ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI, Πολιτική Αίτηση Αρ. 50/2022, 2/5/2022
print
Τίτλος:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI, Πολιτική Αίτηση Αρ. 50/2022, 2/5/2022
Παραπομπή:
ECLI:CY:AD:2022:D174

ECLI:CY:AD:2022:D174

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 50/2022)

 

2 Μαΐου, 2022

 

 

[ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑ-ΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1Α, 15, 17 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΤΗΣ ΕΣΔΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 7, 8, 11 ΚΑΙ 52 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 4(1)(2)(3) ΚΑΙ (4), ΤΟΥ Ν. 183(1)/2007, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 100(1) ΚΑΙ (101) ΤΟΥ Ν.112(Ι)/2004, ΑΡΘΡΑ 5, 6 ΚΑΙ 9 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2002/58/ΕΚ ΚΑΙ ΤΗΣ Κ.Δ.Π.607/2007

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΜΕ ΑΡ.17/2022 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΗΜΕΡ. 11/03/2022 ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΠΙΤΡΑΠΗΚΕ Η ΠΑΡΟΧΗ Η/ΚΑΙ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΑ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ

 

        Β. Ακάμας, για Γιάννης Πολυχρόνης Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή.

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Απευθείας από την Έδρα)

 

        ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Ενώπιον μου τέθηκε μονομερής αίτηση ημερομηνίας 20.4.22 διά της οποίας, με επίκληση του Κανονισμό 3 του Περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Διαδικασία Έκδοσης Προνομιακών Διαταγμάτων) Διαδικαστικού Κανονισμού  2018, επιζητούνται από τον Αιτητή, τα ακόλουθα (η περικοπή είναι αυτούσια όπως και οι άλλες που ακολουθούν):

«…...…………………………………………………………………………………….

Α. (…) άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση Αίτησης με Κλήση για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari για να τεθεί ενώπιον τον Σεβαστού Δικαστηρίου για να ακυρώσει ή/και παραμερίσει το Διάταγμα παροχής ή/και πρόσβασης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων ημερομηνίας 11/03/2022 που εξεδόθη από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στην Αίτηση Αρ.17 /2022.

 

Β. Διάταγμα του Δικαστηρίου δια του οποίου να απαγορεύει στην Αστυνομία Κύπρου ή/και Γενικό Εισαγγελέα ή/και οποιουσδήποτε αντιπροσώπους τους ή/και σε οποιοδήποτε παροχέα υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών, την οποιαδήποτε επεξεργασία ή/και διάδοση ή/και χρήση καθ’ οιονδήποτε τρόπο, οποιονδήποτε τηλεπικοινωνιακών δεδομένων και/ή συνδεδεμένης μαρτυρίας με τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα οποιασδήποτε μορφής, τα οποία εξασφαλίστηκαν δυνάμει Διατάγματος ημερομηνίας 11/03/2022 11/03/2022 που εξεδόθη από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στην Αίτηση Αρ.17/2022, μέχρι τελικής εκδίκασης της παρούσας αίτησης ή/και μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

…….……………………………………………………………………………………».

 

 

        Η Αίτηση συνοδεύεται από Έκθεση Γεγονότων και Ένορκη Δήλωση του Αιτητή. Επί της Αίτησης, επισυνάπτονται - ανάμεσα σε άλλα - η επίδικη αίτηση για έκδοση του περί ου ο λόγος διατάγματος πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα ημερομηνίας 11.3.22 («η Αίτηση για το Διάταγμα»), η συνοδευτική αυτής ένορκη δήλωση («ο Αστυνομικός Όρκος») και το επίμαχο διάταγμα παροχής ή και πρόσβασης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων ίδιας ημερομηνίας («το Διάταγμα»).

        Οι λεπτομέρειες που συγκροτούν το αίτημα, ως καταγράφονται στην Έκθεση Γεγονότων, έχουν ως εξής:

«…………………………………………………………………………………………

A)           Το προσβαλλόμενο διάταγμα πάσχει από έκδηλη πλάνη νόμου ή/και προφανή υπέρβαση δικαιοδοσίας λαμβανομένου υπόψη ότι δεν καταγράφεται καμία εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία συνδέεται ή είναι συναφής με το υπό διερεύνηση αδίκημα ή/και με τον κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας.

B)           Το Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας και/ή εξουσίας να εκδώσει το επίδικο ή/και προσβαλλόμενο διάταγμα δεδομένου ότι η αίτηση στηρίχθηκε ρητά ή/και εξυπακουόμενα στα άρθρα 6, 7, 8,9, 10 και 11 τον Ν. 183 (Ι)/2007, και ειδικά όσον αφορά την νομική έννοια τον όρου «Δεδομένα», ως καθορίζεται στον εν λόγω Νόμο, ο οποίος συγκρούεται με το εφαρμοστέο Ευρωπαϊκό Δίκαιο ή/και το άρθρο 1Α του Συντάγματος ή/και τα άρθρα 15,17 και 35 τον Συντάγματος ή/και άρθρο 8 της ΕΣΔΑ ή/και το Χάρτη θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης άρθρα 7, 8, 11 και 52 ή/και την Οδηγία 2002/58/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2009 / 136/ΕΚ αναφορικά με τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες. την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία του απορρήτου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

Περαιτέρω με την Απόφαση της Ολομέλειας τον Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις Πολιτικές Αιτήσεις που αφορούν στα Τηλεπικοινωνιακά Δεδομένα αρ. 97/18, 1Ζ7/18, 140/19­143/19, 154/19,169/19, 36/20 και 46/20, Απόφαση ημερ.27/10/21, και που κρίθηκε ότι ο Ν.183(Ι)/2007 ή/και τα άρθρα 3, δ, 7, 8, 9, 10, 11 και 13 αυτού αντιβαίνουν την Οδηγία 2002/58/ΕΚ αλλά και την ενωσιακή νομολογία, με αποτέλεσμα να είναι αντισυνταγματικός, ανίσχυρος, αντίθετος και υπερβαίνον τα όρια που επιβάλλει η τήρηση της Αρχής της Αναλογικότητας.

Γ) Εσφαλμένα ή/και καθ' έκδηλη πλάνη Νόμου ή/και καθ υπέρβαση δικαιοδοσίας η νομική βάση της αίτησης ή/και τον προσβαλλόμενου διατάγματος στηρίχθηκε στα άρθρα 100(1) και (101) τον Ν. 112(Ι)/2004, και άρθρα 5, 6 και 9 της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ και της ΚΔΠ 607/2007, άρθρα τα οποία είναι εντελώς άσχετα ή/και αντιφατικά ή/και ανεφάρμοστα στην υπό εξέταση αίτηση ή/και εν σχέση με το αιτούμενο διάταγμα ή/και σε σχέση με τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Τούτο για τούς εξής λόγους:

(α) Με βάση το άρθρο 100(1) τα δεδομένα κίνησης πού αφορούν χρήστες ή συνδρομητές πρέπει να διαγράφονται ή να καθίστανται ανώνυμα μόλις επιτευχθεί η κάθε κλήση. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις τον εδαφίου (1)(α) του Άρθρου 100, όπου αφορούν αποκλειστικά σκοπό χρέωσης τον συνδρομητή και πληρωμής της διασύνδεσης. Περαιτέρω, η επιτρεπόμενη επεξεργασία, επιτρέπεται μόνον ως το τέλος της περιόδου πληρωμής τον λογαριασμού. Τονίζεται ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν δίδουν εξουσία για καμία επεξεργασία δεδομένων για σκοπούς ποινικής διαδικασίας ή διερεύνησης ποινικού αδικήματος, ακόμα και με τη συγκατάθεση τον συνδρομητή ή χρήστη.

(β) Όσον αφορά τα δεδομένα θέσης, επεξεργασία τούς μπορεί να γίνει ανώνυμα, δηλαδή χωρίς να καταδεικνύεται ο χρήστης ή συνδρομητής, εκτός με τη ρητή συγκατάθεση τον συνδρομητή ή χρήστη, ο οποίος θα ενημερωθεί για την επεξεργασία πριν δώσει την συγκατάθεση του και θα πρέπει να ενημερωθεί για την έκταση, διάρκεια της επεξεργασίας, καθώς επίσης αν τα δεδομένα αυτά Θα δοθούν σε τρίτο πρόσωπο για τον σκοπό παροχής υπηρεσίας προστιθέμενης αξίας.

(γ) Δυνάμει του εδαφίου (3) του Άρθρου 101, καθορίζονται αποκλειστικά τα πρόσωπα πού μπορούν να επεξεργαστούν τα δεδομένα και δεν συμπεριλαμβάνονται σε τούτους αστυνομικοί, και εν πάση περιπτώσει τα δεδομένα αυτά θα πρέπει να είναι τα απολύτως απαραίτητα για το σκοπό παροχής υπηρεσίας προστιθέμενης αξίας. Τονίζεται ότι με βάση τη συγκεκριμένη νομοθεσία δεν δίδεται εξουσία για επεξεργασία δεδομένων θέσης για σκοπούς ποινικής διαδικασίας ή διερεύνησης ποινικού αδικήματος, καθ οιονδήποτε τρόπο.

(δ) H οδηγία 2002/58/ΕΚ ρητά ή/και εξυπακουόμενα στο άρθρο 1(3) απαγορεύει την εφαρμογή της σε δραστηριότητες οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπως οι δραστηριότητες που καλύπτονται από τους τίτλους V και VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και σε κάθε περίπτωση στις δραστηριότητες που αφορούν τη δημόσια ασφάλεια, την εθνική άμυνα, την ασφάλεια του κράτους (συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής ευημερίας του κράτους εφόσον οι δραστηριότητες συνδέονται με θέματα ασφάλειας του κράτους) και στις δραστηριότητες τον κράτους σε τομείς τον ποινικού δικαίου. Εν πάση δε περιπτώσει η ίδια η οδηγία δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να θεσπίσουν άλλες ανεξάρτητες και αυτοτελείς νομοθεσίες για την διερεύνηση ποινικών αδικημάτων (βλέπε άρθρο 15(1)) κάτι που δεν έχει πράξει η Δημοκρατία μετά την κήρυξη του Ν.183(Ι)/2007, ανίσχυρού και αντίθετου με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.

(ε) H Κ.Δ.Π 607/2007 δεν εφαρμόζεται σε σχέση με την επεξεργασία των δεδομένων για ποινική διερεύνηση από την Αστυνομία και ουδεμία σχέση έχει με την υπό εξέταση αίτηση ή/και προσβαλλόμενο διάταγμα καθ' ότι καθορίζει το χρόνο φύλαξης των δεδομένων κίνησης και όχι δεδομένων θέσης (βλέπε άρθρα 3 και 5) για περίοδο 6 μηνών, για σκοπούς χρέωσης και πληρωμής διασύνδεσης, με τις επιφυλάξεις για τήρηση του απορρήτου (Μέρος 14 Ν.112 (Ι)/2004). Καμία αναφορά για χρησιμοποίηση και επεξεργασία των δεδομένων για ποινική διερεύνηση από την Αστυνομία.

(στ) H εφαρμογή της Κ.Δ.Π 607/2007 για σκοπούς διερεύνησης ποινικών αδικημάτων έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την απόφαση της Ολομέλειας τον Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις Πολιτικές Αιτήσεις αρ. 97/18, 127/18 140/19-143/19, 154/19, 169/19, 36/20 και 46/20) απόφαση ημερ.27/10/21, και που κρίθηκε ότι ο Ν.183(Ι)/2007 ή/και τα άρθρα 3, 6, 7, 8, 9, 10, 11 και 13 αυτού αντιβαίνουν την Οδηγία 2002/58/ΕΚ αλλά και την ενωσιακή νομολογία, με αποτέλεσμα να είναι αντισυνταγματικός, ανίσχυρος, αντίθετος και υπερβαίνον τα όρια πού επιβάλλει η τήρηση της Αρχής της Αναλογικότητας. Τούτο στο βαθμό και την έκταση που η ΚΔΠ καθορίζει αδιακρίτως το χρόνο φύλαξης των δεδομένων κίνησης για περίοδο 6 μηνών.

 

Δ) H επίδικη απόφαση ή/και διάταγμα (τεκμήριο 1) υπό τις περιστάσεις λήφθηκε υπό συνθήκες πού συνιστούν κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας εκ μέρους της Αστυνομίας.

………………………………………………………..………………………………..».

 

 

Η Αίτηση, επικουρείται και από Ένορκη Δήλωση του Αιτητή, στην οποία φέρεται να διασαφηνίζονται αντίστοιχες αναφορές στην Έκθεση Γεγονότων.

Διεξήλθα στην πλήρη τους μορφή όσα μου τέθηκαν.

        Όσα θα πω πρέπει να ενταχθούν στο πλαίσιο των αρχών που διέπουν την παρούσα διαδικασία - τις οποίες είχα την ευκαιρία να ξαναθυμίσω και στην Αναφορικά με την Αίτηση του Χατζηγεωργίου, Πολ. Αίτ. 11/22, ημ. 22.3.22 (και έτσι δεν απαιτείται να τις επαναλάβω στη λεπτομέρεια τους) - καίριο μέρος των οποίων καθορίζει πως, σε αυτό το στάδιο, το Δικαστήριο περιορίζεται αυστηρώς στη διαπίστωση συζητήσιμης υπόθεσης προς χορήγηση της συναφούς άδειας, χωρίς να αποφαίνεται επί της επίμαχης ουσίας των πραγμάτων (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Σιακόλα και Άλλων, Π.Ε 7/20, ημ. 7.6.21, ECLI:CY:AD:2021:A239, Αναφορικά με την Αίτηση της Πετρίδου, Π.Ε. 133/19, ημ. 12.2.20, ECLI:CY:AD:2020:A56).

        Το Διάταγμα (και το δικαστικό σκεπτικό που περιστοίχισε την έκδοση του), έχει σημασία να παρατεθεί ανεπάφως έτσι ώστε να καταστεί, θεωρώ, πιο ευχερής η κατανόηση των όσων έπονται:

«…………………………………………………………………..……………………..

Της αιτήσεως χωρίς ειδοποίηση ημερομηνίας …... παρουσιασθείς προς ακρόαση στην παρουσία του Αστ.2xx4 xxx Καρακώστα της ΥΚΑΝ Λεμεσού, το ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ αφού ανέγνωσε την ένορκη δήλωση τη κατατεθείσα υπό η εκ μέρους του αιτητή και αφού ακούσθει παν ότι ελέχθει υπό του πιο πάνω Αστυφύλακα της Αστυνομίας και αφού έχει ικανοποιηθεί ότι α. υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι πρόσωπο διέπραξε σοβαρά ποινικά αδικήματα και β. υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι τα ζητούμενα δεδομένα συνδέονται ή είναι συναφή με τα σοβαρά ποινικά αδικήματα.

 

ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 4(1)(2)(3) και (4) του Περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων Νόμου 183(1) του 2007 και των άρθρων 99, 100 και 101 του Νόμου 112(1)/2004 και της Κ.Δ.Π. 607/2007, την παροχή δεδομένων που αφορούν τους συνδρομητές που αναφέρονται στην εν λόγω αίτηση.

………………………………………………………………………….…………..…».

 

        Ο κ. Ακάμας, με θεμέλιο, κατ’ ουσίαν, τα διαλαμβανόμενα στην Έκθεση Γεγονότων, υποστήριξε ότι υφίστανται όλα τα αναγνωρισμένα προαπαιτούμενα για την επιδιωκόμενη άδεια, ως τα αιτητικά Α και Β.

        Συγκλίνω μαζί του.

         Εν μέρει.

        Επεξηγώ.

        Έχω υπόψιν τις πρόνοιες όλων των νομοθετικών και κανονιστικών προνοιών  που συναποτέλεσαν, κατά τα φαινόμενα, το νομικό θεμέλιο της Αίτησης για το Διάταγμα, ως και το περιεχόμενο του διατυπωμένου σκεπτικού που οδήγησε στο Διάταγμα, όπως και τις νομολογιακές αρχές που έχουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οριοθετήσει εν τίνι τρόπω, το πεδίο ενάσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Κατώτερου Δικαστηρίου για έκδοση παρόμοιων διαταγμάτων εντός των προβλεπόμενων νομοθετικών παραμέτρων της περίπτωσης.

        Εκ πρώτης όψεως, και το τονίζω τούτο, δεν προκύπτει πως τέθηκε ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου μαρτυρία από την οποία να αναφύεται (δική του) - ή και αντικειμενικώς - εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι «… τα ζητούμενα δεδομένα συνδέονται ή είναι συναφή με τα σοβαρά ποινικά αδικήματα …» που φαίνεται πως διερευνούσε η Αστυνομία (με αυτά να διαπράττονται κατ’ ισχυρισμόν «… μεταξύ άγνωστης ημερομηνίας και 08/03/2022 στην Λεμεσό …»), και δη, εκείνα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, της παράνομης εισαγωγής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β (δηλαδή καννάβεως «… συνολικού μεικτού βάρους 132 κιλών περίπου …»), της παράνομης κατοχής και παράνομης κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα τής εν λόγω ποσότητας καννάβεως, καθώς και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

        Κοντολογίς - ως προώθησε σθεναρώς ο κ. Ακάμας - δεν εμφανίζεται πώς τα ζητούμενα στοιχεία εν σχέσει προς τις αναφερόμενες στον Αστυνομικό Όρκο συνδρομητικές/τηλεφωνικές κάρτες, κινητά τηλέφωνα και άλλα παρεμφερή (ως τούτα περιγράφονται στις σελίδες 4-7 του Αστυνομικού Όρκου), υποστηρίζονται από συγκεκριμένα γεγονότα ή και μαρτυρία.

        Συντρέχουν, εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις για χορήγηση της αιτούμενης ως το αιτητικό Α της Αίτησης.

        Όχι όμως και ως προς το αιτητικό Β αφού αυτό διακρίνεται από ασάφεια περιεχομένου και στόχευσης, και ιδιαίτερα (μεταξύ άλλων), στο αν αυτό άπτεται  αιτήματος για έκδοση προνομιακού εντάλματος Prohibition, ή κάποιας άλλης παράλληλης ή επάλληλης θεραπείας αναφορικώς προς το αιτητικό Α (Certiorari).

        Στη βάση όλων των πιο πάνω - και με κατά νουν πως δεν προσφέρεται (ώς εξυφαίνεται από τις περιστάσεις), άλλο ένδικο μέσο ή εναλλακτική θεραπεία στον Αιτητή - θεωρώ ότι τούτος κατέδειξε πως υπάρχει συζητήσιμη υπόθεση επί όσων έθεσε στην Έκθεση Γεγονότων και στην Ένορκη Δήλωση σε σχέση προς το ένταλμα Certiorari.

        Δεν χρειάζεται να πω τίποτα περισσότερο.

        Εξήγησα γιατί.

        Η Αίτηση εγκρίνεται ως προς το αιτητικό Α.

        Το αιτητικό Β της Αίτησης απορρίπτεται.

        Η διά κλήσεως αίτηση να καταχωριστεί εντός 7 ημερών από σήμερα και να οριστεί από την Πρωτοκολλητή για Οδηγίες την 19.5.22 και ώρα 8.30 π.μ., να επιδοθεί δε κατά τα δέοντα προς τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας εντός 7 ημερών από την καταχώριση της διά κλήσεως αίτησης, με τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας να δύναται να καταχωρίσει, μετά από την επίδοση, σχετική Ειδοποίηση για Πρόθεση Ένστασης.

 

 

                                                                             Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

/κβπ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο