ΣΤΕΛΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ κ.α. v. ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 376/2014, 16/3/2023

ECLI:CY:AD:2023:A90

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                          (Πολιτική Έφεση Αρ. 376/2014)

 

16 Μαρτίου, 2023

 

 

[ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]

 

 

1.     ΣΤΕΛΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ

2.     ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ

3.     ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

                          

Εφεσείοντες,

 

 ν.

 

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

 ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ

 

Εφεσίβλητων.

………..

 

Ο. Λάμπρου (κα), για Ανδρέα Μαθηκολώνη & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.

Ρ. Καραμανή (κα), για Χριστόφορο Ιωάννου ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.

………….

 

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

από τον Σάντη, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

        ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας («το Πρωτόδικο Δικαστήριο»), με αιτιολογημένη απόφαση ημερομηνίας 30.9.14 («η Πρωτόδικη Απόφαση»), επιδίκασε (ως η αξίωση) - στο πλαίσιο της Αγωγής 3722/11 («η Αγωγή») - υπέρ των Εφεσίβλητων/Εναγόντων («οι Εφεσίβλητοι») και κατά των Εφεσειόντων/Εναγόμενων («οι Εφεσείοντες») «… αλληλέγγυα και κεχωρισμένα … ποσό … €24.945,25 πλέον τόκους προς 9% ετησίως από 1/07/2011 μέχρι εξοφλήσεως …», συν έξοδα (η περικοπή είναι αυτούσια όπως και όσες έπονται).

        Διά της έφεσης - με αυτούς να δηλώνουν στο περίγραμμα αγόρευσης πως δεν προωθούν τον λόγο έφεσης 2 - οι Εφεσείοντες αντιτίθενται στην Πρωτόδικη Απόφαση διά πέντε λόγων έφεσης (στους οποίους θα αναφερθούμε πιο κάτω).

        Πρώτα, δυο λόγια για τα γεγονότα.

        Η Αγωγή αφορούσε στο φερόμενα (κατά την καταχώριση) οφειλόμενο ποσό των €24.945,25, δυνάμει «… δανείου ή και δανείου σε τρεχούμενο λογαριασμό ή και δυνάμει πιστωτικών διευκολύνσεων ή και δυνάμει συμφωνίας ή και ως υπόλοιπο λογαριασμού ή και δυνάμει γραπτής εγγυήσεως πλέον τόκο προς 9% επί του πιο πάνω ποσού από 1/07/2011 μέχρι εξοφλήσεως με κεφαλαιοποίηση του τόκου την 30ην Ιουνίου και 31ην Δεκεμβρίου εκάστου έτους …».

        Εκ πλευράς Εφεσίβλητων κατέθεσε μία μάρτυς, υπάλληλος τους, ήτοι η ΜΕ1 («η ΜΕ1»).

        Οι Εφεσείοντες δεν προσκόμισαν «… οιαδήποτε μαρτυρία…».

        Για λόγους που εξήγησε - και με τους οποίους θα καταπιαστούμε κατωτέρω - το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε την ΜΕ1 ως αξιόπιστη.

        Απέληξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι βάσει της μαρτυρίας - μέρος της οποίας ήταν και το Πιστοποιητικό/Τεκμήριο 6 ημερομηνίας 12.9.14 σύμφωνα με το Άρθρο 35(3) του Περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ.9 Κεφ.9»] («το Πιστοποιητικό») - οι Εφεσίβλητοι απέδειξαν «… την απαίτησή τους στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων …», εκδίδοντας συνακολούθως την απόφαση του (κατά τα ανωτέρω).

        Οι Εφεσείοντες προτάσσουν πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο «… εσφαλμένα ή και αδικαιολόγητα ή και αντινομικά έκρινε ότι είχαν τεθεί ενώπιον του τέτοια δεδομένα ή και μαρτυρία …» ώστε να δικαιολογείτο η έκδοση της Πρωτόδικης Απόφασης, επειδή κακώς εξέλαβε πως οι Εφεσίβλητοι «… απέσεισαν το βάρος απόδειξης που τους βαραίνει για την έκδοση απόφασης ως η έκθεση απαιτήσεώς τους …» (λόγος έφεσης 1), καταλήγοντας εκ των πραγμάτων λαθεμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο στο ότι «… είχε αποδειχθεί το αξιούμενο ποσό εναντίον των Εναγομένων-Εφεσειόντων 2 & 3 …» (λόγος έφεσης 3), αντιστρέφοντας κατά βάσιν «… το βάρος απόδειξης όσο αφορά την απόδειξη του ύψους της αξιούμενης οφειλής …» (λόγος έφεσης 4), αποφαινόμενο μάλιστα, πάλι σφαλερώς, πως «… η αμφισβήτηση του ύψους του οφειλόμενου ποσού δεν αποτελούσε δικογραφημένο ισχυρισμό και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να εξεταστεί …» (λόγος έφεσης 5), με παρεπόμενο το Πρωτόδικο Δικαστήριο «… εσφαλμένα ή και αντινομικά ή και κατά παράβαση των αρχών της απόδειξης …» να εκδώσει την Πρωτόδικη Απόφαση (λόγος έφεσης 6).

        Αποτιμήσαμε καθετί που μας τέθηκε, στην πλήρη τους μορφή.

        Το ίδιο, και τις επιμελείς αγορεύσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων.

        Ως εκ της ουσίας τους, θα επιληφθούμε σωρευτικώς των λόγων έφεσης. 

        Παραθέτουμε εν πρώτοις το Πιστοποιητικό (και όσα τούτο εμπεριέχει), μια και συγκροτεί κεντρικό άξονα επιχειρηματολογικής αναφοράς των Εφεσειόντων:

 

«ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ

 

(ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 35(3) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΣ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ.9)

Η υποφαινόμενη Χρύσα Πρωτογύρου από τη Λάρνακα, αρμόδιος υπάλληλος του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Αμμοχώστου - Λάρνακας Λτδ (από τώρα και στο εξής καλούμενη η «η Τράπεζα») δηλώνω και πιστοποιώ εκ μέρους της Τράπεζας ότι η επισυνημμένη κατάσταση λογαριασμού με αριθμό 4040251-8 που κατατίθεται στην υπ΄ αριθμό αγωγή 3722/2011 του E.Δ. Λάρνακας και παρουσιάζει το σημερινό υπόλοιπο του λογαριασμού του εναγόμενου 1 Στέλιου Γεωργιάδη αποτελεί απόσπασμα και μέρος του ηλεκτρονικού αρχείου της Τράπεζας και απόσπασμα και μέρος των τραπεζικών βιβλίων (Banker's Books) της πιο πάνω τράπεζας.

Περαιτέρω δηλώνω και βεβαιώ ότι είμαι αρμόδιος υπάλληλος της πιο πάνω Τράπεζας σε σχέση με το προαναφερόμενο ηλεκτρονικό αρχείο και στα πλαίσια των καθηκόντων μου έχω τη δυνατότητα άμεσης πρόσβασης και παρακολούθησης του σχετικού προαναφερόμενου ηλεκτρονικού αρχείου της Τράπεζας και όλων των πληροφοριών που αφορούν τους λογαριασμούς των πελατών της πιο πάνω Τράπεζας συμπεριλαμβανομένου και του πιο πάνω αναφερόμενου λογαριασμού.

Περαιτέρω δηλώνω ότι έχω άμεση πρόσβαση και είμαι δεόντως εξουσιοδοτημένη να έχω στην κατοχή μου και υπό φύλαξη μου το προαναφερόμενο αρχείο.

Το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Αμμοχώστου - Λάρνακας Λτδ είναι εταιρεία και διεξάγει τραπεζικές εργασίες.

Λάρνακα 12-9-14

 

Χρύσα Πρωτογύρου

Συνεργατικό Ταμιευτήριο Αμμοχώστου - Λάρνακας Λτδ».

 

        Είναι παράπονο των Εφεσειόντων πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο αστόχησε στην κρίση του εν σχέσει προς το Πιστοποιητικό, και δη ως προς το γεγονός ότι τούτο πληροί τις αφορώσες προϋποθέσεις του Άρθρου 35(3), Κεφ.9,[1] ξέχωρα και από το ότι, επί της ουσίας (κατά την αιτιολογία που επικουρεί τον λόγο έφεσης 1), η ΜΕ1 «… σε κανένα στάδιο της μαρτυρίας της … ανέφερε ότι είχε συγκρίνει το τεκμήριο 6 με την αρχική καταχώριση στο ηλεκτρονικό αρχείο της τράπεζας και ότι το εν λόγω τεκμήριο αντικατόπτριζε την αρχική καταχώριση …».

        Δεν συγκλίνουμε με τις θέσεις αυτές των Εφεσειόντων.

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο είπε και τούτα, για όσα λέγουν οι Εφεσείοντες ως εναντίωση στην ΜΕ1, και στη μαρτυρία των Εφεσίβλητων γενικότερα:

«………………………………………………………………………………….……

Στην προκειμένη περίπτωση να σημειωθεί ότι έχει κατατεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αναλυτική κατάσταση λογαριασμού. Να σημειωθεί επίσης ότι η μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε επί του σημείου αυτού χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι μεταβάλλει την υποχρέωση των εναγόντων να προσκομίσουν επαρκή μαρτυρία προς συμμόρφωση της επιταγής του νόμου. Πέραν των πιο πάνω όμως δεν είναι απαραίτητη η κατά λέξη διατύπωση στο πιστοποιητικό εκ μέρους της Μ.Ε., ότι έγινε η σύγκριση με την αρχική καταχώριση στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και διαπιστώθηκε ότι ήταν ορθά. Αυτό μπορεί να συναχθεί από τα αναγραφόμενα στο πιστοποιητικό. Θεωρώ ότι η διατύπωση, ως αυτή καταγράφεται στο τεκ.6, πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 22 του Κεφ.9. Συγκεκριμένα, η Μ.Ε. αναφέρει ότι η ίδια είναι αρμόδια υπάλληλος σε σχέση με το ηλεκτρονικό αρχείο της τράπεζας και έχει τη δυνατότητα άμεσης πρόσβασης και παρακολούθησης του επίδικου λογαριασμού. Αναφέρει επίσης ότι η επισυνημμένη κατάσταση λογαριασμού παρουσιάζει το σημερινό υπόλοιπο του λογαριασμού του εναγόμενου και αποτελεί απόσπασμα του ηλεκτρονικού αρχείου της τράπεζας και απόσπασμα και μέρος των τραπεζικών βιβλίων της τράπεζας. Κρίνω ότι τα πιο πάνω, έστω και αν δεν αναφέρουν τις λέξεις "σύγκριση" και "ορθά" πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 22, εφόσον η Μ.Ε. ανάφερε ότι η κατάσταση λογαριασμού αποτελεί μέρος του ηλεκτρονικού αρχείου της τράπεζας και παρουσιάζει το σημερινό υπόλοιπο του λογαριασμού στο οποίο η ίδια έχει πρόσβαση και είναι εξουσιοδοτημένη να έχει στην κατοχή και φύλαξη του.

………………………………………………………………………………………».

 

        Δεν παρέχεται περιθώριο εφετειακής επέμβασης.

        Τούτο γιατί - δοσμένης και της κατάθεσης του Πιστοποιητικού από την ΜΕ1 στην κυρίως εξέταση (διά της γραπτής δήλωσης/Τεκμήριο 1) - το βάρος απόδειξης ως προς το όποιο λανθασμένο των επίμαχων χρεοπιστώσεων βάραινε πλέον τους Εφεσείοντες (Χαραλάμπους και Άλλων ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Π.Ε. 405/12, ημ. 27.12.19, Φωτίου και Άλλου ν. Alpha Bank Cyprus Ltd, Π.Ε. 39/12, ημ. 3.5.18, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Οικονόμου (2014) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2287, ECLI:CY:AD:2014:A786, 2293-2295, Ιωαννίδης και Άλλων ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1491, ECLI:CY:AD:2014:A484, 1498-1499).

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, έγραψε και τούτα αξιολογώντας την ΜΕ1:

        «......................................................................................................................

Η εν λόγω μάρτυρας δημιούργησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Δεν περιέπεσε σε αντιφάσεις ικανές να κλονίσουν την αξιοπιστία της. Φυσικά, κάποιες θέσεις της ως προς την ερμηνεία των συμβάσεων δανείου και εγγύησης, τεκ.2 και 3 αντίστοιχα, σε σχέση με τα από την υπεράσπιση εγερθέντα θέματα δεν λαμβάνονται υπόψη. Στα εν λόγω θέματα θα αναφερθώ κατωτέρω. Η αντεξέταση της περιστράφηκε στο ύψος του ισχυριζόμενου οφειλόμενου υπολοίπου, τη στιγμή που το όριο του δοθέντος δανείου ήταν μέχρι €12.000. Ρωτήθηκε επίσης και σε σχέση με την ευθύνη των εγγυητών ενόψει του γεγονότος ότι η εγγύησή τους σύμφωνα με το τεκ.3 δεν θα υπερέβαινε τα €12,000. Ήταν η θέση της ότι ήταν για €12.000 πλέον τόκοι και επιβαρύνσεις και εφόσον ο πρωτοφειλέτης δεν πλήρωσε το οφειλόμενο υπόλοιπο οι εγγυητές είναι συνοφειλέτες και ευθύνονται για το υπόλοιπο.

………………………………………………………………………………………...

Θεωρώ ότι, ελλείψει ξεκάθαρων ερωτήσεων από την υπεράσπιση επί των καταχωρήσεων στον επίδικο λογαριασμό προς σαφή αμφισβήτηση των οιωνδήποτε χρεώσεων, δεν είναι δυνατό να καταρριφθεί η μαρτυρία της Μ.Ε.  Ούτε είναι δυνατό το Δικαστήριο να προβεί από μόνο του σε ανάλυση χρεωπιστώσεων για να καταλήξει αν υπάρχουν παράνομες χρεώσεις ή ότι το αναγραφόμενο υπόλοιπο είναι λανθασμένο ή και ότι δεν υπάρχει οιονδήποτε υπόλοιπο. Θα έπρεπε η πλευρά των εναγομένων να θέσει τη βάση για αμφισβήτηση του υπολοίπου του επίδικου λογαριασμού. Γενικές και αόριστες υποβολές προς αμφισβήτηση του υπολοίπου χωρίς οτιδήποτε άλλο και χωρίς αντεξέταση επί των εγγραφών και λεπτομερειών της κατάστασης λογαριασμού δεν είναι ικανές να οδηγήσουν το Δικαστήριο στην κατάληξη ότι οι ενάγοντες δεν κατάφεραν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης που έχουν. Αυτό ισχύει για το σύνολο των εναγομένων δεδομένου ότι αν και η εγγύηση των εναγομένων 2 και 3 με βάση το τεκ.3 είναι μέχρι του ποσού των €12.000, εντούτοις περιλαμβάνονται τόκοι και άλλες χρεώσεις και επιβαρύνσεις, θέματα για τα οποία δεν υπήρξε συγκεκριμένη αμφισβήτηση από πλευράς υπεράσπισης επί των όσων η Μ.Ε. ανέφερε σε συνδυασμό και με την αναλυτική κατάσταση λογαριασμού η οποία κατατέθηκε.

.....................................................................................................................».

 

        Δεν έχουμε κατιτί το ιδιαίτερο να προσθέσουμε στα πιο πάνω, πέραν ίσως, από το ότι, το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα ευρήματα του αξιολογώντας πρεπόντως τη μαρτυρία, με τις διάφορες αιτιάσεις που προβλήθηκαν σε εκφάνσεις της συνοδευτικής αιτιολογίας των λόγων έφεσης περί αναξιοπιστίας κατ’ ουσίαν τής μαρτυρίας που έδωσε η ΜΕ1 (αλλά και της εν γένει μαρτυρίας των Εφεσίβλητων), να απέχουν πολύ από το να μπορούν να ανατραπούν εφετειακώς, όχι μονάχα ένεκα τού συμπαγούς περιεχομένου τους, αλλά και εξαιτίας της αποτυχίας των Εφεσειόντων να δείξουν αρκούντως πως παρέχεται, εν προκειμένω πεδίο, για παρέμβαση στα αξιολογικά πρωτόδικα ευρήματα κατά την εμπεδωμένη επί τούτω νομολογία (Speed Line Autoservices Ltd v. Yδρόγειος Ασφαλιστική Εταιρεία (Κύπρου) Λτδ, Π.Ε. 324/14, ημ. 7.3.23, United Five Development Co (Holdings) Ltd και Άλλων ν. Stighting Altas Specials, Π.Ε. 316/14, ημ. 15.2.23).

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε εντός του πεδίου των εξουσιών του, με τα υπό συζήτησιν ευρήματα (περί αξιοπιστίας και άλλα), να προκύπτουν ως λελογισμένα και ορθολογικά. Υπενθυμίζουμε, ότι η νομολογία διαχρονικώς είναι που επαναλαμβάνει (μέχρι κορεσμού θα λέγαμε), από καταβολής σχεδόν της Κυπριακής Δημοκρατίας (βλ. Charalambous v Demetriou (1961) 1 CLR 14, 16-29), πως η αξιολόγηση της μαρτυρίας και οι επακόλουθες διαπιστώσεις επί των πραγματικών γεγονότων, συνθέτουν κατεξοχήν πρωτόδικο δικαστικό έργο και ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει κατά κανόνα στην αξιολογική αυτή διεργασία και ευρήματα λόγω και του ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έχει την ευκαιρία να παρατηρεί τους μάρτυρες και να εξετάζει τη μαρτυρία ως εκτυλίσσεται στη δίκη με όλα ασφαλώς τα συνακόλουθα ευεργετήματα (Περατικού ν. Ελληνική Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, Π.Ε. 287/13, ημ. 16.6.21).

Υποσημειώνουμε προσέτι πως, ως εξάγεται από το σύνολο της πρωτόδικης κρίσης, το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποτίμησε ορθώς πάντα όσα του τέθηκαν δίχως να αποδίδει οποιαδήποτε δυσμενή βαρύτητα στο ότι οι Εφεσείοντες επέλεξαν, ως είχαν εξάλλου κάθε δικαίωμα να πράξουν, να μην παρουσιάσουν οι ίδιοι οποιαδήποτε μαρτυρία προς υπεράσπιση τους. Αυτό, διότι, δεν υπάρχει άτεγκτη κοινοδικαιϊκή αρχή πως ελλείψει παρουσίασης μαρτυρίας στη δίκη από αντίδικο πρέπει απαρεγκλίτως να γίνεται αποδεκτή η μαρτυρία τού διαδίκου που προσφέρει τέτοια μαρτυρία. Απεναντίας, η νομολογία προβλέπει πως όλα ανάγονται στον τρόπο με τον οποίο αξιολογείται, κατά δικαστικό καθήκον ύψιστης σπουδαιότητας, η ολότητα της μαρτυρίας, ασχέτως αν ο αντίδικος εισφέρει ή δεν εισφέρει αντίθετη μαρτυρία, ή και καθόλου (Χρίστου ν. Γεωργίου, Π.Ε. 158/13, ημ. 26.10.22, Στέγη Ευγηρίας «Αρχάγγελος Μιχαήλ» Καϊμακλίου ν. Αργυρίδου, Π.Ε. 32/14, ημ. 29.9.21, Λαϊκή Ασφαλιστική Λίμιτεδ ν. Ματσούκα και Άλλου (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1377, ECLI:CY:AD:2014:A460, 1384-1385, Λουκαΐδης ν. Πρώτο Θέμα ΑΕ και Άλλων (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 313, 323, Demchenko και Άλλου vNassar (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1342, 1345, Παναγιώτου ν. Ιωάννου (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 917, 920).

        Περιπλέον, το Πρωτόδικο Δικαστήριο σωστά θεώρησε ότι η αμφισβήτηση τού ύψους των χρωστούμενων από τους Εφεσείοντες δεν ήταν δικογραφημένη, και έτσι δεν μπορούσε να εξεταστεί.

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε σχετικώς:

        «……………………………………………………………………………………….

Έχει προαναφερθεί ότι η υπεράσπιση ήγειρε θέμα μέχρι ποιου ποσού υπέχουν ευθύνη οι εναγόμενοι 2 και 3 ως εγγυητές. Ήταν η θέση τους ότι η εγγύησή τους δεν θα έπρεπε να ξεπερνά τις €12.000.

…………………………………………………………………………………….…..

Στην παρούσα περίπτωση κανένας ισχυρισμός έχει τεθεί από πλευράς εναγομένων 2 και 3 στην υπεράσπισή τους σε σχέση με το ζήτημα αυτό. Το μόνο που εγείρεται είναι σε σχέση με το αν είχε ή θα έπρεπε να έχει το ισχυριζόμενο ή οποιοδήποτε ποσό. Κρίνω ότι τέτοιος ισχυρισμός θα έπρεπε να αναφέρεται ρητά στην υπεράσπιση, έχοντας υπόψη και την έκθεση απαίτησης όπου το αξιούμενο ποσό είναι εναντίον και των τριών εναγομένων αλληλέγγυα, πράγμα το οποίο δεν έχει γίνει. Το ζήτημα αυτό όμως συνδέεται μέχρι ενός σημείου με το τελευταίο εγερθέν ζήτημα που είναι αυτό του υπολοίπου του λογαριασμού για το οποίο θα αναφερθώ πιο κάτω.

…………………………………………….....……………………………………..».

 

        Η πιο πάνω προσέγγιση, όχι μόνο δικαιολογείται με υπόψιν τη δικογραφία, αλλά, κατ’ επέκτασιν, και από τη νομολογία, η οποία, θυμίζουμε, έστω και αν η αρχή είναι πια κοινότοπη, καθορίζει πως η δικογραφία απαρτίζει κατ’ αρχήν το θεμέλιο της δίκης και αποκλειστικό μέσο για τον προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων (Demari Kronos Limited v. Gray και Άλλης, Π.Ε. 264/14, ημ. 22.2.23, Federal Bank of Lebanon (SAL) ν. Σιακόλα (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1422, 1451-1454).

        Εν κατακλείδι.

        Ουδείς των λόγων έφεσης ευσταθεί.

        Η Πρωτόδικη Απόφαση κρίνεται άμεμπτη από πάσης απόψεως.

       

        Η έφεση απορρίπτεται.

       

        Επιδικάζουμε υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον των Εφεσειόντων έξοδα ύψους €2.200,00, πλέον ΦΠΑ (αν υπάρχει).

 

 

                                                                   Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

                                                                   Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

                                                                   ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

 

 

 

/κβπ

 

 

 

 



[1] «[35] (3) Έγγραφο θεωρείται ότι αποτελεί μέρος του αρχείου επιχείρησης ή δημόσιας ή εκκλησιαστικής αρχής, εφόσον προσάγεται στο Δικαστήριο πιστοποιητικό υπογραμμένο από αρμόδιο λειτουργό της σχετικής επιχείρησης ή δημόσιας ή εκκλησιαστικής αρχής με το οποίο βεβαιούται το γεγονός αυτό.

Για το σκοπό αυτό-

(α) πιστοποιητικό, το οποίο φέρεται να είναι πιστοποιητικό υπογραμμένο από αρμόδιο λειτουργό επιχείρησης ή δημόσιας ή εκκλησιαστικής αρχής, τεκμαίρεται μαχητώς ότι έγινε και υπογράφτηκε δεόντως από τον εν λόγω λειτουργό· και

(β) πιστοποιητικό θεωρείται ότι έχει υπογραφεί από πρόσωπο και στην περίπτωση που αυτό φέρει σφραγίδα της υπογραφής του».

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο