Π. Σ. v. Η. Α., ΄Εφεση Αρ. 25/2021, 26/1/2023

ECLI:CY:DOD:2023:4

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

(΄Εφεση Αρ. 25/2021)

26 Iανουαρίου, 2023

 

[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,  Χ.ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

Π.  Σ.

Εφεσείουσα

και

 

Η. Α.

Eφεσίβλητος

-----------

Βαλ.Σωτηρίου για Αντ.Σωτηρίου & Σ/τες ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα

Αντιγ. Νικηφόρου, (κα), για Νέστορας Αδάμου Νικηφόρου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο

 _ _ _ _ _

 

Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δικαστή

Ψαρά-Μιλτιάδου.

-----------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:   Το ΄Αρθρο 14Α(1) του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμος του 1991, (N.232/1991)  («εν τοις εφεξής ο Νόμος»), ως έχει τροποποιηθεί, αποτέλεσε την κύρια βάση ενδιάμεσης αίτησης της Εφεσείουσας ημερ. 17.9.20 στο πρωτόδικο Δικαστήριο με την οποία επεδίωκε έκδοση διαταγής του Δικαστηρίου προς τον Εφεσίβλητο όπως υποβάλει ένορκη δήλωση στην οποία να περιγράφει πλήρως με σαφήνεια και κατά συγκεκριμένο τρόπο την περιουσία, κινητή και ακίνητη στην οποία είχε οποιοδήποτε άμεσο και έμμεσο συμφέρον:

i Κατά την ημερομηνία τέλεσης του αρραβώνα των διαδίκων, ήτοι τον Ιούνιο του 1993.

ii Κατά την ημερομηνία τέλεσης γάμου των διαδίκων, ήτοι την 1.5.1997. 

iii  Κατά την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος διαζυγίου των διαδίκων, ήτοι στις 25.1.2017.

iv  Κατά την ημερομηνία της ένορκης δήλωσης του Εφεσίβλητου καθ΄ου η αίτηση.

 

Το ΄Αρθρο 14Α(1) του Νόμου έχει ως εξής:

«14Α.-(1) Για σκοπούς καλύτερης εφαρμογής του άρθρου 14, το Δικαστήριο δύναται ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε διαδίκου να εκδώσει διάταγμα, βάσει του οποίου ο καθ’ ου η αίτηση υποχρεούται, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την έκδοση του, ή μέσα σε οποιαδήποτε άλλη χρονική περίοδο το Δικαστήριο ορίσει, να υποβάλει ένορκη δήλωση στο Δικαστήριο, στην οποία να περιγράφει πλήρως, με σαφήνεια και κατά συγκεκριμένο τρόπο την περιουσία στην οποία είχε οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον κατά την ημερομηνία της διακοπής της συμβίωσης ή κατ’ άλλη σχετική ημερομηνία που το Δικαστήριο ορίζει στο διάταγμα».

 

Επίσης χρήσιμη είναι η αναφορά και στο ΄Αρθρο 14.

«14.-(1) Σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί, ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων, και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσο συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.

(2) Η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά.

(3) Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν:

(α) Από δωρεά, κληρονομιά, κληροδοσία ή άλλη χαριστική αιτία

(β) με διάθεση περιουσίας που αποκτήθηκε με τις αναφερόμενες στην παράγραφο (α) αιτίες.

 

Να λεχθεί ότι η ενδιάμεση αυτή αίτηση είχε υποβληθεί στα πλαίσια εναρκτήριας αίτησης με την οποία ο Εφεσίβλητος ως Αιτητής και η Εφεσείουσα ως Καθ΄ης η αίτηση/ανταπαιτήτρια είχαν υποβάλει αντιστοίχως απαίτηση και ανταπαίτηση για περιουσιακές διαφορές δυνάμει του ΄Αρθρου 14(1). 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού ασχολήθηκε με τις εκατέρωθεν θέσεις των διαδίκων και παρέθεσε το Νόμο και τη νομολογία, ανέφερε πως η πλευρά του Εφεσίβλητου αποδέχεται την έκδοση διατάγματος ως το αιτητικό i και ii ανωτέρω.  Επίσης ανέφερε ότι υπήρξε αποδοχή εκ μέρους του Εφεσίβλητου για αποκάλυψη της περιουσίας κατά το χρόνο της διάστασης.  Συνεπώς, παρέμεινε αμφισβητούμενη η αποκάλυψη περιουσίας για τους χρόνους που αφορούν την έκδοση διαζυγίου και την ημερομηνία που ο Εφεσίβλητος θα καταχωρούσε την ένορκη δήλωση αποκάλυψης. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι, όπως διαφαίνεται από το Νόμο και τη νομολογία, στερείτο δικαιοδοσίας για αποκάλυψη περιουσιακών στοιχείων  που αφορούν την περίοδο μετά τη λύση ή ακύρωση ή διάσταση των συζύγων.  Ως συνέπεια εξέδωσε διάταγμα για ένορκη αποκάλυψη περιουσίας ως τα σημεία i και ii των αιτουμένων θεραπειών καθώς και για την ημερομηνία της διάστασης των διαδίκων.  Σημειωτέον ότι υπήρξε παραδεκτό γεγονός ότι η διάσταση έλαβε χώρα τον Μάιο του 2014.  Απέρριψε δε την αίτηση ως προς τα σημεία iii και iv ανωτέρω.

 

Για τα έξοδα της αίτησης, θεώρησε ότι αφ΄ης στιγμής ο Εφεσίβλητος ήταν έτοιμος να δεκτεί την αίτηση στα πιο πάνω σημεία και η αίτηση προχώρησε αδικαιολόγητα για ακρόαση από την εμμονή της Εφεσείουσας να γίνει αποκάλυψη και σε άλλους χρόνους, έκρινε πως τα έξοδα έπρεπε να βαρύνουν την Εφεσείουσα.  Η κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς την απόρριψη των αιτουμένων θεραπειών iii και iv και η καταδίκη της Εφεσείουσας στα έξοδα αποτελούν ακριβώς τους λόγους έφεσης που καλείται το Οικογενειακό Εφετείο να εξετάσει.

 

Συγκεκριμένα, διατυπώνονται οι εξής λόγοι.  Ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα και πεπλανημένα τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (1ος λόγος) ότι λανθασμένα δεν διέταξε την αποκάλυψη κατά το χρόνο λύσης του γάμου των διαδίκων (2ος λόγος) και ότι λανθασμένα επιδίκασε τα έξοδα της αίτησης εναντίον της Εφεσείουσας (3ος λόγος)  Ο 4ος λόγος έφεσης δεν προωθήθηκε στο περίγραμμα της Εφεσείουσας και θεωρούμε ότι εγκαταλείφθηκε. 

 

Ο 1ος και 2ος λόγος έχουν κοινό πυρήνα και επιβάλλεται να εξεταστούν μαζί.  Ειδικά η Εφεσείουσα θέτει τον ισχυρισμό πως υπήρξε λανθασμένη ερμηνεία και εφαρμογή από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην υπόθεση Τσούντα ν. Δημητριάδη, ΄Εφεση (2014)1Α Α.Α.Δ. 413, ECLI:CY:DOD:2014:2 στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Ο χρόνος της λύσης ή ακύρωσης του γάμου ή της διάστασης είναι καθοριστικός για τα δικαιώματα των συζύγων. Ο καθορισμός του είναι απαραίτητος προκειμένου να διακριβωθεί ποια περιουσιακά στοιχεία συνθέτουν την περιουσία εν τη εννοία του νόμου, κατά τον ουσιώδη χρόνο αλλά και για τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν μετά τη λύση ή ακύρωση του γάμου ή διάστασης είναι εκτός των προνοιών του Ν.232/1991 ως τροποποιήθηκε και εκτός της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου».

Αναφέρει η πλευρά της Εφεσείουσας πως εν προκειμένω, ζητείται αποκάλυψη περιουσιακών στοιχείων του Εφεσείβλητου κατά το χρόνο λύσης του γάμου και υπογραφής της ένορκης δήλωσης για να αποκαλυφθεί η περιουσία του, η οποία αποκτήθηκε πριν τη διάσταση των συζύγων αλλά αποκρύφθηκε ή αποξενώθηκε ή δόλια μεταβιβάστηκε.  Προς τούτο, είναι η θέση της, ότι λανθασμένα δεν διετάχθη η αποκάλυψη σε συνάρτηση με αυτούς τους χρόνους.

 

Δεν θα συμφωνήσουμε.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμηνεύοντας το ΄Αρθρο 14Α(1) και τη συναφή νομολογία, οριοθέτησε την υποχρέωση του Εφεσίβλητου στους χρόνους που σταματούσε στη διάσταση των διαδίκων.  «Ο έλεγχος» της ορθότητας της αποκάλυψης δεν σημαίνει ότι η αποκάλυψη επεκτείνετο εκτός των χρονικών πλαισίων κατά τα οποία η ίδια η απαίτηση του ΄Αρθρου 14 θα δημιουργείτο. 

 

Στην Κούρου ν. Κόνου (2014) 1Γ Α.Α.Δ. 2192, ECLI:CY:AD:2014:A764 αναφέρθηκε πως το Οικογενειακό Δικαστήριο έχει αποκλειστική αρμοδιότητα επί κάθε περιουσιακής διαφοράς που αναδύεται από την έγγαμη σχέση και καλύπτει περιουσία που αποκτάται με προοπτική το γάμο. 

 

΄Ηταν μέσα στα πλαίσια της εξουσίας του Δικαστηρίου να οριοθετήσει το χρόνο αποκάλυψης με τελική αναφορά στο χρόνο της διάστασης.  Η διακοπή της συμβίωσης ήταν λογικό, υπό τις περιστάσεις, χρονικό σημείο ώστε να οριοθετήσει την υποχρέωση αποκάλυψης, δεδομένης της δικαιοδοτικής υφής των περιουσιακών διαφορών των διαδίκων, ως το ΄Αρθρο 14 ορίζει. (Βλ. Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (2014)1Γ Α.Α.Δ. 2163, ECLI:CY:DOD:2014:14),

 

 

Εν προκειμένω, ο πρωτόδικος Δικαστής καθόρισε το χρόνο της διάστασης ως το χρόνο που η υποχρέωση αποκάλυψης έπαυε εξηγώντας γιατί,  αφού με τη διάσταση ακριβώς έπαυσε στην ουσία ο δεσμός των διαδίκων ως ζεύγους.  Συνεπώς έκρινε ότι οποιαδήποτε κεφάλαια τα οποία αποκτήθηκαν ενόσω οι διάδικοι ήσαν ζευγάρι δέον να αποκαλυφθούν σύμφωνα με τις θεραπείες που απέδωσε. 

 

Δεν θεωρούμε ότι πρέπει να παρέμβουμε στην ερμηνεία και εφαρμογή που εδόθη στο ΄Αρθρο 14Α(1) και δεν εντοπίζουμε λανθασμένη αντίληψη του Δικαστηρίου για το Νόμο και τη Νομολογία. 

 

Με τον 3ο λόγο έφεσης καλούμαστε να παρέμβουμε στον τρόπο άσκησης της εξουσίας του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα.  Επί το ότι, δηλαδή η Εφεσείουσα καταδικάστηκε στα έξοδα.  Η Εφεσείουσα ήταν εν μέρει αποτυχών διάδικος, αφού το κύριο μέρος της διαμάχης, το οποίο εκείνη προώθησε αναφορικά με τους ως άνω χρόνους αποκάλυψης δεν πέτυχε.    Το υπόλοιπο μέρος της αίτησης είχε γίνει δεκτό από τον Εφεσίβλητο, έστω και σταδιακά, παρά την καταχώρηση ένστασης εφ΄όλης της ύλης.   Θεωρούμε ότι υπό τις περιστάσεις η ορθότερη διαταγή θα ήταν «ο κάθε διάδικος να είναι υπόλογος για τα έξοδα του», συνεπώς αντικαθιστούμε τη σχετική πρωτόδικη διαταγή για την καταδίκη της Εφεσείουσας, με την ως άνω διαταγή.

 

 

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς.  Ενόψει της μερικής επιτυχίας της έφεσης, ομοίως η κάθε πλευρά θα είναι υπόλογη για τα έξοδα της. 

 

                                                      ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                      ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

                                                      ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο