Δ. Π. ΤΟ ΓΕΝΟΣ Ε. Χ. v. Α. Π., Πολιτική Έφεση Αρ. 241/2014, 5/12/2022

ECLI:CY:AD:2022:A474

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 241/2014)

 

5 Δεκεμβρίου, 2022

 

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ,  Δ/στές]

 

Δ. Π. ΤΟ ΓΕΝΟΣ Ε. Χ.

Εφεσείουσα

  ΚΑΙ

 

Α. Π.

Εφεσίβλητος

_________________________

    Μ. Μελίδης, για την Εφεσείουσα.

   Σ. Φασουλιώτης για Χρ. Πουργουρίδης & Σία ΔΕΠΕ,  για τον Εφεσίβλητο.

__________________________

              

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:   Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.

 

________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

    ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:    Η Εφεσείουσα και ο Εφεσίβλητος νυμφεύθηκαν το 1984 και από το γάμο τους ευτύχησαν να αποκτήσουν τρία παιδιά.      Από ένα σημείο και μετά φαίνεται ότι η έγγαμη σχέση τους παρουσίασε σοβαρά προβλήματα, με αποτέλεσμα να παραδεχτούν και οι δύο στη συμφωνία ημερ. 15.11.2002 που υπέγραψαν, πως «η μεταξύ των συμβίωσις και ο γάμος των κατέληξε εις αποτυχίαν».   Στη συμφωνία δεν καταγράφεται ποιος ευθύνεται για την αποτυχία του γάμου τους και ούτε το θέμα αυτό  ήταν επίδικο.    

 

    Υπήρξαν όμως περιουσιακές διαφορές.  Ο Εφεσίβλητος αρχικά καταχώρισε στις 11.9.2002 στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού την Αίτηση Περιουσιακών Διαφορών με αρ. 51/2002 (αυτή επεσύρθη στις 29.6.2006).  Προηγουμένως, και μετά από συζητήσεις και ανταλλαγή προσχεδίων συμφωνίας (τεκ. 53-56 ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου) από τους δικηγόρους των διαδίκων, αυτοί κατέληξαν σε γραπτή συμφωνία η οποία   υπεγράφη, ως ελέχθη, και από τους δύο στις 15.11.2002 (τεκμήριο 6(1) ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου). Η εν λόγω συμφωνία τιτλοφορείται «Συμφωνία Διαχωρισμού Οικογενειακών Περιουσιακών Στοιχείων», και σ΄ αυτήν καταγράφονται οι υποχρεώσεις που ανέλαβε να εκπληρώσει τόσο η Εφεσείουσα όσο και ο Εφεσίβλητος.  Στο προοίμιο της αναφέρονται τα ακόλουθα:

  

«ΕΠΕΙΔΗ οι ως άνω Συμβαλλόμενοι είναι νόμιμοι σύζυγοι, τελέσαντες γάμον συμφώνως προς τας διατάξεις της Ελληνικής Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας  εις Λεμεσόν, και

 

ΕΠΕΙΔΗ εκ του ως άνω γάμου των οι Συμβαλλόμενοι απέκτησαν 3 τέκνα ήτοι τον [….], και

 

ΕΠΕΙΔΗ κατά την διάρκειαν των τελευταίων ετών η έγγαμος σχέσις των Συμβαλλομένων έχει  κλονισθή σημαντικώς και η μεταξύ των συμβίωσις και ο γάμος των κατέληξεν εις αποτυχίαν, και

 

ΕΠΕΙΔΗ τα εις τον επισυνημμένον Πίνακα Α περιγραφόμενα περιουσιακά στοιεία υπ΄ αρ.1-9 (πλην των στοιχείων 1 και 6) απεκτήθηκαν από κοινού κατά την διάρκειαν της συμβιώσεως  των Συμβαλλομένων και ευρίσκονται εγγεγραμμένα επ΄ ονόματι της Συζύγου, και

 

ΕΠΕΙΔΗ κατά την διάρκειαν των ετών οι Συμβαλλόμενοι εδημιούργησαν χρέη προ τρίτους, ορισμένα εκ των οποίων έχουν διασφαλισθή με ενυπόθηκους εξασφαλίσεις περιουσιακών στοιχείων εκ των περιγραφομένων εις τον Πίνακα Α, και

 

ΕΠΕΙΔΗ ο Σύζυγος συνεφώνησεν όπως αναγνωρίσει, αναλάβει και εξοφλήσει δυνάμει των  προνοιών της παρούσης ως ιδικά του χρέη, το δάνειον τον οποίον εξησφάλισε ο ίδιος μέσω της Ελληνικής Τραπέζης (Επενδύσεις) Λτδ, νυν ανερχόμενον εις περίπου Λ.Κ.803.179,11 πλέον τόκοι, το προϊόν του οποίου εχρησιμοποίησε ο Σύζυγος ως επένδυσιν (καλούμενον εν τοις εφεξής «το Δάνειον του Συζύγου») ως επίσης και το εξ αποφάσεως χρέος ποσού ΛΚ 69. 806,19 πλέον τόκοι οφειλόμενο δυνάμει αποφάσεων Δικαστηρίου εις τις αγωγές υπ΄ αριθμούς 8129/1988 Ε.Δ. Λευκωσίας και υπ΄  αριθμό 8751/1988 Ε.Δ. Λευκωσίας, (καλούμενα  εν τοις εφεξής «το εξ αποφάσεως χρέους»), και

 

ΕΠΕΙΔΗ οι Συμβαλλόμενοι συνεφώνησαν όπως διαχωρίσουν άπαντα τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία άτινα εμφαίνονται εις τον Πίνακα Α αναλόγως της παρ΄ ενός εκάστου οικονομικής ή άλλως συνεισφοράς εις την δημιουργίαν των, και όπως ο Σύζυγος αναλάβει αποκλειστικώς την υποχρέωσιν εξοφλήσεως των εν λόγω χρεών τα οποία περιγράφονται εις τον Πίνακα Γ αμφότεροι δε οι Συμβαλλόμενοι όπως αναλάβουν τας ετέρας σχέσεις και/ή υποχρεώσεις,  και

 

ΕΠΕΙΔΗ τα εις τον επισυνημμένον Πίνακα Β περιγραφόμενα περιουσιακά στοιχεία αποτελούν προσωπικήν περιουσίαν του Συζύγου, επί των οποίων η Σύζυγος ουδέν δικαίωμα ή οιανδήποτε αξίωσιν έχει, και

 

ΕΠΕΙΔΗ ο Σύζυγος αποδέχεται τας κατωτέρω προνοούμενας διευθετήσεις διαχωρισμού των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων και αναλήψεις υποχρεώσεων εν σχέσει προς τα εν λόγω χρέη των ως μίαν εύλογον και  μόνιμον διευθέτησιν, και

 

ΕΠΕΙΔΗ η Σύζυγος αποδέχεται τας κατωτέρω προνοούμενας διευθετήσεις διαχωρισμού των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων και αναλήψεις υποχρεώσεων εν σχέσει προς τα εν λόγω χρέη ως μίαν εύλογον και μόνιμον διευθέτησιν.

 

ΝΥΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟς ΣΥΜΦΩΝΟΥΝΤΑΙ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΩΝ Τ΄ ΑΚΟΛΟΥΘΑ:

 

………………………………………………………………………….»      

 

    Στην παράγραφο 5 της συμφωνίας καταγράφεται πως «Αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι αναγνωρίζουν ότι δια της υπογραφής της παρούσης ουδεμίαν περιουσιακήν ή άλλην αξίωσιν θα έχουν ο εις κατά του ετέρου».  Και στην παράγραφο 6 της συμφωνίας πως «Εκάστη πλευρά θα καταβάλει εις τον αντίστοιχον δικηγόρον της τα έξοδα συντάξεως του  παρόντος συμπεριλαμβανομένων συμπληρωματικών εγγράφων και συναφών συναντήσεων». 

    Η γραπτή συμφωνία δεν ετηρήθη από την Εφεσείουσα, η οποία ισχυρίστηκε ότι δεν την υπέγραψε με την ελεύθερη βούληση της.   Πιο συγκεκριμένα ήταν η Υπεράσπιση της στην Αγωγή 2866/06 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, την  οποία καταχώρισε εναντίον της ο Εφεσίβλητος επικαλούμενος τη συμφωνία ημερ. 15.11.2002, πως «… Ο Ενάγοντας ευρισκόμενος σε τέτοια πλεονεκτική θέση ώστε να κυριαρχεί επί της θελήσεως της Εναγομένης και  με την άσκηση πραγματικής ψυχικής πίεσης πάνω στην Εναγόμενη η οποία κατέρρευσε ψυχολογικά, κατόρθωσε να αποσπάσει τη συναίνεση για τη σύναψη της συμφωνίας ημερομηνίας 15.11.2002».   Στην  παράγραφο 6 του δικογράφου της, καταγράφεται πως «… μετά από ένα μήνα από την υπογραφή της συμφωνίας ημερομηνίας 15.11.2002, με επιστολή των τότε δικηγόρων της προς τους τότε δικηγόρους του Ενάγοντα ημερομηνίας 16.12.2002, τερμάτισε μεταξύ άλλων την εν λόγω συμφωνία καθότι προέβη στην υπογραφή αυτής κατόπιν ψυχικής πίεσης που υπέστη από τον σύζυγο της».

 

    Με ανταπαίτηση της αξίωνε απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται άκυρη και/ή ακυρώσιμη η συμφωνία. Αξίωνε ακόμη απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να αναγνωρίζεται ως η μόνη ιδιοκτήτρια και/ή δικαιούχος συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων, τα οποία σύμφωνα με την πιο πάνω συμφωνία θα έπρεπε να μεταβιβαστούν επ΄ ονόματι του Εφεσίβλητου.   Διαζευκτικά αξίωνε το ποσό του €1.000.000 «ως αποζημιώσεις στη βάση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων τα οποία απέκτησαν οι διάδικοι κατά τη διάρκεια του γάμου τους και τα οποία οικειοποιήθηκε ο ενάγοντας με αποτέλεσμα να πλουτίσει εις βάρος της εναγόμενης αδικαιολόγητα». 

 

    Πέρα από την ανταπαίτηση, η Εφεσείουσα καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εναντίον του Εφεσίβλητου και την Αγωγή αρ. 5543/2006, με την οποία ισχυρίστηκε  ότι αυτή ήταν η μόνη νόμιμη ιδιοκτήτρια της οικίας που είχε ανεγερθεί σε συγκεκριμένο τεμάχιο στο χωριό Ερήμη της επαρχίας Λεμεσού.   Ήταν η θέση της στην εν λόγω Αγωγή, πως ο Εφεσίβλητος παράνομα  και αδικαιολόγητα την εμπόδιζε να εισέλθει εντός της οικίας της.   Μάλιστα, σύμφωνα πάντα με τη δικογραφημένη της θέση, αυτός την απείλησε πως «… εάν αυτή επιχειρήσει να εισέλθει στην κατοικία της θα την σκοτώσει και θα κατεδαφίσει την κατοικία δια της χρήσεως μπουλτόζας ή άλλων παράνομων  μέσων».  Στη βάση των πιο πάνω δικογραφημένων ισχυρισμών, αξίωνε θεραπείες, όπως δήλωση του Δικαστηρίου ότι αυτή είναι η απόλυτη και νόμιμη ιδιοκτήτρια της οικίας, διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται ο Εφεσίβλητος να της παραδώσει  κενή κατοχή της οικίας, αποζημιώσεις κλπ..  Να σημειώσουμε ότι το εν λόγω ακίνητο, η Εφεσείουσα είχε υποχρέωση, δυνάμει της συμφωνίας ημερ. 15.11.2002, να μεταβιβάσει στον Εφεσίβλητο, κάτι που δεν έπραξε.

     

    Και οι δύο αγωγές συνενώθηκαν δυνάμει δικαστικού διατάγματος ημερ. 25.6.2012, με την Αγωγή αρ. 2866/2006 να είναι η οδηγός.   Κατά την συνεκδίκαση τους κλήθηκε από την Εφεσείουσα ως μάρτυρας και η θυγατέρα τους (Μ.Υ. 4), η οποία κατά τον χρόνο της υπογραφής της επίδικης συμφωνίας ήταν 16 ετών περίπου.   Το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε στην τελική απόφαση του ημερ. 29.5.2014, ότι «… οι διάδικοι δεν μπόρεσαν να γεφυρώσουν τις διαφορές τους ούτε για χάριν των τριών παιδιών που απέκτησαν κατά τη διάρκεια του γάμου τους.  Είναι δε λυπηρό που σε μια περιουσιακή διαμάχη κλήθηκε ως μάρτυρας η κόρη τους, η οποία αναγκάστηκε να υποβληθεί σε μια ψυχοφθόρα διαδικασία».    

 

    Ως ήτο αναμενόμενο, κατά την ακροαματική διαδικασία, η οποία ήτο μακρά, κατέθεσαν τόσο η Εφεσείουσα όσο και ο Εφεσίβλητος.   Στο σημείο αυτό θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτολεξεί τα όσα καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση σε σχέση με τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες η Εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι υπέγραψε την επίδικη συμφωνία:   

«Το 2002 ο ενάγοντας άρχισε να συμπεριφέρεται με χειρότερο τρόπο και αυτό κράτησε μέχρι της 5.11.2002.  Κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα της ζητούσε να του υπογράψει γενικό πληρεξούσιο ώστε να χειρίζεται την περιουσία της.  Την απειλούσε, ασκούσε βία επανειλημμένα, τόσο στην ίδια όσο και στη θυγατέρα τους με σκοπό είτε να δεχτεί να του δώσει πληρεξούσιο, είτε να μεταβιβάσει περιουσιακά στοιχεία στο όνομα της μητέρας του.  Τον Ιανουάριο του 2002 την παίρνει στη Μητρόπολη γιατί ήθελε να χωρίσουν και μπροστά στους ιερείς να λέει ότι δεν την αγαπούσε.  Στις 23.4.2003 υποβάλλει αίτηση στο Εκκλησιαστικό Δικαστήριο για διάλυση του γάμου (Τεκμ. 123). Η ίδια υποβάλλει αίτηση για πολιτικό διαζύγιο τον Μάρτιο του 2003 μετά από ξυλοδαρμό της.

……………………………………………………………………………..

Τον Αύγουστο του 2002 πληροφορείται από τη φίλη της Ζ. ότι είδε τον ενάγοντα να βγαίνει από πολυκατοικία με μία κοπέλλα.  Ο ίδιος αρνήθηκε και προσπάθησε να φορτώσει στην ίδια εξωσυζυγικές σχέσεις.

…………………………………………………………………………….. 

Τον Οκτώβριο του 2002 της έπαιρνε διάφορες συμφωνίες τις οποίες ο ίδιος ετοίμαζε.  Της έλεγε ότι αν γινόταν ο διακανονισμός θα απέσυρε την αίτηση 51/02 και θα σταματούσε τη βία στην ίδια και στην κόρη τους.  Άρχισαν τότε να έχουν και ολοκληρωμένες σχέσεις ως κανονικό ζευγάρι 10 μέρες πριν την υπογραφή της συμφωνίας.  Στις 14.11.2002 ήταν «σήκωσες» και πήγαν με τα παιδιά στη μητέρα της όπως κάθε χρόνο.  Στις 15.11.2002 πήγαν μαζί με το ίδιο αυτοκίνητο στο Δικαστήριο και υπέγραψε την συμφωνία που έστειλε στη δικηγόρο της την προηγούμενη μέρα.  Θυμάται ότι έκλαιγε τόσο πριν υπογράψει την συμφωνία όσο και κατά τη διάρκεια της υπογραφής της.

Τον Οκτώβριο του 2002 ο ενάγων την κτύπησε και την έριξε στον τοίχο όπου τρίφτηκαν τα χέρια της επειδή δεν δεχόταν να υπογράψει τις συμφωνίες που τις έπαιρνε και δεν παραδεχόταν ότι είχε εξωσυζυγικές σχέσεις. Τον ίδιο καιρό επεσυνέβη και το συμβάν όπως το περιέγραψε η ΜΥ1.»

 

    Και τα όσα καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση σε σχέση με τις θέσεις του Εφεσίβλητου για τη συμπεριφορά της Εφεσείουσας μετά την υπογραφή της συμφωνίας:

 

«Μετά τη συμφωνία, η εναγομένη άρχισε να του λέει ότι δεν είχε λεφτά και ζήτησε να της δώσει τα μισά από το γραμμάτιο.  Μετά από συζητήσεις απέσυρε τα λεφτά που ήταν περίπου ΛΚ36.000 από το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού και τα μοιράστηκαν. Μετά άρχισε να του λέει ότι δεν είχε χρόνο να μεταβεί στους φόρους για τα ακίνητα που θα του μεταβίβαζε καθώς και τους προσωπικούς της φόρους στον Έφορο Εσωτερικών Προσόδων πράγμα που έκανε ο ίδιος, όπως φαίνεται και σε επιστολή του δικηγόρου του προς τη δικηγόρο της εναγομένης, Τεκμ. 10.  Ακολούθως, η εναγομένη του ζήτησε  να κρατήσει στο όνομα της το σπίτι που έμεναν και που θα του μεταβίβαζε βάση της συμφωνίας. Μοναδική της επιδίωξη ήταν, όπως αναφέρει στη δήλωση του ο ενάγοντας,  να αποφύγει τα χρέη που είχαν.»

  

    Πέρα από τη θυγατέρα τους (Μ.Υ. 4), κλήθηκαν μάρτυρες και από τις δύο πλευρές.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο που είδε, άκουσε και παρακολούθησε όλους τους μάρτυρες, βρήκε πως ο Εφεσίβλητος, παρόλο που «αντεξετάστηκε για πολλές μέρες», δεν διαφοροποίησε τις θέσεις του και ότι αυτός προσπαθούσε να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του με αναφορά σε έγγραφα.    Όσον αφορά στην εκπλήρωση των δικών του υποχρεώσεων, σημείωσε τα ακόλουθα:

 

«… σύμφωνα με την επίδικη συμφωνία ο ενάγοντας είχε υποχρέωση να εξαλείψει τις υποθήκες επί της περιουσίας της εναγομένης.  Με βάση τις επιστολές που ανταλλάγησαν μεταξύ των δικηγόρων, Τεκμ.7 - 13, είναι εμφανές ότι ο ενάγοντας ειδοποίησε την εναγομένη περί της εξόφλησης του ποσού που αφορούσαν οι υποθήκες και την κάλεσε να προσέλθει στο κτηματολόγιο με στόχο την εξόφληση των υποθηκών και την μεταβίβαση των ακινήτων, με το οποίο η ίδια δεν συμμορφώθηκε.  Επίσης από τη μαρτυρία της Ν. Σ. την οποία έχω αποδεχθεί προκύπτει ότι κατά τον χρόνο που ειδοποιήθηκε η εναγομένη να προσέλθη στο Κτηματολόγιο, ο λογαριασμός της εταιρείας Patsalides ήταν πιστωτικός.» 

 

    Προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, πως τον έκρινε αξιόπιστο μάρτυρα. 

 

    Για την Εφεσείουσα,  την μαρτυρία της οποίας απέρριψε, σημείωσε τα ακόλουθα: 

«Η εναγομένη από την άλλη έδωσε τη μαρτυρία της στηριζόμενη σε γενικότητες, κυρίως καταλογίζοντας στον ενάγοντα βίαιη συμπεριφορά και προσπάθεια να οικειοποιηθεί την περιουσία της.  Οι ισχυρισμοί της σε συνάρτηση με την επίδικη συμφωνία παρέμειναν χωρίς τεκμηρίωση και ανοικοδομούσε ισχυρισμούς στη βάση της μαρτυρίας του ενάγοντα.  Ουσιαστικά μου έδωσε την εντύπωση ότι δεν είχε την απαιτούμενη μαρτυρία και τεκμηρίωση για τις θέσεις της, και προσπαθούσε να λάβει στοιχεία από τον ενάγοντα για να κατοχυρώσει τους ισχυρισμούς της.  Σε μίαν υπόθεση όπου είναι δεδομένη η υπογραφή της συμφωνίας η οποία μάλιστα έγινε στο χώρο του Δικαστηρίου ενώ η εναγομένη είχε δικηγόρο της επιλογής της που μπορούσε να συμβουλεύεται και όπου μετά από την υπογραφή της συμφωνίας ακολούθησαν εμφανίσεις στο Δικαστήριο με στόχο την υλοποίηση της εν λόγω συμφωνίας, οι ισχυρισμοί περί ακυρότητας και τερματισμού της θα έπρεπε να συνοδεύονται από σαφή και τεκμηριωμένη μαρτυρία.

……………………………………………………………………………

Η εναγομένη προώθησε τη θέση ότι δεν ασχολήθηκε καθόλου με το περιεχόμενο της επίδικης συμφωνίας, ούτε την είχε διαβάσει πριν μεταβεί στο Δικαστήριο για την υπογραφή της. Όμως από την κοινώς αποδεκτή μαρτυρία προκύπτει ότι πριν την υπογραφή της συμφωνίας υπήρξαν προσχέδια συμφωνίας (Τεκμ. 53 - 56) τα οποία ανταλλάγησαν μέσω δικηγόρων.  Συνεπώς η μαρτυρία της επί του προκειμένου είναι αντιφατική ή τουλάχιστον στερείται πειστικότητας. Ακόμα και ο ισχυρισμός της ότι την επόμενη ημέρα όταν βρήκε κάποια έγγραφα στο συρτάρι του κωμοδίνου του συζύγου της διαπίστωσε ότι είχε ξεγελαστεί και προχώρησε στην κατ΄ισχυρισμόν αποστολή επιστολής τερματισμού της συμφωνίας, επίσης στερείται πειστικότητας.  Και ο λόγος είναι ότι τα έγγραφα που κατ΄ισχυρισμό βρήκε επρόκειτο για τραπεζικούς λογαριασμούς, ενώ όπως προέκυψε κατά την αντεξέταση της, τα περισσότερα στοιχεία επί των οποίων εδράζεται η θέση της περί ψευδών παραστάσεων τα ανακάλυψε, σύμφωνα πάντοτε με τους ισχυρισμούς της, πολλά χρόνια μετά, όταν διόρισε δικηγόρο τον κ. Μελίδη ο οποίος προέβη σε έρευνες στο Κτηματολόγιο, Έφορο Εταιρειών κ.λ.π.. Περαιτέρω, ενώ ακολούθησαν αυτής της ανακάλυψης διάφορες εμφανίσεις των δικηγόρων της στο Δικαστήριο με στόχο την υλοποίηση της συμφωνίας, καμία αναφορά δεν έγινε στο γεγονός αυτό.  Το μοναδικό στοιχείο που αναφέρθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο ως σημείο διαφωνίας με την συμφωνία ήταν ως προς το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης της οικογενειακής κατοικίας, που δίδεται  με βάση τη συμφωνία στον ενάγοντα.

Ένα άλλο θέμα που με προβλημάτισε είναι πως η εναγομένη, όσο και εάν τελούσε, όπως ισχυρίζεται, σε κατάσταση απελπισίας, διέθετε δικηγόρο και τόσο στο τελικό κείμενο της συμφωνίας όπως και στα προσχέδια αυτής, περιείχετο ξεκάθαρος κατάλογος της περιουσίας που απεκτήθη κατά τη διάρκεια του γάμου καθώς και της περιουσίας που ανήκε στον ενάγοντα.  Από την στιγμή που υπήρξαν προσχέδια συμφωνίας, δηλαδή δεν πρόκειται για την περίπτωση όπου τέθηκε στην εναγομένη μία συμφωνία με την τελεσίδικη απαίτηση του ενάγοντα να την υπογράψει και όπως η ίδια ισχυρίστηκε, εκείνες τις μέρες οι σχέσεις της με τον ενάγοντα ήταν καλές και με δεδομένο ότι είχε δικηγόρο να ενεργεί εκ μέρους της, είναι άξιον απορίας γιατί δεν ανέφερε οτιδήποτε  τουλάχιστον για την περιουσία που ισχυρίζεται ότι της έδωσαν οι γονείς της και για τα ενοίκια που εισπράττονταν από την εν λόγω περιουσία.» 

 

 

    Αξιόπιστους έκρινε τους μάρτυρες Ν. Σ. (Μ.Ε. 2), Α. Χ. (Μ.Υ. 3), Π. Χ. (Μ.Υ. 5) και Γ. Γ. (Μ.Υ. 6).  Στη βάση της αξιόπιστης μαρτυρίας τους προέβη σε ανάλογα ευρήματα.   Για την Σ. Γ. (Μ.Υ. 7) και Μ. Β. (Μ.Υ. 8) σημείωσε πως αυτές «… δεν ανέφεραν οτιδήποτε για την υπόθεση».   Να σημειώσουμε πως όλοι οι πιο πάνω μάρτυρες δεν ήταν  μάρτυρες που γνώριζαν οτιδήποτε για τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες υπεγράφη η επίδικη συμφωνία.      

 

    Για τη Ζ. Ν. (Μ.Υ. 1), φίλη της Εφεσείουσας, η οποία ανέφερε ότι είχε και η ίδια την εμπειρία ενός τραυματικού διαζυγίου, το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε πως δεν θα μπορούσε να βασιστεί στη μαρτυρία της για εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων.  Η μαρτυρία της, ανέφερε, χαρακτηριζόταν από γενικότητες.  Σημείωσε ακόμη πως αυτή δεν είχε ιδίαν γνώσιν για τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες υπεγράφη η επίδικη συμφωνία και πως τα όσα ανέφερε ήταν στη βάση αυτών που της είπε η ίδια η Εφεσείουσα.  Δέχθηκε όμως το μέρος της μαρτυρίας της για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα στην οικία των διαδίκων πριν από την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας, κάτι που αποδέχθηκε και ο Εφεσίβλητος ειδικά για ένα συμβάν που έγινε στην παρουσία της.       

 

    Για τη θυγατέρα των διαδίκων (Μ.Υ. 4), σημείωσε, ανάμεσα σ΄ άλλα, πως αυτή δεν μπορούσε να αναφερθεί σε οτιδήποτε αφορούσε στις περιστάσεις κάτω από τις οποίες υπεγράφη η επίδικη συμφωνία.   

 

    Ακολούθως, το Πρωτόδικο Δικαστήριο με δεδομένο ότι η Εφεσείουσα είχε ισχυριστεί ότι ασκήθηκε σ΄ αυτή ψυχική  πίεση από τον Εφεσίβλητο για να υπογράψει την επίδικη συμφωνία, ορθά ασχολήθηκε με τη νομική πτυχή του θέματος.  Παρέπεμψε σε ένα εκτενές απόσπασμα από την υπόθεση Κεφάλας κ.ά. ν. Νικόλα (2000) 1(Β) ΑΑΔ 1226, και στην υπόθεση Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αγίας Φυλάξεως ν. Ουρανίας Κώστα Πουλλά κ.ά. (2004) 1(Α) ΑΑΔ 961.   Για να καταλήξει, από τη μαρτυρία που το ίδιο είχε αποδεχθεί, πως η επίδικη συμφωνία δεν υπεγράφη από την Εφεσείουσα ως αποτέλεσμα ψυχικής πίεσης.         

 

   Επειδή η Εφεσείουσα αξίωσε ακυρότητα της επίδικης συμφωνίας και κατ΄ επίκληση απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων, το Πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά και πάλι στη Νομολογία, σημείωσε τα ακόλουθα:

«Θεωρώ σκόπιμο να σημειώσω σε αυτό το σημείο ότι στην επίδικη συμφωνία (Τεκ. 6(1)), η υπογραφή της οποίας είναι παραδεκτή, παρατίθενται σε επισυνημμένο πίνακα τα περιουσιακά στοιχεία που απεκτήθησαν από κοινού κατά την διάρκεια της συμβιώσεως των συμβαλλομένων και ευρίσκονται επ΄ ονόματι της εναγομένης καθώς και σε άλλο πίνακα τα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν προσωπική περιουσία του ενάγοντα. Η συμφωνία προνοεί, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση της εναγομένης για μεταβίβαση των ακινήτων υπ΄ αριθμό εγγραφής 4550, 5041 και 5602, καθώς και 300 μετοχές της εταιρείας Andreas Ch. Patsalides Ltd και 500 μετοχές της εταιρείας ZEFIROS TRADING CO LTD, καθώς και την υποχρέωση του ενάγιοντα να εξοφλήσει τις υποθήκες που βαρύνουν τα ακίνητα και το δάνειο της Ελληνικής Τράπεζας, καθώς και την εξόφληση της εξ αποφάσεως χρέους. Ενώ δε πρόκειται για υπόθεση με αντικείμενο την εγκυρότητα γραπτής συμφωνίας όπου η εναγομένη ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι αυτή ήταν αποτέλεσμα ψευδών παραστάσεων και απάτης εκ μέρους του ενάγοντα, η ίδια δεν έδωσε σαφή μαρτυρία ως προς το πως εξελήχθηκαν τα γεγονότα από τη στιγμή που αποφάσισαν να επιλύσουν τη διαφορά τους με συμφωνία μέχρι την υπογραφή της. Ελλείπει το αναγκαίο πραγματικό υπόβαθρο για να μπορεί το Δικαστήριο να καταλήξει σε ευρήματα ως προς τις παραστάσεις στις οποίες προέβη ο ενάγοντας στην εναγομένη για τα περιουσιακά τους στοιχεία, τι στοιχεία ζητήθηκαν, τι στοιχεία δόθηκαν από τον ενάγοντα και γενικά πως κατέληξαν στο τελικό κείμενο της συμφωνίας. 

Η εναγομένη ανέφερε στη μαρτυρία της ότι η ίδια δεν διαπραγματεύτηκε τη συμφωνία και πως η πρώτη φορά που την διάβασε ήταν όταν μετέβη με τον ενάγοντα στο δικαστήριο λίγο πριν την υπογραφή της.  Από τις δικές της θέσεις συνάγεται ότι τα όσα περιουσιακά στοιχεία διαλαμβάνονταν στην εν λόγω συμφωνία δεν είχαν οποιανδήποτε επίδραση στην απόφαση της για την υπογραφή της.  Επίσης από την μαρτυρία της προκύπτει ότι τα περισσότερα στοιχεία, ήτοι τα στοιχεία της παραγράφου 2Α (α), (β), (γ), (στ), (ζ), (η), (θ), (ι), (κ) και (λ) που περιέχονται στις λεπτομέρειες απάτης και ψευδών παραστάσεων, αποτελούν στοιχεία που πληροφορήθηκε από τον δικηγόρο της κ. Μελίδη ο οποίος διενήργησε διάφορες έρευνες, μεταξύ άλλων,  στο Κτηματολόγιο, στον Έφορο Εταιρειών, στο ΧΑΚ κ.λ.π. το έτος 2011 και 2012.  Αυτό όμως αφήνει μετέωρο τον ισχυρισμό της ότι την επομένη της υπογραφής της συμφωνίας, μετά την ανεύρεση κάποιων εγγράφων διαπίστωσε ότι ο ενάγοντας τη ξεγέλασε και έδωσε οδηγίες για τερματισμό της συμφωνίας και θεωρώ ότι δεν απαιτείται η περαιτέρω ανάλυση των θέσεων που προβλήθηκαν επί των λεπτομερειών απάτης και ψευδών παραστάσεων.»

 

 

   Ήταν εύρημα του πως η καταρτισθείσα συμφωνία ημερ. 15.11.2002 ήταν έγκυρη και ισχυρή, και πως αυτή δεν τερματίστηκε νόμιμα από την Εφεσείουσα.  Ακολούθως εξέτασε τις θεραπείες που αξίωνε ο Εφεσίβλητος στην αγωγή του, για να σημειώσει πως αυτές αφορούσαν σε «διατάγματα μεταβίβασης των ακινήτων που με βάση τη συμφωνία η εναγόμενη όφειλε να του μεταβιβάσει καθώς και διατάγματα μεταβίβασης μετοχών σε δύο εταιρείες, όπως διαλαμβάνεται στη συμφωνία.  Πρόκειται δηλαδή για ειδική εκτέλεση της μεταξύ τους σύμβασης, έστω και αν το λεκτικό που χρησιμοποιείται είναι διαφορετικό».

 

    Με αναφορά στο Άρθρο 76 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, και με παραπομπή στην υπόθεση CLR Investment Fund Ltd v. Alliance International Reinsurance Company Ltd (2012) 1(Β) ΑΑΔ, 1009, βρήκε πως πληρούνταν όλες οι προϋποθέσεις του Νόμου.  Κατ΄ επέκταση άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της ειδικής εκτέλεσης, σημειώνοντας τα ακόλουθα:

 

«Έχω ήδη καταλήξει ότι η επίδικη συμφωνία δεν είναι άκυρη.  Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι η συμφωνία είναι γραπτή (Τεκμ. 6(1)) και φέρει τις υπογραφές των δύο συμβαλλομένων.  Αναφορικά με την προϋπόθεση του άρθρου 76(1)(δ), η περιουσία που αποτελεί αντικείμενο της συμφωνίας και διεκδικείται από τον ενάγοντα έχει παγοποιηθεί με προσωρινό διάταγμα, συνεπώς είναι πρακτικά εφαρμόσιμη η θεραπεία της ειδικής εκτέλεσης. Πέραν τούτου, έχοντας υπόψη την φύση της υπόθεσης, όπου ο διαμοιρασμός της περιουσίας που απέκτησαν οι διάδικοι κατά τη διάρκεια του γάμου τους συμφωνήθηκε και αποτελεί αντικείμενο έγκυρης συμφωνίας, δεν θεωρώ ότι είναι παράλογο ή ανεπιεικές να δοθεί αυτή η θεραπεία.» 

 

    Εν κατακλείδι, δικαίωσε τον Εφεσίβλητο, και στο πλαίσιο της Αγωγής του εξέδωσε «…  απόφαση εναντίον της εναγομένης για ειδική εκτέλεση της επίδικης συμφωνίας ημερ. 15.11.2002 (Τεκμ. 6(1)), σε συνάρτηση με την υποχρέωση μεταβίβασης των εκεί διαλαμβανομένων ακινήτων και μετοχών, εντός περιόδου 60 ημερών από την επίδοση».   Καταδίκασε ακόμη την Εφεσείουσα στα έξοδα της αγωγής.  Απέρριψε την ανταπαίτηση της χωρίς έξοδα αφού αυτή, ως ανέφερε, συνεκδικάστηκε  με την απαίτηση.   Τέλος απέρριψε και την αγωγή της με έξοδα εναντίον της, καθορίζοντας  όμως πως «μόνο ένα σετ εξόδων επιδικάζεται μετά την συνένωση των δύο αγωγών».    

  

   Οι λόγοι έφεσης, 21 τον αριθμό, καλύπτουν, με την αιτιολογία τους, 34 δακτυλογραφημένες σελίδες.  Έχουμε θέσει ενώπιον μας το περιεχόμενο τους και δεν χρειάζεται να τους παραθέσουμε όλους στην απόφαση μας.  Θα τους πραγματευθούμε όχι με τη σειρά που έχουν τεθεί στο Εφετήριο.

 

   Υπάρχουν αρκετοί λόγοι έφεσης που αφορούν στον τρόπο που το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη  μαρτυρία και ειδικότερα τη μαρτυρία της Εφεσείουσας και του Εφεσίβλητου.  Ενδεικτικά και μόνο θα αναφέρουμε πως υπάρχει συγκεκριμένος λόγος έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο «Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε καμιά βαρύτητα στις πολλές αντιφάσεις και ψέματα στα οποία υπέπεσε ο  ενάγοντας κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης».   Στην αιτιολογία του καταγράφονται και τα ακόλουθα:   «Θα πρέπει να σημειωθεί ότι πάρα πολλές αντιφάσεις και ψέματα αντικρούονται από τη μαρτυρία της ίδιας της Εναγομένης, καθώς επίσης και της θυγατέρας της [….], όπως και από τους υπόλοιπους μάρτυρες».    

 

    Ούτε λίγο ούτε πολύ, η θέση της Εφεσείουσας είναι πως ο Εφεσίβλητος είπε ψέματα  και υπέπεσε σε αντιφάσεις επειδή η μαρτυρία του «αντικρούεται από τη  μαρτυρία της Εφεσείουσας, της θυγατέρας της και άλλων μαρτύρων».   Να υπενθυμίσουμε πως δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται η αξιοπιστία ενός μάρτυρα ως άξονας ή ως μέτρο κρίσης και ελέγχου της μαρτυρίας άλλου μάρτυρα, όπως εισηγείται η Εφεσείουσα (Γιουρούκκης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ, 171 και Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ, 506).  Εν πάση περιπτώσει, εν προκειμένω η Εφεσείουσα κρίθηκε αναξιόπιστη από το Πρωτόδικο Δικαστήριο.  

 

    Για τη θυγατέρα των διαδίκων (Μ.Υ. 4), το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε, και συμφωνούμε, πως αυτή «δεν μπορούσε να αναφερθεί σε οτιδήποτε αφορούσε την ίδια τη συμφωνία, αλλά ούτε επιχείρησε να  κάνει κάτι τέτοιο».   Απεδέχθη βεβαίως τη μαρτυρία της ότι ο Εφεσίβλητος ασκούσε βία στην ίδια και στην Εφεσείουσα, για να σημειώσει όμως πως η άσκηση βίας «δεν συναρτάτο με την υπογραφή της συμφωνίας και αυτό αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου».   Υπάρχει λόγος έφεσης (14ος) σύμφωνα με τον οποίο «Η Πρωτόδικος Δικαστής λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κλήθηκε ως μάρτυρας η κόρη των διαδίκων, αφήνοντας αιχμές και υπονοούμενα ότι η κόρη τους κλήθηκε ως μάρτυρας χωρίς τη συγκατάθεση της κόρης τους».  

 

    Δεν συμφωνούμε ότι αφήνονται τέτοιες αιχμές και υπονοούμενα από το Πρωτόδικο Δικαστήριο.   Εκείνο που το Δικαστήριο σημείωσε, ως ελέχθη, ήταν να εκφράσει τη λύπη του που σε μια περιουσιακή διαφορά μεταξύ συζύγων, κλήθηκε ως μάρτυρας και η θυγατέρα τους η οποία αναγκάστηκε, σύμφωνα με το Πρωτόδικο Δικαστήριο, να υποβληθεί σε μια ψυχοφθόρα διαδικασία.   Κατά τα άλλα η μαρτυρία της αξιολογήθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο όπως αξιολογήθηκε και η μαρτυρία των υπόλοιπων μαρτύρων.   Τελειώνοντας με αυτόν τον αβάσιμο  λόγο έφεσης, θα πρέπει να σημειώσουμε πως στην αιτιολογία του γίνεται αναφορά, ανάμεσα σ΄ άλλα, πως η θυγατέρα των διαδίκων «… ανέφερε με σιγουριά  πως η μητέρα της δεν διατηρούσε καμιά εξωσυζυγική σχέση σε αντίθεση με τον πατέρα της».  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά δεν προέβη σε τέτοιο εύρημα στη βάση της πιο πάνω μαρτυρίας της, η οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν είχε να κάνει με τα επίδικα θέματα της συγκεκριμένης δικαστικής διαδικασίας.

 

    Δεν θα πούμε πολλά για το πότε το Εφετείο παρεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας των Πρωτόδικων Δικαστηρίων, τα οποία έχουν και την ευθύνη για τη διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων.  Θα αρκεστούμε να παραπέμψουμε στο πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ, 22, 45:

 

«…. Πρέπει εδώ να αναφέρουμε ότι θέματα αξιολόγησης της μαρτυρίας ανήκουν κατά κύριο λόγο στο πρωτόδικο δικαστήριο και το δικαστήριο τούτο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις που καθιέρωσε η νομολογία η οποία είναι πλούσια στο θέμα αυτό. Αρκούμαστε να αναφερθούμε μόνο σε μερικές (βλ. Kolarski v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 205209, Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 104120, Α. Κοιλιάρης Λτδ. ν. Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 194202, Γιαννίδης ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 143156 και Πετράκης ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ 455457).

Στην Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω) σελ. 120 το θέμα διατυπώθηκε ως εξής από τον Γαβριηλίδη Δ.:

‘Οι αρχές με βάση τις οποίες το εφετείο επεμβαίνει, για να ανατρέψει ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου που στηρίζονται στην αξιοπιστία των μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιόν του, έχουν καθιερωθεί με σαφήνεια σε σειρά αποφάσεων του. Όπως λέχθηκε επανειλημμένα το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο που έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Αν από τη μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον του, τα ευρήματα στα οποία κατέληξε το δικαστήριο ήσαν εύλογα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει για να τα ανατρέψει. Επεμβαίνει μόνο στην περίπτωση που τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δε δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, θεωρούμενη στο σύνολό της, ή από τα ίδια τα ευρήματα του.  Σε τέτοια περίπτωση, το Εφετείο μπορεί να ανατρέψει τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου και να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα από τα πρωταρχικά γεγονότα (βλ. μεταξύ άλλων, Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172, Sedora Enter. ν. Διευθ. Κοιν. Ασφαλίσ. (1990) 2 Α.Α.Δ. 282, Αεροπόρος και Άλλοι ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 362, Πέτρου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 76, Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220)’»

 

  Όσον αφορά στις κατ΄ ισχυρισμόν αντιφάσεις και ψεύδη του Εφεσίβλητου, θα παραπέμψουμε απλώς στην πρόσφατη απόφαση Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 202/20, ημερ. 20.9.2022, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα: 

 

«Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, για τα οποία γίνεται λόγος στην έφεση, αναφέρθηκε στην Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.45/2014, ημερ.5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B470, ECLI:CY:AD:2016:B470, ότι επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση και ότι ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος (Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98, 101).» 

 

 

    ΄Εχουμε μελετήσει πολύ προσεκτικά την προσαχθείσα μαρτυρία στο σύνολο της, υπό το φως των πιο πάνω αρχών  και των όσων προβάλλονται στους συγκεκριμένους λόγους έφεσης.    Το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε πως η αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή.  Δεν παρέλειψε μάλιστα να σημειώσει πως «… το γεγονός ότι η σύμβαση αυτή αφορά σε διευθέτηση περιουσιακών διαφορών μεταξύ συζύγων, ήταν αναπόφευκτο να επεκταθεί η μαρτυρία στις σχέσεις μεταξύ τους κατά τη διάρκεια του γάμου και έχοντας υπόψη ότι τελικά υπήρξε διάλυση του γάμου, να υπάρχει συναισθηματική φόρτιση, ιδιαίτερα κατά το στάδιο που έδιδε μαρτυρία η [….], κόρη των διαδίκων».  Όντως η μαρτυρία επεκτάθηκε και σε θέματα που δεν ήταν επίδικα.   

 

    Για τον Εφεσίβλητο σημείωσε πως αυτός «έδωσε τη μαρτυρία του στην  κυρίως εξέταση περιοριζόμενος στα απαραίτητα που αφορούσαν την επίδικη συμφωνία».   Σημείωσε ακόμη, ως ελέχθη,  πως αυτός υπέστη εκτεταμένη αντεξέταση χωρίς όμως να διαφοροποιήσει τις θέσεις του, και ότι αυτός τεκμηρίωνε τους ισχυρισμούς του με αναφορά σε έγγραφα.  Να υπενθυμίσουμε πως ο Εφεσίβλητος αξίωνε θεραπείες δυνάμει συμφωνίας που αδιαμφισβήτητα υπεγράφη και από την Εφεσείουσα.  Ήταν δε επιτρεπτό για το Πρωτόδικο Δικαστήριο να σημειώσει πως «Ο ενάγοντας όμως δεν με έπεισε για τη συμπεριφορά του τόσο προς την [….] όσο και προς την [….], ούτε ως προς τη σχέση που είχε η Ζ. Ν. με την οικογένεια».  Η απόρριψη του μέρους αυτού της μαρτυρίας του, δεν απεδείκνυε την υπόθεση της Εφεσείουσας όπως περίπου αυτή εισηγείται με τον δωδέκατο λόγο έφεσης.   Ούτε συμφωνούμε με τη θέση της πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε «να παραπέμψει τον ενάγοντα σε ποινικό δικαστήριο για να τιμωρηθεί για την εν λόγω ψευδορκία».

 

    Για την Εφεσείουσα, την μαρτυρία της οποίας απέρριψε, σημείωσε, ως ελέχθη, πως αυτή «… έδωσε τη μαρτυρία της στηριζόμενη σε γενικότητες και ότι οι ισχυρισμοί της σε συνάρτηση με την επίδικη συμφωνία παρέμειναν χωρίς τεκμηρίωση».  Μάλιστα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να σημειώσει και τα ακόλουθα τα οποία ήταν, βρίσκουμε, ουσιώδη για την αξιοπιστία της.  Η τελευταία ισχυρίστηκε πως την επόμενη ημέρα της υπογραφής της συμφωνίας, διαπίστωσε πως εξαπατήθηκε από τον Εφεσίβλητο όταν ανακάλυψε λογαριασμούς στο όνομα του για τους οποίους δεν γινόταν αναφορά στη συμφωνία.  Έδωσε  μάλιστα οδηγίες στους τότε δικηγόρους της να την τερματίσουν.   Προς τούτο επικαλέστηκε επιστολή τερματισμού των δικηγόρων της ημερ. 16.12.2002 (τεκ. 39).  Ο Εφεσίβλητος αρνήθηκε ότι παρέλαβε την εν λόγω επιστολή και το Πρωτόδικο Δικαστήριο  σημείωσε πως ενώ αυτή «… παρουσιάζεται να έχει αποσταλεί με fax δεν έχει οποιαδήποτε ένδειξη ότι απεστάλη και παρελήφθη, συνεπώς δεν μπορώ να καταλήξω σε εύρημα ότι αυτή απεστάλη στον ενάγοντα».  Μάλιστα, μετά την κατ΄ ισχυρισμόν αποστολή της εν λόγω επιστολής, έγιναν εμφανίσεις ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμούσε η αίτηση του Εφεσίβλητου.   Από το περιεχόμενο των πρακτικών που είχαν τηρηθεί από το Οικογενειακό Δικαστήριο (τεκ. 73 ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου), προκύπτει πως ουδέποτε η Εφεσείουσα είχε προβάλει τη θέση πως αυτή εξαπατήθηκε από τον Εφεσίβλητο ή ότι υπέγραψε τη συμφωνία κατόπιν ψυχικής πίεσης.  Τουναντίον, από το πρακτικό του Οικογενειακού Δικαστηρίου ημερ. 3.12.2002 (δηλαδή μετά την υπογραφή της συμφωνίας και μετά την κατ΄ ισχυρισμόν ανακάλυψη των κρυφών λογαριασμών), προκύπτει πως  και οι δύο πλευρές δήλωσαν πως ήταν θέμα χρόνου να υλοποιηθεί η «εξώδικη συμφωνία».   Περαιτέρω στις 16.1.2003 η τότε συνήγορος της Εφεσείουσας ζήτησε από το Οικογενειακό Δικαστήριο όπως η αίτηση παραμείνει για οδηγίες σε λίγες ημέρες αφού η μόνη διαφορά των διαδίκων αφορούσε στην οικογενειακή στέγη, και σε τίποτε άλλο.   Όλα τα πιο πάνω δεν συνάδουν με τους  ισχυρισμούς της Εφεσείουσας ότι ασκήθηκε ψυχική πίεση και ότι εξαπατήθηκε από τον Εφεσίβλητο, κάτι που το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να σημειώσει.    Η θέση της ότι δεν ασχολήθηκε με το  περιεχόμενο της επίδικης συμφωνίας και ότι δεν την διάβασε, δικαιολογημένα χαρακτηρίστηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο «αντιφατική ή τουλάχιστον στερείται πειστικότητας».    

 

    Καταλήγουμε πως όλα τα ευρήματα αξιοπιστίας του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο είδε, άκουσε και  παρακολούθησε όλους τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, ήταν εύλογα και σε τέτοια περίπτωση το Εφετείο δεν παρεμβαίνει (Νικολαίδης ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ, 271 και Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ, 618, 633).    Δικαιολογημένα ήταν και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε στη βάση της μαρτυρίας που έκρινε αξιόπιστη.

 

    Όλοι λόγοι έφεσης που αφορούν στα πιο πάνω, είναι αβάσιμοι και απορρίπτονται.

 

    Υπάρχει λόγος έφεσης (20ος ) σύμφωνα  με τον οποίο εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε στον Εφεσίβλητο να καταθέσει ως τεκμήριο μια σελίδα από το προσωπικό ημερολόγιο της Εφεσείουσας, και τούτο γιατί, σύμφωνα με τον λόγο έφεσης, συνιστούσε «παράβαση της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών της δεδομένων».    Καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση πως στο εν λόγω ημερολόγιο η Εφεσείουσα κατέγραφε τις σκέψεις και συναισθήματα της.   Στη συγκεκριμένη σελίδα του ημερολογίου της, καταγράφονται τα ακόλουθα από την Εφεσείουσα:  «Έρχεται νωρίς το βράδυ και προσπαθεί να είναι καλός με τα μωρά.  Τον ρωτώ για κάποια εισήγηση για την κατάσταση και είναι επιθετικός.   Μου λέει ξανά για την περιουσία του.   Εγώ σε τίποτε δεν του φταίω.   Αυτός έχει μεταβιβάσει όλα πάνω μου για δικούς του λόγους.   Και όταν του λέω θα του τα μεταβιβάσω αφού δεν γίνεται δεν απαντά.   Με κατηγορεί άδικα».

        Ο Εφεσίβλητος καταθέτοντας ως μάρτυρας είχε αναφέρει πως το εν λόγω έγγραφο του παρεδόθη από την Εφεσείουσα, το οποίο και φωτοτύπησε μαζί με αυτή.   Το Πρωτόδικο Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του επέτρεψε την κατάθεση του εν λόγω εγγράφου ως τεκ. 109.   Καταγράφεται στην ενδιάμεση απόφαση του πως «… πρόκειται περί εγγράφου το οποίο δόθηκε κατ΄ ισχυρισμό από την ίδια την εναγόμενη και μαζί με τον μάρτυρα έχει φωτοτυπηθεί, για το περιορισμένο αυτό σημείο του εν λόγω εγγράφου, ως ένα έγγραφο που έχει δοθεί στο μάρτυρα, θα επιτρέψω την κατάθεση της συγκεκριμένης σελίδας και μόνο και σίγουρα θα αποτελεί αντικείμενο αντεξέτασης και αξιολόγησης από το Δικαστήριο σε μεταγενέστερο στάδιο».

 

    Δεν βλέπουμε οτιδήποτε το επιλήψιμο στην  πιο πάνω προσέγγιση του.   Στο τέλος της ημέρας, και αυτό είναι το ουσιώδες, προκύπτει από την τελική απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως δεν δόθηκε βαρύτητα στο περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου.   Συνεπώς, δεν χρειάζεται τώρα η διατύπωση δικαστικής κρίσης στο κατά πόσο η κατάθεση αφ΄ εαυτής του εν λόγω εγγράφου «… δικαιολογεί την χρήση του ως αποδεικτικό μέσο στο Δικαστήριο και το απόρρητο της επικοινωνίας προστατεύει τον φορέα του και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον του», ως καταγράφεται στην αιτιολογία του συγκεκριμένου  λόγου έφεσης, ο οποίος είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.

    Προχωρούμε με τη νομική πτυχή.  Ως ελέχθη, η Εφεσείουσα αμφισβήτησε την εγκυρότητα της συμφωνίας που υπέγραψε επικαλούμενη ψυχική πίεση.

 

    Το Άρθρο 16 του  περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, προβλέπει τα ακόλουθα:

 

«16.-(1) Η σύμβαση θεωρείται ότι συνάφθηκε συνεπεία 'ψυχικής πίεσης' όταν οι σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ των μερών είναι τέτοιες ώστε το ένα από αυτά να είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου και να επωφελείται από τη θέση αυτή για να εξασφαλίσει αθέμιτο όφελος έναντι του άλλου.

(2) Ειδικότερα και χωρίς επηρεασμό της πιο πάνω αρχής, θεωρείται ότι είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, κάθε πρόσωπο το οποίο -

(α)   έχει πραγματική ή προφανή εξουσία επί του άλλου ή βρίσκεται σε σχέση εμπιστοσύνης έναντι του άλλου. ή

(β)   καταρτίζει σύμβαση με πρόσωπο, του οποίου η πνευματική ικανότητα είναι προσωρινά ή μόνιμα επηρεασμένη λόγω ηλικίας, ασθένειας ή πνευματικής ή σωματικής κατάπτωσης.

(3) Όταν πρόσωπο το οποίο είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, συμβάλλεται μαζί με αυτόν, και η συναλλαγή φαίνεται από μόνη της ή από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσάχθηκαν, ότι είναι υπέρμετρα επαχθής, το βάρος απόδειξης ότι η σύμβαση δεν συνάφθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης φέρει το πρόσωπο που είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου.

   Και το Άρθρο 20 τα ακόλουθα:

 

20.-(1)  Αν η συναίνεση σε συμφωνία παρασχέθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης, η συμφωνία είναι σύμβαση ακυρώσιμη κατ'  εκλογή του μέρους του οποίου η συναίνεση παρασχέθηκε με τον τρόπο αυτό.»

 

    Από τις πιο πάνω πρόνοιες, προκύπτει πως ένας συμβαλλόμενος μπορεί να αξιώσει ακύρωση μιας συναλλαγής από την οποία ελλείπει το συστατικό στοιχείο της συγκατάθεσης.  Η αξίωση για ακύρωση συμφωνίας που έχει συναφθεί συνεπεία  ψυχικής πίεσης, συνιστά από μόνη της αυτοτελή αιτία αγωγής, ενώ η επίκληση ψυχικής πίεσης συνιστά υπεράσπιση σε αξίωση που εδράζεται επί τέτοιας συμφωνίας.  

 

    Δεν  χρειάζεται να λεχθούν πολλά για τους λόγους που οδήγησαν στη δημιουργία του δόγματος της ψυχικής πίεσης στο δίκαιο της επιείκειας   ούτε πότε υφίσταται τέτοια, αφού η σύναψη συμφωνίας συνεπεία ψυχικής πίεσης είναι θέμα που αφορά στα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε υπόθεσης.  Στη Σωκράτους ν. Σιβιτανίδη (1998) 1(Γ) ΑΑΔ 1602, 1612, ο αείμνηστος Ηλιάδης, Δ. παρέθεσε τις ακόλουθες περιπτώσεις από τη Νομολογία, στις οποίες κρίθηκε πως είχε ασκηθεί ψυχική πίεση:

 

«Έτσι έχει αποφασιστεί νομολογιακά ότι έχει εξασκηθεί ψυχική πίεση όταν ένα πρόσωπο μειωμένης πνευματικής ικανότητας είχε πιεστεί από πρόσωπο που ισχυριζόταν ότι κατείχε υπερφυσικές δυνάμεις (Nottidge v. Prince [1860] 2 Giff. 246), όταν γυναίκα που είχε έντονες θρησκευτικές πεποιθήσεις υπήρξε θύμα εκμετάλλευσης (Νοrton v. Relly [1764] 2 Eden. 286), όταν μια γυναίκα πείστηκε ότι μηνύματα που προέρχονταν από ένα πνευματιστή ήταν μηνύματα που προέρχονταν από νεκρούς (Lyon v. Home [1868] L.R. 6 E.q. 655) και όταν ένα παιδί υπήρξε θύμα εκμετάλλευσης σχετικά με τους φόβους του για την υγεία του πατέρα του (Μutual Finance Ltd v. John Wetton and Sons Ltd [1937] 2 All E.R. 657.)»

 

    Στην πιο πάνω απόφαση σημειώνεται ακόμη, πως το δίκαιο της επιείκειας δεν επιστρατεύεται για να απαλλάξει ένα πρόσωπο από τα επακόλουθα της αφροσύνης του αλλά για να αποτρέψει τη θυματοποίηση του από τρίτα πρόσωπα.

 

    Υπάρχουν λόγοι έφεσης σύμφωνα με τους οποίους το βάρος απόδειξης ότι η συμφωνία δεν είχε συναφθεί συνεπεία ψυχικής πίεσης, το έφερε ο Εφεσίβλητος «… κάτι το οποίο δεν έπραξε σε κανένα στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, ούτε προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία ή τεκμήρια που να καταδεικνύουν το αντίθετο, ότι δηλαδή η εναγόμενη υπέγραψε την εν λόγω συμφωνία με τη βούληση της».

 

    Με τον δέοντα σεβασμό, διαφωνούμε.   Από τη μαρτυρία που το Πρωτόδικο Δικαστήριο απεδέχθη ως αξιόπιστη, δεν προκύπτει ότι υφίστατο κατά τον ουσιώδη χρόνο τέτοια ειδική σχέση ανάμεσα στα συμβαλλόμενα μέρη από την οποία να τεκμαίρεται ψυχική πίεση (Άρθρο 16(2) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149) .   Μάλιστα, η ίδια η Εφεσείουσα είχε παραδεχθεί, κάτι που σημειώνει και το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, ότι οι σχέσεις της με τον Εφεσίβλητο τις ημέρες που υπεγράφη η επίδικη συμφωνία ήταν καλές.     Περαιτέρω, πριν και κατά την υπογραφή της συμφωνίας, αυτή εκπροσωπείτο από δικηγόρο δικής της επιλογής, μέσω του οποίου είχαν ανταλλαγεί και τα προσχέδια συμφωνίας. 

 

    Τέλος, η συμφωνία δεν ήταν δωρεά στην οποία είχε προβεί η Εφεσείουσα προς όφελος του συζύγου της Εφεσίβλητου, ούτε υπέρμετρα επαχθής εις βάρος της (Άρθρο 16(3) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149).   Επρόκειτο περί αμφοτεροβαρούς σύμβασης αφού υποχρεώσεις δυνάμει αυτής, δεν ανέλαβε μόνο η ίδια αλλά και ο Εφεσίβλητος σύζυγος της.   Προς τούτο παραπέμπουμε στην παράγραφο 4 της συμφωνίας, όπου, κάτω από το τίτλο «Υποχρεώσεις του συζύγου», καταγράφονται τα ακόλουθα:

 

    «4.  Ο Σύζυγος κατ΄ ακολουθίαν αμοιβαίων υποσχέσεων μετά της Συζύγου αναλαμβάνει την υποχρέωσιν έναντι της Συζύγου όπως:

 

(α)  Αναλάβη αποκλειστικώς και δη κατά τρόπον απαλλάττοντα την Σύζυγον από της υπογραφής της παρούσης, από την πλήρην και τελείαν εξόφλησιν των εκκρεμούντων χρεών υπό στοιχεία 1 και 2, ως τούτα περιγράφονται εις τον επισυνημμένον Πίνακα Γ και όπως αποζημιώνη την Σύζυγον δι΄ οιονδήποτε ποσόν τυχόν αυτή ήθελεν κληθή να καταβάλη προς οιονδήποτε   τρίτον πρόσωπον λόγω παραλείψεως του Συζύγου να εξοφλήση και αποπληρώση τα παρ΄ αυτού αναληφθέντα εν λόγω χρέη.

(β)   Αναλάβη αποκλειστικώς και δη κατά τρόπον απαλλάττοντα την Σύζυγον από της υπογραφής της παρούσης, από την πλήρην και τελείαν εξόφλησιν της υποθήκης ποσού ΛΚ 100.000 προς όφελος της Εταιρείας του Συζύγου γνωστής ως ANDREAS CH. PATSALIDES LTD με το Συνεργατικόν Ταμιευτήριον Λεμεσού Λτδ επί των ακινήτων υπ΄ αριθμούς 1, 2, 6 και 7 περιγραφόμενα εις τον Πίνακαν Α εντός τριών (3) μηνών από της υπογραφής της παρούσης Συμφωνίας.

 

(γ)  Παραχώρηση, αποδεχθή και αναγνωρίση ότι τα εις τον Πίνακα Α υπό στοιχεία 1, 2, 6 και 7 περιουσιακά στοιχεία τα οποία περιγράφονται εις τον Πίνακαν Α, ανήκουν εις την Σύζυγον κατά απόλυτον κυριότηταν και διά της παρούσης ο Σύζυγος εκχωρεί προς όφελος της Συζύγου άπαντα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις αυτού επί των ρηθέντων περιουσιακών στοιχείων.

 

(δ)  Αποδεχθή την επ΄ ονόματι του εγγραφήν ή και αναγνώρισιν ιδιοκτησίας επί των περιουσιακών στοιχείων υπ΄ αρ. 3, 4, 5, 8 και 9 του Πίνακα Α.

 

(ε)   Επ΄  ανταλλάγματι των δια της παρούσης προνοουμένων διευθετήσεων διαχωρισμού των αντιστοίχων δικαιωμάτων επί των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων απαλλάξη την Σύζυγον από πάσης φύσεως απαιτήσεις παρελθούσης, παρούσας ή μελλοντικάς τοιαύτας.»

 

 

    Ως εκ τούτου, το βάρος απόδειξης της κατ΄ ισχυρισμόν ψυχικής πίεσης ήταν στους ώμους της Εφεσείουσας, αφού αυτή ήταν που επεδίωξε να αποφύγει την συναλλαγή (Ιωάννου ν. Χαραλαμπίδου (1998) 1(Β) ΑΑΔ, 555, 577, Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αγίας Φυλάξεως (πιο πάνω) και Ζαχαριάδη ν. Universal Life Insurance Co Ltd κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 144/13, ημερ. 16.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:A145).    Όμως δεν κατάφερε να το αποσείσει.  Η μαρτυρία της κρίθηκε αναξιόπιστη.   Η δε υπόλοιπη μαρτυρία που το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστη ουδόλως απεδείκνυε την κατ΄ ισχυρισμόν ψυχική πίεση.  Τα ίδια ισχύουν και για την κατ΄ ισχυρισμόν απάτη και/ή ψευδείς παραστάσεις.     

 

    Όλοι οι λόγοι έφεσης που αφορούν στα πιο πάνω, είναι αβάσιμοι και απορρίπτονται.

 

    Υπάρχει λόγος έφεσης (15ος ) σύμφωνα με τον οποίο «Η Πρωτόδικος Δικαστής λανθασμένα δεν καταλήγει σε κανένα συμπέρασμα σχετικά με το γεγονός ότι η Εναγόμενη δεν εμπλέκεται με το Χρηματιστήριο».    Υπάρχει λόγος έφεσης (16ος ) σύμφωνα με τον οποίο «Λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κάνει καμιά αναφορά ούτε καταλήγει σε συμπεράσματα σχετικά με τη συμβολή της Εναγομένης στην απόκτηση της περιουσίας».       Τα θέματα στα οποία αναφέρονται οι δύο πιο πάνω λόγοι έφεσης, δεν ήταν επίδικα.   Παρόμοια θέματα είχαν εγερθεί και απορριφθεί στην Ιωάννου (πιο πάνω).   Παραθέτουμε  το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση, χωρίς να χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο:

 

«Με τον 18ο λόγο της έφεσης προβάλλεται η θέση ότι το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η επίδικη κατοικία κτίστηκε με χρήματα της εφεσίβλητης, την οικονομική βοήθεια της οικογένειας της και την συνδρομή του εφεσείοντα ήταν ανεπαρκές. Ήταν αναγκαίο, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, όπως το πρωτόδικο δικαστήριο καταλήξει σε εύρημα επί του θέματος και να αναφέρει κατά πόσο δέχεται ή όχι τους σχετικούς ισχυρισμούς του εφεσείοντα αναφορικά με το ύψος της συνδρομής του.

Το καθήκον των πρωτόδικων δικαστηρίων περιορίζεται στην διατύπωση δικαστικής κρίσης πάνω στα επίδικα θέματα (Βλ. Βασιλείου κ.ά. ν. Μενελάου κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1125). Το ύψος της συνδρομής του εφεσείοντα στην ανέγερση της επίδικης κατοικίας δεν αποτελούσε επίδικο θέμα. Η παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να προβεί σε σχετικό εύρημα δεν αποτελεί σφάλμα.»

       

     Με άλλο λόγο έφεσης (2ο) η Εφεσείουσα αναφέρει ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο «αποφάσισε ότι η παρούσα υπόθεση δεν αποτελεί διαφορά οικογενειακής φύσεως και ότι για την εν λόγω διευθέτηση των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων δεν είχε σχέση ο Νόμος 232/91».    Να υπενθυμίσουμε, για ό,τι αξίζει, πως και η ίδια η Εφεσείουσα επικαλέστηκε τη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου και αξίωσε θεραπείες που αφορούσαν στις περιουσιακές της διαφορές με τον Εφεσίβλητο.   Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε τα ακόλουθα σε σχέση με το κατά πόσο είχε δικαιοδοσία:

 

«Υπήρξε θέση της εναγομένης ότι το γεγονός ότι ο ενάγοντας ασκούσε σωματική βία επί της ίδιας και της […], αποκλείει από τον ενάγοντα το δικαίωμα στις αιτούμενες θεραπείες δυνάμει του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου (Ν.232/1991).  Θα πρέπει να τονιστεί ότι η παρούσα υπόθεση δεν αποτελεί υπόθεση ρυθμίσεως περιουσιακών σχέσεων συζύγων όπου θα εφαρμόζετο ο νόμος αυτός.  Στην προκείμενη περίπτωση εξετάζεται η εγκυρότητα σύμβασης με την οποία διευθετήθηκαν οι περιουσιακές διαφορές των διαδίκων.  Σημειώνεται ότι η επίδικη συμφωνία υπεγράφη ενώ εκκρεμούσε η διαδικασία ρύθμισης περιουσιακών διαφορών ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου.  Το Οικογενειακό Δικαστήριο όμως δεν θα μπορούσε να εξετάσει την εγκυρότητα αυτής της συμφωνίας (βλ. Μαρία Πετράκη ν. Μάριου Φωτίου, Έφ. Αρ. 35/2010, ημερ. 3.4.2012, του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου)  και ορθά η υπόθεση αποσύρθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο. Δεν θεωρώ επίσης το γεγονός ότι η υπόθεση παρέμεινε σε εκκρεμότητα μετά την υπογραφή της συμφωνίας ότι συνηγορεί υπερ της θέσης της εναγομένης ότι αυτό επηρεάζει την εγκυρότητα της συμφωνίας.  Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της διαδικασίας ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου (Τεκμ.73), αυτό που ουσιαστικά γινόταν ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν μία προσπάθεια υλοποίησης της συμφωνίας χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε δήλωση του συνηγόρου της εναγομένης που να υποδηλεί οτιδήποτε περί μη εγκυρότητας η μη προώθησης της εκτέλεσης της συμφωνίας.»

 

    Συμφωνούμε.  Αν κάποιος μελετήσει προσεκτικά το περιεχόμενο  της συμφωνίας, εύκολα μπορεί να διαπιστώσει πως οι διάδικοι συμφώνησαν με την εν λόγω συμφωνία να διευθετήσουν και διευθέτησαν όλες τις περιουσιακές τους διαφορές.    Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Κοζάκη ν. Κοζάκη (2003) 1 ΑΑΔ 1047:

 

«… οι περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, στις οποίες αναφέρεται ο νόμος που παρέχει δικαιοδοσία στα Οικογενειακά Δικαστήρια, ρυθμίστηκαν με τη γραπτή σύμβαση στη βάση της οποίας διεκπεραιώθηκε η δικαστική διαδικασία που αφορούσε ακριβώς αυτές τις περιουσιακές σχέσεις.  Η περιουσιακή λοιπόν διαφορά, που άλλοτε ενέπιπτε στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου, υποκαταστάθηκε από σύμβαση η ερμηνεία και η εφαρμογή της οποίας ανήκει πια αποκλειστικά στο Επαρχιακό Δικαστήριο».   

 

    Το ίδιο συμβαίνει και εδώ.   Το γεγονός ότι για κάποιο χρονικό διάστημα παρέμενε σε εκκρεμότητα η αίτηση του Εφεσίβλητου ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου, η οποία στη συνέχεια απεσύρθη και απερρίφθη, ουδόλως αλλάζει τα  πράγματα και δεν καθιστά την επίδικη συμφωνία άκυρη.

   Και αυτός ο λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

  Υπάρχει συγκεκριμένος λόγος έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο το Πρωτόδικο Δικαστήριο «… εσφαλμένα παρέλειψε να προβεί στη δέουσα αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας και να προβεί σε αιτιολογημένα αποτελέσματα της αξιολόγησης».    Στην αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου καταγράφεται, ανάμεσα σε πολλά άλλα, πως η πρωτόδικη απόφαση «… δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη όπως προνοείται από το άρθρο 30 (2) και (3) του Συντάγματος και ότι η πρωτόδικη απόφαση με τις ουσιώδεις παραλείψεις  και την ανεπαρκή αιτιολόγηση της ουσιαστικά καταλήγει σε άρνηση δικαιοσύνης και σε αυθαίρετη απόρριψη των απαιτήσεων της εναγόμενης».   Σε άλλο μέρος της αιτιολογίας καταγράφεται πως «Όταν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου ένας τόσο  μεγάλος αριθμός  θεμάτων που πρέπει να εξεταστούν, αναμένεται ότι θα πρέπει να γίνεται αναφορά και ανάλυση των προβαλλόμενων επιχειρημάτων, για να μπορεί κάποιος τουλάχιστον να ακολουθήσει το συλλογισμό του Δικαστηρίου που οδήγησε στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα».

 

    Να υπενθυμίσουμε το αυτονόητο, πως ο  τρόπος συγγραφής μιας δικαστικής απόφασης, η οποία προσεγγίζεται ως ενιαίο σύνολο (Λαούτα ν. Δημοκρατίας (2014) 1(Γ) ΑΑΔ 2205, ECLI:CY:AD:2014:A775), αφορά στο ίδιο το Δικαστήριο που την εκδίδει.  Δεν αποτελεί υποχρέωση του Δικαστηρίου να καταγράφει στην απόφαση του το σύνολο της μαρτυρίας και να αναφέρεται σε κάθε επί μέρους πτυχή αυτής, όταν θα την αξιολογεί.   Ούτε αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αιτιολόγησης δικαστικής απόφασης, ειδική αναφορά σε κάθε επιχείρημα που προβάλλεται (Νίκος Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ, 490).   Δεν συμφωνούμε ότι η εκδοθείσα δικαστική απόφαση είναι αναιτιολόγητη.   Βρίσκουμε πως αυτή εμπεριέχει όλα εκείνα για τα οποία γίνεται αναφορά στην Pioneer Candy Ltd v. Tryfon & Sons (1981) 1 CLR 540.    Κατ΄ επέκταση βρίσκουμε πως αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη (Ανδρονίκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 486, 534-535).    

 

    Ο πιο πάνω λόγος έφεσης και οι σχετικοί με αυτόν, είναι αβάσιμοι και απορρίπτονται.     

 

  ΄Οσον αφορά στην αξίωση του Εφεσίβλητου για ειδική εκτέλεση της συμφωνίας, κάτι για το  οποίο επίσης παραπονείται η Εφεσείουσα, το Πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά από την Νομολογία και στη βάση των ιδιαίτερων γεγονότων της υπόθεσης, κατέληξε πως ήταν δικαιολογημένη η έκδοση τέτοιας διαταγής.   Δεν υπάρχει περιθώριο για παρέμβαση  μας στον τρόπο που αυτό άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια.

 

    Τέλος, να σημειώσουμε πως υπάρχει λόγος έφεσης ότι «Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να καθορίσει την ορθή κλίμακα εξόδων».  Να υπενθυμίσουμε πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε τα έξοδα προς όφελος του επιτυχόντα διαδίκου, που ήταν ο Εφεσίβλητος.  Στην αιτιολογία του πιο πάνω λόγου έφεσης καταγράφεται πως «Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν καθόρισε την κλίμακα εξόδων με βάση την οποία θα πρέπει να υπολογισθούν τα έξοδα από τον Πρωτοκολλητή», με αποτέλεσμα, συνεχίζει ο λόγος έφεσης, να υπάρχει αμφιβολία ως προς την  κλίμακα που αυτά θα πρέπει να υπολογισθούν.    

 

    Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε τον Εφεσίβλητο σε όλες τις αξιώσεις που είχαν συμπεριληφθεί στην αγωγή του, η οποία είχε καταχωριστεί στις 29.6.2006 επί κλίμακος εξόδων Λ.Κ.1.000.000 και άνω, αφού η αξία των επίδικων περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα  με την αγωγή, ανήρχετο σε Λ.Κ.1.500.000.     Συνεπώς, δεν χρειαζόταν να  κάνει ειδική αναφορά στην κλίμακα εξόδων.  Ήταν αυτονόητο πως αυτά διατάχθηκε να υπολογιστούν στην κλίμακα εξόδων της αγωγής. Όταν το ευρώ αντικατέστησε την  κυπριακή λίρα, η εν λόγω κλίμακα έγινε άνω των €2.000.000.

 

   Εν κατακλείδι, αφού έχουμε  μελετήσει όλους του  λόγους έφεσης,   ως επίσης και την αιτιολογία αυτών, και χωρίς βεβαίως να έχουμε αγνοήσει τα όσα ανέφεραν ενώπιον μας οι ευπαίδευτοι συνήγοροι με τις ικανές αγορεύσεις τους, βρίσκουμε πως αυτοί είναι αβάσιμοι.   Σε συμφωνία  με το Πρωτόδικο Δικαστήριο βρίσκουμε πως η Εφεσείουσα δεν απέδειξε πως η συμφωνία ήταν προϊόν ψυχικής πίεσης ή απάτης ή ψευδών παραστάσεων.   Κατ΄ επέκταση, την δεσμεύει (pacta sunt servanda).

 

     Η Έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον της Εφεσείουσας, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

                                                Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

                                                ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο