ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΔΡΑ Χ. Κ. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI, Πολιτική Αίτηση Αρ. 118/22, 25/1/2023

ECLI:CY:AD:2023:D26

AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 118/22)

 

25 Ιανουαρίου, 2023

 

[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΔΡΑ Χ. Κ. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 20 ΜΑΪΟΥ 2022 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 155 ΩΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 20 ΜΑΪΟΥ 2022 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 155 ΩΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ

 

Μ. Πικής με Ο. Νικήτα, για τον αιτητή.

 

Στ. Παπουή (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για τους καθ΄ ων η αίτηση.

 

 

---------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Ο αιτητής είναι ψυχίατρος ο οποίος ασκεί ως ιδιώτης το επάγγελμα του στη Λευκωσία, ενώ στο παρελθόν είχε υπηρετήσει στην Εθνική Φρουρά απ’ όπου αφυπηρέτησε με το βαθμό του γενικού αρχίατρου. 

 

          Στις 20.5.2022 εκτελέστηκαν εναντίον του εντάλματα σύλληψης και έρευνας σε σχέση με διερευνώμενη υπόθεση συνωμοσίας, πλαστογραφίας, εξασφάλισης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, διαφθοράς και άλλα συναφή αδικήματα, τα οποία κατ’  ισχυρισμόν είχαν σκοπό την εξασφάλιση αδικαιολόγητων αναστολών αριθμού ποδοσφαιριστών από τον στρατό. 

 

          Δόθηκε άδεια για προσβολή των εν λόγω ενταλμάτων με αίτηση ακύρωσης δια εντάλματος certiorari, στην οποία προβλήθηκαν διάφοροι λόγοι, ως λ.χ. η διατύπωση του εντάλματος έρευνας με γενικούς όρους και κατά τρόπο που να παραβιάζεται καίρια το επαγγελματικό ιατρικό απόρρητο και τα προσωπικά δεδομένα των ασθενών του αιτητή και κατά τρόπο δυσανάλογο ως προς το ζητούμενο της έρευνας.  Τούτο γιατί ενώ στον όρκο του ανώτερου υπαστυνόμου που παρουσιάστηκε στο κατώτερο δικαστήριο για να εκδοθεί το ένταλμα, το πλαίσιο των υπό διερεύνηση αδικημάτων περιοριζόταν σε συγκεκριμένα άτομα, με το ένταλμα εξουσιοδοτήθηκε η πρόσβαση στα ιατρικά έγγραφα και προσωπικά δεδομένα όσων ασθενών του αιτητή ήταν κληρωτοί και έφεδροι στρατιώτες, αδιακρίτως.  Επρόκειτο κατ’ ουσίαν για μια εν λευκώ εξουσιοδότηση προς την Αστυνομία να προβεί σε επιχείρηση αλίευσης μαρτυρίας (fishing expedition) κατάσχοντας οτιδήποτε το οποίο κατά την απόλυτη κρίση της ενέπιπτε στη γενικότητα των όρων του εντάλματος, ήτοι κινητά τηλέφωνα και όλα τα έγγραφα σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή «τα οποία σχετίζονται με τις διαδικασίες που εφαρμόζει η Εθνική Φρουρά για αναστολή κατάταξης, απόλυση ως επίσης και άλλα σχετικά έγγραφα για κληρωτούς και εφέδρους στρατιώτες», τα οποία σχετίζονται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα μεταξύ των ετών 2018 – 2022. Στο ένταλμα έρευνας δε, συνεχίζει η αίτηση, δεν είχαν τεθεί δικλείδες ασφαλείας για σκοπούς προστασίας του δικαιώματος ιδιωτικής ζωής και επικοινωνίας καθώς και προστασίας των προσωπικών δεδομένων των ασθενών του αιτητή και του ιατρικού απορρήτου.

 

          Πέραν των παραπάνω με την αίτηση τίθεται ότι το κατώτερο δικαστήριο δεν άσκησε την εξουσία του δικαστικά και δεν εξήγαγε τα δικά του συμπεράσματα, εφόσον, ενώ ο πολυσέλιδος αστυνομικός όρκος που υποστηρίζει τα εντάλματα σύλληψης και έρευνας λήφθηκε από τη δικαστή η ώρα 09:49, το ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε η ώρα 09:50 και το ένταλμα έρευνας εκδόθηκε η ώρα 09:51.  Παρά ταύτα το δικαστήριο κατέγραψε ότι είχε «μελετήσει προσεκτικά» την υποστηρικτική ένορκη δήλωση, ενώ εκ των ωρών που σημειώνονται προκύπτει ότι ενήργησε μηχανικά και τυπικά. 

 

          Θα αρχίσω από το τελευταίο, εφόσον η νόμιμη ή νομότυπη έκδοση του εντάλματος αποτελεί πρόκριμα της ίδιας της νομιμότητας του εντάλματος. 

 

Στην ένορκη δήλωση του αξιωματικού της Αστυνομίας που συνοδεύει την ένσταση στην παρούσα αίτηση, ο οποίος είναι το ίδιο πρόσωπο που είχε υπογράψει τον όρκο προς υποστήριξη των επιδίκων ενταλμάτων, με φανερό σκοπό να δοθεί εξήγηση για το σχεδόν ταυτόχρονο της λήψης του όρκου και της έκδοσης των ενταλμάτων, σε συνάρτηση με την καταγεγραμμένη δήλωση του δικαστηρίου ότι είχε μελετήσει προσεκτικά τον όρκο, καταγράφονται τα ακόλουθα:

 

«14. Κατά την εμφάνιση μου ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, πέραν της κατάθεσης του Όρκου μου, το Δικαστήριο μελέτησε και ταυτόχρονα άκουσε τις διευκρινίσεις μου που έδωσα στο Δικαστήριο, οι οποίες τόσο η μελέτη όσο και οι διευκρινίσεις διήρκησαν περί τα 20-25 λεπτά.  Σε σχέση με την ώρα που καταγράφεται στον Όρκο μου, είναι η ώρα κατά την οποία το Δικαστήριο είχε τελειώσει τη μελέτη και τις διευκρινίσεις που έδωσα στο Δικαστήριο

 

          Εξ αυτού προκύπτει, εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή, ότι το δικαστήριο όχι μόνο μελέτησε ανυπόγραφο όρκο, δηλαδή έγγραφο το οποίο δεν τέθηκε επίσημα ενώπιον του, αλλά και προχώρησε σε διευκρινιστικές ερωτήσεις στον ανώτερο υπαστυνόμο χωρίς να καταγράφεται οτιδήποτε στο πρακτικό του δικαστηρίου.  Στο πρακτικό το μόνο που φαίνεται είναι ότι τα επίδικα εντάλματα εκδόθηκαν με διαφορά μόλις ενός και δύο λεπτών από την ώρα υπογραφής του όρκου.   Σε σχέση με την εξήγηση που επεχείρησε να δώσει ο ανώτερος υπαστυνόμος στην ένορκη δήλωση του στην παρούσα αίτηση, ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή παρέπεμψε σε νομολογία, σύμφωνα με την οποία δεν είναι επιτρεπτή η διαφοροποίηση ή η επεξήγηση του πρακτικού χωρίς τον ενδεδειγμένο τρόπο, που είναι η προβλεπόμενη διαδικασία διόρθωσης του (βλ. μεταξύ άλλων, στη Σωτηριάδης ν. Βασιλείου κ.α. (1992) 1 ΑΑΔ 801, Deux L Designs Ltd  (2000) 1 AAΔ 828). 

 

          Η αγγλική νομολογία διαφωτίζει ευθέως επί του θέματος σε σχέση ειδικότερα με την έκδοση ενός εντάλματος έρευνας.  Στην υπόθεση R. (Redknapp) v. A Commr of the City of London Police [2008] EWHC 1177 (Admin), αφού σημειώθηκε ότι η εξασφάλιση εντάλματος έρευνας δεν συνιστά ποτέ μια τυπικότητα, ελέχθη ότι εάν ο δικαστής απαιτήσει περαιτέρω πληροφορίες θα πρέπει να προβεί σε σχετική σημείωση των πληροφοριών αυτών, ώστε να υπάρχει δεόντως συμπληρωμένο το πρακτικό και να αποκαλύπτεται η πλήρης βάση στην οποία στηρίχθηκε για να εκδώσει το ένταλμα.  Όταν η απαιτούμενη πληροφορία δεν καταγράφεται και το πρακτικό δεν είναι συμπληρωμένο τότε θεωρείται ότι το ένταλμα έχει εκδοθεί παράνομα (15Α-49 Police and Criminal Evidence Act 1984, s.8, UKBC-ARCHNEW 465270512 (2023), βλ. επίσης Burgin (r on the application of) v. Commissioner of Police for the Metropolis & anr (2011) [2011] ΕWHC 1835 (Admin)).  

          Η ανάγκη για καταγραφή των ερωτήσεων διευκρινιστικού τύπου και των πρόσθετων εξηγήσεων που δίδονται από το αστυνομικό όργανο σημειώθηκε και από τον Ναθαναήλ, Δ. (όπως ήταν τότε) στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Αντώνης Ανδρέου & Σία ΔΕΠΕ κ.α. (2015) 1Γ ΑΑΔ 2859, ECLI:CY:AD:2015:D849.

 

          Πράγματι η έκδοση εντάλματος τέτοιας φύσεως δεν μπορεί να αποτελεί τυπικότητα.  Με το ένταλμα σύλληψης εξουσιοδοτείται η στέρηση της ατομικής ελευθερίας, ενώ με το ένταλμα έρευνας εξουσιοδοτείται η επέμβαση στα θεμελιακά δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής, της επικοινωνίας και του ασύλου της κατοικίας.  Είναι γι’  αυτό που πρέπει να καθίσταται αδιαμφισβήτητο ότι ο δικαστής που εκδίδει το ένταλμα έχει όντως ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις και σαφής η βάση επί της οποίας ενήργησε.  Όπως ελέχθη στην R. on the Application of Energy Financing Team Ltd v. Bow Street Magistrates Court [2005] EWHC 1626 (Admin) «a warrant to search and seize is a serious infringement of the liberty of the subject which needs to be clearly justified.»  Παρομοίως στην Iliya Stefanov v. Bulgaria, Appl. No. 65755/01, 22 May 2008 ελέχθη ότι «such interference gives rights to a breach of Article 8 unless it can be shown that it was “in accordance with the law”, pursued one or more legitimate aim or aims as defined in paragraph 2 and “necessary in a democratic society” to achieve those aims

 

          Στην παρούσα περίπτωση εάν ληφθούν υπόψη τα καταγραφέντα στα εντάλματα θα ήταν ασφαλώς ανθρωπίνως αδύνατο το δικαστήριο να είχε μελετήσει τον όρκο στον ενδιάμεσο χρόνο (βλ. Αντώνης Ανδρέου & Σία ΔΕΠΕ κ.α. (ανωτέρω)).  Η ευπαίδευτη εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα εισηγήθηκε ότι εφόσον κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατον θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η εξήγηση που δόθηκε με την παρούσα ένορκη δήλωση.  Η εξήγηση όμως αυτή δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη γιατί δεν τηρήθηκε σχετική σημείωση ως πρακτικό.  Το κενό στο πρακτικό δεν μπορεί να καλυφθεί εκ των υστέρων με τον τρόπο αυτό.  Η έκδοση των ενταλμάτων καθίσταται, ως εκ τούτου, άκυρη. 

 

          Με την ευκαιρία όμως αυτή, δεν είναι άσκοπο να προσθέσω τα ακόλουθα:  όπως υποδείχθηκε στην Αντώνης Ανδρέου & Σία ΔΕΠΕ κ.α. (ανωτέρω) στις κατάλληλες περιπτώσεις είναι καλό οι δικαστές να λαμβάνουν επαρκή χρόνο για μελέτη και κατανόηση των δεδομένων και να επανέρχονται, εάν χρειάζεται, με διευκρινιστικές ερωτήσεις.  Τούτο υπό δύο προϋποθέσεις:

 

(i)           Προτού προχωρήσουν σε μελέτη της δήλωσης του αστυνομικού οργάνου που συνοδεύει την αίτηση θα πρέπει να λαμβάνουν τον νενομισμένο όρκο ή διαβεβαίωση, όπως γίνεται σε κάθε περίπτωση που λαμβάνεται μαρτυρία, είτε γραπτή, είτε προφορική.  Η δέουσα και νενομισμένη λήψη της μαρτυρίας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εξέταση και αξιολόγηση της.  Δεν μπορεί το δικαστήριο να ασκεί το δικαστικό του έργο, ήτοι να ακούει ή να διαβάζει, να μελετά, να αξιολογεί και να αποφασίζει επί μαρτυρίας που δεν έχει τεθεί ενώπιον του με τον νενομισμένο τρόπο. 

 

(ii)         Αφού μελετήσουν την ένορκη δήλωση και επανέλθουν την ίδια ή ακόμα και την επόμενη ημέρα, εάν οι ανάγκες μιας περίπλοκης αίτησης το απαιτούν και δεν υπάρχει το στοιχείο του επείγοντος, σε περίπτωση που έχουν διευκρινιστικές ερωτήσεις θα πρέπει να τις καταγράφουν, όπως θα πρέπει να καταγράφουν και τις απαντήσεις.  Η αίτηση πρέπει να είναι πλήρης ώστε να λαμβάνει πλήρη γνώση της διαδικασίας ο επηρεαζόμενος, αλλά και το αναθεωρόν δικαστήριο να έχει πλήρη εικόνα για τη βάση όπου στηρίχθηκε το κατώτερο δικαστήριο (βλ. Burgin (ανωτέρω)).

 

Παρά το ότι η κρίση για το παραπάνω ζήτημα καθορίζει την τύχη της έφεσης θεωρώ σκόπιμο, συνοπτικά έστω, να αναφερθώ και επί της ουσίας λόγω της σημασίας του ζητήματος.  Τα ιατρικά δεδομένα αποτελούν καίρια προσωπικά δεδομένα που προστατεύονται από το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής, εν τη εννοία του Άρθρου 15.1 του Συντάγματος (Police v. Georghiades (1983) 2 CLR 33).  Αποτελούν ειδικής κατηγορίας προσωπικά δεδομένα τα οποία χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας με βάση τον περί Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα από Αρμόδιες Αρχές για τους Σκοπούς της Πρόληψης, Διερεύνησης, Ανίχνευσης ή Δίωξης Ποινικών Αδικημάτων ή της Εκτέλεσης Ποινικών Κυρώσεων και για την Ελεύθερη Κυκλοφορία των Δεδομένων Νόμο του 2019 (44(Ι)/2019), σύμφωνα με το Άρθρο 12 του οποίου η επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων, περιλαμβανομένων δεδομένων που αφορούν στην υγεία «επιτρέπεται μόνο όταν είναι απολύτως αναγκαία, με την επιφύλαξη των κατάλληλων διασφαλίσεων για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων» και εφόσον, μεταξύ άλλων, επιτρέπεται από το ενωσιακό δίκαιο ή την οικεία νομοθεσία.  Στην υπόθεση Panteleyenko v. Ukraine, Appl. No. 11901/02, ημερ. 29.6.2006, στην οποία παρέπεμψε ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου διαπίστωσε παραβίαση του Άρθρου 8 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) λόγω, μεταξύ άλλων, αποκάλυψης εμπιστευτικών ψυχιατρικών δεδομένων για την υγεία του αιτητή.  Παρέπεμψε επίσης στην υπόθεση Mockuté v. Lithuania, Appl. No. 66490/09, ημερ. 27.5.2018, όπου αποφασίστηκε ότι πληροφορίες για την ψυχική υγεία του ατόμου αποτελούν υψηλής σημασίας ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα και τα κράτη της Σύμβασης πρέπει να σέβονται την εμπιστευτικότητα των ιατρικών δεδομένων του ασθενή ούτως ώστε και ο ασθενής να διατηρήσει την εμπιστοσύνη του στο ιατρικό επάγγελμα και τις υπηρεσίες υγείας γενικότερα.  Βάσει των πιο πάνω η ημεδαπή νομοθεσία πρέπει να παρέχει τις ανάλογες ασφαλιστικές δικλείδες για να αποτρέπει την αποκάλυψη τέτοιων δεδομένων ή επικοινωνιών που είναι αντίθετη με την προστασία που παρέχει το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ

 

Στην παρούσα υπόθεση η Αστυνομία εξουσιοδοτήθηκε και παρέλαβε ιατρικά έγγραφα και προσωπικά δεδομένα ασθενών του αιτητή οι οποίοι δεν σχετίζονται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.  Δεν τέθηκαν ασφαλιστικές δικλείδες που να περιορίζουν την πρόσβαση σε ό,τι είχε σχέση με τους αναφερόμενους ως εμπλεκόμενους ποδοσφαιριστές.  Έτσι, όπως ελέχθη και στην υπόθεση Αντώνης Ανδρέου & Σία ΔΕΠΕ (ανωτέρω), με αναφορά στην υπόθεση Νiemietz v. Germany, Appl. N. 13710/88, ημερ. 16.12.1992, του ΕΔΔΑ «το εκδοθέν ένταλμα ήταν διατυπωμένο με γενικούς όρους και κατά τρόπο που επενέβαινε καίρια στην επαγγελματική εχεμύθεια, κατά τρόπο μάλιστα δυσανάλογο προς το ζητούμενο.»  Τούτο εφόσον το ένταλμα δεν περιοριζόταν στη διερεύνηση των αδικημάτων σε σχέση με τα συγκεκριμένα πρόσωπα, αλλά επέτρεπε την πρόσβαση στα προσωπικά, υψίστης σημασίας, ιατρικά δεδομένα των ασθενών ενός ψυχιάτρου αδιακρίτως, με μόνο κριτήριο το κατά πόσον πρόκειται για κληρωτούς και εφέδρους στρατιώτες που πιθανόν να σχετίζονται με τη διάπραξη των αδικημάτων, ενώ η καταγγελία και οι πληροφορίες σχετίζονταν με συγκεκριμένα άτομα.  Μάλιστα, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του αιτητή στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση του, κατά την έρευνα παρελήφθη το σύνολο σχεδόν των εγγράφων που είχε στο γραφείο του τα οποία αφορούσαν ασθενείς του, πλείστα εκ των οποίων δεν είχαν σχέση με τους συγκεκριμένους ποδοσφαιριστές και ιατρικές εκθέσεις και γνωματεύσεις, όπως και η συντριπτική πλειοψηφία των πληροφοριών και προσωπικών δεδομένων ασθενών του που βρίσκονται καταχωρημένα στο I-Pad και στο κινητό του τηλέφωνο, τα οποία ουδόλως σχετίζονται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.  Ο ισχυρισμός αυτός του αιτητή επιμαρτυρείται από το τεκμήριο 4, στο οποίο φαίνεται ότι, μεταξύ άλλων, κατασχέθηκαν 1.047 φύλλα εγγράφων που αφορούν ιατρικές εκθέσεις.  Η ευχέρεια αυτή της Αστυνομίας συσχετίζεται με την ευρύτητα των όρων έκδοσης του εντάλματος έρευνας και το γεγονός ότι δεν τέθηκαν ασφαλιστικές δικλείδες.  Αντίθετα, ενδεικτικός προς την ορθή κατεύθυνση είναι ο τρόπος που αιτήθηκε το ένταλμα έρευνας η Αστυνομία στην υπόθεση Ανδρέας Δημητριάδης & Σία ΔΕΠΕ κ.α, Πολ. Αίτ. Αρ. 212/21, ημερ. 10.3.2022,  όπου τέθηκαν ασφαλιστικές δικλείδες σε μια περίπτωση εντάλματος έρευνας σε δικηγορικό γραφείο «ώστε να διαφυλαχθεί η προσωπική και επαγγελματική αλληλογραφία/ επικοινωνίες και ειδικότερα το επαγγελματικό και δικηγορικό/νομικό απόρρητο που αφορά και σχετίζεται με τη δικηγορική εταιρεία και δικηγόρους που κατέχουν το γραφείο σε σχέση με το οποίο το ένταλμα αυτό έχει εκδοθεί.» 

 

Η αίτηση εγκρίνεται.  Εκδίδονται εντάλματα certiorari και τα επίδικα εντάλματα σύλληψης και έρευνας ακυρώνονται.

 

Έξοδα €2.000 πλέον ΦΠΑ υπέρ του αιτητή.

 

 

                                                          Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

 

 

 

/φκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο