της δυνατότητας πλήρους διερεύνησης της ποινικής υπόθεσης».

Υπό το φως των ανωτέρω και σύμφωνα με όσα τέθηκαν ενώπιον μου, θεωρώ ότι συντρέχουν τέτοια περιστατικά ώστε να αποκαλύπτεται συζητήσιμη υπόθεση για έλλειψη ή υπέρβαση της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου να εξετάσει και επιθεωρήσει τα ως άνω τεκμήρια».

 

Οι λόγοι που θεμελιώνουν την Αίτηση και είχαν προβληθεί στην Αίτηση για άδεια και υιοθετούνται εν προκειμένω είναι οι ακόλουθοι:

«1. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ενήργησε καθ’ υπέρβαση εξουσίας και κατά παράβαση του Νόμου τα οποία συνίστανται εις το ότι:

 

(α) Εξέδωσε απόφαση αναφορικά με το νομότυπο της εκτέλεσης των τριών ενταλμάτων έρευνας, ήτοι ως προς το εάν τα εν λόγω έγγραφα καλύπτονται από δικηγορικό απόρρητο, ζήτημα το οποίο εμπίπτει στην αποκλειστική δικαιοδοσία του εκδικάζοντος της ουσίας της υπόθεσης Δικαστηρίου.

 

(β) Λανθασμένα, εκτός των πλαισίων της δικαιοδοσίας του και κατά παράβαση του Νόμου αποφάσισε όπως εξετάσει και επιθεωρήσει τα Τεκμήρια 38 - 51 προκειμένου να αποφανθεί επί του εάν καλύπτονται από το δικηγορικό απόρρητο, επεμβαίνοντας ουσιαστικά σε ζητήματα νομιμότητας εκτέλεσης των ενταλμάτων έρευνας, τα οποία ελέγχονται αποκλειστικά από τον φυσικό Δικαστή που θα εκδικάσει την υπόθεση και δεν αφορούν το στάδιο της ανανέωσης κατακράτησης Τεκμηρίων».

Υποστηρίχθηκε ακόμη ότι στην εν λόγω υπόθεση συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που επιτρέπουν και δικαιολογούν την ενεργοποίηση της διαδικασίας για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος. Δεν παρέχεται εναλλακτική και/ή διαζευκτική θεραπεία για ζήτημα το οποίο αποσκοπεί στον περιορισμό Δικαστηρίου στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του και παρεμπόδιση υπέρβασης των ορίων της.

 

Ακολούθησε η παρούσα αίτηση στην οποία οι καθ΄ων η αίτηση κατεχώρησαν ένταση με στηρικτική ένορκη δήλωση του Δημητριάδη, δικηγόρου και συναφή τεκμήρια.

 

Θα επιχειρηθεί μια σύνοψη των θεμάτων που εγείρονται στην ένσταση.

 

Α΄ Προδικαστικά θέματα:

(α)  Η αίτηση είναι καταχρηστική γιατί, δια της αίτησης για άδεια στην παρούσα διαδικασία, προηγήθηκε άλλη αίτηση στην οποία και δόθηκε άδεια, πλην όμως, επειδή υπήρξε διαπίστωση – κατόπιν της ένστασης των καθ΄ων η αίτηση – τυπικού ελαττώματος, αποσύρθηκε την ημέρα της ακρόασης.  Ουσιαστικά, λένε οι καθ΄ων η αίτηση, «παρέχεται δεύτερη ευκαιρία για τη διόρθωση εξ αρχής προβληματικής αίτησης (αρ.242/21)».

(β)  Η αίτηση για ΄Αδεια δεν ήταν σύμφωνη με τον τύπο Β΄ του Κανονισμού  6 του σχετικού Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ειδικότερα, η θεραπεία η οποία εζητείτο ήταν «Άδεια του Σεβαστού Δικαστηρίου για την καταχώρηση Αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος τύπου Prohibition...» και όχι «Διάταγμα Prohibition που να απαγορεύει...», όπως προνοεί ο Τύπος Β΄. Ουσιαστικά, και με την Αίτηση δια κλήσεως, ο Αιτητής εξακολουθεί να ζητά Άδεια. Περαιτέρω, στον τίτλο της Αίτησης για Άδεια, αναφέρεται «Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για έκδοση προνομιακού εντάλματος φύσεως Prohibition» και όχι «Αναφορικά με την αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για ΄Αδεια...», όπως επίσης προνοεί, ο Τύπος Β΄. Η δε ΄Εκθεση η οποία συνοδεύει την Αίτηση για άδεια δεν ήταν σύμφωνη με τον Τύπο Β΄, αφού καταχωρίστηκε ως έγγραφο μέρος της Αίτησης για Άδεια, και όχι ως ξεχωριστό έγγραφο με τον προκαθορισμένο τίτλο.  Στην ΄Εκθεση επίσης δεν παρατίθενται γεγονότα, ούτε υιοθετήθηκαν γεγονότα ή η ίδια η ΄Εκθεση από τον ενόρκως δηλούντα.

 

(γ)  Η αίτηση είναι πρόωρη.  Το Επαρχιακό Δικαστήριο αποφάνθηκε όπως τεθούν ενώπιον του συγκεκριμένα τεκμήρια προς εξέταση – επιθεώρηση.  Τίθεται ο ισχυρισμός ότι «αν θα διαταχθεί κράτησή τους ή επιστροφή τους, με στέρησή τους από την ανακριτική ομάδα και ενδεχόμενο επηρεασμό της ποινικής έρευνας», είναι θέμα το οποίο θα απασχολήσει το Δικαστήριο μεταγενέστερα της εξέτασης των τεκμηρίων.

 

Β΄ Επί της ουσίας ζητήματα:

(α)  Το Επαρχιακό Δικαστήριο ενήργησε εντός των πλαισίων της δικαιοδοσίας του, η απόφαση του ήταν νομότυπη και εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

(β)  Η απόφαση του θα μπορούσε να προσβληθεί με έφεση.

(γ)  Οι Αιτητές δεν προσήλθαν με καθαρά χέρια αφού ενώπιον του Δικαστηρίου δεν τέθηκε ουσιώδες έγγραφο, ήτοι αντίγραφο του εντάλματος έρευνας, βάσει του οποίου παραλήφθησαν από τα γραφεία της καθ΄ης η αίτηση 1, τα επίμαχα τεκμήρια  αφού είναι βάσει του περιεχομένου του οποίου, το πρωτόδικο Δικαστήριο στήριζε την απόφαση του.

 

Α΄ Εξέταση των προδικαστικών θεμάτων:

Το πρώτο βεβαίως που θα πρέπει να απασχολήσει είναι το θέμα της προβαλλόμενης προηγούμενης λήψης ταυτόσημης άδειας για ίδια με την παρούσα θεραπεία που, ενώ δόθηκε, και καταχωρήθηκε αίτηση, αποσύρθηκε στο στάδιο της ακρόασης της by summons αίτησης.  ΄Οντως, στο στάδιο ακρόασης της παρούσης αίτησης για λήψη της άδειας, είχα θέσει στους ευπαίδευτους δικηγόρους της Δημοκρατίας, ερώτημα για το ενδεχόμενο ύπαρξης δεδικασμένου ή κωλύματος.  Και για τους λόγους που εξέθεσα και φαίνονται στην απόφαση μου ημερ. 19.1.2022 θεώρησα ότι δεν υφίσταται δεδικασμένο ή κώλυμα.

Oι καθ΄ων η αίτηση το επαναφέρουν ως θέμα κατάχρησης και ως δεύτερη ευκαιρία που παρέχεται στους καθ΄ων η αίτηση να διοθρώσουν μια θνησιγενή αίτηση, αφού η πρώτη αίτηση του Αιτητή για λήψη αδείας δεν συνοδευόταν με επίσημο αντίγραφο της επίδικης απόφασης.

 

Τίθενται εκ νέου οι προβληματισμοί επί του θέματος αφού παρέχεται βεβαίως πλαίσιο επαναξιολόγησης υπό το πρίσμα των θέσεων της πλευράς που δεν ακούστηκε.

 

΄Εχω συνεπώς επαναξιολογήσει όλα τα δεδομένα ιδιαίτερα τη θέση ότι η πρώτη αίτηση θα ήταν θνησιγενής και δεν θα μπορούσε να τύχει διόρθωσης.  Αυτό μπορεί να είναι ορθό.  ΄Ομως η απόσυρση με σαφή δήλωση εκ μέρους του Αιτητή για καταχώρηση νέας αίτησης χωρίς την έκφραση άλλης θέσης (ως προς την επιφύλαξη) εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση (βλ.τεκμ.3 επί της ένστασης) και οι λοιπές συνθήκες της υπόθεσης,  θεωρώ ότι θέτουν εκτός του πεδίου της κατάχρησης την παρούσα αίτηση.  Κατά τα λοιπά υιοθετώ όσα ανέφερα στην εν λόγω απόφαση μου. 

Τα λοιπά προδικαστικά θέματα αφορούν παραλείψεις αναφορικά με τον Τύπο Β΄ του Διαδικαστικού Κανονισμού.  Είναι γεγονός ότι η ΄Εκθεση Γεγονότων δεν φέρει το προδιαγεγραμμένο από τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς τίτλο (Τύπος Β΄ ΄Εκθεση που συνοδεύει Αίτηση….).  Πρόκειται βεβαίως για τον περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία ΄Εκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2018, 5/2018.  Εκτός απ΄αυτή την επουσιώδη παρατυπία, που όντως παρουσιάζεται, η  ΄Εκθεση έχει στην πράξη αυτοτέλεια αφού περιέχει τους λόγους επί των οποίων βασίζεται.  Η δε μη σαφής παραπομπή του ενόρκως δηλούντα στο κείμενο της ΄Εκθεσης δεν ισοδυναμεί με παράβαση τύπου αφού το περιεχόμενο της ΄Ενορκης δήλωσης συνάδει με το περιεχόμενο της ΄Εκθεσης ως προς τα εγειρόμενα σημεία, τόσο σε επίπεδο γεγονότων, όσο και νομικών θέσεων.  Εάν δεν χρησιμοποιήθηκε εντελώς ο σωστός τίτλος στην αίτηση για άδεια ή εάν χρησιμοποιήθηκε η λέξη «ένταλμα prohibition» αντί «διάταγμα prohibition» που χρησιμοποιείται στον τύπο Β (παρα.2) θεωρώ πως είναι επουσιώδη θέματα τα οποία δεν θα πρέπει να οδηγήσουν σε ακυρότητα.

 

Σε συνάρτηση τώρα με τη θέση για το πρόωρο της αίτησης έχω τη θεώρηση ότι άπτεται της ουσίας και θα το εντάξω στην αμέσως επόμενη ενότητα που αφορά την εξέταση της ουσίας.

 

Β΄ Εξέταση της ουσίας:

Με το (γ) ζήτημα, ανωτέρω, τίθεται θέμα της μη πλήρους αποκάλυψης σε σχέση με το σχετικό ένταλμα έρευνας που δεν επισυνάφθηκε στην αίτηση για άδεια, καθώς και άλλα παρεμφερή σημεία.  Είναι γεγονός ότι τα τεκμ.38-51 τα οποία το Δικαστήριο είχε πρόθεση να επιθεωρήσει, στο πλαίσιο της Αίτησης Κατακράτησης τεκμηρίων παραλήφθηκαν από την Αστυνομία κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας, όπως εξηγείται.  Σημειώνεται ότι το ένταλμα έρευνας προσβλήθηκε με διαδικασία Certiorari. Πρόκειται για την Πολιτική Αίτηση 188/21, για την οποία επιφυλάχθηκε η απόφαση, αφού το Δικαστήριο άκουσε και τις δύο πλευρές.  Αναφέρεται επίσης ότι, εκκρεμούσης της έκδοσης απόφασης στην εν λόγω αίτηση certiorari, υπάρχει διάταγμα το οποίο απαγορεύει οποιαδήποτε μελέτη ή επεξεργασία των τεκμηρίων, τα οποία, για πρακτικούς λόγους παραμένουν στην κατοχή της Αστυνομίας. Το γεγονός αυτό είναι σε γνώση τόσο του Αιτητή, όσο και του Επαρχιακού Δικαστηρίου, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Προκύπτει σύζευξη σχετικότητας του προβληθέντος θέματος (γ) περί της μη αποκάλυψης με το βασικό ζήτημα ουσίας ως προς τα όρια εξέτασης και δικαιοδοσίας που έχει το Επαρχιακό Δικαστήριο στην εξέταση ανανέωσης κατακράτησης τεκμηρίων εφόσον το τι είναι αναγκαίο να αποκαλυφθεί σχετίζεται άμεσα με το τι εξουσίες είχε το Επαρχιακό Δικαστήριο κατά την εξέταση της αίτησης ανανέωσης κατακράτησης τεκμηρίων.

Σχετικά είναι τα άρθ.27-32 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155.   Ειδικά το άρθ.32, το οποίο έχει ως εξής:

«32.-(1) Όταν, κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας, κατασχεθεί οτιδήποτε και προσκομιστεί ενώπιον Δικαστή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 27, το πράγμα αυτό, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, δύναται να κατακρατηθεί από τέτοιο πρόσωπο ως ο Δικαστής ήθελε ορίσει, λαμβανόμενης πάντοτε εύλογης φροντίδας για τη διατήρηση του μέχρι την αποπεράτωση οποιασδήποτε ποινικής διαδικασίας η οποία είναι δυνατό να διεξαχθεί σε σχέση με αυτό.

(2) Όταν οτιδήποτε που κατασχέθηκε δυνάμει εντάλματος έρευνας και προσκομίστηκε ενώπιον Δικαστή υπόκειται σε φθορά ή είναι επιβλαβές, το πράγμα αυτό δύναται αμέσως να διατεθεί με τέτοιο τρόπο όπως ο Δικαστής ήθελε ορίσει.

(3) Αν ο Δικαστής είναι της γνώμης ότι οτιδήποτε που κατασχέθηκε δυνάμει εντάλματος έρευνας δεν απαιτείται πλέον για οποιαδήποτε ποινική διαδικασία, τότε εκτός αν εξουσιοδοτείται ή υποχρεώνεται από αυτόν ή οποιοδήποτε άλλο Νόμο να διαθέσει αυτό διαφορετικά, διατάσσει-

(α) όπως το πράγμα ή οποιοδήποτε μέρος του επιστραφεί στο πρόσωπο το οποίο φαίνεται στο Δικαστή ότι έχει δικαίωμα σε αυτό και, αν το εν λόγω πρόσωπο είναι ο κατηγορούμενος, όπως επιστραφεί στον ίδιο ή σε τέτοιο άλλο πρόσωπο ως ο κατηγορούμενος ήθελε ορίσει ή

(β) όπως το πράγμα αυτό, αν ανήκει στον κατηγορούμενο, ή μέρος αυτού, χρησιμοποιηθεί για την πληρωμή οποιωνδήποτε εξόδων ή αποζημιώσεων τα οποία ο κατηγορούμενος διατάχτηκε να πληρώσει».

 

Είναι a priori δεδομένο ότι της αίτησης ανανέωσης, κανονικώς εχόντων των πραγμάτων, πρέπει να προηγηθούν 3 στάδια:

(α)  ΄Εκδοση Εντάλματος ΄Ερευνας

(β)  Εκτέλεση Εντάλματος ΄Ερευνας και συλλογή τεκμηρίων.

(γ) Αίτηση κατακράτησης τεκμηρίων – έκδοση διαταγής κατακράτησης.

Αυτά τα 3 στάδια στην κρινόμενη περίπτωση είχαν συντελεσθεί.  Επί της αίτησης για άδεια προσκομίσθηκε ο σχετικός όρκος του Ενόρκως Δηλούντα Υπαστυνόμου και αναφέρθηκε η εξασφάλιση του διατάγματος κατακράτησης ημερ.2.8.2021, δηλαδή του σταδίου (γ) ανωτέρω.

 

Ακολούθησε η επίδικη αίτηση ανανέωσης 2.9.2021 επί της οποίας υπήρξε ένσταση και τελικώς η επίδικη απόφαση ημερ. 13.12.2021.

 

Χρήσιμο είναι να τεθεί απόσπασμα από την επίδικη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, με τονισμό, της κατάληξης της υπό αμφισβήτηση κρίσης του:

«Σε σχέση με Τεκμήρια 38-51, παρατηρώ ότι δεν έχει εξηγηθεί στο Δικαστήριο γιατί φάκελοι που φαίνονται εκ πρώτης όψεως να περιέχουν έγγραφα καλυπτόμενα από το δικηγορικό απόρρητο (γιατί το εάν όντως εμπίπτουν στο δικηγορικό απόρρητο δεν μπορεί να το διαγνώσει το Δικαστήριο με βεβαιότητα, από μία κόλλα με τίτλο «Privileged Information ....» στο έξω μέρος ενός φακέλου) κατασχέθηκαν από την Αστυνομία. Αποκλείστηκαν από την κατάσχεση έγγραφα, με τα οποία απευθύνονταν οι Καθ’ων η Αίτηση ειδικά προς δικηγόρους τους και περιείχαν εμπιστευτικές πληροφορίες για σκοπούς νομικής εκπροσώπησής τους; Δεν αναφέρεται σε κάθε περίπτωση, το ένταλμα βάσει του οποίου κατασχέθηκαν οι φάκελοι (2° ένταλμα) προβλέπει τα ακόλουθα:

«Να επιτραπεί στο μέτρο του δυνατού, η παρουσία αντιπροσώπου της δικηγορικής εταιρείας και δικηγόρων που κατέχουν το γραφείο σε σχέση με το οποίο το ένταλμα αυτό έχει εκδοθεί, κατά την εκτέλεση του εντάλματος ως ανωτέρω, καθώς και κατά την εξέταση, επιτόπου ή αλλού, ηλεκτρονικών υπολογιστών, σέρβερ, εξωτερικών δίσκων αποθήκευσης δεδομένων ή οποιοσδήποτε άλλης συσκευής αποθήκευσης που χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτό, που τυχόν να ανευρεθούν, ώστε κατά την έρευνα για τα προαναφερόμενα πράγματα να επιδιωχθεί συμφωνία της δικηγορικής εταιρείας και δικηγόρων που κατέχουν το γραφείο σε σχέση με το οποίο το ένταλμα αυτό έχει εκδοθεί, ποια έγγραφα ή δεδομένα αφορούν προσωπική και επαγγελματική αλληλογραφία/επικοινωνίες και ειδικότερα ποια καλύπτονται από επαγγελματικό και δικηγορικό νομικό απόρρητο και δεν σχετίζονται με την διερευνώμενη υπόθεση. Σε περίπτωση διαφωνίας, αυτά που θα βρεθούν κατά την έρευνα και θα θεωρηθούν ότι καλύπτονται από το παρόν ένταλμα, θα πρέπει να διασφαλιστούν ώστε να μην υπάρξει οποιαδήποτε επεξεργασία τους προτού αποφασίσει για το ζήτημα αυτό το Δικαστήριο, σύμφωνα με το Νόμο, μετά που αυτά θα του παρουσιαστούν.»

 

Έχοντας βεβαίως πάντα κατά νουν ότι είναι αυτοτελής η παρούσα διαδικασία, εφόσον υπάρχει δεδομένη αμφισβήτηση ως προς το εάν καλύπτονται τα εν λόγω έγγραφα από δικηγορικό απόρρητο θα βασιστώ στην εν λόγω πρόνοια του εντάλματος και θα εξετάσω - επιθεωρήσω τους φακέλους που κατασχέθηκαν (αν και θεωρώ ότι το ορθότερο θα ήταν να είχε ήδη μεριμνήσει η Αστυνομία να μεταφέρει τα αρχεία στο Δικαστήριο, με δεδομένη την εν λόγω διαταγή και την έγερση ζητήματος απορρήτου από τους Καθ’ων η Αίτηση). Συνεπώς, θεωρώ ορθό όπως τεθούν ενώπιον μου τα συγκεκριμένα Τεκμήρια 38-51, ώστε να αποφανθώ επί του εάν καλύπτονται από το δικηγορικό απόρρητο. Ορίζεται η Αίτηση στις 17/12/21 και ώρα 9 π.μ., ώστε αυτά να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου και να δοθούν ειδικές οδηγίες ως προς τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί. Εάν αυτό καθίσταται αδύνατον λόγω τυχόν άλλης διαταγής Δικαστηρίου που θα ισχύει σε εκείνη την ημερομηνία, να ενημερωθώ σχετικά από τους συνηγόρους/ορίζεται επίσης η Αίτηση την ίδια ημερομηνία και ώρα για να ακούσω τις τοποθετήσεις των μερών ως προς το εάν πρέπει να εκδοθεί διαταγή επιστροφής των Τεκμηρίων 2, 3-37, 52-57 από το παρόν Δικαστήριο μετά τη μη ικανοποίηση του αιτήματος της όσον αφορά το Τεκμήριο 1 (κινητό τηλέφωνο Δ. Δημητριάδη), εκδίδεται διάταγμα για την κατακράτησή του κι επιτρέπεται αυτή για περίοδο δύο μηνών από σήμερα (διάστημα που κρίνεται εύλογο υπό τας περιστάσεις). Απαγορεύεται σε σχέση με αυτό η πρόσβαση σε περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας ή και σε εξωτερικά στοιχεία αυτής κατά παράβαση του άρθρου 17 του Συντάγματος. Επιτρέπεται η εν λόγω πρόσβαση μόνο εντός των επιτρεπόμενων ορίων δυνάμει του εν λόγω άρθρου και των οιωνδήποτε δυνάμει αυτού νομοθεσιών ή σχετικών δικαστικών διαδικασιών.

Όσον αφορά έξοδα Αίτησης, η οποία και εμπίπτει στην πολιτική δικαιοδοσία, κατ’ αποκοπή ποσό €800 πλέον Φ.Π.Α. επιδικάζεται υπέρ των Καθ’ων η Αίτηση κι εναντίον του Αιτητή».

 

Από τα πιο πάνω τεθέντα προκύπτει σαφώς το ερώτημα κατά πόσον ήταν μέσα στις προβλεπόμενες εξουσίες του Δικαστή που επιλαμβάνεται αίτησης ανανέωσης κατακράτησης τεκμηρίων, να επιθεωρήσει τεκμήρια για να αποφανθεί εάν καλύπτονται από το δικηγορικό απόρρητο.

Η κλασσική αυθεντία επί του θέματος του άρθ.32 ανωτέρω, είναι η Concrete Mix Ltd v. Aστυνομίας (1991)2 Α.Α.Δ. 360Θέτω σχετικό απόσπασμα:

«Οι διατάξεις του άρθρου 32(1) παρέχουν εξουσία στο Δικαστήριο να διατάξει την κράτηση και φύλαξη αντικειμένων από τις αστυνομικές Αρχές, που κατασχέθηκαν βάσει του άρθρου 27 για καθορισμένο χρονικό διάστημα ή μέχρι την αποπεράτωση ποινικής διαδικασίας η οποία ήθελε προκύψει από τις ανακρίσεις. Η εξουσία η οποία παρέχεται από το άρθρο 32(3) για αποδέσμευση των αντικειμένων από την αστυνομική φύλαξη, συναρτάται άμεσα με την προσαγωγή του υπόπτου στο Δικαστήριο με τη διατύπωση κατηγορίας εναντίον του. Η πρόσαψη κατηγορίας οριοθετεί το τρίτο στάδιο της διαδικασίας για την κράτηση κατασχεθέντων αντικειμένων. Το εδάφιο 3 του άρθρου 32 του νόμου, παρέχει εξουσία για επιστροφή του αντικειμένου στον κάτοχο ή ιδιοκτήτη του, νοουμένου ότι η κράτηση και φύλαξή του δεν απαιτείται για τους σκοπούς της εγερθείσας ποινικής δίωξης».

(Βλ. επίσης Ησαΐα ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 669, Ch. & Emporium Cars Ltd v. Αστυνομίας, Ποιν. ΄Εφ. 70/15, 12.7.2016, ECLI:CY:AD:2016:B350, Πολυβίου ν. Αστυνομίας, Ποιν. ΄Εφ. 62/16, 1.3.2018, Λοΐζου ν. Αστυνομίας, Ποιν. ΄Εφ. 247/18, 2.10.2018), ECLI:CY:AD:2018:B425.

Συμφωνώντας με την πλευρά του Αιτητή θεωρώ ότι, όπως ερμηνεύεται το άρθρο από τη νομολογία, η εξουσία του Δικαστηρίου αναφορικά με το ζήτημα της κατακράτησης/ανανέωσης κατακράτησης τεκμηρίων είναι περιορισμένη στην ίδια την έκδοση ή μη διαταγής για κατακράτηση/ανανέωση τεκμηρίων κατασχεθέντων δυνάμει του άρθρου 27 «για καθορισμένο χρονικό διάστημα ή μέχρι την αποπεράτωση ποινικής διαδικασίας, η οποία ήθελε προκύψει από τις ανακρίσεις».  Δεν γίνεται στη διαδικασία αυτή ένας έλεγχος ή προέλεγχος της αποδεκτότητας της μαρτυρίας.  Η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στην κατακράτηση ή στην ανανέωση αυτής σε συνάρτηση με τον έλεγχο ως προς τον χρονικό προσδιορισμό της ποινικής υπόθεσης.  Δεν προκύπτει από το κείμενο του Νόμου και από την υπάρχουσα νομολογία τέτοια εξουσία όπως ο Επαρχιακός Δικαστής την αντιλήφθηκε.  Δεν αντιλέγω ότι τα επιχειρήματα του κ.Στεφάνου έχουν δυναμισμό που βασίζονται σε μια ευρύτερη αντίληψη των πραγμάτων.  Υπό αυτή την έννοια είναι άκρως ενδιαφέρουσες οι παραπομπές του στο Σύγγραμμα του Π.Πολυβίου Eντάλματα ΄Ερευνας και Κατάσχεση Πραγμάτων και σε σχετικές αποφάσεις ξένων και κυρίως Καναδικών Δικαστηρίων που παρέθεσε.  (Βλ. Canadian Broadcasting Corporation v. Canada (Border Services Agency), 2021 NSPC 52, Canada (Attorney General) v. Federation of Law Societies of Canada, 2015 SCC 7, [2015]1 S.C.R. 401, Solicitor-Client Privilege of Things Seized (Re), 2019 BCSC91, Lavallee, Rackel & Heintz v. Canada (Attorney General); White, Ottenheimer & Baker v. Canada (Attorney General); R. v. Fink, [2002]3 S.C.R. 209, 2002 SCC61).  Εξ όσων έχω αντιληφθεί, πρόκειται για εξειδικευμένες εξουσίες με βάση ειδικές πρόνοιες της αλλοδαπής Νομοθεσίας.  Πλην όμως, ο ίδιος ο δικός μας Νόμος, όπως υφίσταται, δεν παρέχει τέτοια ευρεία εξουσία στον Επαρχιακό Δικαστή στη συγκεκριμένη διαδικασία.  Η αντίληψη «επιθεώρησης» ή «προσκόμισης» ή «μεταφοράς» των τεκμηρίων για σκοπούς του άρθρου δεν σημαίνει – και δεν μπορεί να σημαίνει – ότι στην ουσία ο Δικαστής που ασκεί δικαιοδοσία εκ του άρθρου 32 θα αποφασίσει οτιδήποτε άλλο που να εκφεύγει της αναγκαιότητας να παραμείνουν ή μη ως τεκμήρια τα κατασχεθέντα, ως προς τον παράγοντα που αφορά το χρόνο έγερσης της ποινικής υπόθεσης.  Εντάσσονται δε στο πλαίσιο εξέτασης και του άρθρου 32 περιορισμένα θέματα, ως εξηγήθηκαν στην Ησαΐα (ανωτέρω) τα οποία δεν συντρέχουν εν προκειμένω. Εξάλλου, όπως υποδεικνύεται στην Concrete Mix Ltd, ανωτέρω, η πρόσαψη της κατηγορίας οριοθετεί το στάδιο εκ του άρθρου 32(3), όπου το Δικαστήριο αποφασίζει – εφόσον ο,τιδήποτε κατασχέθηκε δεν απαιτείται πλέον για οποιαδήποτε ποινική υπόθεση – να διατάξει την επιστροφή του.  Στην πράξη, εν προκειμένω, αυτό έχει εκθεμελιωθεί, αφού με βάση την επίδικη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, η επιστροφή ή μη (η οποία διαφαίνεται ως ενδεχόμενο) δεν αφορά την ποινική υπόθεση και τα στάδια της, αλλά στην ουσία την αξιολόγηση των τεκμηρίων. 

 

Ευλόγως τίθεται το ερώτημα με ποια κριτήρια θα κριθεί το απόρρητο ή μη στα συγκεκριμένα κριτήρια εκτός του πλαισίου της δίκης. 

 

Στη βάση αυτής της ερμηνείας του άρθρου 32 παρατηρείται υπέρβαση στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου.  Στην ουσία του πράγματος, ο Επαρχιακός Δικαστής ερμηνεύει ή προσπαθεί να ερμηνεύσει το περιεχόμενο του Εντάλματος ΄Ερευνας σε συνάρτηση με την εκτέλεση του, κάτι που εκφεύγει της δικαιοδοσίας του.

 

Είναι σκόπιμο σε αυτό το στάδιο διεργασίας της εξέτασης να ασχοληθώ και με το εγερθέν στην ένσταση θέμα της μη αποκάλυψης των σημείων που αναφέρθηκαν πιο πάνω, ειδικά ως προς τη μη επισύναψη του Εντάλματος ΄Ερευνας καθώς και άλλων αναφορών για τα συγκεκριμένα τεκμήρια.  Με όλο το σεβασμό δεν θα συμφωνήσω με την πλευρά των καθ΄ων η αίτηση.  Όλα τα αναγκαία και ουσιώδη ζητήματα έχουν αποκαλυφθεί, έστω και αν δεν επισυνάφθηκε συγκεκριμένο ΄Ενταλμα ΄Ερευνας.  ΄Αλλωστε η ίδια η επίδικη απόφαση σαφώς παραπέμπει σε όλα τα ουσιώδη και σχετικά σημεία που είχαν σημασία για την Αίτηση για άδεια.  Συνεπώς ενώπιον μου ήσαν όλα τα σχετικά και ουσιώδη γεγονότα. 

 

Υπό το φως δε των πιο πάνω επισημάνσεων για τη μη ύπαρξη εξουσίας του Επαρχιακού Δικαστή να αποφασίσει όπως έπραξε, δηλαδή την απόφαση του να επιθεωρήσει τα συγκεκριμένα τεκμήρια για να αποφανθεί κατά πόσον καλύπτονται από το δικηγορικό απόρρητο, η θέση επί της ένστασης για το πρόωρο της Αίτησης ως διατυπώθηκε πιο πάνω, δεν είναι βάσιμη.  Πρόκειται για υπέρβαση δικαιοδοσίας.  Συνεπώς θα πρέπει η Αίτηση για prohibition να γίνεται μετά τη διαπίστωση αυτή, ώστε η διαδικασία να επαναφέρεται στην ορθή της πορεία. 

Στο Halsbury’s Laws of England, vol.61A (2018)/6.  Judicial Remedies/(2) Quashing Orders and Prohibiting Orders/(iv) Special Rules Relating to Prohibiting Orders/118.  When court has exceeded jurisdiction, αναφέρονται:

“A prohibiting order may be used to ensure that inferior courts and tribunals do not exceed their jurisdiction.  A prohibiting order may be made as soon as the inferior court or tribunal proceeds to apply a wrong principle of law when deciding a fact on which its jurisdiction depends.  Where proceedings are pending before an inferior court, part of which is within, and part outside, its jurisdiction, no prohibiting order will be made until the inferior court has actually gone beyond its competence and jurisdiction.”

 

Επίσης στο Halsbury’s Laws of England, vol.61A (2018)/6.  Judicial Remedies/(2) Quashing Orders and Prohibiting Orders/(iv) Special Rules Relating to Prohibiting Orders/119.  Εarliest time for applying for a prohibiting order:

 “An application of judicial review seeking a prohibition order to prevent an inferior Court or tribunal exceeding its jurisdiction may be made as soon as the complete absence of jurisdiction is apparent, without the question of jurisdiction being raised in that Court”

(Βλ. R. v. Tottenham and District Rent Tribunal, ex p. Northfield (Highgate) Ltd [1956]2 All E.R. 863 DC, R. v. Local Comr for Administration for the North and East Area of England, ex p. Bradford Metropolitan City Council [1979]2 All E.R. 881).

 

Παραμένει προς εξέταση το θέμα αφενός της ύπαρξης άλλου ένδικου μέσου και αφετέρου της συνδρομής εξαιρετικών περιστάσεων, ώστε, και αν υπάρχει τέτοιο μέσο, η ανάγκη θεμελίωσης της Αίτησης να προσφέρεται υπό το πρίσμα αυτών των εξαιρετικών περιστάσεων, ως καθορίζει η νομολογία.  (Bλ. Aναφορικά με την Αίτηση της Πετρίδου, Πολ.Εφ.133/2019, 12.2.2020), ECLI:CY:AD:2020:A56.

Η έλλειψη δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστή να κρίνει, ως έπραξε, καθώς και η εγγύτητα της επέλευσης της επιθεώρησης των τεκμηρίων εκ μέρους του για να αποφασίσει αξιολογώντας αυτά, δημιουργούν, κατά την κρίση μου, εξαιρετικές συνθήκες για παροχή της θεραπείας, αφού η «αξιολόγηση» αυτή δυνατόν να είχε ως αποτέλεσμα τη μεταφορά των τεκμηρίων εκτός του ανακριτικού έργου με ενδεχόμενες καταλυτικές συνέπειες στην ολοκλήρωση του.  Εξάλλου, το ένδικο μέσο της έφεσης, όπως προσφέρεται πλέον από το άρθρο 32Α, (και όχι πια από το άρθρο 25 του Ν.14/60) δεν θα μπορούσε να ανακόψει τις συνέπειες αυτές.  Γι΄αυτό και με βάση τις προηγούμενες αναφορές της αγγλικής νομολογίας και των Συγγραμμάτων, ως άνω, απαιτείται «άμεση δράση» ενός Αιτητή, στην παροχή θεραπείας prohibition μόλις διαπιστωθεί έλλειψη δικαιοδοσίας ή υπέρβαση εξουσίας.    Περαιτέρω, αν προσεχθεί το κείμενο του άρθρου 32Α σε συνδυασμό με το άρθρο 32(1) στο οποίο παραπέμπει, εφέσιμη απόφαση δυνάμει του άρθρου 32Α θα ήταν η ίδια η κατακράτηση ή μη, (ή η ανανέωση ή μη) και όχι επιθεώρηση τεκμηρίων για σκοπούς αξιολόγησης, όπως επιδιώχθηκε, εν προκειμένω.

 

Για τους λόγους που έχω εξηγήσει η Αίτηση κρίνεται αιτιολογημένη.

 

Εκδίδεται προνομιακό ένταλμα prohibition, προκειμένου, να παρεμποδιστεί το Επαρχιακό Δικαστήριο από το να επιθεωρήσει τα ως άνω τεκμήρια, ως η απόφαση του ημερ. 13.12.2021, στα πλαίσια της Αίτησης κατακράτησης τεκμηρίων υπ΄αριθμ.109/21 για τους λόγους που παρατίθενται ως 1.(α) και (β), σελίδα 5, ανωτέρω.  Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ΄ων η αίτηση στο κατ΄αποκοπήν ποσό των €2,000 (περιλαμβανομένης της αίτησης για άδεια). 

 

                                                            T.Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο