ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ v. ΚΩΣΤΑ ΘΕΟΔΟΤΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 40/2014, 8/6/2022

ECLI:CY:AD:2022:D243

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 40/2014)

 

8 Ιουνίου, 2022

 

[ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ,

                                                                Εφεσείων.

v.

ΚΩΣΤΑ ΘΕΟΔΟΤΟΥ,

               Εφεσίβλητου.

___________________

Χρίστος Μελίδης με Μαρίνα Τζιούτ (κα) και Ν. Τσαρδέλλη, για Ανδρέας Νεοκλέους & Σια ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

Λάμπρος Ιωαννίδης, για τον Εφεσίβλητο.

____________________

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Παναγή, Π.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΝΑΓΗ, Π.:- Με την Αγωγή υπ’ αρ.1206/2006 την οποία καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ο εφεσίβλητος-ενάγων (ενάγων) αξίωσε εναντίον του εφεσείοντα-εναγόμενου (εναγόμενος) αποζημιώσεις για λίβελο. 

 

Σύμφωνα με τις δικογραφημένες του θέσεις, ο ενάγων, οδοντοτεχνίτης και διαιτητής της Κυπριακής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου, στις 12.11.2002 διαιτήτευσε το παιχνίδι ποδοσφαίρου μεταξύ των ομάδων ΑΠΕΠ Πιτσιλιάς και Διγενή Ακρίτα Μόρφου.  Mετά τη λήξη του αγώνα, ο εναγόμενος, ο οποίος ήταν ο Πρόεδρος του Σωματείου ΑΠΕΠ Πιτσιλιάς, προέβη σε σχόλια και δηλώσεις, αρχικά σε ραδιοφωνικούς και αργότερα σε τηλεοπτικούς σταθμούς, ισχυριζόμενος ότι ο ενάγων, μετά τη λήξη του αγώνα, «προέβηκε σε δηλώσεις και/ή χειρονομίες ρατσιστικού περιεχομένου, προς τον έγχρωμο ποδοσφαιριστή της ΑΠΕΠ Πιτσιλιάς, Εβάντρο Ρούσο … παριστάνοντας την μαϊμού και ότι έβγαλε την γλώσσα του προς αυτόν λέγοντας του ‘Shut up Blacky’». Ισχυρίστηκε δε ότι ο λόγος που ο ενάγων δεν καταλόγισε υπέρ του Εβάντρο Ρούσο πέναλτι σε ανατροπή του, οφειλόταν στο χρώμα του, δηλαδή στο γεγονός ότι είναι «μαύρος».   Ήταν η θέση του ενάγοντα ότι τα πιο πάνω σχόλια και δηλώσεις μεταδόθηκαν επανειλημμένα σε τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς παγκύπριας εμβέλειας μεγάλης  ακροαματικότητας/θεαματικότητας, ενώ δημοσιεύτηκαν και σε εφημερίδες και περιοδικά μεγάλης κυκλοφορίας εντός και εκτός Κύπρου.

 

Οι δηλώσεις και η στάση του εναγόμενου και τα δυσφημιστικά δημοσιεύματα, αποτέλεσαν τον καθοριστικό παράγοντα, «σε συνδυασμό με προγενέστερες μεμπτές ενέργειες εταιρείας η οποία διαχειρίζεται το ποδοσφαιρικό τμήμα άλλης ομάδας», εναντίον της οποίας καταχώρισε την αγωγή 5466/2005 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, ήτοι της εταιρείας Απόλλων Ποδόσφαιρο (Δημόσια) Λτδ, να μεταβάλει τα αισθήματα και την αγάπη του για το ποδόσφαιρο και τη διαιτησία και να αναγκαστεί να δώσει την παραίτηση του από διαιτητής στις 21.11.2005.

 

Ο εναγόμενος, στην υπεράσπισή του, στην αγωγή 1206/2006,  ήγειρε δύο προδικαστικές ενστάσεις ισχυριζόμενος ότι η έκθεση απαίτησης ήταν παράτυπη και αντικανονική και καταχωρίστηκε εκπρόθεσμα.   Αρνήθηκε δε τους ισχυρισμούς του ενάγοντα καλώντας τον σε αυστηρή απόδειξη τους.  Στις 5.12.2011 καταχώρισε αίτηση για τροποποίηση της υπεράσπισής με την προσθήκη νέας προδικαστικής ένστασης, η οποία μετά από ακροαματική διαδικασία εγκρίθηκε από το Δικαστήριο.  Με τη τρίτη, αυτή, προδικαστική ένσταση διατυπωνόταν ισχυρισμός για δεδικασμένο.  Προβαλλόταν, επίσης, ότι τα σχόλιά του εναγόμενου ήταν αληθή και αναφέρονταν σε γεγονότα που έλαβαν χώρα στην πραγματικότητα και/ή αποτελούσαν έντιμο σχόλιο το οποίο έγινε καλή τη πίστη με σκοπό την πληροφόρηση του αθλητικού κοινού και τη διαφύλαξη του δημοσίου συμφέροντος και δεν συνιστούσαν λίβελλο. Ο εναγόμενος δε, είχε καθήκον να πληροφορήσει το κοινό για τη συμπεριφορά αυτήν του ενάγοντα η οποία έπληττε το ποδοσφαιρικό ιδεώδες και το κύρος του ποδοσφαιρικού αθλήματος.

 

Μετά από μακρά ακροαματική διαδικασία κατά την οποία κατατέθηκε μεγάλος αριθμός τεκμηρίων, το Δικαστήριο δικαίωσε  τον ενάγοντα στον οποίο επιδίκασε το ποσό των €20.000 γενικές αποζημιώσεις και το ποσό των €17.290,89 ειδικές αποζημιώσεις (για  απώλεια εισοδημάτων που θα λάμβανε από τη διαιτησία αγώνων της Κυπριακής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου (ΚΟΠ) για τις αγωνιστικές περιόδους 2005-2006(μέρος), 2006-2007 και 2007-2008), νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής (9.2.2006) και δικηγορικά έξοδα.

 

Εναντίον της απόφασης ασκήθηκε έφεση και αντέφεση.

 

Οι 20 λόγοι έφεσης που προβάλλει ο εναγόμενος θα εξεταστούν, όπου είναι δυνατό, με τη σειρά που εκτίθενται στην ειδοποίηση έφεσης και με ομαδοποίηση λόγων όπου αυτό καθιστά την εξέταση ευχερέστερη.

 

Επομένως, αλλά ακολουθώντας και τη λογική των πραγμάτων, θα μας απασχολήσουν πρωτίστως τα παράπονα του εναγόμενου τα οποία στρέφονται κατά της απόρριψης της πρώτης και δεύτερης προδικαστικής ένστασης του. Σημειώνεται ευθύς εξαρχής ότι δεν αμφισβητείται με την έφεση το εύρημα του Δικαστηρίου πως τα επίδικα δημοσιεύματα ήταν δυσφημιστικά για τον ενάγοντα.

 

Προβάλλεται, με τον πρώτο λόγο έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την ένσταση του εναγόμενου ότι το έγγραφο που καταχωρίστηκε από το συνήγορο του ενάγοντα στις 7.11.2006, χωρίς να αναφέρεται ότι αποτελεί την έκθεση απαίτησης του ενάγοντα, δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη. Συγκεκριμένα, στο έγγραφο δεν αναγράφεται ο τίτλος «Έκθεση Απαίτησης».

 

Περαιτέρω, λανθασμένα απορρίφθηκε η προδικαστική ένσταση του εναγόμενου ότι το έγγραφο που αναφέρεται στον πρώτο λόγο έφεσης, καταχωρίστηκε εκπρόθεσμα και χωρίς άδεια του Δικαστηρίου ή την έγκριση του εναγόμενου και γι’ αυτό δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη, (δεύτερος λόγος έφεσης).

 

Κατά την εισήγηση, καταχωρίστηκε παράτυπο έγγραφο και εκπρόθεσμα κατά παράβαση των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, Δ.2, Δ.20 και Δ.63, καθώς και του Τύπου αρ. 2 των Κανονισμών, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε λανθασμένα ότι επρόκειτο για μη ουσιώδη παρατυπία η οποία μπορούσε να διορθωθεί με σχετικό διάταγμα το οποίο, όμως, ουδέποτε εκδόθηκε.  Συνεπώς, η όλη διαδικασία κατέστη άκυρη και δεν βοηθούσαν τον ενάγοντα οι πρόνοιες της Δ.64, κ.1(1).

 

Οι περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμοί και ειδικότερα η Δ.20, κκ 2,3 και 4, οι οποίοι περιγράφουν τι πρέπει να περιέχει η έκθεση απαίτησης, όπως ορθά παρατήρησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν προνοούν για την αναγραφή σε αυτήν του τίτλου «Έκθεση Απαίτησης». Επομένως, θεωρούμε ότι δεν υπήρχε δικονομική υποχρέωση περιγραφής του εγγράφου που καταχώρισε ο ενάγων στις 7.11.2006 ως «Έκθεση Απαίτησης». Εν πάση περιπτώσει, προέκυπτε αβίαστα από το περιεχόμενο του εγγράφου ότι επρόκειτο για την έκθεση απαίτησης του ενάγοντα, αφού, όπως επισημαίνεται στην εκκαλούμενη απόφαση «σε 20 παραγράφους περιέχονται όλα τα στοιχεία και οι αξιώσεις του ενάγοντα οι οποίες επίσης αποδίδονται συνοπτικά στην παράγραφο 21 του ιδίου εγγράφου» .  Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος.

 

Ακολουθεί η εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης.  Οι τασσόμενες προθεσμίες αποτελούν βασικό υποστήριγμα του νομικού μας συστήματος για την πιο αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης (Μιχαηλίδης ν. Χρίστου (1996) 1 ΑΑΔ 1190).   Εν προκειμένω, εφόσον η αγωγή του ενάγοντα καταχωρίστηκε σε γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, η έκθεση απαίτησης θα έπρεπε, βάσει της Δ.20, κ.1, να καταχωριστεί εντός 10 ημερών από την καταχώριση σημειώματος εμφάνισης από τον εναγόμενο, εν προκειμένω εντός 10 ημερών από τις 13.3.2006.  Ο ενάγων, όμως, παρέλειψε να την καταχωρήσει εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας και την καταχώρισε οκτώ μήνες αργότερα, ήτοι στις 7.11.2006, χωρίς προηγουμένως να εξασφαλισθεί παράταση της όπως θα έπρεπε. Ούτε, ο εναγόμενος προέβη, στο μεταξύ, σε οποιοδήποτε σχετικό δικονομικό μέτρο. Το ζήτημα του εκπρόθεσμου της καταχώρισης της έκθεσης απαίτησης ηγέρθη για πρώτη φορά, υπό μορφή προδικαστικής ένστασης στην υπεράσπιση του  εναγόμενου.    Το ορθό δικονομικό μέτρο, βέβαια, πριν καταχωριστεί η έκθεση απαίτησης, ήταν η καταχώριση αίτησης για την απόρριψη της αγωγής, λόγω μη προώθησης της, και, αφότου καταχωρίστηκε η έκθεση απαίτησης, η υποβολή αίτησης για παραμερισμό της. Η  καταχώριση της υπεράσπισης – και αυτή εκπρόθεσμα - συνιστούσε βήμα στη διαδικασία, η οποία εμπόδιζε τον εναγόμενο στην προώθηση του παραπόνου του περί της εκπρόθεσμης καταχώρισης της έκθεσης απαίτησης. Επί τούτου, υπενθυμίζουμε τα προβλεπόμενα από τη Δ.64, κ.2:

 

«Αίτηση για παραμερισμό οποιασδήποτε διαδικασίας, οποιουδήποτε βήματος που έγινε σε οποιαδήποτε διαδικασία, ή οποιουδήποτε εγγράφου, αποφάσεως ή διατάγματος σε αυτή, λόγω παρατυπίας, δε θα επιτρέπεται, εκτός εάν υποβάλλεται μέσα σε εύλογο χρόνο και προτού o διάδικος που υπέβαλε την αίτηση προβεί σε οποιοδήποτε νέο βήμα, αφότου η παρατυπία περιήλθε σε γνώση του. Οι προτεινόμενοι λόγοι για παραμερισμό δυνάμει του παρόντος Κανόνα, θα αναφέρονται στην αίτηση».

 

 

Αβάσιμος κρίνεται και ο δεύτερος λόγος έφεσης. 

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται ως εσφαλμένη η απόφαση του Δικαστηρίου ότι ο ενάγων δικαιούται και δεν κωλύεται να ζητά αποζημιώσεις για διαφυγόντα κέρδη λόγω του εξαναγκασμού του σε παραίτηση από διαιτητής, παρά το ότι οι ίδιες και/ή παρόμοιες αποζημιώσεις αξιώθηκαν επίσης εναντίον της εταιρείας Απόλλων Ποδόσφαιρο (Δημόσια) Λτδ στην αγωγή 5466/2005 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. 

 

Στο περίγραμμα αγόρευσης των συνηγόρων του εναγόμενου, ο τρίτος λόγος έφεσης αναπτύσσεται, όπως και εδώ, μαζί με τον  δωδέκατο λόγο στον οποίο προβάλλεται με αναφορά στον όγδοο λόγο έφεσης, ότι ο ενάγων δεν δικαιούται σε οποιοδήποτε ποσό ειδικών αποζημιώσεων διότι ο λόγος της παραίτησής του δεν συνδέεται με οποιαδήποτε συμπεριφορά ή δήλωση του εναγόμενου.

 

Κατά την εισήγηση τους, το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εξέλαβε ότι η τρίτη προδικαστική ένσταση του εναγόμενου αφορούσε ένσταση δεδικασμένου και την απέρριψε. Στην πραγματικότητα, προσβαλλόταν η συμπεριφορά του ενάγοντα να καταχωρήσει την Αγωγή 5466/2005 εναντίον της εταιρείας Απόλλων Ποδόσφαιρο (Δημόσια) Λτδ και να ζητήσει, πέραν των γενικών αποζημιώσεων, την επιδίκαση ειδικών αποζημιώσεων τις οποίες ισχυρίστηκε ότι δικαιούτο για την απώλεια των εισοδημάτων που θα λάμβανε ως διαιτητής λόγω του ότι αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση αυτή συνεπεία των δυσφημιστικών δημοσιευμάτων της ως άνω ποδοσφαιρικής ομάδας. Ενώ εκκρεμούσε η πιο πάνω αγωγή, καταχωρίστηκε και η αγωγή 1206/2006 εναντίον του εναγόμενου για δυσφήμιση στην οποία ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι οι δυσφημιστικές δηλώσεις του εναγόμενου τον οδήγησαν σε παραίτηση από διαιτητής.  Ο ενάγων, χρησιμοποιεί δηλαδή, το ίδιο γεγονός της παραίτησής του σε σειρά δικαστικών διαδικασιών.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προφανώς, εξέτασε ζήτημα δεδικασμένου λόγω της δικογραφημένης θέσης στην υπεράσπιση, στο πλαίσιο της τρίτης προδικαστικής ένστασης, ότι «η τελική απόφαση και/ή η εκδίκαση αποζημιώσεων για διαφυγόντα κέρδη στην αγωγή αρ.5466/2005 δημιουργεί κώλυμα και/ή δεδικασμένο και ως εκ τούτου το σχετικό αίτημα του στην παρούσα δεν μπορεί να προχωρεί και/ή θα πρέπει να απορριφθεί» και κατέληξε ορθά, ότι εφόσον δεν υπήρχε ταυτότητα διαδίκων στις δύο αγωγές δεν εγειρόταν  τέτοιο ζήτημα. Απασχόλησε το Δικαστήριο και θέμα κατάχρησης της διαδικασίας, ενόψει της  θέσης του εναγόμενου ότι ο ενάγων επεδίωκε την ίδια θεραπεία και στις δύο αγωγές, ήτοι ειδικές αποζημιώσεις για διαφυγόντα κέρδη εξαιτίας της παραίτησης του από διαιτητής.   Το Δικαστήριο στην Αγωγή 5466/2005 δεν επιδίκασε αποζημιώσεις, θεωρώντας ότι δεν υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των δημοσιευμάτων στην υπόθεση εκείνη - τα οποία, σημειώνουμε, ήταν διαφορετικά από αυτά στην Αγωγή 1206/2006 -  και την παραίτηση του ενάγοντα από διαιτητής. Παρά ταύτα, το Δικαστήριο εξέτασε το σκέλος των αποζημιώσεων. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην εκκαλούμενη απόφαση του, διέκρινε την Αγωγή 5466/2002 στη βάση ότι εκεί, σε αντίθεση με την Αγωγή 1206/2006, είχαν κατατεθεί παραδεκτά γεγονότα για τις αμοιβές των διαιτητών και το Δικαστήριο είχε καταλήξει σε εύρημα ότι τα πέντε χρόνια για τα οποία ο ενάγων ζητούσε αποζημιώσεις ήταν λογικά με βάση την ηλικία του, ενώ στην Αγωγή 1206/2006 ο ενάγων μείωσε τα χρόνια για τα οποία ζητούσε αποζημιώσεις «από το υπόλοιπο της περιόδου 2005 μέχρι 2006 μέχρι το τέλος της περιόδου 2007 μέχρι 2008».  Θεώρησε, συνεπώς, ότι δεν μπορούσε να επιτύχει ούτε η τρίτη προδικαστική ένσταση. 

 

Κατά την κρίση μας το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά απέρριψε την τρίτη προδικαστική ένσταση. Οι εναγόμενοι στις δύο αγωγές ήταν διαφορετικοί και διαφορετικές οι αιτίες αγωγής.  Εκκαλούνταν δε στη βάση διαφορετικών δημοσιευμάτων και γεγονότων.  Η ομοιότητα που εντοπίζεται στις δύο αγωγές είναι στην κατ’ ισχυρισμό συνέπεια των δημοσιευμάτων για τον ενάγοντα, να παραιτηθεί, δηλαδή, από διαιτητής, σε σχέση με την οποία διεκδίκησε παρόμοια θεραπεία, ήτοι διαφυγόντα κέρδη για την απώλεια εισοδημάτων που θα λάμβανε από τη διαιτησία αγώνων της ΚΟΠ και της Διεθνούς Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου (FIFA).  Το γεγονός αυτό, όμως, δεν καθιστούσε την Αγωγή 1206/2006 καταχρηστική.  Το ζήτημα της παραίτησης του ενάγοντα, θα μπορούσε, ίσως, να αποτελέσει το αντικείμενο συνεκδίκασης των δύο αγωγών, αυτό, όμως, δεν επιδιώχθηκε. Έπειτα, ο εναγόμενος δεν προέβη σε οποιοδήποτε δικονομικό μέτρο προς καταστολή της κατ’ ισχυρισμό κατάχρησης, περιοριζόμενος στο να εγείρει το ζήτημα στην υπεράσπιση του κατόπιν σχετικής τροποποίησης της και αφού η υπόθεση είχε οριστεί για ακρόαση. 

Στην υπόθεση Melita Manufacturers Limited v. Chris Joannou Ltd (1996) 1 AAΔ 1238 λέχθηκε από τον Κωνσταντινίδη, Δ, ο οποίος έδωσε την απόφαση του Εφετείου, ότι:

 

«Είναι κατ’ επανάληψη, και πολύ πρόσφατα μάλιστα, που το Ανώτατο Δικαστήριο κατέστειλε με απορριπτικές αποφάσεις ως καταχρηστική την επιδίωξη της ίδιας θεραπείας με ξεχωριστά ένδικα μέσα. (Βλ. Διευθυντής των Φυλακών ν. Αναφορικά με την αίτηση του Τζεννάρο Περέλλα για την έκδοση εντάλματος της φύσεως Habeas Corpus (1995) 1Α.Α.Δ. 217, In Re Beogradska D.D. (1996) 1 Α.Α.Δ. 911). Αυτά όμως με διαπιστωμένη την ταυτότητα του αντικειμένου των δυο διαδικασιών και χωρίς αναφορά σε οτιδήποτε θα μπορούσε να συσχετισθεί προς το κατ’ ουσίαν βάσιμο των θεραπειών που διεκδικούνταν στο πλαίσιό τους. Εδώ δεν προέβησαν οι εφεσείοντες σε οποιοδήποτε δικονομικό διάβημα για παρέμβαση του Δικαστηρίου προς καταστολή κατ’ ισχυρισμόν κατάχρησης της διαδικασίας, ούτε ετέθη τέτοιο θέμα.». 

 

Ο τρίτος λόγος και ο δωδέκατος λόγος έφεσης επίσης κρίνονται αβάσιμοι. Συνακόλουθα, θεωρούμε ότι παρέλκει η εξέταση του τέταρτου λόγου αντέφεσης με τον οποίο προσβάλλεται η ορθότητα της απόφασης του Δικαστηρίου ημερομηνίας 25.4.2012 με την οποία επετράπη η τροποποίηση της υπεράσπισης με την προσθήκη της τρίτης προδικαστικής ένστασης.

 

Ο εναγόμενος εισηγείται με τον τέταρτο λόγο έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε σε αναξιόπιστη και/ή ακροσφαλή μαρτυρία και δη στα Τεκμήρια 41, 42, 43, 44, 45, 46, 47 και 54 (βιντεοταινίες και ψηφιακοί δίσκοι) με αποτέλεσμα τα ευρήματα και η απόφαση του να καταστούν λανθασμένα.

 

Κατά την εισήγηση, η αποδοχή του περιεχομένου των πιο πάνω τεκμηρίων ως αξιόπιστης μαρτυρίας χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία για αυτά, για τον τρόπο βιντεογράφησης των σκηνών και των ηχητικών γεγονότων αλλά και για άλλες λεπτομέρειες που θα έπρεπε να αναζητηθούν και παρά τις επανειλημμένες ενστάσεις του δικηγόρου του εφεσείοντα για την ακρίβεια του εν λόγω υλικού, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε.  Οι εικόνες από τις βιντεοταινίες και ψηφιακούς δίσκους που προβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου στα οποία το πρόσωπο του ενάγοντα είναι κρυμμένο και χωρίς ήχο ή ευκρινή ήχο στο συγκεκριμένο πλάνο, δεν είναι αρκετά για να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι ο ενάγων δεν έκανε τους μορφασμούς ή δεν είπε τα λόγια που του αποδόθηκαν.  Για σκοπούς ακρίβειας σημειώνουμε ότι η κάθε βιντεοταινία και ψηφιακός δίσκος κατατέθηκε ως τεκμήριο αφού καταγράφηκε η δήλωση του συνηγόρου του εναγομένου: «Με κάθε επιφύλαξη ως προς τον ισχυρισμό ότι αυτή είναι η βιντεοταινία που έλαβε ο δικηγόρος από την Lumiere και αφορά το παιχνίδι ΑΠΕΠ – Διγενής…».

 

Το Δικαστήριο στην σελίδα 17 της εκκαλούμενης απόφασης του αναφέρει:

 

«Με δεδομένο ότι έχω απορρίψει την μαρτυρία του Μ.Υ.1 ως αναξιόπιστη ενώ αντίθετα έχω δεχτεί τη μαρτυρία των ενάγοντα και Μ.Ε.2 θεωρώ ασφαλές το συμπέρασμα μου ότι η συμπεριφορά η οποία καταλογίστηκε στον ενάγοντα ουδέποτε έλαβε χώρα. Σημειώνω ότι η επίδικη στιγμή του βίντεο προβλήθηκε στο Δικαστήριο, η συμπεριφορά που αποδίδεται στον ενάγοντα, να κάνει χέρια και να κάνει μορφασμούς δεν στοιχειοθετείται και ουσιαστικά αποτελεί κοινό έδαφος ότι στην επίδικη φάση που υπάρχει στην βιντεοκασέτα και τα dvd δεν φαίνεται ο ενάγοντας να προβαίνει σε οποιαδήποτε συμπεριφορά όπως αυτή που του αποδίδεται.» 

 

(Η υπογράμμιση είναι δική μας).

 

 

Γίνεται αντιληπτό, λοιπόν, ότι το Δικαστήριο δεν στηρίχθηκε στα εν λόγω τεκμήρια για την απόφαση του παρά μόνο στη δια ζώσης μαρτυρία που αποδέχτηκε, της οποίας τα εν λόγω τεκμήρια ήταν επιβεβαιωτικά.  Εν πάση περιπτώσει, οι βιντεοταινίες και οι ψηφιακοί δίσκοι ορθά έγιναν αποδεκτά ως τεκμήρια αφού το περιεχόμενο τους διακριβώθηκε με την προβολή τους στο Δικαστήριο και συνδέθηκε με τον επίδικο αγώνα και τις δηλώσεις που ακολούθησαν, (βλ. Κύπρος Αντωνίου & Υιός Λιμιτεδ v. SIGMA RADIO TV LIMITED, (2004) 1 ΑΑΔ 1592).

 

Είναι κατάλληλο το σημείο να εξετάσουμε τους λόγους έφεσης 5 μέχρι 10 που αφορούν, κυρίως, την ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Προβάλλεται, συγκεκριμένα, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποδέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του ενάγοντα στην οποία στηρίχθηκε (λόγος έφεσης 5), όπως επίσης και των ΜΕ2 και ΜΕ4 (λόγοι έφεσης 6 και 7 αντίστοιχα), ενώ λανθασμένα δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ποδοσφαιριστή Εβάντρο Ρούσσο, όπως αυτή περιλαμβάνεται στα τεκμήρια 11 και 52 τα οποία κατατέθηκαν από τον ενάγοντα και τον ΜΕ3, αντίστοιχα (ένατος λόγος έφεσης) και τη μαρτυρία του ΜΥ1 Σόλωνα Παπαθεοχάρους (δέκατος λόγος έφεσης).  Με τον όγδοο λόγο έφεσης προωθείται η εισήγηση ότι το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο ενάγων παραιτήθηκε από διαιτητής λόγω των δηλώσεων του εναγόμενου είναι λανθασμένο και αντίθετο προς την προσαχθείσα μαρτυρία.

 

Υπενθυμίζουμε την πάγια αρχή ότι, κατά κανόνα, το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι σε καλύτερη θέση να κρίνει και αξιολογήσει τους μάρτυρες τους οποίους έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει και να εξετάσει τη μαρτυρία τους ενώπιον του στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Ζερβού κ.ά ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, (2011) 1 ΑΑΔ 2192 «η εικόνα που αποκομίζει το πρωτόδικο δικαστήριο στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, είναι μοναδική, λόγω της αμεσότητας που υπάρχει μεταξύ του μάρτυρα και του δικαστηρίου, γι’ αυτό και το εφετείο δεν επεμβαίνει εύκολα στην κρίση του».  Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου η αξιολόγηση καταλήγει σε παράλογα συμπεράσματα ή τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει δεχθεί ως αξιόπιστη. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα «δεν περιορίζεται μόνο στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του καθενός μάρτυρα ξεχωριστά. Είναι επιθυμητό η μαρτυρία να συσχετίζεται, να αντιπαραβάλλεται και να διερευνάται με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων, προσέγγιση η οποία επαυξάνει το κύρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου και ενισχύει την πίστη του κοινού στη δικαστική αποστολή» (Στυλιανίδης ν. Χ” Πιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056).

 

Στην Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd  (1998) 1 ΑΑΔ 300 αναφέρθηκε ότι:

«Εναπόκειται στο διάδικο ο οποίος αµφισβητεί τα ευρήµατα του δικαστηρίου που σχετίζονται µε την αξιοπιστία να πείσει το Εφετείο ότι αυτά είναι εσφαλµένα (Βλ. Mylonas and Others v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77Sakellarides v. Papa Savva and Another (1966) 1 C. L.R. 261, 262 και Imam v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208)».

 

 

Για να πεισθεί το Εφετείο να παρέμβει, η εισήγηση ότι η εκτίμηση της αξιοπιστίας είναι εσφαλμένη ή αδικαιολόγητη, πρέπει να υποστηρίζεται με πολύ πειστικά επιχειρήματα, (βλ. Ιωακείμ ν. Iωαννίδη (1991) 1 ΑΑΔ 996 και  Fereos Ltd v. Martin Brothers Tobacco Inc. (1997) 1 Α.Α.Δ. 378). 

 

Ο εναγόμενος υποστηρίζει ότι παρόλο που το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τον ισχυρισμό του ενάγοντα καθώς και των ΜΕ2 και ΜΕ4, ότι τα όσα αποδόθηκαν στον ενάγοντα είναι «προϊόν συνομωσίας, εσκεμμένου πολέμου και ενορχηστρωμένης προσπάθειας καταστροφής του εναγομένου, με το σωματείο Απόλλων Λεμεσού», εντούτοις, λανθασμένα αποδέχθηκε ότι ο ενάγων δεν προέβη στις ενέργειες που του απέδωσε ο εναγόμενος.  Επισημαίνει προς τούτο ότι οι ως άνω ισχυρισμοί του ενάγοντα και των ΜΕ2 και ΜΕ4 που, σύμφωνα με την εισήγηση, δεν πίστεψε το Δικαστήριο, παρουσιάστηκαν από αυτούς ως το κίνητρο για τις επίδικες δηλώσεις του εναγόμενου, τις οποίες το Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ως αναληθείς.

 

Ένα άλλο σημείο το οποίο, κατά τον εναγόμενο, φανερώνει την αναξιοπιστία του ενάγοντα είναι ότι σε δύο ξεχωριστές αγωγές ισχυρίστηκε πως η απόφαση του να παραιτηθεί από διαιτητής οφειλόταν στον εναγόμενο στην κάθε αγωγή, δηλαδή στη μια περίπτωση στο ποδοσφαιρικό σωματείο Απόλλων και στην άλλη στον εναγόμενο, ενώ ανέφερε την ύπαρξη της Αγωγής 5466/2005 για πρώτη φορά κατά την αντεξέταση. Περαιτέρω, στη μαρτυρία του ενάγοντα υπήρξαν αντιφάσεις με τις οποίες το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε όπως, για τις υπόλοιπες παραιτήσεις του από διάφορες θέσεις, για τα γεγονότα μετά το τέλος του επίδικου αγώνα, για το φύλλο αγώνα, για τη σχέση του με τα Τεκμήρια 41-47 και 54 και για τη μεταβολή των αισθημάτων του για το ποδόσφαιρο.  Το Δικαστήριο, όμως, αντιθέτως, προέβη σε διαπίστωση ότι ο ενάγων κατά την αντεξέταση του δεν μετακινήθηκε από τις θέσεις του.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θεώρησε «με βάση την μαρτυρία» (η υπογράμμιση είναι δική μας), ότι είχαν αποδειχτεί οι θέσεις του ενάγοντα για εσκεμμένο πόλεμο που γινόταν  εναντίον του και ότι «ο εναγόμενος συνέχισε την ενορχηστρωμένη προσπάθεια της ομάδας του Απόλλωνα Λεμεσού για να τον καταστρέψει».   Η αδυναμία αξιόπιστης μαρτυρίας να αποδείξει κάποιο ισχυρισμό δεν καθιστά την αξιολόγηση της μαρτυρίας πλημμελή ή μεμπτή.  Εν προκειμένω, το Δικαστήριο, εξετάζοντας κατά πόσο ο ενάγων απέδειξε την ύπαρξη κακοβουλίας από πλευράς του εναγόμενου, προϋπόθεση, όπως ανέφερε, για την επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων τις οποίες ο ενάγων αξίωνε με την αγωγή του, επισήμανε, ορθά - αφού δεν θεώρησε ότι είχαν αποδειχθεί οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί του ενάγοντα - ότι η αποτυχία της υπεράσπισης του έντιμου σχολίου δεν ήταν αρκετή για να στοιχειοθετηθεί κακοβουλία. Θα επανέλθουμε στο θέμα της κακοβουλίας κατά την εξέταση της αντέφεσης.

 

Όσον αφορά την εισήγηση στο περίγραμμα αγόρευσης των συνηγόρων του εναγόμενου, αναφορικά με τον προβαλλόμενο λόγο παραίτησης του ενάγοντα στην κάθε μια από τις δύο αγωγές που καταχώρισε, θεωρούμε ότι τα πράγματα δεν έχουν όπως εισηγείται ο εναγόμενος. Για σκοπούς ακρίβειας παραθέτουμε αυτούσια τη δικογραφημένη θέση του ενάγοντα στην παράγραφο 16 της έκθεσης απαίτησης του, στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρει, σημειώνοντας ταυτόχρονα ότι η μαρτυρία του ενάγοντα ήταν πάνω στις ίδιες γραμμές:

 

«Είναι ο ισχυρισμός του Ενάγοντα ότι οι ανωτέρω περιγραφόμενες δηλώσεις και στάση του Εναγομένου και τα δυσφημιστικά δημοσιεύματα, αποτέλεσαν τον καθοριστικό παράγοντα, σε συνδυασμό με προγενέστερες μεμπτές ενέργειες εταιρείας η οποία διαχειρίζεται το ποδοσφαιρικό τμήμα άλλης ομάδας, για τις οποίες καταχώρησε εναντίον της την αγωγή με αρ.5466/2005 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού…να μεταβάλει οριστικά τα αισθήματά και/ή την αγάπη του για το ποδόσφαιρο και/ή την διαιτησία και να αναγκαστεί να δώσει την παραίτησή του από διαιτητής στις 21/11/2005…».

 

 

Προκύπτει δε από την απόφαση του Δικαστηρίου στην αγωγή 5466/2005 (Τεκμήριο 63) ότι και εκεί ο ενάγων διατεινόταν «ότι αναγκάσθηκε στις 21.11.05 να παραιτηθεί από διαιτητής συνεπεία…των δυσφημιστικών δημοσιευμάτων από τους Ενάγοντες (sic) και τη δυσφήμιση από Πρόεδρο τρίτης ομάδας», (η υπογράμμιση είναι δική μας).

 

Ανατρέξαμε και στα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας προκειμένου να εξετάσουμε τη δοθείσα μαρτυρία, υπό το φως της θέσης του εναγόμενου στο περίγραμμα αγόρευσης του για συγκεκριμένες αντιφάσεις στη μαρτυρία του ενάγοντα, τις οποίες, όμως ο εναγόμενος δεν προσδιόρισε με αναφορά στα πρακτικά όπως όφειλε. Δεν διαπιστώσαμε τέτοιες αντιφάσεις, αλλά ούτε οτιδήποτε άλλο στα όσα παράπεμψε ο συνήγορος του εναγόμενου κατά την προφορική αγόρευση του ενώπιον μας, το οποίο να πλήττει καίρια την αξιοπιστία του ενάγοντα.

     

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παράθεσε εκτενείς και ικανοποιητικούς λόγους γιατί θεώρησε ότι ο ενάγων ήταν μάρτυρας της αλήθειας.  Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε που να δικαιολογεί παρέμβαση του Εφετείου στις διαπιστώσεις του αναφορικά με την αξιοπιστία του.

 

Το ίδιο ισχύει και για τη μαρτυρία των ΜΕ2 και ΜΕ4, στους οποίους ο εναγόμενος, πέραν των όσων έχουν ήδη καταγραφεί και απασχολήσει ανωτέρω, επίσης καταλογίζει αντιφάσεις στη μαρτυρία τους.  Όπως και στην περίπτωση του ενάγοντα, πρόκειται για γενική τοποθέτηση, με περιγραφή του αντικειμένου των κατ’ ισχυρισμό αντιφάσεων, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζονται οι αντιφάσεις είτε με αναφορά στο περιεχόμενο τους είτε με παραπομπή στις σχετικές σελίδες των πρακτικών.   

 

Όσον αφορά το παράπονο του εναγόμενου ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν αποδέχτηκε τη μαρτυρία του ποδοσφαιριστή Εβάντρο Ρούσο (9ος λόγος έφεσης), σημειώνουμε ότι αυτός δεν παρουσιάστηκε για να δώσει μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, ούτε κατατέθηκε οποιαδήποτε κατάθεση του ως μαρτυρία για τους σκοπούς της δίκης.  Το Τεκμήριο 52, αντίγραφο του οποίου είναι το Τεκμήριο 11, στα οποία παρέπεμψε ο συνήγορος του εναγόμενου, χαρακτηρίζοντας τα ως «κατάθεση» του Εβάντρο Ρούσο, είναι το πόρισμα του ερευνώντα λειτουργού ΜΕ3 για το επίδικο επεισόδιο, στο οποίο επισυνάπτεται αριθμός εγγράφων τα οποία ο ΜΕ3 αποκάλεσε ως «καταθέσεις» των διαφόρων μαρτύρων που ζήτησε να ληφθούν, περιλαμβανομένων των ανυπόγραφων καταθέσεων του προαναφερόμενου ποδοσφαιριστή (στα Αγγλικά) και του εναγόμενου.  Το Τεκμήριο 52 ασφαλώς δεν συνιστούσε κατάθεση του εν λόγω ποδοσφαιριστή για τους σκοπούς της ακροαματικής διαδικασίας της αγωγής, ούτε κατατέθηκε για την αλήθεια των καταθέσεων που περιλαμβάνονται σε αυτό. Ο ένατος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.

 

 Με τον δέκατο λόγο έφεσης προωθείται η εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο περιορίστηκε αποκλειστικά στη συμπεριφορά του ΜΥ1 και όχι στο περιεχόμενο της μαρτυρίας του για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν έδωσε καλή εντύπωση στο Δικαστήριο με αποτέλεσμα η μαρτυρία του να μην μπορεί να γίνει αποδεκτή, πράγμα ανεπίτρεπτο από τη νομολογία. Κατά τον εναγόμενο, το Δικαστήριο απέφυγε να αναφερθεί έστω και σε μία από «τις πολλές αντιφάσεις» στις οποίες υπέπεσε ο μάρτυρας, ενώ σύμφωνα με τη νομολογία χρειάζεται προσοχή στη βαρύτητα που προσδίδεται στη συμπεριφορά του στο εδώλιο[1]. Κρίνεται και αυτό το παράπονο του εναγόμενου αβάσιμο.  Το Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία του ΜΥ1 κατέγραψε ότι συμπεριφερόταν «πολύ αφύσικα και με πολύ μεγάλη αμηχανία», σημειώνοντας ταυτόχρονα πως η συμπεριφορά του μάρτυρα δεν ήταν αυτή ενός μάρτυρα ο οποίος παρουσιαζόμενος για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου μπορεί να νιώθει φόβο ή αμηχανία για τη διαδικασία, αλλά γιατί δεν έλεγε την αλήθεια.  Θέση την οποία επεξήγησε.  Παραθέτουμε το ακόλουθο απόσπασμα από το σκεπτικό του Δικαστηρίου, αφού επισήμανε πρώτα πως ο μάρτυρας ισχυρίστηκε ότι ήταν αυτόπτης μάρτυρας του επίδικου επεισοδίου:

 

«…όταν του ζητήθηκε να δείξει ακριβώς τι είδε και να πει τι άκουσε γελούσε με περίεργο τρόπο και προσπαθούσε να αποφύγει, καταφανώς όχι από αβρότητα προς το Δικαστήριο, να κάνει την συγκεκριμένη χειρονομία.  Είπε ότι είδε τον ενάγοντα να κουνά τα χέρια και το κεφάλι του προς τον Εβάντρο Ρούσο και τον άκουσε να του λέει “shut up Blacky”, δέχτηκε όμως ότι ο ίδιος εκείνη τη στιγμή ερχόταν από τον πάγκο όπου καθόταν προς το μέρος του ενάγοντα από απέναντι αλλά πολύ πιο κοντά στον ενάγοντα από τον ίδιο ήταν οι επόπτες του αγώνα.  Από το σημείο που ερχόταν έβλεπε την πλαϊνή όψη του Εβάντρο Ρούσο και την πλαϊνή όψη του ενάγοντα».

 

Με βάση τη μαρτυρία θεωρούμενη στο σύνολό της,  κρίνουμε ότι ήταν εύλογα επιτρεπτό στο Δικαστήριο, να καταλήξει στα ευρήματα στα οποία κατέληξε αναφορικά με την αξιοπιστία του  ΜΥ1 και δεν δικαιολογείται η επέμβασή μας, (βλ. Λαζούρας ν. Σεργίου (1999) 1 A.A.Δ. 500).

 

Είναι βολικό να εξετάσουμε στο σημείο αυτό τον όγδοο λόγο έφεσης, με τον οποίο προσβάλλεται ως λανθασμένο και αντίθετο προς την προσαχθείσα μαρτυρία, το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο ενάγων παραιτήθηκε από διαιτητής λόγω των δηλώσεων του εναγόμενου, ως έχει ήδη αναφερθεί.

 

Μελετήσαμε με προσοχή την επιχειρηματολογία των συνηγόρων του εναγόμενου, καθώς και τη μαρτυρία στην οποία μας παρέπεμψαν.  Θεωρούμε ότι δεν έχουν καταδειχθεί λόγοι που να δικαιολογούν επέμβαση μας στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο έστρεψε ειδικά την προσοχή του στο ερώτημα κατά πόσο η απόφαση του ενάγοντα να παραιτηθεί από διαιτητής ήταν άμεσα συνυφασμένη και αποτέλεσμα της δυσφήμισης του από τον εναγόμενο. Δίνοντας καταφατική απάντηση στο ερώτημα,  σημείωσε την αμετάβλητη θέση του ενάγοντα, παρά την αντεξέταση του, ότι «οι δηλώσεις και η στάση του εναγόμενου και τα δυσφημιστικά δημοσιεύματα και οι συνέπειες τους…αποτέλεσαν τον καθοριστικό παράγοντα» να μεταβάλει οριστικά τα αισθήματα και την αγάπη του για το ποδόσφαιρο και τη διαιτησία και να αναγκαστεί να δώσει την παραίτηση του.  Ταυτόχρονα σημείωσε και τη χρονική εγγύτητα της παραίτησης με τις δηλώσεις, ότι ήταν σχεδόν αμέσως μετά τον επίδικο αγώνα. Το Δικαστήριο δεν παρέλειψε να στρέψει την προσοχή του και στο γεγονός ότι ο ενάγων είχε διαπράξει διαιτητικό σφάλμα σε προηγούμενο αγώνα - γεγονός το οποίο επικαλείται ο εναγόμενος προς υποστήριξη της εισήγησης του - για το οποίο του επιβλήθηκε ποινή αποκλεισμού από τέσσερεις αγωνιστικές.  Έκρινε, ωστόσο, ότι δεν μπορούσε να συνδεθεί η απόφαση του ενάγοντα για παραίτηση με την πιο πάνω ποινή, εφόσον ο ίδιος δήλωσε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι συμφωνούσε με την απόφαση της ΚΟΠ και δεν θεωρούσε την ποινή άδικη.  Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε και αιτιολόγησε επαρκώς τα συμπεράσματα του αναφορικά με το υπό εξέταση θέμα. Συνακόλουθα ο όγδοος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

Ο εναγόμενος, ο οποίος δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας της συμπεριφοράς του ενάγοντα, θεωρεί πως δεν ευθύνεται για την όποιαν έκταση δόθηκε στο όλο θέμα από τρίτους, οι οποίοι προέβηκαν στη μετάδοση των δηλώσεων του, εναντίον των οποίων ο ενάγων επέλεξε να μην στραφεί δικαστικά. Στη βάση αυτή υποστηρίζει ότι το ποσό των γενικών αποζημιώσεων  ύψους €20.000 που του επιδίκασε το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι πάρα πολύ ψηλό και δεν δικαιολογείται από τα όσα έλαβε και/ή έπρεπε να λάβει υπόψη το Δικαστήριο (ενδέκατος λόγος έφεσης). 

 

Ο ενάγων θεωρεί ότι το Δικαστήριο άντλησε ορθή καθοδήγηση από τη νομολογία αλλά εσφαλμένα δεν του επιδίκασε πρόσθετο ποσό αποζημιώσεων για την κακή πίστη που είχε επιδείξει ο εναγόμενος, ο οποίος βάρυνε τη θέση του με τη γενικότερη στάση που είχε τηρήσει στη διαδικασία, ζήτημα το οποίο εξετάζουμε στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου αντέφεσης. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο όντως καθοδηγήθηκε σωστά ως προς τους παράγοντες που, σύμφωνα με τη νομολογία, επηρεάζουν το ύψος των γενικών αποζημιώσεων, (βλ. Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ ν. Νικολάου (1993) 1 ΑΑΔ 285, Ηνωμένοι Δημοσιογράφοι Δίας Λτδ κ.ά. ν. Ναθαναήλ (1993) 1 ΑΑΔ 893 και Εταιρεία Δημοσιογραφική Χ.Λ.Σ. Λτδ κ.ά ν. Φιλίππου (Φαλκονέττι) (1998) 1 ΑΑΔ 958).  Διέκρινε στη νομολογία, αυξητική τάση στην επιδίκαση αποζημιώσεων σε υποθέσεις δυσφήμισης, καταλήγοντας με το ακόλουθο σκεπτικό ότι το ποσό των €20.000 ήταν δίκαιη και εύλογη αποζημίωση για τον ενάγοντα:

 

«Στην παρούσα περίπτωση έχοντας υπόψη μου την έκταση που έλαβε η δυσφήμιση σε ότι αφορά τον ενάγοντα, προβολή των δηλώσεων του εναγόμενου από την τηλεόραση, αναμετάδοση τους από το ραδιόφωνο και άρθρα σε όλα τα αθλητικά έντυπα εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας στην Κυπριακή Δημοκρατία σε συνδυασμό με τα όσα καταλογίστηκαν στον ενάγοντα δηλαδή ρατσιστική συμπεριφορά, υπέρ των φυλετικών διακρίσεων και συνεπώς μη αμεροληψία στη διεκπεραίωση του έργου του ως αμερόληπτου διαιτητή  έχω τη θέση ότι ένα ποσό της τάξης των €20.000 είναι δίκαιο και εύλογο ως αποζημίωση του ενάγοντα».

 

Ο ρόλος του Εφετείου, σε υποθέσεις επιδίκασης αποζημιώσεων για δυσφήμιση, όπως αναφέρεται στην υπόθεση Χατζηπαναγιώτου ν. Δρουσιώτη κ.α. (2009) 1 ΑΑΔ 1321:

 

«… περιορίζεται ουσιαστικά στην εξέταση του θέματος του κατά πόσον το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε εύλογα κατά την επιδίκαση τέτοιας αποζημίωσης έτσι ώστε να αποζημιώνεται ο ενάγων και να αποκαθίσταται η φήμη του. Οι γενικές αποζημιώσεις στην περίπτωση της δυσφήμισης, είναι πρωταρχικά ζήτημα εντυπώσεως του πρωτοδίκου δικαστηρίου και το Εφετείο δεν επεμβαίνει εύκολα ανατρέποντας την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου, εκτός αν διαπιστώσει κάποιο λάθος. Το Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου παρέχει εξουσία στο Εφετείο να αντικαθιστά τη λανθασμένη επιδίκαση αποζημιώσεων με την ορθή επιδίκαση τέτοιων αποζημιώσεων και με αυτόν τον τρόπο να μην είναι απαραίτητη η επανεκδίκαση της υπόθεσης.» 

 

Η γενικότητα, αοριστία και με διαζευκτικούς όρους διατυπωμένη  θέση του εναγόμενου,  ότι το επιδικασθέν υπέρ του ενάγοντα ποσό «δεν δικαιολογείται από τα όσα έλαβε και/ή έπρεπε να λάβει υπόψιν του το Δικαστήριο» δεν επιτρέπει την εξέτασή της.  Το γεγονός δε ότι ο ενάγων δεν στράφηκε εναντίον τρίτων προσώπων, ουδόλως επηρεάζει το ύψος των επιδικασθέντων αποζημιώσεων το οποίο καθορίστηκε από το Δικαστήριο στη βάση των σχετικών νομολογιακών αρχων.  Δεν μας πείθει η θέση του εναγόμενου στο περίγραμμα αγόρευσης του, ότι έχοντας πληροφορηθεί πως ο ενάγων είχε επιδείξει ρατσιστική συμπεριφορά εναντίον ποδοσφαιριστή της ομάδας του, ήταν αναμενόμενο να αναφέρει το γεγονός στους δημοσιογράφους που βρίσκονταν στο χώρο κατά τον ουσιώδη χρόνο. 

 

Γενεσιουργός αιτία των δημοσιευμάτων ήταν οι δηλώσεις του εναγόμενου.  Στους βασικούς σκοπούς της δημοσιογραφίας είναι η συλλογή πληροφοριών και ειδήσεων και η μετάδοση τους στους πολίτες.  Ήταν αναμενόμενο, επομένως, ότι ο εναγόμενος έχοντας προβεί σε δηλώσεις σε δημοσιογράφους, αυτές θα προβάλλονταν και αναμεταδίδονταν, μέσω τηλεοράσεως και ραδιοφώνου και στην έντυπη δημοσιογραφία. Εύλογα μπορεί να θεωρηθεί ότι σε αυτό στόχευαν οι δηλώσεις του εναγόμενου.  Σημειώνουμε, παρενθετικά, τη δικογραφημένη του θέση ότι αναμετάδωσε γεγονότα που έγιναν για να ενημερωθεί το ποδοσφαιρόφιλο κοινό για την απαράδεκτη ρατσιστική συμπεριφορά του ενάγοντα.  Εν πάση περιπτώσει, η επιδικασθείσα αποζημίωση υπό τις περιβάλλουσες συνθήκες, δεν εκφεύγει του ορίου της εύλογης αποζημίωσης. Σημειώνουμε, ιδιαίτερα, ότι τα δημοσιεύματα αμφισβητούσαν, ουσιαστικά, την αμεροληψία και ακεραιότητα του ενάγοντα και την όλη αξιοπρέπεια και υπόληψη του ως ανθρώπου και διαιτητή της ΚΟΠ και της FIFA, στη βάση γεγονότων που ουδέποτε έλαβαν χώρα.  Όπως επιβεβαιώθηκε στην υπόθεση Ηνωμένοι Δημοσιογράφοι Δία Λτδ κ. ά ν Ναθαναήλ (ανωτέρω), ο τραυματισμός της υπόληψης του πολίτη ως ανεξάρτητης και αυτοτελούς ανθρώπινης ύπαρξης επιφέρει ανάλογη αποκατάσταση υπό μορφή αποζημιώσεων. Δεν παραβλέπουμε ότι ο εναγόμενος υποστηρίζει στο περίγραμμα αγόρευσης του ότι ο ενάγων απέτυχε να προσαγάγει μαρτυρία για την έκταση της δημοσίευσης των δηλώσεων του εναγόμενου και την ακροαματικότητα των ραδιοσταθμών κατά την ώρα εκείνη.  Η έκταση της δημοσίευσης είναι παράγοντας σχετικός στον καθορισμό των αποζημιώσεων, (βλ. Χατζηπαναγιώτου ν Δρουσιώτη κ.ά (2009) 1 ΑΑΔ 1321, στην οποία παράπεμψε ο εναγόμενος).  Ωστόσο, το ζήτημα αυτό δεν προβάλλεται στην αιτιολογία του λόγου έφεσης, ούτε προσβάλλεται το εύρημα του Δικαστηρίου που παραθέσαμε  ανωτέρω, για την έκταση που έλαβε η δυσφήμιση, μεταξύ άλλων «σε όλα τα αθλητικά έντυπα εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας στην Κυπριακή Δημοκρατία», ώστε να δικαιολογείται η εξέταση του ζητήματος. 

 

Ο εναγόμενος εισηγείται με τον δέκατο τρίτο λόγο έφεσης ότι η επιδίκαση τόκου επί των γενικών αποζημιώσεων έπρεπε να ήταν από τις 7.11.2006, ημερομηνία καταχώρισης της έκθεσης απαίτησης, και όχι από τις 9.2.2006 ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής.  Θεωρεί άδικο, λόγω της καθυστέρησης στην  προώθηση της υπόθεσης από μέρος του ενάγοντα, να επιβαρυνθεί ο ίδιος με την επιβολή επιπλέον τόκου.

 

Ο ενάγων από την άλλη θεωρεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια και έλαβε υπόψη τις σχετικές με το θέμα αρχές, τις οποίες εφάρμοσε στα γεγονότα της υπόθεσης.

 

Το άρθρο 33 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/1960, στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρει, προνοεί ότι κάθε απόφαση φέρει τόκο:

 

«…από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής ή εν σχέσει με εκκρεμούσες αγωγές, από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Δικαστηρίων (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2008, μέχρι τελικής αποπληρωμής του χρέους:

Νοείται ότι το ∆ικαστήριο δύναται, όταν συντρέχουν λόγοι, να επιδικάσει τόκο-

(α) Σε ολόκληρο το επιδικαζόµενο µε την απόφαση ποσό, για µέρος µόνο της περιόδου µεταξύ της ηµεροµηνίας καταχώρησης της αγωγής και της ηµεροµηνίας έκδοσης της απόφασης ·ή

(β) σε µέρος µόνο του επιδικαζόµενου µε την απόφαση ποσού, για ολόκληρη ή µέρος µόνο της περιόδου µεταξύ της ηµεροµηνίας καταχώρησης της αγωγής και της ηµεροµηνίας έκδοσης της απόφασης:…»

 

 

Είναι γεγονός ότι υπήρξε καθυστέρηση από τον ενάγοντα στην προώθηση της αγωγής, ο οποίος καταχώρισε την έκθεση απαίτησης εννέα μήνες μετά την καταχώριση του γενικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος, χωρίς να εντοπίζουμε στο υλικό που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο οποιαδήποτε εξήγηση. Στην υπόθεση Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 ΑΑΔ 475 στην οποία τέθηκαν οι κατευθυντήριες γραμμές ως προς τον τρόπο επιδίκασης τόκου, λέχθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με την καθυστέρηση στην προώθηση της αγωγής:

«Στις περιπτώσεις που παρατηρείται αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην προώθηση της αγωγής θα ήταν λανθασμένο να επιδικάζεται τόκος χωρίς να ληφθεί υπόψη η καθυστέρηση αυτή. Για όσο χρόνο διαρκεί η αδικαιολόγητη καθυστέρηση ο ενάγων στερείται τα χρήματα στα οποία δικαιούται από δικό του σφάλμα. (Birkett vHayes and Another [1982] 2 All E.R. 710 και Spittole vBunney [1988] 3 All E.R. 1031.)»

 

Το Δικαστήριο δεν έστρεψε την προσοχή του στον παράγοντα της καθυστέρησης από πλευράς του ενάγοντα ως όφειλε και να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια έτσι ώστε η έναρξη καταβολής τόκου να αντικατοπτρίζει το στοιχείο αυτό.

 

Η θέση δε του εναγόμενου ότι ο τόκος επί των ειδικών αποζημιώσεων, για απώλεια των εισοδημάτων που θα λάμβανε από τη διαιτησία αγώνων της ΚΟΠ, έπρεπε να αρχίζει από τις ημερομηνίες που τα σχετικά ποσά θα ήταν πληρωτέα από την ΚΟΠ στον ενάγοντα, η οποία προωθείται με τον δέκατο τέταρτο λόγο έφεσης, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Ισχύουν και εδώ τα όσα αναφέραμε αμέσως πιο πάνω. Ως εκ τούτου, κρίνουμε ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την ημερομηνία έναρξης της καταβολής τόκου ήταν εσφαλμένη και ο τόκος επί των ειδικών αποζημιώσεων έπρεπε να αρχίζει από την ημερομηνία καταχώρισης της έκθεσης απαίτησης, όταν καθορίστηκαν και οι λεπτομέρειες των αξιούμενων με την αγωγή αποζημιώσεων.

Συνακόλουθα, ο δέκατος τρίτος και ο δέκατος τέταρτος λόγος έφεσης επιτυγχάνουν.

 

Με τον δέκατο πέμπτο λόγο έφεσης αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο παράλειψη καθορισμού της ορθής κλίμακας εξόδων, δηλαδή €10.000-€50.000 επί της οποίας ο Πρωτοκολλητής θα πρέπει να υπολογίσει τα έξοδα της αγωγής.  Ως αποτέλεσμα, υπάρχει, κατά τον εναγόμενο,  αμφιβολία αν η ορθή κλίμακα είναι €100.000-€500.000 που φαίνεται να είναι η κλίμακα της αγωγής ή €10.000-€50.000 που είναι η κλίμακα εντός της οποίας εμπίπτουν τα ποσά που το Δικαστήριο επιδίκασε τελικά ως αποζημιώσεις και η οποία και τον εναγόμενο είναι η ορθή. Ο ενάγων καταχώρισε το κλητήριο ένταλμα αναγράφοντας επί τούτου κλίμακα αγωγής μεταξύ ΛΚ25.000 και ΛΚ50.000, η οποία αναγράφηκε και στην έκθεση απαίτησης που καταχωρίστηκε μεταγενέστερα. 

 

Η αναγραφή του ποσού της επίδικης διαφοράς, όπως εξηγείται στη νομολογία, είναι απαραίτητη για δύο λόγους.  Για να προσδιορίσει τη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22 του Ν. 14/60, όπως τροποποιήθηκε και για την είσπραξη των δικαστικών τελών, (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Ανδρέα Χριστοφόρου (2000) 1 ΑΑΔ 1041). Δεν αποτελεί, όμως, συστατικό στοιχείο της απαίτησης. Όπως διασαφηνίστηκε στη Βασιλειάδης κ.ά. ν. Πετρολίνα Λτδ (1994) 1 ΑΑΔ. 16:

 

«Η κλίμακα της αγωγής δεν αποτελεί μέρος της γραπτής πρότασης αλλά συνέπειά της. (Βλ. Thoma v. Chambou (1986) 1 C.L.R. 68).»

 

 

Ο ενάγων παρατηρεί, ορθά, ότι με τον υπό εξέταση λόγο έφεσης, όπως έχει διατυπωθεί, δεν προσβάλλεται συγκεκριμένο εύρημα του Δικαστηρίου. Παρατηρούμε συναφώς ότι το Δικαστήριο, επιδικάζοντας τα έξοδα υπέρ του ενάγοντα, διέταξε όπως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, ωστόσο ο εναγόμενος δεν προσβάλλει οποιαδήποτε απόφαση έγκρισης του υπολογισμού των εξόδων από το Δικαστήριο. Ούτε έχουμε ικανοποιηθεί ότι ο μη καθορισμός από το Δικαστήριο της κλίμακας υπολογισμού των εξόδων της αγωγής συνιστά σφάλμα, το οποίο μάλιστα θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο έφεσης.   Για τους πιο πάνω λόγους θεωρούμε ότι ο 15ος  λόγος έφεσης δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη.

 

Η κλίμακα της αγωγής απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο και σε άλλο πλαίσιο.  Στις 21.2.2012, που ήταν ορισμένη για ακρόαση αίτηση του ενάγοντα για έκδοση διατάγματος αντεξέτασης της ενόρκως δηλούσας σε αίτηση του εναγόμενου για τροποποίηση της υπεράσπισης του, η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, Επαρχιακός Δικαστής τότε, έθιξε το θέμα της κλίμακας της αγωγής που αναγραφόταν σε αμφότερες τις αιτήσεις, τροποποίησης και αντεξέτασης, ήτοι €100.000-€500.000, ενώ η αγωγή καταχωρίστηκε στην κλίμακα ΛΚ25.000-ΛΚ50.000. Θέση των συνηγόρων των διαδίκων ήταν ότι εκ λάθους αναγράφηκε η κλίμακα €100.000-€500.000 και ότι η ορθή κλίμακα ήταν μέχρι €100.000, δηλαδή η αγωγή ήταν δικαιοδοσίας Επαρχιακού Δικαστή. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο άκουσε τις δύο αιτήσεις και εξέδωσε στην κάθε μια την απόφασή του.

 

Μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας της αγωγής με την κατάθεση του ενάγοντα (ΜΕ1) και πριν συμπληρωθεί η κυρίως εξέτασή του, το Δικαστήριο έθεσε εκ νέου το θέμα της κλίμακας της αγωγής, δεδομένου ότι ο ενάγων με την αγωγή του αξίωνε ειδικές αποζημιώσεις ύψους €90.282.   Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την δήλωση επιθυμίας εκ μέρους του ενάγοντα απόσυρσης μέρους της απαίτησης του για ειδικές αποζημιώσεις, ώστε οι εναπομένουσες αξιώσεις να είναι εντός της κλίμακας του Επαρχιακού Δικαστή.   Αντίθετη ήταν η θέση του συνηγόρου του εναγόμενου ο οποίος υποστήριξε ότι η μέχρι τότε διαδικασία ήταν άκυρη, στερούμενη νομιμότητας, αφού είχε ξεκινήσει ενώπιον Δικαστή που δεν είχε αρμοδιότητα. 

 

Με ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 1.11.2012, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι είχε αρμοδιότητα να επιληφθεί της αγωγής επί τη βάση των δικογράφων, από το πρώτο στάδιο που της επιλήφθηκε, απόφαση η οποία προσβάλλεται με τον δέκατο έκτο λόγο έφεσης ως εσφαλμένη.  Κατά τον εναγόμενο, το Δικαστήριο τουλάχιστον για περίοδο έξι ετών επιλαμβανόταν της αγωγής εκτός των πλαισίων της καθ’ ύλην δικαιοδοσίας του, εκδίδοντας και δύο ενδιάμεσες αποφάσεις κατά την εξέταση των οποίων υπεισήλθε στην ουσία της αγωγής.

 

Το άρθρο 22 του Ν.14/1960 θέτει ως παρονομαστή για την καθ’ ύλη δικαιοδοσία Δικαστή Επαρχιακού Δικαστηρίου, «vα ακoύει και vα απoφασίζει»  μιαν αγωγή, «το αμφισβητούμενο ποσό ή την αξία της επιδίκου διαφοράς».  Εν προκειμένω, όπως εύστοχα παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι δικογραφημένες ειδικές αποζημιώσεις ήταν της τάξεως των €90.282, δηλαδή εντός της δικαιοδοσίας Επαρχιακού Δικαστή.  Παρέμενε δε άγνωστο «εάν ο Ενάγων επιτύχει πρώτα απ’ όλα στην αγωγή του, κατά δεύτερο λόγο στην επιδίκαση ειδικών και ή τιμωρητικών και/ή γενικών αποζημιώσεων και το τυχόν ύψος τους».  Προς τούτο υπήρχε η δήλωση των συνηγόρων των διαδίκων κατά το προηγούμενο στάδιο της επιδίκασης των ενδιάμεσων αιτήσεων ότι η κλίμακα ήταν μέχρι €100.000, η οποία στην περίπτωση του ενάγοντα καθόριζε και το ανώτατο ύψος της απαίτησης του. Οι επιμέρους δε πτυχές της αξίωσης του ενάγοντα ξεκαθάρισαν με δήλωση του συνηγόρου του στις 25.10.2012 ότι θεωρούσε τη διεκδίκηση κονδυλίου για γενικές και/ή παραδειγματικές και/ή τιμωρητικές αποζημιώσεις ως πολύ ισχυρή και με τη μείωση στη συνέχεια της απαίτησης του ενάγοντα για ειδικές αποζημιώσεις κατά €44.422.  Ο 16ος λόγος κρίνεται αβάσιμος.

 

Με τον δέκατο έβδομο λόγο έφεσης, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την υπεράσπιση της αλήθειας καθότι, από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, προκύπτει η αλήθεια των δηλώσεων του ιδίου, χωρίς να απαιτείται να αποδειχθεί η αλήθεια κάθε λεπτομέρειας. Ο εναγόμενος υποστηρίζει στο περίγραμμα αγόρευσης του ότι, οι δημοσιοποιηθείσες καταγγελίες εις βάρος του ενάγοντα ως διαιτητή, «ανταποκρίνονταν πλήρως προς την πραγματικότητα και δεν έχει σημασία πώς ακριβώς έγιναν αυτοί οι μορφασμοί, αν ήταν μορφασμοί πιθήκου, πόσο έξω έβγαλε ή πώς ακριβώς χειρίστηκε τη γλώσσα του ο Ενάγων και πώς ακριβώς ελέχθη η φράση «shut up blacky» και εάν υπήρχαν και άλλες λέξεις που την συνόδευαν ή όχι». 

 

Το Δικαστήριο έκρινε ότι από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, τόσο το οπτικοακουστικό υλικό αλλά και από τη δια ζώσης μαρτυρία που δόθηκε από τα πρόσωπα που ήταν παρόντα στη σκηνή, δεν προέκυπτε ότι το δυσφημιστικό δημοσίευμα για το οποίο έγινε η αγωγή ήταν αληθές, αφού ο ενάγων «ουδέποτε προέβηκε είτε σε χειρονομίες είτε μορφασμούς είτε σε σχόλια ρατσιστικού περιεχομένου» προς τον ποδοσφαιριστή Εβάντρο Ρούσο.   Με βάση τη μαρτυρία που αποδέχτηκε το Δικαστήριο, ο υπό εξέταση λόγος  έφεσης δεν έχει περιθώρια επιτυχίας.

 

Απέτυχε, πρωτόδικα, και η υπεράσπιση του έντιμου σχολίου, θεωρώντας το Δικαστήριο ότι οι δηλώσεις του εναγόμενου επρόκειτο για αναπαραγωγή γεγονότων που κατ’ ισχυρισμό έλαβαν χώρα. Ο εναγόμενος ισχυρίζεται με τον δέκατο όγδοο λόγο έφεσης ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την υπεράσπιση του έντιμου σχολίου, διότι, όπως εξηγείται στην αιτιολογία του λόγου, ο εναγόμενος, πέραν από την αναπαραγωγή γεγονότων που έλαβαν χώρα, προέβη και σε έκφραση γνώμης και σχολίων, δεδομένου ότι η δήλωση απτόταν ζητήματος δημοσίου συμφέροντος και το σχόλιο ήταν έντιμο και όχι κακόπιστο.  Θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε τα επίδικα δημοσιεύματα.  Ακολουθώντας το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα παραθέτουμε όπως παρατίθενται στην έκθεση απαίτησης:

 

«"6. Παρατίθεται κατωτέρω αυτούσιο το κείμενο των δηλώσεων του Εναγόμενου σε συνέντευξη προς τον ραδιοφωνικό σταθμό Super Sport στις 12/11/2005, με αποκοπές των ερωτήσεων και/ή δηλώσεων του παρουσιαστή της εκπομπής και/ή άλλων προσώπων:

 

"Θα μου επιτρέψετε να μην σχολιάσω ο,τιδήποτε για τον αγώνα, τώρα βρισκόμαστε μαζί με τον δικηγόρο της ομάδας και περιμένουμε, Ποδοσφαιριστής δικός μας ο οποίος τυγχάνει να μην είναι άσπρος ο οποίος δέχτηκε ρατσιστικά σχόλια από τον διαιτητή μετά το τέλος του αγώνα, χειρονομίες με το στόμα του και τα χέρια του τα οποία τώρα βιαζόμαστε να πάμε να καταγγείλουμε στην αστυνομία. Ευχαριστούμε τον κύριο Θεοδότου, στο εξωτερικό γίνονται διαδηλώσεις ξοδεύονται πάρα πολλά λεφτά για θέματα εναντίον του ρατσισμού και καλωσορίσατε στην Κύπρο του 21ου αιώνα, την Ευρωπαϊκή Κύπρο όπου έχουμε διαιτητές που προβαίνουν σε ρατσιστικά σχόλια και ρατσιστικές χειρονομίες. Μόνο τούτο έχω να πω διότι έχουμε να κάνουμε και την καταγγελία. Ευχαριστώ πολύ."

 

Περαιτέρω, στις 12/11/05 μετά το τέλος του αγώνα, σε παρέμβαση του super sport fm αργά το απόγευμα και σε επανάληψη την Δευτέρα στις 14/11/05 περί τις 9.30 και 9.46 δήλωσε τα ακόλουθα:

 

"Οποιεσδήποτε δηλώσεις κάνει με ή χωρίς μαρτυρία ευχαριστούμε τον Θεό διότι υπάρχουν πολλοί μάρτυρες εκεί που είδαν τα κεκτημένα συμπεριλαμβανομένου και ποδοσφαιριστών της ομάδας μας. Πρέπει να είναι λίγο πιο προσεκτικός και τι με εκπλήττει πραγματικά είναι ότι μετά που έγιναν οι πρώτες δηλώσεις στο ραδιόφωνο, διότι και εμείς τότε το πληροφορηθήκαμε το συμβάν σαν Διοικητικό Συμβούλιο και συγκεκριμένα ο κ. Κωνσταντίνου, ο Νομικός μας Σύμβουλος, είχε απογοητευτεί πάρα πολύ με αυτή την συμπεριφορά διότι και η γυναίκα του τυγχάνει να είναι Βραζιλιανά. Επροέβηκε σε ρατσιστικά σχόλια και χειρονομίες εναντίον συγκεκριμένου ποδοσφαιριστή, του Εβάντρο Ρούσσο, πως ήταν δυνατό αυτό το άτομο το μαύρο σε εισαγωγικά να σφυρίξει πέναλτυ υπέρ του; Αν ήμουν στην θέση του και αν αποδειχθεί πρέπει να ντρέπεται από το πρωί μέχρι το υπόλοιπο της ζωής του.»

..................................

 

Σίγουρα εμείς έχουμε και θα κάνουμε το καθήκον μας» (Απάντηση σε ερώτηση αθλητικογράφου «Έχετε στοιχεία να το αποδείξετε;)

 

Περαιτέρω, στις 12/11/05 δήλωσε τα ακόλουθα προς τον ραδιοφωνικό σταθμό Super Sport:

 

"Μόλις άκουσα τις δηλώσεις του κ. Θεοδότου από τον ραδιοσταθμό σας και πραγματικά ο κ. Θεοδότου με εκπλήττει. Με την άποψη ότι αν επήε μπρος τον ποδοσφαιριστή να του πει ότι δεν ήταν πέναλτι, ήταν θέατρο την ώρα του αγώνα. Δεν είναι αυτή η καταγγελία μας. Η καταγγελία μας είναι αυτή μετά την λήξη του αγώνα. Δηλαδή στον κ. Θεοδότου μάλλον επικρατεί σύγχυση στο μυαλό του αυτή την στιγμή. Είναι μετά που έληξε ο αγώνας, που πήγαν οι ποδοσφαιριστές κοντά του να διαμαρτυρηθούν, εκεί προέβηκε στις χειρονομίες και υπήρχε η δήλωση που είπε ο κ. Θεοδότου. Δηλαδή και σίγουρα όταν φτάσαμε στο σημείο να μιλά ότι όλοι γνωρίζουν στην Κύπρο το επίπεδο του, νομίζω και αρκετά γνωρίζουν το επίπεδο και των άλλων ατόμων που μέχρι τώρα ουδέποτε παράλογο εκαταγγείλαμε οποιονδήποτε διαιτητή για την στάση του και μιλώ για το Διοικητικό Συμβούλιο της ΑΠΕΠ. Ζητήσαμε όπως γίνει η καταγγελία στο φύλλο Αγώνος και με όλο το θάρρος που τον διακατέχει μας απάντησε σε μέλος του Συμβουλίου ότι τέτοια καταγγελία δεν γράφω εγώ πάνω στο φύλλο αγώνος και αν θέλετε να τον ρωτήσετε.

 

Αν θα βγαίνει να κάνει τέτοιες δηλώσεις να σταθεί γενναία και αντρίκια στο ύψος των περιστάσεων. Διότι σήμερα επρόσβαλε το Κυπριακό ποδόσφαιρο. Δεν θέλουμε έτσι άτομα στο Κυπριακό ποδόσφαιρο. Ο Κ. Θεοδότου να είχε την τόλμη να βγει στο ραδιόφωνο σας να κάνει αυτήν την δήλωση, έπρεπε να ντρέπεται. Διότι στην ΑΠΕΠ δηλώνουμε ότι είμαστε εναντίον του ρατσισμού, όσο λυπηρό και αν είναι αυτό το σχόλιο αναγκαζόμαστε να το κάνουμε. Είναι αποκλειστικά εξαιτίας του κ. Θεοδότου. Και αν ο κόσμος γνωρίζει το ποιόν του Κ. Θεοδότου εγώ δεν το γνωρίζω. Σήμερα όμως με το τι έχω ακούσει από άτομα με πάρα πολύ σοβαρότητα και όχι ένα άτομο μόνο περισσότερα του ενός ατόμου, το ελάχιστο που μπορώ να πω είναι ότι η σοβαρότητα του ίσως να μην είναι αυτή με την οποία παρουσιάστηκε με τόσο ανδρισμό στο ραδιόφωνο σας να την πει.»

 

Επίσης, στις 14/11/05, περί τις 12:30μμ Super Sport fm, δήλωσε τα ακόλουθα:

"Η πλευρά η δική μας επειδή έχω βρεθεί με τους μάρτυρες και οι 3 από τις 5 μαρτυρίες μιλούν που είδαν τον κ. Θεοδότου να βγάζει την γλώσσα του προς τον ποδοσφαιριστή, είναι γι' αυτό που μιλήσαμε για πιθηκισμό γι' αυτό και θα σταθούμε μέχρι τα άκρα να το υπερασπιστούμε. Οι άλλες 2 μαρτυρίες, όλες θα είναι ενόρκως που θα δωθούν, μιλούν ότι του είπε "shut up blacky".

 

(Απάντηση σε ερώτηση αθλητικογράφου "Πότε λέχθηκαν αυτά;")

 

«Όταν κατάγραφε η κάμερα, μετά το τέλος του αγώνα. Εμείς διερωτώμαστε φωναχτά, πως είναι δυνατό, διαιτητής ο οποίος αποκάλεσε ή μάλλον είπε σε ποδοσφαιριστή μας "shut up blacky" πως είναι δυνατόν να καταλογίσει πέναλτυ υπέρ του;

 

Δεύτερο, εμείς μετά το τέλος του αγώνα θέλαμε να καταγγείλουμε αυτό το περιστατικό στο φύλλο αγώνος. Ο κ. Θεοδότου μας το αρνήθηκε.

..............................

Αυτό που είπε ότι η Κύπρος γνωρίζει το ποιόν του. Εμείς προσωπικά δεν ασχολούμαστε με την διαιτησία και εγώ προσωπικά δεν γνωρίζω καν τα περισσότερα ονόματα των διαιτητών. Εμείς προκαλέσαμε και ξαναπροκαλούμε και τον κ. Θεοδότου και τον κ. Ιωαννίδη να προχωρήσει με νομικά μέτρα εναντίον της ΑΠΕΠ όσο περισσότερη δημοσιότητα υπάρξει τόσο περισσότερο θα ευαισθητοποιηθεί το Κυπριακό κοινό πάνω σε αυτό το θέμα. Επαναλαμβάνω με πλήρη επίγνωση των πράξεων μας, με κάθε ευθύνη για τις πράξεις μας, στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλούν για σχοινί, εμείς δεν κάναμε τίποτα, κάποιοι άλλοι τα ξεκίνησαν αυτά τα πράγματα. Αν και υπήρχαν και ποδοσφαιριστές μας που άκουσαν αυτό το θέμα, εμείς σαν συμβούλιο κρίναμε ότι επειδή μπορούσε να υπήρχε εμβρασμός ψυχής εκείνη την στιγμή ή κουρασμένοι ποδοσφαιριστές αποφύγαμε. Η LTV κάλυπτε μόνο 2-3 μέτρα.

 

Εμείς σαν Συμβούλιο κρίναμε ότι κανένας ποδοσφαιριστής δεν θα δώσει οποιαδήποτε κατάθεση. Ταυτόχρονα θα παρακαλούσα και παράκληση μας προς τους παίχτες του Διγενή που πρέπει να άκουσαν, τους θερμοπαρακαλούμε να σταθούν στο πλευρό της ΑΠΕΠ, διότι με το να το κάνουν αυτό το πράγμα, στέκουν στο πλευρό του Κυπριακού ποδοσφαίρου.

 

Η ΑΠΕΠ δεν θα επιτρέψει σε κανένα να βάλει τον ρατσισμό μέσα στα γήπεδα, ειδικά άτομα όπως τον κ. Θεοδότου που είναι διαιτητής. Αν είναι δυνατόν. Τούτη είναι η απόφαση μας και τούτο θα πράξουμε."

 

Επίσης, στις 12/11/2005 δήλωσε τα ακόλουθα στον τηλεοπτικό σταθμό Lumier (LTV) (παρατίθεται κατωτέρω αυτούσιο το κείμενο των δηλώσεων του Εναγόμενου):

 

"0 κύριος Θεοδότου μετά την λήξη του αγώνα και αφού ο ποδοσφαιριστής της ομάδας Εβάντρο Ρούσο πήγε προς το μέρος του για να του παραπονεθεί για ένα πέναλτι του έκανε χειρονομίες πιθήκου, ρατσιστικές χειρονομίες και απ' ότι αντιλαμβάνομαι του είπαν και κάποια πράγματα τα οποία μιλά τώρα ο κύριος Κωνσταντίνου (νομικός σύμβουλος ΑΠΕΠ) μαζί του για να ετοιμάσουμε την κατάθεση. Αν είναι δυνατό είμαστε 21° αιώνα, είμαστε πλέον ευρωπαϊκή χώρα, φαντάζομαι θα είμαστε από τις μόνες χώρες που τα θέματα ρατσισμού είναι σε πολύ χαμηλό βαθμό. Έχουν τιμωρηθεί ομάδες, οπαδοί τους, για ρατσιστικές ιαχές που αναφώνησαν στο παρελθόν.

 

Έχουμε διαιτητή. Δεν γνωρίζω αν είναι διεθνής διαιτητής αν έχει εκπροσωπήσει την Κύπρο στο εξωτερικό που προβαίνει σε τέτοια θέματα. Εάν είναι τούτο το Κυπριακό ποδόσφαιρο γιατί να ασχολούμαστε, έχω πέσει από τα σύννεφα. Ασχολούμαι με τον συγκεκριμένο τομέα τα τελευταία 2-3 χρόνια με το κυπριακό ποδόσφαιρο πρώτη φορά μου συμβαίνει κάτι τέτοιο.

 

Εάν ο Εβάντρο Ρούσο ήταν άσπρος ποδοσφαιριστής θα είχε διαφορετική αντιμετώπιση από τον κύριο Θεοδότου; Θα του έδινε το πέναλτι; Αυτό το συγκεκριμένο άτομο που μετά την λήξη του αγώνα του συμπεριφέρθηκε με αυτό τον τρόπο τον έβλεπε σαν μη άσπρο μη λευκό;

 

Σήμερα είμαστε όλοι πάρα πολύ απογοητευμένοι. Μιλούμε πλέον επίσημα, από στόμα των ίδιων των Κύπριων διαιτητών για ρατσισμό στο κυπριακό ποδόσφαιρο. Το μόνο που έχω να πω είναι συγχαρητήρια κύριε Θεοδότου και εις ανώτερα!"»

 

 

Κατά το κοινοδίκαιο, η υπεράσπιση του εύλογου σχολίου, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της προστασίας της ελευθερίας του λόγου, χαρακτηριζόμενη ως «προπύργιο» (bulwark) της ελευθερίας αυτής, (βλ. την έκθεση της Επιτροπής Faulks για τη Δυσφήμιση (Cmnd 5909) 1975).

 

Το κατά πόσο η επίμαχη δήλωση συνιστά γνώμη ή σχόλιο και όχι δήλωση γεγονότων κρίνεται εξετάζοντας την σε συνάρτηση με το υπόλοιπο κείμενο, (βλ, Εταιρεία Δημοσιογραφική Χ.Λ.Σ. Λτδ κ.ά ν. Φιλίππου (ανωτέρω).  Στο σύγγραμμα Gatley on Libel and Slander (11η έκδοση) παράγραφος 12.10 αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«While some indication, express or implied, of what underlies the alleged comment is necessary the ultimate question on whether the words are comment or fact is how they would strike the ordinary, reasonable reader and it is unlikely that any attempt to formulate general principles of construction will be of much help, especially bearing in mind that any particular statement must be taken in the context of the piece as a whole.»

 

 

Η διάκριση μεταξύ δηλώσεων, γεγονότων και αξιολογικών κρίσεων δεν είναι εύκολη. Έχει χαρακτηριστεί ως η πιο σημαντική και πιο δύσκολη διάκριση στο δίκαιο της δυσφήμισης, (βλ. G. Robertson and A. Nicol, Media Law, 5th edn (2008) 150).

 

Η επιτυχία του έντιμου σχολίου προϋποθέτει την ύπαρξη γεγονότων  ώστε τα επ’ αυτών σχόλια να είναι εύλογα ή έντιμα.  Όπως τέθηκε το θέμα από τον Λόρδο Phillips of Worth Matravers στην υπόθεση Spiller & Αnor v. Joseph & Ors  [2010] UKSC 53:

 

«Judges and commentators have, however, treated a comment that does not identify the conduct on which it is based as if it were a statement of fact. For such a comment the defence of fair comment does not run. The defendant must justify his comment. To do this he must prove the existence of facts which justify the comment.» 

 

(Βλ. επίσης «Αλήθεια» Εκδοτική Εταιρεία Λτδ ν. Thamira Food Manufacturers Ltd (2012) 1 AAΔ 2276).

 

Εξετάζοντας τα επίδικα δημοσιεύματα, μπορεί να λεχθεί ότι αποδίδεται στον ενάγοντα ρατσιστική συμπεριφορά με χειρονομίες πιθήκου, να βγάζει τη γλώσσα του προς τον ποδοσφαιριστή Εβάντρο Ρούσο και να λέγει σε αυτόν «shut up blacky", ενώ αφήνουν να αιωρείται ότι ο λόγος που ο ενάγων δεν καταλόγισε πέναλτυ υπέρ του εν λόγω ποδοσφαιριστή ήταν επειδή είναι μαύρος.  Επί των γεγονότων αυτών, γίνονται και σχόλια.  Ωστόσο, ως είχε κριθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο,  πρόκειται για γεγονότα τα οποία ουδέποτε έλαβαν χώρα. Δεν υπάρχει, επομένως, υπαρκτό υπόβαθρο γεγονότων, το οποίο αποτελεί προϋπόθεση, εν προκειμένω, για την επιτυχή επίκληση της υπεράσπισης του έντιμου σχολίου. 

 

Σε ό,τι αφορά την προβαλλόμενη από τον εναγόμενο υπεράσπιση του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης και του δικαιώματος του λόγου, η οποία επίσης απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, ο εναγόμενος ισχυρίζεται με τον δέκατο ένατο λόγο έφεσης ότι η απορριπτική απόφαση είναι λανθασμένη καθότι, όπως αναφέρεται στην αιτιολογία του λόγου, ο ίδιος ενήργησε καλόπιστα και διασταύρωσε τα γεγονότα τα οποία αναμετάδωσε  για να ενημερώσει το ποδοσφαιρόφιλο κοινό. 

 

Αντιθέτως με τα όσα ισχυρίζεται ο εναγόμενος, το Δικαστήριο, απορρίπτοντας την υπεράσπιση αυτή, προέβη στις ακόλουθες διαπιστώσεις οι οποίες δεν προσβάλλονται με την έφεση, ότι ο εναγόμενος «Πουθενά δεν ισχυρίστηκε ότι διασταύρωσε τα εν λόγω γεγονότα και κατέληξε στη θέση ότι αυτά έλαβαν χώρα, αντίθετα αμέσως μόλις πληροφορήθηκε από παράγοντες της ομάδας του για την κατ’ ισχυρισμόν συμπεριφορά του ενάγοντα αμέσως προέβηκε στα σχόλια αυτά».  Η διαπίστωση αυτή καθιστά αβάσιμο και τον δέκατο ένατο λόγο έφεσης.

 

Με τον εικοστό λόγο έφεσης, ο εναγόμενος παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «δεν έλαβε υπόψη του και/ή δεν κατανόησε μαρτυρία που ήταν ενώπιον του και/ή εσφαλμένα απεφάνθη ότι, ο Εναγόμενος δεν έδωσε μαρτυρία ενώπιον του ΜΕ.3».  Αυτό επειδή στα Τεκμήρια 11 και 52 καταγράφεται ότι ο Πρόεδρος του Σωματείου ΑΠΕΠ Πιτσιλιάς κ. Παναγιώτης Νεοκλέους, κατέθεσε ως 5ος μάρτυρας. Λανθασμένα, λοιπόν, κρίθηκε ότι «ο Εναγόμενος δεν έδωσε μαρτυρία στην ενώπιον του (Μ.Ε.3) διαδικασία, έστειλε ένα κείμενο δύο σελίδων ανυπόγραφο …», φανερώνοντας την ελλιπή προσοχή με την οποία κρίθηκε ο εναγόμενος από το πρωτόδικο Δικαστήριο. 

 

Στην εκκαλούμενη πρωτόδικη απόφαση καταγράφεται από το Δικαστήριο, συνοψίζοντας τη μαρτυρία του Μ.Ε.3, κ. Ευθυμίου, ο οποίος διορίστηκε ερευνών λειτουργός σε σχέση με καταγγελία του εναγόμενου εναντίον του ενάγοντα, ότι ο εναγόμενος δεν έδωσε μαρτυρία στην ενώπιον του ΜΕ3 διαδικασία. Ωστόσο, τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας επιμαρτυρούν ότι ο ΜΕ3 κατάθεσε πως ο εναγόμενος ήταν «ο πέμπτος μάρτυρας στο Τεκμήριο 52» (το πόρισμα του) ο οποίος, όμως, δεν υπέγραψε την κατάθεση του παρότι είχε κληθεί επανειλημμένα προς τούτο.  Ο ΜΕ3 επιβεβαίωσε, επίσης, την καταγραφείσα απάντηση του εναγόμενου στο Τεκμήριο 52, όταν τον ερώτησε σχετικά, ότι δεν είχε προσωπική γνώση του περιστατικού, αναφέροντας, «Έτσι ήταν η απάντηση του ανθρώπου.  Δεν είπε ποτέ ο κ. Νεοκλέους ότι έχει προσωπική γνώση της ισχυριζόμενης συμπεριφοράς του διαιτητή…».

 

Είναι προφανές ότι η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εναγόμενος δεν κατάθεσε στη διαδικασία ενώπιον του ΜΕ3, είναι λανθασμένη.  Η διαπίστωση της βασιμότητας του παραπόνου του εναγόμενου, όμως, δεν οδηγεί από μόνη της στην επιτυχία της έφεσης, δεδομένου ότι η ετυμηγορία του Δικαστηρίου δεν φαίνεται να είχε συναρτηθεί με το στοιχείο αυτό. 

 

Παραμένει να εξετάσουμε τους λόγους αντέφεσης 1,2, 3 και 5.  Ο τέταρτος λόγος αντέφεσης έχει ήδη κριθεί.

 

Το Δικαστήριο, εξετάζοντας την αξίωση του ενάγοντα για ειδικές αποζημιώσεις σε σχέση με τις διαιτησίες διεθνών αγώνων, θεώρησε, μετά από στάθμιση και αξιολόγηση όλου του μαρτυρικού υλικού, πως ο ενάγων δεν «έδωσε» στο Δικαστήριο συγκεκριμένο αριθμό διεθνών αγώνων που διαιτήτευε για να μπορέσει να καταλήξει  σε ασφαλή συμπεράσματα αναφορικά με τον αριθμό τέτοιων αγώνων που διαιτήτευσε ετησίως και την αμοιβή του.  Με τον πρώτο λόγο αντέφεσης αμφισβητείται η ορθότητα του ευρήματος, το οποίο χαρακτηρίζεται και ως μη δικαιολογημένο από τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε. Ο ενάγων εισηγείται ότι από την κριθείσα ως αξιόπιστη μαρτυρία του ιδίου και του ΜΕ4, αποδείχθηκε ότι είχε σταθερό εισόδημα από τα διεθνή παιχνίδια το οποίο απώλεσε με αποτέλεσμα να υποστεί ζημιά.   H μαρτυρία του ιδίου, κατέδειξε πως διαιτήτευε επτά διεθνείς αγώνες ετησίως με αμοιβή για κάθε διαιτησία €1.537,74 κατά το έτος 2004/2005 πλέον bonus €854,30 ενώ ήταν άγνωστο το ποσό για τα επόμενα έτη. Συμμετείχε και σε διεθνή τουρνουά στα οποία διαιτήτευε τρεις περίπου αγώνες.   Μαρτυρία, η οποία κατά τον ίδιο, δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση και επιβεβαιώθηκε από τον ΜΕ4. Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του επαρκή αξιόπιστη μαρτυρία και αριθμητικά δεδομένα στη βάση των οποίων έπρεπε να καταλήξει ότι ο ενάγων υπέστη τη συγκεκριμένη ειδική ζημιά. Ακολούθως,   λανθασμένα εφάρμοσε τις νομολογιακές αρχές αναφορικά με τον κατ’ αποκοπή υπολογισμό της απώλειας μελλοντικών εισοδημάτων υπό μορφή γενικής ζημιάς ή με τη μέθοδο του συντελεστή.

 

Άρρηκτα συνυφασμένος με τον πρώτο λόγο αντέφεσης είναι και ο τρίτος λόγος αντέφεσης ο οποίος στρέφεται κατά της απόφασης του Δικαστηρίου να μην επιτρέψει την κατάθεση εγγράφου, από τον ενάγοντα ενώ κατάθετε ενώπιον του Δικαστηρίου, με τίτλο «UEFA Referee Development Programme 2007», ως  τεκμήριο ή ως τεκμήριο προς αναγνώριση, στο οποίο, κατά τον ενάγοντα, αναφέρεται αναλυτικά η αμοιβή διεθνών διαιτητών για το έτος 2007. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι το έγγραφο, φωτοαντίγραφο σελίδας από περιοδικό, δεν μπορούσε να κατατεθεί ως τεκμήριο καθότι ήταν έγγραφο «το οποίο δεν βρίσκεται στην κατοχή του [ενάγοντα] υπό την επίσημη ιδιότητα αλλά ήταν στην κατοχή άλλου προσώπου. Αποσπασματικά θα ήταν παρακινδυνευμένο να κατατεθεί προς απόδειξη οποιωνδήποτε από τις θέσεις του μάρτυρα και δη για τις αμοιβές των διαιτητών για το 2007».  Ζητώντας στη συνέχεια να κατατεθεί το έγγραφο ως τεκμήριο προς αναγνώριση, ο συνήγορος του ενάγοντα επιφυλάχθηκε, σε μεταγενέστερο στάδιο, να φέρει «τον μάρτυρα», εννοώντας, προφανώς, το πρόσωπο στην κατοχή του οποίου βρισκόταν το περιοδικό από το οποίο είχε παραχθεί το φωτοαντίγραφο.  Το αίτημα απορρίφθηκε με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

«…Τεκμήρια προς Αναγνώριση σημειώνονται, και διερωτώμαι αν ακόμη ισχύει, με βάση την τροποποίηση του περί Αποδείξεως Νόμου, εκεί που ένας μάρτυρας μπορεί να καταθέσει ένα τεκμήριο για το οποίο ο ίδιος μπορεί να εξηγήσει μόνο κάποιο μέρος και υπολείπεται να έρθει είτε το πρόσωπο που το έχει συντάξει ή το πρόσωπο του οποίου βρίσκεται στην κατοχή του για να δώσει περισσότερες πληροφορίες. Τα τεκμήρια προς Αναγνώριση εκτός αν γίνουν κανονικά τεκμήρια δεν έχουν αποδεικτική αξία. Θεωρώ ότι η κατάθεση υπό τις επιφυλάξεις που έχω αναφέρει πιο πάνω δεν αποσκοπούν ούτε τότε στο να βοηθήσει στη διαδικασία.  Θεωρώ ότι δεν μπορεί να γίνει ούτε Τεκμήριο προς Αναγνώριση».

 

Με όλο το σεβασμό προς το πρωτόδικο Δικαστήριο, η προσέγγιση του ήταν λανθασμένη.  Ο ενάγων δικαίως παραπονείται ότι στερώντας του τη δυνατότητα να καταθέσει το εν λόγω έγγραφο ως τεκμήριο ή ως τεκμήριο για αναγνώριση του αποστερήθηκε η δυνατότητα να δώσει μαρτυρία επ’ αυτού. Για τον ενάγοντα, το έγγραφο είχε σημαντική αποδεικτική αξία. Αποκλείοντας δε την κατάθεση του εγγράφου ως τεκμηρίου, το Δικαστήριο λανθασμένα ανέφερε ότι ήταν έγγραφο το οποίο δεν βρισκόταν στην κατοχή του ενάγοντα υπό την επίσημη ιδιότητα του αλλά ήταν στην κατοχή άλλου προσώπου. Στην πραγματικότητα, το έγγραφο, φωτοαντίγραφο, είχε φωτοτυπήσει ο ίδιος ο ενάγων από περιοδικό το οποίο αποστέλλεται, όπως εξήγησε, στους διεθνείς διαιτητές και βρισκόταν στην κατοχή του. Έπειτα, λανθασμένος ήταν και ο αποκλεισμός της κατάθεσης του εγγράφου ως τεκμηρίου για αναγνώριση, προφανώς λόγω εσφαλμένης αντίληψης των σχετικών κανόνων απόδειξης που διέπουν το θέμα.  Αν επιτρεπόταν η κατάθεση του εγγράφου προς αναγνώριση, θα αποτελούσε το αντικείμενο μαρτυρίας από τον ενάγοντα, με τη δυνατότητα αντεξέτασης του από τον συνήγορο του εναγόμενου.  Το περιεχόμενο του εγγράφου και οποιαδήποτε μαρτυρία επ’ αυτού θα παρέμενε αδρανής μέχρι την μετατροπή του τεκμηρίου για αναγνώριση σε κανονικό τεκμήριο.  Δεν χρειάζεται να συζητήσουμε τη δυνατότητα  κατάθεσης του εγγράφου ως κανονικό τεκμήριο, μη θέλοντας να προκαταλάβουμε οτιδήποτε που ενδεχομένως να συζητηθεί στα πλαίσια επανεκδίκασης της αξίωσης του ενάγοντα για ειδικές αποζημιώσεις σε σχέση με διαιτησίες διεθνών αγώνων η οποία, υπό τις περιστάσεις, κρίνεται αναγκαία.

 

Ο ενάγων προσβάλλει την ορθότητα του ευρήματος του Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε κακοβουλία, με τον δεύτερο λόγο αντέφεσης, εισηγούμενος πως τα γεγονότα οδηγούσαν αβίαστα στο συμπέρασμα ότι ο εναγόμενος προέβη στις δυσφημιστικές δηλώσεις με κακή πίστη και τις αναδημοσίευσε με σκοπό να τον πλήξει στον μέγιστο δυνατό βαθμό.  Εισηγείται, επίσης, ότι τόσο με τη γραπτή του δήλωση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσο και με την προφορική του μαρτυρία, ανέφερε γεγονότα για να καταδείξει ότι ο εναγόμενος ενήργησε με κακοπιστία και υστερόβουλα και ότι επιδόθηκε σε ενορχηστρωμένο πόλεμο δηλώσεων εναντίον του, ενώ το Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει αριθμό παραγόντων επιβαρυντικών για τον εναγόμενο, οι οποίοι οδηγούσαν στο συμπέρασμα ύπαρξης κακής πίστης.

 

Το ζήτημα της κατ’ ισχυρισμό κακής πίστης του εναγόμενου, απασχόλησε το Δικαστήριο στο πλαίσιο εξέτασης της αξίωσης του ενάγοντα για τιμωρητικές αποζημιώσεις, προσεγγίζοντας το θέμα ως ακολούθως:

 

«Ως αποτέλεσμα της απόφασης Rookes v. Barnard (1964) 1 All E.R. 367 σε υποθέσεις δυσφήμισης η επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων επιτρέπεται μόνο εκεί που το αδίκημα της δυσφήμισης διαπράττεται με σκοπό την επίτευξη κέρδους από την διαφήμιση ή όπου η συμπεριφορά του εναγόμενου ήταν ιδιαίτερα απεχθής, αλαζονική και με αλόγιστο τρόπο δικαιολογείται η τιμωρία του. Η κακοβουλία του εναγόμενου πρέπει να αποδεικνύεται από τον ενάγοντα. Δεν είναι αρκετό για να στοιχειοθετηθεί κακοβουλία η αποτυχία της Υπεράσπισης του εντίμου ή εύλογου σχολίου.»

 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, με βάση τη μαρτυρία, το Δικαστήριο δεν θεώρησε ότι είχαν αποδειχθεί οι θέσεις του ενάγοντα για το ζήτημα και το μόνο που είχε αποδειχθεί ήταν η απόρριψη  της υπεράσπισης του έντιμου σχολίου, ως έχει ήδη αναφερθεί. 

 

Τι συνιστά κακοπιστία ορίζεται επακριβώς στο άρθρο 21(2) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148[2].  Λέχθηκε από το Εφετείο στην υπόθεση Πετρίδης ν Εκδοτικός Οίκος Δίας Λτδ κ.ά,  (2013) 1 ΑΑΔ 1464, με αναφορά στις υποθέσεις Spiller & Anor v. Joseph & Ors. (ανωτέρω) και Tse Wai Chun v. Cheng [2000] HKCFA 86, ότι η εμβέλεια της κακοβουλίας έχει στενέψει σημαντικά, «Το γεγονός ότι το κίνητρο του εναγόμενου μπορεί να ήταν ο φθόνος (spite) ή η κακή πίστη δεν είναι πλέον ουσιώδες. Το μόνο ζήτημα είναι κατά πόσο αυτός πίστευε ότι το σχόλιο του ήταν δικαιολογημένο». Εάν ο εναγόμενος δεν πίστευε ότι αυτό που δημοσίευσε ήταν αληθές, τότε αποδεικνύεται η κακή πίστη (βλ. Duncan & Neill on Defamation (4th edition 2015, παράγραφος 19.6). Στην υπόθεση Ονουφρίου κ.ά. ν. «Εταιρείας Κ.Κ. Σύγχρονες Κούρσες Λτδ» κ.ά (2006) 1 ΑΑΔ 742, λέχθηκε ότι «ένα δημοσίευμα θεωρείται ότι έγινε με κακή πίστη όπου αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος ενήργησε με σκοπό να βλάψει τον ενάγοντα σε βαθμό σχετικά μεγαλύτερο, με τρόπο σχετικά διαφορετικό του εύλογα αναγκαίου, το δε βάρος απόδειξης κακής πίστης φέρει ο ενάγων».

 

Η ύπαρξη κακοβουλίας αντλείται συμπερασματικά από τα όσα ο εναγόμενος έπραξε ή είπε ή γνώριζε. Το δε κίνητρο το οποίο ανιχνεύεται και αποδίδεται σ’ ένα εναγόμενο, εξάγεται από το τι ελέχθη ή ήταν γνωστό ή κατά πόσο ο εναγόμενος ήταν αδιάφορος ως προς τα πραγματικά δεδομένα, (βλ. Horrocks v. Lowe [1975] AC 135).  Παρατηρείται, ωστόσο, στο σύγγραμμα των Duncan & Neill, (ανωτέρω), στην παράγραφο 19.6, ότι η απροσεξία ή η παρορμητικότητα ή ο παραλογισμός στο να καταλήξει κάποιος σε θετική πίστη στην αλήθεια των όσων δημοσιεύτηκαν δεν ισοδυναμεί με αδιαφορία για την αλήθεια («carelessness or impulsiveness or irrationality in arriving at a positive belief in the truth of what was published does not amount to indifference to the truth»).

 

Εν προκειμένω, το Δικαστήριο δεν ενδιέτρεψε ιδιαιτέρως στο ζήτημα, γεγονός που αντανακλάται στην αδυναμία του σκεπτικού του. Παρόλο που απέρριψε την υπεράσπιση της αλήθειας, αποφαινόμενο ότι ο ενάγων «ουδέποτε προέβηκε είτε σε χειρονομίες είτε μορφασμούς είτε σε σχόλια ρατσιστικού περιεχομένου» προς τον ποδοσφαιριστή Εβάντρο Ρούσο, στη συνέχεια προσέγγισε το ζήτημα της κακής πίστης λανθασμένα, περιοριζόμενο στην εξέταση των συγκεκριμένων μόνο στοιχείων κακοπιστίας στα οποία αναφέρθηκε ο ενάγων στη μαρτυρία του.  Παρέλειψε,  έτσι, να ασχοληθεί με τους παράγοντες που τίθενται στο άρθρο 21(2) του Κεφ.148 και άλλους σχετικούς (βλ. Αρτέμη και Ερωτοκρίτου, Αστικά Αδικήματα¸ (έκδοση 2003), σελ. 69 και 76), ιδιαίτερα κατά πόσο ο εναγόμενος πίστευε ή δεν πίστευε ότι οι δηλώσεις στις οποίες προέβη ήταν αληθείς ή προέβη σε αυτές χωρίς να καταβάλει εύλογη φροντίδα για την εξακρίβωση του αληθούς ή αναληθούς αυτών, υπό το φως του συνόλου των δεδομένων και της μαρτυρίας που είχε αποδεχτεί. 

 

Η διαπίστωση αυτή σφραγίζει την επιτυχία του δεύτερου λόγου αντέφεσης.   

 

Με τον πέμπτο λόγο αντέφεσης, ο ενάγων θεωρεί λανθασμένη και αποτέλεσμα εσφαλμένης εφαρμογής των νομολογιακών αρχών, την απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 17.1.2012 με την οποία απέρριψε με έξοδα, αίτηση του ημερομηνίας 17.1.2012, με την οποία ζητούσε να αντεξετάσει την ενόρκως δηλούσα σε αίτηση του εναγόμενου ημερομηνίας 5.12.2011 για τροποποίηση της Υπεράσπισης του.   Ο ενάγων, προφανώς, αναφέρεται στην απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 7.3.2012 και όχι 17.1.2012.

 

Αποτελεί περαιτέρω εισήγηση του ενάγοντα ότι η διαταγή για έξοδα ήταν αποτέλεσμα εσφαλμένης διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου, η οποία δεν ασκήθηκε δικαστικά. Το Δικαστήριο, μάλιστα, ενώ επιδίκασε τα έξοδα εναντίον του ενάγοντα χωρίς επιφύλαξη όσον αφορά το χρόνο καταβολής τους, διέταξε όπως τα έξοδα τα οποία επιδίκασε εναντίον του εναγόμενου στην αίτηση τροποποίησης της υπεράσπισής του, να είναι πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας, τηρώντας έτσι διαφορετική στάση στις δύο αιτήσεις αναφορικά με τη διαταγή για έξοδα. Συνακόλουθα, το Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια έξω από τα νόμιμα πλαίσια.

 

Επί της ουσίας της αίτησης, η οποία απορρίφθηκε, μεταξύ άλλων, γιατί δεν υποστηριζόταν από ένορκη δήλωση, υποστηρίζεται από τον ενάγοντα ότι τα γεγονότα που αναφέρονται στο σώμα της αίτησης ήταν επαρκή για να θεωρείτο πως η αίτηση εδραζόταν σε αυτά, ως προκύπτοντα από τον φάκελο της υπόθεσης και την ίδια την αίτηση τροποποίησης του εναγόμενου και την ένορκη δήλωση που τη συνόδευε.

 

Θεωρούμε το παράπονο αβάσιμο. Όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η Δ.48 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας και ειδικά ο κανονισμός 9[3] αυτής θεσμοθετεί την υποχρέωση όπως αιτήσεις, εκτός αν ρητά εμπίπτουν στις εξαιρέσεις του κανονισμού εκείνου ή στον κανονισμό 8, γίνονται δια κλήσεως και υποστηρίζονται από ένορκη δήλωση.  Η υποχρέωση είναι επιτακτική, υποδηλούμενη από τη χρήση της λέξης «shall». 

 

Εν προκειμένω, η αίτηση του ενάγοντα για αντεξέταση βασιζόταν στη Δ.39 και, ως εκ τούτου, δεν ενέπιπτε στην εξαίρεση του κανονισμού 9. Επομένως, έπρεπε να υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση.  Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεωρούμε ότι η παράλειψη υποστήριξης της αίτησης με ένορκη δήλωση, καθιστούσε την αίτηση αστήρικτη και καταδικαστέα σε αποτυχία.  Η παράθεση γεγονότων στο σώμα της αίτησης, δεν θεράπευε την παράλειψη, ούτε βεβαίως, όπως ορθά παρατήρησε το Δικαστήριο, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι τα γεγονότα προέκυπταν από τον φάκελο της υπόθεσης. Η επακόλουθη διαταγή για τα έξοδα και ειδικά για το χρόνο καταβολής τους, ήταν σύμφωνη με τον κανόνα. Τίποτε δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου το οποίο να δικαιολογούσε παρέκκλιση από αυτόν.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση επιτυγχάνει μερικώς, στο βαθμό και έκταση που αναφέρεται ανωτέρω (13ος, 14ος και 20ος λόγος έφεσης).  Η αντέφεση επίσης επιτυγχάνει μερικώς (λόγοι αντέφεσης 1, 2, και 3).  Διατάσσεται η επανεξέταση της αξίωσης του  ενάγοντα για επαυξημένες αποζημιώσεις και η επανεκδίκαση της αξίωσης του για απώλεια εισοδημάτων σε σχέση με τη διαιτησία διεθνών αγώνων ενώπιον της ιδίας Δικαστού.  Η απόφαση σε συνάρτηση με τον τόκο τροποποιείται ως προς την ημερομηνία έναρξης της καταβολής του, ώστε η απόφαση να φέρει τόκο από την ημερομηνία καταχώρισης της έκθεσης απαίτησης.

 

Σε ό,τι αφορά τα έξοδα, λαμβάνοντας υπόψη το βαθμό επιτυχίας του εφεσείοντα-εναγόμενου, θεωρούμε ορθό και δίκαιο όπως του επιδικαστούν τα έξοδα της έφεσης, μειωμένα, όμως, κατά τα 2/3.

 

Τα έξοδα της αντέφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσίβλητου-ενάγοντα.

 

Τα έξοδα να υπολογισθούν από την Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

  

 

                                                               Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

 

Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1]  Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1 ΑΑΔ 401, Γεναγρίδη ν. Εργολάβοι Οικοδομών Κώστας Παναγή & ΝΑΠ Γεωργιάδης ΔΕΠΕ, ΠΕ 416/12, ημερ. 15.4.2016, ECLI:CY:AD:2016:A204 και Νικολάου ν. Παπαϊωάννου (2011) 1ΑΑΔ 1797.

 

[2] «21.- [….]

 (2) Η δηµοσίευση δυσφηµιστικού δηµοσιεύµατος δεν θεωρείται ότι έγινε καλή τη πίστει από πρόσωπο εντός της έννοιας του εδαφίου (1), του άρθρου αυτού, αν καταδειχθεί ότι—

 (α) Tο δηµοσίευµα ήταν αναληθές, και αυτός δεν πίστευε αυτό ως αληθές· ή

 (β) το δηµοσίευµα ήταν αναληθές, και αυτός προέβηκε στη δηµοσίευση χωρίς να καταβάλει  εύλογη    φροντίδα για την εξακρίβωση του αληθούς ή του αναληθούς αυτού· ή

 (γ) προβαίνοντας στη δηµοσίευση, ενήργησε µε σκοπό βλάβης του προσώπου που δυσφηµείται σε βαθµό σηµαντικά µεγαλύτερο ή κατά τρόπο σηµαντικά διαφορετικό του εύλογα αναγκαίου για το κοινό συµφέρον ή για την προστασία του ιδιωτικού δικαιώµατος ή συµφέροντος σε σχέση µε το οποίο αξιώνει προνόµιο.

 

[3] 9. Saving the powers conferred on the Courts and Judges by section 3 of the Courts of Justice (Supplementary Provisions) Law, Cap. 12, and section 8 of the Civil Procedure Law, Cap. 7, to make temporary orders without notice under the circumstances and in the manner mentioned and provided in the said sections, all applications other than those mentioned in Rule 8 of this Order shall be made by summons supported by affidavits of the facts relied upon with this qualification that, unless required by the Court or Judge, the undermentioned applications (and any others in which an affidavit is expressly dispensed with) need not be accompanied by affidavit-


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο