ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 213/21, 1/3/2022

ECLI:CY:AD:2022:A82

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                (Πολιτική Έφεση Αρ. 213/21)

 

 

1 Μαρτίου, 2022

 

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]

                                                    

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

               

                                                                                   Εφεσείοντα.

ΚΑΙ

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΗΜΕΡ. 04/06/2021, ΔΙΑ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΑΠΟΡΡΙΦΘΗΚΕ ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΧΧΧ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗ

 

                                                                  

--------------------

 

Θ. Παπακυριακού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.

 

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

από τον Σάντη, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

        ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, υπό πρωτοβάθμια δικαιοδοσία («το Πρωτόδικο Δικαστήριο»), με την οποία την 20.7.21 απορρίφθηκε μονομερής αίτηση του Αιτητή («ο Εφεσείων») ημερομηνίας 15.7.21 («η μονομερής αίτηση») για καταχώριση διά κλήσεως αίτησης προς έκδοση προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και Mandamusτα αιτήματα Certiorari και Mandamus») αναφορικώς προς απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας («το Κατώτερο Δικαστήριο») ημερομηνίας 4.6.21 κατά συγκεκριμένου αλλοδαπού προσώπου («ο ύποπτος») « για την μη έκδοση εντάλματος σύλληψης …» («η απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου»).

        Στην ακρόαση, η ευπαίδευτη εκπρόσωπος του Εφεσείοντα, περιόρισε την έφεση στα όσα άπτονται του αιτήματος Certiorari.

        Σύμφωνα με τα βασικά γεγονότα (ως τα συνόψισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο), το Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων Λάρνακας διερευνούσε υπόθεση εξαπάτησης (μέσω διαδικτύου), Κύπριου πολίτη από την Λάρνακα («ο παραπονούμενος»), ο οποίος φερόμενα πλήρωσε €12.400,00 «… δήθεν για την αγορά τρακτέρ από την Ελλάδα …», μεταφέροντας το ποσό αυτό με έμβασμα σε συγκεκριμένο τραπεζικό λογαριασμό στην Ελλάδα, ως του είχε υποδειχθεί από τον ύποπτο. Ο λογαριασμός εμφανίζεται πως ανήκε στον ύποπτο, με αυτόν να διαμένει μονίμως στην Ελλάδα. Ο ύποπτος, σε διάστημα τριών ημερών απέσυρε €12.390,00 από τον λογαριασμό. Η Αστυνομία επεδίωξε την έκδοση εντάλματος σύλληψης του υπόπτουτο ένταλμα σύλληψης») διά υποβολής σχετικού αιτήματος («το αίτημα για ένταλμα») το οποίο συνοδευόταν από όρκο της εντεταλμένης ανακρίτριας, ημερομηνίας 1.6.21 («ο αστυνομικός όρκος»). Το Κατώτερο Δικαστήριο (την 4.6.21) απέρριψε το αίτημα για ένταλμα σύλληψης καταγράφοντας ως αιτιολογία και αυτά (η περικοπή είναι αυτούσια ως και οι υπόλοιπες στο ανά χείρας κείμενο):

«1. έχοντας υπόψη μου το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης όπως αυτά καταγράφονται στον όρκο,

 

2. λαμβάνοντας υπόψη μου τις διευκρινίσεις που ζήτησα και έλαβα από την Αστ. ΧΧΧ, η οποία δήλωσε ότι το αιτούμενο ένταλμα αφορά Έλληνα υπήκοο και κάτοικο Ελλάδας και έχοντας ως δεδομένο ότι η έκδοση του εντάλματος σύλληψης ζητείται προκειμένου να εκτελεστεί εκτός των ορίων της Κυπριακής Δημοκρατίας και σε μη κύ[π]ριο πολίτη,

 

3. έχοντας ακούσει τα όσα ανάφερε ο κύριος ΧΧΧ υποστηρίζοντας το αίτημα της Αστυνομίας για έκδοση του εντάλματος,

 

4. λαμβάνοντας υπόψη μου ότι το ένταλμα σύλληψης ως έχει τεθεί ενώπιον μου, αναφέρεται και συναρτάται με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 18 του Περί Ποινικής Δικονομίας Κεφ.155. Ως το άρθρο 21 του Κεφ.155, κάθε τέτοιο ένταλμα εκτελείται σε «οποιοδήποτε τόπο στη Δημοκρατία». Τέτοια προϋπόθεση δεν ικανοποιείται στην υπό εξέταση περίπτωση καθώς ο αναφερόμενος ως ύποπτος έχει χώρο διαμονής εκτός της Δημοκρατίας,

 

5. ενώ το αίτημα της Αστυνομίας ως έχει τεθεί ενώπιον μου και σύμφωνα με τον όρκο, συσχετίζεται με τον Περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμο του 2004 (Ν.133(Ι)/2004), η διαδικασία που ακολουθεί η Αστυνομία δεν είναι σύμφωνη με τις πρόνοιες του εν λόγω Νόμου και ειδικότερα, αλλά όχι αποκλειστικά, με τα άρθρα 7(2) και του Πρώτου Παραρτήματος.

 

6. λαμβάνοντας υπόψη μου ότι στα γεγονότα της υπό διερεύνησης υπόθεσης όπως αυτά καταγράφονται στον όρκο, ενδέχεται να τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 5 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 και να μην έχουν δικαιοδοσία τα Κυπριακά Δικαστήρια,

 

7. συνυπολογίζοντας πως ακόμα και εάν δεν ισχύει το αμέσως πιο πάνω σημείο, ενδέχεται να εφαρμόζεται το άρθρο 6 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.6 και το Ε.Δ. Λάρνακας να μην έχει αρμοδιότητα να εκδικάσει το κατ’ ισχυρισμό αδίκημα και τέλος,

 

8. έχοντας κατά νου τις πρόνοιες του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/1960 και το ότι η εξουσία κάθε Δικαστή περιορίζεται εντός της Δημοκρατίας,

 

ΔΕΝ ικανοποιούμαι για την ύπαρξη ανάγκης της έκδοσης του εντάλματος.

………………………………………………………………………………………..».

 

 

        Ήταν θέση του Εφεσείοντα στο Πρωτόδικο Δικαστήριο, πως διαπράχθηκαν ποινικά αδικήματα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και ότι ο ύποπτος, με ψευδείς παραστάσεις, απέσπασε παρανόμως από τον τραπεζικό λογαριασμό του παραπονούμενου το ως άνω αναφερόμενο ποσό και πως το ένταλμα σύλληψης θα εξυπηρετούσε στη σύλληψη του υπόπτου, εάν αυτός προσπαθούσε να εισέλθει στην Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά και για να δρομολογηθεί η έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εναντίον του. Ο Εφεσείων υποστήριξε προσέτι, ότι η έκδοση εθνικού εντάλματος σύλληψης (ήτοι του εντάλματος σύλληψης), συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης κατά τα διαλαμβανόμενα στην Απόφαση-Πλαίσιο του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης και τις Διαδικασίες Παράδοσης μεταξύ των Κρατών Μελών 2002/584/ΔΕΥ. Τέλος, ο Εφεσείων αντιτάσσει ότι δεν είχε ζητηθεί η έκδοση του εντάλματος σύλληψης για να εκτελεστεί εκτός της Κυπριακής Δημοκρατίας εναντίον μη Κύπριου πολίτη.

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, δοθείσας της κατάληξης του πως «… στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, δεν μπορεί να χορηγηθεί άδεια για την καταχώρηση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Mandamus» (καθότι το Κατώτερο Δικαστήριο επιλήφθηκε του αιτήματος για ένταλμα σύλληψης και δεν αρνήθηκε να επιτελέσει το καθήκον του), προδιαγραφόταν ότι η ακύρωση της απόφασης του Κατώτερου Δικαστηρίου, ως ο απώτερος σκοπός της άδειας και της αίτησης που θα ακολουθούσε, δεν μπορούσε να αποφέρει το επιθυμητό για τον Εφεσείοντα (δηλαδή την «… έκδοση του εντάλματος σύλληψης εναντίον του συγκεκριμένου προσώπου ή οποιοδήποτε αποτέλεσμα …»), με παρεπόμενο η διαδικασία στο Πρωτόδικο Δικαστήριο να καταστεί ατελέσφορη. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο διέγνωσε πως δεδομένου ότι η προνομιακή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για έκδοση Certiorari είναι ακυρωτική και πως (υπό κάποια προαπαιτούμενα), ακυρώνεται η ληφθείσα απόφαση, η απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου δεν επέφερε οποιοδήποτε «… αποτέλεσμα και δεν υπάρχει οτιδήποτε για να εξαλειφθεί με την ακυρωτική διαδικασία».

        Ο Εφεσείων προσβάλλει την Πρωτόδικη Απόφαση με δύο λόγους έφεσης.

        Πιο συγκεκριμένα, ο Εφεσείων προτάσσει πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς δεν χορήγησε άδεια για καταχώριση Certiorari, λόγω του εσφαλμένου συμπεράσματος του, ότι εφόσον δεν μπορεί να παραχωρηθεί άδεια για Mandamus, τυχόν άδεια για Certiorari θα είναι ατελέσφορη (λόγος έφεσης 1), και πως, λαθεμένως και πάλι, αποφάσισε ότι η απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου δεν προξένησε έννομα αποτελέσματα (λόγος έφεσης 2).

        Μελετήσαμε την αγόρευση του Εφεσείοντα.

        Πριν ασχοληθούμε με τους λόγους έφεσης, στη λεπτομέρεια τους, θυμίζουμε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την απόφανση για παροχή (ή όχι) άδειας καταχώρισης αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, ενασκεί διακριτική ευχέρεια. Συνεπώς, το Εφετείο για να παρέμβει προς ανατροπή τέτοιας κρίσης πρέπει να πεισθεί κατά κανόναν για τη λανθασμένη ενάσκηση διακριτικής ευχέρειας από μέρους του πρωτόδικου δικαστηρίου εκεί όπου διαπιστώνεται πως τούτη ενασκήθηκε εκτός παρεχόμενου νομοθετικού πλαισίου (όπως λόγου χάριν διά παρείσφρησης εξωγενών παραγόντων), όπου τούτη οδηγεί σε πασιφανή αδικία (ως η περίπτωση στην οποία δεν θα μπορούσε να προέλθει κανένα Δικαστήριο), αλλά και όπου εντοπίζεται πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου ή εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, υιοθέτηση άσχετων στοιχείων και αστοχία συνεκτίμησης σχετικών προς το ζητούμενο δεδομένων (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Ιωσήφ, Π.Ε. 289/21, ημ. 17.1.22, Αναφορικά με την Αίτηση των Θεοχαρίδη και Άλλων, Π.Ε. 426/19, ημ. 20.7.21, Αναφορικά με την Αίτηση των Σιακόλα και Άλλων, Π.Ε. 7/20, ημ. 7.6.21, Αναφορικά με την Αίτηση του Λοϊζίδη, Π.Ε. 455/19, ημ. 8.4.21, Αναφορικά με την Αίτηση του Νικολάου, Π.Ε. 117/16, ημ. 25.5.17).

        Τούτων δοθέντων, προχωρούμε στην ανάλυση των λόγων έφεσης.

        Θα τους εξετάσουμε σωρευτικώς.

        Διότι εμπεριέχουν κρισίμως κοινά μεταξύ τους στοιχεία.

        Σε σχέση προς τον λόγο έφεσης 1, η θέση του Εφεσείοντα σύγκειται στο ότι η απόρριψη του αιτήματος Mandamus δεν συμπαρασύρει άνευ ετέρου σε ακυρότητα και το αίτημα Certiorari και πως, όντως, η έγκριση του αιτήματος Certiorari ποσώς θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι καθίσταται άνευ αντικειμένου και ατελέσφορος, επειδή (σε αντίθεση με ό,τι συνάγεται από την Πρωτόδικη Απόφαση), η αποδοχή του «… διασφαλίζει τα δικαιώματα του θύματος, ο οποίος εξαπατήθηκε και του αποσπάστηκε παράνομα ένα μεγάλο χρηματικό ποσό». Πέραν τούτου - και επί ενός πρακτικότερου επιπέδου - ο Εφεσείων λέγει πως χωρίς να ακυρωθεί η φερόμενα λανθασμένη νομικώς απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου «… η Αστυνομία Κύπρου, αδυνατεί να αιτηθεί εκ νέου την έκδοση εντάλματος σύλληψης, από άλλο Επαρχιακό Δικαστή, με τα ίδια δεδομένα χωρίς να υφίσταται κατάχρηση διαδικασίας και δεδικασμένο».

        Εν σχέσει προς τον λόγο έφεσης 2, ο Εφεσείων λέγει πως η απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου δημιούργησε έννομο αποτέλεσμα «… ακόμη και αν δεν είναι «θετικό» αποτέλεσμα …», υπό την έννοια ότι απορρίφθηκε το αίτημα για ένταλμα σύλληψης, με το έννομο αποτέλεσμα να συνίσταται, ακριβώς, στην απόρριψη αυτή καθεαυτή. Έτσι, συμπεραίνει ο Εφεσείων, η απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου είναι «… νομικά εσφαλμένη και αποτέλεσμα νομικής πλάνης καταφανής από το πρακτικό …» και ότι αυτή «… ακριβώς η απόφαση επιζητείτο να ακυρωθεί με την ακυρωτική διαδικασία», και πως εν τέλει ο «… μοναδικός τρόπος με τον οποίο κρίνεται η νομιμότητα τέτοιων αποφάσεων είναι δια των προνομιακών ενταλμάτων …».

        Συγκλίνουμε με την επιχειρηματολογία του Εφεσείοντα.

        Τούτο, με κάθε σεβασμό προς το Πρωτόδικο Δικαστήριο.

        Εξηγούμε.

        Στην προκειμένη, το αίτημα Mandamus, μας φαίνεται πως δεν θα έπρεπε να ιδωθεί, όπως παρουσιάζεται να αντιμετωπίστηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ως μια αλληλένδετη ή και αλληλεξαρτώμενη κατ’ ουσίαν ενέργεια (ή θεραπεία) με το αίτημα για Certiorari. Τα δύο αυτά προνομιακά εντάλματα είναι εκ φύσεως και αρχής, διαφορετικά και αυτοτελή - με το Certiorari να κατατάσσεται γενικώς ως φύσει διορθωτικού και ακυρωτικού χαρακτήρα και το Μandamus ως προστακτικού χαρακτήρα (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση των Αρτοποιεία Όμηρος Αριστείδου Λτδ και Άλλων, Π.Ε. 272/20, ημ. 6.7.21, Αναφορικά με την Αίτηση του Δημητρίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 600, 603-604) - ασχέτως αν, κατά περίπτωσιν, μπορεί (στα γεγονότα της εκάστοτε υπόθεσης), να παρουσιάζονται (και να είναι) διασυνδεόμενα μεταξύ τους.

        Είναι γεγονός (και ορθώς το αποτύπωσε ως εικόνα το Πρωτόδικο Δικαστήριο) ότι στόχευση του αιτήματος Μandamus ήταν όπως, διά αυτού, διαταχθεί «… η Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας όπως επιληφθεί της Αίτησης για έκδοση εντάλματος σύλληψης σύμφωνα με τον νόμο …» (εναντίον του υπόπτου).

        Όμως, εκείνο που υφίστατο ως προσδοκία για τον Εφεσείοντα - δοσμένου κιόλας πως δεν είχε στη διάθεση του (και δεν συνάγεται να έχει) άλλο ένδικο μέσο για προσβολή της απόφασης του Κατώτερου Δικαστηρίου - δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η ενεργοποίηση των εξουσιών του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για έλεγχο τής νομιμότητας της.

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ως αναφύεται από το σκεπτικό του, έκρινε πως αφ’ ης στιγμής απέρριψε το αίτημα Mandamus, η έκδοση διατάγματος Certiorari δεν θα μπορούσε να επιφέρει «… το επιθυμητό για τον Αιτητή αποτέλεσμα που είναι η έκδοση του εντάλματος σύλληψης εναντίον του συγκεκριμένου προσώπου ή οποιοδήποτε αποτέλεσμα. Επομένως η διαδικασία είναι ατελέσφορη». Αυτό - και το υπενθυμίζουμε - γιατί (ως απέληξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο), η προνομιακή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για έκδοση διαταγμάτων Certiorari είναι ακυρωτική λόγω του ότι (υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις) «… ακυρώνεται η απόφαση που λήφθηκε και στην ουσία εξαλείφεται το αποτέλεσμα της». Έτσι, κατά τον πρωτόδικο δικαστικό συλλογισμό, η απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου δεν είχε επιφέρει οποιοδήποτε αποτέλεσμα. Με υπόβαθρο αυτή τη συλλογιστική, το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μονομερή αίτηση δίχως να καταπιαστεί με την ουσία του αιτήματος του Εφεσείοντα και όσα άλλα το συναποτελούσαν κατά τα διαλαμβανόμενα στη μονομερή αίτηση.

        Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.

        Επεξηγούμε.

        Η απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου ένεκα του αποτελέσματος της, παρήγαγε, ως προκύπτει, έννομα αποτελέσματα, δυσμενή των στοχεύσεων των ανακριτικών αρχών (του Εφεσείοντα), με όλα τα συνεπακόλουθα (και πρακτικές συνέπειες), που η εξέλιξη τούτη θα μπορούσε να επιφέρει. Ο Εφεσείων, συζητώντας το θέμα - και χωρίς αυτό να υποδηλοί πως ασπαζόμαστε την ουσία της τοποθέτησης του - υπέδειξε ότι θα βρεθεί αντιμέτωπος με ισχυρά εμπόδια αφού (αποτυχούσης της έφεσης), η όποια προσπάθεια έκδοσης άλλου εντάλματος σύλληψης, όμοιου με το επίμαχο, πολύ πιθανόν να οδηγήσει σε διαπίστωση καταχρηστικής συμπεριφοράς. Τούτο, ως δυνητική συνέπεια, δεν μπορεί να παραγνωριστεί, χωρίς να σημαίνει ασφαλώς πως το έννομο του παραχθέντος αποτελέσματος (ως εκ της απόρριψης του αιτήματος για ένταλμα σύλληψης), δεν υφίσταται ως τέτοιο έτσι κι αλλιώς, ανεξαρτήτως των όποιων επιπτώσεων ή επιδράσεων θα μπορούσε να έχει στο εγχείρημα των ανακριτικών αρχών.

        Η απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου, στην όψη της, δεν παύει από το να συνθέτει δικαστική πράξη απορρέουσα από μια, κατά τεκμήριο, λελογισμένη δικανική εκτίμηση και ενάσκηση διακριτικής ευχέρειας. Ως τέτοια, η δικαστική τούτη πράξη, μετουσιωμένη πλέον σε δικαστική κρίση και απόφαση, διάπλασε έννομα αποτελέσματα και ως εκ τούτου θα μπορούσε - εάν τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου το δικαιολογούσαν - να απαρτίσει αντικείμενο προνομιακού εντάλματος Certiorari, για λόγους όπως εκείνους που αναπτύσσονται από τον Εφεσείοντα στη μονομερή αίτηση (βλ. Christofi and Others v. Iacovidou (1986) 1 C.L.R. 236, 248-250).

        Υποσημειώνουμε και το εξής.

        Για όση σημασία θα μπορούσε να ενέχει.

        Η εκπρόσωπος του Εφεσείοντα μάς παρέπεμψε - χωρίς όμως να πράττει το ίδιο στην ακρόαση ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου - και στην Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (Αρ.1) (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 248.

        Εκεί, το Ανώτατο Δικαστήριο, υπό μονομελή σύνθεση (Ηλιάδης, Δ.), έχοντας πρώτα χορηγήσει προς τον Γενικό Εισαγγελέα αντίστοιχη άδεια, ακύρωσε διά Certiorari την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστήριο Αμμοχώστου να απορρίψει αίτημα της Διευθύντριας του Τμήματος Τελωνείων για έκδοση εντάλματος έρευνας σε υποστατικά όπου φερόμενα πωλούντο οινοπνευματώδη ποτά χωρίς άδεια από την αρμόδια αρχή.

        Το Ανώτατο Δικαστήριο είπε σχετικώς και αυτά (στις σελίδες 250-251):

«…………………………………………………………………………………………Η έκδοση ενός προνομιακού διατάγματος Certiorari αποσκοπεί στον έλεγχο κατωτέρων δικαστηρίων σε μια προσπάθεια διατήρησης της δικαιοδοσίας των μέσα στα πλαίσια που καθορίζουν οι σχετικές νομοθετικές πρόνοιες (Lindos Constructions Ltd. (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 648). Το ένταλμα εκδίδεται μόνο σε εκείνες τις περιπτώσεις στις οποίες θίγονται, ή υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να θιγούν, δικαιώματα (Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 442, Καρατζαφέρης (1993) 1 Α.Α.Δ. 607, 611).

 

Στην παρούσα περίπτωση η απορριπτική απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου είναι αποτέλεσμα νομικής πλάνης. Οι σχετικές νομοθετικές πρόνοιες έδιναν το δικαίωμα στη Διευθύντρια του Τμήματος Τελωνείων να καθορίσει τα πρόσωπα τα οποία θα διεξήγαγαν τις έρευνες για τη διάπραξη των κατ' ισχυρισμό αδικημάτων και το αίτημα που είχε υποβληθεί για τη διεξαγωγή έρευνας βασιζόταν μέσα στα καθορισθέντα νομικά πλαίσια. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου υπερέβη τα όρια της δικαιοδοσίας του με την απόρριψη του αιτήματος. Εξίσου λανθασμένη ήταν και η αναφορά του Δικαστηρίου ότι ο Δήμος Αγίας Νάπας ενεργεί επιλεκτικά στον τρόπο διερεύνησης αδικημάτων που σχετίζονται με πωλήσεις προϊόντων χωρίς άδεια από την αρμόδια αρχή. Η επιλογή του τρόπου διερεύνησης ενός ποινικού αδικήματος δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κριτικής από το Δικαστήριο, εκτός αν υπάρχει προς τούτο συγκεκριμένη μαρτυρία ότι η αρμόδια αρχή έχει ενεργήσει κατά παράβαση συγκεκριμένων νομοθετικών προνοιών, που εδώ δεν φαίνεται να είναι η περίπτωση.

…..………………………………………………………………………………… …».

 

        Η ως άνω απόφαση (και ο δικαστικός λόγος που εκφράζει), αν και, αυστηρώς, δεν αποτελεί δεσμευτικό προηγούμενο - μια και εκδόθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο υπό την πρωτοβάθμια δικαιοδοσία του (μονομελής σύνθεση) -εξακολουθεί να συγκροτεί δικαστική προσέγγιση η οποία, κατά εμπεδωμένη νομολογία οριζόντιας εφαρμογής, δεν μπορεί να παραβλεφθεί απροβλημάτιστα (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Makushin (Αρ. 1) (2012) 1(A) A.A.Δ. 20, 26-27, Ioannides and Others v. The Republic of Cyprus (1979) 3 C.L.R. 295, 310, 313, The Republic of Cyprus v. Demetriades (1977) 3 C.L.R. 213, 248-249).

        Ούτε και εδώ.

        Έτσι, για ό,τι τώρα ενδιαφέρει και απασχολεί - και το θίγουμε παρεμφερώς - αν η Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (Αρ.1) (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 248, τίθετο και συζητείτο ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, με τον τρόπο τουλάχιστον που αναπτύχθηκε στην παρούσα έφεση, τούτη η ενέργεια, ως αποτιμήσιμη πια μεταβλητή, θα μπορούσε να αξιολογηθεί προσηκόντως από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, για ό,τι θα μπορούσε τελικώς να μετρήσει στα πράγματα.

        Δεν το κρίνουμε σκόπιμο να επεκταθούμε περισσότερο.

        Τούτο, ως εκ της διαταγής που ακολουθεί.

        Εν κατακλείδι.

         Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 επιτυγχάνουν.

        Η έφεση γίνεται αποδεκτή.

         Η υπόθεση παραπέμπεται στο Πρωτόδικο Δικαστήριο ώστε το τελευταίο να δύναται να αποφασίσει επί της μονομερούς αίτησης, και δη για το αν συντρέχουν (ή όχι) οι προϋποθέσεις για την παροχή άδειας «… για την καταχώρηση Αίτησης με Κλήση για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari για ακύρωση της απόφασης της Δικαστού του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ημερ. 04/06/2021 για την μη έκδοση εντάλματος σύλληψης εναντίον του … ΑΛΕΞΑΝΔΡΗ».

 

 

                                                                    Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                                   Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                                                   Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

                                                                   Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

                                                                   Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

 

 

/κβπ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο