ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ v. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Έφεση αρ. 29/2019, 15/2/2022

ECLI:CY:DOD:2022:5

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

(Έφεση αρ. 29/2019)

 

15 Φεβρουαρίου, 2022

 

[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

Εφεσείουσα,

v.

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

Εφεσίβλητου.

---------

Κ. Ν. Νικολαίδης για Κ. Ν. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ & ΣΙΑ ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.

Ν. Γ. Νικολάου για Σ. Σαμψών & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.

------------

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Σωκράτους, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ:  Η απόφαση η οποία εκδόθηκε στα πλαίσια διαδικασίας περιουσιακών διαφορών στις 26/4/2012, υπέρ της Eφεσείουσας και εναντίον του Eφεσίβλητου για ποσό €54.837 πλέον νόμιμο τόκο από 26/9/2007 δεν έθεσε τέλος στις μεταξύ τους διαφορές.  Και τούτο διότι το εξ αποφάσεως χρέος παρέμεινε ανικανοποίητο και διαδικασίες για είσπραξη του, δεν τελεσφόρησαν.  Αίτηση δε έρευνας που καταχωρήθηκε το 2013 για πληρωμή μηνιαίων ποσών, διήλθε από πολλά στάδια, μη επιλύσασα το ζήτημα, με αποτέλεσμα την κρινόμενη έφεση, με αντικείμενο την απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου ημερ. 5/9/2019 επί της ανωτέρω αίτησης.

 

Θεωρούμε πως ένα ιστορικό της πορείας των δικονομικών μέσων, που ακολουθήθηκαν, είναι απαραίτητο.

 

Μετά την έκδοση της αναφερόμενης απόφασης η εφεσείουσα καταχώρησε ένταλμα κατάσχεσης κινητής περιουσίας, η εκτέλεση του οποίου, επέφερε την είσπραξη του ποσού των €1.350,12.

 

Στις 16/5/2012, ο Εφεσίβλητος αμφισβήτησε την ως άνω  απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με έφεση που καταχώρισε στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο με σχετική απόφαση του στην έφεση xxx Χριστοδούλου ν. xxx Χριστοδούλου, Πολ. Εφ. 21/2012, ημερ. 7/10/2014, μείωσε το εξ αποφάσεως οφειλόμενο ποσό, από €54.837 σε €51.705,21, πλέον νόμιμο τόκο από 09.11.2009.

 

Στις 6.9.2013, η Εφεσείουσα καταχώρισε αίτηση έρευνας εναντίον του Εφεσίβλητου, για την εξέταση της οικονομικής του κατάστασης, με σκοπό τη διαπίστωση της ικανότητας του να αποπληρώσει το εξ αποφάσεως χρέος του με μηνιαίες δόσεις.  Μετά από ακρόαση της αίτησης, το Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα για αποπληρωμή του εξ αποφάσεως χρέους με μηνιαίες δόσεις εκ €300 εκάστης, από 1.7.2015 μέχρι εξοφλήσεως του.

 

Στις 7.7.15 η Εφεσείουσα εφεσίβαλε την πιο πάνω απόφαση και το Ανώτατο Δικαστήριο διέταξε την επανεκδίκαση της, για τους λόγους που αναφέρονται στην απόφαση.

 

Η αίτηση εκδικάστηκε από Δικαστήριο με διαφορετική σύνθεση, το οποίο αφού άκουσε μάρτυρες εξέδωσε απόφαση (την εκκαλούμενη) με την οποία διατάχθηκε ο εφεσίβλητος να καταβάλλει ποσό €600 μηνιαίως από 1/10/2019, μέχρις πλήρους εξόφλησης του εξ αποφάσεως χρέους.

 

Με την αίτηση έρευνας, η Εφεσείουσα, μέσω της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την αίτηση της, υποστήριξε πως ο Εφεσίβλητος είχε εισοδήματα, λαμβανομένου υπόψη και αυτά της συζύγου του, τα οποία του επέτρεπαν να καταβάλλει έναντι του εξ αποφάσεως χρέους του το ποσό των €1.500 μηνιαίως.  Ισχυριζόταν ότι ο Εφεσίβλητος, ασχολείτο το 2013 με την εμπορία σκύλων διαφημίζοντας την πώληση τους σε συγκεκριμένη ιστοσελίδα, στην οποία καταγραφόταν ο αριθμός τηλεφώνου του.

 

Ο Εφεσίβλητος αμφισβητώντας τα όσα υποστήριζε η Εφεσείουσα, καταχώρησε ένσταση στην οποία διελάμβανε πως από το νέο του γάμο είχε αποκτήσει δύο τέκνα ηλικίας (κατά το χρόνο εκδίκασης της αίτησης) 8 ½ και 7 ετών.  Ότι το μοναδικό του εισόδημα προερχόταν από το μισθό του ως συμβασιούχος υπαξιωματικός στην Εθνική Φρουρά και ήταν ύψους €1.575,11 ενώ παράλληλα είχε χρέη λόγω δανείων που έλαβε από τραπεζικούς οργανισμούς.

 

Η σύζυγος του, ως δασκάλα δημοτικής εκπαίδευσης ελάμβανε καθαρό μηνιαίο εισόδημα το οποίο ανερχόταν τον Οκτώβριο του 2018 στο ποσό των €2.215.  Αμφότεροι συνεισέφεραν εξ ημισείας στα έξοδα διαβίωσης τους καθώς και στα έξοδα ανατροφής και εκπαίδευσης των τέκνων τους.  Τα έξοδα διατροφής για όλη την οικογένεια τα καθόρισε στα €500 μηνιαίως πλέον έξοδα κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος, νερού και καθαριότητας.

 

Καθόρισε επίσης τα υπόλοιπα απαιτούμενα ποσά για τις δραστηριότητες και τα φροντιστήρια των ανηλίκων ως ακολούθως:

-      Μαθήματα Αγγλικών της θυγατέρας του €60:-

-      Μαθήματα μπαλέτου της θυγατέρας του €50:-

-      Μαθήματα θεάτρου της θυγατέρας του - €135 για πέντε μήνες, ποσό που αντιστοιχεί σε €27 μηνιαίως

-      Μαθήματα κολύμβησης και για τα δύο παιδιά - €120 μηνιαίως

-      Μαθήματα πολεμικών τεχνών του υιού του - €75 μηνιαίως

-      Ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και για τα δύο παιδιά - €100

-      Ένδυση και Υπόδηση και για τα δύο παιδιά €200.

 

Πέραν των ανωτέρω εξόδων, ως αναγκαία δαπάνη, υπολογίζει ποσό €100 για συγκεκριμένη θεραπευτική αγωγή την οποία λάμβανε η σύζυγος του εξαιτίας του ότι πάσχει από ρευματοειδή αρθρίτιδα και ποσό €40 για παρακολούθηση εξειδικευμένων προγραμμάτων γυμναστικής για αντιμετώπιση της σπονδυλολίσθησης, από την οποία επίσης υπέφερε.

 

Απέρριψε τους ισχυρισμούς της Εφεσείουσας ότι ασχολήθηκε με εμπορία σκύλων και δήλωσε ότι ήταν ιδιοκτήτης σκύλου τον οποίο πώλησε για €50.

Κατά την ακροαματική διαδικασία κατέθεσαν εκ μέρους της Εφεσείουσας δύο μάρτυρες.  Η πρώτη ήταν λειτουργός του τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων Αμμοχώστου και η δεύτερη Λειτουργός του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων Αμμοχώστου.  Αμφότερες πρόσφεραν μαρτυρία για τις αποδοχές του Εφεσίβλητου και τις δηλώσεις εισοδήματος μισθωτού τόσο του Εφεσίβλητου όσο και της συζύγου του.

 

Το Δικαστήριο αφού άκουσε τους εν λόγω μάρτυρες και τον Εφεσίβλητο εξέδωσε την απόφαση του, η οποία δεν ικανοποίησε τους διαδίκους.  Η Εφεσείουσα καταχώρησε την κρινόμενη έφεση παραπονούμενη για το ύψος του ποσού το οποίο θεωρεί ως χαμηλό ενώ αντίθετα ο Εφεσίβλητος με την αντέφεση του, το χαρακτηρίζει ως υπερβολικό.

 

Δεδομένου ότι οι λόγοι έφεσης και αντέφεσης αναφορικά με το επιδικασθέν ως μηνιαία δόση ποσό, συμπλέκονται, θα εξεταστούν μαζί, αφού υπομνησθούν ο σκοπός και οι διέποντες την κρινόμενη διαδικασία νομολογιακές αρχές.

Η κρινόμενη διαδικασία διέπεται από τις πρόνοιες του άρθρου 84 του περί Πολιτικής Δικονομίας Κεφ. 6 το οποίο επιλαμβάνεται το ζήτημα της εξέτασης ενός εξ αποφάσεως οφειλέτη, ούτως ώστε να καταδεχθεί η ικανότητα του για αποπληρωμή του εξ αποφάσεως χρέους του.

 

Σκοπός της νομοθεσίας, δεν είναι άλλος παρά η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων, στοιχείο το οποίο συναρτάται άμεσα με το κύρος της δικαστικής διαδικασίας.  Η αξιοπιστία της δικαιοσύνης εξαρτάται και από την αποτελεσματικότητα της καθόσον σε αντίθετη περίπτωση, δημιουργείται δυσπιστία με ανάλογες επιπτώσεις.  Τα προβλεπόμενα μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης δεν πρέπει να καταντούν ατελέσφορα εκτός σε απόλυτα δικαιολογημένες περιπτώσεις.  Πρέπει να υπάρχει μια εξισορρόπηση μεταξύ της αναγκαιότητας εκτέλεσης, με την προοπτική αξιοπρεπούς διαβιώσεως του εξ αποφάσεως οφειλέτη (Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ν. Κωνσταντίνου (2000) 1(Β) ΑΑΔ 1034).

 

Έχει καθιερωθεί περαιτέρω, πως η οικονομική ευχέρεια για την αποπληρωμή του χρέους με δόσεις, συναρτάται άμεσα με τις ανάγκες του χρεώστη και της οικογένειας του, τη στέγαση, διατροφή, ιατρική περίθαλψη, μόρφωση των παιδιών του καθώς την οικονομική διακίνηση του οφειλέτη, ώστε να του επιτρέπεται, ως ανωτέρω επισημάνθηκε μια αξιοπρεπής διαβίωση.

(Παναγιώτου ν. Μιχαήλ (1998) 1 ΑΑΔ 422, S.Χ ν. Χ.Χ., ΠΕ 31/2015 ημερ. 17/10/2018), ECLI:CY:DOD:2018:11.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστο τον Εφεσίβλητο, τόσο για το ύψος του μισθού του όσο και για την έλλειψη άλλου εισοδήματος.  Το γεγονός ότι το Δικαστήριο κατέληξε πως οι ακαθάριστες απολαβές του ανέρχονται στο ποσό των €1.835,11 και όχι €1.575, όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε - λόγο τον οποίο η Εφεσείουσα αναφέρει ως ενδεικτικό αναξιοπιστίας του – δεν τον καθιστά αναξιόπιστο αφού, η τοιαύτη διαφορά εξηγείται από το γεγονός ότι έγιναν διαφορετικοί υπολογισμοί αυτού από τον Εφεσίβλητο και το Δικαστήριο.  Συγκεκριμένα:  ο Εφεσίβλητος αφαιρούσε την αποκοπή η οποία γινόταν από το μισθό του για πληρωμή δόσεων δανείων και μια «προσωπική προκαταβολή», οι οποίες μείωναν το μισθό του, σε εκείνο των €1.575, το οποίο εισέπραττε.  Ενώ το Δικαστήριο, για τους λόγους που εξήγησε, δεν αποδέχτηκε την αφαίρεση αυτή.  Εξάλλου όσα ο Εφεσίβλητος κατάθεσε για τα εισοδήματα εκείνου και της συζύγου του, επιβεβαιώθηκαν από τους μάρτυρες που κλήτευσε η Εφεσείουσα.

 

Δέχτηκε επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο Εφεσίβλητος δεν ασχολείτο με εμπορία σκύλων και ότι η διαφήμιση στην οποία αναφέρθηκε η Εφεσείουσα αφορούσε στην πώληση του δικού του και του αδελφού του.

 

Αποτελεί καθιερωμένη νομολογιακή αρχή ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο βρίσκεται σε καλύτερη θέση να αξιολογήσει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, παρατηρώντας όχι μόνο το λόγο τους αλλά και τον τρόπο που αντιδρούν ή συμπεριφέρονται, με την επέμβαση του Εφετείου να πραγματοποιείται σε περιστάσεις όπου αποκαλύπτεται ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιβαίνουν με άλλη αξιόπιστη αποδεκτή μαρτυρία ή στις περιπτώσεις όπου αντιστρατεύονται την κοινή λογική. (Πελεκάνου ν. Πελεκάνου (2010) 1 ΑΑΔ 1746 και Καραγιάννη ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, ΠΕ 70/14, ημερ. 17/11/21).

 

Κάτι που δεν συμβαίνει στην κρινόμενη περίπτωση όπου το Δικαστήριο εξέτασε και δικαιολόγησε επαρκώς τους λόγους αποδοχής της μαρτυρίας του Εφεσίβλητου.

 

Δεν παρέλειψε να σημειώσει πως ο Εφεσίβλητος μόνο κατά την εξέταση του δέχτηκε ότι στη διαφήμιση για πώληση σκύλου τεκμ. 6, αναφερόταν ο αριθμός τηλεφώνου του, κάτι το οποίο στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την ένσταση του, το αρνήθηκε.  Αντιμετώπισε το θέμα ως εξής:

 

«Ως προς τη θέση της πλευράς της αιτήτριας ότι ο καθ’ ου η αίτηση διεξάγει και δεύτερη εργασία και συγκεκριμένα την εμπορία σκύλων, και παρά το ότι ο καθ’ ου η αίτηση παραδέχτηκε κατά την εξέταση του ότι στις διαφημίσεις (τεκμήριο 6) αναφέρεται το τηλέφωνο του, δεν θεωρώ ότι είπε ψέματα ως προς το ότι αυτές οι διαφημίσεις ήταν μεμονωμένες και αφορούσαν τα δύο συγκεκριμένα σκυλάκια.  Η εξήγηση που έδωσε στο Δικαστήριο κρίνεται λογική και ελλείψει άλλης μαρτυρίας που να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο καθ’ ου η αίτηση κατ’ επανάληψη προέβαινε σε αγορά και πώληση σκύλων, το Δικαστήριο δεν μπορεί να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα για το κατά πόσον αυτή η μεμονωμένη ενέργεια του καθ’ ου η αίτηση, η οποία εν πάση περιπτώσει χρονολογείται, του απέδωσε χρηματικό όφελος στο παρελθόν και το πιο σημαντικό εάν συνεχίζει να του αποδίδει κάποιο όφελος μέχρι σήμερα.»

 

Περαιτέρω, όπως παρατήρησε, η αμφισβήτηση εκ μέρους της Εφεσείουσας, δεν έγκειτο στο κατά πόσο τα επικαλούμενα ως έξοδα όντως καταβάλλονταν, αλλά εάν η δαπάνη στην οποία αντιστοιχούσαν, ήταν αναγκαία.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά αξιολογώντας τη μαρτυρία, αντιμετώπισε με δίκαιο και λελογισμένο τρόπο τα έξοδα και δαπάνες, απορρίπτοντας όσα δημιουργήθηκαν μετά το εξ αποφάσεως χρέος και η καταβολή τους δεν ήταν επιβεβλημένη με δικαστική διαταγή όπως τις δόσεις για τα δάνεια.  Δεν αποδέχτηκε επίσης ιατρικά έξοδα για τα παιδιά του πέραν των €50 μηνιαίως καθόσον εφαρμόζεται πλέον το ΓΕΣΥ, όπως επίσης, για τον ίδιο λόγο, απόρριψης έτυχαν και τα έξοδα της συζύγου του για την θεραπεία των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε.

 

Η αποδοχή, ως δικαιολογημένη υπό τις περιστάσεις των μαθημάτων Αγγλικής γλώσσας και μπαλέτου για τη θυγατέρα του και πολεμικών τεχνών για τον υιό του, έγινε από το Δικαστήριο στα πλαίσια που καθιέρωσε η νομολογία για τις δραστηριότητες επιμόρφωσης και φροντιστήρια των ανηλίκων τέκνων.  Ορθά δε, απορρίφθηκαν ως μη αναγκαία τα υπόλοιπα ιδιαίτερα μαθήματα όπως θεάτρου και άλλα.

 

Κρίνουμε επομένως πως το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε αφού εξέτασε διεξοδικά τα έξοδα και δαπάνες του εφεσίβλητου και συνεπώς οι λόγοι έφεσης 3-8 και οι λόγοι αντέφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης χαρακτηρίζεται ως εσφαλμένη, αβάσιμη και ατεκμηρίωτη η απόφαση του για την καταβολή του ποσού των €600 μηνιαίως προς εξόφληση του εξ αποφάσεως ποσού, το οποίο μέχρι την απόφαση (5/9/2019) ξεπερνούσε όπως διατείνεται εκείνο των €95.517.

 

Οφείλουμε βεβαίως να παρατηρήσουμε, πως δεν είναι αποδεκτή η ακρίβεια του ύψους του ανωτέρω ποσού.  Το βέβαιο όμως είναι, πως δεν έχει καταβληθεί – πέραν του εισπραχθέντος από την κατάσχεση κινητών – κανένα ποσό από τον Εφεσίβλητο.

 

Ως αιτιολογία του λόγου τούτου, προσφέρεται η εισήγηση, πως ενώ το Δικαστήριο δέχτηκε πως το καθαρό μηνιαίο εισόδημα του εφεσίβλητο ήταν €1.835,11 και τα έξοδα του τα οποία το ίδιο καθόρισε ήταν ύψους €658 τότε απέμενε στον εφεσίβλητο ποσό €1.177,11, από το οποίο θα έπρεπε να αποκοπεί ως μηνιαία δόση το ποσό των €1,000 και όχι το ποσό των €600 το οποίο «αυθαίρετα» υπολογίσθηκε.

 

Η ανωτέρω εισήγηση διά του σχετικού λόγου έφεσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.

 

Υπενθυμίζεται πως το ποσό των €1.835 ως καθαρός μηνιαίος μισθός καθορίστηκε από το Δικαστήριο, διότι δεν έλαβε υπόψη τις αποκοπές που γίνονται για πληρωμή δόσεων δανείων.

 

Περαιτέρω το Δικαστήριο, ορθά επιμέτρησε τα έξοδα που καταβάλλονται από την οικογένεια του Εφεσίβλητου, εξ ημισείας με τη σύζυγο του, ως υπόχρεοι από κοινού για τη συντήρηση και ανατροφή των τέκνων τους και το εν λόγω ποσό είναι το μισό του κριθέντος από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αναγκαίο.

 

Δεν εξετάζονται σε αυτή τη διαδικασία, μικροσκοπικά με κλασματικούς αριθμούς και ποσοστά, όπως εισηγείται ο συνήγορος της Εφεσείουσας, η συνεισφορά εκάστου, ανάλογα με το μισθό τους, η οποία εν προκειμένω δεν έχει μεγάλη διακύμανση.  Η προσμέτρηση του μισθού της συζύγου του Εφεσίβλητου, έγινε και ορθά, όχι διότι υπέχει οποιαδήποτε υποχρέωση στην εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους του Εφεσίβλητου προς την Εφεσείουσα, αλλά διότι εκ της ιδιότητας της συζύγου και μητέρας εναποτίθεται και σε εκείνη, και όχι μόνο στον Εφεσίβλητο, το καθήκον και η υποχρέωση συνεισφοράς στα έξοδα της κοινής ζωής τους.

 

Καθορίζοντας το Δικαστήριο, μηνιαία καταβολή για εξόφληση εξ αποφάσεως χρέους, οφείλει αφ’ ενός να λαμβάνει υπόψη του το ύψος του χρέους χωρίς να παραγνωρίζει αφετέρου τις ανάγκες του χρεώστη, τα έξοδα του και την ανάγκη για αξιοπρεπή διαβίωση.

 

Εάν ακολουθήσουμε την εισήγηση του συνηγόρου της Εφεσείουσας για αποκοπή ποσού €1.000, τότε απομένει στον Εφεσίβλητο για κάλυψη μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης (όπως επίσης ένδυσης, υπόδησης) ποσό €177 μηνιαίως.  Κρίνουμε πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τα δεδομένα και έλαβε υπόψη πως προφανώς παρουσιάζονται σε μια οικογένεια έκτακτα και απρόβλεπτα έξοδα, ιδιαίτερα όταν έχει δύο ανήλικα τέκνα.

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι το Δικαστήριο «….εσφαλμένα ερμήνευσε την απόφαση στην υπόθεση Bobolas and another v. Economist Newspaper Ltd (1987) 3 All E.R. 121, ότι δηλαδή τα μέρη δεν δεσμεύονται από οτιδήποτε προηγουμένως» και ότι αυτό αναφέρθηκε από το Δικαστήριο «για να αποσείσει τον ισχυρισμό της Αιτήτριας ότι ο καθ’ ου η αίτηση είχε extra εισόδημα €287,280 από ιδιαίτερη εργασία με τον πατέρα του κατά τη διάρκεια του γάμου του με την Αιτήτρια, τόσο κατά την ακρόαση της κυρίως Αίτησης περιουσιακών στο Πρωτόδικο Οικογενειακό Δικαστήριο Αμμοχώστου, αλλά και τον ίδιο ισχυρισμό της Αιτήτριας στην παρ. (γ) (σελ. 3) της Συμπληρωματικής Ένορκης Δήλωσης της ημερ. 28/1/2019 η οποία καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο μετά από σχετικές οδηγίες…..»

 

Στην αιτιολογία του λόγου τούτου, αναφέρεται, αφού γίνεται ουσιαστικά αποδεκτό πως «η υπόθεση της Bobola (aνωτέρω) αναφέρει ότι η επανεκδίκαση μιας υπόθεσης είναι νέα δίκη και δεν θεωρείται δεδικασμένο και/ή δεν δεσμεύεται ο διάδικος και/ή μάρτυρας από δηλώσεις που προέβηκε στην αρχική δίκη» όμως, σύμφωνα με την αιτιολογία, το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά τις υποβολές των δικηγόρων της Εφεσείουσας όφειλε να εξετάσει, αξιολογήσει και λάβει υπόψη την ένορκη μαρτυρία του Εφεσίβλητου στην πρωτόδικη Αίτηση περιουσιακών διαφορών και στην «τελευταία» αίτηση έρευνας.  Υποδεικνύεται δε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε ένα σημαντικό ποσό χρημάτων το οποίο ενέπιπτε στα περιουσιακά στοιχεία του καθ’ ου η αίτηση-Εφεσίβλητου, ήτοι το ποσό των €287.280 το οποίο είχε λάβει από δεύτερη εργασία και έπρεπε να ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό και/ή καθορισμό του ύψους των μηνιαίων δόσεων.

 

Κρίνουμε και αυτό το λόγο εντελώς αβάσιμο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην αρχή της απόφασης του θέτει το ιστορικό της υπόθεσης καταγράφοντας πως:

 

«Η παρούσα αίτηση έχει τεθεί ενώπιον μου προς εκδίκαση κατόπιν διαταγής του Ανωτάτου Δικαστηρίου για επανεκδίκαση της.  (SΧ ν. Χ.Χ. Έφεση Αρ. 31/2015).  Η επανεκδίκαση αποτελεί στην ουσία δίκη de novo, δηλαδή δίκη που ξεκινά από την αρχή και είναι εντελώς ανεξάρτητη από την προηγούμενη.  Έτσι, τα μέρη δεν δεσμεύονται από οτιδήποτε ειπώθηκε προηγουμένως.  (Bobolas and another v. Economist Newspaper Ltd (1987) 3 All E.R. 121).»

 

Διαγράφοντας, τοιουτοτρόπως, το πλαίσιο εντός του οποίου θα εκινείτο και βασιζόμενο στην αρχή την οποίαν και ο συνήγορος της Εφεσείουσας δέχεται ότι καθιέρωσε η Bobolas.  Ουσιαστικά το Δικαστήριο διαμόρφωσε τη θέση πως θα κρίνει και θα εκδικάσει την υπόθεση με όσα στοιχεία, έγγραφα μαρτυρία τεθεί ενώπιον του κατά τη δίκη την οποία το ίδιο εκδίκαζε.

 

Είναι προφανές, από την απόφαση του, πως αξιολόγησε τη μαρτυρία και τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του, δίδοντας όπως ανωτέρω σημειώθηκε επαρκή αιτιολογία.  Ειδικά για το ποσό που ανωτέρω σημειώθηκε ως έσοδο από δεύτερη εργασία,  ο Εφεσίβλητος αντεξετάστηκε και το Δικαστήριο δέχτηκε ως αξιόπιστη τη θέση του ότι «ουδέποτε έκανε δεύτερη εργασία παρά μόνο βοηθούσε τον πατέρα του, ο οποίος του έδινε χρήματα για την ανέγερση της οικίας που αποτέλεσε το συζυγικό οίκο του ιδίου και της εφεσείουσας».

 

Είχαμε την ευκαιρία να διεξέλθουμε τα πρακτικά της  διαδικασίας.  Εκείνο το οποίο υποβλήθηκε στον Εφεσίβλητο, χωρίς να τεθούν ενώπιον του τα πρακτικά της προηγούμενης διαδικασίας, ήταν ο ισχυρισμός της Εφεσείουσας πως ο Εφεσίβλητος εργαζόταν με τον πατέρα του για 7 χρόνια μέχρι το 2009.  Στην οποία, υποβολή, ο Εφεσίβλητος έδωσε την απάντηση πως μέχρι το 2009 βοηθούσε τον πατέρα του, ο οποίος του έδιδε χρήματα αποκλειστικά για να ολοκληρωθεί το σπίτι.

 

Συνεπώς ο δεύτερος λόγος έφεσης αποτυγχάνει.

 

Παραμένει προς εξέταση ο τρίτος λόγος αντέφεσης στρεφόμενος κατά της επιδίκασης εναντίον του των εξόδων της διαδικασίας.

Η επιδίκαση εξόδων αποτελεί αποκλειστικά διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και κατά κανόνα ακολουθούν το αποτέλεσμα της υπόθεσης.  Ο Εφεσίβλητος παρέλειψε να καταβάλει το εξ αποφάσεως χρέος του, παρέλειψε να πληρώσει οιονδήποτε ποσό έναντι αυτού, με αποτέλεσμα η Εφεσείουσα να ασκήσει, ως είχε δικαίωμα, τα ένδικα προσφερόμενα μέσα για ικανοποίηση του χρέους της.

Ουδέν μεμπτόν εντοπίζεται στην κρίση αυτή και συνεπώς όλοι οι λόγοι αντέφεσης απορρίπτονται.

Συνακόλουθα τόσο η έφεση όσο και η αντέφεση απορρίπτονται.

Ενόψει της αποτυχίας των ενδίκων μέσων αμφοτέρων των διαδίκων κρίνουμε δίκαιο να επωμισθεί ο κάθε ένας διάδικος τα έξοδα του.

 

                                                      Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου,  Δ.

 

                                                      Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

                                                      Δ. Σωκράτους, Δ.

/Κας


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο