ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΒΑΡΩΣΙΩΤΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 99/2022, 13/5/2022

ECLI:CY:AD:2022:A185

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 99/2022)

 

13 Μαΐου, 2022

 

[Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 9, 10 ΚΑΙ 11 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 6, 19, 29, 30 ΚΑΙ 31 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1960 (Ν.14/60) ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 30, 146, 155.4, 157, 163 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ XXX ΒΑΡΩΣΙΩΤΟΥ, ΔΙΚΗΓΟΡΟ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΗΜΕΡ. 17/03/2022

 

-------------------

Η εφεσείουσα εμφανίζεται προσωπικά.

-------------

 

Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

[μετά από σύντομο διάλειμμα]

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα υπέβαλε αίτηση για διεκδίκηση μιας εκ των θέσεων Επαρχιακού Δικαστή οι οποίες προκηρύχθηκαν από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο στις 10.12.2021.  Η αίτηση της δεν είχε επιτυχές αποτέλεσμα.

 

Τούτο γιατί η εφεσείουσα δεν πληρούσε τα απαιτούμενα κριτήρια για να κληθεί σε προφορική συνέντευξη ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, όπως καθορίζονται στη Διαδικασία και Κριτήρια Διορισμού Δικαστών, Μέρος Δ.1 (Στάδιο προκαταρκτικής εξέτασης από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο).  Ειδικότερα δεν είχε τις συστάσεις τουλάχιστον πέντε Δικαστών των Επαρχιακών Δικαστηρίων ή του Προέδρου και δύο των μελών της Επιτροπής του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, οπότε σύμφωνα με τη διαδικασία και κριτήρια διορισμού δικαστών αποκλείστηκε από οποιαδήποτε άλλη διαδικασία.

 

Μετά τον αποκλεισμό της ως υποψήφιας, καταχώρισε αίτηση επιδιώκοντας να λάβει άδεια για να προωθήσει αίτηση προς έκδοση εντάλματος της φύσεως certiorari προς ακύρωση της απόρριψης της υποψηφιότητάς της. 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο έθεσε προς την εφεσείουσα το προκαταρκτικό ερώτημα κατά πόσον μια απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου θα μπορούσε να ελεγχθεί με ένταλμα certiorari, νοουμένου ότι με τέτοιας φύσεως εντάλματα υπόκεινται σε έλεγχο αποφάσεις κατωτέρων δικαστηρίων.  Η εφεσείουσα απάντησε ότι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου είναι οιονεί δικαστική απόφαση.  Συμπλήρωσε δε, ότι με δεδομένη τη δικαστική φύση της απόφασης, είναι νομικά επιτρεπτή η αναθεώρηση της με ένταλμα certiorari.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού σημείωσε ότι η παραπάνω εισήγηση της εφεσείουσας έγινε χωρίς οποιαδήποτε παραπομπή σε νομολογία, έκρινε, παραπέμποντας στην υπόθεση In Re Lyras (1986) 1 CLR 663, ότι οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου είναι μεν οιονεί δικαστικές (Στυλιανίδης ν. Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου κ.α., Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 83/2016, 5.2.2018), αλλά δεν μπορούν να ελεγχθούν με βάση την εξουσία που παρέχει στο Ανώτατο Δικαστήριο το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος, ήτοι με ένταλμα της φύσεως certiorari.  Κρίνοντας τοιουτοτρόπως, απέρριψε την αίτηση χωρίς να εξετάσει την ουσία της. 

 

Εξ ου και η παρούσα έφεση με την οποία προβάλλεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε υπό νομική πλάνη ως προς την ορθή εφαρμογή των Άρθρων 155.4 και 157 του Συντάγματος, των Άρθρων 9 και 10 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης Νόμου, Ν. 33/1964, του Άρθρου 6(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/1960, του Άρθρου 30 του Συντάγματος και του Άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, όπως επίσης λανθασμένα εφάρμοσε τη σχετική νομολογία.

 

Στην αγόρευση της η εφεσείουσα αναφέρθηκε ξανά στη νομολογία, σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου είναι οιονεί δικαστικές, γι’  αυτό, εισηγήθηκε ότι ο έλεγχος της νομιμότητας των αποφάσεων του, στο στάδιο της διαδικασίας επιλογής των υποψηφίων, μπορεί να γίνει μέσω προνομιακών ενταλμάτων και με αυτό τον τρόπο να ικανοποιηθεί και το δικαίωμα για πρόσβαση στη δικαιοσύνη όπως τούτο διασφαλίζεται από το Άρθρο 30 του Συντάγματος και το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.  Παρέπεμψε σχετικά σε αποφάσεις σύμφωνα με τις οποίες μια οιονεί δικαστική πράξη ελέγχεται με προνομιακό ένταλμα.  Τούτου δοθέντος, συνέχισε, εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο, αποφάσισε πως δεν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει την ουσία της αίτησης επειδή δεν επρόκειτο για απόφαση κατωτέρου δικαστηρίου.  Το πρωτόδικο δικαστήριο, συνέχισε περαιτέρω, δεν έλαβε υπόψη πως το Ανώτατο Δικαστήριο είχε εξουσία να εξετάσει τη συνταγματικότητα και νομιμότητα οποιωνδήποτε διαδικαστικών ή άλλων κανονισμών που θεσπίζονται από το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο.  Συνεπώς το Ανώτατο Δικαστήριο δεν είχε κώλυμα, αλλά αντίθετα είχε καθήκον να επέμβει και να ελέγξει τη νομιμότητα των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, έστω και αν αυτές λήφθηκαν από τα ίδια τα μέλη του, ως μέλη του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου.  Τα δύο σώματα είναι διαφορετικά και διαφορετική είναι η αρμοδιότητα τους, κατέληξε.  Παρέπεμψε σχετικά κατά την προφορική αγόρευση της στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση Νικολάου και Κυριακίδη (1991) 1 ΑΑΔ 1045, όπου αποφασίστηκε ότι το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο δεν εξομοιώνεται με το Ανώτατο Δικαστήριο, έστω και αν αποτελείται από δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ακολούθως η εφεσείουσα αναφέρθηκε στην ουσία της υπόθεσης, που δεν εμπίπτει στα πλαίσια της παρούσας έφεσης.

 

Έχοντας υπόψη όλα τα δεδομένα και την αγόρευση της εφεσείουσας στο σύνολο της κρίνουμε ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τις θέσεις και την αίτηση της.  Δεν είναι μόνο η φύση της διαδικασίας, δικαστική ή οιονεί δικαστική, που καθορίζει τα πράγματα.  Σε έλεγχο με προνομιακό ένταλμα certiorari υπόκεινται αποφάσεις κατωτέρων δικαστηρίων (βλ. Π. Αρτέμης, Προνομιακά Εντάλματα, σελ. 109), υπό την έννοια που εξηγήθηκε στην R. v. Cripps, ex-parte Muldoon and Others [1983] 3 All ER 72 και υιοθετήθηκε στην Lyras (ανωτέρω).  Στην τελευταία αυτή υπόθεση επιχειρήθηκε να προσβληθεί απόφαση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου στα πλαίσια της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας και η απάντηση του Στυλιανίδη, Δ., μετά από ανάλυση της σχετικής αγγλικής νομολογίας ήταν πως:

«For the aforesaid reasons this Court has no jurisdiction to issue an order of certiorari to bring up and quash any judicial act of another member of this Court.  This application has to be dismissed

 

Έτι περαιτέρω, εν προκειμένω, όπου επιδιώκεται ο εποπτικός έλεγχος Ανωτάτου Δικαστικού Σώματος, ήτοι του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, το οποίο αποτελείται από το Ανώτατο Δικαστήριο (Άρθρο 157.1 του Συντάγματος).  Έστω και αν οι αρμοδιότητες του θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως οιονεί δικαστικές, το ίδιο ως Σώμα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κατώτερο δικαστήριο ή όργανο ή σώμα το οποίο θα μπορούσε να υπόκειται σε εποπτικό έλεγχο στα πλαίσια διαδικασίας certiorari.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

                                                          Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.

                                                          Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

                                                          Δ. Σωκράτους, Δ.

                                                          Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.

                                                          Ν. Σάντης, Δ.

/φκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο