SOCIETE GENERALE BANK - CYPRUS LIMITED (ΠΡΩΗΝ SOCIETE GENERALE CYPRUS LIMITED) v. ΝΙΝΟΥ ΧΑΤΖΗΡΟΥΣΟΥ ΩΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ STONE HEAVEN (VILLAGE HOUSES) LTD κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 191/2014, 11/7/2022

ECLI:CY:AD:2022:D305

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 191/2014)

 

11 Ιουλίου, 2022

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.]

[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,  Δ/στές]

 

SOCIETE GENERALE BANK – CYPRUS LIMITED

(ΠΡΩΗΝ SOCIETE GENERALE CYPRUS LIMITED)

Εφεσείουσα

ν.

 

1.    ΝΙΝΟΥ ΧΑΤΖΗΡΟΥΣΟΥ ΩΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ STONE HEAVEN (VILLAGE HOUSES) LTD

2.   ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΟΥΛΑΖΙΜΗ

3.   ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΟΥΛΑΖΙΜΗ

4.   ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

5.   ΘΕΟΔΟΥΛΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Εφεσίβλητων

_________________________

     Γ. Γεωργίου (κα) με Μ. Μιλτιάδου (κα) για Δρ Κ. Χρυσοστομίδη & Σία ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.

    Καμία εμφάνιση,  για την Εφεσίβλητη 1.

   Α. Δημητρίου για Α. Θ. Μαθηκολώνη, για τους Εφεσίβλητους 2-5.

________________________

     ΠΑΝΑΓΗ, Π.:   Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα   δοθεί από τον Ι. Ιωαννίδη, Δ.

        _______________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

     ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:     Η Εφεσείουσα Τράπεζα, με ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα (Ο.2, r.6) που καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου στις 15.10.2008, αξίωνε εναντίον της εταιρείας Stone Heaven (Village Houses) Ltd (εναγόμενης 1) και εναντίον τεσσάρων φυσικών προσώπων (εναγόμενων 2-5), θεραπείες στη βάση καταρτισθεισών συμφωνιών που αφορούσαν σε παροχή προς την εναγόμενη 1 εταιρεία τραπεζικών και/ή πιστωτικών διευκολύνσεων και/ή πιστώσεων και/ή δανείων.   Τα τέσσερα φυσικά πρόσωπα, είχαν εναχθεί ως εγγυητές των υποχρεώσεων της εναγόμενης 1 εταιρείας.   Η εγγύηση τους ήταν  μέχρι του ποσού των €600.000, πλέον τόκους, πλέον έξοδα.   Περαιτέρω, η Εφεσείουσα τράπεζα αξίωνε εναντίον της εναγόμενης 1 εταιρείας και διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται η πώληση, με δημόσιο πλειστηριασμό, συγκεκριμένων ακινήτων τα οποία η τελευταία είχε υποθηκεύσει προς όφελος της Εφεσείουσας για την εξασφάλιση των πιστωτικών διευκολύνσεων και/ή δανείων που της είχε χορηγήσει.  Πρόκειται για την υποθήκη με αρ. Υ1782/05 του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Πάφου. 

 

    Στις 12.4.2010, οι Εναγόμενοι-Εφεσίβλητοι καταχώρισαν κοινό δικόγραφο Υπεράσπισης.   Με αυτό είχαν όλοι παραδεχθεί ότι η Εφεσίβλητη 1 εταιρεία έλαβε από την Εφεσείουσα, δυνάμει συμφωνίας ημερ. 11.5.2005, δάνειο ύψους €459.000,00, και ότι για το σκοπό αυτό ανοίχθηκαν στο όνομα της Εφεσίβλητης 1 εταιρείας, οι δύο λογαριασμοί (loan operation account) για τους οποίους γινόταν αναφορά στην Έκθεση Απαίτησης.  Είχαν ακόμη παραδεχθεί ότι το χορηγηθέν δάνειο ήταν πληρωτέο με την καταβολή μηνιαίων δόσεων, ως λεπτομερώς περιγράφεται στη συμφωνία δανείου και επαναλαμβάνεται στην Έκθεση Απαίτησης.  Παραδέχθηκαν επίσης ότι το δάνειο είχε εξασφαλιστεί τόσο με την επίδικη υποθήκη όσο και με πρώτη κυμαινόμενη επιβάρυνση επί των περιουσιακών στοιχείων της Εφεσίβλητης 1 για το ποσό των Λ.Κ.50.000, πλέον τόκους.  Ουσιαστικά η θέση τους ήταν ότι οι όροι της συμφωνίας, ότι το δάνειο και/ή η πίστωση θα χρεωνόταν με κυμαινόμενο επιτόκιο, ως λεπτομερώς περιγράφεται στη συμφωνία, ήταν αόριστοι και/ή ασαφείς και/ή ανεφάρμοστοι.  Εν πάση περιπτώσει, θεωρούσαν ότι η Εφεσείουσα δεν εδικαιούτο να χρεώνει τον επίδικο λογαριασμό με συνολικό επιτόκιο που να υπερέβαινε το 4.64%.   Παρόμοιες θέσεις είχαν προβάλει και σε σχέση με άλλους όρους της συμφωνίας στη βάση των οποίων η Εφεσείουσα κατά την κρίση της «… μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας, των κανονισμών για νομισματικό και πιστωτικό έλεγχο που είναι σε ισχύ από καιρό σε καιρό, των συνθηκών της αγοράς, της αξίας του χρήματος και των κόστων ρευστότητας, να τροποποιήσει (είτε να αυξήσει είτε να μειώσει) σε οποιοδήποτε χρόνο το βασικό επιτόκιο, την προσαύξηση, το κυμαινόμενο επιτόκιο, το επιτόκιο παράβασης, το συμφωνηθέν τέλος και/ή τα τραπεζικά τέλη και κάθε τέτοια μεταβολή και/ή επιβολή θα δεσμεύει τον οφειλέτη ο οποίος θα ενημερώνεται με ανακοίνωση στον ημερήσιο τύπο ή με γραπτή ειδοποίηση και θα λαμβάνει ισχύ από την ημερομηνία που  καθορίζεται στην εν λόγω ανακοίνωση ή ειδοποίηση».

 

    Όσον αφορά στη γραπτή συμφωνία εγγύησης ημερ. 11.5.2005 που υπέγραψαν οι Εφεσίβλητοι 2-5, και για την οποία η Εφεσείουσα έκανε αναφορά στην Έκθεση Απαίτησης της, οι τελευταίοι παραδέχθηκαν την υπογραφή της, δεν παραδέχθηκαν όμως το περιεχόμενο της και κάλεσαν την Εφεσείουσα σε αυστηρή απόδειξη των ισχυρισμών της.    Ουδέποτε βεβαίως ισχυρίστηκαν ότι η συμφωνία εγγύησης που δέχονται ότι υπέγραψαν, είχε περιεχόμενο άλλο από αυτό που επικαλείται η Εφεσείουσα.

 

    Όσον αφορά στην υποθήκη, για την οποία επίσης γίνεται αναφορά στην Έκθεση Απαίτησης, παραδέχθηκαν μεν ότι αυτή είχε εγγραφεί πλην όμως ισχυρίστηκαν ότι «… η εγγραφή της ή και η σχετική σύμβαση ή και τα έγγραφα υποθήκης είναι άκυρα ή και ανεφάρμοστα καθότι η εγγραφή της αλλά και το περιεχόμενο των όρων των σχετικών εγγράφων, δεν συνάδουν ή και είναι αντίθετα με τις ρητές πρόνοιες της Περί Υποθηκών Νομοθεσίας Νόμος 9/65».   

 

    Όσον αφορά στη δικογραφημένη θέση της Εφεσείουσας ότι αυτή τερμάτισε νόμιμα, με επιστολές της ημερ. 29.1.2008 προς όλους τους Εφεσίβλητους, τη λειτουργία όλων των λογαριασμών της πρωτοφειλέτιδος εταιρείας επειδή αυτή δεν τήρησε τα συμφωνηθέντα, οι Εφεσίβλητοι 2-5 όχι μόνο αρνήθηκαν ότι η Εφεσείουσα απέστειλε τις εν λόγω επιστολές, αλλά αρνήθηκαν και ότι παρέλαβαν τέτοιες.  Κατ΄ επέκταση, ήταν η θέση τους ότι η Εφεσείουσα δεν τερμάτισε νόμιμα τις επίδικες συμφωνίες.   Τις ίδιες θέσεις προέβαλαν και για τις προειδοποιητικές επιστολές που η Εφεσείουσα τους απέστειλε πριν από την ημερομηνία τερματισμού (επιστολές ημερ. 6.7.2007 και 27.7.2007), για τις οποίες η Εφεσείουσα κάνει ειδική αναφορά στην Έκθεση Απαίτησης της.  Εν κατακλείδι, οι Εφεσίβλητοι 2-5 αρνήθηκαν τις αξιώσεις της Εφεσείουσας και ζήτησαν απόρριψη της αγωγής με έξοδα εις βάρος της.    Με Ανταπαίτηση τους, αφού υιοθέτησαν τα όσα είχαν αναφέρει στην Υπεράσπιση, αξίωσαν δήλωση του Δικαστηρίου «ότι οι επίδικες υποθήκες και ή τα έγγραφα των επίδικων υποθηκών είναι άκυρες ή και άκυρα και ανεφάρμοστα και ότι θα πρέπει να εξαλειφθούν».  

 

    Στις 11.2.2011 διορίσθηκε, στη βάση Συμφωνίας Ομολόγου Κυμαινόμενης Επιβάρυνσης (τεκμήριο 3), ο κ. Νίνος Χατζηρούσος ως παραλήπτης (receiver) της Εφεσίβλητης 1 εταιρείας για ολόκληρη την περιουσία της.    Ακολούθησε αίτηση τροποποίησης του κλητηρίου εντάλματος εκ μέρους της Εφεσείουσας, και έκδοση στις 4.5.2011 διατάγματος του Δικαστηρίου για την τροποποίηση του τίτλου της αγωγής και των συναφών δικογράφων.  Σύμφωνα με το εκδοθέν διάταγμα, «το όνομα της Εναγόμενης 1 αντικαθίσταται ως ακολούθως:  Νίνος Χατζηρούσος, ως παραλήπτης και διαχειριστής της περιουσίας της Stone Heaven (Village Houses) Ltd».     Μετά την τροποποίηση, ο κ. Νίνος Χατζηρούσος καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης μέσω άλλου δικηγόρου.   Οι Εναγόμενοι 2-5 καταχώρισαν στις 24.11.2011 αίτηση για διαγραφή του ονόματος του κ. Νίνου Χατζηρούσου.  Όμως το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε στις 19.9.2012, με ενδιάμεση απόφαση του, την εν λόγω αίτηση.  Οι λόγοι της απόρριψης δεν ενδιαφέρουν.    Ακολούθησε η καταχώριση αίτησης εκ μέρους της Εφεσείουσας για έκδοση απόφασης εναντίον του κ. Νίνου Χατζηρούσου λόγω παράλειψης του να καταχωρίσει δικόγραφο Υπεράσπισης.  Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του, που αντικατέστησε τον κ. Μαθηκολώνη, δήλωσε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως δεν θα προχωρούσε στην καταχώριση Υπεράσπισης, πως δεν θα ελάμβανε μέρος στην ακροαματική διαδικασία, και ότι η Εφεσείουσα θα μπορούσε να προχωρήσει με απόδειξη της υπόθεσης εναντίον του.   Οι πιο πάνω δηλώσεις έγιναν μόλις άρχισε η ακροαματική διαδικασία της αγωγής, και ακολούθως ο ευπαίδευτος δικηγόρος του κ. Νίνου Χατζηρούσου, ζήτησε από το Δικαστήριο άδεια «να αποχωρήσει από τη διαδικασία και από την αίθουσα του Δικαστηρίου» λέγοντας πως «δεν προτίθεμαι να συμμετάσχω στη διαδικασία, δεν υπάρχει Υπεράσπιση».   Στο άκουσμα της πιο πάνω δήλωσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσίβλητων 2-5, κ. Μαθηκολώνης, δήλωσε τα ακόλουθα:  «Με όλο το σεβασμό δεν τίθεται θέμα να τελειώσει η ακρόαση αυτή και να προχωρήσει η συνάδελφος με απόδειξη.  Κατά την άποψη μου  και πιστεύω και είμαι βέβαιος για την ορθότητα της θέσεως μου ότι η υπόθεση θα εκδικαστεί τώρα και στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας θα αποδείξουν την απαίτηση τους εναντίον της Εναγόμενης 1 και αυτό το δηλώνω επιφυλάσσοντας το δικαίωμα μας να πω ότι εμείς έχουμε καταχωρήσει Υπεράσπιση για όλους τους Εναγόμενους και εκπροσωπούμε και τους διοικητικούς συμβούλους της εταιρείας και δεν τίθεται η εταιρεία να μείνει ανυπεράσπιστη».  Δεν υπήρχαν όμως Εναγόμενοι υπό την ιδιότητα των διοικητικών συμβούλων της Εναγόμενης Εταιρείας Stone Heaven (Village Houses) Ltd.   Ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο του υπέδειξε ότι: «Εσείς εκπροσωπείτε τους Εναγόμενους 2-5, έχει σημείωμα εμφάνισης για τον Εναγόμενο 1.  Είστε ελεύθεροι να διεξάγεται την Υπεράσπιση των πελατών σας όπως ο ίδιος επιθυμείτε».    Ακολούθως η ακροαματική διαδικασία προχώρησε κανονικά.

 

    Η Εφεσείουσα τράπεζα για  να αποδείξει την υπόθεση της εναντίον όλων των Εφεσίβλητων κάλεσε δύο  μάρτυρες, την κα Σόφικα Δρουσιώτου, Μ.Ε. 1 και την κα Laurene Mitsis, Μ.Ε. 2, οι οποίες πέρα από την προφορική τους μαρτυρία κατέθεσαν και έγγραφα.   Η Μ.Ε. 1 αναφέρθηκε στη σύναψη όλων των συμφωνιών, στην οφειλή των Εφεσίβλητων, στις καταστάσεις λογαριασμών  και στις επιστολές  που στάληκαν από την Εφεσείουσα σε όλους τους Εφεσίβλητους.  Η Μ.Ε. 2 επίσης αναφέρθηκε στη σύναψη των συμφωνιών, στο οφειλόμενο  ποσό και στις επιστολές που η Εφεσείουσα είχε αποστείλει στους Εφεσίβλητους.  Ειδικότερα, για να αποδείξει την αποστολή των επιστολών τερματισμού των συμφωνιών, κατέθεσε ως τεκμήριο 19, έγγραφο του Τμήματος Ταχυδρομικών Υπηρεσιών ημερ. 4.2.2008.   Οι Εφεσίβλητοι 2-5, ως είχαν κάθε δικαίωμα, δεν κατέθεσαν και δεν κάλεσαν μάρτυρες.

 

    Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε την προσαχθείσα προφορική μαρτυρία έχοντας πάντα κατά νου και το  περιεχόμενο των κατατεθέντων εγγράφων.   Καταγράφεται στην απόφαση του πως και οι δύο μάρτυρες που η Εφεσείουσα κάλεσε, του έκαναν καλή εντύπωση.   Στη βάση της αξιόπιστης μαρτυρίας τους, προέβη σε σημαντικά ευρήματα.   Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:

 

«Η Μ.Ε.1 μου έκαμε πολύ καλή εντύπωση ως μάρτυρας.  Η μαρτυρία της περιστρέφετο σε γεγονότα που περιήλθαν σε γνώση της από τη θέση που κατέχει στους Ενάγοντες ή διαφαίνοντο από τα έγγραφα της Τράπεζας που είχε στην κατοχή της και κατέθεσε στο Δικαστήριο.  Αποδέχομαι χωρίς ενδοιασμό τη μαρτυρία της ως αντιπροσωπεύουσα τα πραγματικά γεγονότα, με την πιο κάτω  επιφύλαξη σ' όσον αφορά  τη δεκτότητα  των Καταστάσεων Λογαριασμού που κατέθεσε  ως τεκμήρια.  Η μαρτυρία της ουσιαστικά παραμένει αναντίλεκτη εφόσον οι Εναγόμενοι δεν προσκόμισαν μαρτυρία για να την αντικρούσουν ή έστω να μειώσουν την καθόλα αξιόπιστη εικόνα που παρουσίασε.  Οι θέσεις της επί των βασικών γεγονότων παρέμειναν αλώβητες και σταθερές παρά την επίμονη αντεξέταση της ιδιαίτερα στα σημεία που αφορούν στις διάφορες χρεώσεις των Εναγόντων για τόκους και άλλα δικαιώματα.

 

Η αντεξέταση της επικεντρώθηκε στο ποσό του επιτοκίου που χρεώθηκαν οι λογαριασμοί της εταιρείας και σε άλλα έξοδα και όχι στις κατ' ιδίαν πράξεις που εμφαίνονται στις Καταστάσεις Λογαριασμού (Τεκμήρια 7 και 8).  Το Τεκμήριο 7 αφορά στον τρεχούμενο λογαριασμό που ανοίχθηκε στις 28.2.05 στη βάση  της πρώτης συμφωνίας ενώ το Τεκμήριο 8 στους λογαριασμούς του  δανείου που ανοίχθηκαν  στις 11.5.05 δυνάμει της δεύτερης συμφωνίας.  Τα Τεκμήρια 7 και 8, σύμφωνα με τη μαρτυρία της Μ.Ε.1, είναι αναλυτικές καταστάσεις που περιέχουν την κίνηση των λογαριασμών από την ημερομηνία που ανοίχθηκαν μέχρι τον τερματισμό τους καθώς και τα χρεωστικά τους υπόλοιπα.  Από τις Καταστάσεις, όπως εξήγησε η Μ.Ε.1, διαφαίνεται η καθυστέρηση πληρωμής των δόσεων που συμφωνήθηκαν για αποπληρωμή του δανείου από το 2007.  Την καθυστέρηση αυτή οι Ενάγοντες έθεσαν υπόψη των Εναγομένων με τις επιστολές τους ημερομηνίας 6.7.2007 (Τεκμήριο 11), 27.7.2007 (Τεκμήριο 12) και 29.1.2008 (Τεκμήριο 13), χωρίς όμως καμία ανταπόκριση.   Στο σημείο αυτό παρεμβάλλεται η μαρτυρία της Μ.Ε.2, λειτουργού εξυπηρέτησης πελατών  των Εναγόντων, ότι οι επιστολές στάληκαν με συνηθισμένο ταχυδρομείο τόσο στην εταιρεία στην οδό Φίλωνος 2, 8049 στην Πάφο όσο και στους Εναγόμενους 2 - 5 στη διεύθυνση που αναγραφόταν στο έγγραφο εγγύησης (Τεκμήριο 9), δίπλα ακριβώς από την υπογραφή τους.  Aπόδειξη του Τμήματος   Ταχυδρομικών Υπηρεσιών ημερ. 4.2.08 για την αποστολή  της επιστολής τερματισμού  (Τεκμήριο 13) ως συστημένης, η Μ.Ε.2 κατέθεσε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 19.   Η συγκεκριμένη επιστολή  δεν επεστράφη στην Τράπεζα  ανεπίδοτη ούτε και οι Εναγόμενοι   ενημέρωσαν  ποτέ την Τράπεζα περί οποιασδήποτε αλλαγής στη διεύθυνση  τους.   Σύμφωνα  με τη μαρτυρία της Μ.Ε.1, η ίδια προσωπικά  διευθέτησε όπως  σταλούν συστημένες στους Εναγόμενους από τα Κεντρικά Γραφεία   της Λευκωσίας δίνοντας   τις  στον υπεύθυνο υπάλληλο της  Τράπεζας.

 

            ………………………………………………………………………………….         

Είναι η κατάληξη μου ότι οι Εναγόμενοι παρέλειψαν να συμμορφωθούν  με τον όρο Α(1) της Επιστολής Αποδοχής Πιστωτικών Διευκολύνσεων που  αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της δεύτερης συμφωνίας (Τεκ.6), σε σχέση  με τη μηνιαία αποπληρωμή του δανείου, γι' αυτό και οι Ενάγοντες προέβησαν στον τερματισμό της συμφωνίας δανείου. Παρέλειψαν επίσης να συμμορφωθούν με τις ειδοποιήσεις των Εναγόντων στη βάση του όρου 5 της πρώτης  συμφωνίας, που τους δίνει δικαίωμα να ζητήσουν την εξόφληση   των πιστωτικών διευκολύνσεων  καθ' οιονδήποτε χρόνο  και να απαιτήσουν δικαστικώς  την εξόφληση τους.  Δικαίωμα   τερματισμού της   λειτουργίας του  τρεχούμενου λογαριασμού,  όποτε θελήσουν  οι Ενάγοντες  και χωρίς  προειδοποίηση  στους πελάτες,  παρέχει  ο όρος  3 του Τεκμηρίου 5.   Οι ίδιοι   ακριβώς όροι περιέχονται  και στη δεύτερη συμφωνία (Τεκμήριο 6) που αφορά στο δάνειο, υπό στοιχεία  3 και 5.   Συνεπώς, κρίνω ότι η αποστολή των ειδοποιήσεων στους Εναγόμενους  1-5 και ιδιαίτερα  της επιστολής τερματισμού (Τεκμήριο 13) των συμφωνιών, καθώς και ο τερματισμός   των επίδικων  συμφωνιών ήταν καθόλα  νόμιμα.»

 

 

    Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και τις θέσεις των Εφεσίβλητων 2-5 περί παράνομων χρεώσεων.  Και εδώ παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

 

«Θα προχωρήσω στη συνέχεια να εξετάσω την εισήγηση του δικηγόρου των Εναγομένων 2 - 5 περί παράνομων χρεώσεων ως τόκους ή προμήθειες ή άλλα έξοδα.  Οι Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 αντεξετάστηκαν εν εκτάσει  σ' όσον αφορά  το επιτόκιο ή άλλα έξοδα που χρεώθηκαν οι λογαριασμοί της εταιρείας.  Η Μ.Ε.1  ήταν σαφής ότι «σίγουρα οι λογαριασμοί έχουν χρεωθεί με   χρεώσεις, με έξοδα λειτουργίας.   Σίγουρα έχουν γίνει χρεώσεις για ασφάλειες».  Δεν ήταν  σε θέση όμως να πει τι ποσά  έχουν χρεωθεί για προμήθειες, έξοδα διαχείρισης και άλλα.  Για κάθε τι που ρωτούντο οι Μ.Ε.1 και 2  έδιναν σαφείς απαντήσεις παραπέμποντας στους σχετικούς όρους  των μεταξύ των διαδίκων  συμφωνιών.  Στο σημείο αυτό  θα πρέπει να λεχθεί   ότι η Μ.Ε.2   ανέφερε ότι  μετά την   αποστολή των ειδοποιήσεων (Τεκμήρια  11 και  12), η εταιρεία πλήρωσε  στις 9.8.07  το ποσό των   €2.081,91 και στις 31.8.07 άλλο ποσό εκ €1.621,16 και έκτοτε κανένα  άλλο ποσό, εξού  και ο τερματισμός των δύο συμφωνιών.

 

Και η  Μ.Ε.2 μου φάνηκε ειλικρινής  στη μαρτυρία   της την οποία αποδέχομαι   στην ολότητα της.   Η Μ.Ε.2   ήταν παρούσα  επιπρόσθετα και κατά την υπογραφή της πρώτης συμφωνίας από τα συμβαλλόμενα μέρη, η οποία  επίσης   έθεσε την υπογραφή   της ως μάρτυρας.  Παρούσα ήταν  επίσης και κατά την υπογραφή του εγγράφου Υποθήκης από τα συμβαλλόμενα μέρη.

         

Ως προς το  θέμα του τόκου οι Μ.Ε.1 και 2 ήταν κατηγορηματικές  ότι έγινε χρήση του δικαιώματος των Εναγόντων για  αύξηση του επιτοκίου.   Η Μ.Ε.1 ήταν σαφής ότι  το βασικό επιτόκιο  ή νομισματικό  διατραπεζικό   επιτόκιο  ήταν καθορισμένο   στη δεύτερη συμφωνία  (Τεκμήριο 6) σε 2.14%.   Η ίδια πρόνοια    υπάρχει και στο έγγραφο  της Υποθήκης (Τεκμήριο 10) που συνοδεύει   τη Σύμβαση και Δήλωση Υποθηκεύσεως Ακινήτου Υ1782/05, στον όρο 15 όπου προνοεί   περί κυμαινόμενου  επιτοκίου «που θα αποτελείται i) είτε από το εκάστοτε καθοριζόμενο  από την Τράπεζα  Βασικό Επιτόκιο  της Τράπεζας είτε από Νομισματικό Διατραπεζικό  Επιτόκιο  6 ΜΗΝΙΑΙΟ  EURIBOR, το οποίο θα αναπροσαρμόζεται στο τέλος της κάθε περιόδου χρονικής διάρκειας του πλέον ii) προσαύξηση πλέον iii) τόκο υπερημερίας.   Με βάση τα παραπάνω το επιτόκιο  ανέρχεται σήμερα σε:

 

Βασικό Επιτόκιο ή Νομισματικό Διατραπεζικό Επιτόκιο  Σήμερα 2.14% ετησίως

Προσαύξηση:                                                                        4.00% ετησίως

Τόκος Υπερημερίας:                                                             4.75% ετησίως

Σύνολο Επιτοκίου:       10.89% ετησίως»                                        

                           

Δεν τέθηκε κανένα στοιχείο από πλευράς Υπεράσπισης που να κατατείνει σε παράνομες χρεώσεις υπό τύπον επιτοκίου. ………………»

 

      

    Σε άλλο μέρος της απόφασης του το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει πως μελέτησε όλες τις καταρτισθείσες συμφωνίες, αλλά δεν είχε διαπιστώσει ασάφεια ή αοριστία στους όρους αυτών, ως ήταν η θέση των Εφεσίβλητων 2-5.  Καταγράφει ακόμη πως «… Οι Εναγόμενοι υπέγραψαν όλες τις συμφωνίες και προέβαιναν σε συναλλαγές με τους Ενάγοντες για 2-3 χρόνια χωρίς να προβούν σε καμιά διαμαρτυρία ως προς τα ποσά ή δικαιώματα που χρεώνοντο ή κατατίθεντο ή σ΄ όσον αφορά άλλους όρους».    Με άλλα λόγια, απέρριψε και τις σχετικές  με τα πιο πάνω θέματα δικογραφημένες θέσεις των Εφεσίβλητων 2-5.  Ο κ. Νίνος Χατζηρούσος υπό την πιο πάνω ιδιότητα του, ως ελέχθη, δεν είχε δικογραφημένες θέσεις, αφού δεν είχε καταχωρίσει δικόγραφο.

 

    Στη συνέχεια το Πρωτόδικο Δικαστήριο εστίασε την προσοχή του στα χρεωστικά υπόλοιπα στη βάση των καταστάσεων λογαριασμών (τεκμήρια 7, 8, 15 και 16) που κατέθεσε, χωρίς ένσταση, η Μ.Ε. 1, για να αναφέρει, με παραπομπή σε Νομολογία, τα ακόλουθα:

 

«Έχω μελετήσει  με προσοχή όλη τη μαρτυρία   που προσκομίστηκε  τόσο την προφορική, όσο και τα τεκμήρια.  Δεν εντοπίζεται καμία μαρτυρία ότι έγινε σύγκριση των καταχωρήσεων που βρίσκονται  στον ηλεκτρονικό υπολογιστή/τραπεζικό βιβλίο  των Εναγόντων και των καταχωρήσεων   στους επίδικους λογαριασμούς που αφορούν  στα Τεκμήρια 7, 8, 15 και 16 και κρίθηκε ότι οι τελευταίες ήταν ορθή αντιγραφή/αναπαραγωγή των αρχικών καταχωρίσεων στο τραπεζικό βιβλίο των Εναγόντων.  Η σύγκριση και επιβεβαίωση της ορθότητας των καταχωρίσεων συνιστά αναγκαία   προϋπόθεση στο να   γίνουν δεκτές από το Δικαστήριο ως εκ πρώτη όψεως  απόδειξη  των δοσοληψιών  και λογαριασμών που είναι καταχωρημένοι  στα τεκμήρια, σύμφωνα με το άρθρο  22 του Κεφ.9.

 

Συνεπώς, ενόψει της απουσίας μαρτυρίας ότι τα Τεκμήρια  7, 8, 15 και 16, έχουν συγκριθεί με τις αρχικές καταχωρίσεις στον ηλεκτρονικό υπολογιστή και  διαπιστώθηκε  ότι είναι ορθά, το Δικαστήριο  δεν μπορεί να προσδώσει καμιά σημασία ή βαρύτητα στις δοσοληψίες  και καταχωρήσεις που περιέχονται   στις Καταστάσεις Λογαριασμού (Τεκμήρια 7, 8, 15 και 16) που διαμόρφωσαν και το τελικό αποτέλεσμα του χρεωστικού  υπολοίπου.»

 

 

     Εν κατακλείδι, απέρριψε την αγωγή εναντίον όλων των Εναγομένων (συμπεριλαμβανόμενου και του κ. Νίνου Χατζηρούσου) με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

«Αν και είναι   παραδεκτό   από την Υπεράσπιση ότι  παραχωρήθηκε   το δάνειο των €459.000,00 στην εταιρεία στη βάση   της δεύτερης συμφωνίας, το γεγονός αυτό δεν είναι αρκετό    για να αποδείξει   πώς στη συνέχεια  κινήθηκε ο λογαριασμός ώστε  το Δικαστήριο να   καταλήξει  σε εύρημα  ότι το υπόλοιπο  των λογαριασμών κατά τον τερματισμό τους  ή πρόσφατα ήταν όντως χρεωστικό και πόσο.  Ιδιαίτερα  αν ληφθούν υπόψη  ότι πληρώθηκαν και  διάφορα ποσά από την εταιρεία ακόμη και μετά την αποστολή   των ειδοποιήσεων (Τεκμήρια 11 και 12).  Αυτό  μαρτύρησε η Μ.Ε.2.  Συνεπώς,  μετά την κατάληξη  του Δικαστηρίου ότι  οι Καταστάσεις Λογαριασμού  δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 22 του Κεφ.9 για να γίνουν αποδεκτές ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη των καταχωρίσεων, τα στοιχεία   της κίνησης των λογαριασμών από το άνοιγμα μέχρι  τον τερματισμό τους παραμένουν  άγνωστα στο Δικαστήριο.  Άγνωστα παραμένουν επίσης και τα ποσά που χρεώθηκαν οι λογαριασμοί  ως τόκοι, προμήθειες ή έξοδα.

Σημειώνεται ότι   οι Εναγόμενοι 2-5 αμφισβήτησαν  κατά την ακρόαση  χρεοπιστώσεις  που έγιναν στους επίδικους λογαριασμούς και ιδιαίτερα σ' όσον αφορά    το επιτόκιο, προμήθειες και άλλα έξοδα, καθώς και την ακρίβεια των πράξεων που εμφαίνονται   στις Καταστάσεις Λογαριασμού.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, κρίνω ότι δεν έχει αποδειχθεί  το ύψος του χρεωστικού  υπολοίπου των λογαριασμών  τόσο του τρεχούμενου   όσο και του δανείου που ζητούν οι Ενάγοντες, γι' αυτό και  η σχετική αξίωση θα πρέπει  να απορριφθεί.»

 

 

    Μάλιστα, για την υποθήκη Υ1782/05 για την οποία η Εφεσείουσα ζητούσε διάταγμα εκποίησης των ενυπόθηκων ακινήτων και οι Εφεσίβλητοι 2-5 (με Ανταπαίτηση) διάταγμα εξάλειψης της,  καταγράφει τα ακόλουθα:

 

«Σ' όσον αφορά   την αξίωση των Εναγόντων για εκποίηση της Υποθήκης προς κάλυψη του  ποσού της απόφασης, ενόψει της μη απόδειξης  με τη δέουσα σαφήνεια του ύψους  του χρεωστικού υπολοίπου για το οποίο  μπορεί να εκδοθεί απόφαση, κρίνω ότι και αυτή η  αξίωση  θα πρέπει να απορριφθεί.

 

Από το ενώπιον μου   μαρτυρικό υλικό, βρίσκω ότι έχει αποδειχθεί   η εκτέλεση  της Υποθήκης Υ1782/05 σύμφωνα  με τους όρους του Εγγράφου Υποθήκης (Τεκμήριο 10) που αποτελεί αναπόσπαστο  μέρος  της Υποθήκης   που έδωσε  η Εναγόμενη  1 ως μέρος των  εξασφαλίσεων  που συμφωνήθηκαν  με την Ενάγουσα.  Στο έγγραφο της Υποθήκης  καθορίζεται το ύψος   του ποσού που  εξασφαλίζει, καθώς και το ύψος του επιτοκίου.  Δεν έχει τεθεί κανένα  στοιχείο που να οδηγεί   σε συμπέρασμα ότι  η Υποθήκη είναι  άκυρη ή   οποιοσδήποτε όρος της ως ο σχετικός ισχυρισμός  των Εναγομένων  στην Υπεράσπιση τους.  Εν πάση περιπτώσει,  η εγκυρότητα της Υποθήκης δεν είναι θέμα που αφορά   τους Εναγόμενους 2-5, αλλά την Εναγόμενη  1 που την έδωσε. Επιπρόσθετα  ο δικηγόρος των  Εναγομένων 2-5 δεν κάμνει καμιά αναφορά  στη γραπτή του αγόρευση  για την Υποθήκη που είναι το αντικείμενο της  Ανταπαίτησης, γι' αυτό  και θεωρείται ότι  η Ανταπαίτηση έχει εγκαταλειφθεί.»

 

 

    Η Ενάγουσα τράπεζα δεν πείσθηκε ότι η πρωτόδικη απόφαση ήταν ορθή, και έτσι  καταχώρισε έφεση την οποία ορθά επέδωσε όχι μόνο στους Εναγόμενους 2-5 αλλά και στον κ. Νίνο Χατζηρούσο.  Ο τελευταίος, στις 23.4.2018 ενώπιον του Εφετείου δήλωσε μέσω του ευπαίδευτου δικηγόρου του, πως δεν θα ελάμβανε μέρος ούτε στη διαδικασία της έφεσης, και όντως δεν έλαβε.  Κατ΄ επέκταση, δεν εισηγήθηκε ενώπιον μας ότι ορθά η αγωγή απερρίφθη εναντίον του από το Πρωτόδικο Δικαστήριο.    

 

    Πέντε είναι οι λόγοι έφεσης, όλοι δεόντως αιτιολογημένοι.  Υπάρχουν λόγοι έφεσης που αφορούν ειδικά στην απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την αγωγή εναντίον του κ. Νίνου Χατζηρούσου, ως παραλήπτη και διαχειριστή της περιουσίας της Πρωτοφειλέτιδος Εταιρείας, ο οποίος, ως ελέχθη, δεν καταχώρισε δικόγραφο Υπεράσπισης και δήλωσε πως δεν επιθυμούσε να λάβει μέρος στην πρωτόδικη ακροαματική διαδικασία.      

 

    Με τον πρώτο λόγο έφεσης, η Εφεσείουσα θεωρεί ότι κακώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την ίδια την αγωγή εναντίον του κ. Νίνου Χατζηρούσου και όχι την αίτηση ημερ.  10.1.2013 για απόφαση λόγω μη καταχώρισης  Υπεράσπισης.  

 

     Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στον τρόπο που το Πρωτόδικο Δικαστήριο χειρίστηκε και/ή αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία για την απόδειξη της απαίτησης της εναντίον του κ. Νίνου Χατζηρούσου. Η Εφεσείουσα αναφέρει ότι ουδέποτε αυτός αμφισβήτησε την προσαχθείσα μαρτυρία.   Αναφέρουμε από τώρα πως ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι βάσιμος.   Εδώ η πρωτοφειλέτις, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον κ. Νίνο Χατζηρούσο, ουδέποτε είχε προβάλει οποιαδήποτε Yπεράσπιση σε σχέση με τις συγκεκριμένες αξιώσεις της Εφεσείουσας εναντίον της.   Όχι μόνο δεν καταχώρισε δικόγραφο Υπεράσπισης, παρόλο που της δόθηκε αυτή η δυνατότητα,  αλλά  μέσω του ευπαίδευτου δικηγόρου της είχε δηλώσει πως δεν επιθυμούσε να λάβει μέρος στη διαδικασία και ότι δεν υπήρχε Υπεράσπιση. Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, η Εφεσείουσα θα έπρεπε να αποδείξει με μαρτυρία την απαίτηση της. 

 

 

    Η προφορική μαρτυρία που προσκόμισε κρίθηκε αξιόπιστη από το Πρωτόδικο Δικαστήριο.  Βρίσκουμε ότι στη βάση της αξιόπιστης προφορικής μαρτυρίας και στη βάση του περιεχομένου των κατατεθέντων εγγράφων, το Πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε καταλήξει ότι η Εφεσείουσα απέδειξε, στο βαθμό που απαιτείται σε αστικές υποθέσεις, την υπόθεση της εναντίον της πρωτοφειλέτιδος εταιρείας.   Ορθά οι ευπαίδευτοι δικηγόροι της Εφεσείουσας παρέπεμψαν στην υπόθεση Χαριλάου ν. Τινεντή (2010) 1(Γ) ΑΑΔ, 1677.   Να σημειώσουμε πως στην εν λόγω υπόθεση η πρωτόδικη απορριπτική απόφαση ανετράπη από το Εφετείο παρόλο που το Πρωτόδικο Δικαστήριο εκεί απέρριψε την προφορική μαρτυρία του Εφεσείοντα/Ενάγοντα.   Εδώ, ως ελέχθη, το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστους και τους δύο μάρτυρες που η Εφεσείουσα κάλεσε για να αποδείξει την υπόθεση της.

 

    Υπό το φως της πιο πάνω κατάληξης μας, δεν χρειάζεται να εξετάσουμε κατά πόσο ευσταθεί και ο πρώτος λόγος έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να είχε απορρίψει την ίδια την αγωγή, αλλά την αίτηση για απόφαση ημερ. 10.1.2013.

 

    Προχωρούμε να εξετάσουμε τους λόγους έφεσης που αφορούν στο κατά πόσο η Εφεσείουσα απέδειξε την υπόθεση της και εναντίον των εγγυητών, Εφεσίβλητων 2-5.   Αναφέρουμε από τώρα πως αυτή είχε το βάρος να αποδείξει τόσο την οφειλή της πρωτοφειλέτιδος όσο και την ευθύνη των εγγυητών, ανεξάρτητα από τη στάση που τήρησε η πρωτοφειλέτις.    Ως ελέχθη, η Εφεσείουσα αξίωνε εναντίον των εγγυητών, θεραπείες σε σχέση με πιστωτικές διευκολύνσεις και/ή δάνειο που είχε χορηγήσει στην Πρωτοφειλέτιδα Εταιρεία.

 

    Αναφέρουμε από τώρα πως η σύναψη και το περιεχόμενο της γραπτής συμφωνίας δανείου δεν αμφισβητήθηκε από τους Εφεσίβλητους 2-5.   Ούτε η καταβολή του όχι ευκαταφρόνητου   ποσού του δανείου αμφισβητήθηκε.  Μάλιστα υπάρχει και σχετικό εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο δεν προσβάλλεται, και προς τούτο παραπέμπουμε στο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση που έχουμε ήδη παραθέσει πιο πάνω.   Τέλος, ούτε η ύπαρξη του επίδικου τρεχούμενου λογαριασμού αμφισβητήθηκε, ούτε ότι αυτός διέπετο από συγκεκριμένους όρους, ως η θέση της Εφεσείουσας.

 

    Η τελευταία, πριν από τον τερματισμό των συμφωνιών, είχε αποστείλει σε όλους τους Εφεσίβλητους, και μάλιστα σε διαφορετικές ημερομηνίες, σχετικές επιστολές με τις οποίες τους ενημέρωνε τόσο για το χρεωστικό υπόλοιπο του δανείου (€486.873,66 πλέον τόκοι), όσο και για το ποσό των καθυστερήσεων που αυτό παρουσίαζε.   Οι εν λόγω επιστολές κατατέθηκαν από την Μ.Ε. 1 ως τεκμήρια 11 και 12.  Με την επιστολή, τεκμήριο 11, η Εφεσείουσα τους καλούσε να τακτοποιήσουν τις καθυστερημένες δόσεις του δανείου εντός 15 ημερών.  Με την επιστολή, τεκμήριο 12, τους ενημέρωνε πως η εν λόγω επιστολή θα ήταν η τελευταία προειδοποίηση και τους καλούσε για άλλη μια φορά να εξοφλήσουν τις καθυστερημένες δόσεις «προς αποφυγή δυσάρεστων εξελίξεων».     Ουδέποτε υπεβλήθη στη Μ.Ε. 1  ότι η πρωτοφειλέτις εταιρεία ήταν συνεπής με τις συμβατικές της υποχρεώσεις και ότι κατέβαλλε ανελλιπώς τις μηνιαίες  δόσεις, ως προέβλεπε η καταρτισθείσα συμφωνία.   Ούτε της υπεβλήθη ότι οι καθυστερήσεις ύψους €94.657,72, για τις οποίες γινόταν αναφορά στις εν λόγω επιστολές, δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα.   Η αντεξέταση της επικεντρώθηκε και εξαντλήθηκε στους όρους των καταρτισθεισών συμφωνιών, και ειδικότερα στους όρους που αφορούσαν στο επιτόκιο.    Όπως χαρακτηριστικά της υπεβλήθη, «Σου λέω ότι οι επίδικοι λογαριασμοί χρεώνονταν με βάση όρους που είναι αόριστοι και ασαφείς», κάτι που όχι  μόνο η μάρτυρας απέρριψε, αλλά στο τέλος της ημέρας και το ίδιο το Πρωτόδικο Δικαστήριο με την τελική του απόφαση.          

 

    Για τον τερματισμό των συμφωνιών με τις επιστολές της Εφεσείουσας ημερ. 29.1.2008 (τεκμήριο 13), και για το νόμιμο του τερματισμού τους, υπάρχει το αδιαμφισβήτητο εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, για το οποίο επίσης έχουμε ήδη κάνει αναφορά πιο πάνω.  Στις επιστολές τερματισμού (τεκμήριο 13) γίνεται αναφορά τόσο στο χρεωστικό υπόλοιπο του τρεχούμενου λογαριασμού όσο και στο χρεωστικό υπόλοιπο του δανείου.  Αναφορά επίσης γίνεται και σε αύξηση του επιτοκίου προς 11% από τις 29.1.2008, ημερομηνία τερματισμού.    Για το νόμιμο της αξίωσης της Εφεσείουσας για αύξηση του επιτοκίου σε 11% από 29.1.2008 (ημερομηνία τερματισμού) και για το νόμιμο της κεφαλαιοποίησης των τόκων δύο φορές το χρόνο, υπάρχει και εδώ εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο επίσης δεν προσβάλλεται (σελ. 12 από την πρωτόδικη απόφαση).

    Από όλα τα πιο  πάνω προκύπτει ότι:    

 

   (α)  Όλες οι συμφωνίες είχαν καταρτιστεί και η πρωτοφειλέτις εταιρεία προέβαινε σε συναλλαγές με την Εφεσείουσα για 2-3 χρόνια χωρίς ποτέ αυτή να είχε προβεί σε διαμαρτυρία ή παράπονο αναφορικά με τα οφειλόμενα ποσά και/ή χρεώσεις.

 

    (β)  Το ποσό του δανείου είχε καταβληθεί στην πρωτοφειλέτιδα εταιρεία σύμφωνα με τους όρους της καταρτισθείσας συμφωνίας και αυτό ουδέποτε εξοφλήθηκε.  

 

    (γ)   Όλες οι συμφωνίες τερματίστηκαν νόμιμα από την Εφεσείουσα αφού η πρωτοφειλέτις εταιρεία, τις υποχρεώσεις της οποίας εγγυήθηκαν οι Εφεσίβλητοι 2-5 μέχρι του  ποσού των €600.000,00, πλέον τόκους, πλέον έξοδα,  δεν τήρησε τα συμφωνηθέντα.

 

    (δ)   Στις προειδοποιητικές επιστολές (τεκμήρια 11 και 12) και στις επιστολές τερματισμού (τεκμήριο 13) οι οποίες είχαν αποσταλεί σε όλους τους Εφεσίβλητους, πριν από την  καταχώριση της αγωγής, γινόταν αναφορά σε συγκεκριμένο καθυστερημένο και/ή οφειλόμενο ποσό δυνάμει της συμφωνίας δανείου και του τρεχούμενου λογαριασμού.  Οι Εφεσίβλητοι ουδέποτε αντέδρασαν και κατ΄ επέκταση ουδέποτε αμφισβήτησαν το περιεχόμενο των εν λόγω επιστολών.   Αυτή η μη αμφισβήτηση ουσιαστικά συνιστούσε παραδοχή εκ μέρους τους ότι υπήρχαν οι καθυστερημένες δόσεις και τα οφειλόμενα ποσά, για τα οποία γινόταν αναφορά στις εν λόγω επιστολές (Παπαχριστοδούλου ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2015) 1(Β) ΑΑΔ, 953),  

 

    (ε)  Οι Εφεσίβλητοι μετά τις επιστολές τερματισμού (τεκμήριο 13) ουδέν ποσό κατέβαλαν, και το κυριότερο

 

    (στ)  Οι Εγγυητές/Εφεσίβλητοι 2-5  κατά την ακρόαση της αγωγής, δεν προσκόμισαν μαρτυρία για να αμφισβητήσουν τη μαρτυρία  που η Εφεσείουσα προσκόμισε σε σχέση με τα οφειλόμενα ποσά, τόσο κατά το χρόνο τερματισμού των συμφωνιών όσο και προηγουμένως, και η οποία μαρτυρία, κρίθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιόπιστη.  

 

    Στη βάση όλων των πιο πάνω, το Πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε θεωρήσει ότι η Εφεσείουσα απέδειξε την υπόθεση της και εναντίον των εγγυητών στο βαθμό που απαιτείται στις αστικές υποθέσεις.  Δεν συμφωνούμε με το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αυτό δεν μπορούσε «να καταλήξει σε εύρημα ότι  το υπόλοιπο των λογαριασμών κατά τον τερματισμό τους ή πρόσφατα ήταν όντως χρεωστικό  και πόσο».   Να επαναλάβουμε, ότι η λήψη του ποσού του δανείου ύψους €459.000 από την Πρωτοφειλέτιδα Εταιρεία, ήταν παραδεκτό γεγονός από τους Εγγυητές-Εφεσίβλητους 2-5.  Ούτε ετέθη θέμα από τους τελευταίους ότι το υπόλοιπο στους λογαριασμούς ήταν πιστωτικό.  Τουναντίον, το υπόλοιπο σε κάθε λογαριασμό ήταν χρεωστικό, όχι μόνο κατά το χρόνο τερματισμού των συμφωνιών αλλά και προηγουμένως, κάτι που οι Εφεσίβλητοι 2-5 ουδέποτε αμφισβήτησαν. 

 

    Εν κατακλείδι, ο πέμπτος λόγος έφεσης σύμφωνα με τον οποίο ακόμη και αν οι καταστάσεις λογαριασμών (τεκμήρια 7, 8, 15 και 16) δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη, υπήρχε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου άλλο μαρτυρικό υλικό (το οποίο κρίθηκε αποδεκτό και αξιόπιστο) που δικαιολογούσε την έκδοση απόφασης εναντίον των Εφεσίβλητων, είναι βάσιμος.

  

    Βάσιμος είναι και ο τέταρτος λόγος έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε το περιεχόμενο των καταστάσεων λογαριασμών (τεκμήρια 7, 8, 15 και 16) με την αιτιολογία ότι αυτές δεν είχαν συγκριθεί με τις αρχικές καταχωρίσεις στον ηλεκτρονικό υπολογιστή.  Καταγράφεται στην αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης, ανάμεσα σ΄ άλλα, ότι οι εν λόγω καταστάσεις λογαριασμών κατατέθηκαν χωρίς ένσταση ως τεκμήρια ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, χωρίς ποτέ να αμφισβητηθεί από τους Εφεσίβλητους το περιεχόμενο τους και χωρίς αυτοί να είχαν προβεί σε οποιαδήποτε επιφύλαξη αναφορικά με την αλήθεια του περιεχομένου τους.     

 

    Πράγματι, τα εν λόγω τεκμήρια, όπως και όλα τα υπόλοιπα, κατατέθηκαν χωρίς ένσταση και χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη εκ μέρους των Εφεσίβλητων.   Συνεπώς, ουδέποτε είχε τεθεί θέμα αποδεκτότητας των καταστάσεων λογαριασμών, αφού ουδέποτε ήταν η θέση της Υπεράσπισης ότι τα έγγραφα που είχαν κατατεθεί ως τεκμήρια 7, 8, 15 και 16,  είχαν περιεχόμενο άλλο από αυτό που υπήρχε στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές από τους οποίους αυτά είχαν  ληφθεί.  Η γραμμή της Υπεράσπισης ήταν άλλη.  Ήταν   πως οι λογαριασμοί «χρεοπιστώνοντο λανθασμένα σε σχέση με τους όρους των επίδικων συμφωνιών» και κατ΄ επέκταση αυτοί ήταν «αυθαίρετοι σε ένα  μεγάλο βαθμό», ο οποίος, βαθμός, ουδέποτε διευκρινίστηκε από τους Εφεσίβλητους 2-5.        Ισχύουν και εδώ τα όσα λέχθηκαν στην Christakis Ioannou Merkis Services Ltd κ.α. ν. Hellenic Bank Company Ltd, Πολιτική Έφεση αρ. 126/12, απόφαση ημερ. 10.7.2018, ECLI:CY:AD:2018:A345, στην οποία παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Εφεσείουσας.   Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

 

«Αρχίζοντας την εξέταση μας από τον τελευταίο λόγο παρατηρούμε ότι αυτός είναι εντελώς αβάσιμος και θα πρέπει να απορριφθεί.  Από τα πρακτικά φαίνεται ότι αμφότερα τα τεκμήρια, τα οποία είναι καταστάσεις λογαριασμού της Εφεσείουσας, κατατέθησαν από τους Μ.Ε.2 και 3  χωρίς ένσταση από τους Εφεσείοντες.  Δεν προέβησαν επίσης σε καμία επιφύλαξη αναφορικά με το περιεχόμενο τους.  Με δεδομένη αυτή την κατάσταση των πραγμάτων δεν μπορούν τώρα οι Εφεσείοντες να παραπονιούνται για την αποδεκτότητα των τεκμηρίων αυτών.  Υπενθυμίζουμε ότι άλλο πράγμα είναι η αποδεκτότητα ενός εγγράφου και άλλο η αποδεικτική του αξία.  Στην αιτιολογία του λόγου αυτού  παρατηρείται μία σύγχυση αναφορικά με το θέμα αυτό.  Από τη μια γίνονται αναφορές σε σχέση με την αποδεκτότητα τους και από την άλλη σε σχέση με την αποδεικτική τους αξία.

 

Ο λόγος έφεσης 7 αναφέρεται στην αποδεκτότητα των εγγράφων αυτών ως Τεκμήρια και για τους λόγους που έχουμε αναφέρει δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.»

 

 

    Στη Γρηγορίου ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1(Β) ΑΑΔ, 846, στην οποία παρέπεμψε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν κατατέθηκε από την Ενάγουσα Τράπεζα αναλυτική κατάσταση λογαριασμού, η οποία θα έριχνε φως στην κίνηση του λογαριασμού από το άνοιγμα μέχρι και το κλείσιμο του.  Εδώ, οι κατατεθείσες καταστάσεις ήταν πλήρεις και έδιδαν φως στην κίνηση των λογαριασμών από την ημερομηνία που αυτοί ανοίχθηκαν μέχρι και την ημερομηνία που αυτοί έκλεισαν.    Κατ΄ επέκταση, είχε εξηγηθεί, με την δέουσα σαφήνεια και πειστικότητα, πώς προέκυπταν τα συγκεκριμένα οφειλόμενα ποσά, κάτι που δεν συνέβη στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Σταυρινού (2005) 1(Β) ΑΑΔ, 1390, η οποία  επίσης μνημονεύεται στην πρωτόδικη απόφαση.   Σε συμφωνία με τις θέσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων της Εφεσείουσας, οι δύο πιο πάνω αποφάσεις δεν είχαν εφαρμογή στα ιδιαίτερα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.  

 

    Βρίσκουμε ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του το περιεχόμενο των πιο πάνω τεκμηρίων.  Αν το ελάμβανε, δεν θα είχε καμιά δυσκολία να εκδώσει απόφαση προς όφελος της Εφεσείουσας αφού οι Εφεσίβλητοι,  ως ελέχθη, ουδεμία μαρτυρία προσκόμισαν για να αντικρούσουν τη μαρτυρία της Εφεσείουσας, η οποία, επαναλαμβάνουμε, κρίθηκε αξιόπιστη.    Το πιο  κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Christakis Ioannou Merkis Services Ltd (πιο πάνω) επίσης είναι σχετικό:     

 

«Εδώ οι καταστάσεις λογαριασμού, Τεκμ. 10 και 11 κατατέθησαν άνευ ενστάσεως ως τεκμήρια.  Ο Περί Αποδείξεως Νόμος, ΚΕΦ. 9, άρθρο 22 προβλέπει:

 

‘Τραπεζικά βιβλία

 

22.-(1) Τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ παρόvτoς άρθρoυ, αvτίγραφo καταχώρισης σε τραπεζικά βιβλία γίvεται δεκτό σε όλες τις voμικές διαδικασίες ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη τέτoιας καταχώρισης και τωv θεμάτωv, δoσoληψιώv και λoγαριασμώv πoυ είvαι καταχωρισμέvα σ' αυτό.’

 

Με βάση λοιπόν το Τεκμ. 10, μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου αποδεικνύεται, μεταξύ άλλων, και το ύψος του οφειλόμενου ποσού, εφόσον δεν έχει ανατραπεί από άλλη μαρτυρία.  Εδώ οι Εφεσείοντες επέλεξαν, όπως ήταν δικαίωμα τους, να μην καταθέσουν και να προσφέρουν καμία άλλη μαρτυρία προς αντίκρουση της άνω μαρτυρίας της Εφεσίβλητης.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, συνεπώς, πολύ ορθά προσέγγισε το όλο θέμα και η παρέμβαση μας δεν είναι επιτρεπτή (βλ. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Γιώργος Οικονόμου, ECLI:CY:AD:2014:A786, Π.Ε. 335/2009, ημερ. 17.10.2014, ECLI:CY:AD:2014:A786, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Παναγιώτου ECLI:CY:AD:2018:A71, Π.ε. 398/2011 ημερ. 12.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:A71, Φωτίου κ.α. ν. Alpha Bank Cyprus Ltd Π.Ε. 39/2012 ημερ. 3.5.2018).  Ο λόγος Έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει.»

 

 

    Υπό το φως της πιο πάνω κατάληξης μας, δεν χρειάζεται να εξετάσουμε κατά πόσο είναι βάσιμος και ο τρίτος λόγος έφεσης.     Η πρωτόδικη απόφαση ημερ. 13.5.2014 παραμερίζεται.   Εκδίδεται απόφαση  υπέρ  της   Εφεσείουσας  και εναντίον των Εφεσίβλητων

1-5, αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως, ως ακολούθως: 

 

   (α)   Για το ποσό των  €3.415,09, με τόκο 11%  ετησίως από 1.7.2008 μέχρι εξοφλήσεως, του τόκου κεφαλαιοποιημένου δύο φορές το χρόνο, ήτοι την 30ην Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου (τρεχούμενος λογαριασμός), και

 

    (β)  Για το ποσό των €543.196,03, με τόκο 11% ετησίως από 1.7.2008 μέχρι εξοφλήσεως, του τόκου κεφαλαιοποιημένου δύο φορές το χρόνο, ήτοι την 30ην Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου (δάνειο).

    Περαιτέρω εκδίδεται διάταγμα ως η παράγραφος 15Δ της Έκθεσης Απαίτησης (Υποθήκη).  

 

    Επιδικάζονται  προς όφελος της επιτυχούσας Εφεσείουσας και εναντίον των Εφεσίβλητων τα έξοδα της έφεσης και της πρωτόδικης διαδικασίας, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. 

 

 

 

                                                Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.

 

 

                                                Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

                                                Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο