ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤHN ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Ι.Ι., Πολιτική Αίτηση Αρ. 3/2023, 26/1/2023

ECLI:CY:AD:2023:D33

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ           i-justice

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 3/2023)

 

 

26 Iανουαρίου, 2023

 

 

[Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΊ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 12 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΑΡΘΡΟ 6 ΤΗΣ ΕΣΔΑ, ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2012/13/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 22ΑΣ ΜΑΙΟΥ 2012 ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 7 ΕΠΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΚΕΦ. 155

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤHN ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Ι.Ι., ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΠΡΟΣ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΤΗΝ 6/12/2022 ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΥΠ’ ΑΡ. 10571/21 ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΡΝΗΘΗΚΕ ΝΑ ΔΙΑΤΑΞΕΙ ΤΗ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΣΑ ΑΡΧΗ ΝΑ ΕΠΙΤΡΕΨΕΙ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΟ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΟ ΦΑΚΕΛΟ ΣΤΟΥΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥΣ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ

---------

 

Γ. Πολυχρόνης με Β. Ακάμα και κα Ε. Κωνσταντίνου, για τον αιτητή

Ο αιτητής είναι παρών.

………….

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

 

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.:  Με την κρινόμενη αίτηση επιδιώκεται η άδεια του Δικαστηρίου «για καταχώρηση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος φύσεως certiorari που να ακυρώνει ή/και να παραμερίζει την ενδιάμεση απόφαση που εξέδωσε το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας την 06/12/2022 στην ποινική υπόθεση υπ’ αριθμό 10571/21, με την οποία αρνήθηκε να διατάξει την κατηγορούσα αρχή να επιτρέψει στους δικηγόρους του Αιτητή πρόσβαση στον ανακριτικό φάκελλο….».

 

Σύμφωνα με τον Αιτητή με την απόφαση αυτή παραβιάζεται το δικαίωμα του όπως αυτό κατοχυρώνεται από το Άρθρο 12 του Συντάγματος, το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, την Οδηγία 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Μαϊου 2012, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών.

 

Τα γεγονότα προσφέρονται με την ένορκη δήλωση της δικηγόρου Κ. Ιωάννου ενόψει του γεγονότος ότι ο Αιτητής ως υπόδικος στις Κεντρικές Φυλακές όπου κρατείται είναι δύσκολο να προβεί ο ίδιος σε ένορκη δήλωση και ενόψει του γεγονότος πως γίνεται αναφορά σε νομικά θέματα τα οποία η ίδια γνωρίζει καλύτερα από τον Αιτητή.

 

Ο Αιτητής είναι κατηγορούμενος στην ποινική υπόθεση αρ. 10571/2021 ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας.  Αντιμετωπίζει κατηγορίες για διάπραξη αδικημάτων κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου και αδικήματα απόπειρας φόνου.  Η υπόθεση είχε οριστεί γι’ ακρόαση στις 7/12/2022.

 

Πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, ο Αιτητής καταχώρησε στις 15/9/2022 αίτηση με την οποίαν ζητούσε:

 

«Α.  Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται η κατηγορούσα αρχή όπως επιτρέψει στο Κατηγορούμενο ή/και στους δικηγόρους του όπως έχουν πρόσβαση στον ανακριτικό φάκελο ώστε αυτός να λάβει γνώση του μαρτυρικού υλικού που υπάρχει στις καταθέσεις και τα έγγραφα που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης αναφορικά με το υπό εκδίκαση ποινικό αδίκημα, προκειμένου να διασφαλιστεί ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας και η προετοιμασία της υπεράσπισης του κατηγορουμένου.

 

Β.  Διάταγμα που να διατάσσει την Κατηγορούσα Αρχή να παραδώσει στο Κατηγορούμενο αντίγραφο όλων των καταθέσεων και των εγγράφων που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης.»

 

Με την ένορκη δήλωση του η οποία συνόδευε το αίτημα προέβαλε δύο βασικούς ισχυρισμούς:  (α) ότι τελούσε υπό απαγωγή και παράνομη κράτηση από τις κατοχικές αρχές στα κατεχόμενα από 9/1/2019 – 12/3/2021.  Στις 12/3/2021 κατόπιν άγνωστων διευθετήσεων μεταξύ άγνωστων προσώπων, οι κατοχικές αρχές τον παρέδωσαν παράνομα στην κυπριακή αστυνομία, η οποία τον συνέλαβε για την παρούσα υπόθεση.  Στο μαρτυρικό υλικό που παραδόθηκε στους δικηγόρους του δεν φαίνεται αίτημα ή και έγγραφο προς το λεγόμενο «Δικοινοτικό Γραφείο» και/ή άλλη επικοινωνία ώστε να επιτευχθεί η παράνομη παράδοση του στην αστυνομία.

 

(β) Ότι από το μαρτυρικό υλικό το οποίο είχαν στην κατοχή τους οι δικηγόροι του, έλειπαν οι αποφάσεις των Δικαστηρίων οι οποίες αφορούσαν το βασικό μάρτυρα κατηγορίας Α. Χατζηαναστασίου, ήτοι η απόφαση επιβολής ποινής, τα αιτήματα προσωποκράτησης του καθώς και η αγόρευση για μετριασμό της ποινής που κατέθεσε ο δικηγόρος του.

 

Ο δεύτερος αυτός λόγος αποσύρθηκε στο στάδιο των προφορικών αγορεύσεων ενώπιον του Κακουργιοδικείου.

 

Αξίζει να σημειωθεί πως παρόμοιο αίτημα υπεβλήθη από τον Αιτητή και σε άλλη υπόθεση την 7357/21 που αντιμετώπιζε και εκδικάζεται ενώπιον του ιδίου Κακουργιοδικείου, το οποίο εκδικάστηκε και απορρίφθηκε με την ενδιάμεση απόφαση ημερ. 21/7/2022 η οποία δεν προσεβλήθη.

 

Ήταν η θέση του Αιτητή πως η επίδικη αίτηση, την οποίαν εκδίκαζε το Κακουργιοδικείο διαφοροποιείτο από την προηγούμενη, διότι αφορούσε σοβαρή υπόθεση και διότι δεν υπήρχε το θέμα του βασικού μάρτυρα κατηγορίας.

 

Το Κακουργιοδικείο αφού εκδίκασε την αίτηση, μετά και την καταχώρηση ένστασης εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, εξέδωσε την επίδικη απόφαση σχολιάζοντας πως:

 

«Το πρώτο δικό μας σχόλιο, θα πρέπει να αφορά τη θέση του αιτητή ότι η παρούσα περίπτωση διαφέρει από την 7357/21, όπου το Δικαστήριο μας απέρριψε αίτηση με πανομοιότυπο αιτητικό, για τους λόγους που φαίνονται στην ενδιάμεση απόφαση ημερ. 21/7/2022.  Με κάθε εκτίμηση, δεν συμφωνούμε με τα κατ’ ισχυρισμό διαφοροποιηθέντα στοιχεία.

 

Κατ’ αρχάς μετά την προφορική απόσυρση του αιτήματος για τα έγγραφα που σχετίζονται με τον κύριο μάρτυρα κατηγορίας, Ανδρέα Χατζηαναστασίου, αδρανοποιείται και εκμηδενίζεται το όποιο ενδεχόμενο να είναι αυτός ένας βάσιμος λόγος που να διαφοροποιεί την παρούσα Αίτηση.  Σε ότι αφορά την εν γένει σοβαρότητα της παρούσας υπόθεσης την οποία επικαλείται ο αιτητής, να υποδείξουμε ότι δεν υπάρχουν διαφοροποιήσεις, διαβαθμίσεις ή διακρίσεις κατηγοριών/αδικημάτων σε ότι αφορά την πρόσβαση στο μαρτυρικό υλικό της υπόθεσης.  Οι αρχές παραμένουν οι ίδιες, είτε η υπόθεση αφορά κατοχή εκρηκτικών υλών είτε αφορά απόπειρα φόνου και κατοχή με σκοπό την προμήθεια ναρκωτικών.  Σε κάθε υπόθεση, η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση δυνάμει του άρθρου 7 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, να διαθέτει στον κατηγορούμενο όλες τις καταθέσεις και έγγραφα που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεση (βλ. Kireev v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 273/2017, ημερ. 22.4.2019).»

 

Προέβη στη συνέχεια στην εξέταση της νομικής πτυχής του αιτήματος με αναφορά στο Άρθρο 7 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, το οποίο και κατέγραψε αφού το χαρακτήρισε ως την πεμπτουσία του ζητήματος.

 

Σχολίασε δε πως οι διατάξεις του Άρθρου 7 στη σημερινή του μορφή, όπως αυτό διαμορφώθηκε με τον τελευταίο τροποποιητικό Ν. 186(Ι)/2014, είναι εμποτισμένο με το πνεύμα και το γράμμα των προνοιών του Άρθρου 7 της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ, αφού με αυτό ήταν που σκοπούσε να εναρμονιστεί ο Ν. 186(Ι)/2014.  Κατέληξε δε το Κακουργιοδικείο με το εξής σκεπτικό, απορρίπτοντας την αίτηση:

 

«Σε ότι αφορά την προκειμένη υπόθεση, αν έγιναν οι κατ’ ισχυρισμό διαδικασίες και αν υπάρχουν τα αναφερθέντα και/ή οποιαδήποτε άλλα συναφή έγγραφα,  είναι δικαίωμα του αιτητή να επιχειρήσει να τα αξιοποιήσει όποιο τρόπο επιθυμεί, περιλαμβανομένης και της ένταξης τους σε κάποια μελλοντική υπερασπιστική γραμμή.  Τα εν λόγω έγγραφα όμως δεν εμπίπτουν σε καμία από τις κατηγορίες του Άρθρου 7.

 

Παρενθετικά να σημειώσουμε ότι ο ανακριτικός φάκελος προφανώς δεν είναι μόνο ο φάκελος που φέρνει μαζί του στο Δικαστήριο ο εκάστοτε δικηγόρος της Δημοκρατίας που χειρίζεται την υπόθεση.  Αν υπάρχουν ξεχωριστά τμήματα ή παραρτήματα του φακέλου, κιβώτια με έγγραφα που τον συναποτελούν και τον συμπληρώνουν, έγγραφα σε ηλεκτρονική μορφή ή ακόμα δεύτερος και τρίτος φάκελος, σίγουρα ο κατηγορούμενος δικαιούται πρόσβαση στο σύνολο.  Δεν θεωρούμε όμως ότι το δικαίωμα καλύπτει οποιαδήποτε τυχόν να βρίσκονται στην κατοχή οποιουδήποτε κυβερνητικού τμήματος ή φορέα.  Μια τέτοια θέση είναι και σε αντίθεση με το αίτημα για φυσική επιθεώρηση του φακέλου, το οποίο ούτως ή άλλως δεν μπορεί να πετύχει.»

 

Ένταλμα certiorari χωρεί, όπως υποδείχθηκε από την Ολομέλεια στην Τζεννάρο Περέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 692 "είτε όπου το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε εκτός της δικαιοδοσίας του ή την υπερέβη είτε όπου προκύπτει στην όψη του "πρακτικού" της απόφανσης του κατώτερου δικαστηρίου προφανές νομικό λάθος έστω και αν αυτό δεν άπτεται της δικαιοδοσίας".   Περιπτώσεις όπως η προκατάληψη ή το συμφέρον στη λήψη της απόφασης και γενικότερα η μη τήρηση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης όπως και η λήψη απόφασης με ψευδορκία, για τις οποίες επίσης χωρεί certiorari - βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στην Ανθίμου (1991) 1 ΑΑΔ 41 (στη σελ. 46) στην οποία γίνεται αναφορά στην πρωτόδικη Attorney General v. Christou (1962) CLR 129 (Ιωσηφίδη, Δ.) - θεωρούνταν στην Αγγλική νομολογία ως εκφάνσεις έλλειψης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας και έτσι εντάσσονται στα όρια που εξηγήθηκαν στην Τζεννάρο Περέλλα (Αρ. 2) (ανωτέρω).   Με το ένταλμα  certiorari  ελέγχεται η νομιμότητα της διαδικασίας στο κατώτερο δικαστήριο. Δεν προσφέρεται το ένταλμα για την αναθεώρηση της ορθότητας απόφασης.  Γι' αυτό, όπου το κατώτερο δικαστήριο άσκησε διακριτική εξουσία, αυτή δεν ελέγχεται με certiorari αν την άσκησε μέσα στα όρια που την προδιαγράφουν αλλιώς, αν υπερέβη τα όρια, προκύπτει παρανόηση ή πλάνη νόμου και τότε ελέγχεται εφόσον διακρίνεται στο πρακτικό: (βλ. τις Armah v. Government of Ghana & Another (1966) 3 All ER 177 και Anisminic Ltd v. The Foreign Compensation Commission and Another (1969) 1 All ER 208, Eπί τοις αφορώσι την Tricor Ltd, Πολ. Εφ. 117/20 ημερ. 7/4/2021).

 

Με την κρινόμενη αίτηση επιδιώκεται η ακύρωση της ενδιάμεσης αυτής απόφασης ως ληφθείσας κατά παράβαση συνταγματικών δικαιωμάτων του Αιτητή, κατά παράβαση και παρερμηνεία του σχετικού εφαρμοστέου Ευρωπαϊκού Δικαίου.  Ότι κατ’ έκδηλη πλάνη οδηγήθηκε στην απορριπτική απόφαση αποφασίζοντας ότι, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο μετά την τροποποίηση του άρθρου 7 του Κεφ. 155 και την εφαρμογή της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ της 22ας Μαϊου 2012 (στο εξής η Οδηγία), ίσχυαν τα αποφασισθέντα από την Ολομέλεια στην Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (αρ. 2) για ένταλμα της φύσης certiorari Αχ. Κορέλλης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1998) 1 ΑΑΔ 1718 και ότι επίσης με έκδηλη πλάνη αποφάσισε το Κακουργιοδικείο ότι δεν έχει εξουσία να διατάσσει την Κατηγορούσα Αρχή να προβαίνει σε αποκάλυψη ή να επιτρέπει την πρόσβαση δικηγόρων υπεράσπισης στα έγγραφα που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης.

 

Με τη γραπτή αγόρευση των συνηγόρων του Αιτητή και την ενώπιον του Δικαστηρίου προφορική αγόρευση του κ. Ακάμα έγινε εκτενής αναφορά στη νομική πτυχή των προνομιακών ενταλμάτων αλλά και την ανάλυση του επίμαχου Άρθρου 7 του Κεφ. 155, όπως αυτό τροποποιήθιηκε καθώς και τη σχετική Οδηγία.

 

Τόνισε ιδιαίτερα πως ο σεβασμός των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου αναλύθηκαν στην υπόθεση C-612/15 της 5ης Ιουνίου 2018 του ΔΕΕ, στην οποία υπογραμμίστηκε πως «ο σεβασμός των δικαιωμάτων υπεράσπισης και η δίκαιη διεξαγωγή της διαδικασίας, τα οποία υλοποιούνται με την οδηγία αυτή απαιτούν από τις διωκτικές αρχές ή τις δικαστικές αρχές να λαμβάνουν μέτρα ούτως ώστε να παρέχεται στο εν λόγω πρόσωπο ή το συνήγορο του νέα δυνατότητα να λαμβάνει γνώση του υλικού αυτού.

 

Προχώρησε περαιτέρω ο συνήγορος με αναφορά σε νομολογία για την ερμηνεία νομοθετήματος για να υποδείξει πως το Κακουργιοδικείο ερμήνευσε λανθασμένα τη νομοθετική διάταξη και τη νομολογία.  Εισηγήθηκε πως «η αρχή της ισότητας των όπλων, η αρχή της κατ’ αντιμωλία και κατ’ αντιδικία διεξαγωγής της δίκης και η αρχή της δίκαιης ποινικής δίκης κατά το Άρθρο 6 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ, καθώς και τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, ως κατοχυρώνονται από τα Άρθρα 12.5 και 30.3 του Συντάγματος και τα οποία αποτελούν τα εχέγγυα για διεξαγωγή δίκαιης δίκης προς διαπίστωση ενοχής του κατηγορούμενου θεσμοθετούσαν υποχρέωση στο Πρωτόδικο Δικαστήριο, να διατάξει ως τα αιτητικά του έτσι ώστε να δοθεί στο κατηγορούμενο μια δίκαιη ευκαιρία, να υπερασπιστεί τον εαυτόν του και να παρουσιάσει την υπεράσπιση του.»

 

Αναγνώρισε περαιτέρω πως «σε σειρά υποθέσεων που αφορούσαν το Ηνωμένο Βασίλειο, το ΕΔΑΔ τόνισε ότι παρόλη την υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής να αποκαλύψει στον κατηγορούμενο όλο το σχετικό αποδεικτικό υλικό, δεν ήταν απόλυτου χαρακτήρα.  (βλ. σχετικά υποθέσεις Rowe and Davis v. The United Kingdom, No. 28901/95, 16/2/2000, Fitt v. the United Kingdom, No. 29777/96, 16/2/2000, Edwards and Lewis v. The United Kingdom, Nos. 39647/98, 40461/98, 27/10/2004, Edwards v. The United Kingdom, No. 13071/87, 16/12/1992.»  Ωστόσο παρέθεσε και άλλη νομολογία στην οποία, στη βάση συγκεκριμένων γεγονότων διατάχθηκε η αποκάλυψη μαρτυρικού υλικού.

 

Είναι προφανές από τα ανωτέρω, πως εκείνο που επιδιώκεται είναι ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης του Κακουργιοδικείου, το οποίο εξέτασε την ενδιάμεση αίτηση στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας, ασκώντας την εκ του Νόμου δικαιοδοσία του και ερμηνεύοντας το σχετικό Άρθρο 7 του Κεφ. 155, την Οδηγία και τη Νομολογία, στα πλαίσια των γεγονότων της συγκεκριμένης υπόθεσης.  Παρατηρείται δε πως δεν διαπιστώνεται λάθος του Δικαστηρίου εμφανές στα πρακτικά ή έλλειψη δικαιοδοσίας, το οποίο να εκληφθεί ότι δημιουργεί εκ πρώτης όψεως θέμα για συζήτηση το οποίο να ενεργοποιεί την εξουσία του Δικαστηρίου για παραχώρηση άδειας για την καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως για έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.  Ο κ. Ακάμας, κατά την προφορική ενώπιον του Δικαστηρίου αγόρευση, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, υπέδειξε πως η ερμηνεία την οποίαν έδωσε το Κακουργιοδικείο στο δικαστικό λόγο της απόφασης Κορέλλη (ανωτέρω) είναι λανθασμένη και το λάθος αυτό δημιουργεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση.  Δεν έχει κατά την εισήγηση του, το Κακουργιοδικείο διακριτική ευχέρεια να ερμηνεύσει λανθασμένα το Νόμο.

 

Με όλη την εκτίμηση προς το συνήγορο, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη την Κορέλλη, (ανωτέρω) σε συνάρτηση με το Νόμο και την Οδηγία και τα συγκεκριμένα στοιχεία της υπόθεσης, τα οποία περιέβαλλαν την υπό κρίση αίτηση.  Δεν είχε ως έρεισμα η επίδικη απόφαση μόνο την Κορέλλη, ανωτέρω, ώστε να μπορεί να εκληφθεί ως παράνομη ή έκδηλα λανθασμένη για να δοθεί η αιτούμενη άδεια.

 

Αποτέλεσε ήτοι, τη θέση του συνηγόρου του Αιτητή πως κατ’ έκδηλη πλάνη το Κακουργιοδικείο αποφάσισε, στηριζόμενο στην ανωτέρω απόφαση, πως η εξουσία του Δικαστηρίου να επιτρέπει την πρόσβαση των δικηγόρων υπεράσπισης σε έγγραφα που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης είναι «δηλωτική» και «αναγνωριστική» του δικαιώματος για αποκάλυψη.  Κατ’ έκδηλη δε πλάνη αποφάσισε πως ο δικαστικός λόγος της ανωτέρω απόφασης δεν έχει ανατραπεί και παραμένει ισχυρός.  Εάν, τόνισε, ο κ. Ακάμας, ακολουθηθεί η ανωτέρω απόφαση τότε καταργείται πλήρως η Οδηγία.

 

Επισημαίνεται πως, η τροποποίηση του Άρθρου 7 του Κεφ. 155, με την οποία εισήχθησαν διατάξεις της Οδηγίας επήλθε πολύ μεταγενέστερα της έκδοσης της ανωτέρω απόφασης και θα πρέπει να διαβάζεται σε συνάρτηση με τους σκοπούς της τροποποίησης που ήταν η εναρμόνηση της με την Οδηγία αφού αυτό επιδίωκε.

 

Είναι σαφές από το κείμενο της απόφασης πως το Κακουργιοδικείο δεν έμεινε προσηλωμένο στην ανωτέρω απόφαση.  Την μνημόνευσε, κατέγραψε τα λεχθέντα σε αυτή επισημαίνοντας περαιτέρω πως στο πλαίσιο του κειμένου της απόφασης επιβεβαιώθηκε το νομοθετικό δικαίωμα του κατηγορουμένου για πρόσβαση στο μαρτυρικό υλικό, συναρτώντας το μάλιστα με το ευρύτερο δικαίωμα του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη.  Στη συνέχεια ανέφερε ότι ο «δικαστικός λόγος» της πιο πάνω απόφασης δεν έχει ανατραπεί και προχώρησε να συμπληρώσει πως αναγνωρίζεται όμως ότι η εξελικτική και εκσυγχρονιστική πορεία του Άρθρου 7 ίσως να επιτρέπει πλέον στα Δικαστήρια να είναι πιο ευέλικτα και διεισδυτικά, παρέχοντας θεραπεία και διαρκούσης της δίκης.

 

Πέραν και ανεξάρτητα του ότι η άσκηση της διακριτικής εξουσίας δεν ελέγχεται με προνομιακό ένταλμα, ο Αιτητής είχε τη δυνατότητα εάν ήθελε να προσβάλει εντός της νόμιμης προθεσμίας με έφεση την ορθότητα της απόφασης αυτής.  Δεν το έπραξε.  Εισηγήθηκε ο συνήγορος του ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες συνηγορούν παρά την ύπαρξη του ένδικου μέσου της έφεσης, στην χορήγηση του αιτούμενου διατάγματος.  Ως τέτοιες καθόρισε τη σοβαρότητα των αδικημάτων που αντιμετωπίζει ο Αιτητής και τη χρονοβόρα διαδικασία που θα ακολουθήσει μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης και καταχώρηση έφεσης.

 

Οι αναφερόμενες ως άνω καταστάσεις είναι αναμφισβήτητα σοβαρές, δεν εμπίπτουν όμως στις εξαιρετικές περιπτώσεις όπου η άσκηση έφεσης αντικαθίσταται από το ένταλμα certiorari.

 

Ευθυγραμμισμένη νομολογία επιβεβαιώνει ότι, όπου υπάρχει διαθέσιμο άλλο ένδικο μέσο, δεν είναι επιτρεπτή η παραχώρηση προνομιακού εντάλματος, εκτός εάν προηγηθεί διαπίστωση ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις. Έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί ότι η έκδοση προνομιακών ενταλμάτων δεν λειτουργεί ως υποκατάστατο της έφεσης ή άλλων ένδικων μέσων, ούτε είναι λόγος χρησιμοποίησης της εφεδρείας της δικαιοδοσίας αυτής του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο τυχόν σημαντικός χρόνος που απαιτείται για διεκπεραίωση εναλλακτικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένης της έφεσης. (Χρίστου (2011) 1 ΑΑΔ 2085, Τricor Ltd, Υπό Εκκαθάριση, Πολ. Εφ. 117/2020, ημερ. 7/4/2021), ECLI:CY:AD:2021:A131).

 

Έχει επίσης νομολογιακά διευκρινισθεί ότι η αρχή συνδρομής των εξαιρετικών περιστάσεων ισχύει γενικά, ανεξάρτητα δηλαδή εάν ο λόγος που επιδιώκεται η ακύρωση ενός διατάγματος σχετίζεται με έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας (Κτηματικές Επιχειρήσεις Ανδρέα Ευριπίδη Διογένους Λτδ (2005) 1 ΑΑΔ 1342). Στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α. (2012) 1 ΑΑΔ 878,  γίνεται εκτενής ανασκόπηση της σχετικής νομολογίας, σε αναφορά με τα όσα λέχθηκαν στις υποθέσεις Hellenger Trading Ltd (2000) 1 ΑΑΔ 1965 και Base Metal Trading Ltd. v. Fastact Developments Ltd κ.α. (2004) 1 ΑΑΔ 1535Ο,τι έχει σημασία εν προκειμένω είναι η εδραιωμένη πλέον θέση της νομολογίας πως η αρχή για αναζήτηση εξαιρετικών περιστάσεων όπου εντοπίζεται η ύπαρξη άλλου ένδικου μέσου δεν μεταβάλλεται ούτε στις περιπτώσεις όπου προβάλλεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας.΄

 

Στην προκειμένη περίπτωση, με οδηγό τα ανωτέρω έστω και εάν εντοπιζόταν έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας η οποία δεν εντοπίζεται – με δεδομένη την ύπαρξη άλλου ένδικου μέσου, και στην απουσία εξαιρετικών περιστάσεων, δεν δικαιολογείται η κατ’ εξαίρεση παροχή της θεραπείας του προνομιακού εντάλματος.

 

 

 

 Συνεπώς η Αίτηση απορρίπτεται.

 

                                                               Δ. Σωκράτους, Δ.

/Κας

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο