ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. CYBARCO CONTRACTING LTD κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. E53/21, 10/2/2022

ECLI:CY:AD:2022:A81

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. E53/21)

 

10 Φεβρουαρίου, 2022

 

[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

 

 

1. CYBARCO CONTRACTING LTD,

2. PROMETHEAS ASPHALT LTD,

Εφεσίβλητοι.

---------

 

Σ. Αγγελίδης, Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα με κα Δ. Παπαμιλτιάδου, για τον εφεσείοντα.

Α. Χαβιαράς, για τους εφεσίβλητους.

 

---------------------

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Η παρούσα έφεση αφορά ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας σε αγωγή του Γενικού Εισαγγελέα (αιτητή/ενάγοντα/εφεσείοντα) για δημόσια οχληρία, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση για προσωρινό ενδιάμεσο διάταγμα αναφορικά με τη λειτουργία ενός ασφαλτικού εργοστασίου των καθ’  ων η αίτηση/εναγομένων/εφεσιβλήτων.  Η εφεσίβλητη 1 είναι η ιδιοκτήτρια και η εφεσίβλητη 2 η διαχειρίστρια εταιρεία, αντίστοιχα, της εν λόγω ασφαλτικής μονάδας.

 

Σύμφωνα με την εκδοχή που παρουσίασε ο εφεσείων το εργοστάσιο, το οποίο βρίσκεται στην βιομηχανική περιοχή Τσερίου και ασχολείται με την κατασκευή ασφαλτικού σκυροδέματος, προκαλεί εκπομπές καπνού ή καυσαερίων, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αποπνικτική ατμόσφαιρα και έντονη δυσοσμία και να διαμαρτύρονται οι κάτοικοι της περιοχής, οι οποίοι υφίστανται και συμπτώματα όπως πονοκεφάλους, αναγούλες, τάση για εμετό, κάψιμο στα μάτια και στο λαιμό, βήχα και αναπνευστικά προβλήματα.  Οι ώρες λειτουργίας του εργοστασίου είναι συνήθως από η ώρα 06:00 μέχρι 10:00, αλλά ενίοτε λειτουργούν και απογεύματα ή ακόμα και κατά τις βραδινές ώρες, ή και τα Σαββατοκυρίακα.  Κατά τις ώρες λειτουργίας του, εκπέμπεται από τα φουγάρα του καπνός ο οποίος, ανάλογα με την πνοή των ανέμων, επηρεάζει τους οικισμούς Καλλιθέα, Νέα Λήδρα, Ηλιούπολη, Λεβάντε και Κωνστάντια, της ενορίας Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης του Δήμου Ιδαλίου.  Σύμφωνα με μαρτυρία ενός των περιοίκων το πρόβλημα είναι καθημερινό και έχουν συνέχεια τα παράθυρα του σπιτιού τους κλειστά ενόσω τα εργοστάσια λειτουργούν. Άλλη περίοικος ανέφερε επίσης ότι έχουν συνέχεια κλειστά τα παράθυρα και ότι βιώνουν καθημερινά ένα μαρτύριο, χαρακτηρίζοντας την κατάσταση ως ανυπόφορη. 

 

Η κατάσταση χειροτερεύει και από τη λειτουργία ενός άλλου ασφαλτικού εργοστασίου, σε σχέση με την οποία καταχωρίστηκε η αγωγή αρ. 24/2021 (σχετική είναι η έφεση αρ. Ε52/2021). Εντός της επηρεαζόμενης περιοχής βρίσκεται και ένα δημοτικό σχολείο, του οποίου οι μαθητές επηρεάζονται δυσμενώς, με συνέπεια κάποιες φορές να παρουσιάζουν βήχα, ημικρανίες, ζαλάδες, κάψιμο στα μάτια και άλλα συμπτώματα.  Πολλές φορές αναγκάζονται να μην βγαίνουν διάλειμμα και να μην κάνουν το μάθημα της γυμναστικής, λόγω των καυσαερίων και της δυσοσμίας. 

 

Οι κάτοικοι επηρεάζονται για χρόνια και διαμαρτύρονται.  Έχει προκληθεί μεγάλη κατακραυγή.  Ίδρυσαν μάλιστα σωματείο, μέσω του οποίου είχαν διαβουλεύσεις με τις αρμόδιες υπηρεσίες του κράτους, αλλά και τους ιδιοκτήτες των δύο εργοστασίων, στην προσπάθεια συμβιβαστικής λύσης.  Παρά τις προσπάθειες όμως που έγιναν και παρόλο που έγιναν κάποιες προσπάθειες για μείωση των εκπομπών και αναθυμιάσεων με την αλλαγή φίλτρων στα φουγάρα, το μέτρο δεν απέδωσε και δεν υπήρξε η αναμενόμενη βελτίωση.  

 

          Ενεπλάκη ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, υπό την προεδρία του οποίου έλαβε χώρα σύσκεψη στο Προεδρικό Μέγαρο με τη συμμετοχή του Γενικού Εισαγγελέα, τριών Υπουργών, εκπροσώπων των δύο εργοστασίων και ενός τρίτου που δραστηριοποιείται στο Σταυροβούνι.  Συμφωνήθηκε η μετακίνηση των τριών εργοστασίων σε άλλους χώρους, εντός χρονοδιαγράμματος οκτώ μηνών.  Επί τη βάσει αυτής της συμφωνίας το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε στις 29.7.2020 τη μετακίνηση, μεταξύ άλλων, και του επίδικου εργοστασίου. 

 

          Η μετακίνηση δεν επετεύχθη μέχρι τις 25.1.2021, όταν ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρισε αγωγή για δημόσια οχληρία και παράλληλα ζήτησε παρεμπίπτον διάταγμα ώστε να εμποδίζεται και  να ανασταλεί η λειτουργία του εργοστασίου.»

 

          Οι λόγοι για τους οποίους το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση είναι ταυτόσημοι με τους λόγους για τους οποίους απέρριψε την αντίστοιχη αίτηση στην αγωγή αρ. 24/2021 (αντικείμενο της έφεσης αρ. Ε52/2021).  Ταυτίζονται και οι λόγοι έφεσης, οι οποίοι έχουν εξεταστεί στην έφεση αρ. Ε52/2021.  Ταυτίζεται τέλος και η επιχειρηματολογία των ευπαιδεύτων δικηγόρων των καθ΄ ων η αίτηση.  Ο κ. Χαβιαράς παρέπεμψε στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Κωστάκη (2008) 1 ΑΑΔ 432, εισηγούμενος ότι πέραν της ύπαρξης δημόσιας οχληρίας θα έπρεπε να διαπιστωθεί η σύνδεση αυτή με παράνομη πράξη ή παράλειψη εκτέλεσης νομικής υποχρέωσης.  Τούτο, συνέχισε, δεν έγινε εφόσον το πρωτόδικο δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι καταδείχθηκε η ύπαρξη της παράνομης πράξης που κατά αιτιώδη συνάφεια θα δημιουργούσε τη δημόσια οχληρία.  Σημειώνει δε, ότι οι εφεσίβλητοι θεωρούν το εύρημα του δικαστηρίου ότι τέθηκε ενώπιον του μαρτυρία που να δείχνει ότι ενοχλούνται οι περίοικοι, ως εσφαλμένο, αλλά δεν το προσέβαλαν με αντέφεση.  Το εάν δεν υπάρχει άδεια λειτουργίας του εργοστασίου ή πιστοποιητικό τελικής έγκρισης μπορεί μεν να συνιστά ποινικό αδίκημα, αλλά δεν δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 45, εφόσον είναι συζητήσιμο, εάν όχι αμφίβολο, κατά πόσο υπάρχει αιτιώδης συνάφεια της υπό αναφορά «παρανομίας» με το ζημιογόνο αποτέλεσμα.  Ως προς τους λόγους έφεσης 2 και 3 που αφορούν το ισοζύγιο των πιθανοτήτων ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσιβλήτων παρέπεμψε στο σχετικό σκεπτικό του δικαστηρίου, εισηγούμενος ότι οι λόγοι έφεσης δεν είναι δικαιολογημένοι.  Είναι σαφές, είπε, ότι το δικαστήριο είχε ενώπιον του το γεγονός ότι η Δημοκρατία και οι εφεσίβλητοι είχαν συμφωνία μετακίνησης των εργοστασίων, ότι η Δημοκρατία καθυστέρησε να υποδείξει τα τεμάχια μετακίνησης για πέντε μήνες, ότι τα παράπονα για τις κατ’  ισχυρισμό εκπομπές υπήρχαν για τουλάχιστον έξι χρόνια χωρίς κανένα μέτρα και ότι οι εφεσίβλητοι είχαν τάχιστα/έγκαιρα υποβάλει τις απαραίτητες αιτήσεις για τη μετακίνηση και τηρούσαν τη συμφωνία στο ακέραιο.  Πρόκειται για καταχρηστική συμπεριφορά της Δημοκρατίας η οποία προκάλεσε η ίδια την καθυστέρηση στη υλοποίηση της συμφωνίας μετακίνησης.  Επίσης δεν υπάρχει μαρτυρία ότι οι εκπομπές είναι βλαβερές. Αντιθέτως, είναι αποδεκτό από τον εφεσείοντα πως δεν παραβιάζεται η νομοθεσία από τη λειτουργία του εργοστασίου και ότι οι ρύποι που εκπέμπονται είναι εντός των επιτρεπομένων ορίων.  Συνεπώς ορθά το δικαστήριο έλαβε υπόψη του την καθυστέρηση και την αδράνεια της εξαετίας, δεδομένου ότι οι εκπομπές είναι πιθανώς ενοχλητικές, αλλά όχι βλαβερές. 

 

Λόγω της ταύτισης των επιδίκων θεμάτων και των εκατέρωθεν επιχειρημάτων, υιοθετούμε για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης την ίδια νομική ανάλυση και την ίδια κατάληξη στην έφεση αρ. Ε52/2021, ως κατωτέρω:

 

«Η δημόσια οχληρία ως αστικό αδίκημα ορίζεται από το Άρθρο 45 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, ως ακολούθως:

«45. Δημόσια οχληρία συνίσταται σε παράvoμη πράξη, ή σε παράλειψη εκτέλεσης voμικής υποχρέωσης αν η πράξη αυτή ή η παράλειψη θέτει σε κίvδυvo τη ζωή, ασφάλεια, υγεία, ιδιοκτησία ή άνεση του κoιvoύ ή παρακωλύει το κoιvό στην άσκηση κoιvoύ δικαιώματος:

Νοείται ότι καμιά αγωγή δεν εγείρεται για δημόσια οχληρία, παρά μόvo-

(α) από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για έκδοση απαγορευτικού διατάγματος͘  ή

(β) από το πρόσωπο που υπέστη εξαιτίας αυτής ειδική ζημιά.»

 

          Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού άκουσε τις δύο πλευρές, αναφέρθηκε στις τρεις εκ του Νόμου (Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, N. 14/1960) προϋποθέσεις για την έκδοση τέτοιων διαταγμάτων. 

 

Ως προς την πρώτη προϋπόθεση, την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, θεώρησε ότι αυτή ικανοποιείται εφόσον, όπως το έθεσε, «δεν χωρεί αμφιβολία ότι η υπόθεση είναι από τη φύση της σοβαρή, αφού αφορά σε αποδιδόμενη στους καθ’  ων δημόσια οχληρία που φέρεται να προκαλείται από καπνούς, καυσαέρια κλπ. που εκπέμπονται από το εργοστάσιο τους».  Βέβαια, η έννοια του «σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση» δεν αφορά στη «σοβαρότητα της υπόθεσης», όπως το έθεσε το πρωτόδικο δικαστήριο, αλλά στο κατά πόσον το δικόγραφο του ενάγοντα αποκαλύπτει αγώγιμο δικαίωμα. Όπως εξηγήθηκε στην κλασική υπόθεση Odysseos v. Pieris Estates Ltd and other (1982) 1 CLR 557, η πρώτη προϋπόθεση έχει την έννοια της αποκάλυψης μιας συζητήσιμης υπόθεσης με βάση τη δύναμη των δικογράφων.  Στο σύγγραμμα Διατάγματα, Γ. Ερωτοκρίτου και Π. Αρτέμη, 1η έκδοση, σελ.55, αναφέρονται τα εξής:

«Με την αναφορά αυτή  στην ουσία εισάγεται η γενική προϋπόθεση ότι το δικαίωμα το οποίο επικαλείται ο ενάγων θα πρέπει να είναι αναγνωρισμένο είτε από το νόμο (legal right) είτε από το δίκαιο της επιείκειας (equitable right). Γι΄αυτό και το Δικαστήριο θα πρέπει να βεβαιώνεται ότι υπάρχει αγώγιμο δικαίωμα αναγνωρισμένο από το νόμο και τις αρχές της επιείκειας, προτού παραχωρήσει τη θεραπεία απαγορευτικού διατάγματος

 (βλ. Κυριάκου κ.α. ν. Κυριάκου, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε301/16, ημερ. 26.9.2017)

 

Εν πάση περιπτώσει, παρά τη λανθασμένη λεκτική αναφορά, είναι φανερό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ότι με την αγωγή είχε τεθεί σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, εφόσον το δικαίωμα που επικαλείται ο ενάγων είναι αναγνωρισμένο από το Νόμο και ειδικότερα από το Άρθρο 45, το οποίο μάλιστα καθορίζει τον Γενικό Εισαγγελέα ως το νομιμοποιούμενο θεσμικά όργανο να εγείρει αγωγή για την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος.  Η διαπίστωση, άλλωστε, του πρωτοδίκου δικαστηρίου, ότι στοιχειοθετήθηκε η πρώτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 δεν έχει αμφισβητηθεί με αντέφεση από τους εφεσίβλητους.

 

          Ήταν όμως η περαιτέρω διαπίστωση του, ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί η δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32, διαπίστωση που αποτελεί το αντικείμενο του πρώτου λόγου της παρούσας έφεσης. 

 

          Η δεύτερη προϋπόθεση,  εξυπακούει την ύπαρξη πιθανότητας επιτυχίας της αγωγής, όρος που, κατά την Odysseos, έχει την έννοια ότι ο αιτητής οφείλει να καταδείξει ότι έχει ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας, δηλαδή κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά  πολύ λιγότερο από το επίπεδο που καθορίζει το μέτρο απόδειξης στις αστικές υποθέσεις, γνωστό ως «ισοζύγιο των πιθανοτήτων».  Η ύπαρξη πιθανότητας να δικαιούται ο αιτητής σε θεραπεία συσχετίζεται με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης του ενάγοντα, με βάση τη μαρτυρία που παρουσιάζει («evidential strength of the case of the plaintiff»).  Η αξιολόγηση γίνεται χωρίς το δικαστήριο να υπεισέρχεται στην ουσία και πολύ περισσότερο να καταλήγει σε ευρήματα επί της ουσίας.  Σε αυτό το στάδιο αξιολογείται η αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης του διαδίκου που ζητά ενδιάμεση θεραπεία, σε συνάρτηση με τυχόν αντίθετη εκδοχή, για τους περιορισμένους σκοπούς της διαδικασίας (Jonitexo Ltd vAdidas (1984) 1 C.L.R. 263, Γρηγορίου v. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, Demades Overseas Ltd v. Studio Ma. St Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 799, Bacardi & Co Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 788, Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita Aluminium Co Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 2015, Σεβαστού v. Σεβαστού (2002) 1 Α.Α.Δ. 1980, Μιχαηλίδης v. Παπακυριακού (2004) 1 Α.Α.Δ. 209, Λόρδος κ.α. ν. Σιακόλα κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε143/2015, ημερ. 23.3.2017, Gabov v. Bakardi Limited κ.α., Πολ. Έφ. Αρ. Ε148/20, ημερ. 20.12.2021).

          Σε ότι αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε τα ακόλουθα:

«Όσον αφορά στη δεύτερη προϋπόθεση, έχει τεθεί μαρτυρία από τον Αιτητή, στη βάση της οποίας αρκετοί από τους κατοίκους παρουσιάζουν συμπτώματα (ζαλάδες, πονόλαιμο, αναγούλες, τσούξιμο στα μάτια, βήχα) λόγω της εισπνοής των καυσαερίων που εκπέμπονται από το εργοστάσιο και της αποπνικτικής ατμόσφαιρας που προκαλείται κατά τις ώρες λειτουργίας του. Όσον αφορά την απουσία επιστημονικής μαρτυρίας ως προς το κατά πόσο οι εκπομπές και ρύποι είναι επιβλαβείς για τον ανθρώπινο οργανισμό και την εν γένει υγεία του κοινού, κρίνεται πως δεν ήταν απαραίτητη τέτοια μαρτυρία, ενόψει της μαρτυρίας των επηρεαζόμενων οι οποίοι βεβαιώνουν τα συμπτώματα που υφίστανται, συνδέοντας τα με τις εκπομπές των καυσαερίων/καπνών που εκπέμπονται από το εργοστάσιο.»

 

 

Παρά τη διαπίστωση ότι τέθηκαν ενώπιον του τέτοιοι ισχυρισμοί που θα μπορούσαν να καλύπτονται από το Άρθρο 45, θεώρησε ότι οι κατ’  ισχυρισμό ζημιογόνες για την υγεία του κοινού πράξεις και/ή παραλείψεις δεν συνοδεύονταν «από οποιαδήποτε παράνομη πράξη ή παράλειψη εκτέλεσης νομικής υποχρέωσης των καθ’  ων» και γι’  αυτό το λόγο έκρινε ότι δεν στοιχειοθετήθηκε η δεύτερη προϋπόθεση, λόγω απουσίας τέτοιας αναγκαίας μαρτυρίας.  Προς τούτο υπέδειξε πως ήταν αποδεκτό από τον εφεσείοντα ότι δεν παραβιάζεται οποιαδήποτε νομοθεσία από τη λειτουργία του εργοστασίου και ότι οι ρύποι που εκπέμπονται είναι εντός των αποδεκτών ορίων. Ό,τι παρέμενε, σημείωσε, από πλευράς νομιμότητας, ήταν η εξασφάλιση πιστοποιητικού τελικής έγκρισης, η οποία όμως, κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, ήταν συζητήσιμο, αν όχι αμφίβολο, κατά πόσο συνδεόταν αιτιωδώς με το ζημιογόνο αποτέλεσμα της κατ’  ισχυρισμό δημόσιας οχληρίας. 

 

          Έτσι, παρά την αντίθετη θέση του αιτητή ότι δεν απαιτείτο η οχληρία να συνοδεύεται από παρανομία, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε, με ασαφές μάλλον λεκτικό, ότι ενώ «η πιθανότητα επιτυχίας δεν μπορεί να αποκλειστεί, από την άλλη, εγείρονται σοβαροί λόγοι υπεράσπισης που αν επιτύχουν θα εκθεμελιώσουν το αγώγιμο δικαίωμα του αιτητή».   

 

          Η κατάληξη αυτή οδήγησε στον πρώτο λόγο έφεσης, στα πλαίσια του οποίου ο εφεσείων υποστήριξε ότι οι ζημιογόνες για την υγεία του κοινού πράξεις ή και παραλείψεις, δεν είναι ανάγκη να συνοδεύονται από οποιαδήποτε παράνομη πράξη ή παράλειψη εκτέλεσης νομικής υποχρέωσης.  Το ορθό κριτήριο, εισηγήθηκε, δίδεται από την υπόθεση Attorney-General v. Cole & Son [1901] 1 Ch. 205, όπου αποφασίστηκε ότι:

 

«In an action to restrain a nuisance, the question whether the defendant is acting reasonably from his own point of view is not material, and if he is carrying on business so as to cause a nuisance to his neighbors he is not acting reasonably as regards them, and may be restrained by injunction, although he may be conducting his business in a proper manner

 

Συνεπώς, η ζητούμενη, μέσα από το μαρτυρικό υλικό, πιθανολόγηση αφορούσε στο κατά πόσο οι καθ’  ων η αίτηση λειτουργούν το εργοστάσιο τους κατά τρόπο μη εύλογο έναντι των περιοίκων ώστε να τους προκαλούν οχληρία, ανεξάρτητα από το κατά πόσο το λειτουργούν με τον δέοντα τρόπο και από τη δική τους αντίληψη ότι ενεργούν ευλόγως.  Επαναλαμβάνουμε ότι είχε τεθεί μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία αρκετοί από τους κατοίκους παρουσιάζουν συμπτώματα (ζαλάδες, πονόλαιμο, αναγούλες, τσούξιμο στα μάτια, βήχα), λόγω της εισπνοής των καυσαερίων που εκπέμπονται από το εργοστάσιο και λόγω της αποπνικτικής ατμόσφαιρας που δημιουργείται κατά τις ώρες λειτουργίας του. 

 

          Αυτά όμως στο τέλος δεν προσμέτρησαν για το δικαστήριο, αφού αποδέχθηκε τη θέση των εφεσιβλήτων ότι δεν αρκούσαν και πως θα έπρεπε να στοιχειοθετηθεί μια παράνομη πράξη, εφόσον «η παράνομη πράξη» αποτελεί συστατικό στοιχείο του αστικού αδικήματος της δημόσιας οχληρίας, όπως προκύπτει, κατά πρώτον, από το λεκτικό του Άρθρου 45.  Παρέπεμψε ο ευπαίδευτος δικηγόρος των καθ΄ ων η αίτηση στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Κωστάκη (2008) 1 ΑΑΔ 432, στην οποία ελέχθη ότι «…πρέπει να αποδεικνύεται πέραν της ύπαρξης δημόσιας οχληρίας και η σύνδεση αυτής με παράνομη πράξη ή παράλειψη εκτέλεσης νομικής υποχρέωσης, …».  Την αναφορά αυτή από την υπόθεση Κωστάκη είχε επικαλεστεί και το πρωτόδικο δικαστήριο προς υποστήριξη της απόφασης του.

 

Παράλληλα, ο ευπαίδευτος δικηγόρος τους μας παρέπεμψε σε συγγράμματα και αποφάσεις, που καταδεικνύουν ότι η δημόσια οχληρία αποτελεί και ποινικό αδίκημα, αρχικά επί τη βάσει του κοινοδικαίου και ακολούθως επί τη βάσει διαφόρων νομοθεσιών, παρέχοντας όμως συνάμα τη δυνατότητα για έγερση αγωγής ως αστικό αδίκημα.

 

          Με τον δέοντα σεβασμό η εισήγηση ότι απαιτείτο η στοιχειοθέτηση μιας περαιτέρω παράνομης πράξης, δεν μας βρίσκει σύμφωνους και, συνεπακόλουθα, ούτε η πρωτόδικη απόφαση επί του σημείου αυτού. 

 

Η προαναφερθείσα φράση στην υπόθεση Κωστάκη, περί αναγκαιότητας σύνδεσης της δημόσιας οχληρίας με μια παράνομη πράξη, θα πρέπει να ιδωθεί υπό το πρίσμα της έννοιας της δημόσιας οχληρίας σύμφωνα με την πάγια νομολογία, ώστε να γίνει αντιληπτό πως δεν θέτει διαφορετική αρχή δικαίου, αλλά αφορά στα συγκεκριμένα γεγονότα της υπόθεσης εκείνης.  Διαφορετικά θα επρόκειτο για απόφαση εκδοθείσα per incuriam.

 

Μια οχληρία καθίσταται «δημόσια» ή «κοινή» όταν επηρεάζει ουσιωδώς τις εύλογες ανέσεις και ευκολίες της ζωής μιας ομάδας μελών του κοινού, σε επαρκή αριθμό, που περιγράφονται γενικώς ως οι περίοικοι (Attorney-General v. PYA Quarries Ltd (No.1) [1957] 1 All ER 894).  Η τελευταία αυτή υπόθεση αφορούσε σε αγωγή του Γενικού Εισαγγελέα ώστε να απαγορευθεί η πρόκληση δημόσιας οχληρίας από δραστηριότητες λατομείου που προκαλούσαν σκόνη και κραδασμούς στην γειτνιάζουσα περιοχή. Δεν απαιτείτο η απόδειξη παρανομίας στη λειτουργία του λατομείου. Επίσης η πρόκληση δυσοσμίας («noisome and offensive stinks and smell») ώστε να επηρεάζεται ευρύτερα το κοινό, αποτελεί αφ’  εαυτής δημόσια οχληρία (R. v. White & Ward [1757] 1 Burr 333). Η δυσοσμία, ο καπνός, η σκόνη, ο θόρυβος, οι δονήσεις, τα αέρια, οι αναθυμιάσεις και η υγρασία είναι κάποιες από τις επεμβάσεις που κρίθηκαν ότι αποτελούν δημόσια οχληρία, χωρίς αναφορά σε άλλη παρανομία (Palantzi v. Agrotis (1968) 1 CLR 448, Medcon Construction Ltd v. Eυαγγέλου (1997) 1 ΑΑΔ 565, Demetriou v. Aristodemou (1988) 1 CLR 615, Hadjichristodoulou v. Aristedou (1981) 1 CLR 297, Theofilou v. Christodoulou and another (1973) 1 JSC, Symeonides & another v. Liasidou (1989) 1 CLR 457, Paphitis v. Stavrou (1970) 1 CLR 140).

 

Παραδείγματα τέτοιου είδους οχληρίας από την αγγλική νομολογία, επίσης χωρίς να τίθεται ως προαπαιτούμενο κάποια άλλη παρανομία, δίδονται στο Clerk & Lindsell on Torts, 16th ed., σελ. 1357-1358, para 24-03:

 

«...creating stenches by the carrying on of an offensive manufacture or otherwise, causing smoke or noxious fumes to pass onto the plaintiff’s property, raising clouds of coal dust, making unreasonable noises, or vibration, using a building as a hospital for infectious diseases whereby the adjoining owners live in perpetual dread of infection, or using a house for prostitution, causing crowds to collect, watching and besetting a man’s house so as to compel him to act in a particular way, causing excessive heat to pass into an adjacent tenement comprised in the same block of buildings, abstracting heat and reducing premises to “artic conditions”

 

 

Επίσης στον Buckley: The Law of Negligence, 4th ed., σελ. 297, para 14.06, δίδονται τα ακόλουθα παραδείγματα από τη νομολογία:

 

«Cases in which proceedings for public nuisances in this category have succeeded include, in addition toy quarry blasting, the emission of noxious smells from a chicken-processing factory, the holding of a pop-festival, the storage of large quantities of inflammable material, and allowing the deposit of refuse and filth in a densely populated part of London…»

 

 

Είναι η φύση και οι συνέπειες της δημόσιας οχληρίας που την καθιστούν «παράνομη πράξη» αφ’  εαυτής.  Όπως ελέχθη στην Soltau v. De Held [1851] 2 Sim NS 133:

«I conceive that, to constitute a public nuisance, the thing must be such as, in its nature or its consequences, is a nuisance-an injury or a damage, to all persons who come within the sphere of its operations, though it may be so in a greater degree to some than it is to others

 

 

Η αναφορά στο Άρθρο 45 σε «παράνομη πράξη» δεν προϋποθέτει αυτοτελή παράνομη πράξη, ξεχωριστή από την ίδια την οχληρία που εξετάζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση, η οποία να έχει την έννοια της παραβίασης κάποιας επιμέρους συγκεκριμένης νομοθεσίας.  Στο αγγλικό κείμενο του Νόμου (Civil Wrongs Law, Cap. 148) η αντίστοιχη φράση της «παράνομης πράξης ή παράλειψης εκτέλεσης νομικής υποχρέωσης» είναι «some unlawful act, or omission to discharge a legal duty». Όπως έχει επαναληφθεί στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Δράκου κ.α. (2012) 2 ΑΑΔ 851 το αγγλικό κείμενο διατηρεί την αυθεντικότητα του και υπερισχύει οποτεδήποτε η μετάφραση του δεν αποδίδεται πιστά.  Συνεπώς, εν προκειμένω, ο ορθός όρος είναι «unlawful act», στο βαθμό που διαφέρει από τον όρο «παράνομη πράξη» και όντως υπάρχει διαφορά η οποία καταγράφεται στο Concise Oxford English Dictionary,11th ed. ως ακολούθως:

 

«illegal and unlawful have slightly different meanings.  Something that is illegal is against the law, whereas an unlawful act merely contravenes the rules that apply in a particular context.  Thus handball in soccer is unlawful, but not illegal». 

 

Στα πλαίσια της δημόσιας οχληρίας, είτε ως ποινικό, είτε ως αστικό αδίκημα, όπως θα εξηγήσουμε κατωτέρω, ο όρος «unlawful act» σημαίνει «an act not warranted by law» («πράξη μη εξουσιοδοτημένη από το νόμο»).       

         

Συνεπώς ο όρος «παράνομη πράξη» στο Άρθρο 45 έχοντας την έννοια της «unlawful act» δεν σημαίνει παρανομία, υπό την έννοια της παραβίασης συγκεκριμένου νόμου, αλλά έχει την έννοια που αποδίδεται στο Clerk & Lindsell (ανωτέρω) σελ. 891, para 18-05:

 

«the acts which constitute public nuisances are all of them unlawful acts» (ο τονισμός είναι του παρόντος δικαστηρίου). 

 

 

Παράλληλα, εν πάση περιπτώσει, η δημόσια οχληρία αποτελεί εν γένει ποινικό αδίκημα με βάση το κοινοδίκαιο.  Στην Κύπρο, όπως και σε άλλες πρώην αποικίες του Ηνωμένου Βασιλείου όπου εισήχθηκαν Ποινικοί Κώδικες, το αδίκημα έχει κωδικοποιηθεί (βλ. R. v. Rimmigton, R. v. Goldstein [2005] UKHL 63).  Ειδικότερα, στο Άρθρο 186 του Ποινικού μας Κώδικα έχει μεταφερθεί η έννοια της δημόσιας οχληρίας ως ποινικό αδίκημα κατά το κοινοδίκαιο,[1] σύμφωνα με το οποίο ως δημόσια οχληρία ορίζεται η  πράξη που δεν είναι εξουσιοδοτημένη από το νόμο, ή η παράλειψη εκτέλεσης καθήκοντος που επιβάλλεται από το νόμο και έχει ως συνέπεια την πρόκληση οποιασδήποτε κοινής  βλάβης ή κινδύνου ή ενόχλησης ή παρεμπόδισης ή πρόκλησης ενόχλησης στο κοινό κατά την άσκηση κοινών δικαιωμάτων. O ίδιος ορισμός ισχύει και για τη δημόσια οχληρία ως αστικό αδίκημα (R. v. Goldstein, R. v. R. [2003] EWCA 3450).  Ειδική περίπτωση οχληρίας προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ως ποινικό αδίκημα από το Άρθρο 192 η μόλυνση της ατμόσφαιρας, ώστε αυτή να γίνεται επιβλαβής στην υγεία των προσώπων που κατοικούν, ή διεξάγουν εργασίες στη γειτονική περιοχή, ή που χρησιμοποιούν δημόσια διάβαση.

 

          Γινόταν πάντοτε δεκτό ότι η δημόσια οχληρία αποτελεί και ποινικό αδίκημα,[2] με δυνατότητα όμως του προσώπου που υφίσταται πραγματική ζημία, πέραν της ζημίας που υφίσταται το κοινό εν γένει, να εγείρει αγωγή επί τη βάσει αστικού αδικήματος.  Όπως αναφέρεται

στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, 17th ed., σελ. 23, para 1-32: «Public nuisance is a crime but a person who has suffered actual damage over and above than is listed on the public generally has a claim in tort».  Αυτή η περαιτέρω προϋπόθεση έχει κωδικοποιηθεί στο Άρθρο 45 του Νόμου, στην παράγρ. (β) της επιφύλαξης, σύμφωνα με την οποία καμιά αγωγή δεν εγείρεται για δημόσια οχληρία παρά μόνο από το πρόσωπο που υπέστη εξαιτίας αυτής ειδική ζημία. 

 

          Περιπλέον, ο Γενικός Εισαγγελέας, ως εκπρόσωπος του κοινού που επηρεάζεται, νομιμοποιείται, εκτός από την άσκηση ποινικής δίωξης, να καταχωρίσει πολιτική αγωγή ώστε να εξασφαλίσει διάταγμα για να παύσει η οχληρία (παράγρ. (α) της επιφύλαξης).  Αυτό έπραξε στην παρούσα υπόθεση.   

 

          Στην Αγγλία η δημόσια οχληρία παραμένει ως αδίκημα του κοινοδικαίου, περιορισμένης πλέον εμβέλειας, εφόσον παράλληλα έχουν θεσμοθετηθεί ως ποινικά αδικήματα επιμέρους περιπτώσεις δημόσιας οχληρίας με σειρά νομοθετημάτων (λ.χ. Environmental Protection Act 1990, Water Resources Act 1991, Highways Act 1990, Protection for Harassment Act 1980, Crime and Disorder Act 1998, βλ.  R. v. Rimmigton (ανωτέρω)). 

 

Η διττή φύση της δημόσιας οχληρίας ως ποινικό αδίκημα και, ταυτοχρόνως, ως αστικό αδίκημα, παραμένει.  Αυτή την έννοια έχει η αναφορά στις αυθεντίες και τα συγγράμματα, στα οποία παραπεμφθήκαμε από τον ευπαίδευτο δικηγόρο των καθ’  ων η αίτηση,[3] ότι η δημόσια οχληρία αποτελεί ποινικό αδίκημα και όχι ότι θα πρέπει να αποδεικνύεται κάποιο άλλο ποινικό αδίκημα, πέραν της ίδιας της δημόσιας οχληρίας.

 

Είναι υπό το φως της παραπάνω αποκρυσταλλωμένης και σταθερής, στην πορεία των χρόνων νομολογίας, που πρέπει να γίνει αντιληπτή, η συγκεκριμένη φράση στην υπόθεση Κωστάκη, περιοριζόμενη, όπως ήδη αναφέραμε, στα συγκεκριμένα γεγονότα της υπόθεσης.  Επρόκειτο για αγωγή ανήλικου πολίτη εναντίον της Δημοκρατίας για αποζημιώσεις, για επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του (υπερακουσία ως σύμπτωμα αυτισμού), λόγω πτήσεων πάνω από τη Λεμεσό σμήνους αεροσκαφών της πολεμικής αεροπορίας της Μεγάλης Βρετανίας, γνωστό ως «Κόκκινα Βέλη», με εκκωφαντικό θόρυβο.  Ήταν η θέση του ενάγοντα, την οποία αποδέχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι η Δημοκρατία ήταν ενήμερη για το πρόβλημα υπερακουσίας του ανηλίκου, ότι είχε υποχρέωση έναντι του να τον προστατεύσει από πτήσεις όπως των «Κόκκινων Βελών», ότι είχε δώσει άδεια για τις πτήσεις αυτές, ότι υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των πτήσεων και των μεταγενέστερων προβλημάτων του ανήλικου και ότι η Δημοκρατία ήταν υπεύθυνη για την πρόκληση δημόσιας οχληρίας και/ή για αμέλεια. 

 

Οι λόγοι έφεσης στην ουσία ανάγονταν στη λανθασμένη εκτίμηση και αξιολόγηση της μαρτυρίας, στην παράλειψη να εξεταστεί η υπεράσπιση της Δημοκρατίας, με βάση από το Άρθρο 60 του Κεφ. 148, (ειδική υπεράσπιση για το ότι η πράξη τελέστηκε βάσει νομοθετήματος) και στο λανθασμένο εύρημα ότι με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης είχε δημιουργηθεί δημόσια οχληρία, με βάση το Άρθρο 45 του Κεφ. 148 για την οποία ήταν υπεύθυνη η Δημοκρατία.  

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο, εξετάζοντας το νομικό καθεστώς αλλά και το είδος της συγκατάθεσης ή άδειας που δόθηκε από τη Δημοκρατία, αποφάνθηκε ότι η Δημοκρατία, με βάση τη Συνθήκη Εγκαθιδρύσεως, δεν είχε περιθώριο να αρνηθεί τις πτήσεις αυτές και επομένως ενήργησε βάσει των σαφών υποχρεώσεων της.  Σε ό,τι αφορά τη δημόσια οχληρία ως προκληθείσα από τη Δημοκρατία, όντως αναφέρθηκε στην ανάγκη στοιχειοθέτησης παράνομης πράξης και αιτιώδους συνάφειας και κρίνοντας ότι αμφότερα τα στοιχεία αυτά απουσίαζαν παραμέρισε το πρωτόδικο εύρημα «με δεδομένο ότι δεν υπήρξε παράνομη πράξη από τη Δημοκρατία». Είναι υπ’  αυτή την έννοια που θεωρήθηκε ότι δεν είχε στοιχειοθετηθεί παράνομη πράξη και, συνεπώς, δημόσια οχληρία από τη Δημοκρατία.

 

Τέλος, δεν παραβλέπουμε ότι στη σχετική αναφορά του Εφετείου στην υπόθεση Κωστάκη έγινε παραπομπή στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ζιπίτη (2003) 1 ΑΑΔ 749Στην Ζιπίτη όμως το ερώτημα αφορούσε στην αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παράλειψης της Δημοκρατίας να συντηρήσει δεόντως τον αυτοκινητόδρομο Λάρνακας – Λευκωσίας και του ατυχήματος που προέκυψε ως εκ της κατάστασης του δρόμου.  Η αναφορά που είχε γίνει σε «παράνομη πράξη», δεν ήταν παρά μια επανάληψη του λεκτικού του  Άρθρου 45.  Συνεπώς, στην Ζιπίτη δεν αποφασίστηκε ότι για να αποδειχθεί δημόσια οχληρία πρέπει να αποδειχθεί κάποια άλλη παράνομη πράξη, αλλά αντίθετα επαναλήφθηκε ότι η δημόσια οχληρία συνίσταται σε παράνομη πράξη.  Επίσης υιοθετήθηκε με αναφορά στον Clerk & Lindsell on Torts, 16th ed., para 24-01, ο ακόλουθος ορισμός της οχληρίας:

 

«Η δημόσια οχληρία ορίζεται ως πράξη ή παράλειψη η οποία συνιστά επέμβαση ή ενόχληση σε πρόσωπο κατά την άσκηση ή απόλαυση δικαιώματος που του ανήκει ως μέρος του κοινού.»

 

Με δεδομένη την έννοια αυτή της δημόσιας οχληρίας και τη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του, το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα τα απαιτούμενα, αναφορικά με τη δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 και συνεπώς λανθασμένα άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια.  Ο πρώτος λόγος έφεσης ευσταθεί. 

 

Το δικαστήριο, αν και θα απέρριπτε την αίτηση, όπως κατέγραψε λόγω της κρίσης του σε σχέση με τη δεύτερη προϋπόθεση, προχώρησε, χάριν πληρότητας της απόφασης και στην εξέταση της τρίτης προϋπόθεσης.  Ως προς αυτή δέχθηκε την εισήγηση του εφεσείοντα πως «η προστασία της δημόσιας υγείας υπερισχύει των όποιων ζημιών θα υποστούν οι καθ΄ ων από την αναστολή του εργοστασίου… Ο αιτητής στην υπόθεση είναι η Κυπριακή Δημοκρατία η οποία, κατά τεκμήριο, είναι σε θέση να αποζημιώσει τους καθ΄ ων η αίτηση για τις ζημιές τους». Η διαπίστωση για τη συνδρομή της τρίτης προϋπόθεσης δεν έχει προσβληθεί από τους εφεσίβλητους.

 

Στη συνέχεια όμως το δικαστήριο θεώρησε ότι υπήρχε ακόμα ένα εμπόδιο για την επιτυχία της αίτησης και τούτο ήταν η συμφωνία μεταξύ της κυβέρνησης και των εφεσιβλήτων για τη μετεγκατάσταση του επίδικου εργοστασίου.  Σε αυτά τα πλαίσια στις 4.12.2020 το αρμόδιο Υπουργείο υπέδειξε τεμάχια προς μετεγκατάσταση, οι εφεσίβλητοι αποδέχθηκαν να μετακινηθούν στα τεμάχια αυτά, εκπόνησαν περιβαλλοντικές μελέτες και υπέβαλαν αιτήσεις για πολεοδομική άδεια, οι οποίες θα εξετάζονταν από τις αρμόδιες αρχές.  Παρά ταύτα ο Γενικός Εισαγγελέας στις 25.1.2021 καταχώρισε αγωγή μαζί με μονομερή, αρχικά, αίτηση για έκδοση των επιδίκων διαταγμάτων.  Δεδομένου, περαιτέρω, ότι δεν υπήρξε ισχυρισμός για υπαναχώρηση από τα συμφωνηθέντα εκ μέρους των εφεσιβλήτων, ή για δική τους ευθύνη για την όποια καθυστέρηση, το δικαστήριο έκρινε πως δεν θα ήταν ορθό και δίκαιο να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα.  Τούτο παρά τη θέση του αιτητή ότι δεν προβλεπόταν η μετακίνηση του εργοστασίου εντός του Φεβρουαρίου του 2021 και ότι συνεχιζόταν η οχληρία.  Λαμβάνοντας δε, υπόψη ότι το εργοστάσιο λειτουργεί κατά τον ίδιο τρόπο και στην ίδια περιοχή εδώ και δεκαετίες και τα προβλήματα από τη λειτουργία του με την κατ’  ισχυρισμό οχληρία απασχολούν τις κρατικές υπηρεσίες και τους κατοίκους της περιοχής τα τελευταία έξι τουλάχιστον χρόνια, έκρινε περαιτέρω ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας συνηγορεί υπέρ της διατήρησης του status quo, με την άρνηση έκδοσης των αιτουμένων δραστικών διαταγμάτων, τα οποία ισοδυναμούν με τις τελικές θεραπείες που επιδιώκονται με την αγωγή.  

 

Η απόφανση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι το «ισοζύγιο της ευχέρειας» συνηγορεί υπέρ της διατήρησης του status quo προσβάλλεται με τους λόγους έφεσης 2 και 3.  Περαιτέρω, εγείρεται και τέταρτος λόγος έφεσης, ότι η αιτιολογία σε σχέση με τα ζητήματα που ηγέρθησαν με τους προηγούμενους λόγους έφεσης είναι ανεπαρκής. 

 

Ως προς το ισοζύγιο της ευχέρειας, ο έντιμος Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας εισηγήθηκε ότι με δεδομένο ότι ο χρόνος της αποπεράτωσης της διαδικασίας μετακίνησης είναι αβέβαιος και με δεδομένη τη συζητήσιμη, χάριν πληρότητας της υπόθεσης όπως το έθεσε το δικαστήριο, υπόθεση για πρόκληση δημόσιας οχληρίας, με απροσδιόριστες και μη αναστρέψιμες για τους περιοίκους συνέπειες αφενός, και με δεδομένη, αφετέρου, τη δυνατότητα αποζημίωσης των εφεσιβλήτων για τυχόν αδικαιολόγητη έκδοση του διατάγματος, θα έπρεπε να εκδοθεί το διάταγμα.

 

Αντιθέτως ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσιβλήτων εισηγήθηκε πως το πρωτόδικο δικαστήριο είχε καταλήξει ορθά αναφορικά με το ισοζύγιο της ευχέρειας, λαμβανομένου υπόψη ότι βρίσκεται σε εξέλιξη η συμφωνία μετεγκατάστασης, η οποία δεν έχει παραβιαστεί από τους εφεσίβλητους, ως επίσης και του γεγονότος ότι το εργοστάσιο λειτουργεί κατά τον ίδιο τρόπο και στην ίδια περιοχή εδώ και δεκαετίες, έχοντας εδραιώσει δικαίωμα να λειτουργούν το εργοστάσιο τους, υπό συνθήκες μάλιστα απόλυτης νομιμότητας. 

 

Σε σχέση με τις συνέπειες του χρόνου που παρήλθε μέχρι να ζητηθεί θεραπεία, ο ευπαίδευτος δικηγόρος των καθ΄ ων η αίτηση παρέπεμψε στην Bacardi & Co Ltd v. Vinco (1996) 1 ΑΑΔ 788, για να εισηγηθεί ότι ο εφεσείων εμποδίζεται να ζητά διάταγμα, εφόσον η καθυστέρηση υποδηλώνει ότι δεν χρειάζεται την άμεση και εξαιρετική θεραπεία που προσφέρεται από ένα προσωρινό διάταγμα.  Περαιτέρω, υπέδειξε την καθυστέρηση στα πλαίσια της ίδιας της διαδικασίας, εφόσον ενώ ο εφεσείων επεδίωξε με την καταχώριση της αγωγής στις 25.1.2021 την έκδοση προσωρινού διατάγματος κατεπειγόντως με μονομερή αρχικώς αίτηση, εν τούτοις καταχώρισε έκθεση απαίτησης στις 13.9.2021.  Παρέπεμψε δε, σε νομολογία ως προς την υποχρέωση του διάδικου υπέρ του οποίου εκδίδεται ενδιάμεση θεραπεία, να επιδιώκει να προλειάνει το ταχύτερο το έδαφος για την εκδίκαση της υπόθεσης, εφόσον η δίκη είναι που αποτελεί την καθιερωμένη διαδικασία για τον καθορισμό και τη διακήρυξη των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των διαδίκων.  Σκοπός της προσωρινής θεραπείας είναι η αντιμετώπιση της αντικειμενικής αδυναμίας για άμεση διεξαγωγή της δίκης.  Δεν μπορεί η έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος να χρησιμοποιείται για αλλότριο σκοπό, με αποτέλεσμα την εκτροπή της διαδικασίας (Louis Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ (1992) 1 ΑΑΔ 1453, Κίτσιος κ.α. ν. Α.C. Kitsios Motors Ltd κ.α. (2010) 1 ΑΑΔ 1262). 

 

Υπέδειξε μάλιστα ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσιβλήτων ότι στην Goodys Evagorou Ltd v. Lani Restaurants Ltd (1998) 1 AAΔ 1572, η έφεση απερρίφθη χωρίς να εξεταστεί η ουσία ένεκα της αδράνειας στην καταχώριση της έκθεσης απαίτησης από τον εφεσείοντα.  Η έκθεση απαίτησης είχε καταχωριστεί στις 30.6.1998 ενώ η αίτηση για προσωρινό διάταγμα στις 13.8.1997.

 

Επίσης στην Άκης (Μεταφορές Δεμάτων Eξπρές) Λτδ ν. C. Koukkouris Trading Co. Ltd (1998) 1 A.A.Δ. 149 η έκθεση απαίτησης των εναγόντων καταχωρίστηκε 2½ χρόνια μετά την καταχώριση της αγωγής, με αποτέλεσμα να εκληφθεί ότι η στάση τους αυτή υποδήλωνε πως η έκδοση των προσωρινών διαταγμάτων αποτελούσε αυτοσκοπό, ενώ το επείγον του πράγματος, που αποτελεί και το κύριο αίτημα για την παροχή προσωρινής θεραπείας λόγω της αντικειμενικής αδυναμίας για άμεση διεξαγωγή της δίκης, είχε εκλείψει μετά την πάροδο τόσο μακρού διαστήματος.

 

Η καθυστέρηση δεν αποτελεί από μόνη της λόγο απόρριψης της αίτησης, αλλά είναι ένας παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη όταν εξετάζεται το ισοζύγιο της ευχέρειας.  Μπορεί, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, «αυτό τούτο το γεγονός της καθυστέρησης να καταδεικνύει πως ο ενάγοντας δεν χρειάζεται την άμεση εξαιρετική θεραπεία που προσφέρεται από προσωρινό διάταγμα».  Άκαμπτος όμως κανόνας δεν υπάρχει.  Είναι ζήτημα γεγονότων και στάθμισης των δεδομένων της κάθε περίπτωσης (Bacardi (ανωτέρω)). 

 

Το ισοζύγιο της ευχέρειας έχει την έννοια ότι το δικαστήριο θα πρέπει, πέραν των προϋποθέσεων εκ του νόμου, να σταθμίσει κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο να δοθεί το ζητούμενο διάταγμα (Odysseos (ανωτέρω), Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου κ.α. ν. Χ”Bασίλη (1989) 1E ΑΑΔ 152). Στα πλαίσια αυτά ισοζυγίζει τον κίνδυνο αδικίας που θα προκληθεί, είτε στον καθ’  ου η αίτηση, είτε στον αιτητή, εάν τελικά φανεί πως η ενδιάμεση απόφαση να δώσει ή να μην δώσει, αντιστοίχως, το διάταγμα είναι εσφαλμένη και να υιοθετήσει εκείνη την πορεία η οποία φαίνεται, μέσα από τέτοια στάθμιση, να ενέχει τους λιγότερους κινδύνους αδικίας (Bacardi (ανωτέρω), NWL Ltd v. Woods [1979] 3 All ER 614, H.L.).

 

Εν προκειμένω, ήταν σαφής η θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου, την οποία έχουμε παραθέσει ανωτέρω, ότι η προστασία της δημόσιας υγείας υπερισχύει των όποιων ζημιών που θα υποστούν οι εφεσίβλητοι από την αναστολή του εργοστασίου τους, ζημιές που η Κυπριακή Δημοκρατία θα είναι σε θέση να αποκαταστήσει.  H διαπίστωση του αυτή στο τέλος δεν συνεκτιμήθηκε στην στάθμιση του ισοζυγίου της ευχέρειας, με αποτέλεσμα να παραβλέψει την ουσία του πράγματος.  Δεν επρόκειτο για διαφορά όπου το διακύβευμα ήταν το ένα ιδιωτικό συμφέρον έναντι ενός άλλου ιδιωτικού συμφέροντος. Ο Γενικός Εισαγγελέας εκπροσωπούσε το κατ’ ισχυρισμό επηρεαζόμενο κοινό και το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον στον ιδιαίτερα ευαίσθητο τομέα της προστασίας της δημόσιας υγείας, αλλά και των εύλογων ανέσεων των ανθρώπων κατά την χρήση του σπιτιού και της περιουσίας τους.  Όπως υπέδειξε ο Denning, L.J. στην Attorney-General v. PYA:

 

«…a public nuisance is a nuisance which is so widespread in its range or so indiscriminate in its effect that it would not be reasonable to expect one person to take proceedings on his own responsibility to put a stop to it, but that it should be taken on the responsibility of the community at large(Relator action).

 

Η αναμενόμενη μετεγκατάσταση, στην οποία δόθηκε βάρος από την άλλη πλευρά, παραμένει, όπως διευκρινίστηκε ενώπιον μας, σε εκκρεμότητα από τον Δεκέμβριο του 2020.  Στο μεταξύ οι «κατ’  ισχυρισμό ζημιογόνες για την υγεία του κοινού πράξεις ή και παραλείψεις – δηλαδή εκπομπές αναθυμιάσεων που προκαλούν αποπνικτική ατμόσφαιρα στην περιοχή», κατά την περιγραφή του πρωτόδικου δικαστηρίου, συνεχίζονται.  Δεν είναι περίπτωση που θα μπορούσε να γίνεται λόγος για δίκαιη και εύλογη διατήρηση του status quo, εάν όντως το status quo είναι η αποπνικτική ατμόσφαιρα για τους κατοίκους της περιοχής.  Η καθυστέρηση καταχώρισης αγωγής δεν μπορεί να λειτουργήσει σε βάρος των περιοίκων οι οποίοι δεν ευθύνονται.  Η απόφαση και ο χρόνος καταχώρισης της αγωγής και της αίτησης για προσωρινή θεραπεία δεν ήταν δική τους επιλογή ή ευθύνη.

 

Τέλος, δεν παραβλέπουμε την καθυστέρηση στην προώθηση της αγωγής, την στιγμή μάλιστα που ο εφεσείων ζήτησε από το παρόν Εφετείο επίσπευση στην εκδίκαση της έφεσης, επικαλούμενος τη φύση και τη σοβαρότητα της υπόθεσης, αίτημα που εγκρίναμε.  Λαμβάνοντας όμως υπόψη τη φύση της υπόθεσης, κρίνουμε ότι η καθυστέρηση αυτή δεν θα πρέπει να καθορίσει την τύχη της αίτησης.  Τονίζουμε όμως ότι ειδικά σε τέτοιες περιπτώσεις οι καθυστερήσεις είναι ανεπίτρεπτες και ότι η εκδίκαση της ουσίας της αγωγής θα πρέπει να προχωρήσει, με τον τρόπο και την ταχύτητα που η φύση του αντικειμένου της επιβάλλει. 

 

Με αυτά τα δεδομένα θεωρούμε, όσο στενά και αν είναι τα περιθώρια του Εφετείου σε αυτά τα πλαίσια, ότι η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου ασκήθηκε λανθασμένα σε ότι αφορά την στάθμιση του ισοζυγίου της ευχέρειας. 

 

Οι λόγοι έφεσης 2 και 3 ευσταθούν.  Δεν απαιτείται να εξεταστεί ο λόγος έφεσης 4.

 

Οι διαπιστώσεις του πρωτοδίκου δικαστηρίου ότι πληρούνται η πρώτη και η τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 και οι περαιτέρω διαπιστώσεις του παρόντος δικαστηρίου ότι πληρούται και η δεύτερη προϋπόθεση και ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας είναι υπέρ του εφεσείοντα, καθώς και η απόρριψη των υπολοίπων θέσεων των εφεσιβλήτων, θα πρέπει να οδηγήσει σε ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. 

 

Τα ζητούμενα διατάγματα είναι δραστικά, αποσκοπώντας στην παύση ή αναστολή της λειτουργίας του εργοστασίου.  Δεν έχει τεθεί από πλευράς εφεσιβλήτων, ούτε προκύπτει από τα γεγονότα, ότι θα μπορούσε να υιοθετηθεί ολιγότερο δραστική ενδιάμεση θεραπεία.  Ο εφεσείων είχε θέσει μαρτυρία περί του αντιθέτου, εξ ου και η συμφωνία και η απόφαση για μετακίνηση των εργοστασίων.  Εν πάση περιπτώσει η έκδοση ενδιάμεσου απαγορευτικού διατάγματος αντίστοιχου προς τη θεραπεία που αξιώνεται με την αγωγή δεν αποκλείεται (Κούνουνα ν. C & A Simonos Ltd (2002) 1(B) AAΔ.1361).» 

 

Ειδικότερα, το αίτημα ήταν να εκδοθεί διάταγμα με το οποίο να εμποδίζεται η εφεσίβλητη 1 από του να επιτρέπει ή να ανέχεται τη λειτουργία του εργοστασίου από την εφεσίβλητη 2 (αιτητικό Α) και διάταγμα με το οποίο να διατάττεται η εφεσίβλητη 2 όπως αναστείλει τη λειτουργία του εργοστασίου (αιτητικό Β) και επ’  αυτής της βάσης συζητήθηκε.  Υπενθυμίζουμε ότι με βάση το Άρθρο 45 η νομιμοποίηση του Γενικού Εισαγγελέα ως ενάγοντα αφορά στην έκδοση απαγορευτικού διατάγματος.  Εν προκειμένω, παρά το ότι το αιτητικό Β αναφέρεται σε διάταγμα για αναστολή της λειτουργίας του εργοστασίου, στην πραγματικότητα ό,τι ζητείται είναι απαγορευτικό διάταγμα για τη λειτουργία του εργοστασίου.  Υπάρχει και περαιτέρω αιτητικό για αναστολή της λειτουργίας του εργοστασίου σε σχέση με τον ισχυρισμό ότι λειτουργεί χωρίς να καλύπτεται από τις εκ του νόμου απαιτούμενες άδειες και/ή το πιστοποιητικό τελικής έγκρισης (αιτητικό Γ).  Αυτή όμως η πτυχή δεν εμπίπτει στη βάση της αγωγής.  Ως εκ των άνω, παραμεριζομένης της πρωτόδικης απόφασης, κρίνουμε ότι υπάρχει ενώπιον μας το απαιτούμενο υλικό ώστε να ασκήσουμε τη διακριτική μας ευχέρεια υπέρ της έκδοσης των διαταγμάτων υπό αιτητικά Α και Β, του τελευταίου διαμορφωμένου υπό την πραγματική, απαγορευτική του διάσταση.  Επίσης δεν μπορεί να υιοθετηθούν ως διατάγματα στην ολότητα τους τα αιτητικά Α και Β, επειδή εκεί αναγράφεται ως δεδομένο ότι «…κατά τη λειτουργία τους προκαλούν οχληρία μέσω αναθυμιάσεων καυσίμων και/ή οσμών ασφάλτου και/ή πλαστικών και/ή πετρελαιοειδών και/ή της εκπομπής καπνού, και/ή οσμών και/ή άλλως και τα οποία θέτουν σε κίνδυνο την άνεση των κατοίκων της περιοχής [και/ή του κοινού και/ή των περίοικων και/ή των διαμένοντων στις γύρω περιοχές και/ή εμποδίζουν την ακώλυτη απόλαυση της χρήσης και της ωφέλειας κοινών αγαθών, Σημείωση: αυτά παραλείπονται από το αιτητικό Β της αγωγής 23/21/Πολιτική Έφεση Αρ. Ε53/21] και/ή παραβιάζουν τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα τους και/ή παρακωλύουν το κοινό στην άσκηση κοινού δικαιώματος,…».  Ούτε θεωρούμε ότι τα διατάγματα πρέπει να έχουν εφαρμογή αμέσως με την επίδοση τους, όπως ζητείται, εφόσον είναι εύλογο και δίκαιο να δοθεί, ως εκ της φύσεως της υποχρέωσης που θα επιβληθεί στους εφεσίβλητους, εύλογος χρόνος προς συμμόρφωση. 

Η έφεση γίνεται δεκτή.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Εκδίδονται ενδιάμεσα διατάγματα ως ακολούθως:

Α.      Διάταγμα με το οποίο να εμποδίζεται η εφεσίβλητη 1, ιδιοκτήτρια του ακινήτου και/ή της ασφαλτικής μονάδας και/ή μονάδων και/ή του εργοστασίου που βρίσκεται εντός του τεμαχίου 237 Φ/Σχ. ΧΧΧ/46/W1 στο Δήμο Τσερίου, βιομηχανική περιοχή Τσερίου, επαρχία Λευκωσίας, από του να επιτρέπει και/ή ανέχεται και/ή συγκατατίθεται και/ή εξουσιοδοτεί τη λειτουργία της ασφαλτικής μονάδας και/ή μονάδων και/ή του εργοστασίου που υπάρχουν εντός του τεμαχίου από την εφεσίβλητη 2 και/ή άλλο φυσικό και/ή νομικό πρόσωπο και/ή από του να εκτελεί και/ή να θέτει σε λειτουργία η ίδια την εν λόγω ασφαλτική μονάδα και/ή μονάδες και/ή εργοστάσιο.  Το διάταγμα να έχει ισχύ 21 ημέρες μετά την ημερομηνία επίδοσης του και να συνεχίσει μέχρι το πέρας της αγωγής ή μέχρι άλλης διαταγής του δικαστηρίου.

 

Β.      Διάταγμα με το οποίο απαγορεύεται στην εφεσίβλητη 2 να λειτουργεί την ασφαλτική μονάδα και/ή μονάδες και/ή του εργοστασίου τα οποία διαχειρίζεται και τα οποία βρίσκονται εντός του τεμαχίου 237 Φ/Σχ. ΧΧΧ/46/W1 στο Δήμο Τσερίου, βιομηχανική περιοχή Τσερίου, επαρχία Λευκωσίας. Το διάταγμα να έχει ισχύ 21 ημέρες μετά την ημερομηνία επίδοσης του και να συνεχίσει μέχρι το πέρας της αγωγής ή μέχρι άλλης διαταγής του δικαστηρίου.

 

Έξοδα €3.000 υπέρ του εφεσείοντα.

 

                                                          Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

                                                                   Ι. Ιωαννίδης, Δ.

 

                                                                   N. Σάντης, Δ.

 

 

 

/φκ



[1] In A Digest of the Criminal Law (1877), Ch XIX, p 108, Sir James Stephen defined a common nuisance as:

“an act not warranted by law or an omission to discharge a legal duty, which act or omission obstructs or causes inconvenience or damage to the public in the exercise of rights common on all Her Majesty's subjects.”

 

In the eighth and ninth editions of the work, published in 1947 and 1950 respectively, this definition remained unchanged. The definition to be found in para 31–40 of the 2005 edition of Archbold, Criminal Pleading, Evidence and Practice, save in its reference to morals, reflects the effect of these definitions:

 

“A person is guilty of a public nuisance (also known as common nuisance), who (a) does an act not warranted by law, or (b) omits to discharge a legal duty, if the effect of the act or omission is to endanger the life, health, property, morals, or comfort of the public, or to obstruct the public in the exercise or enjoyment of rights common to all Her Majesty's subjects.”

(R. v. Rimmington (ανωτέρω)).

 

[2] H Rimmington αναφέρεται χαρακτηριστικά σε «overlap between the criminal offence and the civil tort».

[3] Clerk & Lindsell on Torts, 17th ed., σελ. 23, para 1-32, Buckley: The Law of Negligence, 4th ed., σελ. 295, The Law of Torts, Butterworth’s Common Law Series, Public Nuisance, p.1169.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο