M. HAJI κ.α. v. ADONIS BATHS MAVROKOLIMBOS WATERFALLS LIMITED κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 192/14, 10/5/2022

ECLI:CY:AD:2022:D181

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 192/14)

 

10 Μαΐου, 2022

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]

[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

 

1. M. HAJI,

2. xxx JAWISH,

3. J. HAJI,

Εφεσείοντες,

 

v.

 

 

1. ADONIS BATHS MAVROKOLIMBOS WATERFALLS LIMITED,

2. xxx ΘΕΟΔΩΡΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

---------

 

Ν. Τσιαπαλλής, για εφεσείοντες.

Επ. Κορακίδης με Ελ. Κορακίδη, για εφεσίβλητους.

 

-------------------

 

 

Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Στις 22.8.2009 ο Sarbast Haji (ο αποβιώσας) έχασε τη ζωή του από πνιγμό μετά από βουτιά σε λίμνη στην τοποθεσία «Λουτρά του Άδωνη» του χωριού Κοίλη της επαρχίας Πάφου. 

 

Οι εφεσείοντες, γονείς και αδελφός του αποβιώσαντος, διεκδίκησαν αποζημιώσεις, οι μεν για απώλεια οικείου και προσφιλούς προσώπου («bereavement»), ο δε ως εξαρτώμενο πρόσωπο, από τους εναγόμενους, υπό την ιδιότητα τους ως «ιδιοκτήτες και/ή κάτοχοι και/ή ασκούντες έλεγχο επιχείρησης και/ή χώρου ψυχαγωγίας».  Η αγωγή στρεφόταν αρχικά τόσο εναντίον της εφεσίβλητης 1 εταιρείας, όσο και εναντίον του πρώην εναγόμενου 2/εφεσίβλητου 2.  Στην ακρόαση της έφεσης, αυτή απεσύρθη εναντίον του εφεσίβλητου 2. 

 

          Σύμφωνα με παραδεκτά γεγονότα και τεκμήρια, η εφεσίβλητη είχε κυκλοφορήσει και διένεμε διαφημιστικά φυλλάδια, ένα από τα οποία είχε δοθεί και στον αποβιώσαντα σε προηγούμενη επίσκεψη του.  Πρόκειται για ένα πολύπτυχο έγχρωμο φυλλάδιο (τεκμήριο 3) με τίτλο στο πρώτο φύλλο «Adonis Baths Mavrokolimbos Water Falls, Bäder des Adonis».  Στο πρώτο φύλλο αναγράφεται επίσης η φράση  «FUN DAY OUT FOR THE WHOLE FAMILY».  Στο φυλλάδιο που είναι γραμμένο σε τρεις γλώσσες, αγγλικά, γερμανικά και ελληνικά,  περιλαμβάνονται 15 έγχρωμες φωτογραφίες που απεικονίζουν μια  λίμνη με μικρό καταρράκτη, στην οποία βρίσκονται πολλοί λουόμενοι.  Επίσης δύο από τις φωτογραφίες δείχνουν πρόσωπα να κάνουν «μακροβούτια» μέσα στη λίμνη.

 

Ο αποβιώσας είχε εισέλθει στο χώρο στις 22.8.2008, αφού αγόρασε εισιτήριο εισόδου έναντι €8 (τεκμήριο 2 το οποίο κατατέθηκε εκ συμφώνου για την αλήθεια του περιεχομένου του).  Βούτηξε στη λίμνη όπου και έχασε τη ζωή του από πνιγμό.  Ειδικότερα, σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση που κατατέθηκε εκ συμφώνου, στα πλαίσια παραδεκτών γεγονότων για την αλήθεια του περιεχομένου της (τεκμήριο 4), δεν υπήρχαν κακώσεις και ο θάνατος οφειλόταν σε «ασφυξία συνεπεία πνιγμού εντός ύδατος». 

 

Η έκθεση απαίτησης αναφέρεται σε λεπτομέρειες αμέλειας και/ή παράβασης νομικών υποχρεώσεων των εναγομένων, οι οποίες όμως πρέπει να εκληφθούν ως λεπτομέρειες αμέλειας, εφόσον δεν παρατίθενται οποιεσδήποτε νομικές πρόνοιες οι οποίες κατ΄ ισχυρισμό να έχουν παραβιαστεί.  Αποδίδεται στους εναγόμενους ότι παρέλειψαν να προειδοποιήσουν ικανοποιητικά ότι η πραγματοποίηση βουτιών στη λίμνη ήταν επικίνδυνη και ότι επέτρεπαν τέτοιες βουτιές ενώ γνώριζαν την επικινδυνότητα τους, ότι παρέλειψαν να ασκούν αποτελεσματικό έλεγχο της λίμνης ώστε να αποτρέπουν τους επισκέπτες από του να εισέρχονται στο νερό και/ή να κάνουν βουτιές, ότι παρέλειψαν να φροντίσουν ώστε το υποστατικό τους και οι εγκαταστάσεις τους να είναι ευλόγως ασφαλείς, ότι παρέλειψαν να διαθέτουν ναυαγοσώστη ή γνώστη πρώτων βοηθειών ή εξοπλισμό πρώτων βοηθειών, ότι παρέλειψαν να τηρούν προδιαγραφές ασφαλείας, ότι παρέλειψαν να προβούν σε οποιεσδήποτε αναγκαίες ή κατάλληλες ενέργειες ώστε να αποφευχθεί ο θάνατος του αποβιώσαντος, τον οποίο εξέθεσαν σε μη αναγκαίο προβλεπτό κίνδυνο. 

 

Παράλληλα, παρά την παράθεση λεπτομερειών αμέλειας των εναγομένων, έθεσαν και θέμα εφαρμογής του αξιώματος res ipsa loquitur.

 

Οι εφεσίβλητοι, με την υπεράσπιση τους, ισχυρίστηκαν ότι δεν ήταν ιδιοκτήτες του κτήματος στο οποίο βρίσκεται η λίμνη, αλλά απλώς ο πρώην εφεσίβλητος 2 είναι ιδιοκτήτης κτήματος το οποίο γειτνιάζει με τη λίμνη.  Ισχυρίστηκαν δε ότι δεν είχαν τον έλεγχο ή την κατοχή.  Ήταν περαιτέρω η θέση τους ότι υπήρχαν στο μέρος προειδοποιητικές πινακίδες, τόσο στα αγγλικά όσο και στα ελληνικά, που προειδοποιούσαν τον κάθε επισκέπτη ότι για το κολύμπι και τις βουτιές είχε ο ίδιος την ευθύνη και ότι το μέρος δεν επιτηρείται από ναυαγοσώστη.  Αναφέρεται περαιτέρω ότι η λίμνη είναι μεγάλου βάθους και ότι δεν υπάρχει κίνδυνος τραυματισμού σε περίπτωση βουτιάς σε αυτή και ότι πολλοί επισκέπτες της περιοχής κάνουν βουτιές χωρίς να υποστούν οποιοδήποτε τραυματισμό.  Ο θάνατος του αποβιώσαντα, καταλήγουν, οφειλόταν σε αποκλειστική αμέλεια του και δεν προήλθε από τραυματισμό ή οποιοδήποτε κρυμμένο κίνδυνο.  Είτε δεν γνώριζε κολύμπι, είτε βούτηξε όταν ήταν σε τέτοια κατάσταση λόγω φαγητού ή ποτού που θα έχανε τις αισθήσεις του με αποτέλεσμα τον πνιγμό του ή υπέστη καρδιακό επεισόδιο. 

 

Ως προς το τελευταίο, σημειώνουμε εξαρχής ότι στην προαναφερθείσα έκθεση του ιατροδικαστή αναφέρεται ότι «ο στόμαχος περιέχει ολίγα υγρά» και ότι το μόνο πρόβλημα που διαπιστώθηκε ήταν η άφθονη ποσότητα υγρού μέσα στους πνεύμονες.  Ούτε φαγητό υπήρχε, ούτε καρδιακό επεισόδιο, ούτε τέθηκε θέμα επήρειας από ποτό. 

 

Στην πρωτόδικη διαδικασία δεν προσφέρθηκε δια ζώσης μαρτυρία. Κατατέθηκαν παραδεκτά γεγονότα και τεκμήρια. Επίσης κατατέθηκαν εκ συμφώνου, όχι όμως για την αλήθεια του περιεχομένου τους, οι καταθέσεις που είχαν δώσει στην Αστυνομία ο πρώην εφεσίβλητος 2, η θυγατέρα του (Ι.Θ.) και η υπάλληλος της εφεσίβλητης 1 (Ν.Γ.). 

 

Λόγω του ότι η έφεση έχει αποσυρθεί εναντίον του εφεσίβλητου 2 η εξέταση της πρωτόδικης απόφασης θα γίνει σε σχέση με την εφεσίβλητη 1.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατά πρώτο και κύριο λόγο έκρινε ότι δεν στοιχειοθετήθηκε η κατοχή της λίμνης από την εφεσίβλητη 1, ούτως ώστε είχε υποχρέωση επιμέλειας, ως κάτοχος ακίνητης ιδιοκτησίας, με βάση το άρθρο 51(2)(β) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, έναντι «προσκεκλημένου» («invitee»), όπως δέχθηκε πως ήταν ο αποβιώσας.  

Η απόφανση αυτή του πρωτόδικου δικαστηρίου προσβάλλεται με την έφεση.

 

Το διαφημιστικό φυλλάδιο κατατέθηκε για την αλήθεια του περιεχομένου του.  Στην πρώτη του σελίδα δεσπόζει το όνομα της εφεσίβλητης εταιρείας.  Άλλωστε, έγινε ρητώς παραδεκτό το γεγονός ότι είναι η εφεσίβλητη εταιρεία που «είχε κυκλοφορήσει και διένεμε τέτοια διαφημιστικά φυλλάδια σχετικά με την επιχείρηση της, ένα από τα οποία είχε δοθεί και στον αποβιώσαντα κατά την πρώτη επίσκεψη.  Το αναφερόμενο φυλλάδιο κατατίθεται εκ συμφώνου».  Πρόκειται για το τεκμήριο 3.

 

Παρά ταύτα, το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι δεν μπορεί να συναχθεί συμπέρασμα περί κατοχής της λίμνης στην οποία πνίγηκε ο αποβιώσας καθώς δεν υπάρχει μαρτυρία ότι η λίμνη η οποία απεικονίζεται στις φωτογραφίες του φυλλαδίου είναι η λίμνη στην οποία επεσυνέβη το επίδικο συμβάν.  Ήδη βρίσκουμε αυτό το επιχείρημα, από μόνο του, εσφαλμένο.  Η ταύτιση της συγκεκριμένης λίμνης στην τοποθεσία «Λουτρά του Άδωνη» με την επιχείρηση «Adonis Baths Mavrokolimbos Water Falls», η οποία είναι επιχείρηση της εφεσίβλητης εταιρείας είναι, με αυτά τα δεδομένα, αυταπόδεικτη. 

 

Πέραν τούτου, υπήρχε ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου και άλλη μαρτυρία την οποία παρέλειψε να λάβει υπόψη.  Η υπάλληλος της εφεσίβλητης εταιρείας, η Ν.Γ., είχε αναφέρει στην κατάθεση της προς την Αστυνομία ότι «ο χώρος είναι ανοικτός στο κοινό από τις 09:00 μέχρι τις 20:00, επτά ημέρες την εβδομάδα με τιμή εισόδου.  Ο χώρος διαθέτει δύο φυσικές λίμνες …».  Αναφέρεται περαιτέρω στην κατάθεση της για πνιγμό «στο νερό της λίμνης της εταιρείας μας». 

 

Παρά ταύτα το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέροντας ότι η κατάθεση της Ν.Γ. κατατέθηκε μεν εκ συμφώνου, όχι όμως για την αλήθεια του περιεχομένου της, συνέχισε λέγοντας ότι από το περιεχόμενο της κατάθεσης της δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα για ρητή, ξεκάθαρη παραδοχή σε σχέση με τη σύνδεση εναγομένων και λίμνης και την άσκηση του σχετικού ελέγχου, αλλ’ ούτε πρόκειται για δήλωση που έγινε από υπάλληλο της εφεσίβλητης 1.  Η προσέγγιση αυτή του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν μας βρίσκει σύμφωνους.

Δεν παραβλέπουμε ότι πρόκειται για εξ ακοής μαρτυρία.  Όμως τούτο δεν την καθιστά μη αποδεκτή (άρθρο 24 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9).  Η βαρύτητα που θα της δοθεί εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου η οποία ασκείται υπό το σύνολο των περιστάσεων και λαμβανομένων ενδεικτικά υπόψη των κριτηρίων που θέτει το άρθρο 27(2) του Κεφ.9.  Η Ν.Γ. δεν κλήθηκε ως μάρτυρας.  Όμως, έγινε παραδεκτό γεγονός ότι αυτή ήταν υπάλληλος της εφεσίβλητης 1. Το δικαστήριο παρέβλεψε αυτή την πραγματικότητα, λέγοντας ότι μπορεί μεν να έγινε παραδεκτό γεγονός ότι είναι υπάλληλος της εφεσίβλητης 1, αλλά η ίδια στην κατάθεση της δεν αναφέρει κάτι τέτοιο.  Αυτό που αναφέρει είναι πως εργάζεται σε κάποια εταιρεία με την ονομασία «Adonis Baths Water Falls», ενώ η εφεσίβλητη 1 είναι η εταιρεία «Adonis Baths Mavrokolimbos Water Falls».  Ασφαλώς όχι μόνο πρόκειται για μικροσκοπική προσέγγιση, αλλά και για προσέγγιση που αντιστρατεύεται το παραδεκτό γεγονός ότι η Ν.Γ. ήταν υπάλληλος της εφεσίβλητης 1.  Είναι υπ’  αυτή της την ιδιότητα που αναφέρθηκε «στο νερό της λίμνης της εταιρείας μας». 

 

Ο σχετικός λόγος έφεσης επιτυγχάνει.  Με βάση τη μαρτυρία αποδεικνύεται στον απαιτούμενο βαθμό ότι η εφεσίβλητη 1 ήταν κάτοχος της λίμνης.

Παρά την αντίθετη διαπίστωση του, το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε συνοπτικά και το ζήτημα της ευθύνης των εφεσιβλήτων, υπό το φως των προνοιών του άρθρου 51(2)(β) του Κεφ. 148.  Επί του ζητήματος αυτού κατέληξε ότι και αν ακόμα οι εφεσίβλητοι θα είχαν αποδείξει ότι επέτρεψαν στον αποβιώσαντα να κάμει βουτιές και ότι δεν είχαν το κατάλληλο προσωπικό και εξοπλισμό, θα έπρεπε η αγωγή να απορριφθεί, εφόσον δεν υπήρχε μαρτυρία που να αποδεικνύει αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των κατ’  ισχυρισμόν παραλείψεων των εφεσιβλήτων και του θανάτου.  Το μόνο συμπέρασμα στο οποίο θα μπορούσε να οδηγηθεί το δικαστήριο, κατέληξε, ήταν πως ο αποβιώσας πνίγηκε ενώ κολυμπούσε στη λίμνη και τίποτε πέραν τούτου.

 

Είναι από τα παραπάνω φανερό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αποφάσισε κατά πόσον υπήρξε παράβαση καθήκοντος εκ μέρους των εφεσιβλήτων, θεωρώντας ότι και αν ακόμα θα υπήρχε τέτοια παράβαση, αυτή δεν συνδέθηκε αιτιωδώς με το μοιραίο αποτέλεσμα.  Είναι χαρακτηριστική η ακόλουθη αναφορά από τις διαπιστώσεις του:

 

«…από την ενώπιον του δικαστηρίου μαρτυρία δεν προκύπτει ότι ο θάνατος του οφείλεται στην έλλειψη κατάλληλου προσωπικού και εξοπλισμού, με την έννοια ότι εάν υπήρχαν θα σωζόταν και ότι η έλλειψη τους προκάλεσε το θάνατο του.» (ο τονισμός είναι του παρόντος δικαστηρίου)

 

Η διαπίστωση περί μη στοιχειοθέτησης αιτιώδους συνάφειας προσβάλλεται με την έφεση.  Εγείρεται επίσης με άλλο λόγο έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι οι εφεσίβλητοι δεν υπήρξαν ένοχοι αμέλειας.  Όπως όμως έχουμε αναφέρει το δικαστήριο δεν προέβη σε τέτοιο εύρημα.  Εν πάση όμως περιπτώσει, ως θέμα λογικής τάξης και νομικής αναγκαιότητας, θα πρέπει πρώτα να εξετάσουμε το ζήτημα της ευθύνης όπως τίθεται με την έφεση και ακολούθως το ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας, εφόσον το τελευταίο αυτό ζήτημα δεν μπορεί να εξεταστεί αφηρημένα, χωρίς αναφορά στις συγκεκριμένες παραλείψεις που αποδίδονται στους εφεσίβλητους.   

 

Το πρώτο ερώτημα που τίθεται σε τέτοιες περιπτώσεις είναι κατά πόσον υπήρχε καθήκον επιμέλειας (duty of care).  Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι καταφατική, εν όψει της διαπίστωσης ότι οι εφεσίβλητοι ήταν κάτοχοι της λίμνης και ότι ο αποβιώσας είχε εισέλθει καταβάλλοντας εισιτήριο ως «προσκεκλημένος».  Συνεπώς, οι εφεσίβλητοι είχαν καθήκον επιμέλειας έναντι του, βάσει του άρθρου 58(2)(β) του Κεφ. 148 «αλλά και του γενικότερου καθήκοντος για την επίδειξη της δέουσας επιμέλειας για την προστασία του γείτονα, δηλαδή των προσώπων τα οποία κατά λογική πρόβλεψη ήταν ενδεχόμενο να επηρεαστούν από τις πράξεις και δραστηριότητες στα υποστατικά εργασίας των εφεσειόντων.» (Λ.Π. Φραγκεσκίδης & Σία Λτδ ν. Μάμα (1989) 1 ΑΑΔ 70, 90, υπό Πική, Δ. (όπως ήταν τότε)).

 

Το επόμενο ερώτημα είναι κατά πόσον υπήρξε παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας (breach of duty). Το περιεχόμενο του καθήκοντος επιμέλειας  κατόχου έναντι «προσκεκλημένου» έγκειται στην υποχρέωση του να μεριμνά ώστε το υποστατικό να είναι εύλογα ασφαλές για τους σκοπούς για τους οποίους ο «προσκεκλημένος»  βρίσκεται νόμιμα στο χώρο.  Το καθήκον αυτό εξυπακούει ότι ο κάτοχος θα πρέπει να επιδεικνύει τέτοια φροντίδα, όση υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης είναι εύλογη.  Αφενός δεν είναι  ασφαλιστής, δηλαδή δεν έχει καθήκον να αποτρέπει ένα ασυνήθιστο κίνδυνο, τον οποίο δεν γνωρίζει ή δεν όφειλε να γνωρίζει, από την άλλη όμως, έστω και αν η πιθανότητα εκδήλωσης του κινδύνου είναι μικρή, δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη για κίνδυνο τον οποίο γνωρίζει ή οφείλει  να γνωρίζει.  Όπως ελέχθη στην Λ.Π. Φραγκεσκίδης & Σία Λτδ (ανωτέρω) «το ότι η πιθανότητα εκδηλώσεως του κινδύνου είναι μικρή (slight) δεν απαλλάττει τον κάτοχο των υποστατικών από τη λήψη προστατευτικών μέτρων εφόσον ο κίνδυνος είναι προβλεπτός.» (βλ. και Μιχαήλ ν. Ττούνια κ.α. (2005) 1 ΑΑΔ 19). 

 

Η σύγχρονη τάση όπως είχε τότε χαρακτηριστεί από τον Πική, Δ. (όπως ήταν τότε), στις υποθέσεις G.I.P. Constructions v. Neophytou and Another (1983) 1 AAΔ 669 και Λ.Π. Φραγκεσκίδης & Σία Λτδ (ανωτέρω) είναι «τάση εναρμονισμού των υποχρεώσεων του κατόχου υποστατικών κατά το κοινό δίκαιο με τις σύγχρονες αντιλήψεις περί κοινωνικού καθήκοντος … τα όρια του καθήκοντος προς το γείτονα προσδιορίζει ανθρωπιστική συμπεριφορά η οποία αναμένεται από τον κάθε πολίτη στον προγραμματισμό και την εκτέλεση των δραστηριοτήτων του.»

 

Με δεδομένες τις νομικές αυτές αρχές, σημασία έχουν κάθε φορά οι περιστάσεις.  Ως προς τις περιστάσεις που έλαβε χώρα το μοιραίο ατύχημα, το πρωτόδικο δικαστήριο, όπως έχουμε αναφέρει ανωτέρω, θεώρησε ότι με βάση την ενώπιον του μαρτυρία το μόνο ζήτημα για το οποίο θα μπορούσε να προβεί σε εύρημα ήταν ότι ο αποβιώσας πνίγηκε ενώ κολυμπούσε στη λίμνη και σε τίποτε άλλο πέραν αυτού.

Με τον δέοντα σεβασμό η προσέγγιση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους.  Το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη τα λεχθέντα υπό του πρώην εφεσίβλητου 2, στην κατάθεση του στην Αστυνομία, όπου, παρά την προσπάθεια του να καταδείξει ότι δεν ήταν υπεύθυνος της λίμνης, προκύπτει με σαφήνεια το αντίθετο.  Αναφερόμενος στη λίμνη είπε ότι «ο χώρος των λουτρών δεν προστατεύεται από ναυαγοσώστη αλλά έχω τοποθετήσει πινακίδες σε διάφορα σημεία που αναγράφεται το κολύμπι και το πήδημα στο νερό γίνεται με δική σας ευθύνη γραμμένο στα ελληνικά και αγγλικά».  Επίσης αναφέρει ότι πέραν των προστατευτικών πινακίδων ο ίδιος προσωπικά συμβουλεύει τους επισκέπτες να μην πηδούν στο νερό από ψηλά και να μην κολυμπούν. Παρουσιάζει τον εαυτό του με σαφήνεια ως τον υπεύθυνο του χώρου και της λίμνης που βρίσκονταν, σύμφωνα με την προηγούμενη μας διαπίστωση, υπό την κατοχή, τον έλεγχο και την επικερδή διαχείριση της εφεσίβλητης 1.  Η διασύνδεση της τελευταίας με τον πρώην εφεσίβλητο 2 είναι σαφής.  Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στην εν λόγω κατάθεση του τα κτίρια και τις εγκαταστάσεις στον χώρο των λουτρών του Άδωνη τα έκτισε ο ίδιος και δέχεται πελάτες οι οποίοι, υποτίθεται, «έρχονται για να δουν την περιοχή» έναντι αντιτίμου.  Άλλα όμως είναι που δείχνει εμφαντικά το διαφημιστικό φυλλάδιο.

Πέραν τούτου, τόσο από την κατάθεση του πρώην εφεσίβλητου 2, όσο και από τις άλλες δύο εν λόγω καταθέσεις, προκύπτουν οι συνθήκες του πνιγμού του αποβιώσαντα. 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο όμως δεν τις έλαβε υπόψη χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία, παρά τις σαφείς πρόνοιες του άρθρου 24 του Κεφ. 9.  Το μαρτυρικό αυτό υλικό βρίσκεται ενώπιον μας και το άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60, μας παρέχει τη δυνατότητα να αναθεωρήσουμε τις προσαχθείσες αποδείξεις και να συνάγουμε τα δικά μας συμπεράσματα. 

 

Σε ότι αφορά τη βαρύτητα που θα πρέπει να αποδοθεί στην εξ ακοής μαρτυρία που περιέχεται στις καταθέσεις, σημειώνουμε ότι πρόκειται για μαρτυρία η οποία προέρχεται από την άλλη πλευρά ή από πρόσωπα φίλια στην άλλη πλευρά, οπότε δεν ήταν «εύλογο και εφικτό» για την πλευρά των εφεσειόντων να κλητεύσουν τα πρόσωπα τα οποία είχαν προβεί στις καταθέσεις (άρθρο 27(2)(α) του Κεφ. 9). Ένα από τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 27 είναι το κατά πόσο υπάρχει κίνητρο για απόκρυψη και παραποίηση των γεγονότων (άρθρο 27(2)(δ) του Κεφ.9).  Εν προκειμένω κίνητρο υπήρχε πλην όμως ήταν κίνητρο υπέρ των εφεσιβλήτων και αυτό ακριβώς προσπάθησε, όπως αναφέραμε, να κάμει ο εφεσίβλητος 2.  Περιπλέον, οι καταθέσεις περιλαμβάνουν και διπλή εξ ακοής μαρτυρία (εδάφιο (γ)), πλην όμως είναι διατυπωμένη σε πλήρη αμεσότητα και με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην χωρούσε παραποίηση ή εσφαλμένη μεταφορά.  Έχοντας αυτά τα στοιχεία κατά νου θα προσδώσουμε βαρύτητα στο περιεχόμενο των τριών καταθέσεων. 

 

Στην κατάθεση της Ι.Θ. αναφέρεται ότι ενώ βρισκόταν στο ταμείο την πλησίασε μια τουρίστρια και της είπε τρομαγμένη στα αγγλικά ότι κάποιος νεαρός πήδηξε από κάποιο βράχο ψηλά στο νερό και αφού βγήκε για λίγα δευτερόλεπτα στην επιφάνεια ξαναβυθίστηκε στο νερό.  Η Ι.Θ. αναφέρει περαιτέρω ότι ζήτησε από κάποιον κύπριο να βουτήξει για να τον βγάλει.  Αυτός βούτηξε με κάποιον άλλο και τον έβγαλαν έξω.  Παράλληλα τηλεφώνησε τον πατέρα της για το περιστατικό.  Ο τελευταίος αναφέρθηκε στο τηλεφώνημα αυτό επαναλαμβάνοντας τα όσα του είπε η θυγατέρα του.  Συνέχισε λέγοντας ότι κατέφθασε στο μέρος δέκα λεπτά περίπου μετά και ήδη είχαν βγάλει έξω τον αποβιώσαντα από το νερό και ένας άγγλος και ένας κύπριος του έκαναν τεχνική αναπνοή, χωρίς όμως να επαναφέρει τις αισθήσεις του.  Μετά από πέντε λεπτά κατέφθασε το ασθενοφόρο το οποίο τον μετέφερε στο νοσοκομείο.  Η Ν.Γ. ανέφερε ότι ειδοποιήθηκε σχετικά ενώ μετέβαινε στην εργασία της και πως όταν έφθασε εκεί, είδε κάποιον να τραβά έξω από τη λίμνη ένα άντρα, ο οποίος δεν είχε τις αισθήσεις του.  Προσπάθησαν να του δώσουν τις πρώτες βοήθειες και ακολούθως τον παρέλαβε το ασθενοφόρο.

 

Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον υπό τις περιστάσεις αυτές οι εφεσίβλητοι παρέβησαν το καθήκον τους να παρέχουν εύλογη ασφάλεια στον αποβιώσαντα για τους σκοπούς που βρισκόταν στον χώρο.  Οι σκοποί αυτοί διασαφηνίζονταν και διαφημίζονταν στο φυλλάδιο των ιδίων των εφεσιβλήτων.  Περιελάμβαναν την κολύμβηση και τα μακροβούτια στη λίμνη.  Η αιχμή του δόρατος της υπόθεσης των εφεσειόντων έγκειται στη θέση αφενός ότι οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να προειδοποιήσουν ικανοποιητικά ότι η πραγματοποίηση βουτιών στη λίμνη ήταν επικίνδυνη και ότι επέτρεπαν τέτοιες βουτιές ενώ γνώριζαν την επικινδυνότητα της και αφετέρου, ότι παρέλειψαν να διαθέτουν ναυαγοσώστη ή γνώστη πρώτων βοηθειών ή εξοπλισμό πρώτων βοηθειών.  Η απάντηση της άλλης πλευράς, τηρουμένης της απορριφθείσας θέσης τους ότι δεν είχαν τον έλεγχο ή την κατοχή της λίμνης, ήταν πως υπήρχαν στο μέρος προειδοποιητικές πινακίδες.  Έχουν κατατεθεί σχετικές φωτογραφίες στις οποίες φαίνεται μια πινακίδα επικολλημένη σε ένα τοίχο στην οποία αναγράφονται τα εξής «SWIMMING AND JUMPING AT YOUR OWN RISK/ΤΟ ΚΟΛΥΜΠΙ ΜΕ ΔΙΚΗ ΣΑΣ ΕΥΘΥΝΗ». 

 

Ο κίνδυνος όχι μόνο ήταν προβλεπτός,  αλλά ήταν και σε γνώση των εφεσιβλήτων, όπως προκύπτει από την ανάρτηση της πινακίδας και από τον ισχυρισμό του εφεσίβλητου 2 τον οποίο ταυτίζουμε, για τους λόγους που εξηγήσαμε, με την εφεσίβλητη 1, ότι προειδοποιούσε να μην καταδύονται και να μην κολυμπούν.  Τέτοιος ισχυρισμός περί προειδοποιήσεων δεν μπορεί βέβαια να γίνει πιστευτός, εν όψει του διαφημιστικού φυλλαδίου που στην πραγματικότητα καλούσε και δελέαζε τους επισκέπτες και να κολυμπήσουν και να καταδυθούν στα λεγόμενα «λουτρά του Άδωνη». Η μόνη αξία του ισχυρισμού αυτού ότι δήθεν προειδοποιούσε για τον κίνδυνο ακόμα και της κολύμβησης έγκειται στο γεγονός ότι αποκαλύπτει τη γνώση των εφεσιβλήτων για τους κινδύνους, την ίδια στιγμή που λειτουργούσαν την επιχείρηση διαφημίζοντας την κολύμβηση και τα μακροβούτια στη λίμνη.  

 

Οι προειδοποιήσεις ότι οι επισκέπτες μπορούν να ενεργήσουν ιδίω κινδύνω (at their own risk) δεν απαλλάσσουν τον κάτοχο από τις ευθύνες του.  Δεν πρόκειται για προειδοποιήσεις που απαγορεύουν τις επικίνδυνες ενέργειες ή γενικότερα που καθιστούν τον επισκέπτη ευλόγως ασφαλή. Στην πραγματικότητα τέτοιας φύσεως «προειδοποιήσεις» δεν προειδοποιούν για τον κίνδυνο, αλλά αποτελούν προσπάθεια αποφυγής της ευθύνης, όπως υποδείχθηκε στην White v. Blackmore [1972] 2 Q.B. 651, από τον Lord Denning, ο οποίος με το γλαφυρό του ύφος και τη σαφήνεια του λόγου του σχολίασε ως εξής την προειδοποιητική πινακίδα ότι η συγκεκριμένη δραστηριότητα (motor racing) ήταν επικίνδυνη:

 

«The warning notices in this case do not enable the visitor to be reasonably safe.  They do not tell him anything about the danger except that “motor racing is dangerous”.  They do not tell him to avoid the danger by going away – for that is the very last thing the organizers want him to do.  They want him to come and stay and see the races.  By inviting him to come, they are under a duty of care to him: which they cannot avoid by telling him that it is dangerous.»

 

Σε μετάφραση:

 

«Οι προειδοποιητικές πινακίδες σε αυτή την υπόθεση δεν καθιστούν τον επισκέπτη ευλόγως ασφαλή.  Δεν αναφέρουν οτιδήποτε για τον κίνδυνο εκτός ότι «οι αγώνες ταχύτητας είναι επικίνδυνοι».  Δεν τον καλούν να αποφύγει τον κίνδυνο με το να φύγει – επειδή αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που οι διοργανωτές τον θέλουν να πράξει.  Τον θέλουν να έρθει και να παραμείνει και να παρακολουθήσει τους αγώνες.  Προσκαλώντας τον να έρθει τελούν υπό καθήκον επιμέλειας έναντι του: κάτι το οποίο δεν μπορούν να αποφύγουν λέγοντας του ότι είναι επικίνδυνο

 

Έδωσε ακόμα ως παράδειγμα μια πινακίδα με την επιγραφή «Visitors cross the bridge at their own risk» λέγοντας ότι τέτοια αναφορά επίσης δεν απαλλάσσει τον κάτοχο από την ευθύνη του («equally does not exempt him»). 

 

Αυτά λέχθηκαν με αναφορά στο section 2(4)(a) του OccupiersLiability Act του 1957, σύμφωνα με το οποίο η προειδοποίηση δεν απαλλάσσει τον κάτοχο από ευθύνη εκτός εάν, υπό όλες τις περιστάσεις, είναι επαρκής ώστε να καταστήσει ικανό τον επισκέπτη να είναι εύλογα ασφαλής («unless in all the circumstances it was enough to enable the visitor to be reasonably safe»).  Όμως η προσέγγιση αυτή αποτελεί γενικότερη αρχή η οποία έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία μας.  Όπως έχει υποδειχθεί στην G.I.P. Constructions (ανωτέρω) «ο κάτοχος υποστατικών ο οποίος επιθυμεί να περιορίσει τις κινήσεις των επισκεπτών μέσα στα υποστατικά, πρέπει να το πράξει ειδικά και ρητά, διαφορετικά παραμένει υπόλογος για οποιαδήποτε ζημιά ήθελε υποστεί από τις συνέπειες των κινδύνων που ήταν λογικά προβλεπτοί.»

 

Εν προκειμένω, η πινακίδα δεν αποτελούσε ρητή και σαφή προειδοποίηση για τον κίνδυνο, ο οποίος καθ’  ομολογία ήταν γνωστός στους εφεσίβλητους.  Αντίθετα, επρόκειτο ακριβώς για την περίπτωση στην οποία είχε αναφερθεί ο Lord Denning, δηλαδή για μια προσπάθεια αποφυγής της ευθύνης ενώ στην πραγματικότητα επεδίωκαν να προσελκύσουν τους επισκέπτες ασφαλώς και για τη διαφημιζόμενη εμφαντικά χρήση. 

 

Διαφοροποιείται, συνεπώς, η υπόθεση Darby v. National Trust [2001] P.I.Q.R. P 27, την οποία έχουμε εντοπίσει και αφορά παρομοίως σε πνιγμό σε λίμνη.  Στην υπόθεση εκείνη ένας ικανός κολυμβητής είχε βουτήξει στη λίμνη που βρισκόταν σε πάρκο των εναγομένων η οποία εχρησιμοποιείτο συχνά από επισκέπτες για κολύμβηση και κωπηλασία.  Ως αποτέλεσμα επήλθε ο πνιγμός του.  Το νερό ήταν θολό και κατά τόπους βαθύ.  Οι κίνδυνοι ήταν φανεροί.  Οι εναγόμενοι όμως δεν τοποθέτησαν προειδοποιητικές πινακίδες γύρω από τη λίμνη ή στην περιοχή της λίμνης.  Υπήρχε μόνο μια δυσδιάκριτη, ανάμεσα σε άλλες πληροφορίες για το πάρκο, προειδοποίηση στο χώρο στάθμευσης η οποία απαγόρευε την κολύμβηση και την κωπηλασία.  Παρά ταύτα, η απαίτηση εναντίον των εναγομένων απερρίφθη, επειδή κρίθηκε ότι οι κίνδυνοι ήταν φανεροί και συνεπώς δεν υπήρχε καθήκον απαγορευτικής προειδοποίησης για την κολύμβηση. 

Εν προκειμένω, η εικόνα που έδιδαν οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι με το διαφημιστικό φυλλάδιο τους είναι πως δεν υπήρχαν κίνδυνοι, τους οποίους οι ίδιοι γνώριζαν, ενώ για τους λόγους που έχουμε αναφέρει η πινακίδα, η οποία άλλωστε δεν γνωρίζουμε κατά πόσο ήταν ευδιάκριτη και σε ποιο βαθμό, δεν συνιστούσε επαρκή προειδοποίηση. 

 

Όπως και στην περίπτωση κολύμβησης σε μια πισίνα, ανεξάρτητα από τους ισχύοντες σχετικά κανονισμούς, αποτελεί καθήκον η λήψη προστατευτικών μέτρων.  Όπως ελέχθη στην Inverell Municipal Council v. Pennington & Anor [1993] 82 L.G.E.R. 268:

 

«Those in control of the pool had, in general, the duty to take care for the safety of those using it.  This is reasonably plain.[…] They were, in the relevant sense, in sufficient proximity to users of the pool to require that they take proper precautions.»

 

Μάλιστα στην ίδια υπόθεση ελέχθη ότι σε περίπτωση που η πισίνα δεν είναι ειδικά σχεδιασμένη για καταδύσεις θα πρέπει να αναρτώνται προειδοποιητικές πινακίδες που να απαγορεύουν τις καταδύσεις.

 

Ο κίνδυνος ήταν κίνδυνος ζωής και οι εφεσίβλητοι θα έπρεπε να είχαν υπόψη το σοβαρό βαθμό των πιθανών συνεπειών από την πραγμάτωση του κινδύνου (Paris v. Stepney Borough Council [1951] 1 All ER 42).  Πέραν τούτου, το κόστος της λήψης των αναγκαίων μέτρων δεν ήταν αποτρεπτικό, ούτε προβλήθηκε τέτοια θέση, αφής στιγμής λειτουργούσαν την επιχείρηση τους με οικονομικό αντάλλαγμα.  Ούτε θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι θα τους επιβαλλόταν μια μη εύλογη δυσχέρεια εάν ελάμβαναν τα απαιτούμενα προφυλακτικά μέτρα (Overseas Tankship (UK) Ltd v. The Miller Steamship Co Pty, The Wagon Mound (No.2) [1966] 2 All ER 709).  

 

Ως εκ των άνω διαπιστώνεται παράβαση καθήκοντος επιμέλειας, τόσο λόγω της παράλειψης σαφούς προειδοποίησης, όσο και λόγω της παράλειψης να διατεθεί ναυαγοσώστης και/ή γνώστης πρώτων βοηθειών.  Τέτοια κατάληξη συνάδει και με την επιβεβλημένη θεώρηση υπό το πρίσμα της ανθρωπιστικής συμπεριφοράς.     

 

Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης και εν όψει της κατάληξης μας ότι έχει αποδειχθεί θετικά αμέλεια εκ μέρους των εφεσιβλήτων, με παράβαση συγκεκριμένων υποχρεώσεων, δεν είχε θέση η αρχή του res ipsa loquitur.  Συνεπώς είναι αχρείαστο να εξεταστεί ο λόγος έφεσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση ότι υπό τις περιστάσεις τυγχάνει εφαρμογής η εν λόγω αρχή.

 

Το επόμενο ερώτημα που τίθεται έγκειται στο κατά πόσον η αμέλεια των εφεσιβλήτων τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με το θάνατο του αποβιώσαντος, δηλαδή ήταν η αιτία που προκάλεσε ή που ουσιωδώς συνέβαλε στην πρόκληση του θανάτου, έστω και αν δεν αποτελούσε τη μόνη ή την κύρια αιτία. Την προϋπόθεση αυτή είχαν το βάρος να την στοιχειοθετήσουν οι εφεσείοντες στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων (Halsburys Laws of England, Volume 97A [2021]/2, para 114 και Volume 78 [2018]/1, para 3). 

 

Η αιτιώδης συνάφεια πρέπει να αποδεικνύεται ως πραγματικό γεγονός (Layland Shipping Co Limited v. Norwich Union [1918] A.C. 350).  Το ζήτημα προσεγγίζεται με πραγματιστική διάθεση ως ένα σύνηθες πρόβλημα της καθημερινής ζωής και όχι ως αντικείμενο θεωρητικής ενασχόλησης (Μonarch Steamship Co Ltd v. Karlhamns Oljefabriker [1949] 1 All E.R. 16).  Η αρχή αυτή αποτυπώνεται και στο σύγγραμμα Αρτέμης & Ερωτοκρίτου, Αστικά Αδικήματα, Δίκαιο και Αποφάσεις, Τόμος 2, σελ.23 ως ακολούθως:

 

«Το θέμα της αιτιώδους συνάφειας είναι, σε τελευταία ανάλυση, πραγματικό και πρέπει να αποφασίζεται ως τέτοιο, με βάση τη συνηθισμένη, απλή κοινή λογική.»

 

Ως πρώτο κριτήριο χρησιμοποιείται, κατά κανόνα, το γνωστό ως «“but fortest», δηλαδή το κατά πόσον αν δεν λάμβανε χώρα η συμπεριφορά του εναγόμενου το ζημιογόνο αποτέλεσμα δεν θα επερχόταν.  Όπως σημειώθηκε στην Voicu v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 78/16, ημερ. 10.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:B389 «η συμπεριφορά του κατηγορούμενου θα πρέπει να συνιστά μια condition sine qua non, αναγκαίο και απαραίτητο όρο της παραγωγής του αποτελέσματος (factual causation) (R. v. White [1910] 2 Q.B. 124) ». 

 

Πρόβλημα ανακύπτει όταν υπάρχουν περισσότερες αιτίες που μπορεί να οδηγήσουν στο ζημιογόνο αποτέλεσμα, ή όταν η αμέλεια οφείλεται σε παράλειψη («omission») και όχι σε θετική πράξη («In routine cases the determination of cause in fact appears to be simple and factual.[…] However, two situations, omissions creating an intractable proof problem and multiple sufficient causes, create extremely difficult cause-in-fact problem», Causation in Fact In Omission Cases, David A. Fischer, Utah, I.Rev. 1335, (1992))

 

Ειδικότερα, σε σχέση με πρόκληση ζημίας από παράλειψη, αναφέρονται στον Clerk & Lindsell on Torts, 21st ed., Chapter 2, section 2 (a) 12, τα ακόλουθα:

 

«Where the defendant’s breach of duty invokes an omission, particularly in the giving of advice or information, the outcome will often depends on what someone (the claimant, a third party, sometimes even the defendant) would have done had the defendant not omitted to perform the relevant duty.  This necessarily involves asking a hypothetical question, after the event, as to how someone would have behaved if the circumstances had been different, a process that carries inherent uncertainty …». 

 

Συνεπώς, στη συγκεκριμένη περίπτωση και σε ότι αφορά στην παράλειψη προειδοποίησης, δεδομένου ότι το ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας είναι ζήτημα γεγονότων, δηλαδή ζήτημα μαρτυρίας αναφορικά με τη συγκεκριμένη περίπτωση, το ερώτημα που τίθεται είναι το κατά πόσον έχει στοιχειοθετηθεί επί των γεγονότων που έχουν αποδειχθεί, ότι ο αποβιώσας, εάν υπήρχαν απαγορευτικές ή επαρκώς προειδοποιητικές πινακίδες, ήταν τέτοιος χαρακτήρας που θα τις λάμβανε υπόψη και δεν θα ενεργούσε με τον τρόπο που οδήγησε στο θάνατο του (βλ. για την ανάλογη περίπτωση της παράλειψης συμβουλής Nordic Holdings Ltd v. Mott Mac Donalds Ltd [2001] 77 Con.LR. 88).  Το βάρος να προσκομίσουν τέτοια μαρτυρία ώστε να πείσουν το δικαστήριο στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων το είχαν οι ενάγοντες.  Η παράλειψη προσκόμισης της οδηγεί σε αποτυχία στοιχειοθέτησης της απαραίτητης αιτιώδους συνάφειας (Holbeck Hall & Hotel Ltd v. Scarborough BC [1997] 57 Con.L.R. 113, 149).  Εν προκειμένω, δεν υπήρχε καμιά μαρτυρία εκ της οποίας να πιθανολογείται βάσιμα ότι ο αποβιώσας θα συμμορφωνόταν σε τυχόν απαγορευτικές ή σαφώς προειδοποιητικές πινακίδες.  Συνεπώς η σχετική παράλειψη των εφεσιβλήτων δεν συνδέθηκε αιτιωδώς με το τραγικό αποτέλεσμα έστω και στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. 

 

Σε ότι αφορά την παράλειψη παροχής υπηρεσιών ναυαγοσώστη/πρώτου βοηθού σημειώνουμε τα εξής:

 

Δεν γνωρίζουμε ποια θα ήταν η κατάληξη εάν υπήρχε στη σκηνή ναυαγοσώστης/πρώτος βοηθός.  Πρόκειται για τη δυσχέρεια στην οποία ανωτέρω αναφερθήκαμε εφόσον το πρόβλημα τίθεται σε υποθετική βάση, αλλά βεβαίως υπό το πρίσμα των γεγονότων που έχουν αποδειχθεί.  Τα γεγονότα εν προκειμένω είναι ότι ο αποβιώσας είχε καταδυθεί στη λίμνη από ένα βράχο ψηλά και αφού βγήκε για λίγα δευτερόλεπτα στην επιφάνεια ξαναβυθίστηκε στο νερό.  Δύο πρόσωπα βούτηξαν και τον έβγαλαν έξω αναίσθητο.  Δέκα λεπτά περίπου μετά όταν έφθασε στο μέρος ο πρώην εφεσίβλητος 2, τα δύο αυτά πρόσωπα του έκαναν τεχνητή αναπνοή, χωρίς όμως να επαναφέρει τις αισθήσεις του.  Μετά από πέντε λεπτά κατέφθασε το ασθενοφόρο το οποίο τον μετέφερε στο νοσοκομείο.  Πέθανε από πνιγμό στο νερό της λίμνης. Είναι πιθανότερο ότι μπορούσε να σωθεί εάν υπήρχε ναυαγοσώστης/πρώτος βοηθός; 

 

Εν προκειμένω, ο αποβιώσας δεν παρέμεινε απαρατήρητος να πνίγεται στο νερό, ούτε και αβοήθητος.  Παρά την απουσία ναυαγοσώστη έγινε προσπάθεια διάσωσης του από δύο πρόσωπα, τα οποία δεν περιορίστηκαν στο να τον ανασύρουν από το νερό, αλλά προχώρησαν και σε τεχνητή αναπνοή.  Δεν έχει προσφερθεί μαρτυρία ότι τα πρόσωπα αυτά δεν είχαν τις δυνατότητες, την ικανότητα, την εμπειρία, τις γνώσεις που θα μπορούσε να έχει ένας ναυαγοσώστης/ πρώτος βοηθός, ή ότι καθ’ οιονδήποτε τρόπο η απουσία ναυαγοσώστη/πρώτου βοηθού προκάλεσε ή συνέτεινε στο θάνατο του.  Ελλείψει τέτοιας μαρτυρίας οι ενάγοντες έχουν αποτύχει να αποδείξουν την αιτιώδη συνάφεια και ως προς το σκέλος αυτό της αμέλειας, έστω και σε επίπεδο ισοζυγίου των πιθανοτήτων.

Ως αποτέλεσμα η έφεση θα απορριφθεί.  Λαμβάνοντας όμως υπόψη ότι οι λόγοι έφεσης που αφορούσαν τα σημαντικά ζητήματα της κατοχής της λίμνης και της ευθύνης των εφεσιβλήτων κρίθηκαν βάσιμοι, θα διατάξουμε όπως κάθε πλευρά καταβάλει τα έξοδα της.

 

Η έφεση απορρίπτεται.  Κάθε πλευρά να καταβάλει τα έξοδα της. 

 

                                                          Π. Παναγή, Π.

 

                                                          Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

                                                          Ι. Ιωαννίδης, Δ.

 

 

 

/φκ

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο