ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ JANNA BULLOCK κ.α., Πολιτική ΄Εφεση Αρ.155/2022, 5/10/2022

ECLI:CY:AD:2022:A376

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ.155/2022)

 

5 Oκτωβρίου, 2022

 

[Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., Τ.Θ.ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Λ.ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΤ.ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/ΣΤΕΣ].

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964.

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ EΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018.

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. JANNA BULLOCK, 2. ALCORK LIMITED, 3. HITNELL LIMITED, 4. ELMWOOD VENTURES LIMITED, 5. SOLFERINO DEVELOPMENT S.A, 6. SARL PRALONG, 7. SARL CRYSTAL, 8. SCI CHATEAU DU PUY ROBERT, 9. EURL SOCIETE D' EXPLOITATION DE L’ HOTEL CHATEAU DU PUY ROBERT, 10. SAS SOCIETE DES HOTELS D' ALTITUDE  ΓΙΑ ΤΗΝ KATAXΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ

CERTIORARI.

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡ. 17/03/2022 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΥΠ' ΑΡ. 3573/2012 E.Δ. ΛΕΜΕΣΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ GORSOAN LIMITED κ.α. ν. JANNA BULLOCK κ.α.

­-----------------

Γ.Χριστοδούλου μαζί με Μ.Κωνσταντίνου, (κα), για Λ.Παπαφιλίππου & Σια ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.

---------------------

ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.

--------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:   Στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, σε εγερθείσα αγωγή, ετέθη από κάποιους από τους Εναγομένους (μετέπειτα Αιτητές στο Ανώτατο Δικαστήριο και νυν Εφεσείοντες) ευρύτερο θέμα περί μη ύπαρξης δικαιοδοσίας των κυπριακών δικαστηρίων.  Αυτό συνετελέστηκε με τη μορφή αίτησης που καταχώρησαν με ευρύτατο παρακλητικό το οποίο σκοπό είχε τη διαγραφή ή αναστολή ή ακύρωση της αγωγής λόγω μη κατάλληλου forum (παρακλητικό Α), λόγω δεδικασμένου ή κατάχρησης ενόψει ρωσικών αποφάσεων (παρακλητικό Β), λόγω υπαγωγής των Εναγουσών στη δικαιοδοσία πτωχευτικών διαδικασιών στη Ρωσία (παρακλητικό Γ), λόγω μη ύπαρξης αγώγιμου δικαιώματος εναντίον των εναγομένων (παρακλητικό Δ), απόρριψη της αγωγής λόγω ασυλίας (immunity) και/ή λόγω εφαρμογής της αρχής της μη εκδικασιμότητας (non justiciability) και/ή αρχής προστασίας της κυριότητας (sovereignty) του κράτους και/ή των αρχών του διεθνούς δικαίου (παρακλητικό Ε).

 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση, αναλύοντας ιδιαίτερα τη Δ.27, θ3[1] των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, επισημαίνοντας ότι η απόρριψη αγωγής με την επίκληση της πιο πάνω Διαταγής είναι εξαιρετικό μέτρο, το οποίο ασκείται όταν το περιεχόμενο του δικογράφου είναι αναντίλεκτα ανυπόστατο ή στερείται νομικού ή πραγματικού ερείσματος και δεν δύναται να διασωθεί από τυχόν δικονομικό μέτρο[2]

 

Toνίστηκε επίσης με παραπομπή στη νομολογία, πως εφόσον υπάρχουν διαφορές ως προς νομικά και πραγματικά θέματα, οι υποθέσεις πρέπει να εκδικάζονται και να αποφασίζονται κατά την ακρόαση, με μαρτυρία.

Χρήσιμο να τεθεί η συνολική αντιμετώπιση του Επαρχιακού Δικαστή.

«Έχω εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή το περιεχόμενο της Έκθεσης Απαίτησης, αυτό που διαπιστώνω είναι ότι από την Έκθεση Απαίτησης δεν μπορεί με ασφάλεια να εξαχθεί στο παρόν στάδιο το συμπέρασμα ότι το αγώγιμο δικαίωμα των Εναγόντων πηγάζει μόνο άμεσα από τα ομόλογα των εταιρειών MOIA και MOITK, τη στιγμή που οι Ενάγοντες ισχυρίζονται τη διάπραξη αστικών αδικημάτων από τους Εναγόμενους, όπως απάτης, δόλου, ψευδείς παραστάσεις, πρόκληση ζημιάς με παράνομα μέσα, απάτη και συνομωσία.

 

 Η θέση των Εναγόντων όπως αυτή εκφράζεται στην Έκθεση Απαίτησης είναι μεν η έκδοση ‟ομολόγων” από τις MOIA και MOITK, αλλά ισχυρίζονται ότι από την έκδοση των ομολόγων και την επακόλουθη χρήση των κεφαλαίων δημιουργήθηκε μια σειρά δόλιων σχεδίων που σχεδιάστηκαν και εκτελέστηκαν από τους Εναγόμενους 1 και 2 με αποτέλεσμα την εξαπάτηση των κατόχων των ομολόγων.

 

Το γεγονός ότι εφαρμοστέο δίκαιο στην παρούσα υπόθεση είναι το Ρωσικό Δίκαιο και το ότι η αναγκαία μαρτυρία, η οποία θα πρέπει να προσκομισθεί θα πρέπει να είναι από Ρώσους και Ρώσους ειδικούς δεν μπορεί αυτό από μόνο του να αποτελέσει και λόγο για απόρριψη και/ή αναστολή της διαδικασίας.

 

Το Δικαστήριο με μόνο τους ισχυρισμούς όπως αυτοί περιλαμβάνονται στις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την αίτηση και την ένσταση, οι οποίες στα πλείστα σημεία είναι αντίθετες και το περιεχόμενο του φακέλου χωρίς την ύπαρξη παραδεκτών γεγονότων δεν μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι όλες οι αξιώσεις των Εναγόντων έχουν υπαχθεί ενώπιον των Ρωσικών Δικαστηρίων και ότι οι Ενάγοντες κωλύονται να συνεχίσουν με την παρούσα υπόθεση εν όψει δεδικασμένου».

 

 

Οι Εφεσείοντες θεώρησαν ότι χωρεί, επί της απόφασης, διαδικασία έκδοσης προνομιακού εντάλματος και επιχείρησαν προς το σκοπό αυτό να επιτύχουν να τους δοθεί σχετική άδεια από αδελφό Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επικαλούμενοι έκδηλη πλάνη περί το Νόμο, παράβαση αρχών φυσικής δικαιοσύνης και παράβαση του ΄Αρθρου 30 του Συντάγματος, καθότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη και δεν αποφάσισε το ζήτημα της δικαιοδοσίας των κυπριακών δικαστηρίων, όπως αυτό είχε εγερθεί με το παρακλητικό Ε, καθιστώντας την απόφαση αναιτιολόγητη.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εν αντιθέσει των εισηγήσεων, έκρινε πως δεν στοιχειοθετείτο  συζητήσιμη υπόθεση και απέρριψε την αίτηση.  Το κυρίαρχο παράπονο των Εφεσείοντων είναι πως ο πρωτόδικος Δικαστής υιοθέτησε το σκεπτικό του Επαρχιακού Δικαστηρίου, καθιστώντας τρωτή και τη δική του κρίση με έλλειψη αιτιολογίας σε ένα τόσο σοβαρό θέμα που άπτετο ζητήματος  δικαιοδοσίας, ασυλίας και μη εκδικασιμότητας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε το μέρος της αιτιολογίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου, το οποίο σημειώσαμε και εμείς πιο πάνω, κατά την έκθεση του ιστορικού της υπόθεσης, καταλήγοντας ότι από το περιεχόμενο του πιο πάνω αποσπάσματος διαγιγνώσκεται  πως το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέτασε σε πρώτο στάδιο,  κατά πόσο στην ΄Εκθεση Απαίτησης των Εναγόντων, αποκαλύπτετο αγώγιμο δικαίωμα κατ΄εφαρμογήν της ως άνω Διαταγής, στη βάση του παρακλητικού Δ.  Στη συνέχεια διαπίστωσε, πως το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέτασε  επίσης – όπως καλείτο να πράξει με τα υπόλοιπα παρακλητικά – και το θέμα της δικαιοδοσίας του σε συνάρτηση με το μαρτυρικό υλικό που προσέφεραν  οι Εφεσείοντες αλλά και οι Καθ΄ων η αίτηση, για να καταλήξει πως δεν υπήρξε το αναγκαίο πραγματικό υπόβαθρο για να επιτύχει εν γένει η αίτηση.

 

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο:

«Με βάση τα όσα αναφέρονται πιο πάνω, προκύπτει ξεκάθαρα ότι το Δικαστήριο κατά την εξέταση της αίτησης, έστρεψε την προσοχή του στο κατά πόσο η αγωγή εμπίπτει στη δικαιοδοσία του ή στη δικαιοδοσία των ρωσικών δικαστηρίων. Η διαπίστωση του, σχετικά, καταγράφεται στο τελευταίο πιο πάνω απόσπασμα από την απόφαση, όπου παρατηρείται ότι η μαρτυρία, στο στάδιο εκείνο, ήταν ανεπαρκής, για να ήταν δυνατό να διατυπώσει κρίση, αναφορικά με το θέμα της δικαιοδοσίας, που είχε τεθεί με την αίτηση.

 

Aυτό που προκύπτει από την πιο πάνω συζήτηση είναι πως, κατ’ αρχάς, το Δικαστήριο δεν απέκλινε από τη νομική βάση που το ίδιο είχε προσδιορίσει για την εξέταση μέρους, εν πάση περιπτώσει, της αίτησης, όπως εξηγείται πιο πάνω. Στη συνέχεια, όμως, δεν παρέλειψε να εξετάσει το θέμα της δικαιοδοσίας του, με αναφορά και την ένορκη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του, σε σχέση με την εν λόγω πτυχή.» 

Οι Εφεσείοντες διατυπώνουν δύο λόγους έφεσης, οι οποίο μεταφέρονται ακριβώς ως έχουν συνταχθεί:

 

1ος λόγος έφεσης:  Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο λανθασμένα δεν παραχώρησε την αιτούμενη άδεια για την καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος τύπου certiorari και/ή prohibition εφόσον είχε καταδειχθεί η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπόθεση, ενόψει του ότι κατά τη διαδικασία στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στα πλαίσια εκδίκασης της αίτησης ημερ. 19.10.2021 στην αγωγή αρ. 3573/12 υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος των Εφεσειόντων να ακουστούν όπως αυτό διασφαλίζεται από τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης.

 

2ος λόγος έφεσης:  Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο λανθασμένα δεν παραχώρησε την αιτουμένη άδεια για την καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος τύπου certiorari και/ή prohibition εφόσον είχε καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση, ήτοι ύπαρξη έκδηλης νομικής πλάνης και καταφανούς σφάλματος επί των πρακτικών κατά την εξέταση του ζητήματος της δικαιοδοσίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

΄Εχουμε εξετάσει την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των ως άνω λόγων ως αυτοί αναλύθηκαν, από τον ευπαίδευτο συνήγορο των Εφεσειόντων, στο σχετικό περίγραμμα αλλά και προφορικά ενώπιον μας.

 

Δεν συμφωνούμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο υιοθέτησε την κρίση του Επαρχιακού Δικαστή με τρόπο ώστε η κρίση του να είναι ατελέσφορη και λανθασμένη.  Προσπάθησε ο κ.Χριστοδούλου να πείσει πως έσφαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο να μη δεχθεί πως οι περιστάσεις οδηγούσαν σε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, ώστε να έπρεπε να δοθεί άδεια.

 

Δεν πρέπει να λησμονείται η σαφής γραμμή της νομολογίας για το πώς νοείται και πώς ασκείται η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για χορήγηση άδειας προς καταχώρηση αίτησης για προνομιακό ένταλμα, η οποία αφορά στο κατάλοιπο της εξουσίας του Δικαστηρίου και γι΄αυτό ασκείται σε εξαιρετικές περιπτώσεις και για καθορισμένους λόγους.

(Βλ. Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.α. (2004) 1 ΑΑΔ 1535). 

 

 

Στην Ελληνική Τράπεζα, Πολ.Εφ. 108/18, 16.5.2019, ECLI:CY:AD:2019:A187 λέχθηκαν τα εξής:

 

«Η διαδικασία για την έκδοση εντάλματος Certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων κατώτερων δικαστηρίων. Αυτή ελέγχεται στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η σύννομη άσκηση της δικαιοδοσίας του επαρχιακού δικαστηρίου αποτελεί το πλαίσιο εξέτασης σε αιτήσεις αυτής της μορφής. (In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250, Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (Αρ. 1) (2009) 1 A.A.Δ. 1114). Ταυτοχρόνως, η ενδεχόμενη λανθασμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου δεν εξετάζεται στα πλαίσια της διαδικασίας του προνομιακού εντάλματος Certiorari.

 

 

Ταυτοχρόνως, πρέπει να σημειωθεί ότι η διαδικασία έκδοσης προνομιακού εντάλματος, τύπου Certiorari, δεν αποτελεί εποπτικό μέσο και ούτε παρέχεται η δυνατότητα εξέτασης του κατά πόσο το πρωτόδικο δικαστήριο αντιλήφθηκε ορθά ή όχι ένα νομικό ζήτημα. (Βλ. Διαχειριστική Επιτροπή ΚΥΠΑ Κωρτ 4 (2008) 1 Α.Α.Δ. 644)».

 

 

Για να δοθεί τέτοια άδεια, ο αιτητής έχει το βάρος να ικανοποιήσει πως υπάρχει εκ πρώτης όψεως, συζητήσιμη υπόθεση.

 

Τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται κατ΄εξαίρεση, όταν από το ίδιο το πρακτικό διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας ή πλάνη περί το Νόμο ή παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.  (Βλ. Global Consolidator Public Ltd (2006)1 A.Α.Δ. 464).

Η πλευρά των Εφεσειόντων προσπάθησε να θεμελιώσει συζητήσιμη υπόθεση στη βάση πλάνης περί το Νόμο και έλλειψης αιτιολογίας στην απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου.  Και βεβαίως στο κατ’ ισχυρισμό συνεπακόλουθο σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου να κρίνει, ότι δεν υπήρχε τέτοια νομική πλάνη και δεν έπασχε η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου από έλλειψη αιτιολογίας.

 

Δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά.  Είναι φανερό πως οι Εφεσείοντες, υπό το κράτος των ισχυρισμών που πρόβαλαν στην αίτησή τους, θεωρούσαν – άνευ ετέρου – πως το Επαρχιακό Δικαστήριο θα έπρεπε να ενδιατρίψει αναλυτικά στις θέσεις τους, τις οποίες οι ίδιοι, οι Εφεσείοντες, ενέταξαν σε ένα ιδιαιτέρως ευρύ παρακλητικό, με διαφορετικές νομικές βάσεις και διαφορετικές παραμέτρους.

 

Όμως, το πρωτόδικο Δικαστήριο ακριβώς επεσήμανε   ως σημαντικό αυτό που και το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε διαγνώσει ως μέρος της ουσιαστικής του κρίσης επί της αίτησης, ότι δηλαδή δεν υπήρχε τέτοιο υπόβαθρο κοινών ή αδιαμφισβήτητων γεγονότων ώστε να προβεί  σε περαιτέρω εξέταση και ανάλυση ισχυρισμών και θέσεων.

 

Η κρίση αυτή είναι υπαρκτή και αποτέλεσε την πεμπτουσία της απόρριψης πρωτοδίκως.  Και αυτό ίσχυε τόσο σε συνάρτηση με τη Δ.27, θ.3 που οι ίδιοι οι Εφεσείοντες είχαν θέσει ως βασικό θεμέλιο στη νομική βάση της αίτησής τους, όσο και με τις λοιπές παραμέτρους που αφορούσαν τα λοιπά παρακλητικά.  Υπό αυτή την έννοια, όλα τα εγειρομένα ήταν συναφή και αντιμετωπίστηκαν ως τέτοια, για να είναι ακριβώς ορθή η παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως δεν διαπιστώνεται να υπάρχει πασίδηλο σφάλμα στην όψη της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Ταυτόχρονα ορθά οριοθέτησε τα πλαίσια της δικαιοδοσίας του στη βάση του ΄Αρθρου 155.4 του Συντάγματος, να μην κρίνει την ορθότητα της εν λόγω απόφασης.

 

Περαιτέρω, ο ισχυρισμός που αναδύεται από τον λόγο έφεσης 1, για κατ’ ισχυρισμό παράβαση του δικαιώματος των Εφεσειόντων να ακουστούν στο Επαρχιακό Δικαστήριο, στερείται ερείσματος αφού και οι δύο πλευρές είχαν την ευκαιρία να προβάλουν τις θέσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου, οι οποίες και τέθηκαν σε δικαστική κρίση. 

 

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, η έφεση δέον να απορριφθεί και απορρίπτεται.

 

                                             ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.,

 

                                            ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                            ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

                                                     

ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

                        



[1] The Court may order any pleading to be struck out on the ground that it discloses no reasonable cause of action or answer, and in any such case or in case of the action or defence being shown by the pleadings to be frivolous or vexatious, the Court may order the action to be stayed or dismissed, or judgment to be entered accordingly as may be just.

[2] (In re Pelmako Development Ltd (1991) 1 A.A.Δ. 246, Λοΐζος Λουκά & Υιοί Λτδ V. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος A.E. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1316, Cyber Group Ltd. V. Κυριάκου Χαραλαμπίδη και άλλων (2004) 1 Γ A.A.Δ. 1852).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο