ΦΟΙΒΟΣ ΧΑΤΖΗΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ v. ΠΟΠΗΣ ΚΑΝΑΡΗ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 233/2014, 27/6/2022

ECLI:CY:AD:2022:A264

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                            ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 233/2014

 

 

27 Ιουνίου, 2022

 

[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ,  Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΦΟΙΒΟΣ ΧΑΤΖΗΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ

                          Εφεσείοντας/Ενάγοντας

v.

ΠΟΠΗΣ ΚΑΝΑΡΗ

                          Εφεσίβλητης/Εναγόμενης

***************************

 

Γιώργος Παπαθεοδώρου με Νάγια Αργυρού (κα) , για τον Εφεσείοντα

Χρίστος Δημητριάδης για Κώστα Π. Δημητριάδη ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη

 

                                                 *************************

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟY, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.:   Στις 23.7.2007, το όχημα με αρ. εγγραφής WV374 που οδηγείτο από την ιδιοκτήτρια του Εφεσίβλητη (εναγόμενη), συγκρούστηκε με  την μοτοσυκλέτα με αρ. εγγραφής ΚΑΒ112 που οδηγείτο από τον Εφεσείοντα (Ενάγοντα), στην οδό Αγίου Παύλου στη Λευκωσία.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την ενώπιον του προσκομισθείσα μαρτυρία, κατέληξε ότι ο Εφεσείοντας απέτυχε να στοιχειοθετήσει ευθύνη εναντίον της Εφεσίβλητης και κατά συνέπεια απέρριψε την αγωγή του εναντίον της, με την οποία αξίωνε ειδικές αποζημιώσεις, ως και γενικές αποζημιώσεις για τις σωματικές βλάβες που υπέστη ως αποτέλεσμα του επίδικου τροχαίου δυστυχήματος.

 

Η Έφεση στρέφεται εναντίον της πιο πάνω κατάληξης του Δικαστηρίου.

 

Κατά την διεξαχθείσα ακροαματική διαδικασία προσκομίσθηκε μαρτυρία εκ μέρους του Εφεσείοντα, τόσο για τις συνθήκες πρόκλησης του δυστυχήματος, όσο και για τις απώλειες, σωματικές βλάβες και ζημιές του.  Κατέθεσαν εκ μέρους του Εφεσείοντα τέσσερις μάρτυρες και εκ μέρους της Εφεσίβλητης  δύο μάρτυρες.

 

Ειδικότερα, σ’ ό,τι αφορά τις συνθήκες του δυστυχήματος, εκτός από τη μαρτυρία του Εφεσείοντα, κατέθεσε και ο Αρχιαστυφύλακας Λάμπρος Λάμπρου 1629 (ΜΚ1), ο οποίος διερεύνησε τις συνθήκες πρόκλησης του δυστυχήματος,  ετοίμασε πρόχειρο σχεδιάγραμμα (Τεκμήριο 1) – με το οποίο συμφώνησαν οι δύο οδηγοί και το υπέγραψαν -  και στο οποίο σημείωσε τις πορείες των δύο οχημάτων, το σημείο σύγκρουσης και τις ζημιές τους.  Η Εφεσίβλητη δεν κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, σ’ ό,τι αφορά το ζήτημα της ευθύνης, δεν αποδέχθηκε και απέρριψε τη μαρτυρία του Αρχιαστυφύλακα (ΜΕ1), ως και του Εφεσείοντα (ΜΕ2), εξ  ου και η κατάληξη του για την απόρριψη της αγωγής του.

 

Με τους λόγους  Έφεσης 1, 2 και 3 ο Εφεσείοντας προσβάλλει ως εσφαλμένη την αξιολόγηση εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, της μαρτυρίας των ΜΕ1 και ΜΕ2 και την συνακόλουθη κατάληξη του ότι δεν υπήρχε ενώπιον του «άμεση αξιόπιστη μαρτυρία αναφορικά με τις συνθήκες του δυστυχήματος» και συνεπώς δεν μπορούσε «να προβεί σε οποιαδήποτε ευρήματα αναφορικά με τις περιστάσεις του δυστυχήματος».

 

Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας ότι ο τρόπος που αξιολογούνται οι μάρτυρες, αποτελεί ένα από τα πρωταρχικά καθήκοντα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο είναι σε πλεονεκτική θέση να παρακολουθεί τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δικαστικής αίθουσας, προτού τους αξιολογήσει (δέστε Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.α. (2006) 1 ΑΑΔ 236).

 

Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει.  Διαθέτει ευχέρεια για παραγκωνισμό ευρημάτων που σχετίζονται με την αξιοπιστία μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη.  Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Αθανασίου κ.α. ως διαχειρίστρια της περιουσίας του Σ. Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 ΑΑΔ 614,  Πολάτογλου ν. Μασούρα (2004) 1 ΑΑΔ 150).

 

Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Παναγιώτης Παρλάτα ν. Στέλλας Δημητρίου (2014) 1 (Β) ΑΑΔ, 994  είναι σχετικό:

 

«Με γνώμονα τα ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην εν γένει αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα και των μαρτύρων του.  Η αξιολόγηση υπήρξε πλημμελής και αντιφατική σε βαθμό που το Εφετείο να μπορεί να επέμβει κατά την καθιερωμένη νομολογία ότι, ως λέχθηκε στην Μ. Αδαμίδης & Συνεργάτες ν. Κυθρεώτη & Συνεργάτες κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 2106,

 

«Επέμβαση είναι δυνατή όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων, (Δέστε Bullows v. Νεοφύτου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705

 

Ο Εφεσείοντας παραπονείται για την αξιολόγηση της μαρτυρίας των ΜΕ1 και ΜΕ2 και τη μη αποδοχή της από το πρωτόδικο Δικαστήριο.   Εισηγείται ότι αυτή ήταν λανθασμένη εφόσον, τόσο ο Εφεσείοντας, όσο και η Εφεσίβλητη είχαν συμφωνήσει και αποδεχθεί το περιεχόμενο του πρόχειρου σχεδιαγράμματος (Τεκμήριο 1) που ετοίμασε ο ΜΕ1 επιτόπου, το οποίο και υπέγραψαν.  Περαιτέρω, προσβάλλει  ως εσφαλμένη την αντιμετώπιση του ΜΕ1 από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως εμπειρογνώμονα σε σχέση με το σημείο σύγκρουσης, όπως και την κατάληξη του ότι ο ΜΕ1 όφειλε να προβεί σε δικές του εξετάσεις και όχι να στηριχθεί μόνο στις υποδείξεις των δύο οδηγών.

 

Έχουμε εξετάσει με προσοχή την αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου που αφορά τη μαρτυρία του Αρχιαστυφύλακα ΜΕ1 και κρίνουμε ότι αυτή είναι εσφαλμένη και πλημμελής, ώστε να επιβάλλεται η επέμβαση του Εφετείου για παραγκωνισμό του σχετικού ευρήματος του ως προς την αξιοπιστία του εν λόγω μάρτυρα. 

 

Ειδικότερα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδοκίμασε το γεγονός ότι ο ΜΕ1 περιορίστηκε στο πρόχειρο σχέδιο, χωρίς να ετοιμάσει τελικό σχέδιο επί κλίμακος.  Σε σχέση με το σημείο σύγκρουσης, εσφαλμένα θεώρησε τον ΜΕ1 ως εμπειρογνώμονα, από τον οποίο ανέμενε να θέσει ενώπιον του τα επιστημονικά κριτήρια ώστε να προβεί το ίδιο στα δικά του συμπεράσματα και εσφαλμένα έψεξε τον μάρτυρα για την παράλειψη του να προβεί στις δικές του εξετάσεις, περιοριζόμενος στις υποδείξεις των δύο οδηγών.  Ό,τι έχει σημασία και τονίζεται επί του προκειμένου, είναι η ετοιμασία του πρόχειρου σχεδίου (Τεκμήριο 1) από τον ΜΕ1, στην παρουσία των δύο οδηγών, οι οποίοι του υπέδειξαν την πορεία των οχημάτων τους, το σημείο σύγκρουσης,  συμφώνησαν με αυτό και το υπέγραψαν.   Η αποτύπωση της σκηνής του δυστυχήματος στο πρόχειρο σχέδιο (Τεκμήριο 1) δεν μπορεί να αποτελέσει κατά την κρίση μας, βάσιμο λόγο για απόρριψη της μαρτυρίας του ΜΕ1, επειδή δεν ετοίμασε και σχέδιο επί κλίμακος, εφόσον  η συμφωνία των διαδίκων με αυτό, ως και η υπογραφή του είναι δεδομένη και αδιαμφισβήτητη, αλλά και η υπόδειξη της πορείας της από την ίδια την Εφεσίβλητη, αρκούσε πλήρως, υπό τις περιστάσεις, για να δοθεί σαφής εικόνα για το ατύχημα.   Ούτε και είναι ορθή η προσέγγιση εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου   ότι ο ΜΕ1, κατέθεσε  ως εμπειρογνώμονας.  Ο ΜΕ1 ήταν ο αστυνομικός που μετέβηκε στη σκηνή, κατέγραψε τα ευρήματα του, ως και τις θέσεις των δύο οδηγών επί του πρόχειρου σχεδίου και ο ρόλος του ολοκληρώθηκε με την συμφωνία και υπογραφή του  από τους δύο οδηγούς.  Η δε μαρτυρία του ουδόλως αμφισβητήθηκε από την Εφεσίβλητη.  Συνεπώς δεν ετίθετο θέμα εμπειρογνωμοσύνης του ΜΕ1, αλλά παρουσίασης εκ μέρους του, του πρόχειρου σχεδίου της σκηνής του δυστυχήματος, στο οποίο σκιαγραφήθηκε και απεικονίστηκαν τα στοιχεία της πραγματικής μαρτυρίας  δηλαδή το σημείο σύγκρουσης.   

 

Όπως έχει επανειλημμένα διαπιστωθεί, η πραγματική μαρτυρία συνιστά αμετακίνητο οδηγό του οδικού ατυχήματος που ιχνηλατεί τα περιστατικά του και  μπορεί να αποτελέσει οδηγό για την κρίση της αξιοπιστίας και της ακρίβειας της μαρτυρίας που διαφωτίζει ως προς τις συνθήκες του δυστυχήματος, ως και έλεγχο της ακρίβειας προφορικής μαρτυρίας αναφορικά με τις συνθήκες που το περιβάλλουν.  Η σημασία της πραγματικής μαρτυρίας για τη διαπίστωση των συνθηκών του οδικού δυστυχήματος εξηγείται σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων (βλ. Ioannides v. Kyriacou (1988) 1 C.L.R. 639, Georghios Prokopiou Haloumias v. The Police (1970) 2 C.L.R. 154, Meshiou v. Eleftheriou (1982) 1 C.L.R. 486, Adatnis and Another v. Eracleous (1982) 1 C.L.R. 746, Charalambous and Another v. Kaifas (1986) 1 C.L.R. 278, Tektima Ltd v. A. P. Lanitis (1987) 1 C.L.R. 614, Derek Knell v. Της Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 51  και  Βάσος Κονναρή ν. Κυριάκου Κυριάκου (1996) 1 Α.Α.Δ. 267). Είναι αυτονόητο ότι η σημασία της ποικίλει ανάλογα με το βαθμό στον οποίο διαφωτίζει ως προς τα ουσιώδη γεγονότα.  Αν η πραγματική μαρτυρία είναι ουδέτερη ως προς τις συνθήκες του δυστυχήματος, δεν μπορεί, όπως επεσημάνθηκε  στην υπόθεση  Ευαγγέλου ν. Γιαννακού (1992) 1 Α.Α.Δ. 1243, να βοηθήσει ουσιωδώς στην αξιολόγηση της μαρτυρίας για τα γεγονότα που περιστοιχίζουν το δυστύχημα.

 

Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Μιλτιάδης Φιντανάκης ν. Αστυνομίας, (2014) 2 (Β) ΑΑΔ, 695  είναι σχετικό:

 

«Η πραγματική μαρτυρία, συνιστάμενη από αναμφισβήτητα στοιχεία απόδειξης, μεταφέρει κατά τρόπο αντικειμενικό, επιδεχόμενη, έτσι, και την ελάχιστη ερμηνεία, την εικόνα στη σκηνή, αποκαλυπτική της φάσης η οποία έχει εξελιχτεί και η οποία έχει καταλήξει στη σύγκρουση των ενεχομένων οχημάτων, εφόσον πρόκειται για τροχαίο δυστύχημα.  Η ποιότητά της ως μαρτυρία είναι δυνατό να επισκιάσει κάθε άλλη μαρτυρία, η οποία είναι αντίθετη από αυτή, οδηγώντας, συγχρόνως, στη μη αποδοχή της, (βλ. Knell ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 51 και την εκτενή νομολογία επί του ιδίου θέματος που αναφέρεται σ' αυτή). 

 

      Έχοντας κατά νου τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές, κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο πλημμελώς αξιολόγησε τη μαρτυρία του ΜΕ1 και εσφαλμένα απέρριψε τη μαρτυρία του, αποκλείοντας έτσι αφενός την δυνατότητα να ληφθεί υπόψη το πρόχειρο σχέδιο  Τεκμήριο 1, στο οποίο απεικονίστηκαν κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο τόσο οι πορείες των δύο οχημάτων, όσο και το σημείο σύγκρουσης και αφετέρου τον έλεγχο της ακρίβειας της προφορικής μαρτυρίας του Εφεσείοντα.

 

Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αξιολόγησε και απέρριψε τη μαρτυρία του Εφεσείοντα (ΜΕ2), η θέση του οποίου ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι, ενώ οδηγούσε την μοτοσυκλέτα του στην αριστερή λωρίδα της οδού Αγίου Παύλου κανονικά στην πορεία του, πλησιάζοντας στην συμβολή της οδού Αγίου Παύλου με την οδό Αθηνών, συγκρούστηκε επί της μοτοσυκλέτας του   το αυτοκίνητο της Εφεσίβλητης, η οποία το οδήγησε απότομα από πίσω και προς τα δεξιά του, αποκόπτοντας έτσι απότομα την πορεία του Εφεσείοντα.   Η προφορική μαρτυρία του Εφεσείοντα επιβεβαιώνεται και συνάδει πλήρως με το πρόχειρο σχεδιάγραμμα (Τεκμήριο 1), τόσο σε σχέση με τις πορείες των δύο οχημάτων, όσο και το σημείο σύγκρουσης. Συνάδει επίσης και με τις σημειωθείσες επί του Τεκμηρίου 1 ζημιές των δύο οχημάτων, οι οποίες εντοπίστηκαν «στην μασκόττα, πλαστικά, δεξιό καθρεφτάκι και δύο δεξιά τραφικέϊτορς» της μοτοσυκλέτας και στην «αριστερή μπροστινή γωνιά, προφυλακτήρα, τραφικέϊτορ και φτερό» του οχήματος της εφεσίβλητης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, να αξιολογήσει ορθά την πλέον ουσιώδη μαρτυρία των ΜΕ1 και ΜΕ2 και  έτσι ενεργοποιείται η εξουσία του Εφετείου για αναθεώρηση της δοθείσας μαρτυρίας προς συναγωγή δικών του συμπερασμάτων. (βλ. Karaolis vThe Estate of the Deceased Christodoulos  (alias Towlis(1965) 1 CLR 24) Άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου και Δ.35 θ. 8 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών και  Χρ. Σεργίδη και Μ.Σ. Χατζηπαύλου ως διαχειρίστρια της περιουσίας της αποβιωσάσης Γαλάτειας Χ. Χατζηπαύλου ECLI:CY:AD:2016:A240, Πολ. Έφ. 317/2010, ημερ. 16/5/2016), ECLI:CY:AD:2016:A240.

 

Το ακόλουθο  απόσπασμα από την υπόθεση Baloise Insurance Co Ltd v. Χαράλαμπου Κατωμονιάτη κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275 είναι σχετικό:

 

 «Πρώτο, ότι με βάση καθιερωμένη νομολογία είναι αποδεκτό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι του Εφετείου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, που με τη ζώσα μαρτυρία τους προσφέρουν στο Δικαστήριο την αμεσότητα και την παραστατικότητα των εκατέρωθεν θέσεων τους και επομένως και τα ευρήματα που εξάγονται πρωτοδίκως, εμπεριέχουν κρίση που αφορά την εντύπωση που απεκόμισε το Δικαστήριο μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία της παρακολούθησης της δίκης και των αντιπαραβαλλόμενων θέσεων που εκεί εκφράστηκαν.  Ταυτόχρονα, όμως, το Εφετείο βρίσκεται στην ίδια καλή θέση όπως και το πρωτόδικο και έχει την ίδια ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα, με αποτέλεσμα την επέμβαση στην κατάληξη του Δικαστηρίου εκεί όπου διαπιστώνεται ότι αυτή η κατάληξη είτε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μαρτυρία και τα γεγονότα, είτε η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη. (δέστε Bullows ν. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705)

 

Έχοντας υπόψη την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία του ΜΕ1, την πραγματική μαρτυρία όπως αυτή αποτυπώνεται στο πρόχειρο σχεδιάγραμμα (Τεκμήριο 1), το περιεχόμενο του οποίου είναι αποδεκτό και από τους δύο οδηγούς, ως και την αναντίκρουστη (πρωτόδικα) μαρτυρία του Εφεσείοντα, η οποία συνάδει πλήρως με το περιεχόμενο του πρόχειρου σχεδιαγράμματος, θεωρούμε πως η παρούσα περίπτωση είναι κατάλληλη για ενεργοποίηση των προνοιών του άρθρου 25(3) (ανωτέρω) και επομένως καταλήγουμε ότι είμαστε σε θέση, το οποίο και πράττουμε, να προβούμε σε εξαγωγή των δικών μας συμπερασμάτων ως ακολούθως:

 

Με βάση τη μαρτυρία του ΜΕ1 – η οποία ουδόλως αμφισβητήθηκε από την Εφεσίβλητη – η θέση της Εφεσίβλητης στην σκηνή του δυστυχήματος ήταν ότι αυτή στις 23.7.2007 και περί ώρα 21.15 στάθμευσε το αυτοκίνητο με αριθμό εγγραφής WV374 στο δεξιό χωμάτινο παγκέτο της οδού Αγίου Παύλου στον Άγιο Παύλο με μέτωπο προς το οδόφραγμα Αγίου Δομετίου.  Αφού εκκίνησε, επιχείρησε με αριστερή κλίση – ως η πορεία Α επί του πρόχειρου σχεδίου Τεκμήριο 1 – για να εισέλθει στην οδό Αγίου Παύλου, με πρόθεση να εισέλθει στην πάροδο της οδού Αθηνών που βρισκόταν στα αριστερά της, με αποτέλεσμα να ανακόψει την πορεία της μοτοσυκλέτας με αριθμό εγγραφής ΚΑΒ112 που εκινείτο στην οδό Αγίου Παύλου προς το οδόφραγμα Αγίου Δομετίου, ως η πορεία Β στο πρόχειρο σχέδιο, με οδηγό τον Εφεσείοντα.  Η σύγκρουση επήλθε στο σημείο Χ επί του Τεκμηρίου 1.  Η θέση αυτή της Εφεσίβλητης, όπως αποτυπώνεται στο πρόχειρο σχεδιάγραμμα Τεκμήριο 1, συνάδει πλήρως με τη θέση του Εφεσείοντα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Στη βάση των πιο πάνω αδιαμφισβήτητων γεγονότων, κρίνουμε ότι η Εφεσίβλητη επέδειξε αμέλεια, η οποία συνίσταται στην παράλειψη της να επιδείξει σύνεση, δέουσα παρατηρητικότητα και επόπτευση της τροχαίας κίνησης στο δρόμο και συνακόλουθα να δώσει προτεραιότητα στην μοτοσυκλέτα που οδηγείτο από τον Εφεσείοντα.  Αντίθετα, παραγνωρίζοντας την, εισήλθε απότομα στο δρόμο αποκόπτοντας την πορεία της, ενέργεια η οποία εν προκειμένω,  δεν συνάδει με πράξη συνετού οδηγού.

 

Έχουμε εξετάσει και το ζήτημα καταμερισμού της ευθύνης ο οποίος, όπως είναι πάγια νομολογημένο, έχει βάση την εκτίμηση της αντίστοιχης υπαιτιότητας των διαδίκων και την αιτιώδη συνάφεια των πράξεων της με το αποτέλεσμα τους.  Το θέμα εξετάζεται με μία ευρεία προοπτική που βρίσκεται στη λογική και τον κοινό νου (βλ. Charalambous a.o. v. Kassapis a.o. (1988) 1 C.L.R. 25 και Ioannou n. Mavridou (1972) 1 C.L.R. 107).

 

Έχουμε συνεκτιμήσει το γεγονός ότι με βάση τη μαρτυρία του ΜΕ1, η ορατότητα στο δρόμο από το σημείο Β (πορεία της μοτοσυκλέτας) και μέχρι το σημείο σύγκρουσης Χ, ήταν περίπου 30-35 μέτρα, αλλά και την μη αναμενόμενη, με βάση τη κοινή λογική, απότομη είσοδο της Εφεσίβλητης στο δρόμο από το χωμάτινο παγκέτο, χωρίς να δώσει προτεραιότητα στον Εφεσείοντα και χωρίς να προειδοποιήσει με οποιονδήποτε τρόπο για την είσοδο της στο δρόμο.

 

Με αυτά τα δεδομένα, καταλήγουμε ότι δεν τίθεται θέμα συντρέχουσας αμέλειας του Εφεσείοντα και την αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα φέρει η Εφεσίβλητη.

 

Ήδη το πρωτόδικο Δικαστήριο παρά την απόρριψη της αγωγής, επεδίκασε στον Εφεσείοντα ως ειδικές αποζημιώσεις, το ποσό των €1.479,02 που ήταν παραδεκτό, το ποσό των €1.292 ως απώλεια ημερομισθίων και €939,13 για την αξία της μοτοσυκλέτας δηλαδή συνολικά το ποσό των €3.710,75.  Σε σχέση με το εν λόγω ποσό δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που να δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου.

 

Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία των ιατρών ορθοπεδικών χειρούργων ΜΕ3, ΜΕ4 και ΜΥ1 και αποδεχόμενο τη μαρτυρία του ΜΕ3 σε σχέση με τους τραυματισμούς του Εφεσείοντα συνεπεία του δυστυχήματος - που συνίστανται σε κάκωση κεφαλής με εκδορά στο μέτωπο, στη μύτη και εγκεφαλική διάσειση, βαριά θλάση αυχένα, θλάση του αριστερού γόνατος και του αριστερού ταρσού και εκδορές στο αριστερό γόνατο, την ποδοκνημική, τον πήχυ αριστερά και ελαφρότερες στο δεξιό γόνατο του – ως και την μαρτυρία του ΜΥ1 σε σχέση με την οστεοαρθρίτιδα που παρουσίασε ο Εφεσείοντας στις 16.5.2011, την οποία δεν απέδωσε στο επίδικο ατύχημα της 23.7.2007, αλλά στην έξω μηνισκεκτομή που έγινε στον Εφεσείοντα σε νεαρότερη ηλικία των 30 ετών, απορρίπτοντας την αντίθετη μαρτυρία των ΜΕ3 και ΜΕ4,  επεδίκασε προς όφελος του Εφεσείοντα το ποσό των €6.000 ως εύλογο και δίκαιο ποσό ως γενικές αποζημιώσεις, για τον πόνο και ταλαιπωρία του.

 

Έχουμε εξετάσει την αξιολόγηση της μαρτυρίας των ΜΕ3, ΜΕ4 και ΜΥ1 από το πρωτόδικο Δικαστήριο και καταλήγουμε ότι δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε σφάλμα που να δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου ως προς τα σχετικά ευρήματα του για τις σωματικές βλάβες που υπέστη ο Εφεσείοντας συνεπεία του επίδικου δυστυχήματος.  Συμφωνούμε ότι το ποσό των €6.000 αποτελεί δίκαιο και εύλογο ποσό για τις σωματικές βλάβες που υπέστη συνεπεία του ατυχήματος, τον πόνο και την ταλαιπωρία του.

 

Σ’ ό,τι αφορά την αξίωση του Εφεσείοντα για απώλεια μελλοντικών απολαβών, κρίνουμε ότι αυτή δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, αφού τέτοια αξίωση, όχι μόνο δεν περιλαμβάνεται στον 5ο λόγο έφεσης, αλλά ούτε και περιλήφθηκε στην  τροποποιημένη  Έκθεση Απαίτησης του και τέτοιο αίτημα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ουδέποτε υποβλήθηκε.

 

Συνεπώς η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.

 

Εκδίδεται απόφαση υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον της Εφεσίβλητης:

 

 α) για το ποσό των €3.710,75 ως ειδικές αποζημιώσεις, πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρισης της τροποποιημένης Έκθεσης Απαίτησης ημερομηνίας 30.4.2013 και

 

 β) €6.000 ως γενικές αποζημιώσεις με νόμιμο τόκο από την γένεση του αγώγιμου δικαιώματος δηλαδή 23.7.2007 μέχρι εξόφλησης.  (βλ. Ανθή Θεοφάνους ν. Γιάννη Κουρουκλά (2006) 1 (Α) ΑΑΔ 528).

 

Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον της Εφεσίβλητης για την πρωτόδικη διαδικασία στην αντίστοιχη κλίμακα, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Περαιτέρω, επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον της Εφεσίβλητης τα έξοδα της Έφεσης όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. 

 

 

                                                      Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                      Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

                                  

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

/Α.Λ.Ο.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο