ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΛΕΥΚΟΝΙΚΟ ΛΤΔ v. ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΓΑΒΡΙΗΛ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 450/2011, 13/7/2022

ECLI:CY:AD:2022:D300

AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Πολιτική Έφεση Αρ. 450/2011

 

13 Ιουλίου, 2022

 

[ ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος,]

[ΓΙΑΣΕΜΗ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΛΕΥΚΟΝΙΚΟ ΛΤΔ

Εφεσειόντων/Εναγόντων/

Εξ’ ανταπαιτήσεως Εναγομένων

 

και

 

1.  ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΓΑΒΡΙΗΛ

                               2.  ΜΑΡΙΟΥ ΧΑΤΖΗΓΑΒΡΙΗΛ

                               3.  ΜΙΧΑΛΗ ΧΑΤΖΗΓΑΒΡΙΗΛ

 

Εφεσίβλητων/Εναγομένων/

Εξ’ ανταπαιτήσεως Εναγόντων

--------------------

 

Γ. Παπαθεοδώρου προσωπικά και για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τους Εφεσείοντες

Ρ. Βραχίμης για Ρ. Βραχίμη & Συνεργάτες ΔΕΠΕ με Μ. Κωνσταντίνου (κα) για Μαρκίδη Μαρκίδη & Συνεργάτες ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητο αρ.1

Κ. Χατζηϊωάννου, για Εφεσίβλητους 2 και 3

 

ΠΑΝΑΓΗ, Π.  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου, θα δοθεί από τον Γιασεμή, Δ.

-----------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Εφεσείοντες στην παρούσα έφεση είναι οι ενάγοντες στην αγωγή αρ. 3783/2002 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, (το Δικαστήριο).  Με την απαίτηση τους, αξίωναν εναντίον των εφεσίβλητων, εναγομένων στην εν λόγω αγωγή, την πληρωμή ποσού Λ.Κ.1.700.000,00 με τόκο προς 9.5% ετησίως, από τις 22.6.2001. Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, αυτή βασιζόταν σε «γραμμάτιο συνήθους τύπου και/ή γραμμάτιο και/ή χρεωστικό ομόλογο».  Σημειώνεται, ότι οι εφεσείοντες είναι νομικό πρόσωπο, εγγεγραμμένο ως δημόσια εταιρεία. Οι εφεσίβλητοι, αντίθετα, είναι όλοι φυσικά πρόσωπα.  Εκτός από την υπεράσπιση τους στην αγωγή, καταχώρησαν, επίσης, εναντίον των εφεσείοντων και ενός τρίτου νομικού προσώπου, ανταπαίτηση.  Ειδικά, η χρηματική απαίτηση που πρόβαλαν με αυτή, είναι ανεξάρτητη από την απαίτηση των εφεσειόντων, οι οποίοι, ως εκ της πιο πάνω ανταπαίτησης, εμφανίζονται στον τίτλο της αγωγής και ως εξ ανταπαιτήσεως εναγόμενοι 1 και 2, αντίστοιχα.  Σημειώνεται, εξ αρχής, ότι δεν εκδόθηκε απόφαση εναντίον των τελευταίων, οι οποίοι, ως εκ τούτου, δεν λαμβάνουν μέρος στις υπό εξέταση έφεση και αντέφεση.

 

Συγκεκριμένα, οι εφεσίβλητοι, με την ανταπαίτηση τους αξίωναν την έκδοση διακηρυκτικών αποφάσεων αναφορικά με την εγκυρότητα του προαναφερθέντος αξιόγραφου για Λ.Κ.1.700.000,00 και ενός δευτέρου, παρόμοιας φύσεως εγγράφου, για ποσό Λ.Κ.5.481.205,20, τα οποία παραδέχονται ότι υπέγραψαν προς όφελος των εφεσειόντων.  Επίσης, αξίωναν την καταβολή από τους τελευταίους δύο διαφορετικών ποσών, ήτοι για Λ.Κ.204.268,00 και Λ.Κ.7.751.669,00, αντίστοιχα.  Σημειώνεται ότι οι  πιο πάνω αξιώσεις, σε σχέση με το δεύτερο προαναφερθέν αξιόγραφο και το ποσό των Λ.Κ.7.751.669,00, ουσιαστικά αφορούν στην προαναφερθείσα ξεχωριστή ανταπαίτηση.  Στην παράγραφο 5(Β)(γ) δε, της υπεράσπισης και ανταπαίτησης, αναφέρεται ότι οι εφεσίβλητοι ήγειραν τις ίδιες αξιώσεις και στην αγωγή αρ. 3019/2002 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, η οποία, εμφανώς, είχε προηγηθεί της προαναφερθείσας αγωγής αρ. 3782/2002 του ίδιου Επαρχιακού Δικαστηρίου.    Ωστόσο, σε κάποιο στάδιο δηλώθηκε από τα μέρη ότι η αγωγή αρ. 3019/2002, αν και παλαιότερη, θα ακολουθούσε το αποτέλεσμα της αγωγής αρ. 3782/2002. 

 

Στα πιο πάνω γεγονότα αναφέρονται οι ιδιότητες των διαδίκων στην υπόθεση και οι εκατέρωθεν αξιώσεις τους, που εκδικάστηκαν από το Δικαστήριο.  Με το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας, το Δικαστήριο έκανε δεκτή την απαίτηση των εφεσειόντων για ποσό Λ.Κ.1.700.000,00, όπως έκρινε, στη βάση γραμματίου συνήθους τύπου, που εξέλαβε ότι αποτελούσε το εν λόγω αξιόγραφο.  Έκδωσε δε, απόφαση εναντίον των εφεσιβλήτων, του πρώτου ως πρωτοφειλέτη και των άλλων δύο ως εγγυητών του, για το πιο πάνω ποσό, με τόκο προς 9.5% ετησίως, βασικά, ως η απαίτηση στην αγωγή. Συνακόλουθα, απόρριψε την υπεράσπιση την οποία αυτοί είχαν προβάλει σε σχέση με το πιο πάνω είδος γραμματίου, ότι αυτό ήταν προϊόν δόλου, καθώς, επίσης, την απαίτηση τους για το ποσό των Λ.Κ.204.268,00.  Συγχρόνως, έκδωσε απόφαση  εναντίον των εφεσείοντων και υπέρ καθ΄ ενός των εφεσίβλητων, για διαφορετικό ποσό, στη βάση της ξεχωριστής ανταπαίτησης τους. Το Δικαστήριο, δεν ασχολήθηκε με το αξιόγραφο, άλλως γραμμάτιο, στο οποίο αναφερόταν η απαίτηση σε αυτή.  Τελικώς, κανένας από τους διάδικους δεν έμεινε ικανοποιημένος με την πιο πάνω απόφαση.  Ως αποτέλεσμα, οι εφεσείοντες καταχώρησαν έφεση κατά του αποτελέσματος, ανωτέρω, της ανταπαίτησης που ήταν εναντίον τους, ενώ οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αντέφεση κατά του αποτελέσματος της απόφασης που ικανοποίησε την απαίτηση των εφεσειόντων για το ποσό των Λ.Κ.1.700.000,00 και μερικώς, την ξεχωριστή ανταπαίτηση των ιδίων.

 

Ως έχουν τα πράγματα, κρίνεται ορθό όπως εξεταστεί πρώτα η αντέφεση και ειδικά το μέρος αυτής, που αποτελεί, κατ’ ουσία, έφεση ενάντια στην απόφαση του Δικαστηρίου, να κάνει δεκτή την απαίτηση των εφεσειόντων για ποσό Λ.Κ.1.700.000,00, στη βάση γραμματίου συνήθους τύπου.  Σχετικοί με την πιο πάνω πτυχή είναι οι λόγοι 1 και  2.  Με αυτούς υποβάλλεται ότι το έγγραφο το οποίο το Δικαστήριο εξέλαβε ως γραμμάτιο συνήθους τύπου, δεν ανταποκρίνεται στον ορισμό, σχετικά, του άρθρου 78, του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 (το Κεφ. 149).  Σύμφωνα με το πιο πάνω άρθρο, ένα γραμμάτιο για να είναι γραμμάτιο συνήθους τύπου, πρέπει, μεταξύ άλλων, να προβλέπει για την πληρωμή ποσού χρημάτων, «πλέον τόκο που ορίζεται σε αυτό κατά ανώτατο όριο προς 9% κατ’ έτος.».  Στην προκειμένη περίπτωση, το υπό αναφορά έγγραφο προέβλεπε τόκο «προς 9.5% ετήσια». Επομένως, πασιφανώς, δεν αποτελούσε γραμμάτιο συνήθους τύπου, εντός της έννοιας του άρθρου 78 του Κεφ. 149.  Είναι σημαντικό, βέβαια, να αναφερθεί, συναφώς, πως κανένα μέρος στην υπόθεση δεν αναφερόταν σε αυτό ως γραμμάτιο συνήθους τύπου, αλλά ως «γραμμάτιο», ειδικά οι συνήγοροι των εφεσειόντων.  Αυτό φαίνεται σε επιστολή τους προς τους εφεσίβλητους, ημερομηνίας 11.2.2002, για την πληρωμή του ποσού των Λ.Κ.1.700.000,00.  Συγκεκριμένα, τούς πληροφορούσαν πως, «Το πιο πάνω ποσό οφείλετε δυνάμει γραμματίου ημερομηνίας 22.6.2001»

 

Το Δικαστήριο, θεώρησε, ωστόσο, ότι το εν λόγω έγγραφο ήταν γραμμάτιο συνήθους τύπου.  Βασίστηκε προς τούτο στην κοινή δήλωση των συνηγόρων πριν από την έναρξη της ακρόασης της αγωγής, ότι οι εφεσίβλητοι, εναγόμενοι σε αυτή, έφεραν το βάρος απόδειξης της υπεράσπισης τους κατά της απαίτησης των εφεσειόντων, σε σχέση με το γραμμάτιο.  Όπως το έθεσε, «Αυτό το έκαμαν διότι ασφαλώς ανεγνωρίσθη από όλους τους διαδίκους ότι το έγγραφο ημερ. 22.6.01 που υπέγραψε ο εναγόμενος 1 (εφεσίβλητος 1) είναι γραμμάτιο συνήθους τύπου, άλλως δεν έχει νόημα η σχετική δήλωση τους …… και η όλη ακρόαση διεξήχθη με βάση τ’  ανωτέρω.»    Η πιο πάνω δήλωση, όμως, των συνηγόρων, δεν οδηγούσε αναπόφευκτα, σε τέτοιο συμπέρασμα.  Η υπόθεση Κίρλαππου ν. Μιχαηλίδη (Ττόρος) (1996) 1 Α.Α.Δ. 1397, στην οποία το Δικαστήριο παρέπεμψε προς υποστήριξη της θέσης του, ανωτέρω, εξηγεί ότι από τη δικογραφία και   από τα παραδεκτά γεγονότα, δυνατό να διαπιστωθεί το διάδικο μέρος που φέρει το νομικό βάρος απόδειξης, ώστε να προσφέρει πρώτο μαρτυρία, κατ’ εφαρμογή της Δ.33 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.  Το Δικαστήριο, εν προκειμένω, παρέλειψε να αντιληφθεί το σχετικό ισχυρισμό στην έκθεση απαιτήσεως, περί τόκου 9.5%, καθώς, επίσης, τον όρο αυτό στο γραμμάτιο, το οποίο κατατέθηκε, εκ συμφώνου, ενώπιον του, και προέβλεπε ότι το αναφερόμενο σε αυτό πληρωτέο ποσό, θα έφερε τόκο προς 9.5% ετησίως, αντί 9% που είναι το μέγιστο που προβλέπεται, σχετικά, στο άρθρο 78 του Κεφ. 149.  Επομένως, η κατάληξη του,  ότι οι εφεσείοντες μπορούσαν να στηρίξουν την απαίτηση τους, κατά των εφεσιβλήτων, σε γραμμάτιο συνήθους τύπου, δεν ήταν ορθή.   Τούτο σημαίνει πως ούτε και η εγγύηση που είχαν παραχωρήσει οι εφεσίβλητοι 2 και 3, δυνάμει γραμματίου συνήθους τύπου, είναι δυνατό να παραμείνει σε ισχύ.  Στη βάση δε αυτή επιτυγχάνει ο λόγος αρ.4 στην αντέφεση με την οποία, ακριβώς, αμφισβητείται η εγκυρότητα του μέρους της απόφασης που καθιστούσαν τους εφεσίβλητους 2 και 3 υπόλογους, για το ποσό των Λ.Κ.1.700.000,00 δυνάμει του φερόμενου ως γραμματίου συνήθους τύπου.

 

Η λανθασμένη, όμως, θεώρηση, από το Δικαστήριο, της νομικής φύσης του εν λόγω εγγράφου, δεν άλλαξε τα δεδομένα που υπήρχαν ενώπιον του και δη την παραδοχή των εφεσιβλήτων στο δικόγραφο τους και τη δήλωση κατά τη δίκη, ότι, ο εξ αυτών εφεσίβλητος 1, πρωτοφειλέτης, έλαβε από τους εφεσείοντες το ποσό των Λ.Κ.1.700.000,00. Με την απόρριψη δε, των υπερασπίσεων τους, τα πράγματα οδηγούντο στο ίδιο, ακριβώς, αποτέλεσμα, δηλαδή την έκδοση απόφασης εναντίον του για το, πιο πάνω, ποσό.  Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο, κατά την εξέταση της υπό αναφορά απαίτησης των εφεσειόντων, έκρινε ότι οι υπερασπίσεις που είχαν εγείρει οι  εφεσίβλητοι κατά του συγκεκριμένου εγγράφου, στη βάση ότι αυτό  ήταν γραμμάτιο συνήθους τύπου, δεν ανταποκρίνονταν στη μαρτυρία που είχε προσκομιστεί, σχετικά, κατά τη δίκη, εν πάση περιπτώσει,. Στη βάση της πιο πάνω διαπίστωσης, εύλογα, κατάληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος 1, όφειλε στους εφεσείοντες το ποσό των Λ.Κ.1.700.000,00.

 

Η συλλογιστική του Δικαστηρίου που το οδήγησε στο πιο πάνω συμπέρασμα, είναι σαφής.  Συγκεκριμένα, αφού διεξήλθε της σχετικής μαρτυρίας, δεν έκανε δεκτή την εκδοχή του εφεσίβλητου 1, ότι το ποσό των Λ.Κ.1.700.000,00, πλέον Λ.Κ.799,07, διατέθηκε στο πλαίσιο «εκδούλευσης» που έκανε στους εφεσείοντες για την αγορά μετοχών συγκεκριμένης εταιρείας, εισηγμένης στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, υπό την ονομασία Δήμητρα Λτδ, τις οποίες φέρεται να κατείχαν, παράνομα, τρία Συνεργατικά Πιστωτικά Ιδρύματα, μέλη τους.  Απέρριψε την εν λόγω μαρτυρία, επισημαίνοντας, συναφώς, ότι δεν ήταν λογικό ο μάρτυρας, εφεσίβλητος 1, να ήταν σε θέση να πληροφορήσει το Δικαστήριο, από μνήμης, εννέα χρόνια μετά, για τα κατ’ ισχυρισμό, επεσυμβάντα περιστατικά, που αποδείκνυαν την παράνομη, κατ’ ισχυρισμό, κατοχή από τα προαναφερθέντα ιδρύματα, των εν λόγω μετοχών, επισημαίνοντας, συγχρόνως, τη γενικότητα με την οποία αναφέρθηκε, σχετικά, στη μαρτυρία του, στο πιο πάνω θέμα.  Το Δικαστήριο, προς υποστήριξη της κατάληξής του, ανωτέρω, παρέπεμψε, συναφώς, στην γραπτή παραδοχή του εφεσίβλητου 1, για οφειλή από τον ίδιο, του ποσού των Λ.Κ.1.700.000,00 και την πρόταση του για συγκεκριμένο τρόπο πληρωμής του.  Όπως δε υπόδειξε, περαιτέρω, για τέτοια «εκδούλευση», όπως χαρακτηρίστηκε η πιο πάνω συναλλαγή, δεν ήταν λογικό ο εφεσίβλητος 1, όντας χρηματιστής ο ίδιος, να  είχε ενεχυριάσει προς όφελος των εφεσειόντων  4.5 εκατομμύρια μετοχές στην εταιρεία CNH Capital Market Ltd,  ως εγγύηση, δεδομένης της θέσης του ότι, δεν όφειλε, προς αυτούς, το πιο πάνω ποσό.  Στη βάση, λοιπόν, των διαπιστώσεων, ανωτέρω, καταρρίπτεται ο λόγος αρ. 3 της αντέφεσης, ότι λανθασμένα το Δικαστήριο δεν έκανε δεκτή τη θέση, ότι το προαναφερθέν ποσό είχε χρησιμοποιηθεί για την αγορά από τον εφεσίβλητο 1 των προαναφερθεισών μετοχών, οι οποίες κατέχονταν, δήθεν, παράνομα από τρία Συνεργατικά Πιστωτικά Ιδρύματα, μέλη των εφεσειόντων.

 

Συνοψίζοντας, η προηγηθείσα εξέταση αφορά στους λόγους 1 έως 4 της αντέφεσης των εφεσιβλήτων.  Από αυτούς αποτυγχάνουν οι λόγοι 1, 2 και 3, γεγονός, που οδηγεί στην διαπίστωση ότι δικαιολογείτο η έκδοση απόφασης, υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου 1, για το ποσό των Λ.Κ.1.700.000,00 πλέον νόμιμο τόκο, στη βάση της αναγνώρισης από τον τελευταίο της οφειλής του πιο πάνω ποσού.  Ωστόσο, δεν μπορεί να επιτύχει ο λόγος 4 και η απόφαση για το ίδιο πιο πάνω ποσό, εναντίον και των εφεσιβλήτων 2 και 3, για τους λόγους που εξηγούνται προηγουμένως. 

 

Συνεχίζοντας με την έφεση των εφεσειόντων, αυτοί με έξι λόγους  προσβάλλουν την ορθότητα της απόφασης του Δικαστηρίου, σε σχέση με τα χρηματικά ποσά που επεδίκασε εναντίον τους και υπέρ των εφεσιβλήτων στο πλαίσιο της ξεχωριστής ανταπαίτησης των τελευταίων. Βασικά, εισηγούνται ότι ενήργησε επί ανύπαρκτης μαρτυρίας ή και δεν αξιολόγησε  μαρτυρία η οποία ήταν ενώπιον του, κατά παράβαση των κανόνων που ορίζει η νομολογία, στο συγκεκριμένο τομέα. Επομένως, για τους λόγους αυτούς, θεωρούν πως δικαιολογείται ο παραμερισμός της απόφασης που αφορά στην εν λόγω πτυχή της διαφοράς τους, με τους εφεσίβλητους.  Για την ίδια απόφαση, ανωτέρω, παραπονείται και ο εφεσίβλητος 1. Σχετικοί επί τούτου είναι οι λόγοι 5 έως 10 της αντέφεσης.  Στη βάση αυτών, εισηγείται ότι, το Δικαστήριο λανθασμένα αφαίρεσε τα ποσά που αναφέρονται στην απόφασή του, από το συνολικό ποσό της απαίτησης του.  Σημειώνεται, ότι οι εφεσίβλητοι 2 και 3 δεν μετέχουν στους προαναφερθέντες λόγους έφεσης, αφού και στην ξεχωριστή ανταπαίτηση η συμμετοχή τους περιοριζόταν σε απαίτηση για διακήρυξη ενός «γραμματίου», ως άκυρο.  Αυτά εξηγούνται στη συνέχεια με την απαιτούμενη λεπτομέρεια.

 

Ο εφεσίβλητος 1, με την ανταπαίτηση του, απαιτούσε από τους εφεσείοντες, συνολικό ποσό Λ.Κ.7.751.669,00.  Η απαίτηση αυτή, διατυπώνεται στην παράγραφο 5.(Α)(β) της υπεράσπισης και ανταπαίτησης ως εξής: 

 

«Ο εναγόμενος αρ. 1 δικαιούται σε επιστροφή του ποσού των Λ.Κ.5.481.210,00 που οι ενάγοντες εισέπραξαν αχρεωστήτως για λογαριασμό του, επιπλέον δε στο ποσόν των Λ.Κ.2.270.459,00 οφειλόμενο υπόλοιπο ως η παράγραφος 3(17) ανωτέρω.»

 

Το προαναφερθέν ποσό, αποτελεί το άθροισμα των δύο ποσών που αναφέρονται στο απόσπασμα, ανωτέρω, από το δικόγραφο των εφεσιβλήτων.  Το πρώτο, Λ.Κ.2.270.459,00, περιγράφεται στην παράγραφο 3(17) του εν λόγω δικογράφου, ως το άθροισμα ποσών με τα οποία οι εφεσείοντες χρέωσαν τον εφεσίβλητο 1, σε σχέση με δοσοληψίες του ιδίου και των επενδυτών του, όπως είναι ο ισχυρισμός, «χωρίς δικαιολογία και αχρεωστήτως».  Τούτο, φαίνεται σε καταστάσεις λογαριασμών που οι εφεσείοντες, κατ’  ισχυρισμό, του είχαν αποστείλει στις 15.2.2002. Το δεύτερο ποσό, Λ.Κ.5.481,210,00, φέρεται να οφειλόταν από τον εφεσίβλητο 1 προς του εφεσείοντες, δυνάμει εγγράφου το οποίο αναφέρεται ως «γραμμάτιο» με ημερομηνία 1.8.2001, (το γραμμάτιο).  Τούτο, φέρεται να το υπέγραψαν και οι εφεσίβλητοι 2 και 3 ως εγγυητές του εφεσίβλητου 1.    Οι εφεσίβλητοι 2 και 3, με την ξεχωριστή ανταπαίτηση, αξιώνουν διακηρυκτική απόφαση ότι αυτό είναι άκυρο και χωρίς οποιαδήποτε νομική αξία, καθότι το είχαν υπογράψει κατόπιν ψευδών και δόλιων παραστάσεων που είχαν γίνει προς αυτούς από τους εφεσείοντες, σε σχέση με το ότι ο εφεσίβλητος 1 όφειλε προς τους εφεσείοντες, ποσό Λ.Κ.5.481.210,00.  Επιπρόσθετα, ο εφεσίβλητος 1, ισχυρίζεται στο δικόγραφο του, ότι το ποσό του γραμματίου, καταβλήθηκε στους εφεσείοντες από την εταιρεία Lawford Ltd προς εξόφληση του, δήθεν, χρέους του ιδίου προς αυτούς, για το πιο πάνω  ποσό. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της συναλλαγής με την Lawford Ltd, το εν λόγω ποσό αποτελούσε το τίμημα για την αγορά από την τελευταία των μετοχών που κατείχαν οι εφεσίβλητοι στην εταιρεία CNH Capital Market Ltd.  Η πιο πάνω συναλλαγή δε, της Lawford με τους εφεσίβλητους, για την αγοραπωλησία των προαναφερθέντων μετοχών, φέρεται να έγινε μετά από εισήγηση των εφεσειόντων, προς το σκοπό διευθέτησης του υπό αναφορά χρέους, του εφεσίβλητου 1, προς αυτούς. 

 

Το Δικαστήριο, το μόνο που ανέφερε σε σχέση με το γραμμάτιο ήταν ότι αυτό δεν αποτελούσε γραμμάτιο συνήθους τύπου,  δεδομένου ότι έφερε τόκο προς 10% ετησίως, ενώ δεν έφερε και την υπογραφή δύο μαρτύρων, κατ’  αντίθεση προς το άρθρο 78 του Κεφ. 149. Στη συνέχεια, χειρίστηκε το ποσό του γραμματίου, Λ.Κ.5.481.205,20, ως ένα από τα δύο ποσά που συναποτελούσαν το σύνολο της απαίτησης του κατά των εφεσειόντων, ύψους Λ.Κ.7.751.669,00.  Στη βάση δε αυτή, προέβη σε εκτενή αναφορά στα ποσά που αναφέρονταν στις διάφορες καταστάσεις λογαριασμών, προκειμένου να διαπίστωνε ποιος όφειλε σε ποιον, οποιοδήποτε ποσό, μεταξύ των εφεσειόντων και των εφεσιβλήτων.

 

Το Δικαστήριο, λοιπόν, αφού διεξήλθε τους λογαριασμούς που είχαν κατατεθεί ενώπιον του, υπό μορφή έγγραφης μαρτυρίας, διαπίστωσε ότι οι εφεσείοντες όφειλαν στους εφεσίβλητους το ποσό των Λ.Κ.2.557.099,09.  Κατέληξε στο πιο πάνω ποσό αφού αφαίρεσε από το ποσό των Λ.Κ.5.481.205,20 ποσό Λ.Κ.2.924.106,11 (Λ.Κ.5.481.205,20 - Λ.Κ.2.924.106,11= Λ.Κ.2.557.099,09).  Στη συνέχεια, κατένεμε το εν λόγω ποσό, μεταξύ των τριών εφεσιβλήτων, στη βάση της αναλογίας που ο καθένας συνεισέφερε στο πακέτο μετοχών της C.N.H Capital Market Ltd που πωλήθηκε στη Lawford Ltd, έναντι του ποσού των Λ.Κ.5.481.205,20.  Η πιο πάνω συναλλαγή εξηγείται προηγουμένως.  Το ποσό το οποίο το Δικαστήριο επεδίκασε στον κάθε ένα από τους εφεσίβλητους φαίνεται στην απόφαση του. Το σημαντικό, είναι πως προέβη στην πιο πάνω δικαστική πράξη, ενώ δεν υπήρχε οποιαδήποτε τέτοια απαίτηση, από τους εφεσίβλητους 2 και 3 στην ξεχωριστή ανταπαίτηση.  Εκ των τριών εφεσιβλήτων, ο μόνος ο οποίος αξίωνε από τους εφεσείοντες την πληρωμή του συγκεκριμένου ποσού, που αναφέρεται προηγουμένως, ήταν ο εφεσίβλητος 1. 

 

Στη βάση των όσων αναφέρονται πιο πάνω, διαπιστώνεται ότι, ουσιαστικά, το Δικαστήριο ενήργησε υπό πλάνη όσον αφορά το περιεχόμενο του δικογράφου (υπεράσπιση και ανταπαίτηση) των εφεσιβλήτων. Συγκεκριμένα παραγνώρισε ότι, απαίτηση στην ξεχωριστή ανταπαίτηση πρόβαλλε μόνο ο εφεσίβλητος 1, ως μοναδικός απαιτητής, κατά των εφεσειόντων. Επιπρόσθετα, δεν  ασχολήθηκε καθόλου, στην απόφαση του, με την απαίτηση του εφεσίβλητου 1 για, το άλλο ποσό των Λ.Κ.2.270.459,00, που αποτελεί μέρος της απαίτησης του τελευταίου για το συνολικό ποσό των Λ.Κ.7.751.669,00.  Ο χειρισμός, ανωτέρω, του Δικαστηρίου, εμφανώς καθιστά αδύνατη τη διαπίστωση, ως προς το ποσό που θα μπορούσε να επιδικαστεί προς όφελος του εφεσίβλητου 1, ως του μοναδικού απαιτητή στην ξεχωριστή ανταπαίτηση.  Ως αποτέλεσμα, η απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου 1, καθώς επίσης, των εφεσίβλητων 2 και 3  εναντίον των εφεσειόντων πρέπει να  παραμεριστεί.  Τέτοια διαταγή είναι δικαιολογημένη υπό τις περιστάσεις που εξηγούνται πιο πάνω, δυνάμει της εξουσίας που παρέχεται στο Εφετείο από το άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν.14/1960).  Εκ των πραγμάτων, αυτή πρέπει να εκδικαστεί εκ νέου και να ληφθούν υπόψη οι δικογραφημένες θέσεις, σχετικά, των εμπλεκομένων σε αυτή διαδίκων. 

 

Για τους πιο πάνω λόγους, λοιπόν, η αντέφεση του εφεσίβλητου 1, συναρτώμενη με τους λόγους 1 έως 3, για το ποσό των Λ.Κ.1.700.000,00 απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου 1. Αντιθέτως, επιτυγχάνει ο λόγος 4 της αντέφεσης και η απόφαση σε σχέση με τους εφεσίβλητους 2 και 3 απορρίπτεται με έξοδα υπέρ τους και εναντίον των εφεσειόντων. Σε κάθε περίπτωση, τα έξοδα να υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Όσον αφορά την έφεση των εφεσειόντων, για τους λόγους που έχουν προαναφερθεί, αυτή επιτυγχάνει και  διατάσσεται η επανεκδίκαση της ξεχωριστής ανταπαίτησης, του εφεσίβλητου 1. Συνακόλουθα, καθίσταται αχρείαστη η εξέταση των λόγων 5 έως 10 της αντέφεσης του εφεσίβλητου 1 και απορρίπτεται.  Υπό τις περιστάσεις δεν επιδικάζονται έξοδα σε σχέση με αυτές.

 

Τα πρωτόδικα έξοδα, υπέρ των εφεσιβλήτων 1, 2 και 3, σε σχέση με την απόφαση στη ξεχωριστή ανταπαίτηση, να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα που θα προκύψει από την εκδίκαση της.

 

 

                                                   Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.

 

                                                   Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                                   Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

/γκ

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο