ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΤΑΣΗ ΚΑΠΟΝΑ v. ΜΑΡΙΑΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 272/2014, 12/7/2022

ECLI:CY:AD:2022:A307

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

[Πολιτική Έφεση Αρ. 272/2014]

 

 

12 Ιουλίου, 2022

 

[Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Ν. ΣΑΝΤΗΣ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ ΔΔ]

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΤΑΣΗ ΚΑΠΟΝΑ

                         Εφεσείων/Καθ’ ου η Αίτηση  

v.

ΜΑΡΙΑΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

                 Εφεσίβλητης/Αιτήτριας 

 

----------------------

Μ. Σάββα, για τον Εφεσείοντα

Α. Παπαχαραλάμπους για Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη  

                                 ---------------------------------

 

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.:   Ο Εφεσείων, από τον Ιανουάριο του 2000 είναι ιδιοκτήτης ενός καταστήματος με αριθμό εγγραφής [ ], τεμάχιο [ ], [ ] στην Πόλη Χρυσοχούς (στο εξής το υποστατικό), εντός ελεγχόμενης περιοχής, εν τη εννοία του άρθρου 2 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου του 1983 (Ν. 23/1983) και της Κ.Δ.Π. 519/2007.

 

          Στα πλαίσια της Αίτησης υπ’ αριθμό  Κ8/2010 που καταχωρίστηκε στις 3.3.2010 ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Λεμεσού – Πάφου, Τμήμα Πάφου και κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, εκδόθηκε στις 4.7.2014 «Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η Εφεσίβλητη ήταν και είναι θέσμια ενοικιάστρια και μέχρι την κατεδάφιση του (τον Νοέμβριο 2011), κάτοχος του υποστατικού».

 

          Της Αίτησης υπ’  αριθμό Κ8/2010, προηγήθηκε στις 27.10.2006 η καταχώριση εκ μέρους του Εφεσείοντος και εναντίον του Νίκου Μιχαήλ Χριστοδούλου, - συζύγου της Εφεσίβλητης – ως θέσμιου ενοικιαστή, Αίτηση Έξωσης υπ’  αριθμό Ε63/2006 στο ίδιο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων, η οποία αφορούσε το υποστατικό.  Στα πλαίσια της εν λόγω Αίτησης υπ’ αριθμό Ε63/2006, εκ συμφώνου εκδόθηκε στις 18.3.2009  εναντίον του συζύγου της Εφεσίβλητης, Διάταγμα ανάκτησης κατοχής του υποστατικού, με αναστολή εκτέλεσης του μέχρι 31.1.2010.  Επιδικάστηκε επίσης εκ συμφώνου, αποζημίωση υπέρ του συζύγου της Εφεσίβλητης, ύψους €3.500 πλέον τόκο, η οποία κατατέθηκε στο Δικαστήριο από τον Εφεσείοντα και δεν εισπράχθηκε από τον σύζυγο της Εφεσίβλητης.  

 

Το Διάταγμα ημερομηνίας 18.3.2009 επιδόθηκε στον σύζυγο της Εφεσίβλητης και στην Εφεσίβλητη στις 9.7.2009.  Στην Εφεσίβλητη   αποστάληκε και επιστολή μέσω του δικηγόρου του Εφεσείοντος, αναφορικά με την έκδοση και την επικείμενη εκτέλεση εντάλματος ανάκτησης κατοχής. Η Εφεσίβλητη δεν έλαβε οποιαδήποτε δικαστικά μέτρα μέχρι τις 3.3.2010, οπότε δικαστικός επιδότης εκτέλεσε το ένταλμα ανάκτησης κατοχής εναντίον της Εφεσίβλητης και η κατοχή του υποστατικού παραδόθηκε στον Εφεσείοντα.  Το υποστατικό, εκκρεμούσης της διαδικασίας της Αίτησης υπ’ αριθμό Κ8/2010, κατεδαφίστηκε τον Νοέμβριο του 2011.

 

          Με την Έφεση, ο Εφεσείων προσβάλλει την Αναγνωριστική Δήλωση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου (ανωτέρω) στα πλαίσια της Αίτησης υπ’ αριθμό Κ8/2010, με 12 λόγους έφεσης.

 

          Ειδικά, με τον 2ο  και 3ο  λόγο έφεσης ο Εφεσείων θεωρεί εσφαλμένη και αντιφατική την απόφαση του  πρωτόδικου Δικαστηρίου, με δεδομένη την ύπαρξη του Διατάγματος προς όφελος του Εφεσείοντος ημερομηνίας 18.3.2009 στην Αίτηση Έξωσης υπ’ αριθμό Ε63/2006 και εναντίον του συζύγου της  Εφεσίβλητης, Νίκου Χριστοδούλου, με την οποία αναγνωρίζετο αυτός ως θέσμιος ενοικιαστής του υποστατικού, για την ίδια χρονική περίοδο.  Το δε διάταγμα έξωσης εκτελέστηκε και εναντίον της Εφεσίβλητης.

 

          Περαιτέρω,  με τον 11ο λόγο έφεσης πλήττεται η παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αξιολογήσει το κοινώς παραδεκτό γεγονός ότι η Εφεσίβλητη μετά την έκδοση του προσωρινού διατάγματος στα πλαίσια της Αίτησης υπ’  αριθμό Κ8/2010, το οποίο την προστάτευε από οποιαδήποτε έξωση από το υποστατικό, παρέλειψε να τηρήσει όρο που έθεσε το Δικαστήριο, με αποτέλεσμα το προσωρινό διάταγμα να παύσει να ισχύει και να εκτελεσθεί και εναντίον της το διάταγμα έξωσης στην Αίτηση αριθμός Ε63/2006.

 

          Ως εκ της φύσεως και αντικειμένου  των λόγων έφεσης, θα ασχοληθούμε πρώτα με τον 2ο και 3ο λόγο έφεσης, που άπτονται της ύπαρξης του Διατάγματος Έξωσης στην Αίτηση υπ’ αριθμό Ε63/2006 εναντίον του συζύγου της Εφεσίβλητης, προγενέστερου της προσβαλλόμενης Αναγνωριστικής Απόφασης. 

 

          Είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντος ότι, με δεδομένο το προηγούμενο Διάταγμα ανάκτησης κατοχής του υποστατικού ημερομηνίας 18.3.2009 στα πλαίσια της Αίτησης υπ’ αριθμό Ε63/2006, το οποίο μέχρι σήμερα βρίσκεται σε ισχύ και με το οποίο αναγνωρίστηκε ως θέσμιος ενοικιαστής του υποστατικού ο σύζυγος της Εφεσίβλητης, για την ίδια χρονική περίοδο, προς όφελος του οποίου ο Εφεσείων κατέβαλε και σχετικές αποζημιώσεις, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκδωσε την επίδικη Αναγνωριστική Δήλωση, αναγνωρίζοντας την Αιτήτρια ως θέσμια ενοικιάστρια του υποστατικού, η οποία (Δήλωση) όπως ισχυρίζεται, είναι σε αντίφαση και πλήρη σύγκρουση με το προηγούμενο Διάταγμα και/ή κατά παράβαση του δεδικασμένου που είχε δημιουργηθεί. 

 

          Αντίθετα, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσίβλητης ισχυρίστηκε ότι το Διάταγμα Έξωσης που εκδόθηκε στα πλαίσια της Αίτησης υπ’ αριθμό Ε63/2006 δεν έχει καμιά σχέση με την παρούσα υπόθεση και την αιτούμενη θεραπεία της Εφεσίβλητης. 

 

          Εξετάσαμε με προσοχή τα όσα σχετικά υποστήριξαν ενώπιον μας οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των δύο πλευρών.  Το ερώτημα που εγείρεται και το Εφετείο καλείται να αποφασίσει είναι κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά την ύπαρξη του προηγούμενου Διατάγματος ανάκτησης κατοχής του υποστατικού, το οποίο κατά τον κρίσιμο χρόνο βρισκόταν σε ισχύ, ορθώς προχώρησε στην έκδοση της επίδικης Αναγνωριστικής Δήλωσης.  Η απάντηση στο ερώτημα είναι κατά την κρίση μας καταφανώς αρνητική.  Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το εκ συμφώνου εκδοθέν Διάταγμα ανάκτησης κατοχής του υποστατικού, ημερομηνίας 18.3.2009, εναντίον του συζύγου της Εφεσίβλητης ως θέσμιος ενοικιαστής του, επιδόθηκε και στην Εφεσίβλητη στις 9.7.2009.  Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε στην απόφαση του, η Εφεσίβλητη κανένα δικαστικό μέτρο έλαβε μέχρι τις 3.3.2010, οπότε ο δικαστικός επιδότης εκτέλεσε το ένταλμα ανάκτησης κατοχής εναντίον της Εφεσίβλητης και η κατοχή του υποστατικό παραδόθηκε στον Εφεσείοντα.  Όπως ορθώς επεσήμανε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντος, η Εφεσίβλητη, αν και είχε το δικαίωμα με βάση τη Δ.43(Α) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, ως πρόσωπο που επικαλείτο ότι είχε πραγματική κατοχή του υποστατικού, να αποταθεί στο Δικαστήριο για θεραπεία, - αφού είχε λάβει γνώση του σχετικού Διατάγματος – εν τούτοις  σε κανένα σχετικό δικονομικό διάβημα προέβηκε και χωρίς καμιά ένσταση, επέτρεψε την εκτέλεση του Διατάγματος εναντίον της και την συνακόλουθη παράδοση του υποστατικού στον  Εφεσείοντα.

 

 Ωστόσο, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα κατά την κρίση μας, έλαβε υπόψη του ότι ο σύζυγος της Εφεσίβλητης, στα πλαίσια της Αίτησης Έξωσης υπ’ αριθμό Ε63/2006, αρχικά ισχυρίστηκε στην Απάντηση του ότι ενοικιάστρια του υποστατικού ήταν η Εφεσίβλητη, ενώ στη συνέχεια τροποποίησε την Απάντηση του, ισχυριζόμενος ότι ο ίδιος ήταν ο ενοικιαστής του υποστατικού.  Και τούτο, όπως ανέφερε και στην ένορκη μαρτυρία του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, γιατί θεώρησε ότι αυτός ήταν «καλός τρόπος» για να εξαναγκάσει την Εφεσίβλητη να παραμείνει στο σπίτι με τα παιδιά τους.

 

  Ό,τι έχει σημασία, υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, είναι το εν τέλει εκ συμφώνου εκδοθέν Διάταγμα ανάκτησης κατοχής εναντίον του συζύγου της Εφεσίβλητης, το οποίο ουδέποτε ακυρώθηκε. Τονίζουμε συναφώς ότι η Εφεσίβλητη καμιά Αίτηση  δεν καταχώρισε στο Δικαστήριο, ώστε να αιτηθεί την αναθεώρηση, τροποποίηση ή ακύρωση του Διατάγματος έξωσης ημερομηνίας 18.3.2009, επικαλούμενη ότι αυτό «επιτεύχθηκε συνεπεία οιασδήποτε απάτης, ψευδών παραστάσεων ή ουσιώδους λάθους», με βάση το άρθρο 6 του Νόμου 23/1983.

 

 Η εν λόγω παράλειψη της Εφεσίβλητης να αποταθεί στο Δικαστήριο ως εξηγήσαμε ανωτέρω, δεν της επέτρεπε, κατά την κρίση μας, να αιτηθεί την έκδοση της υπό κρίση Αναγνωριστικής Δήλωσης, ότι η ίδια ήταν από το 2000 η θέσμια ενοικιάστρια του υποστατικού, αφού τέτοια Δήλωση του Δικαστηρίου αντιφάσκει, αντιστρατεύεται και προσκρούει στο ήδη εκδοθέν εκ συμφώνου Διάταγμα έξωσης ημερομηνίας 18.3.2009 εναντίον του συζύγου της, το οποίο ουδέποτε ακυρώθηκε.

 

          Εν κατακλείδι, ό,τι ουσιαστικά διαπιστώνεται είναι ότι α) ο τρόπος που η Εφεσίβλητη επέλεξε να αντιμετωπίσει το ήδη εκδοθέν  Διάταγμα Έξωσης του υποστατικού ημερομηνίας 18.3.2009 εναντίον του συζύγου της και ειδικότερα η  αδράνεια που επέδειξε στην εκτέλεση του εν λόγω Διατάγματος και εναντίον της, το οποίο της επιδόθηκε και προσωπικά στις 9.7.2009, ως και η παράλειψη της να αιτηθεί την ακύρωση του Διατάγματος ως αναφέρθηκε ανωτέρω,  και β) η παράλειψη της να εκπληρώσει τον όρο που είχε θέσει το πρωτόδικο Δικαστήριο στα πλαίσια του προσωρινού Διατάγματος που αυτή είχε εξασφαλίσει στις 28.7.2010 – το οποίο απαγόρευε την παρεμπόδιση της ειρηνικής απόλαυσης και χρήσης του μίσθιου από την ίδια – με αποτέλεσμα να ακυρωθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο (σχετικός είναι ο 11ος λόγος έφεσης), ισοδυναμεί κατά την άποψη μας, με την εν τέλει αποδοχή εκ μέρους της Εφεσίβλητης  της  έκδοσης του Διατάγματος Έξωσης και ως εκ τούτου, εμποδιζόταν λόγω συμπεριφοράς  (estoppel by conduct), να συνεχίσει την δικαστική διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία αξίωνε όπως αναγνωριστεί η ίδια ως θέσμια ενοικιάστρια του υποστατικού.

 

          Οι αρχές που διέπουν την εφαρμογή του κανόνα του κωλύματος λόγω συμπεριφοράς (estoppel by conduct), έχουν καθιερωθεί νομολογιακά σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Ιωάννου Γιαννάκης ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1999) 1 (Γ) ΑΑΔ 1522 είναι σχετικό:

 

«Σύμφωνα με τον Nokes το Κώλυμα (Estoppel) είναι ένας κανόνας με τον οποίο ένας διάδικος εμποδίζεται από του να εγείρει ή να αρνηθεί ένα γεγονός (Nokes 'Introduction to Evidence', 3rd Ed., page 208), ενώ σύμφωνα με τον Phipson είναι ένας κανόνας που εμποδίζει ένα διάδικο από του να αρνηθεί την ύπαρξη μιας κατάστασης γεγονότων που έχει προβάλει προηγουμένως. (Phipson on Evidence, 12th Ed., page 912).

Το Κώλυμα μπορεί να είναι

(1)   Κώλυμα λόγω δεδικασμένου (Estoppel by record),

(2)   Κώλυμα λόγω καταχωρίσεων σε έγγραφα (Estoppel by deed) και

(3)          Κώλυμα λόγω συμπεριφοράς (Estoppel by conduct or  Estoppel in pais).

Σύμφωνα με τον κανόνα του Κωλύματος λόγω συμπεριφοράς,

'Όταν ένας συμβαλλόμενος σε μια συναλλαγή με τα λόγια του ή τη συμπεριφορά του προβαίνει σε μια υπόσχεση ή διαβεβαίωση προς τον άλλο συμβαλλόμενο, που αποσκοπεί να επηρεάσει τις νομικές σχέσεις μεταξύ τους και ο άλλος συμβαλλόμενος ενεργεί πάνω σε αυτή, διαφοροποιώντας τη θέση του προς βλάβη, δεν θα επιτραπεί στο συμβαλλόμενο που προέβηκε στην υπόσχεση ή έδωσε τη διαβεβαίωση  να  ενεργήσει με τρόπο ασυμβίβαστο προς αυτή'. (HadjiYiannis v. Attorney-General of the Republic (1970) 1 C.L.R. 32).

Το Κώλυμα λόγω συμπεριφοράς μπορεί να πάρει τη μορφή του

 (i)   Κωλύματος λόγω παραστάσεων (Soanes v. London and South Western Railway [1919] 120 L.T. 598).

 (ii)   Κωλύματος λόγω υποσχέσεων (Central London Property Trust Ltd. v. High Trees House Ltd. [1947] 1 K.B. 130) και

(iii)   Περιουσιακού Κωλύματος.»

 

 

(βλ. επίσης Πραξιτέλης Βογαζιανός κ.ά v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (Αρ. 1) (2011)  1 ΑΑΔ 253) και Υπό Εκκαθάριση Εταιρεία Κώστας Παφίτης & Υιοί Λτδ διά του Εκκαθαριστού της, του Επίσημου Παραλήπτη και Έφορου Εταιρειών Σπύρου Κόκκινου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση 201/2014 ημερομηνίας 19.5.2022, ECLI:CY:AD:2022:D191).

 

          Επισημαίνεται ότι η μη ρητή αναφορά του κανόνα του κωλύματος λόγω συμπεριφοράς, στους λόγους έφεσης του Εφεσείοντος, ουδόλως αποστερεί το Εφετείο από την εξουσία να εξετάσει την εφαρμογή του, εφόσον αυτή δικαιολογείται υπό τα αδιαμφισβήτητα περιστατικά της υπόθεσης, όπως εξηγήσαμε ανωτέρω. [(βλ. Stylianou ν. Papacleovoulou (1982) 1 CLR, 542, 552, Kennedy Hotels Ltd n. Indjirdjian (1992) 1 (A) ΑΑΔ, 400 και Υπό Εκκαθάριση Εταιρεία Κώστας Παφίτης & Υιοί Λτδ διά του Εκκαθαριστού της, του Επίσημου Παραλήπτη και Έφορου Εταιρειών Σπύρου Κόκκινου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (ανωτέρω).

 

          Η πιο πάνω κατάληξη μας σε σχέση με τον 2ο, 3ο   και 11ο

 λόγο έφεσης, καθιστά αχρείαστη την εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης. 

 

          Η Έφεση επιτρέπεται.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. 

 

 

 

 

          Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον της Εφεσίβλητης ύψους €3.400, πλέον ΦΠΑ (αν υπάρχει).

 

                                                                    Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                                                   Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

                                                       

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

/Α.Λ.Ο.

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο