SPEED LINE AUTOSERVICES LTD v. ΥΔΡΟΓΕΙΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ (ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ), Πολιτική Έφεση αρ. 324/2014, 7/3/2023

ECLI:CY:AD:2023:A102

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                      (Πολιτική Έφεση αρ. 324/2014)

                                               

7 Μαρτίου, 2023

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

SPEED LINE AUTOSERVICES LTD

Εφεσείoυσα

 

ν.

 

ΥΔΡΟΓΕΙΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ (ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ

Εφεσίβλητης.

 

…………

Κ. Μάμαντος για Μιχάλης Βορκάς & Συνεργάτες ΔΕΠΕ,  για την εφεσείουσα

 

Κ. Σέργης για Κενδέας Α. Σέργη ΔΕΠΕ, για την εφεσίβλητη

…………………..

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σωκράτους, Δ.

 

……………….

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ:   Με αγωγή που είχε καταχωρήσει η εφεσείουσα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, αξίωνε από την εφεσίβλητη το ποσό των €61.874,36 ως υπόλοιπο τιμολογίων ή κατάσταση λογαριασμού.  Η εφεσείουσα, ούσα εταιρεία παροχής οδικής βοήθειας, προσέφερε τις υπηρεσίες της προς την εφεσίβλητη η οποία είναι ασφαλιστική εταιρεία και μεταξύ άλλων ασφαλιστικών υπηρεσιών προσφέρει κάλυψη στον κλάδο μηχανοκινήτων οχημάτων.

 

Μεταξύ των διαδίκων είχε συνομολογηθεί σύμβαση ημερ. 1/12/2008 διάρκειας ενός έτους, με δικαίωμα αυτόματης ανανέωσης εκτός εάν τερματιζόταν τριάντα μέρες πριν τη λήξη της.   Η εφεσίβλητη με επιστολή της,  ημερ. 30/10/2009 παρέσχε προς την εφεσείουσα προειδοποίηση 30 ημερών για τερματισμό της σύμβασης.  Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης η εφεσείουσα συνέχισε να παρέχει και μετά τον τερματισμό της σύμβασης, υπηρεσίες του είδους που συμφωνήθηκαν και να εξυπηρετεί τους ασφαλισμένους της εφεσίβλητης για τους οποίους είχε πληρωθεί συνδρομή μέχρι το Δεκέμβριο του 2009.  Η εφεσίβλητη δεν τήρησε τις δικές της υποχρεώσεις και εξακολουθούσε να οφείλει το αξιούμενο ποσό, το οποίο ως αναλύθηκε στην έκθεση απαίτησης αφορούσε ποσό €26.730,36 ως υπόλοιπο φροντίδας ατυχήματος για τα έτη 2008, 2009 και ποσό €35.145,00 ως υπόλοιπο συνδρομής οδικής βοήθειας.

 

Η εφεσίβλητη αποδέχεται με το δικό της δικόγραφο τη συνομολόγηση της συμφωνίας πλην όμως ισχυρίζετο ότι με την αποστολή της επιστολής ημερ. 30/10/2009 η εφεσείουσα σταμάτησε να εξυπηρετεί τους πελάτες και ασφαλισμένους της κατά την 30/11/2009, ως διαλάμβανε η συμφωνία, 1ης/12/08 η οποία είχε λήξει.

 

Προέβαλε όμως τη θέση πως δυνάμει προφορικής συμφωνίας που συνήφθηκε το Δεκέμβριο του 2009 μεταξύ εφεσείουσας και εφεσίβλητης, η πρώτη εξυπηρετούσε τους πελάτες της δεύτερης μέχρι τις 10/12/2009 και την χρέωνε ανά περιστατικό. 

 

Προβαλλόταν περαιτέρω ισχυρισμός πως κατά την 16η 11/2009  οι διάδικοι υπέγραψαν μεταξύ τους συμφωνία με την οποία καθοριζόταν το εκκρεμές οφειλόμενο ποσό από τη συνεργασία τους μέχρι 31/10/2009, γεγονός που επιβεβαιώθηκε και με επιστολή της εφεσείουσας ημερ. 19/11/2009 και συνεπώς εμποδίζετο να αξιώνει οποιοδήποτε άλλο ποσό πριν την 31η/10/2009.

 

Δυνάμει της ίδιας συμφωνίας η εφεσείουσα αποδέχθηκε ότι οφείλει στην εφεσίβλητη ποσό €24,752,71 ως επιστροφή φόρου προστιθέμενης αξίας (στο εξής ΦΠΑ) τον οποίον επέβαλε και εισέπραξε ενώ οι υπηρεσίες του είδους που προσέφερε εξαιρούνταν και απαλλάσσονταν από τον ΦΠΑ.

 

Το εν λόγω ποσό η εφεσίβλητη αξίωσε ανταπαιτητικώς καθώς επίσης και έτερο ποσό ύψους €40.432,42 ως ποσά που είχε καταβάλει για συνδρομές στην εφεσείουσα για την περίοδο 1/1/10 – 30/11/10 χωρίς να λάβουν αντάλλαγμα, αφού η εφεσείουσα δεν προσέφερε ανάλογες υπηρεσίες.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού άκουσε της μαρτυρία που προσήχθηκε εκ μέρους των διαδίκων μερών (μία για την εφεσείουσα και τρεις για την εφεσίβλητη) αποφάσισε ότι η εφεσείουσα απέδειξε μέρος της αξίωσης της ύψους €28.397 και η εφεσίβλητη απέδειξε μόνο το ποσό των €24.751,71 που αφορούσε τον πληρωθέντα ΦΠΑ.  Αφού έκρινε ότι το ποσό αυτό πρέπει να συνεκτιμηθεί με το οφειλόμενο στην εφεσείουσα, εξέδωσε προς όφελος της απόφαση για το ποσό των €3.746,21 με νόμιμο τόκο από 11/5/2010 και επεδίκασε προς αυτήν τα αναλογούντα στο εξ αποφάσεως ποσό έξοδα.  Ο χειρισμός αυτός του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν έτυχε αμφισβήτησης από κανέναν των διαδίκων και επομένως δεν θα μας απασχολήσει.

 

Με έξι λόγους έφεσης προσβάλλεται από την εφεσείουσα η ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης.  Με τον πρώτο λόγο, ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δε δέχθηκε ότι δεν ήταν δικογραφημένη απαίτηση για υπόλοιπα φροντίδας ατυχήματος και εσφαλμένα απέρριψε τη σχετική απαίτηση.  Με το δεύτερο λόγο πλήττεται η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα εισέπραττε ενώ δεν έπρεπε, ΦΠΑ και προέβη σε λανθασμένη ερμηνεία του τεκμ. 5.  Συναφής με τούτο το λόγο είναι ο έκτος ο οποίος χαρακτηρίζει λανθασμένη την αποδοχή της ανταπαίτησης της εφεσίβλητης και την πίστωση προς όφελος της, του ποσού που αφορούσε τον εν λόγω φόρο.  Με την αξιολόγηση της μάρτυρος της εφεσείουσας καταπιάνεται ο τρίτος λόγος έφεσης ενώ με τους τέταρτο και πέμπτο λόγους έφεσης, η εφεσείουσα διατείνεται πως έγινε λανθασμένη εκτίμηση και ερμηνεία συγκεκριμένων τεκμηρίων, η οποία οδήγησε συναφώς το δικαστήριο σε λανθασμένη κρίση.

 

Έχουμε συνεκτιμήσει όσα οι συνήγοροι των διαδίκων ανέφεραν και μελετήσει τα περιγράμματα αγορεύσεων τους με ιδιαίτερη μνεία να γίνεται κατωτέρω, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα διατείνεται πως λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση της για υπηρεσίες φροντίδας ατυχήματος, με το σκεπτικό πως δεν ήταν δικογραφημένη.

 

Αποτελεί την αιτιολογία του λόγου τούτου αλλά και την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε γύρω από αυτήν πως η επίδικη συμφωνία τεκμήριο 3 η οποία επέβαλλε την υποχρέωση παροχής φροντίδας ατυχήματος, καλύπτετο δικογραφικά με την παρ. 3 της έκθεσης απαίτησης.  Αναφορά δε σε ειδική αξίωση φροντίδας ατυχήματος γινόταν και στην παρ. 9 του ιδίου δικογράφου.  Δέχθηκε δε το πρωτόδικο δικαστήριο για το συγκεκριμένο θέμα μαρτυρία χωρίς ένσταση και έγινε αποδοχή τεκμηρίων τα οποία κατέθεσαν όχι μόνο η εφεσείουσα αλλά και η εφεσίβλητη με τα οποία παραδεχόταν την προσφορά των εν λόγω υπηρεσιών.  Η ίδια η εφεσίβλητη παρουσίασε μαρτυρία γι’ αυτού του είδους τις υπηρεσίες, προσδιορίζοντας την σε συγκεκριμένα ποσά ήτοι €7.374 και €14.667 για τα έτη 2008 και 2009 αντίστοιχα.

 

Συγκεκριμένα, με το τεκ. 9 το οποίο αποτελεί κατάσταση λογαριασμού την οποία η εφεσίβλητη ετοίμασε εμπεριέχεται ρητή αναφορά στο θέμα με τίτλο «Συνδρομές για φροντίδα ατυχήματος» για τα έτη 2008 και 2009 στα ανωτέρω ποσά και ποσό ύψους €387,00 για τους Τουρκοκυπρίους.  Είναι η θέση του συνηγόρου της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του τέτοια στοιχεία και γεγονότα που του επέτρεπαν να ξεφύγει από την αυστηρή τυπολατρική θεώρηση του ζητήματος με σκοπό την ορθή απονομή δικαιοσύνης. Ως εκ τούτου ηδύνατο να επιδικάσει στην εφεσείουσα τα ως άνω ποσά συνολικού ύψους €22.418,66 (ως το τεκμ. 9 της εφεσίβλητης).

 

Η εφεσίβλητη αντίθετα, συμπλέοντας με την πρωτόδικη απόφαση, υποστηρίζει πως η επίδικη συμφωνία, τεκμ. 3 ημερ. 1/12/2008 καθώς και η παρ. 3 της έκθεσης απαίτησης αναφέρονται ρητά σε υπηρεσίες οδικής βοήθειας και σε καμιά περίπτωση δεν γίνεται αναφορά σε άλλη συμφωνία.

 

Στη μαρτυρία δε που δόθηκε από τη μοναδική μάρτυρα της εφεσείουσας έγινε παραδοχή ότι η υπηρεσία φροντίδας ατυχήματος που πρόσφερε στην εφεσίβλητη ήταν ξεχωριστή υπηρεσία και διεπόταν από άλλη συμφωνία, άλλους όρους και άλλη τιμολόγηση.

 

Η καταγραφή στην παρ. 9 της έκθεσης απαίτησης της αξίωσης για φροντίδα ατυχήματος δεν αποτελεί επαρκή δικογράφηση, αφού δεν γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες δικογράφησης Δ.19, θ.18,19 και 22 η οποία προνοεί για τη δικογράφηση των βασικών όρων της συμφωνίας καθώς και το χρόνο και τόπο σύναψης της.

 

Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αφού παρέπεμψε σε σχετική νομολογία την διέπουσα την ανάγκη δικογράφησης ακολουθεί:

 

«Διαφάνηκε από την μαρτυρία τόσο της κας Σμυρνιού, (Μ.Ε.1), καθώς και από την μαρτυρία του κ. Αντωνάκη Αντωνίου, (Μ.Υ.3), ότι υπήρχε ξεχωριστή συμφωνία που αφορούσε την «υπηρεσία φροντίδας ατυχήματος». Η συγκεκριμένη συμφωνία δεν δικογραφήθηκε με την απαιτούμενη  λεπτομέρεια. Αντίθετα, προκύπτει μια σύγχυση στην καταχωρηθείσα Έκθεση Απαίτησης αφού γίνεται επίκληση της σύμβασης ημερομηνίας 1/12/08 τεκμήριο 3, προς υποστήριξη όλων των αξιώσεων της Ενάγουσας Εταιρείας που καταγράφονται στην παράγραφο 9 της Έκθεσης Απαίτησής της. Το κονδύλι που αφορά τις αξιώσεις που αναφέρονται στην φροντίδα ατυχήματος πρέπει να απορριφθεί.»

 

 

Για σκοπούς καλύτερης κατανόησης των όσων ακολουθούν επιβάλλεται να γίνει αναφορά στο περιεχόμενο της έκθεσης απαιτήσεως, ως το δικόγραφο που προσδιορίζει την αιτία αγωγής (δέστε Μepa Underwriting Management Limited κ.α. ν. Αγροτικής Ανώνυμης Ελληνικής Εταιρείας Γενικών Ασφαλίσεων (1997) 1 ΑΑΔ 772,780). 

 

Η επίμαχη παρ. 3 της έκθεσης απαίτησης αναφέρεται στη σύμβαση ημερ. 1/12/2008 (τεκμ. 3) με «την οποίαν, έναντι του ανταλλάγματος που καθορίζεται σε αυτή η ενάγουσα ανέλαβε να παρέχει στους ασφαλισμένους της εναγομένης υπηρεσίες οδικής βοήθειας».  Καμία αναφορά στην παράγραφο αυτή για υπηρεσίες φροντίδας ατυχήματος εγένετο.  Το όλο κείμενο της έκθεσης απαίτησης αναλώνεται και περιέχει τους όρους της σύμβασης τεκμ. 3, τη διάρκεια της, την τιμολόγηση των υπηρεσιών της, τη χρέωση της εφεσίβλητης και τον τρόπο πληρωμής της, καθώς και το γενόμενο τερματισμό της.  Ούτε η παρ. 9, την οποίαν ο συνήγορος της εφεσείουσας επικαλείται, καλύπτει την αναγκαία απαίτηση δικογράφησης, αφού σε αυτήν  χωρίς καμία σύνδεση ή ως φερόμενη απόρροια των προηγηθέντων απλώς καταγράφει την αξίωση των €26.730,36 ως υπόλοιπο φροντίδας ατυχήματος.

 

Η παράγραφος 9, πριν την καταγραφή των αξιούμενων ποσών, ομιλεί για παράβαση της σύμβασης 1/12/08, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η δημιουργία υπολοίπου των υπηρεσιών που επρόσφερε.

 

Οι προσφερόμενες όμως υπηρεσίες δυνάμει της Σύμβασης, τεκμ. 3 αφορούσαν οδική βοήθεια και ως τέτοιες - για αποφυγή αμφιβολίας – καθορίστηκαν στο προοίμιο της, οι ακόλουθες:  (α) πρωϊνού ξεκινήματος, (β)επιτόπιας επιδιόρθωσης, (γ) μεταφοράς αυτοκινήτου, (δ) υπηρεσίας ατυχημάτων, (ε) αλλαγής ελαστικών και (στ) ξεκλειδώματος αυτοκινήτων (που στη συνέχεια όλες οι υπηρεσίες αυτές θα αναφέρονται ως υπηρεσίες οδικής βοήθειας.

(ο τονισμός περιέχετο στη σύμβαση τεκμ. 3)

 

Διαπιστώνουμε δε, πως η Μ.Ε.1 κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης της δέκτηκε μετά από την ερώτηση αν «όσον αφορά την φροντίδα ατυχήματος υπήρχε άλλη συμφωνία» απάντησε θετικά εξηγώντας πως «ήταν ανά περιστατικό.  Και υπάρχουν και προηγούμενα που μου τα είχατε πληρώσει και τα οποία αποδέχομαι.»  Την ίδια θέση εξέφρασε και ο ΜΥ3 ο οποίος μίλησε επίσης για άλλη συμφωνία με ξεχωριστούς όρους και τιμολόγηση.  Χωρίς, όπως διαπιστώσαμε από τα πρακτικά, να αμφισβητηθεί επί τούτου κατά το στάδιο της αντεξέτασης του.

 

Αποτελεί γνωστή, θεμελιακή νομολογιακή αρχή, με σημείο αναφοράς μεταξύ άλλων την Παπαγεωργίου ν. Λ Κλάππα Investments Services Ltd (1991) 1 ΑΑΔ 24), πως οι κανόνες του δικονομικού μας δικαίου περιορίζουν τα επίδικα θέματα σε εκείνα τα οποία προσδιορίζονται από τη δικογραφία.  Ο επακριβής προσδιορισμός τους συναρτάται άμεσα με το αντιπαραθετικό σύστημα της δίκης που ισχύει στο δικαιϊκό μας σύστημα και συνιστά απόρροια της φυσικής δικαιοσύνης που επιβάλλει τη διασφάλιση του δικαιώματος διαδίκου για ουσιαστική ευκαιρία απάντησης στις θέσεις και ισχυρισμούς του αντιδίκου του (Λ. Δημητρίου ν. Μ. Φωτιάδου, Πολ. Εφ. 188/14 ημερ. 19/1/22).

 

Η συμμόρφωση με τη Δ.19 της Πολιτικής Δικονομίας για δικογράφηση των ουσιωδών γεγονότων και αναφορικά για σύμβαση για τους όρους αυτής και τον χρόνο και τόπο σύναψης της, είναι αναγκαία για λόγους σαφούς αντίληψης των πραγμάτων και προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων.  Κάθε «Δικαστήριο, οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας δεν είναι δυνατό να ενεργεί εκτός των δικογράφων των διαδίκων μερών, το περιεχόμενο των οποίων αντανακλά τις αντίστοιχες θέσεις τους ειδικά το περιεχόμενο της έκθεσης απαιτήσεως, αυτού συναποτελούμενου από τα ουσιώδη γεγονότα, πρέπει να αποκαλύπτει κατά, ευλόγως ικανοποιητικό βαθμό την απαίτηση του ενάγοντος κατά του εναγομένου» (Χριστόδουλου Ιωάννου ως Διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Γιάννη Ιωάννου κ.α. ν. Παντελή Σιημητρά κ.α. Πολ. Έφεση αρ. 236/14 ημερ. 14/2/23).

 

Στην προκείμενη περίπτωση δεν αποκαλύπτεται ούτε δικογραφείται οποιαδήποτε σύμβαση για υπηρεσίες του είδους φροντίδας ατυχήματος.  Η δοθείσα μαρτυρία δεν επεκτάθηκε σε αυτήν – όπως εισηγείται ο συνήγορος της εφεσείουσας – αντίθετα έγινε επίκληση άλλης ξεχωριστής συμφωνίας γι’ αυτήν την υπηρεσία.  Τα τεκμ. 5 και 9 στα οποία γίνεται αναφορά για συνδρομές της υπηρεσίας αυτής, έγιναν στα πλαίσια ρύθμισης των μεταξύ τους διαφορών πλην όμως δεν μπορεί να δημιουργήσουν αιτία αγωγής η οποία δεν δικογραφήθηκε και ως θέμα το οποίο δεν είχε δικογραφηθεί, δεν μπορεί να εξεταστεί ούτε κατ’ έφεση (C. Ioannides v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ., Π.Ε. 1/2010 ημερ. 8/7/2014, ECLI:CY:AD:2014:A484, Α.Ζ. Γεωργίου κα ν. Δρ. Χρίστου Κληρίδη ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος Θωμά Φρειδερίκου, Π.Ε. 452/11 ημερ. 16/11/2021), ECLI:CY:AD:2021:A517.

 

Συνεπώς ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τους δεύτερο και έκτο λόγους έφεσης πλήττεται το εύρημα του Δικαστηρίου για την υποχρέωση επιστροφής του ΦΠΑ το οποίο η εφεσείουσα εισέπραξε από την εφεσίβλητη και την πίστωση προς όφελος της του ποσού των €24,751,71.-

 

Τόσο από τη δοθείσα μαρτυρία όσο και το τεκμ. 5 έγινε παραδεκτή η υποχρέωση επιστροφής του ανωτέρω ποσού, το οποίο η εφεσείουσα επέβαλλε και εισέπραττε ενώ οι σχετικές προσφερόμενες υπηρεσίες οδικής βοήθειας εξαιρούνταν της υποχρέωσης πληρωμής του συγκεκριμένου φόρου.

 

Η προταθείσα επιχειρηματολογία για την ύπαρξη εγκυκλίου του ΦΠΑ, δυνάμει των οποίων ορθά η εφεσείουσα τότε εισέπραττε ΦΠΑ, ουδόλως διαφοροποιεί το γεγονός, αυτό καθ’ αυτό, της πληρωμής από την εφεσίβλητη του εν λόγω ποσού ΦΠΑ ενώ δεν υπήρχε τέτοια υποχρέωση.  Το τεκμ. 5 με τον τίτλο Σημείωση, το νόημα του οποίου είναι σαφές χωρίς να αφήνει καμιά αμφιβολία ούτε να επιδέχεται παρερμηνεία, δεν εξαρτιόταν – ως ο συνήγορος της εφεσείουσας προτάσσει - από καμιά προϋπόθεση και όρο.  Δεν εξαρτιόταν υπό την προϋπόθεση της επιστροφής του από το ΦΠΑ.  Δυνάμει των προνοιών του σχετικού περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Ν. 95(Ι)/2000, εγγεγραμμένο και υποκείμενο στο φόρο νομικό πρόσωπο ήταν ο παροχέας των υπηρεσιών, η εφεσείουσα και όχι η εφεσίβλητη, η οποία ως τρίτο προς τον ΦΠΑ πρόσωπο, δεν κατέβαλλε απευθείας και συνεπώς δεν είχε δυνατότητα ούτε δικαίωμα να επιστραφεί σ’ εκείνη ο εν λόγω φόρος.  Γι’ αυτό τα διαβήματα και διαδικασίες για επιστροφή του φόρου ώφειλε η εφεσείουσα να κινήσει, με το χρόνο είσπραξης του να εξαρτάται από τις δικές της ενέργειες.  Η εισήγηση του συνηγόρου της πως, ενδεικτικό της ύπαρξης προϋπόθεσης της πληρωμής του ΦΠΑ προς την εφεσίβλητη είναι και το γεγονός πως ο συνήγορος της εφεσίβλητης κ. Σέργη απέστειλε σχετικήν επιστολή προς το Γραφείο ΦΠΑ (Τεκμ. 15) αιτούμενος επιστροφή του εν λόγω φόρου δεν ευσταθεί.  Ο κ. Σέργη φέρεται να ετοίμασε μεν το Tεκμ. 15, το οποίο απευθύνεται προς το γραφείο ΦΠΑ,  ενεργώντας όμως το δεδομένο χρονικό διάστημα ως συνήγορος της εφεσείουσας και όχι της εφεσίβλητης.


    Διά του τεκμ. 5 αναγνώριζε ρητά  η εφεσείουσα πως «οφείλει» στην εφεσίβλητη «ποσό ευρώ 24751,71 (είκοσι τέσσερις χιλιάδες επτακόσια πενήντα ένα ευρώ και 71 σέντ) που αφορά επιστροφή Φόρου Προστιθέμενης Αξίας.»

 

Το σαφέστατο αυτό λεκτικό ορθά κρίνουμε πως δεν άφηνε άλλη ερμηνεία από εκείνη την οποίαν το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέδωσε εφαρμόζοντας τις νομολογιακές αρχές ερμηνείας συμβάσεων (Ανδρέας Κώστα Λάμπρου ν. Γεώργιου Μιχαήλ Παράσχου (1993) 1 ΑΑΔ 397, Avenida Tours Enterprises Ltd v. Μάριου Κωνσταντινίδη, Πολ. Εφ. Αρ. 90/14 ημερ. 20/7/2021, United Five Development Co. (Holdings) Ltd κ.α. ν. Stighting Altas Specials, Πολ. Εφ. 316/14, ημερ. 15/2/2023).

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα μέμφεται το εύρημα περί αναξιοπιστίας της ΜΕ1, το οποίο θεωρεί εσφαλμένο.  Προς αιτιολόγηση τούτου, παραπέμπει στο τεκμ. 5 και σημειώνει πως «η ερμηνεία που έδωσε η εν λόγω μάρτυρας σε σχέση με το νομικό αποτέλεσμα της σημείωσης (κατά πόσο δηλαδή ήταν εκκαθαριστικός ή όχι λογαριασμός) δεν μπορεί να βαρύνει υπέρ ή εναντίον της αξιοπιστίας της αφού το ζήτημα ήταν καθαρά νομικό».

 

Περαιτέρω, ως δεύτερη αιτιολογία της εσφαλμένης αξιολόγησης της ΜΕ1 επικαλείται την εσφαλμένη αποδοχή της μαρτυρίας του ΜΥ1 Κουμίδη, λειτουργού του ΦΠΑ ο οποίος δήλωσε ότι δεν εντόπισε «απαίτηση» της εφεσείουσας για επιστροφή του ΦΠΑ και ότι δεν υπήρχε πιστωτικό υπόλοιπο προς όφελος της εφεσείουσας.  Αναφορικά με την αιτιολογία αυτή, εξ’ αρχής λέμε ότι δεν εφεσιβλήθει το εύρημα της αξιοπιστίας του ΜΥ1 και συνεπώς δεν δικαιούται εμμέσως να πλήττει την αξιοπιστία μάρτυρα.

 

Η αξιοπιστία της εν λόγω μάρτυρας δεν κρίθηκε με γνώμονα και μόνο το χαρακτηρισμό που έδωσε στο τεκμ. 5, αλλά τις αντιφατικές θέσεις που ανέπτυξε αναφορικά με όσα το εν λόγω τεκμήριο διαλάμβανε και άλλα τεκμήρια τα οποία η ίδια απέστειλε, όπως   το τεκμ. 6 καθώς και τον τερματισμό της επίδικης συμφωνίας τεκμ. 3.  Αναφέρει μεταξύ άλλων το πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

«Ενώ παραδέχθηκε ότι η μεταξύ των μερών οικονομική διαφορά είχε επιλυθεί και είχαν καταλήξει σε συμφωνία, Τεκμήριο 5, στην συνέχεια αρνήθηκε ότι πράγματι είχαν καταλήξει και ισχυρίστηκε ότι το Τεκμήριο 3 συνιστά «Σημείωση». Όμως η θέση της αυτή έρχεται σε αντίθεση με την θέση που καταγράφεται στο Τεκμήριο 6, την επιστολή ημερομηνίας 19/11/09, την οποία η ίδια υπογράφει και στην οποία αναφέρεται αυτολεξεί «και αφού έχουμε συμφωνήσει για τα υπόλοιπα που εκκρεμούν». Ακολούθως προώθησε την θέση ότι δεν είχε προβεί σε γραπτή συμφωνία σε σχέση με τα υπόλοιπα για να καταλήξει ότι η γραπτή συμφωνία δεν την δέσμευε. Κατά την αντεξέταση όμως, προφανώς λησμονώντας τι είχε αναφέρει προηγουμένως, παραδέχθηκε ότι το Τεκμήριο 5 ήταν τελικός εκκαθαρισμένος λογαριασμός.”

 

Δεδομένου ότι δεν μας έχει υποδειχθεί οποιοσδήποτε βάσιμος λόγος για το λανθασμένο της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και με δεδομένη την αρχή ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στο έργο της αξιολόγησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου παρά μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα συμπεράσματα του, συγκρούεται με την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή τα ίδια τα ευρήματα του (A.A. Pilottos Ltd. v. Cyprus Petroleum Refinery Ltd Πολ. Εφ. 90/13 ημερ. 19/10/2021, ECLI:CY:AD:2021:A468, Λεβέντη κ.α. ν. Αlpha Bank Cyprus Ltd., Πολ. Εφ. 253/14, ημερ. 5/12/2022), ECLI:CY:AD:2022:A475 κρίνουμε ότι δεν παρέχεται οποιοδήποτε πεδίο παρέμβασης μας.

 

Ως εσφαλμένο, με τον τέταρτο λόγο έφεσης, χαρακτηρίζεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα τεκμήρια 13 και 16 δεν επεξηγήθηκαν και δεν ήταν κατανοητά στο Δικαστήριο.

 

Η αιτιολογία που προσφέρεται για υποστήριξη του λόγου έφεσης είναι πως: (α) η νομολογία στην οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερόταν σε καταστάσεις που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου από μάρτυρα που δεν είχε γνώση των γεγονότων, σε αντίθεση με την κρινόμενη περίπτωση, που κατέθεσε η ΜΕ1, διευθύντρια της εφεσείουσας και έχουσα γνώση των γεγονότων, (β) τα τεκμήρια ήταν με σαφήνεια διατυπωμένα και σε μεγάλο βαθμό παραδεκτά από την εφεσίβλητη.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όντως επικαλέστηκε νομολογία για την ανάγκη παρουσίασης καταστάσεων λογαριασμών οι οποίες να δύνανται να το βοηθήσουν να καταλήξει στο συμπέρασμα του για το ακριβές αξιούμενο ποσό και ιδίως την  A.L. Mantovani & Sons Ltd v. Christis Travel & Tourism Ltd. (1999) 1 AAΔ 156, όπου λέχθηκε πως οι καταστάσεις λογαριασμού ενός εμπορευόμενου δεν αποδεικνύουν κατά κανόναν από μόνες τους το αξιούμενο χρέος.

 

Υποδεικνύουμε βέβαια πως η ανωτέρω απόφαση αφορούσε εξ ακοής μαρτυρία με βάση το Άρθρο 5Α του Κεφ.9, το οποίο όμως καταργήθηκε και όπως λέχθηκε στην Κλεάνθους κ.α. ν. Λευκόνοικο Χρηματιστηριακή Λτδ (2012) 1 (Β) ΑΑΔ 1344, έχει ιδιαίτερη σημασία η μαρτυρία που προσκομίζεται γι’ απόδειξη του υπολοίπου λογαρισμού.

 

Έχοντας μελετήσει τα τεκμ. 13 και 16 σε σύγκριση με τη δοθείσα μαρτυρία και τα ευρήματα του Δικαστηρίου προκύπτει πως: Το τεκμ. 13 αναφέρεται – πλην των τελευταίων δύο σελίδων – σε υπηρεσίες φροντίδας ατυχήματος, οι οποίες ως μη δικογραφηθείσες δεν δύνανται να εξεταστούν και ορθά δεν λήφθηκαν υπόψη.  Οι τελευταίες δύο σελίδες περιγράφουν μεταφορές και εξυπηρετήσεις πελατών και καλύπτουν την περίοδο από 1/12/2009 – 9/12/2009, που παραδεκτά η εφεσείουσα πρόσφερε υπηρεσίες στην εφεσίβλητη.  Η τελευταία σελίδα, μπορούμε να κρίνουμε πως αποτελεί μια πολύ λεπτομερή παράθεση εξυπηρέτησης πελατών, δίδοντας στοιχεία απαραίτητα για επιβεβαίωση της υπηρεσίας, ανά στήλην, όπως ημερομηνία εξυπηρέτησης, αρ. εγγραφής οχήματος, τύπο οχήματος, αρ. συμβολαίου, ημερ. λήξης, όνομα πελάτη και είδος εξυπηρέτησης.  Με τη γενομένη αντεξέταση δεν αμφισβητήθηκε η πραγματοποιηθείσα προσφορά υπηρεσίας αλλά το γεγονός ότι αφορούσε οχήματα τα οποία εξυπηρετούνταν ανά περιστατικό και όχι σύμφωνα με την ετήσια συνδρομή, πλην όμως η ΜΕ1 δεν είχε κανένα στοιχείο ή τιμολόγιο να παρουσιάσει γι’ απόδειξη του ποσού της χρέωσης.  Διαπιστώνουμε ωστόσο πως τόσο αυτή η σελίδα όσο και η προηγούμενη δεν περιλαμβάνεται στην αξίωση της εφεσείουσας, η οποία δικογραφεί αξίωση για υπηρεσίες οδικής βοήθειας μέχρι Νοέμβριο 2009 και όχι και Δεκέμβριο.  Ορθά, συνεπώς το τεκμ. 13 απορρίφθηκε.

 

Το τεκμ. 16 αποτυπώνει την αξίωση της παρ. 9 της έκθεσης απαίτησης, η οποία για ότι εδώ εξετάζεται ως επίδικο θέμα είναι η συνδρομή οδικής βοήθειας η οποία ανέρχεται στο ποσό ως και η σχετική αξίωση της παρ. 9 των €35.145,00.  Δεν δίδονται ιδιαίτερες λεπτομέρειες, πλην όμως εκτός του ότι δεν υπήρξε αντεξέταση για τούτο το ποσό, η εφεσίβλητη με επιστολή της ημερ. 5/12/09 (τεκμ. 9) το οποίο εστάλη μετά τη σύναψη του εγγράφου, τεκμ. 5 αποδέχεται τη χρέωση του ανωτέρω ποσού.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξήγησε γιατί εξέδωσε απόφαση ως το τεκμ. 5 το οποίο διευθετούσε τα εκκρεμή ποσά μέχρι 31/10/2009 ενώ η συμβατική συνεργασία συνεχιζόταν μέχρι τη λήξη της,  30/11/2009.

 

Οι αιτιάσεις που προσπάθησε  ο Μ.Υ3 να προσφέρει γι΄αυτό το θέμα, δεχόμενος κατά το δοκούν τα τεκμ. 5 και 9 δεν έγιναν δεκτές  από το πρωτόδικο Δικαστήριο και κρίθηκε αναξιόπιστος.  Υπό το φως των ανωτέρω, ο λόγος έφεσης 4 γίνεται εν μέρει δεκτός και το προς όφελος της εφεσείουσας ποσό αυξάνεται από τις €28,397 στις €35,145,00.  Με την πίστωση του ποσού του ΦΠΑ ύψους €24.751,71 το ύψος του ποσού που δικαιούταν η εφεσείουσα διαφοροποιείται και αυξάνεται σε αυτό των €10.393,29.

 

Ο πέμπτος λόγος έφεσης πλήττει ως εσφαλμένη την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι το τεκμ. 5 συνιστούσε «νέα συμφωνία η οποία αντικατέστησε τη συμφωνία τεκμ. 3 και ότι εκ τούτου η απαίτηση της ενάγουσας θα πρέπει να απορριφθεί».  Δεν θα ασχοληθούμε με την εξέταση του λόγου τούτου, αφού δεν ήταν αυτός ο λόγος για την οποίαν μέρος της αξίωσης της εφεσείουσας απερρίφθη και κυρίως διότι έχει ήδη εξεταστεί το περιεχόμενο της στους ήδη αποφασισθέντες λόγους έφεσης.

 

 

Συνεπώς ενόψει της μερικής επιτυχίας του τέταρτου λόγου έφεσης η απόφαση διαφοροποιείται και εκδίδεται απόφαση υπέρ της εφεσείουσας για το ποσό των €10.393,29 πλέον νόμιμο τόκο από 11/5/2010 (ως και πρωτόδικα).  Επιδικάζονται έξοδα υπέρ εφεσείουσας και εναντίον εφεσίβλητης για το ποσό των €1.700 πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει.

 

                                                                         Γ. Ν. Γιασεμής, Δ.

 

                                                                         Δ. Σωκράτους, Δ.

 

                                                                         Ν.Γ. Σάντης, Δ.

 

/Κας

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο