Ν.Σ., ΑΝΗΛΙΚΟΣ (ΤΩΡΑ ΕΝΗΛΙΚΑΣ) ΔΙΑ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΤΟΥ, ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΩΝ ΦΙΛΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΠΟΥ ΑΣΚΟΥΝ ΔΙ΄ ΑΥΤΟΝ ΤΗ ΓΟΝΙΚΗ ΜΕΡΙΜΝΑ, Ν. Χ. Σ. v. ΜΙΧΑΛΗ ΝΙΟΚΚΑ, Πολιτική Έφεση Αρ. 245/2014, 20/6/2022

ECLI:CY:AD:2022:D251

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 245/2014)

 

20 Ιουνίου, 2022

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.]

[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,  Δ/στές]

 

Ν.Σ., ΑΝΗΛΙΚΟΣ (ΤΩΡΑ ΕΝΗΛΙΚΑΣ) ΔΙΑ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΤΟΥ, ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΩΝ ΦΙΛΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΠΟΥ ΑΣΚΟΥΝ ΔΙ΄ ΑΥΤΟΝ ΤΗ ΓΟΝΙΚΗ ΜΕΡΙΜΝΑ, Ν. Χ. Σ.,

Εφεσείων

ν.

 

ΜΙΧΑΛΗ ΝΙΟΚΚΑ,

Εφεσίβλητου

_________________________

     Λ. Λυσάνδρου για Λ. Λυσάνδρου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

    Αντ. Γλυκής για Ηλ. Νεοκλέους & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.

________________________

     ΠΑΝΑΓΗ, Π.:   Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα   δοθεί από τον Ι. Ιωαννίδη, Δ.

_______________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

     ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:    Το 2005 ο Εφεσείων ήταν ηλικίας 12 ετών.  Στις 20.9.2005 ενώ ποδηλατούσε επί της οδού [   ], στη Λεμεσό, τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι όταν κτύπησε σε σιδερένιες περόνες ανυψωτικού oxήματος (τηλεσκοπικού), το οποίο ήταν σταθμευμένο σε χωράφι στο τέρμα της πιο πάνω οδού.  Οι περόνες του σταθμευμένου οχήματος κατά το χρόνο του δυστυχήματος, ήταν «ανυψωμένες από το έδαφος».      Για το δυστύχημα θεωρήθηκε υπεύθυνος ο ιδιοκτήτης του ανυψωτικού οχήματος, με αποτέλεσμα στις 13.9.2007 να καταχωριστεί εναντίον του, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, με το οποίο ο ανήλικος τότε Εφεσείων αξίωνε αποζημιώσεις για τις σωματικές βλάβες και ειδικές ζημιές που υπέστη.   Η Αγωγή καταχωρίστηκε δια των γονέων του, Ν. και Χ. Σ., οι οποίοι ασκούσαν τη γονική μέριμνα του.    

 

    Με την Έκθεση Απαίτησης, που καταχωρίστηκε την 1.12.2008, ο Εφεσείων ουσιαστικά θεωρούσε πως η ενέργεια του Εφεσίβλητου να αφήσει ανυψωμένες τις σιδερένιες περόνες του σταθμευμένου τηλεσκοπικού οχήματος του, χωρίς οποιαδήποτε ένδειξη για την επικινδυνότητα αυτών, ήταν αυτή που προκάλεσε το δυστύχημα.  Πιο συγκεκριμένα είχε δικογραφήσει στην παράγραφο 4 της Έκθεσης Απαίτησης, πως ο τραυματισμός του ήταν «… Αποτέλεσμα της αμελούς και επικίνδυνης συμπεριφοράς του Εναγομένου και/ή της παράβασης των νομίμων καθηκόντων του, ήτοι να αφήσει καθ΄ όλα παράνομα και επικίνδυνα ανυψωμένες τις σιδερένιες περόνες του ανυψωτικού του μηχανήματος του, …»      Στην παράγραφο 5 της Έκθεσης Απαίτησης, είχε παραθέσει τις ακόλουθες λεπτομέρειες Αμέλειας και/ή Παράβασης των εκ του Νόμου απορρεόντων καθηκόντων του Εφεσίβλητου:

 

«(α)    Στάθμευσε και/ή επέτρεψε την στάθμευση του ανυψωτικού μηχανήματος/τηλεσκοπικού σε χωράφι στο τέρμα της οδού [ ], αφήνοντας καθ΄ όλα παράνομα και κατά τρόπο επικίνδυνο ανυψωμένες τις σιδερένιες περόνες του ρηθέντος μηχανήματος.

 

(β)  Αμέλησε και/ή δεν έλαβε οποιοδήποτε μέτρο για να προστατεύσει τους διερχόμενους από τον κίνδυνο που προκαλούσε το γεγονός ότι άφησε ανυψωμένες τις σιδερένιες περόνες του τηλεσκοπικού και/ή δεν σηματοδότησε και/ή δεν φρόντισε να προειδοποιήσει ότι οι περόνες του μηχανήματος ήταν ανυψωμένες.

 

(γ)  Δεν έλαβε οποιοδήποτε μέτρο προστασίας και/ή μη πρόσβασης των διερχομένων κοντά στο ρηθέν μηχάνημα/τηλεσκοπικό.

 

(δ)  Ενώ γνώριζε ότι το ρηθέν πέρασμα χρησιμοποιείται ως χώρος παιγνιδιού από τα παιδιά της γειτονιάς, τα άφησε εκτεθειμένα στους διάφορους κινδύνους οι οποίοι ήταν πιθανόν να προκύψουν ένεκα της αμελούς και παράνομης συμπεριφοράς του, αποτέλεσμα της οποίας ήταν ο τραυματισμός του Ενάγοντα.

 

(ε)  Δεν λειτούργησε και/ή δεν ενέργησε κατά τρόπο σοβαρό και υπεύθυνο για την ασφάλεια και προστασία των ατόμων και ιδιαίτερα των παιδιών που ενδεχομένως θα περνούσαν από το συγκεκριμένο σημείο της ρηθείσας οδού.

 

(στ) Δεν αντιλήφθηκε έγκαιρα και ως όφειλε τον κίνδυνο και τη ζημιά που μπορούσε να προκληθεί από την πιθανή σύγκρουση οποιουδήποτε με το εν λόγω μηχάνημα.

 

(ζ)   Δεν κατέβασε τις σιδερένιες περόνες του ανυψωτικού μηχανήματος ως όφειλε να πράξει.

 

(η)   Γενικά λειτούργησε αδιάφορα και επιπόλαια.»

 

 

 

    Ο Εφεσίβλητος με το δικόγραφο της Υπεράσπισης, είχε αρνηθεί οποιαδήποτε ευθύνη.  Από το περιεχόμενο της παραγράφου 4 της ΄Εκθεσης Απαίτησης, παραδέχθηκε μόνο ότι ο Εφεσείων προσέκρουσε με το ποδήλατο του «σε κάποιο ακινητοποιημένο τηλεσκοπικό μηχάνημα ή αλλαχού».  Κατ΄ επέκταση είχε αρνηθεί τους υπόλοιπους δικογραφημένους στην  παράγραφο 4 της Έκθεσης Απαίτησης ισχυρισμούς, και κάλεσε τον Εφεσείοντα «… σε πλήρη και αυστηρή απόδειξη των ισχυρισμών του».  Ήταν η θέση του ότι το δυστύχημα οφειλόταν στην αποκλειστική και/ή στην σε μεγάλο βαθμό συντρέχουσα αμέλεια του Εφεσείοντα.  Στην παράγραφο 5 του δικογράφου του είχε παραθέσει τις ακόλουθες λεπτομέρειες Αμέλειας και/ή Παράβασης των εκ του Νόμου απορρεόντων καθηκόντων του Εφεσείοντα:

 

          «(α)  Οδηγούσε το ποδήλατο του αφηρημένα και απρόσεκτα.

 

(β)  Οδηγούσε απερίσκεπτα και  με πλήρη αδιαφορία για την ασφάλεια του.

 

(γ)  Παρέλειψε να λάβει τα δέοντα μέτρα και/ή προφυλάξεις για αποφυγή οποιουδήποτε ατυχήματος.

 

(δ)  Εξέθεσε τον εαυτό του σε κίνδυνο, να υποστεί σωματικές βλάβες και άλλες ζημιές.

 

(ε)  Ενώ οδηγούσε το  ποδήλατο του, προφανώς, απώλεσε τον έλεγχο του,  με αποτέλεσμα να επιπέσει επί σταθμευμένου τηλεσκοπικού μηχανήματος ή αλλού.

 

(στ)    Γενικά, ο Ενάγοντας αμελώς και απρόσεκτα και με δικό του κίνδυνο, ενήργησε κατά τέτοιο τρόπο, που  προκάλεσε στον εαυτό του το ατύχημα, χωρίς ο Εναγόμενος να ευθύνεται από ενέργεια ή παράλειψη του.»

 

    Ακολούθως  στο δικόγραφο καταγράφεται πως «εφαρμόζεται το δόγμα ‘volenti non fit injuria’».  Πρόκειται για επίκληση υπεράσπισης (Ευαγγέλου ν. Νατ. Εταιρ. Αμαθούς Λτδ κ.α. (1997) 1(Α) ΑΑΔ, 187), η οποία  δεν προωθήθηκε κατά την ακρόαση της αγωγής.   

 

    Καθίσταται σαφές από το περιεχόμενο του δικογράφου της Υπεράσπισης, πως ο Εφεσίβλητος ουσιαστικά αρνήθηκε την δικογραφημένη θέση του Εφεσείοντα ότι οι περόνες του τηλεσκοπικού οχήματος του ήταν ανυψωμένες και/ή επικίνδυνα ανυψωμένες.  Κατ΄ επέκταση, το δικόγραφο του δεν κάλυψε λεπτομέρειες αμέλειας που αφορούσαν σε παράλειψη του Εφεσείοντα να αντιληφθεί, ως όφειλε, τις ανυψωμένες περόνες του οχήματος.  

 

    Κατά την ακροαματική διαδικασία όμως, η μαρτυρία του Εφεσείοντα, ο οποίος είχε ήδη ενηλικιωθεί, ότι οι σιδερένιες περόνες του οχήματος του Εφεσίβλητου ήταν ανυψωμένες και ότι είναι επ΄ αυτών που κτύπησε και τραυματίστηκε, όχι μόνο δεν αμφισβητήθηκε, αλλά το Πρωτόδικο Δικαστήριο βασιζόμενο πάνω σ΄ αυτήν, προέβη σε σχετικό εύρημα.  Μάλιστα, σχολιάζοντας την αναντίλεκτη και αξιόπιστη μαρτυρία του κ. Σ. Σωκράτους (Μ.Ε. 6), Επιθεωρητή Εργασίας στο Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας στη Λεμεσό, σημείωσε τα ακόλουθα:

 

«Για παράδειγμα, διερωτώμαι τι άλλο, ιδιαίτερο προσόν, εκτός από την κοινή λογική απαιτείται να διαθέτει κάποιος, για να αντιληφθεί ότι στο σημείο όπου βρίσκονταν ανυψωμένες οι περόνες του επίδικου μηχανήματος στον ουσιώδη χρόνο (στο ύψος της κεφαλής του ανήλικου, ενώ ποδηλατούσε και όχι, είτε ψηλότερα είτε εντελώς κάτω ώστε να εφάπτονται του εδάφους) δημιουργούσαν κίνδυνο πρόκλησης ατυχήματος και τραυματισμού για οποιοδήποτε συγκρουόταν σ' αυτές, όπως συνέβηκε και με τον ανήλικο και τούτο, αν ληφθεί υπόψη, πως δεν προκύπτει από τη μαρτυρία ότι υπήρχε οποιαδήποτε απαγόρευση διέλευσης σε άλλα πρόσωπα από το σημείο που ο εναγόμενος είχε σταθμευμένο το επίδικο ανυψωτικό μηχάνημά του στον ουσιώδη χρόνο.»

 

 

   Η ενέργεια του Εφεσίβλητου να αφήσει τις περόνες ανυψωμένες, χαρακτηρίστηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ως αλόγιστη και απερίσκεπτη πράξη, όπως δηλαδή ήταν και η δικογραφημένη θέση του Εφεσείοντα.   Για να προσθέσει, πως εάν ο Εφεσίβλητος δεν άφηνε ανυψωμένες τις περόνες, στο ύψος που τις άφησε, «θα αποφευγόταν η επίδικη σύγκρουση».  Όμως, κατά το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αυτή η ενέργεια του Εφεσίβλητου, η οποία προκάλεσε, σύμφωνα με δικό του εύρημα, τη «σύγκρουση», καθιστούσε χωρίς νόημα την αναζήτηση ευθύνης εκ μέρους του, και τούτο γιατί σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, δεν ήταν δυνατό να εξαχθεί συμπέρασμα «για το λόγο ή λόγους για τους οποίους  ενώ ο Εφεσείων μπορούσε να αποφύγει την επίδικη σύγκρουση, τελικά δεν την απέφυγε».  Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:  

 

«Η κρίση μου επί της αξιοπιστίας του σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι (για να επαναλάβω δεν υπάρχει άλλη μαρτυρία κάποιου αυτόπτη μάρτυρα κατά το επίδικο ατύχημα, δε μου επιτρέπουν να  προβώ στην εξαγωγή συμπεράσματος για το λόγο ή λόγους για τους οποίους ενώ μπορούσε να αποφύγει την επίδικη σύγκρουση, δεν την απέφυγε. Το γεγονός αυτό καθιστά χωρίς νόημα την αναζήτηση τυχόν ευθύνης του εναγόμενου για αμέλεια, ένεκα της αλόγιστης και απερίσκεπτης πράξης του να αφήσει τις περόνες του fork lift στο ύψος που της άφησε, τις οποίες όφειλε, είτε να ανεβάσει σε τέτοιο ύψος που δε θα ήταν πηγή κινδύνου για οποιοδήποτε πρόσωπο χρησιμοποιούσε το μέρος, περιλαμβανομένου του ανήλικου, είτε ακόμη να τις κατεβάσει τελείως κάτω στο έδαφος, κάτι που αν έκανε και πάλιν θα αποφευγόταν η επίδικη σύγκρουση.   …………………………………………………..»

   

     Και ενώ το Πρωτόδικο Δικαστήριο βρίσκει ότι το δυστύχημα οφειλόταν στην αλόγιστη και απερίσκεπτη ενέργεια του Εφεσίβλητου να αφήσει τις περόνες του οχήματος του ανυψωμένες στο συγκεκριμένο ύψος που τις άφησε, εντούτοις σημειώνει τα ακόλουθα:

 

«Επειδή όμως οι όποιες δικές του πράξεις ή παραλείψεις θα πρέπει να ιδωθούν σε συνάρτηση με την όλη συμπεριφορά που εκδήλωσε ο ανήλικος στον ουσιώδη χρόνο και όχι αποσπασματικά, η αδυναμία εξαγωγής συμπεράσματος αναφορικά με τις ακριβείς συνθήκες υπό τις οποίες αυτός συγκρούστηκε στις περόνες του fork lift, σε συνδυασμό και με το συμπέρασμά μου ότι θα μπορούσε να αποφύγει τη σύγκρουση καθιστούν στοιχείο αδιάφορο τις όποιες πράξεις ή παραλείψεις του εναγόμενου συναφώς με το ύψος που είχε αφήσει ή τοποθετήσει τις περόνες του fork lift.  Το ατύχημα που είχε ο ανήλικος συνέβη για τους λόγους που μόνο ο ίδιος ξέρει ο οποίος, εν πάση περιπτώσει, για λόγους που έχουν αναφερθεί θα μπορούσε να το είχε αποφύγει. Επομένως, η ενέργεια του εναγόμενου να αφήσει ή τοποθετήσει τις περόνες του fork lift  στο ύψος που βρίσκονταν κατά την επίδικη σύγκρουση, όσο αλόγιστη και επικίνδυνη και να θεωρηθεί δεν μπορεί να συνδεθεί αιτιωδώς άμεσα με το επίδικο ατύχημα.»

 

 

    Σε άλλο μέρος της απόφασης του καταγράφει πως ο Εφεσείων είχε:

«… εξ αντικειμένου τη δυνατότητα να αντιληφθεί από κάποια απόσταση τόσο το fork lift όσο και τις περόνες του και συνεπώς αν εκινείτο δεξιότερα από ό,τι κινήθηκε στον ουσιώδη χρόνο θα μπορούσε άνετα να αποφύγει τη σύγκρουση.  Ήταν ηλικίας 12 ετών, δηλαδή αρκετά ώριμος γι΄ αυτό που έκανε (ποδηλατούσε απλώς) και όφειλε να είχε γνώση και αντίληψη των εγγενών κινδύνων που ενείχε αυτό που έκανε, επομένως είχε και την υποχρέωση αν χρειαζόταν, να προέβαινε και στη λήψη των αναγκαίων μέτρων για σκοπούς αυτοπροστασίας έναντι πιθανών κινδύνων που θα προέκυπταν».

 

    Εν κατακλείδι, απέρριψε την αγωγή καταδικάζοντας τον Εφεσείοντα στα έξοδα.   Ανεξάρτητα όμως από την πιο πάνω κατάληξη του, ορθά προχώρησε και καθόρισε το ύψος των αποζημιώσεων σε περίπτωση που η κρίση του για την ευθύνη «ήθελε κριθεί εσφαλμένη σε ανώτερο επίπεδο δικαστικής κρίσης», ως καταγράφει.

  

    Ο Εφεσείων με τρεις λόγους έφεσης προσβάλλει ως εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση.  

 

    Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά στο εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων ήταν αναξιόπιστος μάρτυρας.  Είναι η θέση του ότι η μαρτυρία του ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, ήταν σταθερή και χωρίς ουσιώδεις αντιφάσεις.   Είναι ακόμη η θέση του ότι:  «Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι η εκδοχή του Εφεσείοντα αναφορικά με τον τρόπο που επεσυνέβηκε το ατύχημα, ήρθε σε σύγκρουση με το περιεχόμενο της πραγματικής μαρτυρίας που ο ίδιος παρουσίασε στο Δικαστήριο.   Οι φωτογραφίες, τεκμήρια 1-4, απεικονίζουν μόνο τη θέση του περονοφόρου μηχανήματος και όχι τη διαδρομή που ακολούθησε ο Εφεσείοντας και κυρίως δεν απεικονίζουν ολόκληρο το χώρο, ούτως ώστε δικαιολογημένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο να κατέληγε στο εύρημα του, ότι δεν υπήρχαν χώματα που να κρύβουν το fork lift».      

    

    Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στην κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι την αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα, την έφερε ο Εφεσείων.  

 

    Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στο ύψος των αποζημιώσεων που καθορίστηκαν από το Πρωτόδικο Δικαστήριο.  Ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης ουσιαστικά εγκαταλείφθηκε, αφού κατά την ακροαματική διαδικασία της έφεσης, και οι δύο ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων συμφώνησαν, κατόπιν αμοιβαίων υποχωρήσεων,  ότι το ύψος των αποζημιώσεων (γενικές και ειδικές ζημιές) επί ποσοστού  πλήρους ευθύνης, ανέρχεται σε €50.000 με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρισης της Αγωγής.  Επικροτούμε την πιο πάνω προσέγγιση των ευπαίδευτων συνηγόρων.

 

     Έχουμε μελετήσει πολύ προσεκτικά το  περιεχόμενο της πρωτόδικης απόφασης.   Αναφέρουμε από τώρα πως σ΄ αυτήν διαπιστώνουμε να υπάρχουν συγκρουόμενα ευρήματα και συμπεράσματα.  Αρχικά το Πρωτόδικο Δικαστήριο λέγει πως το δυστύχημα  οφειλόταν στις πράξεις και παραλείψεις του ίδιου του Εφεσίβλητου.   Mε άλλα λόγια βρίσκει ότι αυτές ήταν η γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος.  Στη συνέχεια αναφέρει πως αυτό επεσυνέβη για λόγους που μόνο ο ίδιος ο Εφεσείων γνωρίζει και «ότι εν πάση περιπτώσει θα μπορούσε να το είχε αποφύγει».   Για να καταλήξει ότι υπάρχει «… αδυναμία εξαγωγής συμπεράσματος αναφορικά με τις ακριβείς συνθήκες υπό τις οποίες αυτός συγκρούστηκε στις περόνες του fork lift». 

         

    Ως ελέχθη, ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά στο εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου  ότι ο Εφεσείων ήταν αναξιόπιστος μάρτυρας.   Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας την προφορική μαρτυρία του Εφεσείοντα, ο οποίος κατά το χρόνο που κατέθετε ενώπιον του ήταν ηλικίας περίπου 19 ετών, σημείωσε τα ακόλουθα:

 

«Η εντύπωσή μου για την ποιότητα της μαρτυρία και την αξιοπιστία του ανήλικου που είναι και το κεντρικό πρόσωπο της υπόθεσης, δε θα έλεγα ότι είναι ιδιαίτερα θετική. Και τούτο, επειδή, στο πλέον βασικό επίδικο θέμα της υπόθεσης που είναι οι συνθήκες πρόκλησης του επίδικου ατυχήματος που είχε, υπέπεσε σε σοβαρές αντιφάσεις, ήρθε σε σύγκρουση με το περιεχόμενο της πραγματικής μαρτυρίας και προέβαλε ισχυρισμούς που στερούνται λογικής και πειστικότητας. Από τη μαρτυρία του είμαι διατεθειμένος να δεχθώ εκείνο μόνο το μέρος που συγκεντρώνει τα απαραίτητα στοιχεία αξιοπιστίας, το οποίο συνθέτουν μερικοί από τους ισχυρισμούς του σε σχέση με τις συνθήκες πρόκλησης του ατυχήματος και αρκετοί, αναφορικά με τις σωματικές βλάβες που υπέστη συνεπεία του επίδικου ατυχήματος και τις επιπτώσεις στη ζωή του εξαιτίας αυτών. Στο βαθμό και την έκταση που δέχομαι τη μαρτυρία του είναι γιατί αυτή, είτε παρέμεινε αναντίλεκτη είτε - κυρίως -  ενισχύεται ουσιωδώς και/ή επιβεβαιώνεται από άλλη - αξιόπιστη μαρτυρία, κυρίως ιατρική, η οποία καθώς έχει νομολογηθεί (βλ. Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 439)……………………………………..»

 

 

    Κατ΄ αρχάς θα πρέπει να πούμε πως ενώ το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει πως είναι διατεθειμένο να δεχθεί εκείνο μόνο το μέρος της μαρτυρίας του που συγκεντρώνει τα απαραίτητα στοιχεία αξιοπιστίας, «το οποίο συνθέτουν μερικοί από τους ισχυρισμούς του σε σχέση με τις συνθήκες πρόκλησης του ατυχήματος …»  (σελ. 5), στη συνέχεια καταγράφει (σελ. 33) ότι «ο ανήλικος που είναι και ο μόνος ο οποίος γνωρίζει τις ακριβείς συνθήκες πρόκλησης του επίδικου ατυχήματος και συγκεκριμένα πώς ακριβώς, ενώ οδηγούσε το ποδήλατο του συγκρούστηκε με το κεφάλι στις περόνες του fork lift έχει κριθεί αναξιόπιστος ως μάρτυρας».

 

    Πώς είναι δυνατόν  ένας αναξιόπιστος μάρτυρας, να έχει δώσει  μαρτυρία που συγκεντρώνει τα απαραίτητα στοιχεία αξιοπιστίας;   Να υπενθυμίσουμε πως όταν ένας μάρτυρας κρίνεται αξιόπιστος, είναι δυνατό η μαρτυρία του, συγκρινόμενη με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό που τυχόν υπάρχει, σε ένα μέρος της να γίνει αποδεκτή και σε άλλο μέρος της να απορριφθεί (Κυριάκου ν. Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ, 499). Αναξιόπιστη όμως μαρτυρία δεν αποδεικνύει οτιδήποτε.     Η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντα στην οποία προέβη το Πρωτόδικο Δικαστήριο, και ο τρόπος συγγραφής της απόφασης, παρουσιάζουν αδυναμίες.   Να σημειώσουμε από τώρα πως ο Εφεσείων, όπως ορθά σημείωσε και το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν ο μόνος που κατέθεσε σε σχέση με τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το δυστύχημα, τις οποίες και περιέγραψε.  Συνεπώς, δεν ήταν ποτέ η θέση του ότι τραυματίστηκε καθ΄ ον χρόνο  ποδηλατούσε χωρίς να γνωρίζει πως.  

 

    Έχουμε μελετήσει πολύ προσεκτικά τη μαρτυρία που ο Εφεσείων έδωσε και τις υποβολές που του έγιναν κατά την αντεξέταση του.  Δεν έχουμε διαπιστώσει ούτε σοβαρές αντιφάσεις ούτε σύγκρουση της προφορικής του μαρτυρίας με το περιεχόμενο της πραγματικής μαρτυρίας ούτε προβολή εκ μέρους του ισχυρισμών που στερούνται λογικής και πειστικότητας, ως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση.    Όσον αφορά στο περιεχόμενο των κατατεθεισών φωτογραφιών, το οποίο το Πρωτόδικο Δικαστήριο χρησιμοποίησε για να απορρίψει τη μαρτυρία του Εφεσείοντα, θα πούμε, σε συμφωνία με τις θέσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου του, πως οι φωτογραφίες δεν ρίχνουν φως στις περιστάσεις κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το δυστύχημα.  Ούτε ρίχνουν φως στην απόσταση από την οποία θα μπορούσε ο Εφεσείων να είχε αντιληφθεί τις ανυψωμένες περόνες, απόσταση την οποία ούτε και το Πρωτόδικο Δικαστήριο συγκεκριμενοποιεί στην απόφαση του αλλά αρκείται σε μια γενική αναφορά «από κάποια απόσταση».      Αυτό που ουσιαστικά αποκαλύπτεται από τις φωτογραφίες, είναι το σημείο που ήταν σταθμευμένο το όχημα με τις περόνες του να εξέχουν και να είναι ανυψωμένες, όπως ανέφερε και ο Εφεσείων.   Αποκαλύπτεται επίσης το χρώμα του οχήματος που ήταν έντονο κίτρινο (το ίδιο και οι ζάντες του).  Εν αντιθέσει με το χρώμα των περόνων του, που ήταν μαύρο, και σε συνδυασμό με τις διαστάσεις και την όλη εικόνα τους, εύλογα ο Εφεσείων είχε ισχυριστεί ότι σε αντίθεση με το όχημα, αυτές δεν ήταν ευδιάκριτες. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε: «Οι  περόνες είναι μαύρες.  Το fork  lift που είναι κίτρινο θα το δω».

 

     Η μαρτυρία του Εφεσείοντα ότι υπήρχαν χώματα που δεν του επέτρεπαν να αντιληφθεί το ακινητοποιημένο όχημα με τις ανυψωμένες περόνες του από μεγάλη απόσταση, δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση του.  Του ζητήθηκαν απλώς διευκρινίσεις.    Παραθέτουμε το σχετικό μέρος από την αντεξέταση του:

 

«Α. Υπήρχαν τα χώματα του fork lift .  Δεν το είδα από πιο μακριά.  Είδα το που έφθασα πιο κοντά. 

Ε.  Πόσο πιο κοντά το είδες το fork lift;   Περίπου όπως είναι η αίθουσα.  Ως δαμέ που είμαι εγώ;

Α.  Περίπου.

Ε.  Τρία μέτρα;

Α.  Ναι.

Ε.  Πιο πριν δεν το είδες;

Α.  Όχι.

Ε.  Έτσι  μεγάλο πράγμα και δεν το είδες;

Α.  Ήταν χωσμένο.

 

………………………………………………………………………………….

 

Ε.  Θα μπορούσες να το προσέξεις τζιαι πιο πίσω που εδώ που στέκομαι;

Α.  Μπορεί αλλά τις περόνες όχι.

Ε.  Μπορεί;

Α.  Ναι.»    

 

     Ούτε η μαρτυρία του Εφεσείοντα ότι οι κατατεθείσες φωτογραφίες δεν απεκάλυπταν όλα τα χώματα και το ακριβές σημείο που αυτά ήταν τοποθετημένα, αμφισβητήθηκε.   Και εδώ του ζητήθηκαν απλώς διευκρινίσεις για να απαντήσει πως «Έτσι όπως είναι η φωτογραφία δεν φαίνονται τα χώματα που είχε πιο πίσω και πιο αριστερά.  Δεν τα δείχνει ούλλα».   Ούτε ήταν η θέση της Υπεράσπισης ότι οι φωτογραφίες απεκάλυπταν την απόσταση από την οποία ο Εφεσείων θα μπορούσε να είχε αντιληφθεί το όχημα και ότι αυτή μάλιστα ήταν μεγάλη.   Αυτό που ουσιαστικά η Υπεράσπιση υπέβαλε στον Εφεσείοντα ήταν ότι το όχημα «σε μια φάση αρχίζει τζιαι φαίνεται», κάτι που ο Εφεσείων δεν αμφισβήτησε.   Συνεπώς, δεν ήταν δυνατό κάποιος παρατηρώντας μόνο τις φωτογραφίες (όπως έπραξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο) να καταλήξει από ποια απόσταση θα μπορούσε ο Εφεσείων να είχε αντιληφθεί την ύπαρξη του σταθμευμένου οχήματος καθ΄ ον χρόνο ποδηλατούσε και ειδικά τις ανυψωμένες περόνες του.   Μαρτυρία γι΄ αυτό το θέμα είχε δώσει μόνο ο Εφεσείων, η οποία ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκε.  Ούτε βεβαίως οι φωτογραφίες απεκάλυπταν την πορεία «που διέγραψε ο ανήλικος μέχρι τη σύγκρουση του πάνω στις περόνες», ως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση.  Εν κατακλείδι, βρίσκουμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις φωτογραφίες για να απορρίψει τη μαρτυρία του Εφεσείοντα, ο οποίος δεν ανέφερε κάτι που ερχόταν σε σύγκρουση με το περιεχόμενο τους, ως η αναφορά του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, και μάλιστα σε σημείο που να απεκάλυπτε πρόθεση του να πει ψέματα.    Για το πότε η πραγματική μαρτυρία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και την αξιολόγηση διϊστάμενων εκδοχών παραπέμπουμε στην Ιωαννίδου ν. Γιαννή (1990) 1 ΑΑΔ, 213.     

 

     Ούτε συμφωνούμε με την πρωτόδικη κρίση ότι επειδή ο Εφεσείων είχε αναφέρει ότι δεν αντιλήφθηκε τις περόνες επειδή εστίασε την προσοχή του στο ίδιο το όχημα (με το έντονο κίτρινο χρώμα) επί του οποίου  τελικά δεν επέπεσε, η μαρτυρία του αυτή εστερείτο πειστικότητας και λογικής.  Να σημειώσουμε πως η Υπεράσπιση στην  προσπάθεια της να αποσυνδέσει τον τραυματισμό του Εφεσείοντα από την ενέργεια του Εφεσίβλητου να αφήσει ανυψωμένες τις περόνες στο συγκεκριμένο ύψος από το έδαφος, του υπέβαλε αρκετές θέσεις.  Η πιο βασική ήταν ότι ο λόγος που επέπεσε επί των  περόνων του οχήματος, ήταν γιατί «έκανε πέταγμα με το ποδήλατο του», δηλαδή «εστήλλωσε το».    Ο Εφεσείων απέρριψε αυτή την υποβολή. Μαρτυρία ότι ο Εφεσείων «εστήλλωσε» το ποδήλατο του και ότι είναι συνεπεία αυτής της ενέργειας του που προκλήθηκε το δυστύχημα, δεν υπήρξε.   Ακολούθως του υπέβαλε ότι «εβουρούσε λίγο γιατί εβιάζετουν να πάει στη γιαγιά του που τον περίμενε».  Ο Εφεσείων απέρριψε και αυτή την υποβολή, όπως και τις υπόλοιπες, κάποιες εκ των οποίων ήταν και αντικρουόμενες.

 

    Τέλος, να σημειώσουμε ότι το δυστύχημα έλαβε χώρα όταν ο Εφεσείων ήταν ηλικίας 12 ετών, και συνεπώς είχαν παρέλθει πάνω από 7 χρόνια μέχρι την ημερομηνία που αυτός κατέθετε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Συνεπώς ήταν λογικό,  κάποια πράγματα που βίωσε στην ηλικία των 12 ετών να μην μπορούσε να τα θυμηθεί και να τα περιγράψει με ιδιαίτερη λεπτομέρεια, χωρίς αυτό βεβαίως να σημαίνει πως υπήρχε πρόθεση εκ μέρους του να πει ψέματα.     Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε:   «Έχει τόσα χρόνια.  Ήταν πολλά γρήγορα τέλος πάντων.  Ήταν     πολλά ξαφνικά άρα δεν θυμούμαι τζαι πολλά πράγματα.  Αλλά τα σίδερα δεν τα είδα».

 

    Εν κατακλείδι, η μαρτυρία του Εφεσείοντα σε σχέση με τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες αυτός τραυματίστηκε, δεν παρουσιάζει τις αδυναμίες που το Πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε.  Καταλήγουμε πως ο πρώτος λόγος έφεσης είναι βάσιμος.   Αδικαιολόγητα το Πρωτόδικο Δικαστήριο τον έκρινε αναξιόπιστο μάρτυρα.

 

     Προχωρούμε να εξετάσουμε κατά πόσο ο Εφεσείων κατάφερε να αποδείξει ότι ο Εφεσίβλητος υπήρξε αμελής.   Η ρύθμιση των περόνων του οχήματος στο έδαφος ή σε τέτοιο ύψος ώστε αυτές να μην ήταν πηγή κινδύνου, ήταν στοιχειώδες καθήκον του Εφεσίβλητου έναντι του ανηλίκου ποδηλάτη και των άλλων προσώπων που χρησιμοποιούσαν ή περνούσαν από το μέρος.  Δυσκολία για κάτι τέτοιο δεν υπήρχε.  Η  παράλειψη του Εφεσίβλητου να ενεργήσει κατά τον πιο πάνω τρόπο, και να αφήσει ανυψωμένες τις περόνες στο συγκεκριμένο ύψος, αποκαλύπτει εκ μέρους του αδιαφορία για την ασφάλεια των προσώπων που χρησιμοποιούσαν ή περνούσαν από το μέρος.  Περαιτέρω, ο Εφεσείων δεν είχε την ορατότητα που θα του επέτρεπε να εκτιμήσει τη φύση και την έκταση του κινδύνου με τον οποίο βρέθηκε ξαφνικά αντιμέτωπος. 

 

    Τα γεγονότα εδώ διαφέρουν πλήρως από τα γεγονότα της υπόθεσης Κυριάκου κ.ά ν. Κανάρη (1997) 1(Γ) ΑΑΔ, 1436, στην οποία παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσίβλητου.   Εκεί αποφασίστηκε πως η απόφραξη μέρους του δρόμου στα ιδιαίτερα γεγονότα της υπόθεσης, δεν προοιώνιζε τη σύγκρουση μεταξύ των δύο οχημάτων.  Ωστόσο, και εκεί λέχθηκε πως «… Θα  μπορούσε να ήταν διαφορετικό αν η ορατότητα μεταξύ του σημείου που καθίστατο εμφανής η παρουσία του σταθμευμένου αυτοκινήτου και του χώρου στάθμευσης του  ήταν μικρότερη και δεν παρεχόταν η ευκαιρία αποφυγής του».

 

    Διαφέρουν επίσης και από τα γεγονότα της υπόθεσης Πραστίτης ν. Συνδ. Αδειούχων Λιμεν. Αχθοφ. Λιμένος Λ/σού κ.ά. (1998) 1(Δ) ΑΑΔ, 2144.   Εκεί το περονοφόρο όχημα ήταν ευκρινώς ορατό από  μεγάλη απόσταση, σταθμευμένο σε πλατύ χώρο που επέτρεπε την άνετη διακίνηση τόσο του μηχανοκίνητου οχήματος του Εφεσείοντα όσο και άλλων οχημάτων.  Μάλιστα, το ατύχημα επεσυνέβη γιατί ο Εφεσείων κοίταζε αλλού.        

 

    Εν κατακλείδι, το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το δυστύχημα οφείλεται στην ενέργεια του Εφεσίβλητου να αφήσει ανυψωμένες τις περόνες του οχήματος του στο ύψος της κεφαλής του ανηλίκου, είναι ορθό.  Αυτό υποστηρίζεται από τη μαρτυρία του Εφεσείοντα, την οποία κακώς απέρριψε.   Έπεται ότι ο Εφεσείων απέδειξε ότι ο Εφεσίβλητος ήταν αμελής.

 

    Το επόμενο θέμα  που απομένει να εξεταστεί είναι κατά πόσο ο Εφεσείων συνέβαλε λόγω δικών του πράξεων ή παραλείψεων στον τραυματισμό του.    Ως γνωστό,  η συντρέχουσα αμέλεια δεν εδράζεται σε καθήκον επιμέλειας που φέρει ο Ενάγων απέναντι στον Εναγόμενο αλλά σε  καθήκον αυτοπροστασίας του με την επίδειξη ανάλογης επιμέλειας (Γεωργική Εταιρεία Πλατώνια Λτδ ν. Sharif (2012) 1(Α) ΑΑΔ, 28).   Η αμέλεια όπως και η συντρέχουσα αμέλεια είναι θέμα πραγματικό και όχι θεωρητικό.  Η επιμέλεια και η επίδειξη της δέουσας προσοχής εξαρτάται από τις ιδιαίτερες περιστάσεις του κινδύνου που παρουσιάζεται τη δεδομένη στιγμή (Μάρκου ν. Μιχαήλ, Πολιτική Έφεση αρ. 246/12, απόφαση ημερ. 27.6.2018, ECLI:CY:AD:2018:A310).  

 

    Σημειώνουμε ότι δικογραφημένες λεπτομέρειες συντρέχουσας αμέλειας ότι ο Εφεσείων παρέλειψε, ως όφειλε, να αντιληφθεί τις ανυψωμένες περόνες του οχήματος δεν υπήρχαν (Ηρακλέους ν. Χήρα κ.ά. (1996) 1(Β) ΑΑΔ, 1374 και Τιτώνη ν. Χαρ. Πηλακούτας Λτδ (2001) 1(Α) ΑΑΔ, 479).   Με δεδομένο όμως ότι στο δικόγραφο της Υπεράσπισης γινόταν αναφορά ότι ο Εφεσείων ποδηλατούσε αφηρημένα και απερίσκεπτα και με δεδομένο ότι αντεξετάστηκε σε σχέση με την απόσταση από την οποία θα μπορούσε να είχε αντιληφθεί το όχημα και τις περόνες του, θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε κατά πόσο αυτός έχει συντρέχουσα αμέλεια.

 

     Εδώ, ο ανήλικος Εφεσείων ποδηλατούσε κανονικά, όπως δηλαδή αναμένεται να ποδηλατεί ένας συνετός ποδηλάτης στο  μέρος όπου έλαβε χώρα το δυστύχημα.  Ενόσω ποδηλατούσε, ξαφνικά βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν κίνδυνο που δεν  προκάλεσε ο ίδιος αλλά ο Εφεσίβλητος.   Ο κίνδυνος αυτός δεν θα μπορούσε λογικά να είχε προβλεφθεί από τον Εφεσείοντα (Χριστοδούλου ν. Μπίλλη (1998) 1(Α) ΑΑΔ, 164).   Συνεπώς δεν ετίθετο θέμα έγερσης του εν λόγω κινδύνου στη σκέψη ενός λογικού ανθρώπου (Κώστα ν. Χρυσοστομίδη (1991) 1(Α) ΑΑΔ, 271).   Ο Εφεσείων δικαιολογημένα εστίασε την προσοχή του στο ίδιο το ανυψωτικό όχημα το οποίο βρέθηκε μπροστά του και επί του οποίου τελικά δεν επέπεσε.   Επέπεσε επί των ανυψωμένων περόνων του τις οποίες δεν είχε αντιληφθεί, αφού δεν ήταν ευδιάκριτες και δικαιολογημένα δεν ανέμενε ότι αυτές θα ήταν ανυψωμένες σε ένα σταθμευμένο όχημα στο συγκεκριμένο μέρος.   Η Υπεράσπιση υπέβαλε στον Εφεσείοντα  πως όταν πλησίασε το περονοφόρο όχημα σε απόσταση 3 μέτρων  «φαίνονταν οι περόνες».   Ουδέποτε του υπέβαλε ότι από τέτοια πολύ μικρή απόσταση  θα μπορούσε να είχε προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια ή ελιγμό για να αποφύγει τη σύγκρουση του με τις περόνες.   Εν πάση  περιπτώσει, βρίσκουμε ότι ο δωδεκάχρονος ποδηλάτης κάτω από αυτή την αιφνίδια και αγωνιώδη κατάσταση στην οποία βρέθηκε, και μάλιστα εν κινήσει, δεν θα μπορούσε να είχε κάνει οτιδήποτε για να αποφύγει τη σύγκρουση του με τις περόνες  ή για να το θέσουμε διαφορετικά, η  πολύ μικρή απόσταση  που τον  χώριζε από τις περόνες ελάχιστα περιθώρια του άφηνε για να αντιδράσει επιτυχώς στον κίνδυνο (Vakanas v. Thomas and Another (1982) 1 CLR, 530, Βλάσιος ν. Αντωνίου (1990) 1 ΑΑΔ, 815 και Κυριάκου ν. Φιλίππου (1992) 1(Α) ΑΑΔ, 642, 644).  Επρόκειτο για ξαφνικό κίνδυνο και όχι για κίνδυνο που μπορούσε έγκαιρα να είχε διαπιστωθεί, όπου σε τέτοια περίπτωση υπάρχει η δυνατότητα λήψης μέτρων προς αποφυγή του  (Πάφος Στόουν Σ. Εστέιτς Λτδ κ.ά. ν. Βαλαωρίτη κ.ά. (2000) 1(Β) ΑΑΔ, 1090).   

 

    Εν κατακλείδι, βρίσκουμε ότι το δυστύχημα οφείλεται στην αποκλειστική αμέλεια του Εφεσίβλητου.               

 

    Η έφεση επιτυγχάνει, με €3.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., προς όφελος του Εφεσείοντα και εναντίον του Εφεσίβλητου.    Η πρωτόδικη απόφαση ημερ. 18.7.2014 παραμερίζεται.  Εκδίδεται απόφαση προς όφελος του Εφεσείοντα και εναντίον του Εφεσίβλητου για το ποσό των €50.000 με τον εκάστοτε νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής, δηλαδή από τις 13.9.2007, μέχρι εξόφλησης (ως η συμφωνία των διαδίκων).     

 

     Ο Εφεσίβλητος καταδικάζεται και στα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. 

 

 

                                                Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.

                                     

                                                Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

                                      

                                                Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο