Επί τοις αφορώσι την Εταιρεία T.I.G. LIFESTYLE HOTELS LTD, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 349/2014, 15/4/2022

ECLI:CY:AD:2022:A160

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 349/2014)

 

15 Απριλίου, 2022

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,  ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/στες]

 

Επί τοις αφορώσι τον περί Εταιρειών Νόμο Κεφ.113, άρθρα 203, 209, 211(Ε) και 211(ΣΤ), 212(Α) – (Γ), 213, 214 και 216 του Περί Εταιρειών Νόμου

και

Επί τοις αφορώσι την Εταιρεία T.I.G. LIFESTYLE HOTELS LTD

Εφεσείουσα

και

Επί τοις αφορώσι την αίτηση της Εταιρείας του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων

Εφεσίβλητοι

-------------------

Γ.Ζαχαρίου, (κα), για Α.Β.Ζαχαρίου & Σια ΔΕΠΕ, για Εφεσείουσα,

Α.Χριστοφόρου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.

---------------------

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

---------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Σύμφωνα με την εκκαλούμενη απόφαση οι Εφεσίβλητοι-αιτητές είχαν αποδείξει την υπόθεση τους για εκκαθάριση της Εφεσείουσας/καθ΄ης η αίτηση.  Προκύπτει από τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι είχε αποδειχθεί η αδυναμία της Εφεσείουσας να πληρώσει τα χρέη της, «αφού δεν έχει καταβληθεί κανένα ποσό προς εξόφληση των επιδικασθέντων από το Δικαστήριο ποσών».  Θεώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι υπήρχε ενώπιον του επαρκής και αξιόπιστη μαρτυρία για τα ακόλουθα:

 

«Πρώτον, για το ποσό που οφείλεται σήμερα από την Καθ' ης η αίτηση στους Αιτητές. Δεύτερον, ότι οι Αιτητές είχαν επιδώσει στην Καθ' ης η Αίτηση Εταιρεία, παραδίδοντας στον Διευθυντή της απαίτηση πληρωμής, υπογραμμένη, η οποία απαιτούσε από την Καθ' ης η αίτηση να καταβάλει το ποσό που οφείλεται με τον τρόπο αυτό, οπόταν έλαβε γνώση της οφειλής αυτής και της απαίτησης των Αιτητών.  Τρίτον, ότι η Καθ' ης η Αίτηση Εταιρεία αμέλησε να καταβάλει το ποσό ή να το εξασφαλίσει ή να το διευθετήσει προς εύλογη ικανοποίηση των Αιτητών παρόλο που ο διευθυντής κατέβαλλε ποσά προς εξόφληση των δικών του προσωπικών υποχρεώσεων προς τους Αιτητές.  Και τέταρτον, ότι η εκτέλεση των αποφάσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας Υπ. Αρ. 19782/09, Υπ. Αρ. 19862/09, Υπ. Αρ. 4602/10, Υπ. Αρ. 4603/10 και Υπ. Αρ. 3268/11 μέσω των ενταλμάτων εκποίησης κινητής περιουσίας δεν θα βοηθήσει αλλά αντίθετα θα μείνει ανικανοποίητη αφού ο Διευθυντής της Καθ΄ ης η Αίτηση Εταιρείας πληρώνει μόνο τα εντάλματα που αφορούν τον ίδιο προσωπικά για να μπορεί να ταξιδεύει και κανένα ποσό για την  Καθ' ης η αίτηση Εταιρεία.

 

Το Δικαστήριο έχοντας ενώπιόν του τα γεγονότα που τέθηκαν στην Αίτηση, μπορεί να προβεί σε εύρημα αφερεγγυότητας της Εταιρείας, στα πλαίσια της γενικότερης εξέτασης του κατά πόσο η Εταιρεία μπορεί να εξοφλήσει τα χρέη της, αφού συντρέχουν τα ειδικά τεκμήρια του άρθρου 212.

 

 Καταλήγω λοιπόν, ότι έχει καταδειχθεί η αφερεγγυότητα της Εταιρείας, αφού δεν προσκομίστηκε μαρτυρία αντίθετη και έγινε αναφορά στο συγκεκριμένο θέμα, στη μαρτυρία τόσο της Ε/Αστ. 7XX8 κ. Ζορπά, (Μ.Α.1)[1], καθώς και της κας Καϊλή (Μ.Α.3), η οποία σημειωτέον έμεινε αναντίλεκτη».

 

 

Το χρέος της Εταιρείας ήταν €37.514,20 και είχε επιδικασθεί εναντίον της δυνάμει των ως άνω ποινικών υποθέσεων ως εισφορές, ποινές και πρόσθετο τέλος κοινωνικών ασφαλίσεων.

 

Το κυριότερο σημείο που απασχόλησε – πρωτοδίκως – αλλά και εφετειακά ήταν το κατά πόσον η διενεργηθείσα επίδοση της απαίτησης πληρωμής στο Διευθυντή της καθ΄ης η αίτηση εταιρείας σε διεύθυνση που δεν αποτελούσε το εγγεγραμμένο γραφείο ήταν σύννομη επίδοση, βάση των άρθρων 211(ε)[2] και 212 (α, β και γ)[3] του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113

Πρέπει να λεχθεί ότι στην αίτηση τους οι Εφεσίβλητοι παρουσίαζαν διαφορετικά τα πράγματα ως προς αυτό το σημείο, ως εξής:

 

 «7.  Οι Αιτητές με ενυπόγραφη επιστολή του ημερ. 17.7.2012, η οποία επεδόθη στις 4.9.2012 στο εγγεγραμμένο στο Αρχείο του Εφόρου Εταιρειών γραφείο της Εταιρείας, κάλεσαν την Εταιρεία να πληρώσει το οφειλόμενο ποσό, αλλά η Εταιρεία δεν ανταποκρίθηκε.»

 

 

Σαφώς και η παράγραφος αυτή δεν ανταποκρινόταν πλήρως στην πραγματικότητα, αφού με βάση τη μαρτυρία του ιδιώτη επιδότη κ. Πάπουτσου (Μ.Α.1) η επίδοση της απαίτησης έγινε όντως στις 4.9.2012 έναντι της υπογραφής του κ.Θεοδώρου (Διευθυντή της Εταιρείας), πλην όμως αυτό έγινε – όχι στο εγγεγραμμένο γραφείο της Εταιρείας – αλλά σε διεύθυνση στην οποία – ως είχε πληροφορηθεί ο επιδότης – μεταφέρθησαν οι υπάλληλοι της εταιρείας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού καταγράφει τη μαρτυρία του Μ.Α.1, όπως και όλων των μαρτύρων των Εφεσιβλήτων, σχολιάζει γενικά ότι δεν έχει λόγο να αμφισβητήσει αυτή τη μαρτυρία «αφού κανένας απ΄αυτούς δεν είχε οποιοδήποτε συμφέρον στην υπόθεση». 

Παρακάτω δε αναφέρει τα ακόλουθα:

«Το συγκεκριμένο άρθρο (δηλαδή το άρθρο 212(α) προβλέπει για την επίδοση απαίτησης πληρωμής στην Καθ’ ης η αίτηση Εταιρεία, η οποία θα παραδοθεί στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας. Έχει προσκομιστεί, εκ μέρους των Αιτητών, μαρτυρία ότι η απαίτηση πληρωμής είχε δοθεί για επίδοση σε ιδιωτική εταιρεία επίδοσης. Από την μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, αναφορικά με την επίδοση της απαίτησης πληρωμής, συγκεκριμένα το Τεκμήριο 1, προκύπτει ότι ο επιδότης κ. Πάπουτσος, (Μ.Α.1), είχε επιδώσει την Απαίτηση Πληρωμής στον διευθυντή της Καθ΄ ης η αίτηση Εταιρείας προσωπικά όχι στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας αλλά σε άλλα γραφεία που στεγαζόταν η συγκεκριμένη Εταιρεία γιατί το εγγεγραμμένο γραφείο της ήταν κλειστό. Δεν αρνήθηκε ότι σε προηγούμενες περιπτώσεις είχε επιδώσει στο εγγεγραμμένο της γραφείο και ότι γνώριζε που βρισκόταν, όμως κατά την συγκεκριμένη περίοδο δεν λειτουργούσε η Καθ’ ης η αίτηση Εταιρεία από το εγγεγραμμένο γραφείο της και ο ίδιος είχε ενημερωθεί από υπαλλήλους της ότι στεγαζόταν στην οδό Δημητρίου. Δεν έχω λόγο να μην τον πιστέψω.

 

Οπόταν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία αναφορικά με το που ακριβώς είχε γίνει η επίδοση της εν λόγω Απαίτησης στον διευθυντή της Εταιρείας, κ. Θεοδώρου και για το λόγο που είχε γίνει στην συγκεκριμένη οδό και το θέμα έχει διευκρινιστεί. Οι Αιτητές, που έχουν και το βάρος απόδειξης της επίδοσης της γραπτής απαίτησης, στο εγγεγραμμένο γραφείο της Καθ΄ ης η αίτηση, παρουσίασαν μαρτυρία από τον επιδότη. Οπόταν δεν μπορεί ο διευθυντής να ισχυρίζεται ότι δεν έλαβε γνώση».

 

 

Το σημείο που αφορά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε συνάρτηση με την επίδοση προσβάλλεται με τέσσερις (από συνολικά οκτώ) λόγους  έφεσης.  Ότι, λανθασμένα αποδέχθηκε μαρτυρία αντίθετη από την αίτηση και ΄Ενορκη Δήλωση και στήριξε την απόφαση του σε αυτή την αντίθετη μαρτυρία (πρώτος και δεύτερος λόγος έφεσης), ότι, λανθασμένα κατέληξε πως η επίδοση - όπως έγινε, στο μη εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας – ήταν καλή επίδοση και ότι η επίδοση στο Διευθυντή, όπως έγινε, ήταν σύννομη (τρίτος και τέταρτος λόγος έφεσης).

 

Ο πυρήνας των τεσσάρων αυτών λόγων είναι ταυτόσημος.  Ως εκ τούτου θα εξεταστούν από κοινού.

 

Κατ΄αρχάς να σημειώσουμε πως από το εφετήριο προκύπτει ότι δεν προσβάλλεται το αξιόπιστο της εκδοχής του Μ.Α.1 ιδιώτη επιδότη και συνεπώς δεν είναι επιτρεπτό δια της αιτιολογίας και μόνο να επιχειρείται να αμφισβητηθεί το  εάν εντέλει γνωστοποιήθηκε η Απαίτηση στον ως άνω Διευθυντή.  Παρά ταύτα παραμένει να εξετασθεί (α) εάν η επίδοση αυτή ως έγινε, μπορεί να θεωρηθεί έγκυρη και (β) εάν ναι, πώς επιδρά επ΄αυτού η διαφορετική δικογραφική απόδοση επί του θέματος του τρόπου επίδοσης.

 

Το άρθρο 212(α) σαφώς ομιλεί για επίδοση της έγγραφης απαίτησης στο εγγεγραμμένο γραφείο της Εταιρείας αφού ορίζει ότι ο πιστωτής θα πρέπει να  την «επιδόσει παραδίδοντας στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας ….».

 

Επ΄αυτού, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στη Phasarias (Automotive Centre) Ltd ν. Εταιρεία Σκυροποιίας «ΛΕΩΝΙΚ» Λτδ,  (2009)1B A.A.Δ. 1457, στην οποία λέχθηκε ότι  εφόσον υπάρχει η σαφής νομοθετική πρόνοια του άρθρου 212(α) ότι η απαίτηση θα πρέπει να επιδοθεί στην εταιρεία με παράδοση στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας, η επίδοση στο Διευθυντή ορθά εκρίθη άκυρη.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαφοροποίησε την κρινόμενη περίπτωση από τη Phasarias ως εξής:

 

«Στην παρούσα περίπτωση στην ένορκη δήλωση επίδοσης καταγράφονται δυο διευθύνσεις και έχει διευκρινιστεί σε ποια από τις δυο έχει επιδοθεί η απαίτηση πληρωμής και το λόγο που είχε γίνει εκεί η επίδοση. Δεν παραγνωρίζω τον λόγο της C.PHASARIAS όμως η παρούσα περίπτωση διαφοροποιείται.

 

Έχει προσκομιστεί, εκ μέρους της Αιτήτριας, μαρτυρία ότι το εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας δεν λειτουργούσε, γι’ αυτό και η απαίτηση πληρωμής επιδόθηκε απευθείας στον Διευθυντή της Καθ’ ης η Αίτηση Εταιρείας σε άλλα γραφεία από τα οποία λειτουργούσε  η Καθ’ ης η αίτηση Εταιρεία. Η Δ.7 θ.5 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, προβλέπει:

 

«In the absence of any statutory provision regulating service of process upon a corporate body, service of an office copy of a writ of summons or other process on the president or other head officer or treasurer or secretary of such body, or delivery of such copy at the office of such body shall be deemed good service.....»

 

Οπόταν, η επίδοση στον Διευθυντή της Εταιρείας, ο οποίος είναι αξιωματούχος της Εταιρείας, με την επεξήγηση που δόθηκε καλύπτει τα εχέγγυα ορθής και έγκυρης επίδοσης (βλ. επίσης Halsbury’s Laws of England, 4η έκδ., παρ.492, σελ.305). Στο σύγγραμμα Palmer’s Company Law, 20η έκδ., σελ. 704, σε σχέση με την επίδοση αυτής τούτης της αίτησης για διάλυση καταγράφονται τα ακόλουθα:

 

«Where it is impracticable to serve the petition in the manner therein mentioned, e.g., when the company’s registered office is closed or pulled down, the court will make a special order, e.g., to serve upon one or two officials connected with the company, and direct that such service should be deemed to be service on the company.»

 

Εφαρμόζοντας τις αρχές αυτές στην παρούσα περίπτωση, θεωρώ ότι ήταν ορθή η επίδοση αφού δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Διαφορετική κατάληξη θα οδηγούσε στο παράλογο αποτέλεσμα να αλλάζει η Εταιρεία τον χώρο λειτουργία της και λόγω του ότι δεν ενημερώνει το Αρχείο του Εφόρου Εταιρειών να μην μπορεί ποτέ να της επιδοθεί αίτηση διάλυσης».

 

΄Εχουμε ενδελεχώς εξετάσει την πρωτόδικη κρίση υπό το πρίσμα των θέσεων και ισχυρισμών της πλευράς της Εφεσείουσας.

 

Η νομοθετική ρητή διάταξη είναι δεδομένη και φυσικά η παράβαση της, κανονικώς εχόντων των πραγμάτων, θα έπρεπε να οδηγήσει, σε ακυρότητα της επίδοσης.

 

Εν προκειμένω, ωστόσο, συντρέχουν δύο στοιχεία που είναι σημαντικά και θα πρέπει να προβληθούν.  (1ον)  Στη νομοθετική αυτή διάταξη ως προς την επίδοση της έγγραφης απαίτησης, σημειώνεται ένα κενό.  Δεν προβλέπεται ο,τιδήποτε σε σχέση με τον τρόπο επίδοσης, όταν δεν υπάρχει εν τοις πράγμασι εγγεγραμμένο γραφείο εταιρείας ή εν πάση περιπτώσει εγγεγραμμένο γραφείο σε λειτουργία και (2ον) θα πρέπει να εξεταστούν ποίες είναι οι συνέπειες της επίδοσης, ειδικά στο κατά πόσον διαπιστώνεται πραγματική γνώση της εταιρείας για την απαίτηση. 

 

Προς υποβοήθηση να θυμίσουμε ότι τα άρθρα 211 και 212 είναι παρόμοια (σχεδόν ταυτόσημα,) των παλαιών αγγλικών άρθρων 222 και 223 του Companies Act 1948.  Ενδιαφέρει βεβαίως κυρίως το άρθ.223(d)[4] (βλ. και επόμενες παρόμοιες νομοθετικές πρόνοιες, στο Palmers Company Law, 15.210-15.212 ειδικά το  Insolvency Act 1986).

 

Σημασία έχει πως και στην αγγλική νομολογία έχει σημειωθεί η  έλλειψη πρόνοιας για το τι δέον γενέσθαι στην περίπτωση μη ύπαρξης πλέον εγγεγραμμένου γραφείου.  (Βλ. ηλεκτρονική πλατφόρμα Lexis Nexis υπό τον τίτλο “If a company is no longer at its registered office, how do you serve a statutory demand on it?”).[5]

Στο Σύγγραμμα Ηalsburys Laws of England vol.16 (2017), παρ.356, στη σημείωση 6, καταγράφονται τα εξής:

«If there is no registered office, the demand may be made at the unregistered office: Re British and Foreign Generating Apparatus Co Ltd (1865) 13 WR 649. A statutory demand is validly served if it is sent by registered post and actually delivered to the registered office of the company: Re a Company (No 008790 of 1990) [1991] BCLC 561, [1992] BCC 11, doubting the decision in Re a Company [1985] BCLC 37 (where it was decided that service by telex was not valid service of a statutory demand).»

 

(πρόκειται για demand ως του ΄Αρθ.212(α))

 

Στο ίδιο Σύγγραμμα, στην 4η έκδοση, Vol.7, παρ.999 καταγράφεται επίσης στη σημ.4:  “if there is no registered office the demand may be made at the unregistered office:  Re British and Foreign Generating  Apparatus Co Ltd (1865) 13 WR 649.”

 

(Bλ. επίσης Re Rapid City Farmers’ Elevator Co (1894) 9 Man. L.R. 574, Re Regent United Service Stores (1878) 8 Ch D 75, Re Bezier Acquisitions Ltd [2011] EWHC 3299, οι οποίες παραπομπές οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα).

 

Για το κατά πόσο έπρεπε να προηγηθεί δικαστικό διάταγμα για τον τρόπο επίδοσης, σημειώνεται ότι η έγγραφη απαίτηση πληρωμής δεν είναι δικόγραφο.  Συνεπώς, δεν μπορούμε, εν αυστηρή εννοία, να ομιλούμε για λήψη διατάγματος επίδοσης.  (Βλ. το πιο πάνω απόσπασμα από τη νομική πλατφόρμα Lexis Nexis). 

 

Εφόσον διαπιστώνεται το κενό αυτό, ορθώς εκρίθη ότι εν προκειμένω με βάση τη μαρτυρία πως οι εργασίες διεξάγονταν στη διεύθυνση όπου τω όντι έλαβε χώρα, η επίδοση σε Διευθυντή της Εταιρείας ήταν ορθή με δεδομένο βεβαίως τη σημαντική παράμετρο ότι η Εταιρεία έλαβε γνώση της Απαίτησης.  Θυμίζουμε ότι η μαρτυρία για την εγκατάλειψη του εγγεγραμμένου γραφείου καθώς και η γνώση της Εταιρείας για την απαίτηση, μέσω της πιο πάνω επίδοσης,  έγινε πλήρως αποδεκτή και στην ουσία η μαρτυρία αυτή δεν προσβάλλεται.  Δεν έχει σημασία ότι σε μεταγενέστερο χρόνο κατέστη δυνατή η επίδοση στο εγγεγραμμένο γραφείο.

Θα πρέπει να τονίσουμε ότι ακριβώς η πραγματική γνώση της Εταιρείας για τις συνέπειες της απαίτησης είναι η σημαντικότερη παράμετρος της επικύρωσης της κρίσης για το ορθό της επίδοσης. 

 

Όπως ελέχθη στη R v. Soneji (UKHL 49, [2006]1 A C 340, [2005] 4 All E. R. 321:

“When Parliament lays down a statutory requirement for the exercise of legal authority it expects its authority to be obeyed down to the minutest detail. But what the courts have to decide in a particular case is the legal consequence of non-compliance on the rights of the subject viewed in the light of a concrete state of facts and a continuing chain of events. It may be that what the courts are faced with is not so much a stark choice of alternatives but a spectrum of possibilities in which one compartment or description fades gradually into another. At one end of this spectrum there may be cases in which a fundamental obligation may have been so outrageously and flagrantly ignored or defied that the subject may safely ignore what has been done and treat it as having no legal consequences upon himself. In such a case if the defaulting authority seeks to rely on its action it may be that the subject is entitled to use the defect in procedure simply as a shield or defence without having taken any positive action of his own. At the other end of the spectrum the defect in procedure may be so nugatory or trivial that the authority can safely proceed without remedial action, confident that, if the subject is so misguided as to rely on the fault, the courts will decline to listen to his complaint. But in a very great number of cases, it may be in a majority of them, it may be necessary for a subject, in order to safeguard himself, to go to the court for declaration of his rights, the grant of which may well be discretionary, and by the like token it may be wise for an authority (as it certainly would have been here) to do everything in its power to remedy the fault in its procedure so as not to deprive the subject of his due or themselves of their power to act. In such cases, though language like “mandatory”, “directory”, “void”, “voidable”, “nullity” and so forth may be helpful in argument, it may be misleading in effect if relied on to show that the courts, in deciding the consequences of a defect in the exercise of power, are necessarily bound to fit the facts of a particular case and a developing chain of events into rigid legal categories or to stretch or cramp them on a bed of Procrustes invented by lawyers for the purposes of convenient exposition.»

 

Aκριβώς, στην κρινόμενη περίπτωση δεν υπάρχει οποιαδήποτε δυσμενής επίπτωση εκ της επίδοσης στο μη εγγεγραμμένο γραφείο, αφού η Εταιρεία έλαβε γνώση.

 

Για το λόγο αυτό, κρίνουμε, δεν έχει τελικά δυσμενή σημασία η μη συμπερίληψη στην αίτηση της πλήρους και ορθής απόδοσης των γεγονότων που αφορούσαν την επίδοση.

 

Με βάση την πιο πάνω θεώρηση, οι λόγοι 1-4 είναι απορριπτέοι και απορρίπτονται.

 

Η πλευρά της Εφεσείουσας ορθώς συνέπλεξε με τους πιο πάνω λόγους και το λόγο έφεσης 7 αναφέροντας πως ο λόγος αυτός θα είχε αντικείμενο εάν οι λόγοι 1-4 επιτύχουν.  Με την αποτυχία των λόγων 1-4 παρασύρεται και ο λόγος έφεσης 7 που αφορά την απόδειξη γενικά της αφερεγγυότητας της εταιρείας.  ΄Εχει σημασία ότι εδώ στοιχειοθετήθηκε η ειδική αφερεγγυότητα που προκύπτει από το άρθρο 212(α). 

 

Προχωρούμε να εξετάσουμε τους λοιπούς λόγους έφεσης.

 

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν απέρριψε την αίτηση των Εφεσιβλήτων, όταν διαφάνηκε ότι η ΄Ενορκη Δήλωση που συνοδεύει την αίτηση έφερε διαφορετική ημερομηνία απ΄αυτήν που επέδωσαν στην Εφεσείουσα.

 

Δυσκολευόμαστε να δούμε την όποια βασιμότητα στο λόγο αυτό.  Αφ΄ης στιγμής δεν υπήρξε ίχνος κακοπιστίας αλλά ούτε και βλαπτικής επίπτωσης, ο λόγος αυτός δεν έχει αντίκρισμα  και απορρίπτεται. 

 

Με τον 6ο και 8ο λόγο, η Εφεσείουσα παραπονείται ότι οι Εφεσίβλητοι κωλύονται να προωθήσουν τη διαδικασία αφού δεν ακολούθησαν το άρθ.85(10) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου για «επιλογή» του Διευθυντή των Κοινωνικών Ασφαλίσεων να κινηθούν με πολιτική αγωγή αλλά και του άρθ.85(4) που ορίζει ότι όποιο ποσό οφείλεται στο Ταμείο εισπράττεται ως χρηματική ποινή.  Η ευπαίδευτη συνήγορος βασίζει την επιχειρηματολογία της στο ότι οφείλουν οι Εφεσίβλητοι να προωθήσουν αυτούς τους τρόπους πληρωμής και όχι να προβούν σε διαδικασία εκκαθάρισης.  Αυτά που έχουν τεθεί, κατά τη θέση της, υποστηρίζονται από τα άρθρα 120 και 121 της Ποινικής Δικονομίας αλλά και του ότι οι Εφεσίβλητοι δεν εξήγησαν τι έγινε με το ένταλμα κατάσχεσης κινητής περιουσίας.  Δεν συμφωνούμε.  Η αντίκρουση της μαρτυρίας για το ανεκτέλεστο των ενταλμάτων και την όποια διαφορετική εξήγηση ήταν στους ώμους της Εφεσείουσας, βάρος το οποίο προφανώς δεν απέσεισε.

 

Ούτε οι λόγοι αυτοί μπορεί να επιτύχουν.

 

Συνεπακόλουθα των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται συλλήβδην με έξοδα €2,000 υπέρ των Εφεσιβλήτων.

                                                          ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                          ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                          ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.



[1] (το ορθό είναι Μ.Α.2)

[2] 211. Εταιρεία δύναται να εκκαθαριστεί από το ∆ικαστήριο αν—

 (ε) η εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της•

 

[3] 212. Εταιρεία λογίζεται ότι είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της —

(α) αν πιστωτής, µε εκχώρηση ή διαφορετικά, που του χρωστεί η εταιρεία ποσό που υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000), επέδωσε στην εταιρεία παραδίνοντας στο εγγεγραµµένο γραφείο της εταιρείας απαίτηση η οποία απαιτεί από την εταιρεία να καταβάλει το ποσό που οφείλεται µε τον τρόπο αυτό, και η εταιρεία για τις επόµενες τρεις εβδοµάδες αµέλησε να καταβάλει το ποσό ή να εξασφαλίσει ή να το διευθετήσει προς εύλογη ικανοποίηση του πιστωτή· ή

(β) αν εκτέλεση ή άλλη διαδικασία που λήφθηκε µε δικαστική απόφαση, εντολή ή διάταγµα οποιουδήποτε ∆ικαστηρίου προς όφελος πιστωτή της εταιρείας, επιστρέφεται ολικά ή µερικά ανικανοποίητη· ή

 (γ) αν αποδειχθεί, προς ικανοποίηση του ∆ικαστηρίου ότι η εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της κατά το χρόνο που αυτά καθίστανται πληρωτέα και, για απόφαση κατά πόσο εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της κατά το χρόνο που αυτά καθίστανται πληρωτέα, το ∆ικαστήριο λαµβάνει υπόψη τις ενδεχόµενες και µελλοντικές υποχρεώσεις της εταιρείας· ή ……»

 

[4] 223  Definition of inability to pay debts.

A company shall be deemed to be unable to pay its debts—

(a)if a creditor, by assignment or otherwise, to whom the company is indebted in a sum exceeding fifty pounds then due has served on the company, by leaving it at the registered office of the company, a demand under his hand requiring the company to pay the sum so due and the company has for three weeks thereafter neglected to pay the sum or to secure or compound for it to the reasonable satisfaction of the creditor; or

………………………………

(d)if it is proved to the satisfaction of the court that the company is unable to pay its debts, and, in determining whether a company is unable to pay its debts, the court shall take into account the contingent and prospective liabilities of the company.

[5]   “For the purpose of answering this Q&A, we have not considered the methods available generally for the service of a statutory demand on a company (ie personal service, service by post etc).

A statutory demand is not a court document, and no application can, therefore, be made in relation to its service. For the rules on service, it is necessary to start with the insolvency legislation.

Section 122(1)(f) of the Insolvency Act 1986 (IA 1986) provides for one of the grounds by which a company may be wound up by the court—that the company is unable to pay its debts. The definition of ‘unable to pay its debts’ is then found in IA 1986, s 123, which includes at IA 1986, s 123(1)(a) where:

‘a creditor (by assignment or otherwise) to whom the company is indebted in a sum exceeding £750 then due has served on the company, by leaving it at the company's registered office, a written demand (in the prescribed form) requiring the company to pay the sum so due and the company has for 3 weeks thereafter neglected to pay the sum or to secure or compound for it to the reasonable satisfaction of the creditor’

That written notice is a statutory demand.

Therefore, IA 1986 provides for service of a statutory demand on a company by ‘leaving it at the company’s registered office’ but provides no further details, including what to do in the situation where the company is no longer at its registered office. The Insolvency (England and Wales) Rules 2016, SI 2016/1024 (IR 2016), do not contain any provisions regarding the service of a statutory demand on a company (unlike in the case of statutory demands served on individuals). Indeed, the ‘Table for requirements for service’ set out at the end of IR 2016, SI 2016/1024, Sch 4 simply states that the requirements for service of a statutory demand are set out in IA 1986, ss 123(1) and 222(1)(a) (the latter concerning unregistered companies).

The Practice Direction on Insolvency Proceedings (2014) also does not contain any provisions relating to the service of a statutory demand on a company.

In the absence of any guidance over and above what is stated in IA 1986, s 123(1)(a), it is prudent to look at service of a winding-up petition. The provisions relating to this are found at IR 2016, SI 2016/1024, Sch 4, para 2. IR 2016, SI 2016/1024, Sch 4, para 2(4) states that, where any of the conditions in IR 2016, SI 2016/1024, Sch 4, para 2(3) are satisfied, a winding-up petition may be served by either leaving it at the company's last known principal place of business in England and Wales in such a way that it is likely to come to the attention of a person attending there, or serving it on the secretary or a director, manager or principal officer of the company, wherever that person may be found.

As stated by Morritt J in Re a Company (No 008790 of 1990) at para [562], the object of service is to bring a document to the attention of the company. In the circumstances of this Q&A, it would appear sensible to serve a copy of the statutory demand by leaving it at the company’s last known principal place of business (ie the current unoccupied registered office), and on at least one (ideally all) of the directors of the company. Further, if the company trades from premises other than the registered office, it would be prudent to serve a copy of the statutory demand there as well»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο