Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ κ.α. v. ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΚΑΝΤΟΥΝΑΣ κ.α., Πολιτική ΄Εφεση Αρ.320/2014, 328/2014, 24/6/2022

ECLI:CY:AD:2022:A268

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ.320/2014)

 

24 Ιουνίου, 2022

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/στες]

 

1. Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

2. ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΗ,

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι,

και

ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΚΑΝΤΟΥΝΑΣ,

Εφεσίβλητος/Ενάγων.

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 328/2014)

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΚΑΝΤΟΥΝΑΣ,

Εφεσείων/Ενάγων,

και

1. Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

2. ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΗ,

Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι.

-----------------------

Γ. Tριλλίδης και Μ. Κυριάκου (κα) για Πολάκης Σαρρής & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες στην 320/14 και Εφεσίβλητους στην 328/14

Μ. Κυπριανού με Χρ. Γαλανό για Μ. Κυπριανού & ΣΙΑ ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο στην 320/14 και Εφεσείοντα στην 328/14

------------------------

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:   Οι Εφεσείοντες στην ΄Εφεση αρ.320/14 οι οποίοι είναι και οι Εφεσίβλητοι στην έφεση αρ.328/14, πρωτοδίκως ήσαν οι Εναγόμενοι 1 και 2, στην αγωγή λιβέλου που καταχώρησε ο Ενάγων – νυν Εφεσίβλητος στην έφεση αρ.320/14 και Εφεσείων στην έφεση αρ.328/14.

 

Για σκοπούς πρακτικής αναφοράς, ενόψει των διπλών ιδιοτήτων θα αποκαλούμε τους διάδικους με την πρωτόδικη τους ιδιότητα, ως Ενάγοντα και Εναγόμενους 1 και 2 (Ε1 και 2).

 

Το επίδικο δημοσίευμα ή πρωτόδικη απόφαση.

Η διαφορά εκπηγάζει από ένα άρθρο που είχε γράψει ο Εναγόμενος 2 και το δημοσίευσε η Εναγόμενη εφημερίδα 1 ημερ. 1.7.07.  Δημοσιεύτηκε στη σελ.19, στη στήλη «αποκόμματα».  Η εφημερίδα είχε πωλήσεις 24,482 αντίτυπα παγκυπρίως.  Το δημοσίευμα είχε ως εξής:

«Ιδιοκτησία – Αξιοπρέπεια, ένα – μηδέν

Πριν από μερικά χρόνια, κάποιος φίλος έφερε από τα κατεχόμενα την κάρτα ενός παλαιοπώλη ο οποίος, απευθυνόμενος στους Ελληνοκυπρίους, διαφήμιζε και κατ’ οίκον παράδοση. Το σύνολο σχεδόν των εμπορευμάτων του ήταν φανερό ότι προέρχονταν από εγκαταλελειμμένα σπίτια Ελληνοκυπρίων. Όταν λοιπόν «συμβούλευα» από τη στήλη αυτή τότε «πώς να (ξανα)αγοράσετε τα πράγματά σας», δεν φανταζόμουν πόσο πολλοί άνθρωποι θα ακολουθούσαν τη συμβουλή μου, ακόμα και χωρίς να με διαβάσουν. Σήμερα, και ενώ ορισμένοι πολίτες έχουν προσφύγει στο Ευρωδικαστήριο, δύο τρεις εκατοντάδες άνθρωποι παζαρεύουν με τους κλέφτες για την περιουσία τους ….

 

 Ο δικηγόρος Κωνσταντής Καντούνας, συνήγορος του Μελέτη Αποστολίδη, του ανθρώπου που διεκδικεί την περιουσία του στα κατεχόμενα από τους Βρετανούς καταπατητές – κλεπταποδόχους, περιέγραψε σε ένα συγκινησιακό άρθρο του στο «Βήμα της Κυριακής» πως κατάφερε και (ξανα)αγόρασε δύο πίνακες του Γ. Πολ. Γεωργίου που ανήκαν στην οικογένεια του από τους νέους «ιδιοκτήτες» τους, μην ξεχνώντας κιόλας να στηλιτεύσει προκαταβολικώς τους «αυτοδιορισμένους υπερπατριώτες» που πιθανότατα θα αποδοκιμάσουν την ενέργεια του, συμβουλεύοντας επιπλέον τους μελλοντικούς μιμητές του να ανατρέξουν για έμπνευση στο αμερικάνικο σινεμά (π.χ. «Υπόθεση Τόμας Κράουν»).

 

Δεν ξέρω σε τι διαφέρει ένα κλεμμένο σπίτι από έναν κλεμμένο πίνακα ή ένα παλιό μπαούλο, ούτε πώς η πληρωμή «λύτρων» για ένα έργο τέχνης στα κατεχόμενα συνταιριάζεται με τις αμερικανικές ταινίες και ήθη. Καθένας είναι ελεύθερος να μετρά όπως θέλει την αξιοπρέπειά του και τις προτεραιότητές του, ανεξάρτητα από τα δικά μας μέτρα. Όταν όμως οι πράξεις και οι δημόσιες παραινέσεις ενός προσώπου σαν τον δικηγόρο μιας σημαντικής υπόθεσης στην Ευρώπη, η έκβαση της οποίας αφορά ίσως και την τύχη πολλών άλλων τέτοιων υποθέσεων συμπατριωτών του, έχουν ευρύτερες συνέπειες, οι προτεραιότητες και η αξιοπρέπεια έχουν ιδιαίτερη αξία. Αν και δεν είναι δική μου δουλειά, δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ: Έτσι συμβουλεύει και τον πελάτη του;

 

Θα μου πείτε, εσύ τι θέλεις και ανακατεύεσαι σε ζητήματα που δεν σε αφορούν; Εντάξει λοιπόν, πληρώστε λύτρα, ξεπουλήστε την αξιοπρέπεια σας, γλείψτε τους βιαστές σας, «κρεμάστε» τους συμπατριώτες σας· δικαίωμα σας! Ωστόσο, στις δημόσιες απόψεις έχω το δικαίωμα να αντιπαραβάλω τη δική μου. Και αυτό που βλέπω είναι ότι το Κυπριακό δεν είναι πια, εδώ και καιρό, παρά μια «Υπόθεση Τόμας Κράουν» αλά τούρκα….».

 

 

H θέση του Ενάγοντα ήταν ότι επρόκειτο για ένα δυσφημιστικό δημοσίευμα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο υιοθέτησε τη θέση του Ενάγοντα, απορρίπτοντας όλες τις εγειρόμενες από τους Εναγόμενους υπερασπίσεις, ήτοι της υπεράσπισης της αλήθειας, του εντίμου σχολίου επί θέματος δημοσίου συμφέροντος, και του υπό επιφύλαξη προνομίου.

 

Θεώρησε επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο πως υπήρξε κακοβουλία στη δημοσίευση.  Αφού δε καθοδηγήθηκε από σχετική νομολογία που αναφέρει, κατέληξε πως ο Ενάγων θίγηκε από το δημοσίευμα και ως πολίτης και ως δικηγόρος.  Λαμβάνοντας δε  υπόψη διαφόρους παράγοντες, έκρινε ως δίκαιη την αποζημίωση των €12,000 (γενικές αποζημιώσεις) πλέον νόμιμο τόκο από την ημέρα της απόφασης.

 

Η ΄Εφεση 320/14

Η έφεση των εναγομένων αφορά στο λανθασμένο του ευρήματος, ότι το δημοσίευμα είναι καθ΄ολοκληρίαν δυσφημιστικό για τον ενάγοντα (1ος λόγος), ότι λανθασμένα δεν έγινε αποδεκτή η Υπεράσπιση της αλήθειας (2ος λόγος) ή η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου (3ος λόγος), λανθασμένο ήταν και το εύρημα κακοβουλίας που στηρίζεται κυρίως στην καταληκτήρια ενότητα της τελικής αγόρευσης του εναγομένου (4ος λόγος), και ότι υπήρξε παρανόηση της μαρτυρίας της ΜΕ2 (5ος λόγος).

 

Η ΄Εφεση 328/14

Ο ενάγων θεωρεί το ποσό των €12,000 το οποίο επιδικάστηκε πρωτοδίκως για γενικές αποζημιώσεις ως έκδηλα ανεπαρκές (1ος λόγος) και ότι είναι λανθασμένη η απόφαση του Δικαστηρίου να επιδικάσει τόκο επί του ποσού των γενικών αποζημιώσεων από την ημέρα έκδοσης της απόφασης (2ος λόγος).

 

Το κρίσιμο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί και συνδέεται με τους λόγους έφεσης 1 και 2, είναι κατά πόσον είναι ορθό, το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως το επίδικο δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό.

 

Για να απαντηθεί το ερώτημα, θα πρέπει να μεταφερθούν ουσιώδεις πτυχές της σκέψης της ευπαιδεύτου πρωτόδικου Δικαστού, όπως αυτούσια καταγράφονται σε διάφορα αποσπάσματα.

«Κατά την κρίση μου, δεν είναι δύσκολο για τον μέσο λογικό αναγνώστη να αντιληφθεί την επίθεση που δέχεται ο Ενάγων κατά της αξιοπρέπειάς του με το επίδικο δημοσίευμα. Ο ίδιος ο τίτλος του επίδικου δημοσιεύματος μιλά αφ’ εαυτού: «Ιδιοκτησία - Αξιοπρέπεια, ένα – μηδέν». Από την καθ’ ομιλουμένη και τη συνήθη χρήση της έκφρασης «ένα – μηδέν», ο μέσος λογικός άνθρωπος αντιλαμβάνεται να λέγει ο τίτλος ότι αυτό που αναφέρεται πρώτο στον τίτλο, εν προκειμένω η «ιδιοκτησία», νίκησε αυτό που αναφέρεται δεύτερο στον τίτλο, δηλαδή την «αξιοπρέπεια».

 

Ο τίτλος σε συνδυασμό με το περιεχόμενο του άρθρου, όπου γίνεται ξεκάθαρη και ονομαστική αναφορά στον Ενάγοντα, δηλώνει, κατά την κρίση μου, ότι ο Ενάγων είναι αυτός που έβαλε το συμφέρον του στην ιδιοκτησία πάνω από την αξιοπρέπειά του. Ότι ιεράρχησε ο ίδιος την ιδιοκτησία ως σπουδαιότερο αγαθό από αυτή την ίδια την αξιοπρέπεια στη ζωή. Και τούτο διότι καταδέχθηκε να πληρώσει λύτρα στους Τούρκους κατακτητές, σ’ αυτούς που έκλεψαν τον πίνακά του, για να τον επανακτήσει.

 

Αποδίδεται στον Ενάγοντα ότι ενήργησε κατά τρόπο που αποκλίνει από το γενικότερο μέτρο αξιοπρέπειας του μέσου αναγνώστη ή του μέτρου αξιοπρέπειας που θα έπρεπε να έχει ο μέσος αναγνώστης. Παραπέμπω συγκεκριμένα στη φράση που υπάρχει στο επίδικο δημοσίευμα ότι «Καθένας είναι ελεύθερος να μετρά όπως θέλει την αξιοπρέπειά του και τις προτεραιότητές του, ανεξάρτητα από τα δικά μας μέτρα.». Η υπογράμμιση είναι δική μου. Συγγραφέας και αναγνώστης παρουσιάζονται ως μια ομάδα έναντι του Ενάγοντος, ο οποίος παρουσιάζεται να έχει το δικό του μέτρο αξιοπρέπειας. Ο πήχυς της αξιοπρέπειας του Ενάγοντος οριοθετείται από το επίδικο δημοσίευμα, ως η αναφορά στον τίτλο του δημοσιεύματος, στο μηδέν.

 

Ο Ενάγων παρουσιάζεται από το επίδικο δημοσίευμα να αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγήν. Γιατί; Γιατί παρουσιάζεται να ξεπούλησε την αξιοπρέπειά του και να κρέμασε τους συμπατριώτες του, γλύφοντας τους βιαστές του και παζαρεύοντας με τους κλέφτες».

 

Και παρακάτω:

«Χλευάζει, κατά την κρίση μου, ο Εναγόμενος 2 τον Ενάγοντα, όταν χλευάζει στην τελευταία παράγραφο του επίδικου δημοσιεύματος όσους αναγνώστες θα ήταν πρόθυμοι να τον μιμηθούν! Σε όσους από αυτούς ήταν έτοιμοι να τον ρωτήσουν «τί σε ενδιαφέρει αν μιμηθούμε το παράδειγμα του Ενάγοντα;» ή «τί ανακατεύεσαι στα δικά του ή δικά μας πράγματα;», ο Εναγόμενος 2 παρουσιάζεται να απαντά: «Εντάξει λοιπόν, πληρώστε λύτρα, ξεπουλήστε την αξιοπρέπεια σας, γλείψτε τους βιαστές σας, «κρεμάστε» τους συμπατριώτες σας· δικαίωμα σας!».

 

 

Πέρα από την αξιοπρέπεια του Ενάγοντος, τίθεται στο στόχαστρο του επίδικου δημοσιεύματος και η φιλοπατρία του Ενάγοντος. Με αφορμή το τίμημα της αγοράς, τα λύτρα, ο Εναγόμενος αρ. 2 αποδίδει ακόμη ένα δυσφημιστικό νόημα στον Ενάγοντα: ότι ενήργησε ως προδότης. Ότι κρέμασε τους συμπατριώτες του! Διασυνδέει ο συντάκτης του επίδικου δημοσιεύματος πράξεις ή συμπεριφορές όπως αυτή του Ενάγοντος με πράξεις ή συμπεριφορές που δεν περιορίζονται στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, αλλά επεκτείνονται με συνέπειες στο εθνικό ζήτημα του τόπου, στο Κυπριακό ζήτημα. Ενδεικτική η καταληκτική φράση που χρησιμοποιεί ο Εναγόμενος 2 μετά τη χρήση της φράσης (αμέσως μετά το προρρηθέν «Εντάξει λοιπόν, πληρώστε λύτρα, ξεπουλήστε την αξιοπρέπεια σας, γλείψτε τους βιαστές σας, «κρεμάστε» τους συμπατριώτες σας· δικαίωμα σας!») ότι «το Κυπριακό δεν είναι πια, εδώ και καιρό, παρά μια «Υπόθεση Τόμας Κράουν» αλά τούρκα…».

 

 

Με τα πιο πάνω, η ευπαίδευτη Δικαστής θεώρησε ότι το επίδικο δημοσίευμα στηλιτεύει τον Ενάγοντα και είναι ικανό να τον εκθέσει «σε γενικό μίσος, περιφρόνηση ή χλεύη»  (βλ. το ΄Αρθρο 17(1)(δ) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148) ή «να προκαλέσει την αποστροφή ή αποφυγή του Ενάγοντος από άλλους» (βλ. το ΄Αρθρο 17(1)(ε) του Κεφ.148).  Περαιτέρω, θεώρησε ότι κατακρίνεται και η συμπεριφορά του ως δικηγόρου, ιδιαίτερα γιατί, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο ενάγων ήταν ο δικηγόρος του κ. Αποστολίδη στη γνωστή υπόθεση Οrams a.a. ν. Αpostolides (2010) EWCA Civ 9 που κατά το χρόνο εκείνο εκδικαζόταν στο Court of Appeal, στην Αγγλία.  Εξεδόθη δε η απόφαση του  Court of Appeal στις 28.6.2007 με την οποία εγκρινόταν αίτημα του κ.Αποστολίδη για παραπομπή προδικαστικών θεμάτων στο ΔΕΚ (τώρα ΔΕΕ).  Το επίδικο κείμενο δημοσιεύθηκε δύο ημέρες πριν την εν λόγω απόφαση, με την αναγνωρισιμότητα του Ενάγοντος ως δικηγόρου στο απόγειο της.  Και ήλθε η αμφισβήτηση της υπόληψης και της υπευθυνότητας του με το επίδικο δημοσίευμα.

 

Αναφέρει σχετικά το πρωτόδικο Δικαστήριο:

«Επιτίθεται το δημοσίευμα στον Ενάγοντα, όχι μόνον ως πολίτη, αλλά και υπό την ιδιότητά του ως «δικηγόρου μιας σημαντικής υπόθεσης στην Ευρώπη», ο οποίος παρουσιάζεται από το επίδικο δημοσίευμα να προβαίνει σε «δημόσιες παραινέσεις» να ακολουθήσουν και άλλοι το – ως άνω περιγραφέν - αναξιοπρεπές και ποταπό παράδειγμά του. Εγείρει το εξής ερωτηματικό ο Εναγόμενος 2: «έτσι συμβουλεύει τον πελάτη του;», δηλαδή να κάνει αυτές τις αναξιοπρεπείς πράξεις; Αφήνει το δημοσίευμα να νοηθεί ότι ο Ενάγων συμβουλεύει τους πελάτες του να ενεργούν με τρόπο που ενδέχεται να έχει ευρύτερες συνέπειες και να παραβλάπτει τα εθνικά συμφέροντα».

 

Θα πρέπει, για ολοκλήρωση του ιστορικού, να αναφερθεί πως το επίδικο δημοσίευμα προέκυψε από άρθρο του ιδίου του Ενάγοντα στην Εφημερίδα «Βήμα» των Αθηνών δύο εβδομάδες προηγουμένως, εντασσόμενο σε αφιέρωμα για το ζωγράφου Γ.Πολ.Γεωργίου με αφορμή έκθεση των έργων του στο «Σπίτι της Κύπρου».  Ο ζωγράφος, στο άρθρο του Ενάγοντα, περιγράφεται ως στενός φίλος της μητέρας του και αναφέρει δύο πίνακες του, που η μητέρα του είχε αγοράσει και με τους οποίους πίνακες η οικογένεια είχε συναισθηματική σύνδεση.  Τους πίνακες, (όπως βεβαίως και το ίδιο το σπίτι του), ο Ενάγων αναγκάστηκε να τους αφήσει στην Αμμόχωστο το 1974,  «χωρίς όμως ποτέ να ξεχαστούν», όπως εξηγεί.  ΄Ωσπου με το άνοιγμα των οδοφραγμάτων ο Ενάγων τους «βρήκε» τυχαία σε μια ταβέρνα στα κατεχόμενα.  Δεν κατέστη δυνατόν να πεισθεί ο «ιδιοκτήτης» του χώρου να τους αποδώσει.

 

Το άρθρο καταλήγει ως εξής:

 

«Τώρα αυτά είναι δικά μας, να πάτε στο καλό» έλεγε για τα αποκτήματά του ο εκ Τουρκίας ορμώμενος νέος «ιδιοκτήτης» του χώρου. Η θέα ενός μεγάλου μπαλτά, που του χρησίμευε στο κόψιμο ξύλων, δεν άφηνε πολλά περιθώρια για περαιτέρω συζητήσεις.

 

Επιστρατεύτηκαν απίθανες γνωριμίες, γνωστοί γνωστών (κάποιοι ίσως ευυπόληπτοι, άλλοι σίγουρα ανυπόληπτοι), ατελείωτο πήγαινε-έλα, ακροβασίες πάνω από την άβυσσο των κινδύνων της οριστικής απώλειας. Με αποτέλεσμα, μετά την καταβολή ποσού πέραν των 30 αργυρίων, να επανακτηθεί, μετά την πάροδο 30 ακριβώς χρόνων, η «Ξύλινη Κούκλα». Στο πίσω μέρος, γραμμένη από τον ζωγράφο η αφιέρωση: «Τη αρματωλώ Στάλα Καντούνα, Γ. Πολ. Γεωργίου ΙΙΙ/IV/1963». (Σε ποιόν κατέληξαν τα αργύρια, στον γνωστό, στον μεσάζοντα, στον φιλότεχνο ταβερνιάρη έποικο; Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Τι σημασία έχει άλλωστε;)

 

Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, η «Λήδα και ο Κύκνος» δεν κατέστη δυνατό να επανακτηθεί με αντάλλαγμα χρήματα. Όσοι προσεγγίζουν με τρόπο απαξιωτικό τις αμερικάνικες κινηματογραφικές υπερπαραγωγές, διαπράττουν κατά την άποψή μου σφάλμα μέγα. Με έμπνευση τις ταινίες «How to steal a million» και «The Thomas Crown Affair» επανακτήθηκε στη συνέχεια και η «Λήδα και ο Κύκνος». (Ίσως έπειτα από χρόνια, να κυκλοφορήσει στην αγορά ένας πλαστός Γεωργίου. Ένας πλαστός Γεωργίου που σίγουρα έχει και αυτός την ιστορία αλλά και την αξία του).

 

Η μάνα μου, που σε προχωρημένη πια ηλικία ακολουθεί το τελετουργικό της Αυτοκέφαλης Κυπριακής Χριστιανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, πιστεύει πως θα βρεθούν και τα υπόλοιπα έργα της συλλογής της. Εγώ δεν το πιστεύω πια.

 

«Γεώργιος Πολ. Γεωργίου – Ζωγραφική», στο Σπί-

τι της Κύπρου, [   ], Κολωνάκι, τηλ.

[  ]. Ως τις 22 Ιουνίου.

Ο Κωνσταντής Α. Καντούνας είναι δικηγόρος.»»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως το επίδικο δημοσίευμα έπρεπε να κριθεί αυτοτελώς και όχι σε συνάρτηση με το άρθρο του Ενάγοντα.  Θεωρούμε ότι η προσέγγιση αυτή ήταν ορθή και υποστηριζόταν από τη νομολογία.  (Βλ. Telnikoff v. Matusevitch [1990]3 All E.R. 865).  ΄Αλλωστε, το άρθρο του Ενάγοντα έγινε σε εφημερίδα άλλης χώρας σε πολιτιστικό ένθετο αφιερωμένο στο ζωγράφο. To επίμαχο άρθρο του Ενάγοντα, ωστόσο έχει τη σημασία του κατά την εξέταση των υπερασπίσεων και εκεί θα τεθεί προς συσχέτιση. 

 

Εξετάζοντας λοιπόν αυτοτελώς το επίδικο δημοσίευμα πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη τον μέσο αντικειμενικό παρατηρητή που το διαβάζει και το τι συνολικά «εισπράττει» διαβάζοντας το.

 

Από τον ίδιο τον τίτλο του επίδικου δημοσιεύματος «ιδιοκτησία-αξιοπρέπεια, ένα-μηδέν» αποδίδεται η πρώτη εικόνα, η οποία ολοκληρώνεται με τις λοιπές αναφορές πως ο Ενάγων είναι αναξιοπρεπής, αφού θέτει τα υλικά αγαθά πάνω από την αξιοπρέπεια.  Αναφέρεται:  «καθένας είναι ελεύθερος να μετρά όπως θέλει την αξιοπρέπεια του και τις προτεραιότητες του, ανεξάρτητα από τα δικά μας μέτρα».  Και παρακάτω: «….Εντάξει λοιπόν, πληρώστε λύτρα, ξεπουλήστε την αξιοπρέπεια σας, γλείψτε τους βιαστές σας, «κρεμάστε» τους συμπατριώτες σας ……».

 

Συνδέεται δε το θέμα με την προβαλλόμενη έλλειψη αγάπης του Ενάγοντα για την πατρίδα του αφού τον παρουσιάζει ουσιαστικά σαν πρόσωπο που γλείφει τους βιαστές, ως πρόσωπο που παζαρεύει με τους βιαστές του, αντιπαραβάλλοντας τον με τους ορθά και αξιοπρεπώς ενεργώντες πολίτες που έχουν αποταθεί στα διεθνή δικαστήρια.

 

Στο δημοσίευμα ακόμη καταλογίζεται στον Ενάγοντα ότι παρακινεί άλλους να ακολουθήσουν το αντιπατριωτικό του παράδειγμα. «Οι πράξεις και οι δημόσιες παραινέσεις ενός προσώπου σαν το δικηγόρο μιας σημαντικής υπόθεσης στην Ευρώπη».  Και αυτό με έντεχνο συνδυασμό της άμεσης αμφισβήτησης του ως προς τον τρόπο που συμβουλεύει τους πελάτες του.  Αμέσως μετά δε, «ρητορικά» παροτρύνει τους αναγνώστες να πράξουν ως ο Ενάγοντας δηλαδή να πληρώσουν λύτρα, να ξεπουλήσουν την αξιοπρέπεια τους, να γλείψουν τους βιαστές τους και να «κρεμάσουν» τους συμπατριώτες σας, υπονοώντας σαφώς ότι έτσι έπραξε ο Ενάγων.

 

Είναι η κατάληξη μας ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως το επίδικο ήταν δυσφημιστικό και συνεπώς o πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Ο δεύτερος και τρίτος λόγος έφεσης αφορούν την αποτυχία των αντιστοίχων υπερασπίσεων, αυτό της αλήθειας και του εντίμου σχολίου.

 

Για την Υπεράσπιση της αλήθειας εκ του ΄Αρθρου 19(α) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148 το βάρος το φέρει ο Εναγόμενος (Φιλίππου ν. Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ κ.ά. (2006)1Β Α.Α.Δ. 1124).

 

Στη  Κώστας Νικολαϊδης ν. Α.Δημητριάδη (1997)1Γ Α.Α.Δ. 1683 αναφέρονται τα εξής σχετικά:

Για τη σωστή αντιμετώπιση της υπεράσπισης justification από μέρους του εναγομένου μας κατατοπίζει ο Gatley, στο ίδιο σύγγραμμα του, στην παράγραφο 1107, σελ. 460. Το απόσπασμα που ακολουθεί στηρίζεται στις αποφάσεις που περιλαμβάνονται στις υποσημειώσεις. Βασική υπόθεση είναι η Rassam v. Budge [1893] 1 Q.B. 571, που μνημονεύει και η εκκαλούμενη απόφαση:

 

"... The defendant must justify the precise words set out in the statement of claim. He is not entitled to set out his own version of the words and then plead that those words are true."

 

Στην παρούσα υπόθεση σαφώς και πρόκειται τόσο για δυσφημιστικούς ισχυρισμούς γεγονότων αλλά και έκφραση γνώμης.  Πρέπει λοιπόν να αποδειχθεί ότι οι ισχυρισμοί γεγονότων είναι αληθείς και η συναφής γνώμη κατά βάση ορθή.  Όπως δε περαιτέρω αναφέρεται στην υπόθεση ΡΙΚ ν. Καψός (2009)1 Β Α.Α.Δ. 1175, είναι αρκετό εάν η ουσία της δυσφημιστικής δήλωσης δικαιολογείται, ακόμη δηλαδή εάν περιέχονται κάποιες ανακρίβειες, νοουμένου ότι οι ανακριβείς λεπτομέρειες δεν επιδεινώνουν, στην ουσία, το δυσφημιστικό χαρακτήρα του δημοσιεύματος.

 

Στην εξέταση της υπεράσπισης της αλήθειας προσδιορίζεται η σημασία του επίμαχου άρθρου του Ενάγοντα στο Βήμα, για να κριθεί η αλήθεια ισχυρισμών.  Οι Εναγόμενοι προσπάθησαν έντονα, δικογραφικά και κατά την ακρόαση, να πείσουν πως οι ισχυρισμοί στο επίδικο δημοσίευμα προήλθαν από τα γεγονότα που παρουσιάστηκαν από τον ίδιο τον Ενάγοντα στο επίμαχο άρθρο στο Βήμα.

 

Σύμφωνα με τα νομολογηθέντα ο εναγόμενος επικαλούμενος την υπεράσπιση της αλήθειας, πρέπει να αιτιολογήσει επακριβώς τις θέσεις στην ΄Εκθεση Απαίτησης …..»  The defendant must justify the precise words set out in the statement of claim.  He is not entitled to set out his own version of the words and then plead that those words are true (Gatley  on Libel and Slander, 11η έκδοση Sweet & Maxwel  σελ. 1003).

 

Kρίσιμα είναι τα σημεία που τίθενται στην παρα.15 της ΄Εκθεσης Υπεράσπισης ως εξής:

«Ι. Ο Ενάγοντας, μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 2004, επανέκτησε δύο πίνακες ζωγραφικής, οι οποίοι μετά την εισβολή του 1974 παρέμεναν στα κατεχόμενα εδάφη της Δημοκρατίας, που ανήκαν στην οικογενειακή του περιουσία, έναντι χρηματικού ανταλλάγματος και/ή επιτόπιας αντικατάστασής τους με πλαστό αντίγραφο,

 

ΙΙ. Ο Ενάγοντας διαπραγματεύθηκε, χωρίς επιτυχία, την επανάκτηση πίνακα ζωγραφικής ιδιοκτησίας της οικογένειάς του, έναντι χρημάτων,

 

ΙΙΙ. Για τον Ενάγοντα δεν έχει σημασία πού κατέληξαν τα χρήματα που έδωσε για να επανακτήσει κάτι που του ανήκε ήδη,

 

IV. Ο Ενάγοντας ειρωνεύτηκε την προτροπή συγκεκριμένης κομματικής παράταξης όπως μη επισκεφθούν τα κατεχόμενα εδάφη οι Ελληνοκύπριοι κατά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 2004, τούτοι είναι αληθείς».

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ως ακολούθως:

«Ουδείς από τους ισχυρισμούς γεγονότων που αναφέρονται υπό τα σημεία «ΙΙ» έως «IV» συναντάται στο επίδικο δημοσίευμα. Το ίδιο ισχύει εν μέρει για τον ισχυρισμό γεγονότων που εκθέτει υπό το σημείο «Ι». Ο συνήγορος των Εναγομένων φαίνεται να αντλεί τα σημεία αυτά από το άρθρο του Ενάγοντος, παρά από το επίδικο δημοσίευμα. Δηλαδή το τί κάνει, είναι να παίρνει σημεία από το άρθρο του Ενάγοντος και ακολούθως να δίδει λεπτομέρειες γεγονότων για να τα αιτιολογήσει αυτά, αντί να πάρει τις λέξεις ή φράσεις από την Έκθεση Απαίτησης του Ενάγοντα, οι οποίες περιέχουν το δυσφημιστικό νόημα, και να δώσει λεπτομέρειες γεγονότων (αντλώντας τις έστω μέσα από το άρθρο του Ενάγοντος) για να αιτιολογήσει το νόημά τους ως αληθές.

 

Παρατηρώ, ειδικότερα, ότι –

(α) Πουθενά στο επίδικο δημοσίευμα δεν αναφέρεται ότι αυτό που ο Εναγόμενος 2 θεωρεί μεμπτή και αξιοκατάκριτη πράξη είναι την επιτόπια αντικατάσταση πίνακα με πλαστό αντίγραφο (ως το σημείο «Ι» της παρα. 15 της Ε/Υ). Θα είχε άλλη διάσταση η υπόθεση σε τέτοια περίπτωση. Δεν είναι αυτόν τον ισχυρισμό γεγονότος που επέλεξε να σχολιάσει ο Εναγόμενος 2 στο άρθρο του. Αυτό το στοιχείο το εισάγει για πρώτη φορά ο συνήγορός του μέσω της Έκθεσης Υπεράσπισης (προφανώς για να φανερώσει ότι υπήρχε αξιόμεμπτη πράξη). Απεναντίας, ο ισχυρισμός γεγονότος που ο Εναγόμενος έθεσε ως βάση για την άσκηση της δριμύας κριτικής ήταν ότι ο Ενάγων «(ξανα)αγόρασε δύο πίνακες του Γ. Πολ. Γεωργίου που ανήκαν στην οικογένειά του από τους νέους «ιδιοκτήτες» τους.».

 

(β) Πουθενά στο επίδικο δημοσίευμα δεν αναφέρεται ότι το αξιοκατάκριτο είναι ότι «Για τον Ενάγοντα δεν έχει σημασία πού κατέληξαν τα χρήματα που έδωσε για να επανακτήσει κάτι που του ανήκε ήδη» (ως το σημείο «ΙΙΙ» της παρα. 15 της Ε/Υ). Τέτοιος ισχυρισμός θα ήταν, τουλάχιστον, ικανός να δηλώσει ότι ο Ενάγων δεν γνωρίζει ή/και δεν είχε ποτέ άμεση επαφή ή διαπραγμάτευση με αυτούς που έλαβαν τα χρήματα, ως είναι και η θέση που ανέπτυξε κατά την προφορική του μαρτυρία ο Ενάγων. Απεναντίας, ο ισχυρισμός γεγονότος που ο Εναγόμενος έθεσε ως βάση για την άσκηση της δριμύας κριτικής ήταν ότι ο Ενάγων παζάρεψε με τους νέους «ιδιοκτήτες», τους κλέφτες και τους βιαστές της Κύπρου, αφού για αυτές τις πράξεις είναι που καλεί το αναγνωστικό κοινό να μην τον μιμηθεί. Η Έκθεση Υπεράσπισης δεν επιχειρεί να αιτιολογήσει ως αληθή αυτόν τον ισχυρισμό γεγονότος.

 

(γ) Πουθενά στο επίδικο δημοσίευμα δεν αναφέρεται ότι «Ο Ενάγοντας ειρωνεύτηκε την προτροπή συγκεκριμένης κομματικής παράταξης όπως μη επισκεφθούν τα κατεχόμενα εδάφη οι Ελληνοκύπριοι κατά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 2004 (ως το σημείο IV της παρα. 15 της Ε/Υ). Απεναντίας, ο ισχυρισμός γεγονότος που ο Εναγόμενος έθεσε ως βάση για την άσκηση της δριμύας κριτικής ήταν ότι ο Ενάγων δεν ξέχασε κιόλας «να στηλιτεύσει προκαταβολικώς τους «αυτοδιορισμένους υπερπατριώτες» που πιθανότατα θα αποδοκιμάσουν την ενέργειά του», δηλαδή να ασκήσει προκαταβολικώς δριμύα κριτική σε αυτούς που θα αμφισβητούσαν την πράξη του να (ξανα)αγοράσει τους δύο πίνακες που ανήκαν στην οικογένειά του. Η Έκθεση Υπεράσπισης δεν επιχειρεί να αιτιολογήσει αυτόν τον ισχυρισμό γεγονότος».

 

 

Αναφορικά με το σημείο 1 της παρ.15 της ΄Εκθεσης Υπεράσπισης που αφορά τον ισχυρισμό γεγονότος ότι ο Ενάγων (ξανα)αγόρασε πίνακες του Γ. Πολ. Γεωργίου (εάν είναι ένας ή δύο αποτελεί μη ουσιώδη λεπτομέρεια,  εξάλλου δεν τονίστηκε κάτι τέτοιο), οι οποίοι ανήκαν στην οικογένεια, το Δικαστήριο «ξεχωρίζει» τη λεπτομέρεια της ΄Εκθεσης Απαιτήσεως ότι ο Ενάγων κατέβαλε σημαντικό χρηματικό ποσό σε διάφορα άγνωστα πρόσωπα για να επανέλθει στην κατοχή του πίνακας ζωγραφικής τεράστιας οικονομικής αξίας, ιδιοκτησίας της οικογένειας του και ο οποίος παρέμεινε μετά την εισβολή του 1974 στο κατεχόμενο μέρος της Κύπρου.

 

Το Δικαστήριο έκρινε πως δεν απέδωσε την αλήθεια του νοήματος του άρθρου του Ενάγοντος, ιδιαίτερα, αφού ποτέ ο Ενάγων δεν δήλωσε ότι «αγόρασε» τους πίνακες.

 

Χρησιμοποιήθηκε η λέξη «επανακτήθηκε».  Η επανάκτηση του ενός πίνακα έγινε με χρήματα αλλά αυτό δεν σημαίνει άνευ ετέρου, αγορά, και δη έστω και εάν «δόθηκε» (άγνωστο πού) ένα ποσό ΛΚ1,000 (η αξία του καθενός πίνακα είναι τουλάχιστον πάνω από ΛΚ40,000).  Ακόμη σημειώνονται τα εξής στην πρωτόδικη απόφαση:

«-  Στο άρθρο του ο Ενάγων καθιστά σαφές ότι επιστράτευσε άλλους, γνωστούς και άγνωστους, για να του φέρουν πίσω τον πίνακα. Δεν λέει ότι ο ίδιος μπήκε σε απευθείας παζάρια με τον Τούρκο ταβερνάρη ως νέο «ιδιοκτήτη». Δηλώνει ότι εξακολουθεί να μην ξέρει ο ίδιος αν τα χρήματα κατέληξαν ποτέ στον Τούρκο ταβερνάρη ή αν τα κράτησε ο μεσάζων. Δεν μπορεί να εξαχθεί από το άρθρο του το νόημα που απέδωσε ο Εναγόμενος 2 ότι ο ίδιος ο Ενάγων παζάρεψε με τους κλέφτες ή ότι αγόρασε τον πίνακα από τον νέο «ιδιοκτήτη» του.»

 

Δεν πρέπει να αγνοηθεί πως το κυρίαρχο πνεύμα του επίδικου δημοσιεύματος είναι η «αναξιοπρέπεια» του Ενάγοντα, η έλλειψη φιλοπατρίας, το κατάπτυστο παράδειγμα ειδικά στο χώρο του επαγγέλματος του.

 

Συνεπώς, ορθά καταρρίφθηκε η υπεράσπιση της αλήθειας.  Και τα αναφερθέντα, μοιραία οδηγούν στην απόρριψη του δεύτερου λόγου έφεσης.

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης σχετίζεται με την πρωτόδικη απόρριψη της υπεράσπισης του εντίμου σχολίου.  Το ΄Αρθρο 19(β) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148, θέτει το πλαίσιο της υπεράσπισης αυτής, ως εξής:

«(β) ότι το δηµοσίευµα για το οποίο έγινε η αγωγή ήταν έντιµο σχόλιο για θέµα δηµοσίου συµφέροντος: 

 

Νοείται ότι όταν το δυσφηµιστικό δηµοσίευµα συνίσταται εν µέρει στον ισχυρισµό γεγονότων και εν µέρει στην έκφραση γνώµης, υπεράσπιση έντιµου σχολίου δεν καταρρίπτεται για µόνο το λόγο ότι δεν αποδεικνύεται το αληθές κάθε ισχυρισµού γεγονότος, αν η έκφραση γνώµης αποτελεί έντιµο σχόλιο αφού ληφθούν υπόψη αυτά τα οποία ισχυρίζονται ή αναφέρονται στο δυσφηµιστικό δηµοσίευµα για το οποίο έγινε η αγωγή τα οποία αποδεικνύονται: 

 

Νοείται περαιτέρω ότι η βάσει της παραγράφου αυτής υπεράσπιση δεν επιτυγχάνει αν ο ενάγων αποδείξει ότι η δηµοσίευση δεν έγινε καλή τη πίστει εντός της έννοιας του εδαφίου (2) του άρθρου 21 του Νόµου αυτού».

 

Σχετικό είναι και το ΄Αρθρο 21(2) του Νόμου:

 

«(2) Η δηµοσίευση δυσφηµιστικού δηµοσιεύµατος δεν θεωρείται ότι έγινε καλή τη πίστει από πρόσωπο εντός της έννοιας του εδαφίου (1), του άρθρου αυτού, αν καταδειχθεί ότι— 

(α) Tο δηµοσίευµα ήταν αναληθές, και αυτός δεν πίστευε αυτό ως αληθές· ή 

(β) το δηµοσίευµα ήταν αναληθές, και αυτός προέβηκε στη δηµοσίευση χωρίς να καταβάλει εύλογη φροντίδα για την εξακρίβωση του αληθούς ή του αναληθούς αυτού· ή 

(γ) προβαίνοντας στη δηµοσίευση, ενήργησε µε σκοπό βλάβης του προσώπου που δυσφηµείται σε βαθµό σηµαντικά µεγαλύτερο ή κατά τρόπο σηµαντικά διαφορετικό του εύλογα αναγκαίου για το κοινό συµφέρον ή για την προστασία του ιδιωτικού δικαιώµατος ή συµφέροντος σε σχέση µε το οποίο αξιώνει προνόµιο».

 

(Βλ. Πετρίδη ν. Εκδοτικού Οίκου Δίας Λτδ κ.ά. (2013)1Β Α.Α.Δ. 1464, Καραβίας ν. Σταύρου (2012)1Α Α.Α.Δ. 469).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως τα σχόλια του Εναγομένου κατά της αξιοπρέπειας του Ενάγοντα έχουν υπερβεί το μέτρο του εύλογα αναγκαίου προκειμένου να αποδώσει ο Εναγόμενος 2, το συμπέρασμα ή τη δημόσια άποψη του, επί της ευρύτερης διάστασης του κυπριακού προβλήματος, είτε ακόμη επί της πράξης του Ενάγοντα να επανακτήσει με χρήματα τους πίνακες.  Δεν πρέπει να λησμονείται πως ο Ενάγων ήταν ένας ιδιώτης και όχι ένα δημόσιο πρόσωπο.  Η ενασχόληση του με την υπόθεση ΄Οραμς δεν τον καθιστά δημόσιο πρόσωπο. Διαχωρίζεται η υπόθεση αυτή από την Παπασάββας ν. Αρκτίνος Λτδ, Πολ. ΄Εφ. 72/16, 27.9.2018 στην οποία εκρίθη πως μπορεί υπό προϋποθέσεις να ενταχθεί στην έννοια «δημόσιο πρόσωπο», δικηγόρος της Δημοκρατίας που ασκούσε εξουσίες δίωξης και αναστολής δίωξης.  Εδώ δεν είναι έτσι τα πράγματα.  Το θέμα όμως που απασχόλησε ήταν δημοσίου ενδιαφέροντος και το δημοσίευμα πρέπει να συνιστά σχόλιο και όχι παράθεση γεγονότων.  Τα γεγονότα δε τα οποία αποτελούν το έρεισμα του σχολίου πρέπει να παρατίθενται στο υπό κρίση δημοσίευμα και να είναι κατά βάση αληθή (βλ. Tse Wai Chun n. Cheng [2000]11 RCFA86) “….the comment must be based on facts which are true or protected by privilege .....”.  Εν προκειμένω, ελλείπει ένα αληθές υπόβαθρο γεγονότων ή έστω ένα υπόβαθρο γεγονότων που θα έθετε τα πράγματα σ΄ένα κατ΄αρχήν σωστό πλαίσιο.  Αντ΄αυτού το δημοσίευμα βρίθει από χαρακτηρισμούς κακών ιδιοτήτων προς το πρόσωπο του Ενάγοντα.  (Βλ. και το Σύγγραμμα Πολυβίου, η Δυσφήμηση στο Κυπριακό και Ευρωπαϊκό Δίκαιο, σελ.152).

 

Παρατηρούμε από τα πιο πάνω, πως η Υπεράσπιση αυτοαναιρείται εάν υπάρχει κακοβουλία.  Στην υπό κρίση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγαγε σαφές εύρημα κακοβουλίας, κάτι που πρέπει να τύχει επανεξέτασης δια της εφέσεως αφού το θέμα αποτελεί το τέταρτο λόγο έφεσης, οπότε θα πρέπει να εξεταστεί η ορθότητα του ευρήματος κακοβουλίας.  Η πρωτόδικη προσέγγιση επί του ευρήματος αυτού βασίστηκε εν πολλοίς σε σχόλια που έγιναν επί της καταληκτικής αγόρευσης των δικηγόρων των Εναγομένων που σχολίασαν αρνητικά αυτά που κατέθεσε ο Ενάγων για το δημοσίευμα ότι ήταν βάναυσα χυδαίο. 

 

Θεωρούμε ότι τα σχόλια που έγιναν επί του σχολίου του Ενάγοντα μπορούσαν να οδηγήσουν σε εύρημα κακοβουλίας.  ΄Εγινε προσπάθεια εξήγησης για το ότι το άρθρο δεν ήταν «βάναυσα χυδαίο».  Και μάλιστα αυτό γίνεται με αναφορά στο μυθιστόρημα «Αδελφοί Καραμαζόφ» του Ντοστογιέφσκι, με το εξής απόσπασμα:

«Ξέρετε, ενίοτε είναι πολύ ευχάριστο να νιώθουμε προσβεβλημένοι, έτσι δεν είναι; Κι ωστόσο ο άνθρωπος ξέρει ότι κανένας δεν τον έχει θίξει, ότι μόνος του επινόησε μια προσβολή κι ότι είπε ένα σωρό ψέματα από φιλαρέσκεια, ότι τα μεγαλοποίησε για να δημιουργήσει μια κατάσταση, ότι αρπάχτηκε από τις λέξεις κι από ένα ρεβίθι δημιούργησε ένα βουνό, το ξέρετε αυτό και μόνος σας, κι ωστόσο θίγεται μέχρι ευχαρίστησης, μέχρι απόλαυσης, κι έτσι φτάνει ως την αληθινή εχθρότητα».

 

Δεν πρέπει να έχουν και πολύ άδικο όσοι επιμένουν πως οι κλασικοί συγγραφείς είναι διαχρονικοί.».

 

Ουσιαστικά αποδίδεται στον Ενάγοντα ότι όχι μόνο επινόησε την προσβολή αλλά ότι είπε ψέματα από φιλαρέσκεια και ηδονίζεται με την εχθρότητα. Πώς λοιπόν είναι δυνατό να κριθεί «έντιμο σχόλιο» το επίδικο δημοσίευμα όταν  η ίδια η πλευρά των εναγομένων «το εξηγεί» μ΄αυτό το ειρωνικό και προσβλητικό τρόπο.

 

Το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να στηριχθεί και στη στάση της πλευράς του Εναγομένου κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης και μέχρι το τέλος της διαδικασίας (βλ.  Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Καραμεσίνη (2011)1Α Α.Α.Δ. 715).  Αυτό έγινε εδώ και είναι θεμιτό.  Εξάλλου, το Δικαστήριο δεν περιορίστηκε σ΄αυτό το σημείο για το εύρημα κακοβουλίας.  Ενδιάτριψε εκ νέου στο περιεχόμενο του δημοσιεύματος, και του όλου χειρισμού από την πλευρά των εναγομένων.  Ενόψει όλων των πιο πάνω ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται. 

 

Σε σχέση με τον πέμπτο λόγο έφεσης, θα αναφέρουμε ότι τον κρίνουμε αλυσιτελή.  Οι Εναγόμενοι θεωρούν ότι «παρανόησε» τη μαρτυρία της Μ.Ε.2 Λειτουργού στην Εφορία Μουσείων στο Τμήμα Αρχαιοτήτων, η οποία και κατέθεσε γενικά  επί της διαδικασίας που ακολουθεί η Δημοκρατία για επανάκτηση αρχαιοτήτων, διευκρινίζοντας ότι ένας ζωγραφικός πίνακας του 1960 δεν είναι βεβαίως «αρχαιότητα».  Θα συμφωνήσουμε πως δεν έπρεπε να δοθεί βαρύτητα στη μαρτυρία της, όμως δεν φαίνεται ότι η θετική αξιολόγηση της μάρτυρος (η οποία και δεν προσβάλλεται), επίδρασε στη διαμόρφωση τελικής δικανικής κρίσης, στην ουσία αυτής.

 

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει θεωρούμε πως η ΄Εφεση 320/14 θα πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται.

 

Απορριπτέο κρίνουμε και το λόγο έφεσης στην έφεση 328/14 που αφορά το ύψος των αποζημιώσεων που επιδικάσθηκαν υπέρ ενάγοντος.  Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι το ποσό των €12.000 είναι έκδηλα ανεπαρκές.

 

Όπως τονίστηκε πολλάκις από τη νομολογία, επέμβαση στο ποσό των αποζημιώσεων σε υποθέσεις λιβέλλου είναι εξαιρετικό μέτρο.  δικαιολογείται μόνο όταν καταδεικνύεται ότι το επιδικασθέν δεν θα μπορούσε να επιδικασθεί από το Δικαστήριο που είναι επιφορτισμένο με τον καθορισμό των αποζημιώσεων.

 

Όπως ετέθη στη Λουκαϊδης ν. 1.  Εκδοτική Εταιρεία Αλήθεια Λτδ κ.ά. (2003)1Α Α.Α.Δ. 22.

«Ο καθορισμός των αποζημιώσεων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο.  Εφόσον γίνεται ορθή εκτίμηση των γεγονότων και των επιπτώσεων τους, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί επέμβαση στις αποζημιώσεις, εκτός αν το επιδικασθέν ποσό εκφεύγει του μέτρου, σε βαθμό που, εξ αντικειμένου, να  εμφαίνεται ως ανεπαρκές ή υπερβολικό».

 

Ο Ενάγων δεν προέβαλε ικανοποιητικούς ή και καθόλου λόγους που εξ αντικειμένου να καθιστούν το επιδικασθέν ποσό ανεπαρκές.

 

Είναι γεγονός ότι μη δόκιμα το Δικαστήριο αναφέρεται, απαριθμώντας γενικά τους παράγοντες για σκοπούς επιμέτρησης των αποζημιώσεων, στην «οικονομική κατάσταση της χώρας».  Αυτό όμως δεν φαίνεται να είχε επιδράσει πραγματικά επί της επιδίκασης του ποσού αυτού, οπότε και δεν θεωρούμε σκόπιμο να επέμβουμε.  Ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Εν αντιθέσει, είναι βάσιμος ο δεύτερος λόγος έφεσης στην Πολ.΄Εφ.328/20 με βάση το οποίο προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου το επιδικασθέν ποσόν να φέρει τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης και όχι από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής.

 

Σχετικό είναι το ΄Αρθρο 33(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 το οποίο έχει ως εξής:

«(2) Εκάστη απόφασις περιλαµβανοµένου του µέρους αυτής το οποίον αφορά εις τα δικηγορικά έξοδα, εκτός εάν άλλη πρόβλεψις εγένετο εν τη αποφάσει δυνάµει τoυ εδαφίου (1), θα φέρει, τηρουµένων των διατάξεων του εδαφίου (4), τόκο προς 5,5% ετησίως από την ηµεροµηνία καταχώρησης της αγωγής ή εν σχέσει µε εκκρεµούσες αγωγές, από την ηµεροµηνία έναρξης της ισχύος του περί ∆ικαστηρίων (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόµου του 2008, µέχρι τελικής αποπληρωµής, του χρέους»

 

Για να υπάρξει διαφοροποίηση του πιο πάνω, θα πρέπει να δίδονται σχετικοί λόγοι.  Δηλαδή να υπάρχει αιτιολογία.  Τέτοια αιτιολογία δεν υπάρχει, ούτε και προκύπτει, έστω και έμμεσα.  Συνεπώς ο λόγος αυτός θα επιτύχει, με τη διαφοροποίηση της τοκοφορίας του επιδικασθέντος ποσού των €12,000, ώστε αυτό να φέρει νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής (10.11.2008) και όχι από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης (18.9.2014).

 

Η έφεση αρ.328/14 επιτρέπεται μερικώς.

 

Ενόψει της αποτυχίας της ΄Εφεσης 320/14 αλλά και του κυριότερου μέρους της 328/14 θεωρούμε ότι δεν θα εκδοθεί διαταγή για τα έξοδα εκτός του ποσού των €1,000 (πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει) που επιδικάζεται υπέρ του Εφεσείοντος στην 328/14 ενόψει της μερικής επιτυχίας αυτής.

 

                                                ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο