ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΚΑΠΝΟΥ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ v. ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ (ΠΡΩΗΝ CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO. LTD ΚΑΙ MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO. LTD), Πολιτική Έφεση αρ. 284/2014, 16/1/2023

ECLI:CY:AD:2023:A7

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                      (Πολιτική Έφεση αρ. 284/2014)

                                               

16 Ιανουαρίου 2023

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΚΑΠΝΟΥ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ

Εφεσείων

 

ν.

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ

(ΠΡΩΗΝ CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO. LTD ΚΑΙ MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO. LTD)

Εφεσιβλήτων

 

…………

Δ. Κουλαφέτης για Σ. Δράκος ΔΕΠΕ,  για τον εφεσείοντα

Λ. Σιακαλλή για Τ. Παπαδόπουλος και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους εφεσίβλητους

…………………..

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σωκράτους, Δ.

 

……………….

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ:  Με αγωγή (αρ. 10515/07) την οποίαν καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ο εφεσείων αξίωνε τον παραμερισμό της απόφασης ημερ. 26/10/2005 που εκδόθηκε, εκ συμφώνου εναντίον του, στα πλαίσια της αγωγής 9748/1999.  Ήταν η θέση του πως ο δικηγόρος που τότε τον εκπροσωπούσε, αποδέχθηκε την έκδοση εναντίον του απόφασης χωρίς να τον έχει εξουσιοδοτήσει προς τούτο.

 

Η ανωτέρω αγωγή αφορούσε τραπεζικές διευκολύνσεις τις οποίες τρίτα πρόσωπα εξασφάλισαν από την εφεσίβλητη Τράπεζα προς εξασφάλιση των οποίων υποθήκευσαν προς όφελος της τρία τεμάχια, ιδιοκτησίας του εφεσείοντα.  Η υποθήκευση πραγματοποιήθηκε με τη χρήση ειδικού πληρεξουσίου, το οποίο ο εφεσείων υπέγραψε αφού τα τρίτα αυτά πρόσωπα τον διαβεβαίωσαν ότι θα υπέγραφε ως μάρτυρας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε μάρτυρες μεταξύ των οποίων τον εφεσείοντα, τον οποίο και αξιολόγησε ως αναξιόπιστο, έκρινε με παραπομπή σε νομολογία επί του ζητήματος της ακύρωσης εκ συμφώνου απόφασης πως «….στην υπό κρίση υπόθεση….. η θέση του ότι αυτός δεν εξουσιοδότησε το δικηγόρο του να δεχθεί απόφαση παρέμεινε ατεκμηρίωτη».  Ως αποτέλεσμα, απέρριψε την αγωγή καταδικάζοντας τον εφεσείοντα σε έξοδα.

 

Με έξι λόγους έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.  Ότι κατ’ εσφαλμένο τρόπον «αποφάσισε ότι ο εφεσείων αξίωνε τον παραμερισμό της απόφασης μόνο στο γεγονός ότι ο δικηγόρος του αποδέκτηκε την έκδοση απόφασης εναντίον του χωρίς την εξουσιοδότηση του» (1ος λόγος εφεσης) πως «εσφαλμένα αποφάσισε ότι από τη μαρτυρία προέκυπταν παραδεκτά γεγονότα» (2ος λόγος).  Εσφαλμένη χαρακτηρίζεται με τον 3ο λόγο έφεσης η αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα και γενικότερα τα ευρήματα που οδήγησαν στην απόρριψη της αγωγής του.

 

Ξεκινώντας με την εξέταση του τρίτου λόγου έφεσης είναι αρκετό να υπενθυμίσουμε πως το έργο της αξιολόγησης των μαρτύρων ανήκει κατά κύριο και πρωταρχικό λόγο στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο διαθέτει το προνόμιο και την ευκαιρία να διαμορφώσει την κρίση του, ελέγχοντας τη φιλαλήθεια και ειλικρίνεια των μαρτύρων στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης παρατηρώντας τη συμπεριφορά και αντιδράσεις τους και αντλώντας και εξάγοντας στο μέτρο της ανθρώπινης λογικής και εμπειρίας να την κρίνει, συσχετίζοντας την με όλο το μαρτυρικό υλικό, την λοιπή προφορική αλλά και έγγραφη μαρτυρία και τη συνέπεια της με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς τους οποίους προωθεί.

 

Επέμβαση του Εφετείου χωρεί όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται είτε τη κοινή λογική είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο μαρτυρία είτε γενικά διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων (Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 (Α) ΑΑΔ 705).

 

Στην κρινόμενη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε ενδελεχώς και με κάθε επιμέλεια τη δοθείσα από τον εφεσείοντα μαρτυρία την οποίαν αντιπαρέβαλε με την έγγραφη και τα κατατεθέντα τεκμήρια και έδωσε σαφείς πειστικούς και τεκμηριωμένους λόγους για τη μη αποδοχή της και την κατάταξη της σε αναξιόπιστη.

 

Συνεπώς ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και ως τέτοιος απορρίπτεται.

 

Όπως ανωτέρω αναφέρθηκε με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων μέμφεται το πρωτόδικο Δικαστήριο πως αποφάσισε, εσφαλμένα ότι ο παραμερισμός της απόφασης αξιώνεται με ερεισμα μόνο το γεγονός ότι ο δικηγόρος του αποδέκτηκε την εναντίον του απόφαση χωρίς την εξουσιοδότηση του.

 

Προσφέρεται ως αιτιολογία του λόγου τούτου, ότι, με την έκθεση απαίτησης αξιώνονται ο παραμερισμός επιπλέον του ανωτέρω λόγου και επί το ότι ήταν (η απόφαση) αποτέλεσμα αμοιβαίου λάθους και/ή ψευδών παραστάσεων.

 

Με το περίγραμμα αγόρευσης αναπτύχθηκαν ως επάλληλοι με το συγκεκριμένο λόγο και οι λόγοι έφεσης 3, 4, 5 και 6 και προσδόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στη μαρτυρία του εφεσείοντα, την οποία θεωρούν ότι παρέμεινε αναντίλεκτη στο γεγονός ότι ο εφεσείων δεν έδωσε συγκατάθεση στο δικηγόρο του να δεχθεί την έκδοση απόφασης εναντίον του και στο γεγονός ότι δεν έγιναν διαπραγματεύσεις πριν την έκδοση της.  Δεν προβάλλεται και δεν αναπτύσσεται άλλος λόγος ακύρωσης πλην τούτου.  Οι ισχυρισμοί περί ύπαρξης λάθους οι οποίοι εγείρονται στο δικόγραφο της έκθεσης απαίτησης αναφέρονται στο γεγονότα της υπογραφής του ειδικου πληρεξουσίου εγγράφου.  Οι δε ισχυρισμοί περί ψευδών παραστάσεων ούτε καν δικογραφούνται και η οποιαδηποτε μνεία σε αυτές που επιχειρείται με το περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα καθάπτονται των σχέσεων εκείνου και των τρίτων προσώπων με τα οποία ήταν συνεναγόμενος στην αγωγή 9748/99.  Συνεπώς ούτε θα μπορούσαν, ως μη δικογραφημένοι ισχυρισμοί να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης στο πρωτόδικο Δικαστήριο ούτε βεβαίως να εγερθούν με επιτυχία στο Εφετείο.  Ούτε, στα πλαίσια της επίδικης αγωγής και της κρινόμενης έφεσης είναι δυνατόν να εξεταστούν ισχυρισμοί περί περιορισμένης ευθύνης του ως ενυπόθηκου χρεώστη και όχι ως εγγυητή, οι οποίοι αποτελούσαν υπερασπίσεις στην πρώτη αγωγή.

 

Όπως βεβαίως ορθά προσεγγίζει το θέμα ακύρωσης εκ συμφώνου απόφασης τόσον ο συνήγορος του εφεσείοντα – χωρίς όμως επιτυχία στα γεγονότα της παρούσας – όσο και η συνήγορος της εφεσίβλητης, μια εκ συμφώνου εκδοθείσα απόφαση ακυρώνεται μόνο με την καταχώρηση νέας αγωγής (Ανδρέου Παναγιώτης ν. P & D Crytstal Line Co. Ltd (2001) 1 AAΔ 1521) (Re Elsteins Affairs (1945) 1 All E.R. 272)

 

Η νομική αυτή θέση προσδιορίζεται από την Δ.33 θ. 15 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία εξετάστηκε και ερμηνεύτηκε σε αρκετές αποφάσεις με διακηρυγμένη την αρχή ότι εκ συμφώνου απόφαση ακυρώνεται με νέα αγωγή για το λόγο ότι εκδόθηκε κατόπιν δόλου ή λόγω αμοιβαίου λάθους νομικού γεγονότος ή/και απάτης/και/ή ψευδών παραστάσεων.

 

Όπως λέχθηκε στην Karim v. Κονιδάρη (1995) 1 ΑΑΔ 145,

«Η αρχή η οποία ενσωματώνεται στην Δ.33, θ. 15 πηγάζει, από την απόφαση του Αγγλικού Εφετείου στην Βirch v. Birch (1902) p. 62.   Στην Birch διακηρύχθηκε ότι συνιστά θεμελιωμένη αρχή δικαίου ότι απόφαση η οποία εκδίδεται με δόλο μπορεί να παραμεριστεί σε αγωγή η οποία υποβάλλεται από διάδικο ή τρίτο πρόσωπο. Πρόκειται για αρχή δικαίου που με μια εξαίρεση, αποφάσεις κυρωτικές διαθήκης, τυγχάνει καθολικής εφαρμογής. Η αρχή αυτή, όπως επισημαίνεται, έχει βαθιές ρίζες στο Αγγλικό δίκαιο. (ΒλBarnsly v. Powel [1749] 1 Ves. Sen. 287 και Wyatt v. Palmer [1899] 2 Q.B., 106).

Η αρχή η οποία κατοπτρίζεται στην Birch (ανωτέρω) δεν ενσωματώθηκε στους αγγλικούς θεσμούς. Το γεγονός αυτό δεν μειώνει την δραστικότητα ή την εμβέλειά της. (Βλ. The Annual Practice, 1956, p.450). To δικαίωμα έγερσης αγωγής από διάδικο ή τρίτο για τον παραμερισμό απόφασης η οποία εκδόθηκε με δόλο διακρίνεται από το δικαίωμα η άσκηση του οποίου θεσμοθετείται με την Δ.27 θ. 15. (ΒλΧριστοφή και Άλλη ν. Γεωργίου και Άλλου (1994) 1 Α.Α.Δ. 842).

Στην ιρλανδική υπόθεση Nixon vLoundes [1909] 2 Ir.R. 1 αναγνωρίστηκε ότι το δικαστήριο έχει σύμφυτη δικαιοδοσία για τον παραμερισμό δικαστικής απόφασης για το λόγο ότι αυτή είναι το προϊόν συμπαιγνίας και δόλου.

Και η κυπριακή νομολογία αναγνωρίζει την ύπαρξη ανάλογων αρχών δικαίου με εκείνες οι οποίες απαντώνται στην Birch και Nixon (ανωτέρω).(Βλ. Savva vHadjichristodoulou II C.L.R., 3 και Hassan vYiarimXI C.L.R., 96).”

 

Τα ανωτέρω υιοθετήθηκαν στην Ιακώβου ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2004) 1 ΑΑΔ 992 όπου το Εφετείο παρέπεμψε στο σύγγραμμα Halsburys Laws of England 3rd Ed. Vo. 22 para 1669 υποδεικνύοντας πως «…. απόφαση που έχει ληφθεί με δόλο είτε ενώπιον του δικαστηρίου ή με δόλο των διαδίκων μπορεί να αμφισβητηθεί με αγωγή και ότι σε τέτοια αγωγή δεν είναι αρκετό απλώς να υπάρχει ισχυρισμός για δόλο χωρίς να δίνονται λεπτομέρειες.  Υποδεικνύεται, επίσης, ότι ο δόλος πρέπει να σχετίζεται με ζητήματα τα οποία εκ πρώτης όψεως θα αποτελούσαν λόγο για παραμερισμό της απόφασης εάν αποδεικνύοντο με μαρτυρία και όχι με ζητήματα τα οποία είναι απλώς δευτερεύοντα.  Περαιτέρω υποδεικνύεται ότι πρέπει να αποδεικνύεται ισχυρή υπόθεση προτού το Δικαστήριο επιτρέψει τον παραμερισμό απόφασης λόγω δόλου.  Τέλος υποδεικνύεται ότι εκτός αν ο κατ' ισχυρισμό δόλος εγείρει εύλογη προοπτική επιτυχίας και έχει αποκαλυφθεί μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης, η αγωγή θα ανασταλεί ή απορριφθεί ως ενοχλητική.»

Καμία τέτοια μαρτυρία δεν προσφέρθηκε από τον εφεσείοντα για απόδειξη δόλου.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τη θέση του εφεσείοντα πως η απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί καθότι εκδόθηκε χωρίς την εξουσιοδότηση του.  Κατέγραψε επίσης πως η πιο πάνω νομική αρχή υποστηρίζεται από τη νομολογία τόσο στην Αγγλία όσο και των Κυπριακών Δικαστηρίων και αναφέρθηκε στο σχετικό απόσπασμα από το σύγγραμμα Halsburys Laws of England, 4th Ed., Vol. 26 para 562 από το οποίο διαβάζουμε τα κάτωθι:

 

«562.  Setting aside consent judgment or order.  A judgment given or an order made by consent may be set aside in a fresh action brought for the purpose, on any ground which would invalidate a compromise not contained in a judgment or order.  Compromises have been set aside on the ground that the agreement was illegal as against public policy, or was obtained by fraud or misrepresentation, or non-disclosure of a material fact which there was an obligation to disclose, or by duress, or was concluded under a mutual mistake of fact, ignorance of a material fact, or without authority.  A compromise in ratification of a contract which is incapable of being ratified is not enforceable;  and a compromise which is conditional on some term being carried out, or on the assent of the court or other persons being given to the arrangement, is not enforceable if the term is not carried out or the assent is given effectually.

 

The court may refuse to set aside a compromise when the party seeking to set it aside is guilty of delay in questioning it.»

 

Έχοντας επικυρώσει ως ορθό το έργο της αξιολόγησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με το οποίο ο εφεσείων κρίθηκε αναξιόπιστος, αποτελούσε αναπόφευκτο εύρημα του ότι δεν απέδειξε τη θέση του περί μη ύπαρξης εξουσιοδότησης του δικηγόρου του τον οποίο διόρισε.  Προσθέτουμε εδώ, υπενθυμίζοντας πως η δοθείσα εξουσιοδότηση και διορισμός δικηγόρου για χειρισμό υπόθεσης και εμφάνισης στο Δικαστήριο, καθιστά τον εν λόγω δικηγόρο αντιπρόσωπο του πελάτη, ο οποίος έχει την εξουσία, καθήκον και δικαίωμα, μεταξύ άλλων να περιορίζει τα επίδικα θέματα, να συμβιβάζει υποθέσεις, νοουμένου ότι ενεργεί κατά τρόπο δίκαιο και εύλογο, με καλή πίστη προς το συμφέρον του πελάτη και εύλογη δεξιότητα.  Εκτός εάν έχει αντίθετες οδηγίες (Bowested on Agency 15η έκδοση, σελ. 95, 113, 139)  Λέχθηκαν επί τούτου του θέματος στην Αχιλλέως ν. Δημοκρατίας (1999) 1 ΑΑΔ 176, 181:

 

«Πρέπει να λεχθεί ότι η φαινόμενη πληρεξιουσιότητα (ostensible  authority) δικηγόρου να δεσμεύει τον πελάτη του περιλαμβάνει και την εξουσία περιορισμού των επιδίκων θεμάτων.  Στην υπόθεση Ανδρέας Καλαμαράς ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 343, 349 ο δικαστής Πογιατζής, που εξέδωσε την απόφαση του Εφετείου, αναφέρει επί του θέματος:

"Στην παρούσα περίπτωση η υπό κρίση δήλωση και/ή συμβιβασμός υπό μορφή περιορισμού των επιδίκων θεμάτων που έκαμε ο δικηγόρος του εφεσείοντα στο πρωτόδικο Δικαστήριο, εμπίπτει απόλυτα μέσα στα πλαίσια της συνήθους πληρεξουσιότητας του δικηγόρου, για την οποία δε χρειαζόταν η ρητή εξουσιοδότηση του εφεσείοντα ο οποίος δεσμεύεται από αυτή έναντι των αντιδίκων του στην αγωγή.»

(Δέστε επίσης την υπόθεση H. Clark Ltd v. Wilkinson (1965) 1 All E.R. 934)

 

Συνακόλουθα ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης απορρίπτεται συμπαρασύροντας και τους λόγους έφεσης 2, 4, 5 και 6 οι οποίοι είναι άμεσα συνδεδεμένοι και επάλληλοι με αυτόν.

 

Πρόσθετα με τα ανωτέρω θα θέλαμε να τονίσουμε για τους λόγους έφεσης 4 και 5, όπως ορθά υποδεικνύει η συνήγορος της εφεσίβλητης πως αυτοί τυγχάνουν απορριπτέοι και για το λόγο ότι οι θέσεις που περιλαμβάνουν δεν προωθήθηκαν πρωτόδικα και δεν εξετάστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά εγείρονται για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου.  Συγκεκριμένα οι τέταρτος και πέμπτος λόγος προωθούν τη θέση πως ο δικηγόρος κ. Παπασιάντης ο οποίος εμφανίστηκε για τον Α. Ιντιάνο, τότε δικηγόρο του εφεσείοντα, κατά την έκδοση της εκ συμφώνου απόφασης δεν είχε την εξουσιοδότηση του.  Όπως ορθά επισημαίνεται από τη συνήγορο της εφεσίβλητης «η ξεκάθαρη δικογραφημένη θέση του εφεσείοντα ήταν μόνο ο ισχυρισμός ότι δεν έχει δώσει εξουσιοδότηση στο δικηγόρο του να προχωρήσει στην έκδοση της εκ συμφώνου απόφασης.  Τη θέση αυτή ήρθε και υποστήριξε με τη μαρτυρία του στο Δικαστήριο.  Δεν ήταν ποτέ η θέση του εφεσείοντα ότι ο κ. Παπασιάντης δεν είχε εξουσιοδότηση από τον ίδιο να ενεργεί εκ μέρους του ή ότι ο κος Παπασιάντης είχε διοριστεί ή επιλεγεί από τον Ιντιάνο, παρά την θέληση του εφεσείοντα, να ενεργεί εκ μέρους του ή να συμβιβάσει την υπόθεση.

 

Οι εν λόγω ισχυρισμοί, ουδέποτε τέθηκαν με μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Αντίθετα, εγείρονται και προωθούνται με τρόπο νομικά απαράδεκτο και ανεπίτρεπτο, αφού ξεκάθαρα ο εφεσείοντας επιχειρεί να εισαγάγει μέσω της αγόρευσης του.»

 

Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται.  Επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης έξοδα εκ ποσού €3.500 πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει.

 

                                                               Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

 

                                                               Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 

                                                               Δ. Σωκράτους, Δ.

 

/Κας


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο