ECLI:CY:AD:2022:A450
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 283/2014)
17 Νοεμβρίου, 2022
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΝΑ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΙ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΙΩΑΝΝΟΥ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΑΣ ΣΤΕΛΛΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΠΑΝΑΓΗ
Εφεσείουσες,
ν.
1. COST-TAKIS CONSTRUCTIONS AND DEVELOPERS LTD
2. KΩΣΤΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ
3. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΑΛΛΩΣ ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Εφεσίβλητοι,
…….…..
Ε. Ευσταθίου, για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για τις Εφεσείουσες.
Μ. Καραπατάκη (κα), για Karapatakis Pavlides LLC, για τους Εφεσίβλητους.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Σάντη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Απευθείας από την Έδρα)
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Οι Εφεσείουσες/Ενάγουσες («οι Εφεσείουσες»), υπό την ιδιότητα τους ως διαχειρίστριες τής περιουσίας της αποβιώσασας μητέρας τους Στέλλας Ιωάννου («η αποβιώσασα»), καταχώρισαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού («το Πρωτόδικο Δικαστήριο») την Αγωγή 4014/08 («η Αγωγή») εναντίον των Εφεσίβλητων/Εναγόμενων («οι Εφεσίβλητοι»). Με την Αγωγή, οι Εφεσείουσες αξίωναν, μεταξύ άλλων, δικαστικά διατάγματα για την ακύρωση, ως παράνομης, μεταβίβασης χωραφιού ιδιοκτησίας της αποβιωσάσης στην Επισκοπή Λεμεσού («το ακίνητο»), αφού η πράξη ήταν προϊόν πλαστογραφίας, ζητώντας, οι Εφεσείουσες, επανεγγραφή του ακινήτου στο όνομα της αποβιωσάσης. Η πώληση του ακινήτου φέρεται να έγινε τον Αύγουστο 2008 από τον Εναγόμενο 1 («ο Εναγόμενος 1») - εγγονό της αποβιωσάσης (ο οποίος δεν εμφανίστηκε στην πρωτόδικη διαδικασία αν και δέχθηκε δέουσα επίδοση της Αγωγής) - που εμφανιζόταν ως ειδικός πληρεξούσιoς τής αποβιωσάσης δυνάμει πλαστού, τελικώς, πληρεξουσίoυ ημερομηνίας 26.8.08 («το πληρεξούσιο»).
Παρεμβάλλουμε (ως προς τα δικονομικά) - χωρίς να είναι ανάγκη να επεκταθούμε - ότι οι Εφεσίβλητοι προχώρησαν πρωτοδίκως στην καταχώριση διαδικασίας τριτοδιαδίκου καθιστώντας διά αυτής την φερόμενα εμπλακείσα πιστοποιούσα υπάλληλο Νιόβη Γ. Πετρίδου, ως τριτοδιάδικο («η Πετρίδου»), με τη βλέψη πως, σε περίπτωση που το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσιζε ότι οι Εφεσίβλητοι είχαν ευθύνη (και οι Εφεσείουσες πετύχαιναν στις αξιώσεις εναντίον τους), η Πετρίδου θα υποχρεούτο να συνεισφέρει στις όποιες αποζημιώσεις καλούνταν να καταβάλουν οι Εφεσίβλητοι προς τις Εφεσείουσες, και αυτό γιατί η Πετρίδου ήταν, κατ’ ισχυρισμόν, εκείνη που προέβη στην πιστοποίηση της υπογραφής τής αποβιωσάσης επί του πληρεξουσίου.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο» αποφάνθηκε (εκδίδοντας απόφαση κατά του Εναγόμενου 1 και απορρίπτοντας την Αγωγή κατά των Εφεσίβλητων, ως και την ειδοποίηση τριτοδιαδίκου) - και παραθέτουμε το απαύγασμα της πρωτόδικης κρίσης - ότι, ναι μεν υπήρχε (και αποδείχθηκε) η πλαστότητα του πληρεξουσίου, εντούτοις δεν αποδείχθηκε ανάμειξη των Εφεσίβλητων σε αυτό ή σε άλλα που θα μπορούσαν να απολήξουν στα όσα προσέβλεπαν οι Εφεσείουσες με την Αγωγή.
Κύριο παράπονο των Εφεσειουσών - το οποίο εκφράζεται διά των, δύο εν συνόλω, λόγων έφεσης - είναι ότι το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως οι Εφεσίβλητοι δεν ήξεραν «… περί της πλαστότητας του πληρεξουσίου εγγράφου και/ή κατ’ ακολουθίαν αυτού οι εφεσίβλητοι δεν εγνώριζαν περί του παράνομου του αγοραπωλητηρίου εγγράφου και/ή ότι ως εκ τούτου δεν ήταν «επιτρεπτό να εκδοθεί οποιαδήποτε απόφαση εναντίον τους» …» είναι εσφαλμένο αφού «… δεν εδικαιολογείτο υπό το φως της νομοθεσίας και των γεγονότων της υπόθεσης» (λόγος έφεσης 1), και πως εξίσου λαθεμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε «… τα έξοδα της δίκης υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειουσών …», μια που «… τούτο δεν εδικαιολογείτο υπό τις περιστάσεις, τα γεγονότα της υπόθεσης, το Νόμο και τη Νομολογία και/ή την πρακτική και/ή αρχή σύμφωνα με την οποία ο επιτυχών διάδικος δεν μπορεί να επιβαρύνεται με τα έξοδα της διαδικασίας» (λόγος έφεσης 2).
Οι περικοπές που παρατίθενται στην απόφαση μας είναι αυτούσιες.
Διεξήλθαμε καθετί που μας τέθηκε, στην πλήρη του μορφή, και ακούσαμε και διαβάσαμε με περισσή προσοχή τις αγορεύσεις των ευπαίδευτων δικηγόρων.
Συγκλίνουμε με τους Εφεσίβλητους ότι η έφεση χρήζει απόρριψης.
Εξηγούμε.
Αρχίζουμε με τον λόγο έφεσης 1, που απαρτίζει και τον πυρήνα της έφεσης.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε καλώς τη μαρτυρία, καταλήγοντας σε ευρήματα, διά δέουσας αξιολόγησης, έχοντας συνάμα απόλυτη επίγνωση του εφαρμοζόμενου βάρους και επιπέδου απόδειξης, τα οποία σαφώς και ευστόχως διέκρινε (ως συνάγεται εκ του λεκτικού που επιστράτευσε) από όσα άπτονται της αποτίμησης των μαρτύρων. Η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για τα περί ευθύνης του Εναγόμενου 1 - και έχει την αξία του να αναφερθεί τούτο αφού επιχειρείται από τις Εφεσείουσες να πληγεί οριζοντίως η πρωτόδικη μαρτυριακή και αποδεικτική εκτίμηση - προήλθε, ακριβώς, από ανάλογη διεργασία του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και όχι (ως πρότειναν οι Εφεσείουσες στη γραπτή τους αγόρευση πρωτοδίκως), αποκλειστικώς «… ως εκ της μη εμφανίσεως …» (του Εναγόμενου 1).
Είπε το Πρωτόδικο Δικαστήριο και τούτα ως μέρος των ευρημάτων του:
« ………………………………………………………………………………………
Η Στέλλα Παναγή, αποβιώσασα, την 26.08.2008 ήταν ιδιοκτήτρια ενός χωραφιού με αριθμό εγγραφής [ ] στην Επισκοπή Λεμεσού, τοποθεσία «Αλώνια». Δυνάμει παραχώρησης εγγράφων διαχείρισης, οι Ενάγουσες θυγατέρες της αποβιώσασας κατέστηκαν στις 16.11.2012 διαχειρίστριες της περιουσίας της.
Στις 26.08.2008 υπογράφτηκε συμφωνία πώλησης (μέρος Τεκμηρίου 1) του προαναφερόμενου χωραφιού με πωλητή τη Στέλλα Παναγή, δια του πληρεξουσίου αντιπροσώπου της Αλέξανδρου Αλεξάνδρου, ο οποίος είναι και εγγονός της, και των COST-TAKIS CONSTRUCTIONS & DEVELOPERS LTD ως Αγοραστή. Το τίμημα της πώλησης καθορίστηκε στις €100.000,00. Συμφωνήθηκε όπως €10.000,00 καταβληθούν κατά την ημέρα της υπογραφής της συμφωνίας και το υπόλοιπο, €90.000,00, εντός 30 ημερών από την υπογραφή και ταυτόχρονα με την παράδοση του χωραφιού και τη μεταβίβασή του. Η εν λόγω συμφωνία κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο Λεμεσού στις 27.08.2008, για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης.
Στις 29.08.2008 παρουσιάστηκαν στο Κτηματολόγιο Λεμεσού ο Εναγόμενος 1, πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της Στέλλας Παναγή, και ο Εναγόμενος 4, ένας εκ των διευθυντών της COST-TAKIS CONSTRUCTIONS & DEVELOPERS LTD, Εναγομένων 2, και αφού εξοφλήθηκε το υπόλοιπο του τιμήματος της πώλησης του χωραφιού προχώρησαν οι διαδικασίες εκ μέρους του Κτηματολογίου (μέρος Τεκμηρίου 1) για τη μεταβίβαση του στο όνομα των Εναγομένων 2. Δεν εκδόθηκε, ωστόσο, ακόμη τίτλος ιδιοκτησίας στο όνομα των Εναγομένων 2, διότι αφενός τα μεταβιβαστικά τέλη πληρώθηκαν με επιταγή και θα έπρεπε να παρέλθει περίοδος δύο μηνών, αφετέρου μεσολάβησε καταγγελία από την ιδιοκτήτρια του χωραφιού, Στέλλα Παναγή, για χρησιμοποίηση πλαστού πληρεξουσίου κατά την πώληση. Η εκτιμημένη αξία του χωραφιού από το Κτηματολόγιο στις 29.08.2008 ήταν €390.000,00.
Αργότερα, λίγες ημέρες μετά τις 29.08.2008, έγινε γνωστό στη Στέλλα Παναγή ότι το επίδικο χωράφι της, στην Επισκοπή, ήταν προς πώληση και προς τούτο υπήρχε σχετική πινακίδα αναρτημένη εντός του χωραφιού με αναγραφόμενο αριθμό κινητού τηλεφώνου. Η Στέλλα Παναγή, μαζί με την κόρη της (Μ.Ε.1), αφού πήραν τηλέφωνο στον αριθμό κινητού που αναγραφόταν στην πινακίδα, μίλησαν με κάποιο πρόσωπο και αφού αυτό της είπε ότι είχε αγοραστεί το χωράφι, επικοινώνησαν με το Κτηματολόγιο και ανέφεραν ότι η ιδιοκτήτρια του χωραφιού, Στέλλα Παναγή, δεν είχε δώσει τη συγκατάθεση της για πώληση. Κλήθηκε η Στέλλα Παναγή στο Κτηματολόγιο Λεμεσού καθώς και ο Μ.Υ.1 (Εναγόμενος 4), αλλά και η Νιόβη Πετρίδου (Τριτοδιάδικος), η οποία φερόταν να πιστοποιεί την υπογραφή της Στέλλας Παναγή επί του πληρεξουσίου εγγράφου με το οποίο δινόταν εξουσιοδότηση στον Αλέξανδρο Αλεξάνδρου, Εναγόμενο 1, να πωλήσει για λογαριασμό της το επίδικο χωράφι. Στο Κτηματολόγιο Λεμεσού η Στέλλα Παναγή στην παρουσία και της Μ.Ε.1 δήλωσε ότι ουδέποτε πήγε στο γραφείο της Τριδοδιάδικου για να υπογράψει επί του πληρεξουσίου εγγράφου, ενώ η Τριτοδιάδικος δεν αναγνώρισε τη Στέλλα Παναγή ως το πρόσωπο που υπόγραψε ενώπιον της και αυτή στη συνέχεια πιστοποίησε την υπογραφή της. Αναγνώρισε, ωστόσο, το δελτίο ταυτότητας της Στέλλας Παναγή λόγω του ότι ήταν πολύ παλαιό και σχισμένο, όπως της παρουσιάστηκε κατά την πιστοποίηση.
Ακολούθησε, ενόψει των πιο πάνω, καταγγελία στην αστυνομία και διεξάχθηκαν έρευνες, ενώ η διαδικασία της μεταβίβασης του ακινήτου στους Εναγόμενους 2, στη βάση της πώλησης που έγινε με τη χρήση πληρεξουσίου εγγράφου (μέρος Τεκμηρίου 1), παγοποιήθηκε. Σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία προκύπτει, και είναι εύρημα του Δικαστηρίου, ότι το πληρεξούσιο έγγραφο (μέρος Τεκμηρίου 1), το οποίο παρουσίασε ο Εναγόμενος 1, εγγονός της Στέλλας Παναγή, και στη βάση αυτού έγινε η πώληση του χωραφιού, ήταν πλαστό. Τούτο προέκυψε ενώπιον του Δικαστηρίου σωρευτικά, από τα πιο κάτω:
(α) Από την αποδεκτή μαρτυρία της Μ.Ε.1 η οποία ανέφερε ότι θέση της μητέρας της ήταν πως ουδέποτε υπέγραψε επί του πληρεξουσίου εγγράφου, κάτι που δηλώθηκε και στην Αστυνομία όσο και στο Κτηματολόγιο.
(β) Η Τριτοδιάδικος στη συνάντηση που έγινε στο Κτηματολόγιο, παρουσία υπευθύνου προσώπου, δεν αναγνώρισε ότι η Στέλλα Παναγή ήταν το ίδιο πρόσωπο που υπέγραψε επί του ειδικού πληρεξουσίου, με το πρόσωπο του οποίου πιστοποίησε την υπογραφή.
(γ) Από την αποδεκτή μαρτυρία της Μ.Ε.1 (δεν αντεξετάστηκε επί αυτού του σημείου) ότι μετά που αυτή με τη μητέρα της, Στέλλα Παναγή, έδωσαν δείγματα γραφής για γραφολογικές εξετάσεις, από την Αστυνομία, τους αναφέρθηκε ότι δεν ήταν οι υπογραφές τους επί του πληρεξουσίου εγγράφου.
(δ) Με βάση το Τεκμήριο 2 (ποινική υπόθεση εναντίον του Εναγόμενου 1 με κατηγορίες για παρουσίαση, κατάρτιση, κυκλοφορία πλαστού εγγράφου - πληρεξουσίου) και Τεκμήριο 3 (απόφαση ποινής στον Εναγόμενο 1 κατόπιν παραδοχής του), προκύπτει σαφέστατα ότι το πληρεξούσιο έγγραφο που χρησιμοποιήθηκε για την πώληση του χωραφιού της Στέλλας Παναγή ήταν πλαστό.
(δ) Από την κατάθεση του Εναγόμενου 1 η οποία δόθηκε στην αστυνομία, ενισχύεται η θέση ότι το ειδικό πληρεξούσιο δεν παραχωρήθηκε με την υπογραφή της αποβιώσασας, Στέλλας Παναγή. Η εν λόγω μαρτυρία, έστω εξ ακοής παρουσιάστηκε εκ μέρους των εναγουσών πλην όμως παρέμεινε αναντίλεκτη ενώπιον του Δικαστηρίου καθότι ούτε ο Εναγόμενος 1 παρουσιάστηκε στη δίκη για να αμφισβητήσει το περιεχόμενο της, κυρίως ως προς την πλαστότητα του πληρεξουσίου, αλλά ούτε και η πλευρά των Εναγομένων 2, 3 και 4 ή της Τριτοδιαδίκου ζήτησαν να αντεξετάσουν τον Εναγόμενο 1 ως προς το περιεχόμενο της κατάθεσης που αυτός έδωσε στην αστυνομία.
Συνακόλουθα των προαναφερόμενων στοιχείων (α-δ), η θέση των Εναγομένων 2, 3 και 4 καθώς και της Τριτοδιάδικου ότι δεν αποδείχθηκε ότι το πληρεξούσιο έγγραφο ήταν πλαστό, δε μπορεί να γίνει αποδεχτή και απορρίπτεται.
Αποτελεί επίσης εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι Εναγόμενοι 2, 3 και 4 δε γνώριζαν περί της πλαστότητας του εγγράφου. Καμία μαρτυρία παρουσιάστηκε εκ μέρους των Εναγουσών που να αποδεικνύει το αντίθετο. Τέλος, αποτελεί εύρημα ότι ενώπιον της Τριτοδιάδικου όταν μετέβηκε ο Εναγόμενος 1, συνοδευόμενος από κάποια γυναίκα η οποία παρουσιάστηκε ως η Στέλλα Παναγή, παρουσιάζοντας την ταυτότητα της τελευταίας, η Τριτοδιάδικος πιστοποίησε την υπογραφή της.
..……………………………………………………………………………………………………».
Συζήτησαν οι Εφεσείουσες (στο περίγραμμα τους) - κατά πιστή σχεδόν μεταφορά της αιτιολογίας που συνοδεύει τον λόγο έφεσης 1 - ότι η Αγωγή καταχωρίστηκε, στοχεύοντας σε ακυρότητα της μεταβίβασης του ακινήτου ένεκα της «… νομικής ανυπαρξίας και/ή του παράνομου του αγοραπωλητηρίου εγγράφου …» (από το οποίο είλκαν κατά τη θέση δικαιώματα ο Εναγόμενος 1 και οι Εφεσίβλητοι). Αφ’ ης στιγμής λοιπόν, διατείνονται οι Εφεσείουσες, το επίδικο αγοραπωλητήριο («το αγοραπωλητήριο έγγραφο») ήταν παράνομο, το Πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να εκδώσει απόφαση διαγνωστική τής εν λόγω παρανομίας και ακυρότητας. Μολαταύτα, το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενώ ορθώς εξέδωσε απόφαση κατά του Εναγόμενου 1, κακώς δεν την επέκτεινε και ενάντια στους Εφεσίβλητους. Ως εκ τούτου, η Πρωτόδικη Απόφαση, εξαιτίας της προτεινόμενης αστοχίας, παραμένει «… ατελής και/ή αλυσιτελής …». Αυτό, γιατί, περιπλέον, με «… βάση τη νομολογία είναι παντελώς αδιάφορον εάν οι εφεσίβλητοι εγνώριζαν ή όχι ή είχαν συγκατατεθεί ή επιτρέψει την εμφιλοχώρηση της παρανομίας στην επίδικη σύμβαση…», αλλά και διότι οι Εφεσίβλητοι «… στα δικόγραφα των και στην υπόθεση των επέμεναν ότι η σύμβαση μεταξύ αυτών και του εναγομένου Αρ. 1 ήταν καθ’ όλα έγκυρη και ότι η (αποβιώσασα) ιδιοκτήτρια του επιδίκου τεμαχίου είχε πλήρη γνώση για την πώληση του κτήματος καθ’ ότι έδωσε πληρεξούσιο στον εναγόμενο 1 εγγονό της».
Έρεισμα για τις υπό ανάλυση απόψεις των Εφεσειουσών συγκροτεί η εκ πλευράς τους διαπίστωση (στο περίγραμμα των δικηγόρων τους) ότι (βάσει τριών επισημάνσεων ως τις κατατάξαμε, και που θα αναλύσουμε αμέσως) «… υπήρξε μαρτυρία ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία μάλιστα έγινε και αποδεκτή, ότι οι εφεσίβλητοι ενήργησαν σε συνέργεια με τον εναγόμενο αρ. 1 με σκοπό την εξαπάτηση της ιδιοκτήτριας του επίδικου χωραφιού και προς βλάβη αυτής».
Η πρώτη επισήμανση, είναι πως η παρατηρηθείσα ασυμμετρία μεταξύ της τιμής πώλησης (€100.000,00) και της εκτιμημένης αξίας του ακινήτου (€390.000,00), συνιστούσε πτυχή που έπρεπε να προβληματίσει το Πρωτόδικο Δικαστήριο και να το οδηγήσει σε αντίθετα συμπεράσματα από εκείνα στα οποία κατέληξε.
Δεν συμφωνούμε.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο συνεκτίμησε σωστά το στοιχείο αυτό, εντός των παραμέτρων που οριοθετήθηκαν από τη μαρτυρία, την οποία έκρινε ως αξιόπιστη για λόγους που εξέθεσε. Δεν μας υποδείχθηκε κάτι από τις Εφεσείουσες που θα μπορούσε, κατά τα γεγονότα και την πρωτόδικη αντιμετώπιση, να στρέψει αποφασιστικώς τη σκέψη αλλού, και δη προς την πιθανότητα ανατροπής των πρωτόδικων ευρημάτων, ακόμη και σε συνάρτηση προς την Τσιάρτας και Άλλου ν. Alocay Holdings Ltd και Άλλου 2010 1(Γ) Α.Α.Δ. 1523, που επικαλέστηκαν οι Εφεσείουσες, αφού, το σκεπτικό της, αμβλύνει μάλλον, παρά ενδυναμώνει, την εκδοχή τους, δεδομένου κιόλας πως δεν αποφασίστηκε εκεί ότι η όποια απόκλιση στην τιμή πώλησης από την εκτιμημένη φερ’ ειπείν αξία ενός ακινήτου πρέπει, δίχως άλλο, να προξενεί αμφιβολία στους καλόπιστους συμβαλλομένους εν σχέσει προς την εγκυρότητα και τις προθέσεις τού όποιου δήθεν πληρεξουσίου αντιπροσώπου τού ιδιοκτήτη ή της ιδιοκτήτριας τού ακινήτου που ήθελεν αφορά η περίπτωση.
Η δεύτερη επισήμανση σύγκειται στην «… άμεση ενέργεια των εφεσιβλήτων αρ. 2 προς πώληση του επίδικου χωραφιού σε συνδυασμό με τις παντελώς εξωπραγματικές δικαιολογίες που προσπάθησε να παρουσιάσει με τη μαρτυρία του ο ΜΥ1 (εφεσίβλητος αρ. 4), ο οποίος ορθώς κρίθηκε αναξιόπιστος από το Πρωτόδικο Δικαστήριο (σελίδα 18 της απόφασης) …» καθώς και στη «… βιασύνη του όλου εγχειρήματος …», περιστάσεις που θα έπρεπε, ως λέγουν οι Εφεσείουσες, να οδηγήσουν το Πρωτόδικο Δικαστήριο σε εύρημα ότι «… οι εφεσίβλητοι αρ. 2, ενεργούντες μέσω των εφεσιβλήτων αρ. 3 και 4, συνέδραμαν και συνήργησαν με τον εναγόμενο αρ. 1 προς βλάβη της αποβιώσασας - ιδιοκτήτριας του ακινήτου, του οποίου ακινήτου εξανέμισαν την τιμή και προσπάθησαν να μεταβιβάσουν επ’ ονόματί τους».
Διαφωνούμε.
Οι εισηγήσεις των Εφεσειουσών, δεν μπορούν λελογισμένως να εξισωθούν με αποδοχή συνέργειας μεταξύ Εναγόμενου 1 και Εφεσίβλητων προς εξαπάτηση της αποβιωσάσης, ή ως ένα, κατ’ ελάχιστο, στέρεο υπόβαθρο επί του οποίου θα μπορούσε να δομηθεί αποδεκτώς τέτοιο εύρημα, πέραν ασφαλώς από κάποιες ακροσφαλείς, πάντως, υπόνοιες και εικασίες, ως εκείνες που, με κάθε σεβασμό, ξεδίπλωσαν και ενώπιον μας οι Εφεσείουσες, και αντικρούστηκαν ικανώς από τους δικηγόρους των Εφεσίβλητων στο περίγραμμα τους (σελίδες 7-8).
Η τρίτη επισήμανση, αφορά στη νομολογία που προέταξαν οι Εφεσείουσες για να δείξουν ότι τα περί παρανομίας του αγοραπωλητηρίου εγγράφου και του πληρεξουσίου, θα έπρεπε να οδηγήσουν απαρεγκλίτως το Πρωτόδικο Δικαστήριο σε εύρημα για καθολική ακυρότητα της μεταβιβαστικής πράξης αλλά και του αγοραπωλητηρίου εγγράφου. Δόρυ για την υποβολή αυτή συνέθεσε η Αρκαδίου ν. Porto Lara Estates Ltd (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2035.
Αποκλίνουμε και σε τούτο από τις Εφεσείουσες.
Η περί ης ο λόγος απόφαση διαφοροποιείται ουσιωδώς από την παρούσα, προπαντός επειδή, σε αντίθεση με την ενεστώσα, υπήρξε εκεί συμμετοχή των μερών στη συνομολόγηση της παράνομης συμφωνίας (με αντίστοιχη γνώση), εκτός του ότι, εν προκειμένω, οι Εφεσείουσες, επιπλέον, απέτυχαν να θέσουν ικανοποιητική μαρτυρία στη δίκη για να τεκμηριώσουν την απαίτηση.
Κάτι τελευταίο.
Δεν διέλαθε την προσοχή μας πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέταξε τον Εφεσίβλητο 3 (Εναγόμενο 4) - ο οποίος κατέθεσε ως ΜΥ1 - ως μάρτυρα «… που δεν έπεισε το Δικαστήριο για την αλήθεια των λεγομένων του …», για λόγους που παρέθεσε στις σελίδες 15-18 της απόφασης του. Τούτο, δεν θα μπορούσε άνευ ετέρου να αποφέρει ως έκβαση (με παραπομπή στα γεγονότα της περίπτωσης πάντοτε), απόδειξη της υπόθεσης εναντίον του Εφεσίβλητου 3 και, κατ’ ακολουθίαν, των υπόλοιπων Εφεσίβλητων, αφού, ως συνεπάγεται κατά συμπερασμό από την ημεδαπή εφετειακή νομολογία[1] (και την κοινή δικαιική λογική που τούτη εκφράζει), η απόρριψη της μαρτυρίας ενός ή περισσότερων μαρτύρων δεν οδηγεί κατά κανόνα - και αυτομάτως - σε απόρριψη του συνόλου της υπόλοιπης μαρτυρίας που εκείνος ο διάδικος προσκομίζει, ή της εκδοχής που προωθεί, και το ίδιο ισχύει, κατά όμοια λογική, όπου η αποδοχή μαρτυρίας ως αξιόπιστης, δεν κατατείνει πάντα σε απόδοση τής επιδιωκόμενης θεραπείας εναντίον των αντιδίκων. Η κάθε περίπτωση πρέπει να αποφασίζεται αναλόγως των δικών της γεγονότων. Το ίδιο και εδώ.
Δεν παρέχεται περιθώριο εφετειακής παρέμβασης.
Ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.
Εκ των πραγμάτων, απορρίπτεται και ο λόγος έφεσης 2, αφού, συν τοις άλλοις, το Πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε ορθά τον γενικό κανόνα πως τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα, χωρίς να υφίσταται δικαιολογημένος λόγος για διάφορο χειρισμό από μέρους του.
Εν κατακλείδι.
Ουδείς των λόγων έφεσης ευσταθεί.
Η έφεση απορρίπτεται με €3.500,00 έξοδα (συν ΦΠΑ αν υπάρχει), υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον των Εφεσειουσών.
Γ. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/κβπ
[1] Δέστε ενδεικτικώς, Χρίστου ν. Γεωργίου, Π.Ε. 158/13, ημ. 26.10.11, Περατικού ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ, Π.Ε. 287/13, ημ. 16.6.21, ECLI:CY:AD:2021:A254, Ευσταθίου ν. Μιχαήλ και Άλλης, Π.Ε. 269/12, ημ. 23.7.19, ECLI:CY:AD:2019:A341, Μιχαηλίδης ν. Poliakova (Αρ. 1) (2011) 1(Α) Α.Α.Δ. 356, 369.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο