HARD ROCK RESTAURANTS (CYPRUS) LTD κ.α. v. ΚΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΧΡ. ΠΑΝΤΖΑΡΗΣ ΛΤΔ., Πολιτική Έφεση αρ. 17/2021, 8/11/2022

ECLI:CY:AD:2022:A423

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                      (Πολιτική Έφεση αρ. 17/2021)

                                               

8 Noεμβρίου, 2022

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

1.   HARD ROCK RESTAURANTS (CYPRUS) LTD,

2.   ΡΕΝΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ

3.  ΑΚΗΣ ΕΛΛΗΝΑΣ

Εφεσείοντες

 

ν.

 

ΚΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΧΡ. ΠΑΝΤΖΑΡΗΣ ΛΤΔ.

Εφεσιβλήτων

 

…………

Αίτηση ημερ. 24/3/22 γι’ αναστολήν εκτέλεσης απόφασης εκκρεμούσης έφεσης

 

Μ. Κατσελλή (κα) για Κ. Μιχαηλίδη & Σία, για τον εφεσείοντα αρ. 2

 

Ελ. Πελεκάνου (κα) για Παναγιώτου & Πελεκάνος, για τους εφεσίβλητους

…………………..

 

 

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σωκράτους, Δ.

 

……………….

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ:  Με την κρινόμενη αίτηση η οποία καταχωρήθηκε στα πλαίσια της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλον έφεσης, ο εφεσείων 2 εξαιτείται:

 

«Α.  Τηναναστολήντηςπεραιτέρωεκτελέσεως (stayofexecutionpendingappeal) της αποφάσεως του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Λευκωσίας εις την Αίτησιν υπό τον άνω τίτλον και αριθμόν Ε116/14, η οποία εξεδόθη την 10.11.2020, μέχρι την εκδίκασιν και έκδοσιν αποφάσεως εις την έφεσιν Π.Ε 17/21.

 

 

Β.  Διαζευκτικά αναστολήν εκτελέσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Λευκωσίας εις την Αίτησιν υπό τον άνω τίτλον και αριθμόν Ε116/14, η οποία εξεδόθη την 10/11/2020, ώστε αυτή να μην χρησιμοποιηθή διά την έναρξιν της διαδικασίας πτωχεύσεως του Αιτητού και διά την έκδοσιν ειδοποίησης πτωχεύσεως επί τη βάσει ταύτης, μέχρι την εκδίκασιν και έκδοσιν αποφάσεως εις την Πολιτικήν Έφεσιν Αρ. 17/2021.»

 

Προτού γίνει ενασχόληση με την αίτηση κρίνουμε πως η παράθεση ενός σύντομου ιστορικού των γεγονότων θα υποβοηθήσει την κατανόηση του δικονομικού αυτού διαβήματος.

 

Η Κτηματική Εταιρεία Χρ. Παντζαρής Λτδ., στο εξής οι εφεσίβλητοι,είναι ιδιοκτήτες τετραώροφης πολυκατοικίας στην οδό Σπύρου Κυπριανού στη Λευκωσία.  Η εταιρεία HardRockRestaurants (Cyprus) Ltd (εφεσείουσα 2)απέκτησε το δικαίωμα δικαιοχρήσης (franchise) της HardRockCafé για την Κύπρο.  Η HardRockCafé είναι γνωστή, διεθνής αλυσίδα εστιατορίων, καφετέριων, μπαρ και καταστημάτων πωλήσεως ειδών ρουχισμού και αξεσουάρ, με μεγάλη πελατεία τα οποία λειτουργούν σε πολλές χώρες, αφού αποκτήσουν δικαίωμα δικαιόχρησης από τη δικαιούχο διεθνή εταιρεία frachisors, την HardRockInternationalκαι εφόσον πληρούνται οι προδιαγραφές που εκείνη θέτει.  Για να δύναται να χρησιμοποιήσει η HardRockRestaurants (Cyprus) Ltd. το όνομα HardRock,έπρεπε να εξεύρει κτίριο κατάλληλο σε μέγεθος και τοποθεσία το οποίο να εγκρίνει η διεθνής εταιρεία.  Ως τέτοιο, ήταν το ακίνητο των εφεσιβλήτων, το οποίο και ενοικίασε δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερ. 18/2/2011 για μακροχρόνια περίοδο ήτοι από 1/2/2011 μέχρι 31/12/2025 αντί του αρχικού μηνιαίου ενοικίου των €14.000.  Για να χρησιμοποιηθεί ολόκληρη η οικοδομή ως café, εστιατόριο, μπαρ, έγιναν μεγάλες και πολυδάπανες αλλαγές και τροποποιήσεις τις οποίες επέτρεπε το συμβόλαιο ενοικίασης.

 

Λόγω διάφορων προβλημάτων που προέκυψαν περιλαμβανομένης της οικονομικής κρίσης του 2013 και αδυναμιών καταβολής του συμβατικού ενοικίου, οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν τη σύμβαση ενοικίασης και καταχώρησαν την Αίτηση Εξώσεως αρ. Ε116/2014 εναντίον της ενοικιάστριας (εφεσείουσας 1) και των δύο εγγυητών, εφεσειόντων 2 και 3, αξιώνοντας την ανάκτηση κατοχής του ακινήτου και την καταβολήν ενοικίων και/ή ενδιάμεσων οφειλών.  Το ακίνητο παρεδόθη πριν την έκδοση της απόφασης στην ανωτέρω αίτηση.

 

Στις 10/11/2020 το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεως Λευκωσίας εξέδωσεν απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων, όπως καταβάλουν αλλελεγγύως και κεχωρισμένως τα κάτωθι ποσά: 

 

«(1)€792,000 ως οφειλόμενα ενοίκια για την περίοδο από 01.06.2013 έως 28.04.2017 εντόκως προς 5,5% ετησίως από 04.06.2014 μέχρι 31.12.2014 προς 4% ετησίως από 01.01.2015 μέχρι 31/12/2016, προς 3,5% ετησίως, από 1.1.2017 μέχρι 31/12/2018 και προς 2% ετησίως από 1.1.2019 μέχρις εξοφλήσεως.

 

(2)΄Εξοδα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τη Γραμματέα και εγκριθούν από το Δικαστήριο στην κλίμακα €500.000 - €2.000.000, εντόκως προς 5,5% ετησίως από 04.06.2014 μέχρι 31.12.2014, προς 4% ετησίως από 01.01.2015 μέχρι 31.12.2016, προς 3,5% ετησίως, από 1.1.2017 μέχρι 31.12.2018 και προς 2% ετησίως από 1.1.2019 μέχρις εξοφλήσεως, πλέον €76,00 έξοδα εκδόσεως της παρούσης αποφάσεως, πλέον ΦΠΑ.

 

(3) €8.888,13 έξοδα χαρτοσήμανσης του ενοικιαστηρίου εγγράφου (τεκ. 1)»

 

Προς ανατροπή της ανωτέρω απόφασης, οι εφεσείοντες καταχώρησαν την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλον έφεση αρ. 17/21.

 

Για  αναστολή εκτέλεσης της απόφασης οι εφεσείοντες 2 και 3 καταχώρησαν στις 8/10/21 στο πρωτόδικο Δικαστήριο αίτηση διά κλήσεως, μετά από εκδίκαση της οποίας εξέδωσε απόφαση ημερ. 2/2/22 αποδεχόμενο το αίτημα τους και αναστέλλοντας την απόφαση υπό τους όρους όπως:

 

(α)Oι καθ’ ων η αίτηση 1 και/η 2, εντός ενενήντα (90) ημερών από σήμερα, να καταθέσουν στη Γραμματέα του Δικαστηρίου τραπεζική εγγύηση προς όφελος της Αιτήτριας, για το ήμισυ του χρηματικού μέρους της απόφασης πλην των δικηγορικών εξόδων, με ισχύ μέχρι την έκδοση απόφασης από το Ανώτατο Δικαστήριο στα πλαίσια της Πολιτικής Έφεσης αρ. 17/2021.

 

(β)  Οι καθ’ ων η αίτηση 1 και/ή 2 να καταβάλουν εντός εξήντα (60) ημερών από σήμερα, τα έξοδα τα οποία επιδικάστηκαν εναντίον τους, ως υπολογιστηκαν από τη Γραμματέα και εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο, στους δικηγόρους της Αιτήτριας, αφού δηλωθεί προηγουμένως από το δικηγόρο που θα εισπράξει τα έξοδα είτε ενώπιον μας σήμερα, είτε ενώπιον της Γραμματέως, ότι θα συμμορφωθεί αμέσως με οποιαδήποτε οδηγία ή διαταγή που το Ανώτατο Δικαστήριο ήθελε εκδώσει στα πλαίσια της Έφεσης αρ. 17/2021 αναφορικά με τα έξοδα.»

 

 

Ο εφεσείων 2 καταχώρησε έφεση υπ’ αρ. 81/2022 για το μέρος της ως άνω απόφασης με το οποίο επιβλήθηκαν οι συγκεκριμένοι όροι για αναστολή εκτελέσεως της απόφασης στην Αίτηση Εξώσεως. Ακολούθησε η καταχώρηση της κρινόμενης αίτησης από τον εφεσείοντα 2, ο οποίος διά της ένορκης δήλωσης του πέραν των ανωτέρω γεγονότων, πληροφορεί πως εναντίον του καταχωρήθηκε ένταλμα εκποιήσεως κινητής περιουσίας, ενεγράφη (memo) επιβάρυνση επί ακινήτου περιουσίας του ήτοι επί δύο οικοπέδων του,  επί ανακαινισθείσας διώροφης οικοδομής και ενός χωραφιού εις Ευρύχου.  Περαιτέρω εξεδόθη και του επιδόθηκε αίτηση για έκδοση ειδοποίηση πτώχευσης του στις 5/10/21 γι’ αυτό και αμέσως μετά καταχωρήθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο η αίτηση γι’ αναστολή εκτέλεσης της απόφασης.

 

Εξηγεί πως οι επιβληθέντες από το πρωτόδικο Δικαστήριο, όροι για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης, τους οποίους αδυνατεί να εκπληρώσει, ισοδυναμουν με άρνηση της αιτούμενης θεραπείας.

 

Εκφράζει την πίστη πως εάν το Ανώτατο Δικαστήριο δεν αναστείλει την εκτέλεση της αποφάσεως, όπως επιζητεί, υπάρχει κίνδυνος το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίαςνα προχωρήσει με την πτώχευσιν και εάν πτωχεύσει, σε περίπτωση που κερδηθεί η έφεση, αυτή θα είναι άνευ αντικειμένου διότι δεν μπορούν να ανασταλούν τα αποτελέσματα της πτωχεύσεως.

 

Η εφεσίβλητη ενίσταται στο δικονομικό αυτό διάβημα του εφεσείοντα, εγείροντας ζήτημα αβάσιμης και καταχρηστικής αίτησης.  Υποδεικνύει πως το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει ήδη εκδώσει διάταγμα αναστολής εκτέλεσης της απόφασης του καισυνεπώς δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του θεσμού 35 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.  Τονίζει επίσης πως η καταχώρηση έφεσης εναντίον του μέρους της απόφασης προσδίδει καταχρηστικό χαρακτήρα στο παρόν διάβημα.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία ετέθη από το Εφετείο στο συνήγορο του εφεσείοντα ζήτημα δικαιοδοσίας του Εφετείου και ορθότητας της διαδικασίας εξέτασης νέας αίτησης αναστολής ενώ είχε ήδη εκδοθεί διάταγμα από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Ο συνήγορος του εφεσείοντα 2 επανήλθε σε νέα ημερομηνία με διευκρινιστικές θέσεις επί του εγερθέντος ζητήματος.

 

Η επιχειρηματολογία του συνηγόρου του εφεσείοντα περιεστράφη κυρίως γύρω από δύο άξονες.  Πρώτον ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε, εσφαλμένα, υπόψη ότι εδεσμεύθη σημαντική ακίνητη περιουσία του μεγάλης αξίας και δεν θα έπρεπε να επιβάλει τους συγκεκριμένους όρους με δεδομένο ότι δεν έχει πιστωτικό λογαριασμό και είναι φανερό ότι δεν θα μπορούσε να παράσχει τη διαταχθείσα τραπεζική εγγύηση.  Ότι η διαταγή για κατάθεση τραπεζικής εγγύησης ύψος €396.000 ουσιαστικά αποτελεί διαταγή για πληρωμή ολόκληρου του εξ αποφάσεως χρέους αγνοώντας την ύπαρξη του συνεγγυητή κ. Έλληνα και το Άρθρο 104 του Κεφ. 149.   Δεύτερος άξονας που αποτελεί και τη θέση την αιτιολογική για την καταχώρηση της κρινόμενης αίτησης, πως με τους όρους που επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ουσιαστικά απέρριψε την αίτηση, διότι έπρεπε να γνωρίζει ότι ήταν αδύνατη η εξασφάλιση της τραπεζικής εγγύησης που επέβαλε και κατ’ ουσίαν δεν ενέκρινε την αιτηθείσαν αναστολήν.

 

Αρνούμενος τον προβληθέντα ισχυρισμό/ένσταση της εφεσίβλητης πως το παρόν δικονομικό διάβημα αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας, υποδεικνύει πως η περίπτωση δεν αναφέρεται σε δύο παράλληλες διαδικασίες.  Ασκήθηκε έφεση σε δευτεροβάθμιο επίπεδο ως ο εφεσείων 2 είχε δικαίωμα, ενώ ενώπιον του παρόντος εφετείου, εκκρεμεί η κρινόμενη αίτηση δυνάμει της Δ.35 θ. 19, ως επίσης ο εφεσείων 2 έχει δικαίωμα.  Διερωτάται δε από «πότε η άσκηση νόμιμου δικαιώματος αποτελεί κατάχρηση, εάν το παρόν δικαστήριο θεωρήσει λόγω του ότι φαινομενικά δόθηκε η αναστολή (καίτοι υπό δυσανάλογους όρους που συνιστούν άρνηση της εκεί αιτούμενης θεραπείας) δε έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί, τότε αν δεν υπήρχε η έφεση ο Αιτητής θα έμενε χωρίς τρόπο για ενδεχόμενη θεραπεία.  Η έφεση επί της πρωτόδικης απόφασης για αναστολή είναι βάσιμη και όχι για το θεαθήναι.  Ασχολείται με το ζήτημα της φύσης των όρων της αναστολής ως ουσιαστικά άρνηση της αιτούμενης θεραπείας της αναστολής, για το γεγονός ότι αγνοήθηκε η εκτέλεση η οποία ήδη έγινε, για το γεγονός ότι καλείται ο Αιτητής να καταβάλει τραπεζική εγγύηση της οποίας η φύση είναι τέτοια που είναι σαν να πληρώνονται τα λεφτά (αφού δεσμεύονται ποσά από την τράπεζα για να μπορεί η τράπεζα να παράσχει την εγγύηση), κτλ.  Αν οριστεί η έφεση της αναστολής ενωρίτερα και όχι κατά τη συνήθη χρονοβόρα πορεία (δεν της δόθηκε ακόμα ούτε αριθμός έφεσης), δεν έχουμε κανένα πρόβλημα να δικάσουμε την έφεση – την ίδια ώρα, όμως, η διαδικασία πτώχευσης με βάση την εφεσιβληθείσα κυρίως πρωτόδικη απόφαση τρέχει και δυνατόν να δημιουργήσει μη αναστρέψιμες συνέπειες στον Αιτητή.  Το χρονοβόρο της διαδικασιας εκδίκασης μίας έφεσης, επίσης μπορεί να θεωρηθεί ότι ισοδυναμεί με άρνηση.»

 

Ο συνήγορος της εφεσίβλητης υποστήριξε την ένσταση και θέση που ήγειρε με την ειδοποίηση ένστασης του πως δεν νομιμοποιείται ο εφεσείων 2 στην καταχώρηση αίτησης δυνάμει της Δ.35 θ. 18-19.  Υπογραμμίζει πως η αδυναμία του εφεσείοντα 2 να εκπληρώσει τους όρους που έθεσε το αρμόδιο Δικαστήριο για την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης του, δεν μπορεί να αποτελεί λόγο για νέα αίτηση αναστολής.  Συνεχίζει τονίζοντας πως «εφόσον το αρμόδιο πρωτόδικο Δικαστήριο εκδίκασε και αποφάσισε την έγκριση και ικανοποίηση του αιτήματος του Αιτητή για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης, δεν είναι επιτρεπτή η εκδίκαση και πάλιν της ίδιας υπόθεσης με το ίδιο αίτημα γιατί τούτο είναι αντίθετο με το σχετικό Κανονισμό και συνιστά κατάχρηση διαδικασίας.

………………..

Στην ουσία με την παρούσα αίτηση ο Αιτητής ζητά την τροποποίηση της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου.»

 

Έχουμε εξετάσει τα εγερθέντα ζητήματα και τις επί τούτων θέσεις και επιχειρήματα των ευπαιδεύτων συνηγόρων.

 

Νομική βάση της αίτησης αποτελεί η Δ.35 θθ 18-19 των Διαδικαστικών Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας η οποία προνοεί:

 

«18. An appeal shall not operate as a stay of execution or of proceeding under the decision appealed from except so far as the Court appealed from or the Court of Appeal, or a Judge of either Court, may order; and no intermediate act or proceeding shall be invalidated, except so far as the Court appealed from may direct.  Before any order staying execution is entered, the person obtaining the order shall furnish such security (if any) as may have been directed.  If the security is to be given by means of a bond, the bond shall be made to the party in whose favour the decision under appeal was given.

 

19.  Wherever under these Rules an application may be made either to the Court below or to the Court of Appeal, or to a Judge of either Court, it shall be made in the first instance to the Court or Judge below.”

 

Η ανωτέρω διαταγή έχει τύχει νομολογιακής επεξεργασίας σε πολλές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και όπως σημειώθηκε στην υπόθεση Πεύκου ν. Ιερού Ναού Παναγίας Φανερωμένης Πέρα Πεδίου διά του προέδρου της Εκκλησιαστικής Επιτροπής Πέρα Πεδίου ΧΧΧ Βασιλείου κ.α, Πολ. Εφ. 137/2019 ημερ. 8/7/2021, ECLI:CY:AD:2021:A352:

 

«…. Η εξουσία του Δικαστηρίου να διατάξει αναστολή ανάγεται στη διακριτική του ευχέρεια στα πλαίσια της πιο πάνω Διαταγής, σε συνάρτηση πάντα με τα γεγονότα και τα περιστατικά της υπόθεσης.  Η έφεση δεν αναστέλλει το δικαίωμα εκτέλεσης ούτε μειώνει το κύρος της πρωτόδικης απόφασης η οποία παραμένει ισχυρή διατηρώντας τη τελεσιδικία της μέχρι την τυχόν τροποποίηση ή ανατροπή της από το Εφετείο.  Αυτό προκύπτει εγγενώς από το ότι ο επιτυχών διάδικος δεν πρέπει να αποστερείται τους καρπούς της επιτυχίας του λόγω της έφεσης.  Εξισορροπητικά ωστόσο, είναι θεμελιωμένη και η έτερη αρχή με την οποία αποτελεί βασική προϋπόθεση, για την απονομή της δικαιοσύνης η διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για άσκηση έφεσης, όταν ειδικά υπάρχει κίνδυνος εξανέμισης της αξίας της έφεσης.  (Βλ. ΚΟΣΜΟΣ Ασφαλιστική Εταιρεία Δημόσια Λτδ ν. 1. Χρ. Τυρίμος κ.α., πολ.εφ.87/19, 9.6.2021, όπου γίνεται αναφορά στη σχετική νομολογία). 

 

Αυτή η ανάγκη εξισορρόπησης των πιο πάνω αρχών αν και θεωρητικά φαίνεται εύκολη, στην πράξη έχει τις δυσκολίες της, που αφορούν τη στάθμιση των δικαιωμάτων των δύο πλευρών.  (Βλ.  E.Y.R.I.Ka.o. vKotsunis 1986 1 CLR 617).»

 

Η ενεργοποίηση της διάταξης του θεσμού 19, καθίσταται δυνατή υπό δύο προϋποθέσεις, την καταχώρηση πρώτον στο πρωτόδικο Δικαστήριο αίτησης και κατά δεύτερο λόγο την απόρριψη της (ThanosClubHotelsLimitedv. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας κ.α. (2003) 1 ΑΑΔ 312, ChristakisPilidesConstructionLtdv. PhilpoolLtd, Πολ. Έφ. 185/2019 ημερ. 12/6/2020).  Η αντίστοιχη πρόνοια των RulesoftheSupremeCourt (1958) O.58, r.12 καθιστά επιτακτική την πρόνοια για καταχώρηση πρώτα στο πρωτόδικο Δικαστήριο και μετά στο Εφετείο αντίστοιχη αίτηση προνοώντας πως:

«TheapplicationshouldbemadeinthefirstinstancetotheCourtbelow, butifitisrefused, theapplicationtotheCourtofAppealisnotanappealthe jurisdiction is concurrent.”

 

Είναιήδηπαραδεκτόόπωςανωτέρωσημειώθηκεπωςοεφεσείων 2, πέτυχεέκδοσηδιατάγματοςαναστολής, υπόόρουςόμως, τουςοποίουςχαρακτηρίζειδυσανάλογους.

 

Κρίνουμε πως η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε υπέρ του εφεσείοντα 2, υπό τη θέσπιση των όρων τους οποίους έκρινε αναγκαίους και εύλογους για εξισορρόπηση των νομολογιακών προϋποθέσεων. Η τήρηση τους επαφίεται στον εφεσείοντα 2.

 

Το ορθό, λογικό εύλογο ή άδικο ή δυσανάλογο αυτών, θα κριθεί από το Εφετείο, κατά την εκδίκαση της επί τούτου έφεσης, την οποίαν άσκησεν ο εφεσείων.  Δεν είναι έργο δικό μας η κρίση ως δυσανάλογων των όρων που τέθηκαν - διότι αυτό μας ζητείται από τον εφεσείοντα να πράξουμε – στα πλαίσια της παρούσας αίτησης.  Ζητείται με την παρούσαν αίτηση να κρίνουμε και να εκλάβουμε τη χορήγηση της αναστολής με τους συγκεκριμένους όρους, ως άρνηση και άρα απόρριψη της αίτησης.  Ουσιαστικά,πράττοντας ως ανωτέρω θα προκαταβάλλαμε την απόφαση επί της έφεσης, η οποία αναμένεται να εκδικαστεί.  Ήδη έχει δοθεί αριθμός, παρά την περί του αντιθέτου θέση του εφεσείοντα 2, ο οποίος προβάλλει το γεγονός αυτό, ως επιχείρημα για την καθυστέρηση στην εκδίκαση της.

 

Το δεδομένο είναι η χορήγηση της αναστολής από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Το ορθά δικονομικό μέτρο, το οποίο και άσκησε ο εφεσείων 2 ήταν η καταχώρηση έφεσης για την επιβολή των δυσανάλογων – κατά την κρίση του – όρων.

 

Με την κρινόμενη αίτηση επιζητείται η ίδια θεραπεία, αναστολής της εκδοθείσας απόφασης η οποία ήδη εδόθη. 

 

Με όσα ανωτέρω εκθέσαμε, κρίνουμε πως δεν ενεργοποιείται η εφαρμογή της Δ.35, θ. 18,19 και δεν υπάρχει δικαιοδοσία για εξέταση της κρινόμενης αίτησης, η οποία κρίνεται απορριπτέα.

 

Η κρίση αυτή αφορά και τα δύο αιτούμενα προς έκδοση διατάγματα, με τη σημείωση πως δεν μπορεί, πρωτογενώς, το Εφετείο να παγοποιήσει η αναστείλει την οποιαδήποτε διαδικασία πτωχεύσεως η οποία  εκκρεμεί εναντίον του εφεσείοντα 2.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.  Επιδικάζονται έξοδα €1.000 πλέον ΦΠΑ εάν υπάρχει, υπέρ της εφεσίβλητης.

 

                                                               Γ. Ν. Γιασεμής, Δ.

 

                                                               Δ. Σωκράτους, Δ.

 

                                                               Ν. Σάντης, Δ.

 

/Κας

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο