Σ. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ v. ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ & ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση αρ. 369/2014, 24/5/2022

ECLI:CY:AD:2022:A214

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                      (Πολιτική Έφεση αρ. 369/2014)

                                               

24 Mαϊου, 2022

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

Σ. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ

Eφεσείων,

 

ν.

 

ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ & ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ

 

Εφεσίβλητης.

………………..

 

Κα Α. Κατσούρη και κα Ι. Χρίστου για Ζ. Κατσούρη & Συνεργάτες  για τον εφεσείοντα

 

κ. Κλ. Πλατής και κ. Μ. Σάντης για Παπαδόπουλο, Λυκούργο & Σία, για την εφεσίβλητη

………………

 

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σωκράτους, Δ.

 

……………….

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ:  Η αξίωση της εφεσίβλητης, όπως αυτή περιγράφεται στην Έκθεση Απαιτήσεως της, ήταν για γενικές αποζημιώσεις για λίβελλο ή/και συκοφαντική δυσφήμιση ή/και επιζήμια ψευδολογία, όπως αυτή περιείχετο στην επιστολή ημερ. 8/10/2008, η οποία συντάχθηκε, κυκλοφόρησε και δημοσιεύτηκε από τον εφεσείοντα.

 

Η εφεσίβλητη αποτελεί εταιρεία η οποία ασχολείται με εργοληπτικές εργασίες και ο εφεσείων είναι αρχιτέκτονας/πολιτικός μηχανικός.  Το περιεχόμενο της επιστολής, (τεκμ. 1), το οποίο πυροδότησε την αντίδραση της εφεσίβλητης και το οποίο κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσιο, έχει ως ακολούθως:

«08.10.2008

Δημοτικόν Μηχανικόν Δήμου Λακατάμειας

Τ.Θ. 12012, 2340 Λακατάμεια

Αγαπητέ Συνάδελφε

Αναφορά: Οικοδομή επί τεμαχίου 6χχ Φ/Σ 30/20 W1 στην Κάτω Λακατάμεια – Ανθούπολη

 

Θέμα: Ανέγερση οικοδομής χωρίς επίβλεψη και από μη εγγεγραμμένο εργολάβο οικοδομών.

Θέλω να σας ενημερώσω πως οι εργασίες στην πιο πάνω οικοδομή που έπρεπε να είχαν ανασταλεί από το τέλος Ιουνίου 2008 όταν ο επιβλέπων μηχανικός κ. Γ. Κουντούρης ανέστειλε τις υπηρεσίες του προς τον ιδιοκτήτη με επιστολή ημερομηνίας 27.06.2008 η οποία κοινοποιήθηκε και στο Δημαρχείο Λακατάμειας, εξακολουθούν να συνεχίζονται, Έχει έκτοτε χυθεί πλάκα 1ου ορόφου κολώνες άνωθεν 1ου ορόφου πλάκα οροφής και κολώνες βοηθητικών άνωθεν οροφής. Παρακαλώ σημειώστε πως δεν υπάρχουν πινακίδες Μηχανικού ή Εργολάβου στο Εργοτάξιο.

Παρακαλώ θερμά να εξετασθεί η υπόθεση αυτή και ληφθούν μέτρα εκ μέρους σας, Προς ευκολίαν και ενημέρωση σας επισυνάπτω την σχετική αλληλογραφία, ήτοι:

α) Επιστολή μου προς κύριο Γ. Κουντούρην με αναφορά 0702/ΣΙ και ημερομηνίαν 26.6.2008.

β) Επιστολή του κ. Γ. Κουντούρη Πολιτικού Μηχανικού προς κ.Δ. Δημοσθένους ιδιοκτήτην της υπό ανέγερση οικοδομής με ημερομηνία 27 Ιουνίου 2008.

Τέλος, παρακαλώ να ληφθεί υπ' όψη κατά την τελική έγκριση της οικοδομής πως ο σκελετός κατασκευάσθη χωρίς επίβλεψη Μηχανικού από μη εγγεγραμμένο εργολάβο.

Με συναδελφικούς χαιρετισμούς

 

Σ. Ιωαννίδης

 

Κοινοποίηση: Πρόεδρο Συμβουλίου ΕΤΕΚ

Πρόεδρο Συνδέσμου Εργολάβων Οικοδόμων Κύπρου

Κύριον Γ. Κουντούρη Πολιτικόν Μηχανικόν Κύριον Χριστόδουλο Κατσούρη, Δικηγόρο»

 

Όπως φαίνεται, η επιστολή απεστάλη προς το Δημοτικό Μηχανικό Δήμου Λακατάμιας και κοινοποιήθηκε σε άλλα τέσσερα πρόσωπα, ήτοι τον Πρόεδρο του Συμβουλίου ΕΤΕΚ, τον Πρόεδρο του Συνδέσμου Εργολάβων Οικοδομών Κύπρου, τον Πολιτικό Μηχανικό κ. Γ. Κουντούρη και το δικηγόρο κ. Χριστόδουλο Κατσούρη.

 

Αποτέλεσε πρωτόδικα τη θέση της εφεσίβλητης, πως ήταν ξεκάθαρο ότι ο εφεσείων αναφερόταν σε εκείνη, παρά τη μη αναφορά του ονόματος της, διότι ήταν γνωστή η ανάληψη της εκτέλεσης των εργασιών στο συγκεκριμένο τεμάχιο εκ μέρους της και υπήρχαν προς τούτο τοποθετημένες πινακίδες με το όνομα της σε εμφανές μέρος στο εργοτάξιο.  Με το εν λόγω έγγραφο, ο εφεσείων της απέδιδε το αδίκημα της εκτέλεσης εργασιών χωρίς να είναι εγγεγραμμένος εργολάβος και πως παρέλειψε να τοποθετήσει πινακίδες μηχανικού ή εργολάβου στο εργοτάξιο.

 

Ο εφεσείων παραδεχόταν την αποστολή και κοινοποίηση της επιστολής, πλην όμως προέβαλε τον ισχυρισμό ότι δεν γινόταν αναφορά στην εφεσίβλητη, την οποία δεν γνώριζε, αλλά στην οικοδομή για την οποία δεν υπήρχε επιβλέπων μηχανικός και η οποία συνέχιζε να ανεγειρόταν χωρίς επίβλεψη, αφού δεν υπήρχαν πινακίδες στο εργοτάξιο για την υπό αναφορά περίοδο.  Συνεπώς ήταν η θέση του πως παρουσίασε αληθή γεγονότα και/ή γεγονότα τα οποία εφαίνοντο αληθή και τα οποία είχε υποχρέωση να τα θέσει ενώπιον των αρμοδίων Αρχών, σύμφωνα με τους κανόνες δεοντολογίας και/ή ηθικής τάξης.  Διατείνετο επίσης ότι το περιεχόμενο της επιστολής δεν ήταν δυσφημιστικό και δεν συνιστούσε ούτε λίβελλο ούτε επιζήμια ψευδολογία.

 

Κατά την ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ακροαματική διαδικασία, αποκαλύφθηκαν ως πραγματικά γεγονότα, πως ο ιδιοκτήτης της ανεγειρόμενης διπλοκατοικίας, ο ΜΕ1 Δ. Δημοσθένους,  και ο εφεσίβλητος διέμεναν ο πρώτος και διατηρούσε ο δεύτερος γραφείο στην ίδια πολυκατοικία, στη διαχειριστική Επιτροπή της οποίας υπήρξαν μέλη.

 

Λόγω της γνωριμίας τους, ο Μ.Ε.1 ανέθεσε στον εφεσείοντα την εκπόνηση των αρχιτεκτονικών σχεδίων οικοδομής που θα ανήγειρε επί του προαναφερθέντος ακινήτου.  Προέκυψαν διαφορές μεταξύ τους, με αποτέλεσμα τη διακοπή της συνεργασίας τους, για αντικρουόμενους από τον καθένα λόγους, με αποτέλεσμα να προσφύγουν με αγωγές στο Δικαστήριο, οι οποίες εκκρεμούσαν κατά την εκδίκαση της επίδικης υπόθεσης.

 

Μετά τη λήψη της επίδικης επιστολής, το Συμβούλιο Εγγραφής Εργοληπτών, αφού έλαβε οδηγίες από τον Πρόεδρο της Ομοσπονδίας Συνδέσμου Εργολάβων Οικοδομών Κύπρου, διενήργησε, όπως ανέφερε ο ΜΕ5, τεχνικός στο εν λόγω Συμβούλιο, έρευνα σχετικά με τα όσα περιλαμβάνονταν στην επιστολή.  Ήτοι, έγινε επίσκεψη στο εργοτάξιο στις 27/10/08, όπου διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν πινακίδες από εγγεγραμμένο εργολάβο και πολιτικό μηχανικό (τεκ. 15 έλεγχος εργοταξίου) και κλήθηκε ο διευθυντής της εφεσίβλητης (ΜΕ2) ο οποίος προσήλθε στα γραφεία τους και απάντησε σε ερωτήσεις που του υπέβαλαν.

 

Αποτέλεσμα των ερευνών ήταν ότι δεν προέκυψε κανένα αδίκημα εφόσον η εφεσίβλητη είχε αναρτημένες πινακίδες,  υπήρχεν επιβλέπων μηχανικός και κατείχε άδεια εκτέλεσης οικοδομικών εργασιών.

 

Ο εφεσείων θεωρεί ότι η αγωγή της εφεσίβλητης υποκινήθηκε από τον ιδιοκτήτη ΜΕ1, ενώ αντίθετα ο ΜΕ1 υποστήριζε ότι στόχος της επιστολής ήταν ο ίδιος.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε αφού άκουσε πέντε μάρτυρες εκ μέρους της εφεσίβλητης και δύο για τον εφεσείοντα, πως ήταν αντιληπτό, ότι η επιστολή αναφερόταν στην εφεσίβλητη, ότι υπήρχαν τοποθετημένες πινακίδες με το όνομα της ως εργολάβου ότι το περιεχόμενο ήταν δυσφημιστικό, και ότι δεν ίσχυε η υπεράσπιση της αλήθειας.  Έκρινε πως η εφεσίβλητη εδικαιούτο σε αποζημίωση, την οποία καθόρισε στο ποσό των €5.000.

 

Η ορθότητα των συμπερασμάτων και ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου όπως τα αποτυπώνει στην επίδικη απόφαση του,  πλήττεται σε όλο της το εύρος με δώδεκα συνολικά λόγους έφεσης.

 

Με τους λόγους έφεσης έξι έως έντεκα (6-11) προσβάλλεται ως εσφαλμένη η γενόμενη αξιολόγηση των μαρτύρων ενώ με τους υπόλοιπους, προσβάλλεται το εύρημα περί δυσφημιστικού περιεχομένου, της απόδειξης του αστικού αδικήματος της επιζήμιας ψευδολογίας, του δικαιώματος σε αποζημίωση και του ύψους αυτής.

 

Κρίνουμε ορθό να ξεκινήσουμε με τους λόγους έφεσης, οι οποίοι πλήττουν την γενομένη αξιολόγηση της μαρτυρίας καθόσον η αποκρυστάλλωση των γεγονότων θα βοηθήσει το γενικότερο έργο της κρίσης του εφετείου.

 

Είναι ευρέως γνωστό ότι το καθήκον αξιολόγησης βαρύνει πρωτίστως και κύρια το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Είναι πολύ περιορισμένα τα όρια που το Εφετείο δύναται να παρέμβει.  Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει προβεί σε εκτενή ανάλυση και ειδικές αναφορές δίδοντας πειστικούς λόγους για την αρνητική κατάταξη του εφεσείοντα και του ΜΥ2 ως μαρτύρων και τη βασικά, θετική αξιολόγηση των μαρτύρων της εφεσίβλητης.  Αυτό έγινε – όπως είναι και το ορθό – σε συνάρτηση με τα κατατεθέντα τεκμήρια και τις δικογραφημένες θέσεις.  Σημείωσε απαντήσεις που έδιδαν σε καίρια θέματα, όπως και την παράλειψη αντεξέτασης του ΜΕ2 σε ουσιώδη ζητήματα, όπως λ.χ. ότι η εφεσίβλητη ήταν εγγεγραμμένος εργολάβος.  Η εισήγηση πως ο Μ.Ε.1 ήταν αναξιόπιστος, ως τούτο προκύπτει μεταξύ άλλων από το γεγονός ότι υπάρχει αντιδικία μεταξύ αυτού και του εφεσείοντα, δεν μπορεί να ευσταθήσει.  Εάν γίνει αποδεκτή η θέση πως η ύπαρξη αγωγής του ενός έναντι του άλλου, προσδίδει αναξιοπιστία, τότε απαραίτητα και κατ’ αναλογίαν θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί και ως μέτρο αναξιοπιστίας του εφεσίβλητου ο οποίος επίσης καταχώρησε αγωγή εναντίον του ΜΕ1.

 

Κρίνουμε πως η ύπαρξη προσωπικής διαφοράς μεταξύ δύο μαρτύρων ή διαδίκων δεν καθιστά άνευ άλλου τινός αναξιόπιστο το μάρτυρα.  Η  φιλαλήθεια του κρίνεται από πολλούς άλλους παράγοντες και ενδεχομένως η ύπαρξη διαφοράς να αποτελεί έναν από αυτούς, ο οποίος όμως πρέπει να αιτιολογείται για το πώς επιδρά και ποιο συμφέρον εξυπηρετεί.  Εδώ, δεν μπορεί η αντιδικία του ΜΕ1 με τον εφεσείοντα να καθιστά τον πρώτο αναξιόπιστο ενώ για το δεύτερο να μην ισχύει το ίδιο.  Οι θέσεις μαρτύρων και διαδίκων εξετάστηκαν στο ορθό πλαίσιο από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έθεσε εύλογα ερωτήματα και διατύπωσε επισημάνσεις, όπως π.χ. ενώ έγινε εισήγηση της συνηγόρου του εφεσείοντα ότι από τον Ιούνιο 2008 που απεσύρθη ο ΜΕ4 ως επιβλέπων μηχανικός, μέχρι τις 15/10/2008 που δόθηκε άδεια από τον ΜΕ4 στον ΜΕ1 να διορίσει άλλο μελετητή, το έργο δεν είχε επίβλεψη και άρα η προώθηση της οικοδομής εγίνετο παράνομα σε αυτό το διάστημα, ωστόσο η θέση αυτή δεν υπεβλήθη στους μάρτυρες της εφεσίβλητης.

 

 Τα τεκμ. 2, 12 και 21 τα οποία κατ΄ισχυρισμό της συνηγόρου του εφεσείοντα, έρχονται σε αντίθεση με τη μαρτυρία του ΜΕ2 και αντικρούουν τα όσα κατέθεσε, δεν έχουν αυτή τη δυναμική, καθόσον, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο τους, το τεκμ. 2 είναι επιστολή ημερ. 26/6/08 του εφεσείοντα προς τον Μ.Ε4 τον οποίο πληροφορεί ότι εκκρεμεί η εξόφληση της αμοιβής του, το τεκ. 12, ημερ. 15/10/08 είναι εξουσιοδότηση του ΜΕ4 προς τον ΜΕ1 να διορίσει οποιοδήποτε μηχανικό για την επίβλεψη της οικοδομής και το τεκμ. 21 ημερ. 27/6/08 αποτελεί επιστολή ενημέρωσης του ΜΕ4 προς τον ΜΕ1 ότι θα αναστείλει τις εργασίες επίβλεψης.

 

Τα εν λόγω τεκμήρια, δεν πρέπει να απομονωθούν από την υπόλοιπη προφορική μαρτυρία, ιδίως του ΜΕ4, ο οποίος δήλωσε ότι προφορικά είχε δώσει την άδεια του στον ΜΕ1 να διορίσει οποιοδήποτε άλλο επιβλέποντα μηχανικό.

 

Τα ανωτέρω, φαίνεται να λήφθηκαν υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο γι’ αυτό και επεσήμανε την παράλειψη αντεξέτασης των θέσεων αυτών.  Πέραν τούτων, ακόμη και να μην υπήρχε για κάποιο χρονικό διάστημα επίβλεψη, αυτό το θέμα είναι εν πολλοίς άσχετο με το γεγονός της κατοχής άδειας εργολήπτη  εκ μέρους της εφεσίβλητης.

 

Πειστικές εξηγήσεις παρέθεσε επίσης για τη μη αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Υ1 εφεσείοντα, ο οποίος ενώ προσπαθούσε να παρουσιάσει τον εαυτό του ως υποστηρικτή των Κανονισμών και της τάξης στον τομέα των οικοδομών, ωστόσο παραδέχτηκε πως η αποστολή της επιστολής αποτελούσε μέρος της προσπάθειας του, να πάρει το «λαβείν του».  Περαιτέρω ενώ επέμενε πως η εφεσίβλητη ήταν μη εγγεγραμμένοι εργολάβοι, δέχτηκε αντεξεταζόμενος όταν του υποδείχθηκε η εγγραφή και η άδεια τους ότι όντως ευσταθούσε, αλλά παράλληλα ειρωνεύτηκε ότι έμειναν στην ίδια τάξη, εννοώντας την οικοδομική τάξη.

 

Δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε μεμπτό ή πλημμελές στο έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας, ώστε να επιτρέπεται η επέμβαση του Εφετείου.  Συνεπώς οι λόγοι έφεσης 6 έως 11 απορρίπτονται.

 

Θεωρούμε σκόπιμο να εξετάσουμε τον τέταρτο λόγο έφεσης με τον οποίο αμφισβητείται το εύρημα του Δικαστηρίου πως το περιεχόμενο της επιστολής ήταν δυσφημιστικό, καθόσον αρνητική επί τούτου απάντηση, καθιστά αχρείαστη την ενασχόληση με τους υπόλοιπους λόγους, ήτοι εάν η επιστολή αναφερόταν στην εφεσίβλητη και το δικαίωμα της σε αποζημίωση.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε καθοδήγηση από τη νομολογία (Κουτσού ν. Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.α. (2003) 1 (Β) 1198) πως το κατά πόσο ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό εναπόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου ως θέμα πραγματικό, με βάση την αντικειμενική εξέταση των λέξεων και την έννοια που αποδίδουν σ’ αυτές οι ορθά σκεπτόμενοι άνθρωποι.

 

Έκρινε βασιζόμενο στη νομολογία που κατέγραψε πως:

 

«Η επιστολή του εναγόμενου περιέχει τους ακόλουθους ισχυρισμούς σχετικά με τους ενάγοντες ότι είναι μη εγγεγραμμένοι εργολάβοι οικοδομών και ότι δεν υπήρχαν πινακίδες μηχανικού ή εργολάβου στο εργοτάξιο.

 

Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω βρίσκω ότι το επίδικο δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό αφού τα πιο πάνω επίμαχα σημεία αποδίδουν στους ενάγοντες ότι διεξήγαγαν εργασίες παράνομα αφού δεν είχαν άδεια να εξασκούν το επάγγελμα τους και δεν είχαν αναρτημένες σύμφωνα με το Νόμο πινακίδες που να φέρουν το όνομα, αρ. μητρώου τους, το σήμα του Συμβουλίου και την τάξη τους (βλ. τους κανονισμούς δυνάμει του άρθρου 51 (1)(α) και (ε) του περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμου του 2001, άρθρο 6).»

 

Με την αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου αλλά και την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε, προβάλλεται η θέση πως το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε, διότι ερμήνευσε αποσπασματικά την επιστολή και όχι στο σύνολο της και πως διαχώρισε τη φράση «μη εγγεγραμμένος εργολάβος» από το περιεχόμενο της υπόλοιπης επιστολής, στην οποία προσδιορίζεται η μη ύπαρξη πινακίδων εργολάβων και κατ’ επέκτασιν προσδιορίζεται και η μη γνώση για ύπαρξη οιουδήποτε εργολάβου στην οικοδομή, γεγονός το οποίο διαφοροποιεί το πνεύμα και τη σημασία του δημοσιεύματος.  Η ανωτέρω εισήγηση παραβλέπει το γεγονός πως ακόμη και να μην υπήρχαν πινακίδες εργολάβου αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι ο εργολάβος δεν ήταν εγγεγραμμένος εργολήπτης.  Ο περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών, Οικοδομών και Τεχνικών Έργων Νόμος του 2001 (Ν. 29(Ι)/2001) και οι Κανονισμοί αυτού, ξεχωρίζουν τις δύο αυτές περιπτώσεις, ήτοι της ανάληψης οικοδομικού έργου χωρίς ο εργολάβος να είναι εγγεγραμμένος και να κατέχει σχετική άδεια και την υποχρέωση τοποθέτησης πινακίδων, δημιουργώντας δύο ξεχωριστές υποχρεώσεις και αντίστοιχα αδικήματα.

 

Πέραν τούτου, ήδη με την απόρριψη των λόγων έφεσης 6-11 έγινε αποδεκτή η μαρτυρία για την ύπαρξη των πινακίδων, οι οποίες καταδείκνυαν τη νόμιμη εγγραφή του συγκεκριμένου εργολάβου δηλαδή της εφεσίβλητης.

 

Η ανάγνωση δε του περιεχόμενου της επιστολής την οποία απέστειλε και κοινοποίησε ο εφεσείων, ομιλεί με σαφήνεια για την ανάληψη και εκτέλεση εργασιών από μη εγγεγραμμένο εργολάβο, έχοντας μάλιστα ως προμετωπίδα και θέμα αυτής τη συγκεκριμένη αναφορά, την οποία σημειώνει με έντονα γράμματα και με υπογράμμιση.  Όπως ανωτέρω σημειώθηκε το κατά πόσο ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό εναπόκειται στο Δικαστήριο, αντιμετωπίζεται το ζήτημα ως θέμα πραγματικό και αποδίδονται στις λέξεις ή φράσεις που χρησιμοποιούνται στη φυσική τους έννοια, χωρίς να ενέχει σημασία για την εξαγωγή του συμπεράσματος ως προς το δυσφημιστικό ή όχι του κειμένου είτε η γνώμη του ιδίου του ενάγοντος είτε η τυχόν μαρτυρία που προσφέρεται από διάφορα άτομα ως προς την ερμηνεία, νόημα ή γενική έννοια του κειμένου.  Το κριτήριο αν ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό είναι κατά πόσο ένας λογικός άνθρωπος προς τον οποίον απευθύνεται το κείμενο θα μπορούσε να το αντιληφθεί κατά δυσφημιστικό τρόπο και όχι να αποδώσει απλώς ο ίδιος ο ενάγων ένα δυσφημιστικό νόημα στο δημοσίευμα θεωρώντας τον εαυτό του θιγμένο, ενώ το κείμενο μπορεί να είναι δεκτικό και άλλων αθώων ερμηνειών (χχχ χχχ Κυριάκου κ.α. ν. Λ. Λουκαϊδη, Πολ. Εφ. 104/2014, ημερ. 18/12/2020, Sigma Radio Television Ltd ν. χχχ Γεωργιάδη, Πολ. Εφ. 349/2009, ημερ. 8/6/2021), ECLI:CY:AD:2021:A230Το κείμενο ή κείμενα, πρέπει να ιδωθούν σωρευτικά και οι λέξεις να αναγνωσθούν λογικά, χωρίς υπερβολική ανάλυση, ούτε όμως υπερβολική υποψία (Gatley on Libel and Slander, 11η έκδοση, σελ. 103, Jeynes v. New Magazines Ltd (2008) EWCa Civ. 130).

 

Στην κρινόμενη περίπτωση σαφώς αποδίδεται στην εργοληπτική εταιρεία η οποία ασχολείτο με τις οικοδομικές εργασίες η διάπραξη δύο αδικημάτων.  H εκτέλεση εργασιών από μη εγγεγραμμένο εργολάβο και η μη ανάρτηση πινακίδων (αδικήματα τα οποία τιμωρούνται με πρόστιμο και ποινή φυλάκισης, Άρθρα 24, 26, 28 και 37 του Νόμου).  Τα οποία δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.  Ήδη η συνήγορος του εφεσείοντα αποδέχθηκε κατά το στάδιο των διευκρινίσεων ενώπιον του Εφετείου ότι η εφεσίβλητη ήταν εγγεγραμμένος εργολάβος και ότι δεν ήταν ακριβής η περί του αντιθέτου αναφορά του εφεσείοντα.

 

Συνεπώς ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εφεσείων διατείνεται πως κατ’ εσφαλμένο τρόπο το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως η επιστολή αναφερόταν στην εφεσίβλητη.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.α. ν. Λεωνίδα (1997) 1 ΑΑΔ 550, όπου λέχθηκε ότι αποτελεί προϋπόθεση για τη θεμελίωση αγώγιμου δικαιώματος ότι η δυσφημιστική δήλωση αφορά τον ενάγοντα και συνέχισε αναλύοντας το επίδικο ζήτημα ως ακολούθως:

 

«Ο Λόρδος Atkin έθεσε το θέμα ως εξής στην υπόθεση Knupffer ν London Express Newspaper Ltd (1944) 1 All E.R. 495: “…. Ιn         order to be actionable, the defamatory words must be understood, to be published of and concerning the plaintiff”.

 

Στην υπόθεση Philileftheros Public Company Ltd ν Ανδρέας Χριστοδούλου, Πολ.Εφ. Ap. 15/2009, 20.7.2012, το Ανώτατο Δικαστήριο διαφώνησε με τη θέση ότι εφόσον δεν υπήρχε ονομαστική αναφορά στον ενάγοντα δεν είχε προκύψει αγώγιμο δικαίωμα. Λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η νομική καθοδήγηση του πρωτόδικου δικαστηρίου αποδίδει ορθά τις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα της σύνδεσης του επηρεαζόμενου προσώπου με το δημοσίευμα και την παραθέτουμε αυτούσια:

 

«Στην υπόθεση Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ κ.α ν Στυλιανού (2006) 1 Α.Α.Δ 632 υπεδείχθη ότι δεν απαιτείται ως προϋπόθεση για τη δημιουργία αγώγιμου δικαιώματος η ρητή αναφορά στο όνομα του προσώπου στο οποίο αφορά το δημοσίευμα αλλά είναι αρκετή η αναφορά σε στοιχεία που προδίδουν την ταυτότητα και τον φωτογραφίζουν. Στο σύγγραμμα Media Law των Robertson και Nicol 4η έκδοση σελ. 93, εξηγείται ότι στην περίπτωση που το δημοσίευμα μεταφέρει και αποδίδει κατακριτέα συμπεριφορά σε κάποιον δημιουργεί αγώγιμο δικαίωμα αν ο ενάγων αποδείξει ότι τουλάχιστον κάποιοι αναγνώστες μπορούσαν να τον αναγνωρίσουν ως το κρινόμενο πρόσωπο, ή ότι τα γεγονότα υπονοούσαν τέτοια συμπεριφορά εκ μέρους του. Σε τέτοια περίπτωση «ο στόχος» του δημοσιεύματος μπορεί να εγείρει αγωγή και αν η γνώση των γεγονότων εξαρτάται από ειδικές συνθήκες που δεν είναι γνωστές σε όλους, θα πρέπει να αποδειχθεί ότι δημοσιεύτηκε σε πρόσωπα που μπορούσαν να διακρίνουν την σύνδεση του δημοσιεύματος με τον ενάγοντα. Η Αρκτίνος ανωτέρω είναι σχετική. Το κρίσιμο ερώτημα που πρέπει να τεθεί σε τέτοιες περιπτώσεις εδείχνετο προσωπικά από τις λέξεις (Στυλιανού ν Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ κ.α Πολ. Έφεση 89/05, ημερ. 20/7/07). Αν η απάντηση είναι θετική τότε υπάρχει και αγώγιμο δικαίωμα. Θα πρέπει τέλος να λεχθεί ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, που δεν κατονομάζεται ο ενάγων, δεν έχει σημασία η πρόθεση του συντάκτη, ότι δηλαδή δεν στόχευε τον ενάγοντα γιατί εκείνο που έχει σημασία είναι κατά πόσο ένας λογικός αναγνώστης μπορούσε να σκεφτεί ότι απευθυνόταν στον ενάγοντα (Hulton ν Jones (1910) A.C.20)”.

 

 

Τούτων δοθέντων, κατέληξε πως με βάση μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη ήτοι των ΜΕ1, ΜΕ4, οι οποίοι αντιλήφθηκαν ότι η επιστολή αναφερόταν στην εφεσίβλητη, υπήρξε σύνδεση της επιστολής με την εφεσίβλητη.  Σημειώνουμε επίσης πως άμεση αντίληψη και σύνδεση της εφεσίβλητης με την επιστολή είχε και ο ΜΕ5, λειτουργός του Συμβουλίου Εργοληπτών, ο οποίος όταν κοινοποιήθηκε σε αυτόν η επιστολή από τον Πρόεδρο του συνδέσμου Εργολάβων, φρόντισε να διενεργηθεί αυτοψία και επίσκεψη στο εργοτάξιο και ακολούθως κάλεσε τον διευθυντή της εφεσίβλητης, ΜΕ2, για κατάθεση και διερεύνηση της καταγγελίας.

 

Όπως έχουμε ήδη ανωτέρω επισημάνει, ήδη υπήρχαν ανηρτημένες πινακίδες με το όνομα της εφεσίβλητης ως εργολήπτη, γεγονός το οποίο δικογραφείται και συνεπώς υπήρχε και εδόθη η απαραίτητη μαρτυρία για τη σύνδεση της εφεσίβλητης με την επιστολή.

 

Συνεπώς ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Έχοντας δεχθεί ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως η επιστολή (τεκμ 1) αναφερόταν στην εφεσίβλητη με δυσφημιστικό περιεχόμενο, παραμένουν προς εξέταση οι λόγοι έφεσης 2 και 3 με τους οποίους ο εφεσείων διατείνεται πως η εφεσίβλητη δεν δικαιούται αποζημίωσης διότι δεν επέδειξε ειδική ζημιά και περαιτέρω ως νομικό πρόσωπο, δεν δικαιούται δυνάμει του άρθρου 7 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, αποζημίωσης.

 

Κρίνουμε τους ανωτέρω λόγους ανεδαφικούς.

 

Το άρθρο 7 του Κεφ. 148 προνοεί πως:

 

«Οργανισμός με νομική προσωπικότητα δεν λαμβάνει αποζημίωση σε σχέση με αστικό αδίκημα εκτός αν εξαιτίας αυτού υπέστη ζημιά.»

 

Δυνάμει του άρθρου 2 του ιδίου Νόμου, η ζημιά δεν είναι μόνο η υλική αλλά «σημαίνει απώλεια ή μείωση ιδιοκτησίας άνεσης, σωματικής ευεξίας, υπόληψης ή άλλη παρόμοια απώλεια ή μείωση».

 

Δεν χρειάζεται να επαναληφθούν οι καλά καθιερωμένες αρχές οι οποίες επιβάλλουν την προστασία της φήμης και υπόληψης προσώπου, οι οποίες πλήττονται ως επακόλουθο δυσφήμισης.

 

Υποκείμενο της δυσφήμισης και θιγόμενο πρόσωπο, δεν είναι μόνο τα φυσικά αλλά και τα νομικά πρόσωπα.  Σημαντικά, είναι επί του προκειμένου τα λεχθέντα στην απόφαση Kemsley Newspapers Ltd vCyprus Wines & Spirits Co. Ltd «ΚΕΟ» (23 CLR 1) όπου κρίθηκε πως ορθά επιδικάστηκαν υπέρ της ενάγουσας εταιρείας γενικές αποζημιώσεις, όπως σε κάθε υπόθεση δυσφήμισης και πως δεν ήταν απαραίτητο η ενάγουσα εταιρεία να αποδείξει συγκεκριμένη ή ειδική ζημιά.

 

«A company has a trading character, the defamation of which may ruin it.  It can maintain an action of libel or slander for any words, which are calculated to injure its reputation in the way of its trade or business and this without alleging or proving special damage”

 

Στην υπόθεση South Hetton Coal v. North–Eastern News Association Ltd. (1894) 1 QB 133, All ER. Rep. 547 (η οποία μνημονεύεται στην απόφαση ΚΕΟ (ανωτέρω) και στο σύγγραμμα «To Σύγχρονο Δίκαιο της Δυσφήμισης» του Πόλυ Πολυβίου, Εκδ. 2013, σελ. 67), «το Αγγλικό Εφετείο αποφάσισε ότι υπήρχε ένα δίκαιο της δυσφήμισης, ότι το βασικό ερώτημα που θα έπρεπε να τεθεί σε όλες τις υποθέσεις (για απόφαση από τους ενόρκους) ήταν το ίδιο, και ότι αυτό ήταν κατά πόσον είχε υποστεί δυσφήμιση ο ενάγων, είτε αυτός ήταν φυσικό είτε νομικό πρόσωπο.  Στην περίπτωση, εντούτοις εμπορικών εταιρειών, το συμφέρον που αποτελούσε το αντικείμενο της έννομης προστασίας ήταν η εμπορική φήμη (its reputation in the way of its business).  Εκεί που αυτό το στοιχείo τεκμηριωνόταν, δεν υπήρχε ανάγκη απόδειξης ειδικής ζημιάς».

(Δέστε επίσης ODwyer κ.α. ν. Χριστόφορος Καραγιάννας & Υιός Λτδ, Πολ. Έφ. 435/12 ημερ. 21/2/2020, ECLI:CY:AD:2020:A70 και  Ιωάννου, ΤΑS Ophthalmos Laser Center Ltd, κ.α. ν. Φιλίππου κ.α. Πολ. Εφ. Αρ. 283/12, ημερ. 27/9/2019), ECLI:CY:AD:2019:D402.

Μια εταιρεία ως μια νομική οντότητα, έχει όνομα, φήμη, εμπορική εύνοια, τα οποία επιθυμεί να διαφυλάξει και έχει το δικαίωμα προστασίας από τα δυσφημιστικά σχόλια οιουδήποτε, όπως οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο.

 

Με την απόρριψη των συγκεκριμένων λόγων έφεσης κρίνουμε αχρείαστη την ενασχόληση με τους λόγους έφεσης 1 και 5 οι οποίοι καταπιάνονται με το εάν ορθώς το Δικαστήριο αποφάσισε ότι υπάρχει επιζήμια ψευδολογία και εάν αυτή είχε δικογραφηθεί.

 

Με τον τελευταίο (δωδέκατο) λόγο έφεσης αμφισβητείται το ύψος του επιδικασθέντος ποσού των €5.000 ως αποζημιώσεις.  Χαρακτηρίζεται ως αυθαίρετο, αδικαιολόγητο υπό τις περιστάσεις και συνθήκες και λανθασμένο.

 

Προβάλλεται ιδιαίτερα το επιχείρημα πως παραβλέφθηκε το γεγονός πως δεν γινόταν σαφής αναφορά στο όνομα της εφεσίβλητης και πως η έκταση της δημοσίευσης ήταν πολύ περιορισμένη χωρίς μαρτυρία για απόδειξη ζημιάς.

 

Για το θέμα της αναφοράς στην εφεσίβλητη και την ύπαρξη ή όχι ζημιάς έχουμε ασχοληθεί ανωτέρω.  Ιδιαίτερης σημασίας προσδίδεται στο γεγονός πως η επιστολή απέδιδε στην εφεσίβλητη διάπραξη ποινικών αδικημάτων και πως αυτή απεστάλη και γνωστοποιήθηκε στα πλέον αρμόδια σώματα, πρόσωπα και όργανα τα οποία ευθέως αναγνώρισαν τη δυσφήμιση και υπέβαλαν την εφεσίβλητη σε έρευνα σε σχέση με τα κατ’ ισχυρισμό διαπραχθέντα αδικήματα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προτού καταλήξει στο επιδικασθέν ποσό αναφέρθηκε σε αποφάσεις με ενδεικτικά ποσά, αποζημιώσεων, οι οποίες βέβαια αφορούσαν συγκεκριμένα γεγονότα, διαφορετικά από την παρούσα. (Λάζαρος Μαύρου ν. Θεόδωρου Στυλιανού κ.α. (2002) 1 ΑΑΔ 1743, Ηνωμένοι Δημοσιογράφοι ν. Ναθαναήλ (1993) 1 ΑΑΔ 893), όπου επιδικάσθηκαν ως αποζημιώσεις ποσά ΛΚ7000 και ΛΚ4000 αντίστοιχα.

 

Στην Χατζηπαναγιώτου ν. Δρουσιώτη κ.α. (2009) 1 ΑΑΔ 1321, λέχθηκαν τα εξής:

 

«Ο ρόλος του Εφετείου, σε υποθέσεις επιδίκασης αποζημιώσεων για δυσφήμιση, περιορίζεται ουσιαστικά στην εξέταση του θέματος του κατά πόσον το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε εύλογα κατά την επιδίκαση τέτοιας αποζημίωσης έτσι ώστε να αποζημιώνεται ο ενάγων και να αποκαθίσταται η φήμη του.  Οι γενικές αποζημιώσεις στην περίπτωση της δυσφήμισης, είναι πρωταρχικά ζήτημα εντυπώσεως του πρωτοδίκου δικαστηρίου και το Εφετείο δεν επεμβαίνει εύκολα ανατρέποντας την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου, εκτός αν διαπιστώσει κάποιο λάθος.  Το Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου παρέχει εξουσία στο Εφετείο να αντικαθιστά τη λανθασμένη επιδίκαση αποζημιώσεων με την ορθή επιδίκαση τέτοιων αποζημιώσεων και με αυτόν τον τρόπο να μην είναι απαραίτητη η επανεκδίκαση της υπόθεσης.»

 

Παρά το γεγονός πως κάθε υπόθεση παρουσιάζει τα δικά της ιδιαίτερα περιστατικά θεωρούμε πως οι πιο κάτω αποφάσεις είναι ενδεικτικές και παρέχουν καθοδήγηση για το δίκαιο ποσό αποζημίωσης.  (βλ. Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ κ.α. ν. Νίκου Στέλικος (2004) 1 (Β) ΑΑΔ 949, Εκδόσεις Αρκτίνος Λιμιτεδ κα ν. Θεόδωρου Στυλιανού, (2006) 1 AAΔ 632, Phileleftheros Public Co. Ltd κα ν. Ανδρέα Χριστοδούλου, (2012) 1 ΑΑΔ 763), που επιδικάστηκαν ποσά ύψους ΛΚ6.000, ΛΚ9.000 και €12.000 αντίστοιχα.

 

Επισημαίνεται πως κάθε υπόθεση διαφοροποιείται ως προς τα γεγονότα της από τις υπόλοιπες, τόσο ως προς την έκταση όσο και το είδος του δυσφημιστικού σχολίου.  Κρίνουμε πως ενόψει των συνθηκών που επισημάναμε πιο πάνω, το επιδικασθέν ποσό ήταν δίκαιο και εύλογο.  Με συνέπεια την απόρριψη και αυτού του λόγου έφεσης.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €2.000 πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα.

 

                                                               Α. Λιάτσος, Δ.

 

                                                               Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 

                                                               Δ. Σωκράτους, Δ.

 

/Κας

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο