ΑΝΝΑΣ ΛΕΒΕΝΤΗ κ.α. v. ALPHA BANK CYPRUS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 253/2014, 5/12/2022

ECLI:CY:AD:2022:A475

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                (Πολιτική Έφεση Αρ. 253/2014)

 

5 Δεκεμβρίου, 2022

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]

 

 

1.  ΑΝΝΑΣ ΛΕΒΕΝΤΗ

2.  ΟΥΡΑΝΙΑΣ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ

 

Εφεσείουσες,

 

ν.

 

ALPHA BANK CYPRUS LTD

                            

Εφεσίβλητοι,

 

…….…..

 

Γ. Χριστοφίδης μαζί με Κ. Ορφανίδου (κα), για Ορφανίδης, Χριστοφίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τις Εφεσείουσες.

Θ. Καουτζιάνη (κα), για Χρυσαφίνη και Πολυβίου ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.

 

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

από τον Σάντη, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση, οι Εφεσείουσες αμφισβητούν την ορθότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 27.6.14 («η Πρωτόδικη Απόφαση»), διά της οποίας - στο πλαίσιο Αίτησης  ημερομηνίας 24.4.12 στην Αγωγή 7744/11 («η Αγωγή») «… για ακύρωση μεταβίβασης ως δόλιας …» («η Αίτηση») - εκδόθηκε διάταγμα «… για ακύρωση της μεταβίβασης και εγγραφής του ακινήτου με αρ. εγγραφής [ ], Φ/Σχ. [ ], Τεμ. [ ], Διαμέρισμα αρ.[ ], στον [ ] όροφο, Δήμος Λάρνακας, Σκάλα Μεχμέτ Νιαζή [ ], Λάρνακα, το όλο μερίδιο …», ως και διάταγμα για επανεγγραφή του υπό αναφορά ακινήτου («το ακίνητο») «… επ’ ονόματι της εναγόμενης 3 Άννας Λεβέντη …» (οι περικοπές είναι αυτούσιες ως και όσες ακολουθούν).

 

        Δυο λόγια πρώτα για το ιστορικό της υπόθεσης και τις εκατέρωθεν εκδοχές, κάτι που θα συντείνει στην καλύτερη κατανόηση όσων έπονται.

 

        Οι Εφεσίβλητοι καταχώρισαν (ως Ενάγοντες) την Αγωγή την 23.11.11 (στην κλίμακα εξόδων €500.000,00-€2.000.000,00). Η Εφεσείουσα 1 ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο μία εκ των δύο διευθυντών της εναγόμενης 1 - πρωτοφειλέτιδας Ε.Ε. Αγία-Άννα 2008 Λτδ («η πρωτοφειλέτιδα»), και ενάχθηκε ως εγγυήτρια. Την 5.12.11 η Αγωγή επιδόθηκε στην Εφεσείουσα 1 και την 10.2.12 εκδόθηκε εναντίον της απόφαση ερήμην. Παραλλήλως, οι Εφεσίβλητοι διαπίστωσαν ότι το ακίνητο μεταβιβάστηκε από την Εφεσείουσα 1 στην μητέρα της (Εφεσείουσα 2) την 19.4.11, με δήλωση προς το Κτηματολόγιο πως η επίδικη μεταβίβαση («η μεταβίβαση») έγινε με δωρεά. Είναι αυτή τη μεταβίβαση που οι Εφεσίβλητοι ζήτησαν από το Πρωτόδικο Δικαστήριο - με την Αίτηση - να ακυρώσει ως δόλια βάσει τού Άρθρου 3 του Περί Δολίων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου, Κεφ.62το Κεφ.62»), το οποίο προβλέπει ότι:

« 3.-(1) Κάθε δωρεά, πώληση, εvέχυρo, υπoθήκη ή άλλη μεταβίβαση ή διάθεση oπoιασδήπoτε κιvητής ή ακίvητης περιoυσίας πoυ γίvεται από oπoιoδήπoτε πρόσωπo με πρόθεση vα παρεμπoδίσει ή καθυστερήσει τoυς πιστωτές τoυ ή oπoιoδήπoτε από αυτoύς vα αvακτήσoυv από αυτόv, τα χρέη αυτoύ ή αυτώv, θα θεωρείται ότι είvαι δόλια, και θα είvαι άκυρη εvαvτίov τoυ εv λόγω πιστωτή ή πιστωτώv, και αvεξάρτητα από oπoιαδήπoτε τέτoια δωρεά, πώληση, εvέχυρo, υπoθήκη ή άλλη μεταβίβαση ή διάθεση, η περιoυσία πoυ φέρεται ότι μεταβιβάστηκε ή έτυχε μεταχείρισης κατά άλλo τρόπo δύvαται vα κατασχεθεί και vα πωληθεί πρoς ικαvoπoίηση oπoιoυδήπoτε χρέoυς από δικαστική απόφαση πoυ oφείλεται από τo πρόσωπo πoυ πρoβαίvει στη δωρεά, πώληση, εvέχυρo, υπoθήκη ή άλλη μεταβίβαση ή διάθεση.

(2) Σε oπoιαδήπoτε αίτηση, βάσει τωv διατάξεωv τoυ Νόμoυ αυτoύ για ακύρωση μεταβίβασης ή εκχώρησης oπoιασδήπoτε περιoυσίας πoυ έγιvε σε oπoιoδήπoτε γovιό, σύζυγo, παιδί, αδελφό ή αδελφή τoυ δικαιoπάρoχoυ ή εκχωρητή, όχι με χρηματικό αvτάλλαγμα ή με αvτάλλαγμα άλλη περιoυσία ισoδύvαμης αξίας ή με καλή αvτιπαρoχή, τo βάρoς απόδειξης ότι αυτή η μεταβίβαση ή εκχώρηση έγιvε καλή τη πίστει και δεv έγιvε με πρόθεση vα παρεμπoδίσει ή καθυστερήσει τoυς πιστωτές τoυ θα έχει o δικαιoπάρoχoς ή εκχωρητής και τo πρόσωπo στo oπoίo έγιvε η εv λόγω μεταβίβαση ή εκχώρηση.

(3) Καμιά πώληση, υπoθήκη, μεταβίβαση ή εκχώρηση πoυ γίvεται με αvτάλλαγμα χρημάτωv ή άλλης περιoυσίας ισoδύvαμης αξίας δεv θα είvαι ακυρώσιμη βάσει τωv διατάξεωv τoυ Νόμoυ αυτoύ, εκτός αv o αγoραστής, o εvυπόθηκoς δαvειστής, o δικαιoδόχoς ή εκδoχέας φαvεί ότι έχει απoδεχτεί αυτή εv γvώσει τoυ ότι η πώληση αυτή, υπoθήκη, μεταβίβαση ή εκχώρηση έγιvε από τov πωλητή, εvυπόθηκo oφειλέτη, δικαιoπάρoχo ή εκχωρητή με πρόθεση vα καθυστερήσει ή καταδoλιεύσει τoυς πιστωτές τoυ».

 

 

        Ήταν πρωτοδίκως - αλλά και ενώπιον μας - θέση των Εφεσίβλητων πως η μεταβίβαση έγινε κακόπιστα χωρίς αντάλλαγμα και με δόλια πρόθεση να εμποδιστούν από το να εισπράξουν το χρέος. Στήριξαν την εισήγηση τους στα ακόλουθα (τα οποία κατέθεσε ανάμεσα σε άλλα δια ένορκης δήλωσης ο μάρτυς των Εφεσίβλητων Σάββας Άδωνη που αντεξετάστηκε από τους δικηγόρους των Εφεσειουσών): 

 

(α) Την 3.3.11 οι Εφεσίβλητοι απέστειλαν στην πρωτοφειλέτιδα και στην Εφεσείουσα 1 δύο συστημένες προειδοποιητικές επιστολές για υπέρβαση και καθυστερήσεις σε δύο λογαριασμούς, με τις επιστολές να μην επιστρέφονται (Τεκμήρια Α-Ε).

 

(β) Την 14.3.11 οι Εφεσίβλητοι μέσω των δικηγόρων τους απέστειλαν δεύτερη συστημένη επιστολή προς την Εφεσείουσα 1 (και για τους δύο λογαριασμούς), με την οποία την καλούσαν να εξοφλήσει ως εγγυήτρια τις καθυστερημένες οφειλές της πρωτοφειλέτιδας, ειδάλλως θα τερμάτιζαν τους λογαριασμούς και θα λάμβαναν δικαστικά μέτρα (Τεκμήριο Ζ). Την ίδια μέρα, οι Εφεσίβλητοι έστειλαν αντίστοιχη επιστολή προς την πρωτοφειλέτιδα (Τεκμήριο Η).

 

(γ) Την 19.4.11 οι Εφεσίβλητοι με επιστολές τους προς την Εφεσείουσα 1 τερμάτισαν τη λειτουργία των δύο λογαριασμών και κάλεσαν την πρωτοφειλέτιδα και τους εγγυητές της, περιλαμβανομένης της Εφεσείουσας 1, να αποπληρώσουν τα χρωστούμενα (Τεκμήρια Θ-Λ).

 

(δ) Η μεταβίβαση του ακινήτου από την Εφεσείουσα 1 προς την Εφεσείουσα 2 έγινε την ίδια ημέρα του τερματισμού (ήτοι την 19.4.11). 

        Η εκδοχή των Εφεσειουσών όπως δόθηκε μέσα από ένορκη δήλωση τής Εφεσείουσας 2 (η οποία αντεξετάστηκε από τους δικηγόρους των Εφεσίβλητων), σύγκειται αδρομερώς στο ότι η μεταβίβαση ήταν καλόπιστη και πως ναι μεν δηλώθηκε στο Κτηματολόγιο πως επρόκειτο για δωρεά, αλλά στην πραγματικότητα επρόκειτο για μεταβίβαση δυνάμει ανταλλάγματος. Το αντάλλαγμα συνίστατο στο ότι η Εφεσείουσα 2 εξόφλησε υφιστάμενο προβληματικό τραπεζικό χρέος της Εφεσείουσας 1 καταβάλλοντας, την 13.4.11, ποσό €30.640,00. Οι Εφεσείουσες κατέθεσαν σχετικώς δύο επιταγές και τον τραπεζικό λογαριασμό της Εφεσείουσας 1 στον οποίο φαίνεται σχετική πίστωση από μεταφορά μετρητών. Με την εξόφληση του δανείου, η τράπεζα απάλειψε υποθήκη επί του ακινήτου. Παρότι λοιπόν υπήρξε αντάλλαγμα, στο Κτηματολόγιο οι Εφεσείουσες δήλωσαν, κατά την Εφεσείουσα 2, πως η μεταβίβαση έγινε δυνάμει δωρεάς για να μην επωμισθούν τούτες τα τέλη μεταβίβασης. Ήταν επίσης η θέση της Εφεσείουσας 2 ότι δεν γνώριζε ούτε και μπορούσε να γνωρίζει πως η Εφεσείουσα 1 είχε εγγυηθεί την πρωτοφειλέτιδα και ότι εξεπλάγηκε πώς ενεπλάκη σε μια διαφορά με την οποία δεν έχει σχέση. Αγόρασε το ακίνητο καλόπιστα, προέβη σε έξοδα συντήρησης και μετατροπών και έκτοτε το χρησιμοποιεί. Το ακίνητο θα αποτελέσει μέρος της κληρονομιάς που θα διαμοιρασθεί στα τέσσερα τέκνα της. Κατά την Εφεσείουσα 2, ούτε η Εφεσείουσα 1 ήξερε για τις επιστολές την 19.4.11. Τέτοια γνώση, η Εφεσείουσα 1 αποκόμισε (σύμφωνα με την Εφεσείουσα 2) την 4.10.11 όταν της επιδόθηκαν οι επιστολές διά επιδότη (Τεκμήριο 5). 

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αντλώντας καθοδήγηση από την Ορφανίδου ν. Ορφανίδη (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1889 - και θεωρώντας ότι οι Εφεσείουσες εμποδίζονταν από το να προτάξουν ισχυρισμούς αντίθετους προς όσα δήλωσαν στο Κτηματολόγιο, και δη πως η μεταβίβαση συντελέστηκε δυνάμει δωρεάς για να αποφύγουν τα τέλη μεταβίβασης (και άρα η υπόθεση έπρεπε «… να τύχει χειρισμού ως εάν να πρόκειτο για περίπτωση δωρεάς από τέκνον προς γονέα») - κατέληξε (απορρίπτοντας τη μαρτυρία των Εφεσειουσών), ότι η μεταβίβαση δεν ήταν γνήσια και στόχευε στην παράνομη παρεμπόδιση των εξ αποφάσεως πιστωτών να εξασφαλίσουν το λαβείν τους.

 

        Οι Εφεσείουσες προτάσσουν, με εννέα λόγους έφεσης, πως λαθεμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν μπορούσαν να προωθήσουν επιχειρήματα αντιτιθέμενα «… με τη δήλωση τους προς το Κτηματολόγιο και ότι η μαρτυρία που δόθηκε για να στοιχειοθετηθεί ότι υπήρξε αντάλλαγμα δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψιν» (λόγος έφεσης 1), και αυτό, γιατί, το Πρωτόδικο Δικαστήριο πεπλανημένα «… έκρινε ότι η υπόθεση των Εφεσειόντων καλύπτετο από το δεδικασμένο της απόφασης Ορφανίδης ν. Ορφανίδης (2001) 1 ΑΑΔ 1989» (λόγος έφεσης 2), πέραν του ότι κακώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο «… δεν έκανε αποδεκτό τον ισχυρισμό της Καθ’ ης η Αίτηση 2/Εφεσείουσας ότι η Καθ’ ης η Αίτηση 1/Εφεσείουσα έλαβε γνώση για το περιεχόμενο των επιστολών των Εφεσειόντων στις 4/10/2011 και έκρινε ότι αυτή δεν είναι παρά μια ημερομηνία που τέθηκε από κάποιον υπό περιστάσεις που δεν εξηγήθηκαν σε αντίγραφα των σχετικών επιστολών που κατατέθηκαν ως τεκμήριο 5 στην ένσταση χωρίς καμιά αποδεικτική σημασία …», καταλήγοντας κιόλας πως «… η Καθ’ ης η Αίτηση 1 έλαβε γνώση κατά το χρόνο που της είχαν αποσταλεί με συστημένο ταχυδρομείο οι επιστολές …» (λόγος έφεσης 3), χώρια από το ότι, το ίδιο σφαλερώς, έκρινε το Πρωτόδικο Δικαστήριο πως «… οι επιστολές ημ. 3.3.2011, 14.3.2011 και 19.4.2011 εστάλησαν από τους Ενάγοντες και ελήφθησαν από την Εναγομένη 3 βασίζοντας πλήρως την κατάληξη του λανθασμένα λόγω αυτών των επιστολών δημιουργήθηκε κίνητρο στην Εναγομένη να καταδολιεύσει τους Ενάγοντες με την αποξένωση περιουσίας» (λόγος έφεσης 6). Περιπλέον, λέγουν οι Εφεσείουσες, το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένως «… εξέδωσε διάταγμα για ακύρωση της μεταβίβασης εγκρίνοντας την αίτηση των Εναγόντων αποδεχόμενο ότι η επίδικη μεταβίβαση έγινε χωρίς αντάλλαγμα και με δόλια πρόθεση» (λόγος έφεσης 4), εφαρμόζοντας «… λανθασμένα … τον νόμο …» (λόγος έφεσης 5) και κρίνοντας συνακολούθως (εξίσου άστοχα) πως «… η μεταβίβαση οφειλόταν σε οικογενειακή συμπαιγνία για να αντιμετωπισθεί ο κίνδυνος για το επίδικο διαμέρισμα» (λόγος έφεσης 8), αποφασίζοντας το ίδιο «… [λ]ανθασμένα και/ή εσφαλμένα … ότι η εικόνα της αξιοπιστίας της καθ’ ης η αίτηση 2/Δικαιούχου ήταν σαφώς αρνητική» (λόγος έφεσης 9), κατασταλάζοντας πεπλανημένα σε ενάσκηση της διακριτικής του εξουσίας εναντίον των Εφεσειουσών «… σε σχέση με τα επιδικασθέντα έξοδα» (λόγος έφεσης 7). 

        Αξιολογήσαμε καθετί που μας τέθηκε, στην πλήρη του μορφή, και σε αυτά, εντάσσουμε και τα επιμελή περιγράμματα και τις προφορικές αγορεύσεις των ευπαίδευτων δικηγόρων.

        Ως εκ του αντικειμένου τους - και τού μεταξύ τους αλληλένδετου περιεχομένου - θα επιληφθούμε πρώτα (σωρευτικώς) τούς λόγους έφεσης 1 και 2, μετέπειτα, ξανά συνολικώς (και υπό όμοια βλέψη), τους λόγους έφεσης 3, 4, 5, 6, 8 και 9, ενώ στο τέλος, θα ενασχοληθούμε με τον λόγο έφεσης 7.

        Εν σχέσει προς τους λόγους έφεσης 1 και 2, θεωρούμε ορθή την προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να βασισθεί στο σκεπτικό της Ορφανίδου ν. Ορφανίδη (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1889 για τη αξία της δήλωσης των Εφεσειουσών στο Κτηματολόγιο πως η μεταβίβαση γινόταν διά δωρεάς επί σκοπώ αποφυγής καταβολής των αφορώντων τελών. Αυτό, διότι, το σκεπτικό στην Ορφανίδου ν. Ορφανίδη (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1889, 1906-1907 - εφαρμοζόμενο πιο επίκαιρα και σε άλλες περιστατικά δηλώσεων που εμπεριέχουν πιθανότητα καταδολίευσης δημόσιων προσόδων (Χαραλάμπους ν. Χριστοφόρου (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2812, 2821, Γιαπατός ν. Σάββα και Άλλης (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1324, 1330, Κολάνη ν. Ταμπούρα (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1108, 1118-1122, Φιλίππου και Άλλου ν. Τσολάκη (2006) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1188, 1208, Προκοπίου και Άλλου ν. Ανδρέας Λάμπρου Λτδ (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 310, 314) - αντανακλά την επικρατούσα νομική τάξη, ως εξής:

 

«………………………………………………………………..……..…………………

Το πρωτόδικο δικαστήριο υπέδειξε ότι η εφεσείουσα «εμποδίζεται από του να ισχυρίζεται αντίθετα με τη φορολογική δήλωση της». Αυτό που εννοούσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ότι η εφεσείουσα «εμποδίζεται» λόγω της προηγούμενης συμπεριφοράς της με την οποία είχε από τη μια αποκομίσει όφελος και από την άλλη είχε καταδολιεύσει τις δημόσιες προσόδους. Αυτό λοιπόν που προκύπτει για εξέταση είναι κατά πόσο πρόσωπο το οποίο, με σκοπό την αποκόμιση ιδίου οφέλους, υποβάλλει ψευδή φορολογική δήλωση με αποτέλεσμα την καταδολίευση των δημοσίων προσόδων μπορεί σε μεταγενέστερη δικαστική διαδικασία να προβάλει ισχυρισμούς αντίθετους προς τη φορολογική του δήλωση με σκοπό - πάλι - την αποκόμιση οφέλους. Η απάντηση είναι σαφώς αρνητική.

 

Το επίδικο θέμα σχετίζεται με θέμα δημόσιας πολιτικής και δημοσίου συμφέροντος. Πρόκειται για παραδοχή καταδολίευσης των δημοσίων προσόδων. Αποτελεί νομίζουμε θέμα ύψιστης δημόσιας πολιτικής όπως όλοι οι πολίτες συμμορφώνονται πλήρως με τις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Καταδολίευση των δημόσιων προσόδων όχι μόνο αντιστρατεύεται τη δημόσια πολιτική αλλά είναι αντίθετη προς το δημόσιο συμφέρον Τα δικαστήρια έχουν καθήκον να διασφαλίσουν την δημόσια πολιτική. Η χρησιμοποίηση της επίδικης μαρτυρίας θα ισοδυναμούσε με χορήγηση ασυλίας στην παρανομία πορεία που αντιστρατεύεται τη διασφάλιση του Κράτους Δικαίου. Θα ισοδυναμούσε, επίσης, με ενθάρρυνση της καταδολίευσης των δημοσίων προσόδων και θα επέτρεπε στους παρανομούντες να επωφεληθούν από την παρανομία τους.

…………………………………………………………………...……………………».

 

        Παραπονούνται επίσης οι Εφεσείουσες - ως έπραξαν και πρωτοδίκως μέσω της αγόρευσης των συνηγόρων τους - ότι δεν έπρεπε το Πρωτόδικο Δικαστήριο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως πως η μεταβίβαση του ακινήτου δηλώθηκε ως δωρεά στο Κτηματολόγιο για να αποφευχθούν τα τέλη μεταβίβασης, και ότι, ένεκα τούτου, κωλύονταν «… να υποστηρίξουν ότι υπήρξε αντάλλαγμα …» επειδή το ζήτημα δεν ηγέρθη ως επίδικο στη διαδικασία, με επακόλουθο η σχετική προς τούτο μαρτυρία να μη μπορεί να αξιολογηθεί και συνεκτιμηθεί δικαστικώς.

        Δεν συμφωνούμε, με κάθε σεβασμό, με τις Εφεσείουσες.

        Εξηγούμε.

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ως σαφώς συνάγεται από το σκεπτικό του, εξέτασε την προβληματική αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία και ιδίως τη θέση των Εφεσίβλητων στην παράγραφο 7 της ένορκης δήλωσης της Εφεσείουσας 2, πως «… ο λόγος για τον οποίο στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο δηλώσαμε ότι η μεταβίβαση γίνεται δυνάμει δωρεάς είναι για να αποφύγουμε να επωμιστούμε τα τέλη μεταβίβασης και όχι επειδή έγινε χωρίς αντάλλαγμα ή δυνάμει δωρεάς ως ισχυρίζεται ο Ενόρκως Δηλούντας στην παράγραφο 8 της Ένορκης του Δήλωσης».

        Δεν εντοπίζουμε λόγο για παρεμβολή στα πρωτοδίκως κριθέντα επί των αναλυόμενων, με όσα αναπτύχθηκαν εκ πλευράς Εφεσειουσών περί υποχρέωσης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να ανασκαλίσει με τέτοια προοπτική τα διαλαμβανόμενα στον Περί Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος (Τέλη και Δικαιώματα) Νόμο, Κεφ. 219 Κεφ.219»), να μην υποβάλλονται πρωτοδίκως προς ανάλογη δικαστική απόφανση, κάτι που καθιστά, ενεστώτως, μη επιτρεπτό τον εφετειακό τους έλεγχο υπό τις περιστάσεις (Κλείτου ν. Μάππουρου, Έφεση Αρ. 16/10, ημ. 15.3.17, Ιωάννου ν. Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ και Άλλων (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1021, ECLI:CY:AD:2014:A351, 1027, Προκοπίου ν. Ryan και Άλλου (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1982, 1989).

        Εν πάση περιπτώσει, ως ορθώς επεσήμαναν οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των Εφεσίβλητων, στον χρόνο της μεταβίβασης (την 19.4.11), δεν υφίσταντο οι τωρινές πρόνοιες του Κεφαλαίου 3Α (Πίνακας), Κεφ.219 (για μη καταβολή τέλους εγγραφής ακινήτου όταν η μεταβίβαση γίνεται από γονέα προς τέκνο και όχι αντίστροφα), μια και θεσπίστηκαν την 16.7.15 διά του Περί Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος (Τέλη και Δικαιώματα) (Τροποποιητικού) (Αρ.3) Νόμου 115(Ι)/15 (βλ. κατ’ αναλογίαν, Μιχαήλ ν. Ανδρέου, Π.Ε. 229/14, ημ. 19.1.22, Χριστοδουλίδης ν. Α. L. Pro Choice Ventures Ltd και Άλλων (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. 532, ECLI:CY:AD:2014:A172, 545), με αυτές μάλιστα - ως ουσιαστικές πρόνοιες (και όχι δικονομικές), να μην έχουν (πόσω δε μάλλον διά αντίστοιχης νομοθετικής πρόβλεψης), αναδρομική ισχύ (Alpha Bank Cyprus Ltd v. Rachel και Άλλου, Π.Ε. Ε50/13, ημ. 9.9.19).

         Τούτο, σε αντίθεση με ό,τι προτείνουν οι Εφεσείουσες, δεν μπορεί να θεραπευθεί διά δικαστικής απόφασης αφού θα ισούτο, βασικώς, με ανάπλαση νομοθετικής πρόνοιας δικαστικώς, κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής διάκρισης των εξουσιών (Δημοκρατία ν. Η.Κ. και Άλλου, Ε.Δ.Δ. 39/21, ημ. 13.10.22, Ξενοφώντος ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 274, 279-282).

        Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.

        Οι λόγοι έφεσης 3, 4, 5, 6, 8 και 9 αφορούν - στον πυρήνα τους - τα ευρήματα αξιοπιστίας (μαρτυρίας και εκδοχών) που διατύπωσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο.

        Για την πτυχή αυτή - της δικαστικής επέμβασης σε πρωτόδικα αξιολογικά ευρήματα - ξαναθυμίσαμε στην Χρίστου ν. Γεωργίου, Π.Ε. 158/13, ημ. 26.10.22, τη διαχρονική στάση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως ακολούθως:

«……………….………………………………..….……………………………………Δεν έχουμε να προσθέσουμε κάτι στα όσα προείπαμε για τον τρόπο που διαχειρίστηκε την υπόθεση το Πρωτόδικο Δικαστήριο, εκτός ίσως από το να καταγράψουμε όσα είχαμε την ευκαιρία να υπομνήσουμε προσφάτως στην Badar v. Ηλία, Π.Ε. 17/14, ημ. 25.10.22:

 

«..….…………………………..………………....…………..…………………………Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά άλλα στην τρέχουσα ενότητα παρά να θυμίσουμε, μαζί και με κάποια άλλη πρόσφατη νομολογία, ό,τι είχαμε συναφώς την ευκαιρία να εκφράσουμε στην Ιωάννου ν. C.T.C. Automotive Ltd, Π.Ε. 396/14, ημ. 6.10.22:

«Έχει καταστεί πλέον τετριμμένο - με αμετάβλητη ωστόσο και εξέχουσα τη σπουδαιότητα που η αρχή αυτή εκφράζει - πως μονάχα εκεί που τα πρωτόδικα συμπεράσματα και ευρήματα περί αξιοπιστίας μαρτύρων και μαρτυρίας (κρινόμενα αντικειμενικώς) δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά ή αντιστρατεύονται την κοινή λογική και δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία (ή κρίνονται ανυπόστατα ως ουσιωδώς αντιφατικά), μπορεί αναλόγως να υπάρξει εφετειακή επέμβαση (Νεοκλέους ν. Θεοδότου, Π.Ε. 40/14, ημ. 8.6.22, Χαραλαμπίδη ν. Μιχαήλ και Άλλων, Π.Ε. 304/13, ημ. 16.7.21, Περατικού ν. Ελληνικής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, Π.Ε. 287/13, ημ. 16.6.21)».

 

Προσθέτως, στην Μιχαηλίδης ν. Οικονομίδη, Π.Ε. 94/13, ημ. 30.6.22, το Εφετείο υπέμνησε για πολλοστή φορά, πως:

«[...]θέματα που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων εμπίπτουν εντός της αρμοδιότητας των Πρωτόδικων Δικαστηρίων αφού αυτά είναι που βλέπουν και παρακολουθούν τους μάρτυρες την ώρα που αυτοί καταθέτουν (Ζερβού κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία (2011) 1(Γ) ΑΑΔ, 2192). Η αξιοπιστία ενός μάρτυρα κρίνεται σε ένα πολύ ευρύ πλαίσιο, περιλαμβάνει δε και την υποκειμενική αντίληψη φιλαλήθειας των μαρτύρων εκ μέρους του εκδικάζοντος Δικαστή (Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ, 407). Ισχυρισμοί ενώπιον του Εφετείου ότι η πρωτόδικη αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι εσφαλμένη ή αδικαιολόγητη θα πρέπει να τεκμηριώνονται με πειστικά επιχειρήματα. [...] Περαιτέρω τυχόν αντιφάσεις ή αδυναμίες που υπάρχουν στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επέμβασης του Εφετείου, εκτός αν είναι τόσο ουσιώδεις ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία ως αξιόπιστη».

 

Δεν είναι η παρούσα, περίπτωση που να καλεί σε αξιολογική ανατροπή.

 

Επεξηγήσαμε γιατί.

…………………………………………….………………………………..............». 

        Μήτε και η κρινόμενη περίπτωση προστάζει διαφορετική αντιμετώπιση, αφού το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατόρθωσε, άρτια, να εντοπίσει την ουσία και να αξιολογήσει, στις παραμέτρους αυτές, όσα επί τούτω επιβάλλονταν.

        Πιο συγκεκριμένα, το Πρωτόδικο Δικαστήριο - έχοντας πρώτα αναπτύξει με προσοχή και πιστότητα την (προφορική και έγγραφη) μαρτυρία, και οπτική, των μερών - είπε:

«………………..………………...……………………………………………………..

Επιπρόσθετα, ακόμα κι αν επρόκειτο για μεταβίβαση με αντάλλαγμα, εκείνο που έχει καθοριστική σημασία είναι ότι η εικόνα για την αξιοπιστία της καθ' ης η αίτηση 2 και της όλης εκδοχής των καθ' ων η αίτηση είναι σαφώς αρνητική ξεκινώντας από τον ισχυρισμό ότι η καθ' ης η αίτηση 1 δεν έλαβε γνώση παρά μόνο στις 4/10/2011. Αυτή δεν είναι παρά μια ημερομηνία που τέθηκε από κάποιον υπό περιστάσεις που δεν εξηγήθηκαν σε αντίγραφα των σχετικών επιστολών που κατατέθηκαν ως τεκμήριο 5 στην ένσταση, χωρίς καμιά αποδεικτική σημασία. Γενικά, ο ισχυρισμός της καθ' ης η αίτηση 2 πως η καθ' ης η αίτηση 1 δεν είχε λάβει γνώση των επιστολών που της στέλλονταν συστημένες, ισχυρισμός που προβλήθηκε εμμέσως και όχι ευθέως από την καθ' ης η αίτηση 1,στερείται αξίας τόσο για τους νομικούς λόγους στους οποίους αναφέρθηκε η ευπαίδευτη δικηγόρος των εναγόντων με παραπομπή σε νομολογία [Ανδριανή Λεωνίδου Σάββα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (υπόθεση αρ. 341/2010, ημερ. 6/2/2012) και Theodorou v. The Abbot of Kykko Monastery (1965) 1 CLR 9] όσο και από πλευράς αξιοπιστίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η καθ' ης η αίτηση 1 έλαβε γνώση κατά το χρόνο που της είχαν αποσταλεί με συστημένο ταχυδρομείο οι επιστολές χωρίς να επιστραφούν και είχε σαφή αντίληψη της επερχόμενης αγωγής.

 

Η γνώση αυτή εξηγεί και τη μεταβίβαση ως προσπάθεια μέσα από μια οικογενειακή συμπαιγνία να αντιμετωπισθεί ο κίνδυνος για το διαμέρισμα. Υπενθυμίζεται δε, ότι κριτήριο αποτελεί η πρόθεση του εκχωρητή να εμποδίσει ή να καθυστερήσει τους πιστωτές του, όπως μπορεί να εξαχθεί από το σύνολο των περιστάσεων, όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Vasiliades v. Vasiliades & another (1949) 18 (Part 1) CLR 10.

 

Κανένα στοιχείο δεν δόθηκε που να καταδεικνύει ότι η πρόθεση της μητέρας να μεταβιβάσει το διαμέρισμα υπήρχε πριν λάβει γνώση. Το μόνο στοιχείο που παρουσίασαν είναι μια ξαφνική μεταβίβαση μεταξύ θυγατέρας και μητέρας κατά τον κρίσιμο χρόνο. Καμιά εξήγηση δεν δόθηκε γιατί η μεταβίβαση να γίνει κατ' εκείνο το χρόνο. Δεν τέθηκε λ.χ. ότι επίκειτο εκποίηση της υποθήκης ή ότι υπήρχε οποιοσδήποτε άλλος λόγος να γίνει η μεταβίβαση κατ' εκείνο το χρόνο. Οι καθ' ων η αίτηση αντί να δώσουν εξηγήσεις για αυτά, προσπάθησαν να παραπλανήσουν το δικαστήριο σε σχέση με τη γνώση που έλαβε η εναγόμενη 1 διά των επιστολών.  

 

Συνεπώς, έστω και αν θα ελαμβάνετο υπόψη η συναλλαγή με το εξοφληθέν χρέος, είναι υπό το σύνολο των περιστάσεων φανερό ότι η συναλλαγή αυτή δεν ήταν γνήσια όπως παρουσιάστηκε, αλλά είχε κοινό σκοπό (με κοινή γνώμη) την παρεμπόδιση ή την καθυστέρηση των εξ αποφάσεως πιστωτών να εξασφαλίσουν το λαβείν τους.  

 

Απλώς, η διαπίστωση αυτή είναι πιο ευχερής εάν, όπως πρέπει, παραβλεφθεί ως ανεπίτρεπτη η προσπάθεια να καταδειχθεί αντάλλαγμα.

………………………….………..……………………………………………………».

 

        Δεν έχουμε πολλά να συμπληρώσουμε στα πιο πάνω, παρά να τονίσουμε, εκτός των άλλων που ήδη παραθέσαμε, πως σε σχέση προς τα περί λήψης των επιστολών από τις Εφεσείουσες, το θέμα, ως προς την αρχή που το διέπει, έχει εν τω μεταξύ καλυφθεί και από πιο πρόσφατη νομολογία (Singh v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 86/22, ημ. 20.7.22, Έλληνας και Άλλων ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, Π.Ε. 87/13, ημ. 3.12.19).

        Τα πρωτόδικα ευρήματα κρίνονται ευλόγως επιτρεπτά, συνάδοντα προς την κοινή λογική και τάξη, και δικαιολογούμενα από τη μαρτυρία και τις αφορώσες επιταγές του Άρθρου 3, Κεφ.62 (M.Ο. και Άλλων ν. Landmark Securities, Π.Ε. Ε7/13, ημ. 22.1.21, Οικονόμου και Άλλων ν. Κουτσοκούμνη, Π.Ε. 37/13, ημ. 2.7.19).

        Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος αναδίφησε τη μαρτυρία στο σύνολο της, αντικρίζοντας την μακροσκοπικά (και εκεί όπου χρειαζόταν και μικροσκοπικά), αντιπαραβάλλοντας την συν τω χρόνω με άλλη γραπτή και προφορική μαρτυρία που δόθηκε στη διαδικασία, συμπεραίνοντας, ως αναδύεται και από τα όσα απέγραψε ως κρίση, ότι η αποδοθείσα πρόθεση στις Εφεσείουσες δεν μπορούσε παρά να συναχθεί από τα γεγονότα, χειρισμός που σύναδε εξάλλου με τη νομολογία της εποχής (στην οποία παράπεμψε), αλλά και που συμπίπτει και με πιο πρόσφατες νομολογιακές τοποθετήσεις (ΔΗ.ΜΑ.ΡΩ. Λτδ ν. Lakis Georgiou Construction Ltd, Π.Ε. 214/12, ημ. 28.9.18).

        Ούτε και υπό αυτό το πρίσμα δικαιολογείται ανατροπή των ευρημάτων του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.

        Οι λόγοι έφεσης 3, 4, 5, 6, 8 και 9 απορρίπτονται.

        Για τον λόγο έφεσης 7 - και την εναντίωση των Εφεσειουσών στην απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιδικάσει ένα «... τόσο μεγάλ[ο] ποσ[ό] ...» εξόδων εις βάρος τους «… με κατ’ αποκοπήν επιβολή €2000 πλέον ΦΠΑ ...» δίχως να «... λάβει υπόψη του την κλίμακα της αγωγής …» αλλά ούτε και το ότι «… για σκοπούς εξοικονόμησης του χρόνου του Δικαστηρίου επισπεύθηκαν διαδικασίες ...» - αποφαινόμαστε πως διόλου δεν δικαιολογείται η ανασκευή της Πρωτόδικης Απόφασης επί του σημείου (ακόμη και αποσυναρτημένα τής απόρριψης των υπολοίπων λόγων έφεσης), είτε εξαιτίας της δικονομικής συμπεριφοράς των διαδίκων είτε για άλλους αποτιμήσιμους γνώμονες, αφού το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, τήρησε ορθά τον κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα, υπολογίζοντας προσέτι και το ύψος των εξόδων στη βάση του όλου της εικόνας που είχε μπροστά του αλλά και των γεγονότων και ισχυουσών κανονιστικών προβλέψεων (στη μη αμφισβητηθείσα κλίμακα εξόδων της Αίτησης €500.000,00-€2.000.000,00), με τις Εφεσείουσες να μην αντιτείνουν συναφώς και συγκεκριμένως κατιτί το αλλιώτικο και απτό (Ιωάννου και Άλλης ν. Costakis Constructions and Developers Ltd και Άλλων, Π.Ε. 283/14, ημ. 17.11.22, Αναφορικά με την Αίτηση των Σιακόλα και Άλλων, Π.Ε. 7/20, ημ. 7.6.21, Κυριάκου ν. Φιλικής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 416, 421-424).

        Ο λόγος έφεσης 7 απορρίπτεται.

        Εν κατακλείδι, ουδείς των λόγων έφεσης ευσταθεί.

        Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των Εφεσίβλητων και κατά των Εφεσειουσών ύψους €4.500,00, συν ΦΠΑ (αν υπάρχει).

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

                                                                   Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                   Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο