ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΦΙΤΗΣ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ ΔΙΑ ΤΟΥ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΟΥ ΤΗΣ, ΤΟΥ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΚΑΙ ΕΦΟΡΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΣΠΥΡΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ v. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 201/2014, 19/5/2022

ECLI:CY:AD:2022:D191

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 201/2014)

 

19 Μαΐου, 2022

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.]

[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,  Δ/στές]

 

ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΦΙΤΗΣ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ ΔΙΑ ΤΟΥ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΟΥ ΤΗΣ, ΤΟΥ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΚΑΙ ΕΦΟΡΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΣΠΥΡΟΥ  ΚΟΚΚΙΝΟΥ,

Εφεσείουσα/Ενάγουσα

ν.

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητου/Εναγομένου

_________________________

     Κ. Μ. Χατζηπιέρας, για την Εφεσείουσα.

    Ε. Φλωρέντζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσίβλητο.

                              ________________________

     ΠΑΝΑΓΗ, Π.:   Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα   δοθεί από τον Ι. Ιωαννίδη, Δ.

_______________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

     ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:   Στις 28.1.1997 υπεγράφη  μεταξύ της Εφεσείουσας και του Εφεσίβλητου συμφωνία «ανάληψης, εκτέλεσης και συντήρησης τεχνικών έργων από την Ενάγουσα, για την κατασκευή της οδού Πρωταρά, από το Β΄ Δημοτικό μέχρι την Αγία Τριάδα στο Παραλίμνι, μήκους 2750 μέτρα, αριθμός συμβολαίου PS/C/134, για το ποσό των Λ.Κ.299.000,00».   

 

    Η Εφεσείουσα ξεκίνησε την κατασκευή του έργου στις 3.3.1997, κατόπιν οδηγιών του Επαρχιακού Μηχανικού του Τμήματος Δημοσίων Έργων («ο Μηχανικός»), το οποίο αναμενόταν να ολοκληρωθεί, σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας, στις 18.8.1997.   Οι καταστηματάρχες της οδού Πρωταρά αντιδρούσαν στην εκτέλεση του έργου κατά την τουριστική περίοδο.  Οι αντιδράσεις αυτές οδήγησαν τελικά και στην κατάληψη του εργοταξίου από διάφορα πρόσωπα, τα οποία ακινητοποίησαν οχήματα και μηχανήματα της Εφεσείουσας.  Περαιτέρω, παράγοντες του Παραλιμνίου,  μεταξύ αυτών και ο Δήμαρχος, αξίωσαν από τον «Μηχανικό» την αναστολή των εργασιών του έργου.   Στις 24.4.1997 ο «Μηχανικός» έδωσε εντολή στην Εφεσείουσα να αναστείλει τις εργασίες του έργου, πράγμα που έπραξε.   Η αναστολή συνεχίστηκε  μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 1997.    Συνεπεία των πιο πάνω, το έργο ολοκληρώθηκε τέλη Μαρτίου του 1998 αντί στις 18.8.1997, ως προέβλεπε η συμφωνία.    

 

   Η Εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι υπέστη ζημιές και έξοδα, συνεπεία της πιο πάνω αναστολής και/ή καθυστέρησης των εργασιών, για τις οποίες θεωρούσε υπεύθυνη την Κυπριακή Δημοκρατία.   Έτσι, το 2005 καταχώρισε αγωγή εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα με την οποία αξίωνε αποζημιώσεις ύψους Λ.Κ.243.472,00.

 

   Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, και αφού αποδέχθηκε τη μαρτυρία του πραγματογνώμονα που η Εφεσείουσα κάλεσε,  βρήκε ότι η τελευταία υπέστη ζημιές.   Όπως καταγράφει στη σελ. 23 της απόφασης του:  «Η ζημιά που έχει υποστεί η ενάγουσα από την αναστολή των εργασιών σύμφωνα με τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα Μ.Ε.1 που έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο και κατόπιν μείωσης της απαίτησης από το συνήγορο της ενάγουσας κατά την τελική του αγόρευση, ανέρχεται σε Λ.Κ.120.362,79 μείον το ποσόν των Λ.Κ.36.501,00 ήτοι Λ.Κ.83.861,79 που ισούται με €143.286,37».   Ο Εφεσίβλητος δεν αμφισβητεί αυτό το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Με άλλα λόγια, δέχεται ότι οι ζημιές που υπέστη η Εφεσείουσα ανέρχονται στο πιο πάνω ποσό.  

 

    Να κάνουμε μια μικρή παρένθεση εδώ, για να αναφέρουμε ότι η Εφεσείουσα πριν από την καταχώριση της αγωγής, υπέβαλε απαίτηση για καταβολή αποζημιώσεων ύψους Λ.Κ.279.973,00 λόγω αναστολής των εργασιών.  Η απαίτηση της εξετάστηκε σύμφωνα με τις διαδικασίες του Τμήματος Δημοσίων Έργων, αρχικά από την Τμηματική Επιτροπή Αλλαγών και Απαιτήσεων (Τ.Ε.Α.Α), και ακολούθως από την  Κεντρική Επιτροπή Αλλαγών και Απαιτήσεων (Κ.Ε.Α.Α).  Να σημειωθεί ότι ο Διευθυντής της Εφεσείουσας, xxx Παφίτης, υπέστη εγκεφαλικό στις 25.1.2002 μετά από μια συνεδρία της Κ.Ε.Α.Α για το θέμα των αξιούμενων αποζημιώσεων, και έκτοτε η επικοινωνία μαζί του ήταν αδύνατη.  Η διαδικασία φαίνεται να συνεχίστηκε εν τη απουσία του, με την Κ.Ε.Α.Α  να αποφασίζει στις 2.5.2002 να εγκρίνει την καταβολή ποσού ύψους Λ.Κ.36.501,00, ως αποζημιώσεις.   Στις 8.7.2002 εξεδόθη πιστοποιητικό πληρωμής (τεκ. 24Υ) για καταβολή στην Εφεσείουσα του  εν λόγω ποσού που η Κ.Ε.Α.Α είχε εγκρίνει.    Καταγράφεται στο εν λόγω πιστοποιητικό ότι το πιο πάνω ποσό αφορά σε εγκεκριμένη απαίτηση του Εργολάβου, δηλαδή της Εφεσείουσας.    Επειδή όμως σε προηγούμενο πιστοποιητικό πληρωμής, είχε γίνει υπερπληρωμή ποσού ύψους Λ.Κ.3.040,21, αφαιρέθηκε από το ποσό των Λ.Κ.36.501,00 το ποσό των Λ.Κ.3.040,21 με αποτέλεσμα να καταβληθεί στην Εφεσείουσα, με επιταγή ημερ. 16.8.2002, το ποσό των Λ.Κ.33.460,79.       

 

    Το Πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφει στην απόφαση του ότι έχει  προβληματιστεί κατά πόσο η απόφαση της Κ.Ε.Α.Α αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, οπότε σε τέτοια περίπτωση  δεν θα είχε, ως αναφέρει,  δικαιοδοσία να αναθεωρήσει το ποσό που αυτή είχε επιδικάσει.  Κατέληξε, για τους λόγους  που καταγράφει, ότι «δεν ετίθετο θέμα αρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου να επιληφθεί της παρούσας και να καθορίσει ποσό αποζημίωσης διαφορετικό από αυτό  που καθόρισε η Κ.Ε.Α.Α».   Ούτε αυτό το μέρος της απόφασης του αμφισβητείται από τον Εφεσίβλητο.

 

     Στη συνέχεια το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε (παραθέτουμε αυτολεξεί το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση), «κατά πόσον δικαιολογείται από τα γεγονότα της υπόθεσης, η βασική πτυχή της Υπεράσπισης του εναγομένου για δημιουργία κωλύματος εκ συμπεριφοράς (estoppel by conduct) και παρόλο ότι σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου η ζημιά που έχει υποστεί η ενάγουσα είναι πολύ μεγαλύτερη από το ποσό που εισέπραξε δυνάμει του πιστοποιητικού πληρωμής (τεκ. 24Υ).   Η πιο πάνω θέση του εναγομένου στηρίζεται στο αναντίλεκτο γεγονός της πληρωμής στην ενάγουσα, του ποσού των Λ.Κ.36.501,00 το οποίο επιδικάστηκε από την Κ.Ε.Α.Α ως αποζημιώσεις για την αναστολή εργασιών στο επίδικο έργο».     

 

    Σημείωσε και τα ακόλουθα:   «Η μη συμπερίληψη του κανόνα του κωλύματος στη σχετική δικογραφία δεν αποστερεί από τον εναγόμενο το δικαίωμα να εγείρει το θέμα κατά το ακροαματικό στάδιο της διαδικασίας, νοουμένου ότι τα γεγονότα όπως προκύπτουν από την μαρτυρία, δικαιολογούν την παροχή σχετικής θεραπείας (Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 1 CLR, 542, 552)».  Δεν διευκρινίζει, εάν σημείωσε τα πιο πάνω επειδή η θέση του ήταν ότι τέτοιο κώλυμα εκ συμπεριφοράς δεν δικογραφείται από τον Εφεσίβλητο.   Να επαναλάβουμε, πως τα γεγονότα που δικαιολογούν τη θεραπεία, και τα οποία αποδεικνύονται με τη μαρτυρία, θα  πρέπει να είναι δικογραφημένα.  Δεν αρκεί να προκύπτουν μόνο από την μαρτυρία, όπως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση.  Προφανώς αυτό είναι που ήθελε να πει το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αυτό λέγει και η απόφαση Papacleovoulou (πιο πάνω) στην οποία παραπέμπει.          Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση:

 

«That does not, however, appear to be an insurmountable obstacle provided the pleaded facts and the findings of the Court justify the appreciation of the case in that perspective. In Drane v. Evangelou (1978) 2 All E.R. 437, it was held that the trial Court could raise the issue of trespass notwithstanding the fact that it had not been pleaded so long as the pleaded facts justified a claim for trespass. In another case, Lord Denning pointed out that so long as the material facts giving rise to a claim are pleaded, a party may obtain any remedy warranted thereby, the rule being that he is not precluded from departing from his pleading with regard to the remedies warranted, as a legal consequence of pleaded facts. (See Re Vandervell's Trusts (No. 2) [1974] 3 All E.R. 205 (C.A.)).»

 

 

   Τα πιο πάνω υιοθετήθηκαν στην Kennedy Hotels Ltd v. Indjirdjian (1992) 1 (A) AΑΔ, 400, στην D & G Products v. Αναστασίου (2012) 1(Β) ΑΑΔ, 1400, αλλά και σε πολλές άλλες αποφάσεις, τις οποίες δεν χρειάζεται να παραθέσουμε.  Εδώ ο δικογραφημένος ισχυρισμός εκ μέρους του Εφεσίβλητου περί καταβολής στην Εφεσείουσα του ποσού των Λ.Κ.36.501,00, με αποτέλεσμα αυτή να εμποδίζεται «από του να προβάλει οποιαδήποτε περαιτέρω απαίτηση», δεν απεκάλυπτε επίκληση κωλύματος εκ συμπεριφοράς (estoppel by conduct).           

 

     Δεν υπάρχει λόγος έφεσης ότι κακώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε θέμα που αφορούσε σε κώλυμα εκ συμπεριφοράς, χωρίς να υπάρχουν δικογραφημένα τα σχετικά γεγονότα. Με δεδομένο ότι η ακροαματική διαδικασία διενεργήθηκε ουσιαστικά πάνω στη βάση ότι η Εφεσείουσα κωλυόταν λόγω συμπεριφοράς να αξιώσει με αγωγή οποιοδήποτε πρόσθετο  ποσό,  θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε κατά πόσο δικαιολογημένα το Δικαστήριο βρήκε ότι είχε εφαρμογή το κώλυμα εκ συμπεριφοράς, το οποίο οδήγησε στην απόρριψη της αγωγής.          Όπως ορθά καταγράφει και το Πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν υπάρχει γενικός κανών για το πότε δικαιολογείται η επίκληση του κωλύματος εκ συμπεριφοράς (estoppel by conduct), αφού κάθε υπόθεση εξετάζεται στη βάση των δικών της γεγονότων.   

 

    Στην Α.Η.Κ. ν. Ελληνικής Μεταλλευτικής Εταιρείας Λτδ (2005) 1(Α) ΑΑΔ, 127,  ο αείμνηστος Αρτέμης, Δ. (όπως ήταν τότε) σημείωσε τα ακόλουθα σε σχέση με το εξ επιείκειας κώλυμα, το οποίο περιλαμβάνει  και το κώλυμα λόγω συμπεριφοράς:

 

«Το εξ επιεικείας κώλυμα, που περιλαμβάνει και το κώλυμα ένεκα συμπεριφοράς (estoppel by conduct), εγείρεται ως αποτέλεσμα κάποιας αναληθούς παράστασης γεγονότος, είτε αυτή είναι δόλια ή όχι. Προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής είναι (α) η ύπαρξη παράστασης γεγονότος, (β) το μη αμφιλεγόμενο της παράστασης, (γ) η ύπαρξη πρόθεσης ή συμπεριφοράς που να εγείρει ένεκα αυτής τεκμήριο ότι το πρόσωπο προς το οποίο έγινε η παράσταση επρόκειτο να ενεργήσει θεωρώντας την ως ορθή, (δ) η ύπαρξη ενέργειας με βάση την παράσταση εκ μέρους του προσώπου που εγείρει το θέμα και (ε) το γεγονός ότι οι ανακριβείς δηλώσεις ή αμέλεια πρέπει να ήταν η άμεση αιτία της απώλειας ή τους λάθους που προκάλεσε τη ζημιά (Phipson on Evidence 14η Έκδοση, παράγραφοι 6 - 16, σελ. 106 και Ηadji Yiannis v. The Attorney General of the Republic (1970) 1 C.L.R. 32). Η εφαρμογή της αρχής του εξ επιεικείας κωλύματος (equitable estoppel) στην Κύπρο έχει υιοθετηθεί από σωρεία αποφάσεων και έχει λεχθεί πως οι κανόνες της επιείκειας εφαρμόζονται με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 29(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου (14/60). (Δέστε, μεταξύ άλλων, Στυλιανού ν. Παπακλεοβούλου (1982) 1 C.L.R. 542).

Περαιτέρω, ο Πικής, Δ., (όπως ήταν τότε) ανέφερε τα ακόλουθα σε σχέση με το εξ επιεικείας κώλυμα στη Στυλιανού ν. Παπακλεοβούλου (πιο πάνω):

«At one time the view prevailed that for the promisee to rely successfully on promissory estoppel, he had to establish suffering detriment as a result of acting upon the representations of the promisor.  Τhat is no longer the case and the proof of detriment as such, is not regarded as indispensable for the application of equitable estoppel. The basis of the doctrine has been broadened; all that the promisee need establish, is that it would be inequitable for the promisor to insist, in view of his representations by word or conduct, on the enforcement of his strict legal rights."

Σε μετάφραση:

«Κάποτε επικρατούσε η άποψη ότι, για να βασιστεί επιτυχώς σε εξ υποσχέσεως κώλυμα εκείνος προς τον οποίο διδόταν η υπόσχεση, έπρεπε να αποδείξει ότι υπέστη ζημία ως αποτέλεσμα ενέργειας βασισμένης στις παραστάσεις του υποσχόμενου. Αυτό δεν ισχύει πιά και η απόδειξη συγκεκριμένης ζημιάς δε θεωρείται απαραίτητη για την εφαρμογή του εξ επιεικείας κωλύματος. Η βάση της αρχής έχει διευρυνθεί· πρέπει μόνο ν' αποδειχθεί ότι θα ήταν άδικο για τον υποσχόμενο να επιμένει, ενόψει των παραστάσεών του με λέξεις ή συμπεριφορά, στην εφαρμογή των αυστηρών νομικών του δικαιωμάτων.»

Έχοντας εξετάσει με προσοχή το θέμα, κρίνουμε πως ο λόγος έφεσης που αφορά το κώλυμα πρέπει να απορριφθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέλυσε και εξέτασε με προσοχή όλα τα θέματα που εγείρονταν σχετικά με αυτό το ζήτημα, κατέληξε στα συμπεράσματά του που αναφέραμε πιο πάνω (σελ. 132). Η κατάληξη του αυτή κρίνουμε πως χωρίς αμφιβολία ήταν εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας και υποστηριζόταν πλήρως από τη μαρτυρία και θεωρούμε πως δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε επέμβασή μας. Αντίθετα, συμφωνούμε απόλυτα με την ορθότητα της κατάληξης αυτής. Θα ήταν και λογικό οι εφεσίβλητοι να καθόριζαν τις τιμές τους με βάση και τα έξοδά τους για ηλεκτρική κατανάλωση που ήταν ένα σημαντικό στοιχείο συναρτώμενο με το κόστος των προϊόντων και υπηρεσιών τους.

Εν όψει του πιο πάνω συμπεράσματός του, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε πως οι εφεσίβλητοι μπορούσαν να επικαλεσθούν την αρχή του εξ επιείκειας κωλύματος που βασιζόταν σε συμπεριφορά (estoppel by conduct), εκτός και αν είχαν εφαρμογή στην υπό εκδίκαση υπόθεση οι αρχές που διατυπώθηκαν στην Maritime Electric Co Ltd (πιο πάνω), στην οποία οι εφεσείοντες στήριξαν την υπόθεσή τους».

   

     Όσον αφορά ειδικά στο κώλυμα λόγω συμπεριφοράς, στην Ιωάννου ν. Οργ. Χρημ. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1999) 1(Γ) ΑΑΔ, 1522, σημειώνονται τα ακόλουθα:

 

«Σύμφωνα με τον κανόνα του Κωλύματος λόγω συμπεριφοράς,

"Οταν ένας συμβαλλόμενος σε μια συναλλαγή με τα λόγια του ή τη συμπεριφορά του προβαίνει σε μια υπόσχεση ή διαβεβαίωση προς τον άλλο συμβαλλόμενο, που αποσκοπεί να επηρεάσει τις νομικές σχέσεις μεταξύ τους και ο άλλος συμβαλλόμενος ενεργεί πάνω σε αυτή, διαφοροποιώντας τη θέση του προς βλάβη, δεν θα επιτραπεί στο συμβαλλόμενο που προέβηκε στην υπόσχεση ή έδωσε τη διαβεβαίωση να ενεργήσει με τρόπο ασυμβίβαστο προς αυτή". (Χ" Γιάννης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1970) 1 C.L.R. 32

 

    Στην Ελλ. Τράπεζα ν. Πολυδωρίδη κ.α. (1993) 1 ΑΑΔ, 68,  στην  οποία παρέπεμψε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίθηκε ότι η Εφεσείουσα Τράπεζα εμποδιζόταν να επικαλεσθεί τα δικαιώματα της που προέκυπταν από σύμβαση εγγύησης (τεκ. 3) που υπέγραψε προς όφελος της ο Εφεσίβλητος.   Και τούτο γιατί ο τελευταίος είχε συνάψει με την Τράπεζα συμφωνία για την απαλλαγή του ως εγγυητής, και στη βάση αυτής της συμφωνίας, (α)  διέθεσε μετοχές του σε συγκεκριμένη εταιρεία, (β)  αποχώρησε από το διοικητικό συμβούλιο της εν λόγω εταιρείας και (γ) αποξενώθηκε από την εταιρεία.    Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:

 

«Υπό το φως αυτών των ευρημάτων ορθά κρίθηκε ότι θα ήταν άδικο και εξαιρετικά ζημιογόνο για τον εφεσίβλητο να κληθεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του βάσει του Τεκμ. 3 από τις οποίες οι αντισυμβαλλόμενοι του τον είχαν απαλλάξει. Οι αρχές που διέπουν την τεκμηρίωση εξ υποσχέσεως κωλύματος αποτέλεσαν το αντικείμενο πολλών δικαστικών αποφάσεων μερικές από τις οποίες μνημονεύονται στην πρωτόδικη απόφαση. Περιοριζόμεθα στο να επαναλάβουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά έκρινε ότι οι εφεσείοντες κωλύονταν να επικαλεσθούν τις συμβατικές υποχρεώσεις του εφεσίβλητου βάσει του Τεκμ. 3 λόγω των υποχρεώσεων και δεσμεύσεων που ανέλαβε ο αντιπρόσωπος τους και να αξιώσουν την εκπλήρωση τους από τον εφεσίβλητο. (Βλ. HadjiYiannis v. The Attorney - General (1970) 1 C.L.R. 32, Xenopoulos v. Constantinidou (1979) 1 C.L.R. 519, Stytianou v. Papacleovoulou (1982) 1 C.L.R. 542, Markidou v. Kiliaris and Another (1983) 1 C.L.R. 392, Boustani v. Linmare Shipping Company Limited (1984) 1 C.L.R. 354, Maharaj v. Chand [1986] 3 All E.R. 107, Goldsworthy v. Brickell [1987] 1 All E.R. 853 (C.A.), Attorney - General v. Humphreys Estates Ltd [1987] 2 All E.R. 387 (P.C)).»

 

 

    Στη Μεταξά ν. Ιωάννου (2010) 1(Γ) ΑΑΔ, 1814, στην οποία επίσης παρέπεμψε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, το Εφετείο βρήκε πως το έγγραφο  που υπέγραψε ο Εφεσίβλητος/Εναγόμενος απεκάλυπτε μια ρητή, σαφή και χωρίς πίεση δήλωση εκ μέρους του, ότι αναλάμβανε την αποκλειστική ευθύνη πρόκλησης του δυστυχήματος.   Η δήλωση είχε ως εξής:  «Σχετικά με το δυστύχημα στο οποίο ενέχομαι και συνέβηκε σήμερα 6.10 θέλω να αναφέρω ότι δεν τραυματίστηκα.  Αναλαμβάνω την ευθύνη πρόκλησης του δυστυχήματος και δεν επιθυμώ την περαιτέρω ανάμειξη της Αστυνομίας».    Το Εφετείο σημείωσε στην απόφαση του ότι η πιο πάνω δήλωση δημιουργούσε κώλυμα εκ συμπεριφοράς (estoppel by conduct) γιατί με τη δήλωση αυτή δόθηκε μεταξύ άλλων η εντύπωση στον Εφεσείοντα ότι ο Εφεσίβλητος παραδεχόταν την εμπλοκή του και την αμέλεια του στο δυστύχημα και συνεπώς ο Εφεσείων  μπορούσε να εφησυχάσει.

 

    Στην Βογαζιανός κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (Αρ. 1) (2011) 1(Α) ΑΑΔ, 253, η θέση των Εναγομένων-Εφεσειόντων ήταν ότι σε άλλους λογαριασμούς που διατηρούσε ο Εφεσείων 1 (Βογαζιανός) πριν από την επίδικη σύμβαση, υπήρχαν χρεώσεις πέραν των επιτρεπομένων από το Νόμο, και ότι σκοπός της επίδικης σύμβασης, η οποία έγινε στη βάση των όσων η Τράπεζα παρουσίασε στον Εφεσείοντα 1 ως οφειλόμενα ποσά, ήταν η χρέωση τόκου επί τόκου.   Μάλιστα ήταν η θέση τους πως όχι μόνο δεν όφειλαν χρήματα στην Τράπεζα αλλά είχαν να λαμβάνουν και συγκεκριμένο ποσό από αυτήν, το οποίο ανταπαιτούσαν.   Το Εφετείο αποδεχόμενο τη θέση της Τράπεζας ως προς το κώλυμα λόγω συμπεριφοράς, σημείωσε τα ακόλουθα: 

 

«Ο εφεσείων 1, όπως ήταν η διαπίστωση πρωτόδικα, στη βάση όσων ο ίδιος και οι μάρτυρες Υπεράσπισης κατέθεσαν, γνώριζε με κάθε λεπτομέρεια οτιδήποτε αφορούσε τη συνεργασία του με τους εφεσίβλητους. Όντας ο ίδιος λογιστής και πρώην υπάλληλός τους, γνώριζε πολύ καλά οτιδήποτε αφορούσε τις καταστάσεις λογαριασμών που του αποστέλλονταν. Η εικόνα, όπως κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, που έδωσε ο εφεσείων 1, ήταν ότι η ανακαίνιση του θέματος των υπερχρεώσεων ήταν εκ των υστέρων σκέψη, αφού για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και όταν ακόμη εισηγήθηκε τρόπο διευθέτησης των υποχρεώσεών του σε σχέση με το επίδικο δάνειο ζήτημα υπερχρεώσεων δεν έθεσε. Θεωρούμε ότι ο εφεσείων 1, από τη στιγμή που γνώριζε ή ήταν σε θέση να γνωρίζει τα οφειλόμενα στη βάση των προηγούμενων συμβάσεων ποσά και δεν αμφισβήτησε καθ' οιονδήποτε τρόπο το ποσό που οι εφεσίβλητοι υπολόγισαν ως οφειλόμενο αλλά ελεύθερα προχώρησε στη σύναψη της επίδικης σύμβασης, εκ των υστέρων, εμποδίζεται να αρνηθεί την ύπαρξη της ισχυριζόμενης κατάστασης πραγμάτων. Οι εφεσίβλητοι, στηριζόμενοι στη συμπεριφορά του και στις δηλώσεις του ότι αποδέχεται τη σύναψη του δανείου, προχώρησαν στην παραχώρησή του, μαζί με άλλες διευκολύνσεις, όπως η έκδοση εγγυητικών επιστολών.»

 

 

    Στην Πήττα κ.α. ν. Δήμου Στροβόλου (2015) 1(Α) ΑΑΔ, 867, οι Εφεσείοντες καταχώρισαν ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου αγωγή με την οποία αξίωναν εναντίον του Εφεσίβλητου Δήμου αποζημιώσεις βάσει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος.   Είχε προηγηθεί προς όφελος τους η έκδοση ακυρωτικής απόφασης σε προσφυγή που είχαν καταχωρίσει.   Μάλιστα δικαιώθηκαν και στην κατ΄ έφεση διαδικασία (Δήμος Στροβόλου ν. Πήττα κ.α. (2001) 3 ΑΑΔ, 55).    Ο Δήμος Στροβόλου όμως αρνείτο να προχωρήσει σε επανεξέταση της ακυρωθείσας απόφασης του ενώ αγνόησε και επιστολή των Εφεσειόντων με την οποία ζητούσαν να πληροφορηθούν για τα μέτρα που έλαβε ο Δήμος για αποκατάσταση της νομιμότητας.   Οι Εφεσείοντες καταχώρισαν νέα προσφυγή με την οποία προσέβαλλαν την παράλειψη του Δήμου Στροβόλου να συμμορφωθεί με την απόφαση του Αναθεωρητικού Εφετείου.  Εκκρεμούσης της νέας προσφυγής έγιναν δηλώσεις ενώπιον του Δικαστηρίου με αποτέλεσμα οι Εφεσείοντες να αποσύρουν την προσφυγή τους αφού προηγήθηκε παραδοχή εκ μέρους του δικηγόρου του Δήμου Στροβόλου ότι αυτοί μπορούσαν να αποταθούν με αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο για διεκδίκηση αποζημιώσεων.   Το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή αφού βρήκε, μεταξύ άλλων,  ότι δεν  προηγήθηκε η ακύρωση, μέσω του αναθεωρητικού δικαστικού ελέγχου, της παράλειψης του Δήμου να επανεξετάσει το ζήτημα.   Το Εφετείο, ανατρέποντας την  απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, σημείωσε τα ακόλουθα:   «Θεωρούμε ότι η φύση και το περιεχόμενο των εν λόγω δηλώσεων και διαβεβαιώσεων ήταν τέτοια που όχι μόνο εμπόδιζαν το Δήμο να ισχυριστεί στην πρωτόδικη διαδικασία ότι οι Εφεσείοντες δεν θεμελίωναν αγώγιμο δικαίωμα, αλλά τον εμπόδιζαν και από του να ισχυριστεί ότι δεν δικαιούνταν και σε αποζημιώσεις.  Και τούτο καθότι συνιστούσαν κώλυμα λόγω συμπεριφοράς (estoppel by contact or estoppel in pais) ...».               

 

   Εδώ, ο Εφεσίβλητος ουδέποτε είχε ισχυριστεί ότι εγκρίνοντας την καταβολή του ποσού των Λ.Κ.36.501,00, διαφοροποίησε με οποιονδήποτε τρόπο τη θέση του προς βλάβη του.   Και ούτε βεβαίως διεφάνη να την διαφοροποίησε.   Να επαναλάβουμε ότι το ποσό που κατεγράφη στο πιστοποιητικό (τεκ. 24Υ), ήταν αυτό που είχε εγκριθεί από την Κ.Ε.Α.Α  και όχι αυτό που η ίδια η Εφεσείουσα θεωρούσε ότι αντιπροσώπευε τις ζημιές της.  Κατ΄ επέκταση, δεν ετίθετο εδώ θέμα πρόκλησης αδικίας, βλάβης ή ζημιάς στον Εφεσίβλητο.

 

    Στη Σάββα ν. Συμβ. Κεντρ. Σφαγείου (2011) 1(Α) ΑΑΔ, 618, ο Εφεσείων είχε υπογράψει έγγραφο, που έφερε τον τίτλο «Απόδειξη Απαλλαγής – Discharge Receipt», με το ακόλουθο περιεχόμενο:

 

 

«Σε αντάλλαγμα του ποσού των Λιρών Κύπρου four hundred and twenty (£420,00) που πληρώθηκε από σας σε μένα, εγώ ο/η Antonis Savva of Nicosia με την παρούσα αποδέχομαι αυτό το ποσό για πλήρη ικανοποίηση και εξόφληση όλων των απαιτήσεων μου που σχετίζονται με προσωπικές σωματικές βλάβες ή με οποιεσδήποτε άλλες ζημιές ή απώλειες είτε αυτές είναι φανερές είτε όχι και που μπορεί να εκδηλωθούν στο μέλλον, και που υπέστηκα λόγω του ατυχήματος που συνέβηκε στη Kofinou κατά ή την 03.08.1994. 

 

Επίσης δηλώνω ότι η αποδοχή μου για το πιο πάνω ποσό δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν αποδοχή ευθύνης από μέρους σας.»

    Κρίθηκε από το Εφετείο ότι το περιεχόμενο του εγγράφου ήταν τόσο σαφές που απάλλασσε τους Εφεσίβλητους από οποιαδήποτε υποχρέωση να καταβάλουν στον Εφεσείοντα οποιοδήποτε άλλο ποσό σχετικά με το ατύχημα.   Κατ΄ επέκταση, ο Εφεσείων εμποδιζόταν να διεκδικήσει οποιεσδήποτε άλλες αποζημιώσεις. 

 

    Εδώ, το  επίδικο έγγραφο (τεκ. 24Υ) δεν τιτλοφορείται  απαλλαγή του Εφεσίβλητου από τυχόν άλλες απαιτήσεις της Εφεσείουσας. Ούτε το περιεχόμενο αυτού ομιλεί για εγκατάλειψη ή εξόφληση τυχόν άλλων απαιτήσεων της Εφεσείουσας.    Ούτε το ποσό των Λ.Κ.36.501,00  περιγράφεται στο έγγραφο (τεκ. 24Υ) ως δίκαιη αποζημίωση, αλλά ως «εγκεκριμένη απαίτηση εργολάβου».  Τούτο δε σημαίνει, πως το Υπουργείο Συγκοινωνιών και ΄Εργων, Τμήμα Δημοσίων Έργων, μέσω των αρμόδιων Επιτροπών, είχε εγκρίνει σε σχέση με τη συγκεκριμένη απαίτηση της Εφεσείουσας, το ποσό των Λ.Κ.36.501,00, η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο αδιαμφισβήτητα ήταν πολύ μεγαλύτερη από αυτή που έχει εγκριθεί.  Μάλιστα το ποσό των Λ.Κ.36.501,00 αποφασίστηκε στην απουσία της Εφεσείουσας και/ή του Διευθυντή αυτής, και συνεπώς ουδέποτε η Εφεσείουσα συγκατατέθηκε σ΄ αυτή την απόφαση, και μάλιστα για την πλήρη αποζημίωση της.   Ούτε  ήταν ποτέ η θέση του Εφεσίβλητου ότι δεν είχε πρόθεση να καταβάλει αυτό το ποσό, και ότι το κατέβαλε συνεπεία του σχετικού εγγράφου (τεκ. 24Υ).   Ούτε ζήτησε ποτέ από την Εφεσείουσα να εγκαταλείψει οποιεσδήποτε άλλες αξιώσεις της πριν της καταβάλει το συγκεκριμένο ποσό.  

 

   Συνεπώς, δεν συμφωνούμε με το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η αναφορά στο έγγραφο (τεκ. 24Υ) του ποσού των Λ.Κ.36.501,00 συνιστά δίκαιη αποζημίωση.  Εκείνο που προκύπτει από το περιεχόμενο του εγγράφου, είναι ότι ο Εφεσίβλητος κατέβαλε στην Εφεσείουσα το  συγκεκριμένο μειωμένο ποσό, γιατί αυτό θεωρούσε ότι όφειλε.   Η δε Εφεσείουσα εισέπραξε το εν λόγω ποσό, χωρίς ποτέ να δηλώσει ότι το εισπράττει προς πλήρη εξόφληση των όποιων απαιτήσεων της, όπως συνέβη στην υπόθεση Σάββα (πιο πάνω).   Να σημειωθεί ακόμη ότι ο μοναδικός μάρτυρας που κλήθηκε εκ μέρους του Εφεσίβλητου δήλωσε πως δεν εντόπισε στο φάκελο του έργου, απόδειξη εξόφλησης της απαίτησης της Εφεσείουσας για τις καθυστερήσεις.  Περαιτέρω, ουδέν γνώριζε γύρω από τις περιστάσεις σύνταξης και υπογραφής του εγγράφου (τεκ. 24Υ).  Ούτε βεβαίως γνώριζε ποιος είχε αλλοιώσει το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου,  και σημείωσε επ΄ αυτού τη γραμμένη με το χέρι φράση «τελικός λογαριασμός», και το κυριότερο αν αυτή η φράση είχε σημειωθεί πριν ή μετά την υπογραφή του εγγράφου από την Εφεσείουσα.   Συνεπώς δεν συμφωνούμε με τη θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου του Εφεσίβλητου ότι το εν λόγω τεκμήριο συνιστούσε τελικό λογαριασμό. 

 

    Εν κατακλείδι, βρίσκουμε ότι ο 1ος λόγος έφεσης ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο, θα έπρεπε να είχε προχωρήσει σε έκδοση απόφασης προς όφελος της Εφεσείουσας με δεδομένο ότι βρήκε ότι η Εφεσείουσα απέδειξε ζημιές ύψους €143.286,37, είναι βάσιμος.   Κατ΄ επέκταση δεν χρειάζεται να εξεταστούν οι άλλοι λόγοι έφεσης.

      

       Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.        Εκδίδεται απόφαση προς όφελος της Εφεσείουσας και εναντίον του Εφεσίβλητου για το ποσό των €143.286,37, με έξοδα εναντίον του, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή του οικείου Επαρχιακού Δικαστηρίου και εγκριθούν από το Δικαστήριο.  Το ποσό αυτό θα φέρει τον εκάστοτε νόμιμο τόκο από την  ημερομηνία καταχώρισης της Αγωγής.  Τέλος, επιδικάζονται προς όφελος της επιτυχούσας Εφεσείουσας και εναντίον του Εφεσίβλητου €3.000 έξοδα έφεσης.            

 

                                                Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.

                                                Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

/ΕΑΠ.                                      Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο