ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε. κ.α., Πολιτική Αίτηση Αρ. 212/2021, 10/3/2022

ECLI:CY:AD:2022:D93

AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 212/2021)

 

10 Μαρτίου, 2022

 

[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε., 2. A. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ, 3. Δ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ, 4. Γ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ, 5. χχχ ΣΥΜΙΛΛΙΔΗ ΚΑΙ 6. χχχ ΘΕΟΔΩΡΟΥ, ΕΚ ΠΑΦΟΥ, ΟΔΟΣ XXXXX 16, ΜΕΓΑΡΟ XXXXX, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Η PROHIBITION

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 29/07/2021

 

---------

 

Hλ. Στεφάνου, για τους Αιτητές.

Π. Ευθυβούλου (κα) για το Γενικό Εισαγγελέα, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

A Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Η Αστυνομία στα πλαίσια διερεύνησης σειράς σοβαρών αδικημάτων σε σχέση με αριθμό επενδυτών/συζύγων και τέκνων αυτών από την Κίνα, την Καμπότζη, την Ουκρανία, καθώς και σε σχέση με αριθμό εταιρειών, στις 26.7.2021 αιτήθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την έκδοση εντάλματος έρευνας του δικηγορικού γραφείου Ανδρέας Δημητριάδης & Σία ΔΕΠΕ (αιτητές αρ. 1), του οποίου συνέταιροι είναι ο Α. Δημητριάδης (αιτητής αρ.2), ο Δ. Δημητριάδης (αιτητής αρ.3) και ο Γ. Δημητριάδης (αιτητής αρ.4), προς ανεύρεση εγγράφων και άλλων τεκμηρίων που σχετίζονται με τη διερεύνηση των εν λόγω αδικημάτων.   Ως μέλη του ιδίου δικηγορικού γραφείου αναφέρονται οι αιτήτριες αρ. 5 και 6.

 

Το αίτημα τέθηκε ενώπιον Επαρχιακού Δικαστή ο οποίος και επιφυλάχθηκε να αποφασίσει θεωρώντας ότι θα έπρεπε να μελετήσει την πολυσέλιδη (42 σελίδες) ένορκη δήλωση του υπ/μου Α. Ανδρέου του ΤΑΕ Αρχηγείου, που είχε τεθεί ενώπιον του σχετικά με τη διερεύνηση των παρακάτω αδικημάτων, τα οποία, κατ’ ισχυρισμόν, διαπράχθηκαν μεταξύ των ετών 2011-2021 στην Κυπριακή Δημοκρατία:

«1.    Συνωμοσία προς διάπραξη Κακουργήματος, Κεφ. 154, Άρθρο 371.

 2.     Συνωμοσία προς διάπραξη Πλημμελήματος, Κεφ. 154, Άρθρο 372.

 3.     Κατάχρηση Εξουσίας, Κεφ. 154, Άρθρο 305.

 4.     Παραμέληση Υπηρεσιακού Καθήκοντος, Άρθρο 134, Κεφ. 154.

 5.     Εξασφάλιση Εγγραφής με Ψευδείς Παραστάσεις, Κεφ. 154, Άρθρο 305.

 6.     Πλαστογραφία, Κεφ. 154, Άρθρο 331, 333, 337.

 7.     Κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, Κεφ. 154, Άρθρο 339.

 8.     Ανυπακοή σε Διατάξεις Νόμων που επιβάλλουν καθήκον, Κεφ. 154, Άρθρο136. [βλ. Περί Όρκων   Νόμος, Κεφ. 18, Άρθρο 8].

 9.     Αδικήματα κατά παράβαση του Περί Πρόληψης της Διαφθοράς Νόμου, Άρθρα 2, 3, 4 και 5, Κεφ. 161.

10.    Αδικήματα Διαφθοράς που ορίζονται από το Νόμο που κυρώνει τη σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την ποινικοποίηση της Διαφθοράς Ν. 23(ΙΙΙ)/2000. Άρθρα 2, 3, 4, 7 και 8.

11.    Αδικήματα κατά παράβαση του περί Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες (Νόμος 188(Ι)/2007, Ν. 58(Ι)/2010, Ν. 80(Ι)/2012, Ν. 192(Ι)/2012. Άρθρα 3, 4 και 5 (ο οποίος αντικατέστησε τον περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμο του 1996, Ν. 61(Ι)/96).

 

 

         

Ο δικαστής επανήλθε στις 29.7.2021 και με αιτιολογημένη απόφαση του εξέδωσε το αιτηθέν ένταλμα έρευνας, θέτοντας συγκεκριμένους περιορισμούς.

 

Ως αντικείμενα προς αναζήτηση καθορίστηκαν «Φάκελοι και οποιαδήποτε άλλα έγγραφα που φυλάγονται, ηλεκτρονικά δεδομένα που υπάρχουν σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, server, εξωτερικούς δίσκους αποθήκευσης δεδομένων ή σε οποιαδήποτε άλλη συσκευή αποθήκευσης που χρησιμοποιείται για τον σκοπό αυτό, καθώς και τα κινητά τηλέφωνα του Γ. Δημητριάδη και Δ. Δημητριάδη αναφορικά με την ηλεκτρονική αλληλογραφία, υπάρχει μηχανή πιστωτικών καρτών Six Payments με αρ. ΤΙD24100576, καθώς και άλλα τεκμήρια που σχετίζονται με την παρούσα υπόθεση» και αφορούν επενδυτές/συζύγους και παιδιά καθώς και εταιρείες που καθορίζονται στην ένορκη δήλωση. 

 

          Περαιτέρω ο δικαστής σημείωσε ότι με το ένταλμα δεν εξουσιοδοτούσε την επέμβαση από πλευράς της Αστυνομίας σε δεδομένα προστατευόμενα από τα Άρθρα 15 και 17 του Συντάγματος και έδωσε οδηγίες σχετικά με τη διαδικασία εκτέλεσης του εντάλματος ώστε να διασφαλιστεί «το επαγγελματικό ή άλλο απόρρητο».

 

Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση, η διερεύνηση της Αστυνομίας είχε ως αφετηρία το πόρισμα τριμελούς επιτροπής η οποία είχε συσταθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο τον Νοέμβριο του 2019 με σκοπό τον έλεγχο αριθμού υποθέσεων πολιτογραφήσεων και κατά πόσον αυτά πληρούσαν τους ισχύοντες κανόνες και κριτήρια.  Το Σεπτέμβριο του 2020 η εν λόγω επιτροπή ανέφερε σε έκθεση της ότι εξέτασε 42 πολιτογραφήσεις προσώπων, διαπιστώνοντας ότι στις πλείστες των περιπτώσεων οι αιτήσεις δεν ήταν δεόντως συμπληρωμένες και τα τραπεζικά ιδρύματα δεν αξιολογούσαν, ούτε και συνέλεγαν τις απαραίτητες πληροφορίες για την προέλευση των χρημάτων που θα επενδύονταν στην Κύπρο.  Τα μοναδικά κριτήρια που φαίνεται να λαμβάνονταν υπόψη αναφορικά με τον χαρακτήρα των επενδυτών ήταν η υποβολή λευκού ποινικού μητρώου και η μη συμπερίληψη τους στον κατάλογο των προσώπων των οποίων διατάσσεται η δέσμευση της περιουσίας τους εντός των ορίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Ειδικότερα διαπιστώθηκε ότι ένα πρόσωπο από την Καμπότζη (διατηρώ τα αρχικά S.C.) εξασφάλισε πολιτογράφηση με ψευδείς παραστάσεις ως επενδύτρια, όπως και ο σύζυγος της ως εξαρτώμενο μέλος οικογένειας επενδυτή στην Κύπρο, μετά από αίτηση τους μέσω του δικηγορικού γραφείου Ανδρέας Δημητριάδης & Σία ΔΕΠΕ.  Αίτηση υπέβαλε και ο ενήλικος γιος του ζεύγους μέσω του ιδίου γραφείου.  Οι αιτήσεις τους εγκρίθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο το 2017.  Σύμφωνα με το μηχανογραφημένο σύστημα αφιξοαναχωρήσεων της Αστυνομίας η εν λόγω S.C. και ο σύζυγος της δεν βρίσκονταν στην Κυπριακή Δημοκρατία κατά τον ουσιώδη χρόνο αλλά, παρά ταύτα, οι αιτήσεις τους πιστοποιήθηκαν ενώπιον πρωτοκολλητή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου.

 

Εν τω μεταξύ το 2016 η S.C. έκαμε 25 διαφορετικές πληρωμές μέσω τραπεζικής κάρτας για το ποσό των €3.263.592 για επένδυση στην Κύπρο.  Το ποσό αυτό μεταφέρθηκε σε λογαριασμό της εταιρείας V.K.C.A. Quality Ltd για την αγορά μετοχών ύψους €2.500.000 από την εταιρεία J.W. Pegasus Ltd ΗΕ342992.  Η εταιρεία αυτή σχετίζεται με την επένδυση που έγινε για την ανέγερση του ξενοδοχείου Radisson Blu στη Λάρνακα.  Επίσης αγοράστηκαν δύο κατοικίες για το ποσό των €646.310 από την εταιρεία N.J. Demetriou Ltd.  Προκύπτει επιπλέον ποσό ύψους €120.282 το οποίο ενδεχομένως να αφορούσε αμοιβές ή και προμήθειες προς παρόχους υπηρεσιών.  Κατά την υποβολή της αίτησης τους τα εν λόγω πρόσωπα απέκρυψαν ουσιώδες γεγονός, όπως για παράδειγμα ότι οι επιχειρηματικές τους δραστηριότητες στην Καμπότζη είχαν ως αποτέλεσμα την αναστολή χρηματοδότησης της χώρας τους από τη Διεθνή Τράπεζα. 

 

Μετά από εξετάσεις της Αστυνομίας διαπιστώθηκε ότι μεταξύ των επενδυτών υπήρχαν και τέσσερις άλλοι επενδυτές από την Καμπότζη στην εταιρεία J.W. Pegasus Ltd ΗΕ342992, οι οποίοι αναφέρονται στην έκθεση «Hostile Takeover» που εξέδωσε το παρατηρητήριο Global Witness το 2016, που ασχολείται με θέματα διαφθοράς, ως πολιτικά εκτεθειμένα πρόσωπα στην χώρα τους.  Αυτά τα στοιχεία επιβεβαιώνονται και από την πλατφόρμα «LEXISNEXIS» που χρησιμοποιείται, τόσο από τους παρόχους, όσο και από δικηγορικά και λογιστικά γραφεία για έλεγχο των επενδυτών.  Ο πάροχος και των τεσσάρων εν λόγω επενδυτών ήταν το δικηγορικό γραφείο Ανδρέας Δημητριάδης & Σία ΔΕΠΕ. 

 

Η εν λόγω J.W. Pegasus Ltd ΗΕ342992, κυπριακή εταιρεία, ανήκε στην J.W. Pegasus Ltd από την Κίνα, η οποία ανήκε στην Hong Kong Delsk.  Η τελευταία με την καθοδήγηση του ελεγκτικού γραφείου KPMG προχώρησαν στη δημιουργία ενός επενδυτικού πλάνου με το οποίο προσέλκυσαν κινέζους επενδυτές στην Κύπρο για την αγορά μετοχών της J.W. Pegasus Ltd ΗΕ342992, ιδιοκτήτριας του ξενοδοχείου Radisson Blu

 

Ακολούθως στον όρκο περιλαμβάνεται μεγάλος αριθμός επενδυτών της J.W. Pegasus Ltd ΗΕ342992, καθώς και μελών των οικογενειών τους που πολιτογραφήθηκαν στην Κύπρο, κυρίως από την Κίνα και την Καμπότζη. 

 

Από τις εξετάσεις των φακέλων διαφάνηκε ότι αριθμός επενδυτών που πολιτογραφήθηκαν πλήρωναν €2.000.000 - €3.000.000 με πιστωτικές κινέζικες κάρτες στη V.C.K.A. Quality Ltd και ακολούθως από την V.C.K.A. Quality Ltd στην J.W. Pegasus Ltd ΗΕ342992, καθώς και σε Client Account των επενδυτών τους οποίους δημιουργούσε το δικηγορικό γραφείο Ανδρέας Δημητριάδης & Σία ΔΕΠΕ. 

 

Σύμφωνα με κατάθεση υπαλλήλου της Κεντρικής Τράπεζας η χρήση τραπεζικών καρτών για μεταφορά στην Κύπρο ποσών €2.000.000 και €3.000.000 μέσα σε διάστημα λίγων λεπτών υποδηλώνει ύποπτη συναλλαγή και δεν αποτελεί πρακτική της Τράπεζας.  Θα έπρεπε συνεπώς με βάση το Νόμο ο αποδέκτης του εμβάσματος να ενημερώσει τη ΜΟΚΑΣ για ύποπτες συναλλαγές. 

 

Περαιτέρω, από μελέτη των φακέλων των επενδυτών της εταιρείας J.W. Pegasus Ltd ΗΕ342992 διαπιστώθηκε ότι 19 επενδυτές και μέλη των οικογενειών τους έχουν πολιτογραφηθεί με το έντυπο Μ127 το οποίο παρουσιάστηκε ενώπιον δύο πρωτοκολλητών του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου.  Από εξετάσεις που διενεργήθηκαν διαπιστώθηκε ότι κατά την ημερομηνία πιστοποίησης από τους πρωτοκολλητές του εντύπου Μ127 τα εν λόγω πρόσωπα δεν βρίσκονταν στην Κύπρο.  Δύο πρωτοκολλητές παραδέχθηκαν ότι τα Μ127 τα παρουσίαζε το δικηγορικό γραφείο Ανδρέα Δημητριάδη & Σία ΔΕΠΕ στην Πάφο και τα πιστοποιούσαν στην απουσία των προσώπων που αναφέρονταν στο έγγραφο. 

 

Σύμφωνα με τα τραπεζικά δεδομένα που λήφθηκαν από την ΚΕΔΙΠΕΣ διαφάνηκε ότι τα χρήματα των επενδυτών έρχονταν στην Κύπρο για σκοπούς επένδυσης στο λογαριασμό της J.W. Pegasus Ltd ΗΕ342992 και ακολούθως μέρος της επένδυσης (25%) για κάθε επενδυτή έφευγε για το εξωτερικό, σε λογαριασμό στην Κίνα με αποτέλεσμα μεγάλο χρηματικό ποσό από την J.W. Pegasus Ltd ΗΕ342992 να μεταφερθεί με swift μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα στο Χονγκ Κονγκ στην Κίνα, στην εταιρεία Hong Kong Qian Cheng Business Co

 

Σύμφωνα με τους φακέλους των Υπουργείων Εσωτερικών και Οικονομικών ο πάροχος μεγάλου αριθμού από τους αναφερόμενους επενδυτές ήταν το δικηγορικό γραφείο Ανδρέας Δημητριάδης & Σία ΔΕΠΕ από την Πάφο. 

 

Η ένορκη δήλωση είναι πολύ πιο εκτεταμένη.  Δεν θα επεκταθώ όμως εφόσον θεωρώ ότι με τα παραπάνω δίδεται ήδη επαρκώς το στίγμα της υπό διερεύνηση υπόθεσης.  Αφορά σε υποψίες της Αστυνομίας για διάπραξη των αναφερομένων ποινικών αδικημάτων αναφορικά με πολιτογραφήσεις αλλοδαπών και διακινήσεις κεφαλαίων και ο σκοπός του εντάλματος εντάσσεται στα πλαίσια της διερεύνησης της υπόθεσης αυτής και ειδικότερα τυχόν εμπλοκής του δικηγορικού γραφείου Ανδρέας Δημητριάδης & Σία ΔΕΠΕ ως πάροχος υπηρεσιών ως επίσης και των άλλων αιτητών.

 

Με την υπό εξέταση αίτηση το πρώτο παράπονο των αιτητών είναι ότι έχει παραβιαστεί το δικαίωμα ιδιωτικής ζωής και το δικαίωμα του απορρήτου της επικοινωνίας, όπως αυτά διασφαλίζονται από τα Άρθρα 15 και 17 του Συντάγματος αντιστοίχως.  Τούτο, γιατί ενώ το ένταλμα εκδόθηκε μόνο δυνάμει του άρθρου 28 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, που περιορίζεται σε εξουσιοδότηση για έρευνα, εξουσιοδοτούσε τη λήψη μαρτυρίας-τεκμηρίων υπό τη μορφή ηλεκτρονικής επικοινωνίας και/ή αλληλογραφίας χωρίς να γίνει επίκληση και χωρίς να εφαρμοστούν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 17.2.Β(ε) του Συντάγματος και του άρθρου 21 του περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμου του 1996, Ν. 92(Ι)/1996 (ο Νόμος).

 

Τα Άρθρα 17.1 και 17.2.Β(ε) του Συντάγματος έχουν ως ακολούθως:

«1. Έκαστος έχει το δικαίωμα σεβασμού και διασφαλίσεως του απορρήτου της αλληλογραφίας ως και πάσης άλλης επικοινωνίας αυτού, εφ’ όσον η τοιαύτη επικοινωνία διεξάγεται διά μέσων μη απαγορευομένων υπό του νόμου.

2.  Δε χωρεί επέμβαση κατά την άσκηση του δικαιώματος τούτου, εκτός αν η επέμβαση αυτή επιτρέπεται σύμφωνα με το νόμο, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

Α. […]

Β. Κατόπιν δικαστικού διατάγματος που εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, μετά από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, και η επέμβαση αποτελεί μέτρο το οποίο σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι αναγκαίο μόνο προς το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας ή την αποτροπή, διερεύνηση ή δίωξη των ακόλουθων σοβαρών ποινικών αδικημάτων:

[…]

(ε) αδικήματα διαφθοράς για τα οποία προβλέπεται, σε περίπτωση καταδίκης, ποινή φυλάκισης πέντε ετών και άνω.»

 

Το άρθρο 21, εδάφια (1) και (3) του Νόμου έχει ως ακολούθως:

«21.(1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται να υποβάλει μονομερή (ex parte) αίτηση στο Δικαστήριο, ζητώντας έκδοση δικαστικού εντάλματος, με το οποίο εξουσιοδοτείται ή εγκρίνεται η πρόσβαση, η επιθεώρηση και η λήψη καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας από ή εκ μέρους του ιδίου ή του Αρχηγού της Αστυνομίας ή οποιουδήποτε ανακριτή.

(2) […]

(3) Η προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) αίτηση δύναται να περιλαμβάνει, εάν είναι αναγκαίο, τα ακόλουθα αιτήματα:

(α) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με Σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμου,  αίτημα για πρόσβαση σε  δεδομένα, ως αυτά ορίζονται στον πιο πάνω Νόμο, τα οποία εύλογα πιστεύεται ότι βρίσκονται καταγεγραμμένα σε έγγραφα ή σε συσκευές ή σε αντικείμενα που έχουν περιέλθει ή πρόκειται να περιέλθουν στην κατοχή της Αστυνομίας ή οποιουδήποτε ανακριτή, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (2)· ή/και

(β) αίτημα εξουσιοδότησης για είσοδο και έρευνα σε οποιοδήποτε τόπο, στον οποίο εύλογα  πιστεύεται ότι υπάρχουν έγγραφα ή συσκευές ή αντικείμενα επί των οποίων βρίσκεται καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας και την κατάσχεση και κατακράτηση αυτών, μέχρι την αποπεράτωση οποιασδήποτε ποινικής ή άλλης διαδικασίας, η οποία δυνατόν να διεξαχθεί σε σχέση με αυτά

 

Είναι η εισήγηση των αιτητών ότι παραβιάστηκε το Άρθρο 17.2.Β(ε) διότι μόνο δύο από τα διερευνώμενα αδικήματα θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν πρόσβαση στο περιεχόμενο επικοινωνίας, ήτοι τα αδικήματα διαφθοράς υπ΄ αρ. 10 και 11 ανωτέρω.  Οπότε θα έπρεπε το δικαστήριο να περιορίσει την εξουσιοδότηση για πρόσβαση και εξαγωγή δεδομένων ηλεκτρονικών ταχυδρομείων μόνο σε δεδομένα τα οποία ήταν σχετικά με τα αδικήματα διαφθοράς. 

 

Εν πάση όμως περιπτώσει, συνεχίζουν οι αιτητές, δεν θα είχε εξουσία ο συγκεκριμένος δικαστής, ως Επαρχιακός Δικαστής, να επιληφθεί εάν η αίτηση ετοποθετείτο στη σωστή της βάση εφόσον, με βάση το Νόμο (άρθρο 2), εξουσία έκδοσης εντάλματος για πρόσβαση στο περιεχόμενο επικοινωνίας έχει είτε Πρόεδρος, είτε Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής. 

 

Όπως το έθεσε στην αγόρευση του ο ευπαίδευτος δικηγόρος των αιτητών, τα άρθρα 27 και 28 του Κεφ. 155 αποτελούν την εξουσιοδοτική διάταξη του Άρθρου 16 του Συντάγματος ως προς τη νομιμοποίηση της παραβίασης του ασύλου της κατοικίας και των επαγγελματικών υποστατικών.  Με δεδομένο όμως ότι το αναζητούμενο στο εν λόγω διάταγμα αφορούσε και την επικοινωνία των αιτητών, ιδίως όταν αυτή καλύπτεται από το δικηγορικό απόρρητο, λανθασμένα δεν τέθηκε το αίτημα ενώπιον Προέδρου ή Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή και λανθασμένα δεν εξετάστηκε κατά πόσο τα διερευνώμενα αδικήματα ενέπιπταν στις εξαιρέσεις τις οποίες θέτει το Άρθρο 17.2.Β του Συντάγματος.

 

        Προς υποστήριξη της θέσης τους αυτής οι αιτητές επικαλέστηκαν την απόφαση της Ολομέλειας στην Αίτηση Λοϊζίδη, Πολ. Έφ. Αρ. 455/19, ημερ. 8.4.2021, ECLI:CY:AD:2021:A141.  Στην υπόθεση εκείνη η Αστυνομία, διερευνούσε πλημμελήματα τα οποία τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης κάτω των πέντε ετών, ώστε να μην εύρισκε έρεισμα στο Σύνταγμα η πρόσβαση στο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας (Άρθρο 17.2.Β(ε) του Συντάγματος).  Παρά ταύτα κατάσχεσε, δυνάμει εντάλματος έρευνας, δύο συσκευές κινητών τηλεφώνων του υπόπτου. Αυτός καταχώρισε μονομερή αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο ζητώντας άδεια προκειμένου να επιδιώξει την ακύρωση του εντάλματος έρευνας ως προς την πτυχή του αυτή.  Άδεια δεν του δόθηκε με το σκεπτικό ότι το επίδικο ένταλμα αφορούσε σε έρευνα προς εντοπισμό τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων τα κινητά τηλέφωνα και όχι σε πρόσβαση σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα.  Κατ’  έφεση δόθηκε άδεια, με το σκεπτικό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε προβληματιστεί σε σχέση με μια συγκεκριμένη αναφορά στο ένταλμα ότι οι συσκευές «υπάρχει εύλογη υποψία ότι θα παράσχουν μαρτυρία για απόδειξη των αδικημάτων».  Επί τη βάσει τέτοιας αναφοράς κρίθηκε ότι αποκαλυπτόταν συζητήσιμη υπόθεση.  

 

          Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι στην υπόθεση Λοϊζίδης δόθηκε απλώς άδεια για καταχώριση αίτησης certiorari.  Άδεια δόθηκε και στην παρούσα υπόθεση.  Η άδεια δεν υποδηλώνει παρά την διαπίστωση του δικαστή ότι υπάρχει «εκ πρώτης όψεως υπόθεση και/ή ότι υπάρχει συζητήσιμο ζήτημα», χωρίς αναφορά προς οτιδήποτε θα μπορούσε να αντιταχθεί, και το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της αίτησης (In Re Kakos (1985) 1 CLR 250).  Στη Λοϊζίδης, στην αίτηση για έκδοση εντάλματος certiorari που ακολούθησε, ο δικηγόρος του αιτητή υποστήριξε ότι οι τηλεφωνικές συσκευές του τελευταίου παραλήφθηκαν χωρίς να υπήρχε μαρτυρία που να δημιουργούσε εύλογη υποψία ότι αυτός ενεχόταν στη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος.  Η πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα δέχθηκε ότι προέκυπτε ζήτημα παραβίασης του συνταγματικού δικαιώματος του απορρήτου της αλληλογραφίας και απέσυρε την ένσταση με αποτέλεσμα να εκδοθεί το ζητούμενο ένταλμα certiorari.  Συνεπώς δεν εξετάστηκε και δεν αποφασίστηκε το θέμα που εγείρεται τώρα.

 

Έγινε επίσης αναφορά εκ μέρους των αιτητών στην Αίτηση Τζιοβάνη, Πολ. Αιτ. Αρ. 73/21, ημερ. 2.9.2021, στην οποία προσβαλλόταν το ένταλμα πρόσβασης στο περιεχόμενο επικοινωνίας.  Ως ένα από τους λόγους ακύρωσης το Δικαστήριο (μονομελής σύνθεση) θεώρησε το γεγονός ότι στο διάταγμα πρόσβασης περιλήφθηκαν και αδικήματα τα οποία δεν αποτελούσαν αδικήματα που καλύπτονταν από την εν λόγω πρόνοια του Συντάγματος. 

 

Στην  παρούσα υπόθεση ήταν η θέση της ευπαίδευτης εκπροσώπου του καθ΄ ου η αίτηση ότι άλλο είναι το ζήτημα της έρευνας και κατάσχεσης αντικειμένων ως τεκμηρίων και άλλο η πρόσβαση στο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας.  Στην συγκεκριμένη περίπτωση ζητήθηκε και εξασφαλίστηκε το πρώτο.  Δεν ζητήθηκε πρόσβαση στην επικοινωνία.  Συσκευές, είπε, τέτοιας φύσεως όπως λ.χ. και ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής δεν περιλαμβάνουν κατ’ ανάγκη ή και μόνο ηλεκτρονική αλληλογραφία/επικοινωνία.  Μπορεί να περιλαμβάνουν έγγραφα τα οποία να μην καλύπτονται από τη συνταγματική προστασία του Άρθρου 17.  Όταν η Αστυνομία προβαίνει σε κατάσχεση, συνέχισε, δεν μπορεί να γνωρίζει το περιεχόμενο της συσκευής υπ’  αυτή την έννοια.  Εάν προκύψει από την έρευνα ότι περιλαμβάνεται προστατευόμενη επικοινωνία, τότε είναι που θα πρέπει να ζητήσει δικαστικό ένταλμα με βάση το Νόμο 92(Ι)/96.  Τέλος υπέδειξε ότι το κατώτερο δικαστήριο ρητά περιόρισε την εξουσιοδότηση που έδωσε ως μη καλύπτουσα δεδομένα που προστατεύονται από τα Άρθρα 15 και 17 του Συντάγματος. 

 

Επί αυτού ειδικά του θέματος ο ευπαίδευτος δικηγόρος των αιτητών υπέδειξε ότι στο ένταλμα καταγράφεται ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στο εν λόγω δικηγορικό γραφείο υπάρχουν μεταξύ άλλων «και τα κινητά τηλέφωνα των αιτητών 2 και 3 αναφορικά με ηλεκτρονική αλληλογραφία».  Συνεπώς, εισηγήθηκε, ήταν φανερή εξ αρχής η πρόθεση για εξασφάλιση πρόσβασης σε ηλεκτρονική αλληλογραφία χωρίς να τηρηθούν οι πρόνοιες του Άρθρου 17.2.Β του Συντάγματος. 

 

Όμως η αναφορά αυτή γίνεται στο εισαγωγικό μέρος του εντάλματος, όπου περιγράφονται τα διάφορα αντικείμενα σε σχέση με τα οποία εζητείτο το ένταλμα έρευνας. Στο διατακτικό μέρος του εντάλματος, όπου περιλαμβάνεται η εξουσιοδότηση του Δικαστηρίου προς την Αστυνομία να ενεργήσει, το Δικαστήριο έθεσε ρητούς περιορισμούς ως ακολούθως:

«Κατά την εκτέλεση του εντάλματος, να αποφευχθεί, στο μέτρο του δυνατού, η μετακίνηση από τον προαναφερόμενο τόπο, ηλεκτρονικών υπολογιστών, σέρβερ, εξωτερικών δίσκων αποθήκευσης δεδομένων ή οποιασδήποτε άλλης συσκευής αποθήκευσης που χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτό, που τυχόν να ανευρεθούν, όπως και άλλων απαραίτητων για τη δικηγορική εργασία εργαλείων, και να προκληθεί η ελάχιστη δυνατή επέμβαση στη λειτουργία του γραφείου σε σχέση με το οποίο το ένταλμα αυτό έχει εκδοθεί.  Εξαιρούνται από το προαναφερόμενα, τα κινητά τηλέφωνα του Γ. Δημητριάδη Δ.Τ. χχχχ07 και Δ. Δημητριάδη Δ.Τ.χχχχ92 και η μηχανή πιστωτικών καρτών Six Payment με αριθμό TID24100576 των οποίων η κατάσχεση για σκοπούς των ερευνών επιδιώκεται.

 

Η έρευνα να περιοριστεί, κατά τον τρόπο που προαναφέρθηκε, στον εντοπισμό των προαναφερόμενων πραγμάτων (ήτοι, των συγκεκριμένων στοιχείων και μαρτυρίας σχετικής με τη διάπραξη των προαναφερόμενων αδικημάτων και τα εμπλεκόμενα φυσικά και νομικά πρόσωπα), ώστε να διαφυλαχθεί η προσωπική και επαγγελματική αλληλογραφία/ επικοινωνίες και ειδικότερα το επαγγελματικό και δικηγορικό/νομικό απόρρητο που αφορά και σχετίζεται με τη δικηγορική εταιρεία και δικηγόρους που κατέχουν το γραφείο σε σχέση με το οποίο το ένταλμα αυτό έχει εκδοθεί.»

 

 

Έθεσε και περαιτέρω όρο το κατώτερο δικαστήριο αναφορικά με τον τρόπο εκτέλεσης του εντάλματος.  Περιπλέον, στην αιτιολογημένη του απόφαση με την οποία εκδόθηκε το ένταλμα, σημειώθηκαν και τα εξής:

 

«...σημειώνεται ότι το Δικαστήριο, δεν εξουσιοδοτεί την επέμβαση από πλευράς της Αστυνομίας, επί δεδομένων προστατευμένων από τα Άρθρα 15 και 17 του Συντάγματος.  Δηλαδή, που αφορούν την αμοιβαία επαφή μεταξύ ατόμων ή τη μεταβίβαση και ανταλλαγή μηνυμάτων στο πλαίσιο ανταλλαγής απόψεων αισθημάτων ή ιδεών, ή την επαγγελματική αλληλογραφία ή άλλα δεδομένα επαγγελματικής φύσης, που δεν σχετίζονται με την υπόθεση αυτή.  Αυτά, στο βαθμό που μπορεί να επηρεαστούν από την εκτέλεση από την Αστυνομία του εντάλματος έρευνας, θα πρέπει να διασφαλιστούν από την Αστυνομία, κατά τρόπο που να μην υπάρχει πρόσκρουση στο επαγγελματικό ή άλλο απόρρητο.  Για το λόγο αυτό, πρόνοια γίνεται από το Δικαστήριο σχετικά με τη διαδικασία εκτέλεσης του εντάλματος έρευνας από την Αστυνομία, στο ίδιο το ένταλμα.  Συναφώς, η Αστυνομία, κατ’  ακολουθία της εκτέλεσης του εντάλματος έρευνας, θα πρέπει, χωρίς καθυστέρηση, να ενεργήσει συμφώνως των προνοιών του Άρθρου 32 του Κεφ. 155.  Βλ. Re Σ.Σ., Πολιτική Αίτηση Αρ. 30/2017, 09/03/2017, ECLI:CY:AD:2017:D75 και Re Ευδόκα, Πολιτική Έφεση Αρ. 51/2017, 14/11/2018, ECLI:CY:AD:2018:A500

 

Υπό αυτές τις περιστάσεις, έχοντας βέβαια υπόψη τις αποφάσεις στις οποίες παραπέμφθηκα από τον ευπαίδευτο δικηγόρο των αιτητών, θεωρώ πιο σχετική, ως επιλύουσα το ίδιο ακριβώς ζήτημα, την πρόσφατη απόφαση στην Ανδρέας Δημητριάδης & Σία ΔΕΠΕ, Πολ. Αιτ. Αρ. 186/21, ημερ. 1.11.2021 (μονομελής σύνθεση), όπου ο αδελφός δικαστής Ν. Σάντης έκρινε επί των ιδίων ακριβώς επιχειρημάτων ως ακολούθως:

 

  «Από όσα τέθηκαν ενώπιον μου, προκύπτει ότι το Ένταλμα Έρευνας δεν επιδιώχθηκε να εκδοθεί για (και ούτε αφορά σε) πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας κατά τις προβλέψεις του Ν92(Ι)/96, ή ακόμη και του Περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με Σκοπό της Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμου 183(Ι)/07 ο Ν183(Ι)/07»).

 

  Αντιθέτως, από το σύνολο των όσων περιέχονται στον όρκο και την ουσία που εκφράζεται εκεί, αλλά και από τη νομική βάση που αποτυπώνεται στον τίτλο του Εντάλματος Έρευνας (με αυτή να μην είναι άλλη από το Κεφ.155) - με την μνεία στο νομοθέτημα να μην παραπέμπει μόνον στον επιλεχθέντα τύπο του εντάλματος αλλά και στον πυρήνα όσων περιστοιχίζουν το αίτημα έκδοσης του (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Κυριάκου, Π.Ε. 45/20, ημ. 1.7.21) - το Ένταλμα Έρευνας εκδόθηκε δυνάμει του Άρθρου 27, Κεφ.155, με βλέψη την ανεύρεση, κατάσχεση και μεταφορά ενώπιον Δικαστηρίου των πραγμάτων εκείνων που αποτελούσαν το αντικείμενο του εν λόγω εντάλματος («τα πράγματα»).

 

  Το Κατώτερο Δικαστήριο, εκδίδοντας το Ένταλμα Έρευνας, ούτε παραπέμφθηκε, ούτε αναφέρθηκε, μηδέ και άφησε να εκληφθεί αντικειμενικώς (και καθ’ οιονδήποτε τρόπο) πως υπήρχε στη σκέψη του προοπτική διάφορη από εκείνη που αναφυόταν ως ουσία από τον όρκο και το αίτημα της Αστυνομίας για έκδοση του Εντάλματος Έρευνας στη βάση του Άρθρου 27, Κεφ.155, μήτε και ποτέ το αίτημα της Αστυνομίας θα μπορούσε, κατά όμοια λογική, να λεχθεί ότι εδραζόταν είτε στον Ν92(Ι)/96 (είτε στον Ν183(Ι)/07), ώστε να ανακύπτει θέμα προς ανάλυση κατά τις προτάσεις των Αιτητών (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Λοϊζίδη, Π.Ε. 455/19, ημ. 8.4.21, Αναφορικά με την Αίτηση του Moran, Π.Ε. 346/14, ημ. 31.3.16, Αναφορικά με την Αίτηση του Κ.Μ., Πολ. Αίτ. 58/21, ημ. 20.4.21).»

 

        Συμφωνώ και υιοθετώ την παραπάνω προσέγγιση.  Δεν μπορεί να εκλαμβάνεται ως δεδομένο ότι η κατάσχεση των τηλεφώνων ως «πραγμάτων» εν τη εννοία του άρθρου 27 του Κεφ. 155, ισοδυναμεί με πρόσβαση στην ιδιωτική επικοινωνία.  Ιδιαίτερα εφόσον τέτοια πρόσβαση ρητά δεν εξουσιοδοτήθηκε από το δικαστήριο.  Εάν αυτή προκύψει, ανάλογα με την πορεία των ερευνών, να είναι η ανάγκη και η εξ αυτής πρόθεση της Αστυνομίας, μπορεί να προχωρήσει με τις κατάλληλες διαδικασίες, ώστε να λάβει την απαιτούμενη εξουσιοδότηση, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τη σχετική νομοθεσία που τώρα, πρόωρα, επικαλούνται οι αιτητές. 

        Ως εκ των άνω κρίνεται ότι δεν υπήρχε παραβίαση νόμου, ή του Συντάγματος, ή ιδιωτικής επικοινωνίας, ούτε υπέρβαση δικαιοδοσίας, ως οι λόγοι που προβάλλονται.  Η διαπίστωση αυτή οδηγεί στην απόρριψη κάθε λόγου και κάθε επιχειρήματος που σχετίζεται με το Άρθρο 17.2.Β του Συντάγματος και με το Νόμο 92(Ι)/96, εφόσον οι πρόνοιες αυτές δεν εύρισκαν, εν προκειμένω, εφαρμογή. 

 

        Οι αιτητές ήγειραν και ζήτημα παραβίασης του δικηγορικού απορρήτου, ήτοι επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρου-πελάτη.  Δεν θα μπορούσε βεβαίως να αμφισβητηθεί η αρχή ότι η επικοινωνία μεταξύ δικηγόρου και πελάτη προστατεύεται από το δικηγορικό απόρρητο, ώστε να μην είναι επιτρεπτή η κατάσχεση εγγράφων ή άλλων στοιχείων που εμπίπτουν στην έννοια τέτοιας προστατευόμενης επικοινωνίας.  Η προστασία όμως αυτή δεν αναγνωρίζεται σε περίπτωση που η επικοινωνία αποσκοπεί στη διάπραξη ποινικού ή άλλου αδικήματος (Εντάλματα Έρευνας και Κατάσχεση Πραγμάτων, Π. Πολυβίου, σελ.268-269).  Χαρακτηριστικό δείγμα της εξαίρεσης αυτής παρέχει το άρθρο 44 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007 (Ν.188(I)/2007), το οποίο ρητά προβλέπει ότι η επικοινωνία μεταξύ δικηγόρου-πελάτη με σκοπό τη διάπραξη καθορισμένου αδικήματος δεν συνιστά προνομιούχα πληροφορία ώστε να προστατεύεται από το προνόμιο της εμπιστευτικότητας.

 

        Οι αιτητές όμως ισχυρίζονται ότι στην ένορκη δήλωση δεν υπάρχει κανένας ισχυρισμός ο οποίος θα μπορούσε να θεμελιώσει εξαίρεση στον κανόνα προστασίας του δικηγορικού απορρήτου.  Η άλλη πλευρά απάντησε πως εάν προκληθεί σχετική αμφισβήτηση τούτο είναι ζήτημα που θα αποφασιστεί από το δικαστήριο που θα δικάσει την ουσία της υπόθεσης, εάν και εφόσον καταχωριστεί ποινική υπόθεση. 

 

        Στην υπόθεση Αντώνης Ανδρέου & Σία ΔΕΠΕ κ.α. (2015) 1Γ ΑΑΔ 2560, ECLI:CY:AD:2015:D798, 2586 – 2587, λέχθηκαν τα ακόλουθα, τα οποία υιοθετήθηκαν και στην Πολιτική Αίτηση Αρ. 186/21 (ανωτέρω):

«…Τονίζεται εκ προοιμίου ότι η ιδιότητα των αιτητών ως δικηγόρων δεν αποτελεί αυτοτελώς έρεισμα για την κατάληξη του Δικαστηρίου. Η επαγγελματική αυτή ιδιότητα δεν μπορεί από την άλλη να παραμεριστεί από το όλο σκηνικό. Αντίθετα, επιτείνει την προσοχή που έπρεπε να επιδειχθεί πρωτοδίκως ιδιαιτέρως στα όλως ιδιάζοντα γεγονότα της υπόθεσης. Σαφώς και οι δικηγόροι δεν εξαιρούνται, ούτε και έχουν ασυλία από οποιαδήποτε διερεύνηση ποινικής φύσεως, αλλά θα πρέπει να υπάρχει σαφής, τεκμηριωμένη και ουσιαστική σύνδεση ενός καταλογιζομένου ή υπό διερεύνηση ποινικού αδικήματος με ενέργειες, πράξεις ή παραλείψεις δικηγόρου. Το δικηγορικό απόρρητο που είναι δεδομένο μέσα από πλειάδα αποφάσεων και σ΄ αυτό συμφωνεί και η Δημοκρατία, δεν πρέπει να τυγχάνει εύκολης παραβίασης διότι μετά καταστρατηγείται ο θεσμικός ρόλος του δικηγόρου και ιδιαιτέρως της προστασίας που πρέπει να τυγχάνουν οι εμπιστευτικές ή άλλες πληροφορίες που παρέχονται στον δικηγόρο από τον πελάτη αυτού. Είναι γι΄ αυτό το λόγο που στις υποθέσεις που παρέπεμψε ο κ. Πολυβίου, θεωρείται απαραίτητη η ένθεση στο οποιοδήποτε ένταλμα έρευνας τέτοιων ασφαλιστικών δικλείδων ώστε να αποφεύγεται η άνευ λόγου διείσδυση στο δικηγορικό απόρρητο ή να περιορίζεται αυτή η διείσδυση στο ελάχιστο δυνατό. Στο σύγγραμμα του Τ. Ηλιάδη: Δικηγορική Δεοντολογία υπάρχει στις σελ. 77-83, ανάλυση του δικηγορικού απορρήτου με αναφορά στις ιστορικές καταβολές του από το 1577 με την υπόθεση Berd v. Lovelace (1577) Cary 62. Μετέπειτα, η αρχή του απορρήτου εξετάστηκε και καθιερώθηκε στις Greenough v. Gaskell και Bolton v. Liverpool Corporation (1833) M+K 88. Στην Κύπρο, η αρχή εξετάστηκε στην Δημοκρατία ν. Alan Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232 και έχει περάσει και μέσα στη δικηγορική δεοντολογία με τον Κανονισμό 13 των Κανονισμών Δεοντολογίας του 2002.»

 

 

        Το κατώτερο δικαστήριο είχε ενώπιον του την πολυσέλιδη ένορκη δήλωση από την οποία εύλογα θα μπορούσε να προκύψει εκ πρώτης όψεως υποψία για επικοινωνίες μεταξύ των εμπλεκομένων, προς προώθηση παράνομων σκοπών.  Πέραν τούτου, ο θεσμικός ρόλος του δικηγόρου μπορεί να διασφαλιστεί με την ένθεση ασφαλιστικών δικλείδων στο ένταλμα, όπως έγινε εν προκειμένω,  όπου τέθηκαν ρητοί περιορισμοί «ώστε να διαφυλαχθεί η προσωπική και επαγγελματική αλληλογραφία/ επικοινωνίες και ειδικότερα το επαγγελματικό και δικηγορικό/νομικό απόρρητο που αφορά και σχετίζεται με τη δικηγορική εταιρεία και δικηγόρους που κατέχουν το γραφείο σε σχέση με το οποίο το ένταλμα αυτό έχει εκδοθεί.» 

 

        Εάν οι όροι αυτοί παραβιαστούν μπορεί να τεθεί ζήτημα μη αποδεκτής μαρτυρίας λόγω αθέμιτης παραβίασης του δικηγορικού απορρήτου.  

 

        Ως εκ των άνω ο σχετικός λόγος απορρίπτεται.

 

        Ο επόμενος ισχυρισμός σχετίζεται με τις πρόνοιες του άρθρου 27 του Κεφ. 155:

«27. Όταν δικαστής ικανοποιείται με ένορκη έγγραφη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει-

(α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε ή

(β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή

(γ) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος, […]»

 

        Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το κατώτερο δικαστήριο δεν αιτιολόγησε δεόντως την έκδοση του εντάλματος με παραπομπή στην υπόθεση Σιακαλλής (Αρ.1) (2001) 1 ΑΑΔ 282 και ειδικότερα ότι δεν στοιχειοθετήθηκε η απαιτούμενη διασύνδεση των, ούτως ή άλλως, αορίστων πραγμάτων με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. 

 

        Καταρχάς, δεν με βρίσκει σύμφωνο ότι τα αντικείμενα τέθηκαν κατά τρόπο αόριστο στην ένορκη δήλωση και στο ένταλμα έρευνας.  Αντίθετα προσδιορίστηκαν με την ευλόγως αναμενόμενη, υπό τις περιστάσεις, λεπτομέρεια. Το επόμενο ζητούμενο αφορά στη μαρτυρία που απαιτείται ώστε να στοιχειοθετηθεί η αναγκαία διασύνδεση πραγμάτων και τόπου.   Στο σύγγραμμα Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, Δεύτερη Αναθεωρημένη Έκδοση, σελ. 69, Γ.Μ. Πικής, τίθεται συνοπτικά η αρχή που κατά τη νομολογία διέπει το ζήτημα ως ακολούθως:

 

«Η πιθανότητα ύπαρξης οποιουδήποτε τεκμηρίου στα υποστατικά συνδεομένου με τη διάπραξη του αδικήματος, αποτελεί ικανοποιητικό λόγο για την έκδοση εντάλματος

 

        Το γεγονός ότι αρκεί η στοιχειοθέτηση εύλογης υποψίας, έννοιας συνώνυμης με την εύλογη υπόνοια ή την εύλογη αιτία, επιβεβαιώθηκε και στην CPS Freight Services Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Έφ. Αρ. 219/14, ημερ. 29.2.2016, ECLI:CY:AD:2016:A126, όπου διευκρινίστηκε ότι το ζητούμενο είναι η ύπαρξη εύλογης αιτίας, υπό το φως της μαρτυρίας που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου και όχι μια εκ πρώτης όψεως στοιχειοθέτηση, στη βάση της μαρτυρίας αυτής, κάθε συστατικού στοιχείου του διερευνώμενου αδικήματος.  Περιπλέον στην ίδια υπόθεση διευκρινίστηκε η έννοια της εύλογης υποψίας ως ακολούθως:

«Επί του προκειμένου, διαφωτιστική είναι και η αγγλική νομολογία.  Λέχθηκε στην υπόθεση Hussien v. Chong Fook Kam [1970] A.C. 942 (P.C.) (σελίδα 948):- 

 

«Suspicion in its ordinary meaning is a state of conjecture or surmise where proof is lacking: 'I suspect but I cannot prove.' Suspicion arises at or near the starting-point of an investigation of which the obtaining of prima facie proof is the end.»

 

 

Ενώ ένδειξη για το τι συνιστά «εύλογη υποψία» προσφέρεται και από την ακόλουθη αναφορά στην O' Hara v Chief Constable of the Royal Ulster Constabulary [1997] AC 286:

 

«In order to have a reasonable suspicion the constable need not have evidence amounting to a prima facie case. Ex hypothesi one is considering a preliminary stage of the investigation and information from an informer or a tip-off from a member of the public may be enough: Hussien v Chong Fook Kam [1970] AC 942, 949.Hearsay information may therefore afford a constable reasonable grounds to arrest. Such information may come from other officers: Hussien's case. »

 

 

Στην CPS Freight Services επίσης έγινε αναφορά στην Commissioner of Police for the Metropolis v. Raissi [2008] EWCH Civ 1237, όπου καθορίστηκε το απαιτούμενο επίπεδο ως ακολούθως:

«The threshold for the existence of reasonable grounds for suspicion is low: see e.g. Dumbell v. Roberts [1944] 1 All ER 326, per Scott, LJ where he said at page 329 A-B “the requirement is very limited”.»

 

        Στην υπόθεση ΟΠΑΠ Κύπρου Λτδ, Πολ. Εφ. Αρ. 133/2018, ημερ. 17.12.2018, τονίστηκε περαιτέρω και η αυτονόητη ανάγκη για διασύνδεση της μαρτυρίας με τα υπό διερεύνηση αδικήματα:

 

 «Το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν αντικαθιστά την κρίση του εκδώσαντος το ένταλμα έρευνας δικαστή με τη δική του. Το κριτήριο κατά το αναθεωρητικό στάδιο περιορίζεται στο ερώτημα κατά πόσο ο εκδώσας το ένταλμα δικαστής θα μπορούσε να ικανοποιηθεί στη βάση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον για την ύπαρξη εύλογων λόγων να πιστεύεται ότι τα αναζητούμενα θα εντοπίζονταν στα υποστατικά των οποίων επιδιωκόταν η έρευνα και θα παρείχαν βοήθεια στη στοιχειοθέτηση αδικήματος. 

Η ύπαρξη «εύλογης αιτίας να πιστεύεται» αποτελεί προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσης.  Το αντικείμενο το οποίο εύλογα πιστεύεται ότι συνδέεται με ποινικό αδίκημα, συνδέεται επιτακτικά από το άρθρο 27 με τον τόπο για τον οποίο ζητείται το ένταλμα και όχι γενικά με το πρόσωπο του υπόπτου.  Επίσης, όπως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε σχέση με το εδάφιο (β) του άρθρου 27, πρέπει να υπάρχει, διασύνδεση της μαρτυρίας με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.  Σύμφωνα δε με τη νομολογία, το εύλογο ή μη της υποψίας ως προς τη διάπραξη αδικήματος μπορεί να εξεταστεί στο πλαίσιο κρίσης, αναφορικά με την ύπαρξη της εύλογης αιτίας που θεμελιώνει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου προς έκδοση εντάλματος έρευνας για ανεύρεση και κατάσχεση των πραγμάτων προς τα οποία αυτή συναρτάται, (βλ. Αναφορικά με την αίτηση του Συνδέσμου για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1997) 1 ΑΑΔ 1014).

 

Περαιτέρω, η πρόνοια «θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος» στο εδάφιο (β) του άρθρου 27 απαιτεί τη σύνδεση ή τη συσχέτιση του αντικειμένου που θα αναζητηθεί με το υπό διερεύνηση αδίκημα.  Το κρίσιμο ερώτημα, ως έχει αναφερθεί, είναι κατά πόσο υπάρχει ικανό υλικό στον όρκο στη βάση του οποίου ο δικαστής στον οποίο υποβάλλεται αίτημα έκδοσης εντάλματος έρευνας, μπορεί να ικανοποιηθεί για την ύπαρξη εύλογων λόγων να  πιστεύεται πως αυτό που θα αναζητηθεί θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος που αναφέρεται στον όρκο, (βλ. την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αυστραλίας George v Rockett [1990] 170 C.L.R. 104, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστραλίας εξέτασε τον αντίστοιχο όρο «will afford evidence as tο the commission of any offence»).  …»

 

 

        Η έννοια της σχετικής προϋπόθεσης για αναζήτηση συγκεκριμένων πραγμάτων ώστε να αποκλείεται η έκδοση γενικών ενταλμάτων έρευνας, πρακτική που καταδικάστηκε ως παράνομη ήδη από τον 18ο αιώνα (RvJohn Wilkos [1763] 2 Wils 151, Huckle v. Money [1763] 2 Wils 205, Entick v. Carrington [1765] 2 Wils 275), προβάλλει ανάγλυφα στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση του Συνδέσμου για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1997) 1 ΑΑΔ 1014, όπου το ένταλμα δεν είχε ζητηθεί με σκοπό την ανεύρεση και παραλαβή πραγμάτων από υποστατικό όπου διεξαγόταν παράνομα κυβεία,  σύμφωνα με την εξουσία που παρέχει ο νόμος, αλλά γενικά «προς διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων».  Τέτοιος σκοπός, άγνωστος στο νόμο, δεν μπορούσε να αποτελέσει την αναγκαία δικαιοδοτικής φύσης προϋπόθεση περί ύπαρξης εύλογης αιτίας συναρτώμενης προς πράγματα σε συγκεκριμένο τόπο.

       

        Εν προκειμένω, έχοντας υπόψη το περιεχόμενο της πολυσέλιδης ένορκης δήλωσης θεωρώ όμως ότι οι απαιτούμενες ως άνω προϋποθέσεις έχουν ικανοποιηθεί, εφόσον στην ένορκη δήλωση τέθηκαν και αποκαλύφθηκαν οι αναγκαίες λεπτομέρειες. Ειδικότερα, δεν με βρίσκει σύμφωνο η εισήγηση των αιτητών ότι δεν έγινε καμιά συγκεκριμένη αναφορά για τα αναζητούμενα πράγματα και ότι αυτά δεν έχουν συνδεθεί με το γραφείο των αιτητών και με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.  Στην ένορκη δήλωση υπάρχει επαρκής και εύλογη αναφορά στα αναζητούμενα αντικείμενα και ευλόγως προκύπτει η απαιτούμενη διασύνδεση. 

 

        Άλλωστε, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι ακόμα και όταν μια ένορκη δήλωση αστυνομικού σε τέτοιες περιπτώσεις θα μπορούσε να είχε συνταχθεί με καλύτερο τρόπο, χωρίς να λέω ότι τέτοια είναι η περίπτωση, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι δεν μπορεί να απαιτείται το επίπεδο σύνταξης που θα χαρακτήριζε ένα δικηγόρο ή το επίπεδο ποιότητας ενός δικογράφου, αλλά τέτοιες ένορκες δηλώσεις πρέπει να προσεγγίζονται πρακτικά, όχι τεχνικά, με κοινή λογική (R. v. Sanchez, 1994 CanLII 5271, Re Lubell and the Queen (1973), 11 CCC (2d) 188 (Ont. H.C.)).  Όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση R. v. Loewen, 2016 BCCA 351: «A search warrant is an investigative tool.  Its justification rests on reasonable grounds, not proof beyond a reasonable doubt.» 

 

        Η εύλογη δε αιτία σαφώς σχηματίστηκε στο μυαλό του δικαστή ο οποίος δεν περιορίστηκε να σημειώσει ότι ικανοποιήθηκε ως προς την ανάγκη για την έκδοση του εντάλματος, όπως επιβάλλεται (Πολυκάρπου (1991) 1 ΑΑΔ 207, Αναφορικά με την αίτηση του  Μακρίδη, Πολ. Έφ. Αρ. 514/12, ημερ. 2.4.2014, ECLI:CY:AD:2014:A238, CPS Freight Services Ltd (ανωτέρω)) αλλά εξέδωσε αιτιολογημένη περί τούτου απόφαση.

 

        Το τι αποτελεί δέουσα αιτιολογία διευκρινίστηκε από την Ολομέλεια στην Παναγιώτου (2004) 1 ΑΑΔ 1094  όπου λέχθηκε ότι η δέουσα αιτιολογία εξαρτάται από τη φύση και τα περιστατικά της υπόθεσης.  Κριτήριο είναι το κατά πόσο παρέχεται η δυνατότητα στο Εφετείο να αντιληφθεί τους λόγους επί των οποίων το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στην εκκαλούμενη απόφαση.  Υπ' αυτό το πρίσμα κρίθηκε ότι υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης εκείνης, η συμπερίληψη της απαιτούμενης βεβαίωσης περί λογικής ικανοποίησης για την ύπαρξη της ανάγκης εκδόσεως του εντάλματος, δεν μπορούσε παρά να σημαίνει πως η αναγκαιότητα της έκδοσης του εντάλματος προέκυπτε από τα αναφερόμενα στην ένορκη δήλωση.  Πολύ περισσότερο εν προκειμένω που το κατώτερο δικαστήριο εξέδωσε επί τούτου αιτιολογημένη απόφαση.

 

        Εν πάση περιπτώσει, το παρόν δικαστήριο δεν επεμβαίνει, παρά μόνο εάν υπάρχει νομικό σφάλμα το οποίο είναι καταφανές στο πρακτικό του δικαστηρίου.  Δεν είναι τέτοια η περίπτωση.  Εν προκειμένω τέθηκε ενώπιον του κατώτερου δικαστηρίου μαρτυρία, την οποία και εκτίμησε ως το αρμόδιο δικαστήριο.  Το περιορισμένο της δυνατότητας παρέμβασης με προνομιακό ένταλμα certiorari, φαίνεται και από το ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα, Π. Αρτέμης, σελ. 119:

 

«Όταν το συγκεκριμένο δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας να αποφασίσει ένα θέμα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει υπερβεί ή έκανε κατάχρηση της δικαιοδοσίας του, απλά και μόνο γιατί παρεμπιπτόντως ερμήνευσε λανθασμένα νομοθέτημα, αποδέκτηκε παράνομη μαρτυρία, απέρριψε νόμιμη μαρτυρία, προέβη σε λανθασμένη εκτίμηση της βαρύτητας της μαρτυρίας ή ακόμα κι αν καταδίκασε χωρίς μαρτυρία (Halsburys Law of England, 3η Έκδοση, Τόμος 11, παράγρ. 119 και Αναφορικά με τον Μάριο Χρίστου, ανωτέρω»

 

        Προέβαλαν περαιτέρω οι αιτητές τον ισχυρισμό ότι παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας, εφόσον η μαρτυρία αφορούσε μόνο περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων πελατών της αιτήτριας 1 και όχι το σύνολο των 66 πελατών και 20 επιπρόσθετων νομικών προσώπων.  Δεν υπάρχει μαρτυρία για ενδεχόμενη διάπραξη αδικημάτων σε σχέση με τις υπόλοιπες πολιτογραφήσεις στις οποίες είχαν ανάμιξη οι αιτητές.  Παρά ταύτα δόθηκε η εξουσία στην Αστυνομία να παραλάβει πληθώρα εμπιστευτικών και προνομιούχων δεδομένων που δεν είχαν καμιά σχέση με τα διερευνώμενα αδικήματα, χωρίς να τεθούν ασφαλιστικές δικλείδες. 

 

        Η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει εξισορρόπηση μεταξύ της παροχής προς την Αστυνομία της δυνατότητας για αποτελεσματική έρευνα και καταπολέμηση του εγκλήματος, αφενός και της προστασίας της ιδιωτικής ζωής, αφετέρου.  Επιβάλλει επίσης όπως το ένταλμα να είναι ανάλογο με τις συγκεκριμένες περιστάσεις και την ανάγκη στην συγκεκριμένη υπόθεση.  Στην Αίτηση Ευδόκα, Πολ. Έφ. Αρ. 51/2017, ημερ. 14.11.2018, ECLI:CY:AD:2018:A500, υπεδείχθη ότι «για να υπάρχει συμμόρφωση με το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ ο δικαστής θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσο το ένταλμα ήταν απαραίτητο και πληροί την αρχή της αναλογικότητας τόσο όσον αφορά τον τρόπο έκδοσης του αλλά και εκτέλεσης.»  Εν προκειμένω, το κατώτερο δικαστήριο έχοντας υπόψη του τα διερευνώμενα αδικήματα και τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, προχώρησε σε τέτοια εξισορρόπηση όπως ρητά αναφέρει στην απόφαση του.  Δεν προκύπτει παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας με βάση τα πολυσύνθετα γεγονότα της υπόθεσης και την υπό διερεύνηση εμπλοκή του δικηγορικού γραφείου. 

 

        Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του καθ΄ ου η αίτηση όπως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το δικαστήριο.

 

 

                                                                   T.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

/φκ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο