ΑΝΔΡΕΑ ΑΡΓΥΡΟΥ κ.α. v. ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΡΑΣΥΚΑΣ-ΛΑΡΝΑΚΑΣ-ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 325/2014, 7/4/2023

ECLI:CY:AD:2023:A135

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                          (Πολιτική Έφεση Αρ. 325/2014)

 

 7 Απριλίου, 2023

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]

 

 

1.     ΑΝΔΡΕΑ ΑΡΓΥΡΟΥ

2.     ΕΛΕΝΗΣ ΝΙΚΟΛΑ ΑΡΓΥΡΟΥ

3.     ΣΤΕΛΙΟΥ ΑΡΓΥΡΟΥ

                                                                                                                                       Εφεσείοντες,

ν.

 

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

ΜΑΚΡΑΣΥΚΑΣ-ΛΑΡΝΑΚΑΣ-ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ ΛΤΔ

 

Εφεσίβλητων.

……………………

 

 

Α. Δημητρίου, για Ανδρέας Θ. Μαθηκολώνης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.

Ρ. Καραμανή (κα), για Χριστόφορος Ιωάννου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

από τον Σάντη, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

        ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας («το Πρωτόδικο Δικαστήριο»), με απόφαση ημερομηνίας 9.9.14 («η Πρωτόδικη Απόφαση») επιδίκασε - στο πλαίσιο της Αγωγής 3049/09 («η Αγωγή») - υπέρ των Εφεσίβλητων/Εναγόντων («οι Εφεσίβλητοι») και κατά των Εφεσειόντων/Εναγόμενων («οι Εφεσείοντες») «… αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως … ποσό €71.009,99, με τόκο επί του εν λόγω ποσού προς 8,5% ετησίως, από την 30/09/2009 κεφαλαιοποιουμένου την 30ην Ιουνίου και την 31ην Δεκεμβρίου κάθε έτους, μέχρι την πλήρη εξόφληση …», εκδίδοντας συν τω χρόνω και διάταγμα εναντίον της Εφεσείουσας 2 (Εναγόμενης 2), για «… πώληση σε δημόσιο πλειστηριασμό του ακινήτου «με αριθμό εγγραφής 17911 Φ/Σχ. 55/20, Τεμάχιο ιιι, το οποίο βρίσκεται στο χωριό Καλαβασός της Επαρχίας Λάρνακας, το όλο μερίδιο», δυνάμει της υποθήκης Υ734/09 του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λάρνακας, και το προϊόν της πώλησης να διατεθεί έναντι ή προς ικανοποίηση της ως άνω οφειλής και τυχόν πλεόνασμα να επιστραφεί στην εναγόμενη 2 …» (οι περικοπές, πλην μερικών διαρθρωτικών επεμβάσεων μας, είναι αυτούσιες όπως και όσες έπονται).

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας ως αξιόπιστο τον μόνο μάρτυρα που έδωσε μαρτυρία στη δίκη - ήτοι τού τραπεζικού υπαλλήλου Παύλου Παπακώστα («ο ΜΕ») - δέχθηκε τη μαρτυρία του, ως και την εκδοχή των Εφεσίβλητων, προβαίνοντας κατ’ ακολουθίαν «… με βάση τα γεγονότα που έχουν αποδειχθεί … και τα όσα γεγονότα προέκυψαν ως παραδεκτά ή μη αμφισβητούμενα …», στα εξής ευρήματα:

«……………………………………………………………………………………………….

• Η Ενάγουσα, Σ. Π. Ε. Αγροτικής Ανάπτυξης, έχει από την 21/01/2014 συγχωνευτεί με την Σ. Π. Ε. Μακράσυκας – Λάρνακας – Επαρχίας Αμμοχώστου Λτδ (Τεκμήριο 1), η οποία έχει αντλήσει όλα τα δικαιώματα που προκύπτουν από αυτή την Αγωγή.   

 

  Την 22/01/2009, η Ενάγουσα προσήλθε σε Σύμβαση Δανείου με τους Εναγομένους 1 και 2 (Τεκμήριο 2).  

 

• Την 22/01/2009, η Ενάγουσα προσήλθε σε Σύμβαση Εγγύησης με τον Εναγόμενο 3, με την οποία αυτός εγγυήθηκε την εξασφάλιση του δανείου των Εναγομένων 1 και 2 (Τεκμήριο 3).

 

• Η Σύμβαση Εγγύησης, συνάφθηκε, συμφώνως των προνοιών του Άρθρου 5 του περί της Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμου του 2003, Νόμος 197(I)/2003 (Τεκμήρια 4 έως 10).

 

• Προς περαιτέρω εξασφάλιση του δανείου των Εναγομένων 1 και 2, η Εναγομένη 2 προσήλθε σε συμφωνία με την Ενάγουσα υποθήκευσης ακίνητης ιδιοκτησίας της προς όφελος της Ενάγουσας. Πρόκειται για την υποθήκη με αριθμό Υ734/09 του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λάρνακας, που κατατέθηκε στην ακίνητη ιδιοκτησία της Εναγομένης 2, με αριθμό εγγραφής 17911 Φ./Σχ. 55/20, τεμάχιο 111, που βρίσκεται στο χωριό Καλαβασός της Επαρχίας Λάρνακας (Τεκμήρια 11Α και 11Β). 

 

• Η Ενάγουσα, την 26/02/2009, παραχώρησε στους Εναγομένους 1 και 2 το ποσό των €70.000 που συμφωνήθηκε δυνάμει της Σύμβασης Δανείου και προς τούτο, άνοιξαν στο όνομα των Εναγομένων 1 και 2 τον λογαριασμό με αριθμό [    – 8] (Τεκμήριο 12). Στην ίδια ημερομηνία οι Εναγόμενοι 1 και 2 έκαναν ανάληψη του εν λόγω ποσού που τους παραχωρήθηκε. Συγκεκριμένα, οι Εναγόμενοι 1 και 2 παρέλαβαν το ποσό των €69.550,38, γιατί αποκόπηκαν από το ποσό της παραχωρηθείσας πίστωσης, €30 ως δικαίωμα ανοίγματος του Λογαριασμού, €189,98 για τα τέλη υποθήκευσης του προαναφερόμενου ακινήτου, €109,25 για την εκτίμηση του εν λόγω ακινήτου και €120,39 για τέλη χαρτοσήμανσης των προαναφερόμενων συμβάσεων.      

 

• Οι Εναγόμενοι 1 και 2, με το ποσό που τους παραχωρήθηκε, εξόφλησαν δύο άλλους λογαριασμούς δανείου που διατηρούσαν με την Ενάγουσα. Ήτοι τα δάνεια με αριθμό [ – 7] και [ – 5]. Προς εξόφληση του δανείου [ – 7], κατατέθηκε το ποσό των €57.294,05 και προς εξόφληση του δανείου [ – 5], κατατέθηκε το ποσό των €11.152,14. Μετά την εξόφληση των εν λόγω δανείων, παρέμεινε ως υπόλοιπο το ποσό των €1.082,19, το οποίο οι Εναγόμενοι 1 και 2 κατέθεσαν στον σχετικό Λογαριασμό, έναντι του επίδικου δανείου.

 

• Οι Εναγόμενοι 1 και 2 δεν τήρησαν τους όρους αποπληρωμής του δανείου τους, με αποτέλεσμα την 17/07/2009 ο λογαριασμός τους να δεικνύει χρεωστικό υπόλοιπο.

 

• Την 14/09/2009 οι δικηγόροι της Ενάγουσας, κατόπιν οδηγιών της Εναγομένης, απέστειλαν συστημένη επιστολή στους Εναγομένους με την οποία τους καλούσαν να εξοφλήσουν το χρέος τους (Τεκμήρια 13Α και 13Β).

 

• Ο Λογαριασμός δανείου των Εναγομένων 1 και 2 τερματίστηκε την 30/09/2009 από τους δικηγόρους της Εναγομένης, κατόπιν σχετικών οδηγιών της (Τεκμήριο 14).   

 

• Η κίνηση του Λογαριασμού των Εναγομένων, από της σύναψης της Σύμβασης Δανείου, μέχρι και την 30/09/2009 που αυτός τερματίστηκε, παρουσιάζεται στην κατάσταση, Τεκμήριο 15. 

 

• Οι Εναγόμενοι οφείλουν να πληρώσουν στην Ενάγουσα, €71.009,99, με τόκο επί του εν λόγω ποσού προς 8,5% ετησίως, από την 30/09/2009 και κεφαλαιοποίηση του τόκου την 30η Ιουνίου και την 31ην Δεκεμβρίου κάθε έτους, μέχρι εξόφλησης. Η Ενάγουσα έχει δικαίωμα υπερημερίας 1%, ποσοστό που περιλαμβάνεται στο αξιούμενο ποσοστό τόκου (του 8,5%), ως η προϋπολογισμένη ζημιά την οποία η Ενάγουσα θα υφίστατο σε περίπτωση μη αποπληρωμής του δανείου των Εναγομένων βάσει των συμφωνηθέντων (σχετικά είναι και τα Τεκμήρια 16Α και 16Β)».

 

        Οι Εφεσείοντες αντιτίθενται στην πρωτόδικη κρίση διά πέντε λόγων έφεσης, ισχυριζόμενοι ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε πως οι Εφεσίβλητοι παρουσίασαν επαρκή μαρτυρία για επιτυχία της Αγωγής, ως και ότι «… απέσεισαν το βάρος απόδειξης που τους βαραίνει για την έκδοση απόφασης ως η έκθεση απαιτήσεώς τους …» (λόγος έφεσης 1), όπως, το ίδιο εσφαλμένα, εξέλαβε πως εξαιτίας τής «… παράλειψης των εφεσειόντων … να υποβάλουν τις θέσεις τους στον μάρτυρα των Εφεσιβλήτων … και να φέρουν ένσταση στην κατάθεση της κατάστασης λογαριασμού - Τεκμήριο 15, είχε σαν αποτέλεσμα … να αποδεχθεί τη μαρτυρία τους ως ορθή και πλήρη και να εκδώσει απόφαση ως η Έκθεση Απαίτησης …» (λόγος έφεσης 2), με το Πρωτόδικο Δικαστήριο, πάλι κακώς, να αποφαίνεται πως οι Εφεσείοντες «… δεν μπορούσαν να αναπτύξουν νομικά ζητήματα κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας στο πλαίσιο των αγορεύσεών τους …» (λόγος έφεσης 3), απολήγοντας «… εσφαλμένα ή και αντινομικά ή και κατά παράβαση των αρχών της απόδειξης …» στην ετυμηγορία του (λόγος έφεσης 4), κρίνοντας κιόλας, εξίσου άστοχα, πως «… το γεγονός ότι οι Εφεσείοντες … επέλεξαν να μην προσφέρουν μαρτυρία διευκόλυνε την απόδειξη της υπόθεσης …» (λόγος έφεσης 5).

        Αποτιμήσαμε καθετί που μας τέθηκε, στην πλήρη τους μορφή.

        Σε τούτα, υπάγουμε και τα περιγράμματα των ευπαίδευτων δικηγόρων τα οποία είχαν ως επίκεντρο, με διάφορη βλέψη βεβαίως, την αιτιολογία που συνοδεύει τον καθένα από τους λόγους έφεσης.

        Ως εκ του περιεχομένου τους, θα επιληφθούμε σε πρώτο στάδιο (και σωρευτικώς), τους λόγους έφεσης 1, 2 και 4, και ύστερα τους υπόλοιπους λόγους έφεσης ξεχωριστά, μολονότι τούτοι, σε κάποιες εκφάνσεις τους, είναι αλληλένδετοι μεταξύ τους (όπως και με τους λόγους έφεσης 1, 2 και 4).

        Το πράττουμε αμέσως.

        Με τους λόγους έφεσης 1, 2 και 4, οι Εφεσείοντες προτάσσουν κατ’ ουσίαν πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ «… παραδέχεται ότι δεν τηρήθηκαν …» οι προβλέψεις του Άρθρου 22 του Περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ. 9 [1] το Κεφ.9»), προχώρησε και αδικαιολογήτως «… αποδέχθηκε ότι οι Εφεσίβλητοι απέδειξαν την απαίτησή τους …», επί τη βάσει της «…κατάστασης λογαριασμού - Τεκμήριο 15 …», καταλήγοντας έτσι στην Πρωτόδικη Απόφαση.

        Δεν συμφωνούμε με τη θέση των Εφεσειόντων.

        Κατ’ αρχάς, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέληξε (για λόγους που δεν συνθέτουν  αντικείμενο της παρούσας έφεσης), ότι η Κατάσταση Λογαριασμού/Τεκμήριο 15 (η οποία κατατέθηκε από τον ΜΕ), δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του Άρθρου 22, Κεφ.9.

        Εντούτοις, η ικανοποίηση (ή όχι) των προαπαιτούμενων προς αποδοχή μαρτυρίας τού είδους που εννοείται στο Άρθρο 22, Κεφ.9 - και εν προκειμένω της Κατάστασης Λογαριασμού/Τεκμήριο 15 - δεν αποκλείει, στη συνήθη πορεία του πράγματος, την κατ’ επιλογή του διαδίκου, παράλληλη ή και επάλληλη παρουσίαση άλλης παρόμοιας ή όμοιας αξιόπιστης (προφορικής ή και έγγραφης) μαρτυρίας προς απόδειξη (εν όλω ή εν μέρει), της αφορώσας απαίτησης, πέραν ή και εναλλακτικώς του Άρθρου 22, Κεφ.9 (βλ. κατ’ αναλογίαν, Κόκκινου και Άλλης ν. Συνεργατικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, Π.Ε. 386/14, ημ. 20.3.23).

        Στη βάση τούτης της αρχής λοιπόν (αλλά και κατά δικαιική λογική) - και πολύ σωστά - είναι που ενήργησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αντλώντας από την αξιόπιστη μαρτυρία του ΜΕ (και όσα αποδεκτώς την επικούρησαν). Αυτό, επειδή, ο ΜΕ στη γραπτή του κατάθεση/Έγγραφο Α (έκτασης πέντε τόσων πυκνογραμμένων σελίδων), παρουσίασε μέσω και της (άνευ ενστάσεως των Εφεσειόντων) κατάθεσης αντίστοιχων τεκμηρίων (βλ. Τεκμήρια 1-16Β), όσα έπρεπε για στοιχειοθέτηση των συστατικών γνωμόνων τής διεκδίκησης των Εφεσίβλητων και τελεσφόρηση της Αγωγής.  

        Είπε και αυτά το Πρωτόδικο Δικαστήριο (μετά από την αξιολόγηση του ΜΕ):

«[...] 1. Ως εκ των προαναφερομένων, το τι απομένει να εξεταστεί είναι η επάρκεια της μαρτυρίας που προσφέρθηκε από την πλευρά της Ενάγουσας. Δηλαδή, κατά πόσο τα γεγονότα όπως τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, είναι αρκετά για να αποδείξουν την υπόθεση της στο αναγκαίο επίπεδο.

 

2. Εδώ, ως αιτία αγωγής παρουσιάζεται οφειλή η οποία κατά τον ισχυρισμό της Ενάγουσας προέκυψε προς αυτήν, ως εκ του γεγονότος ότι το υπόλοιπο του λογαριασμού [ – 8] που ανοίχτηκε στο όνομα των Εναγομένων 1 και 2, κατέστη οφειλόμενο μετά τον τερματισμό και ζητείται να επιδικασθεί εναντίον των Εναγομένων. Τόσο το έγγραφο με το οποίο συνάφθηκε η σχετική προς τον εν λόγω λογαριασμό, Σύμβαση Δανείου, Τεκμήριο 2 με τους Εναγομένους 1 και 2 και τα συνδεδεμένα έγγραφα Υποθήκης, Τεκμήρια 11Α και 11Β, που συνάφθηκαν με την Εναγομένη 2 και Σύμβασης Εγγύησης, Τεκμήριο 3, που συνάφθηκε με τον Εναγόμενο 3, όσο και τα έγγραφα που πιστοποιούσαν την πληρωμή του ποσού της παραχωρηθείσας πίστωσης στους Εναγομένους 1 και 2, Τεκμήριο 12, την καθυστέρηση πληρωμής των συμφωνημένων δόσεων, Τεκμήρια 13Α και 13Β και του τερματισμού της Σύμβασης Δανείου, Τεκμήριο 14, καθώς επίσης και η κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 15, έχουν παρουσιαστεί στο Δικαστήριο από τον ΜΕ, ο οποίος δια ζώσης, έδωσε στο Δικαστήριο μαρτυρία, για κάθε πτυχή που αφορά την υπόθεση της Ενάγουσας. Όλα αυτά τα στοιχεία, κρίνω, αποδεικνύουν την απαίτηση της Ενάγουσας».

 

        Δεν διακρίνουμε οτιδήποτε το εφετειακώς επιλήψιμο στα ως άνω.

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο - με τη θεματική να αναφύεται από τον λόγο έφεσης 3 -ουδέποτε απαγόρευσε στους Εφεσείοντες να αναπτύξουν (ως διατείνονται ) «... νομικά ζητήματα ... στο πλαίσιο των αγορεύσεών τους ...».

        Κάθε άλλο.

        Η εξασέλιδη γραπτή αγόρευση των Εφεσειόντων πρωτοδίκως, αντιστρατεύεται εξ ορισμού και εκ περιεχομένου, τη θέση που τούτοι ξεδίπλωσαν ενώπιον μας, δίχως να χρειάζεται να πούμε κατιτί περισσότερο. Εκτός, ίσως, από το ότι οι Εφεσείοντες πιθανόν να παρερμήνευσαν την αναφορά του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως όσα επιχείρησαν να εξηγήσουν στην εν λόγω αγόρευση για πτυχές της μαρτυρίας του ΜΕ σε σχέση προς τη σύναψη, λόγου χάριν, της επίδικης συμφωνίας δανείου και των διαλαμβανομένων στην Κατάσταση Λογαριασμού/Τεκμήριο 15, δεν τέθηκαν ποτέ διά αντεξέτασης στον ΜΕ - αν και οι Εφεσείοντες είχαν κάθε ευκαιρία (και δικαίωμα) να το πράξουν - ούτως ώστε (ως υπογραμμίστηκε στην Πρωτόδικη Απόφαση) να «... πλήξουν την αξιοπιστία των ισχυρισμών του, σε ειδικό και γενικότερο επίπεδο ...», αλλά και, προσθέτουμε, για να παράσχουν στον μάρτυρα, και κατ’ επέκτασιν στους Εφεσίβλητους (όπως και στους Εφεσείοντες αν προέκυπτε τέτοια ανάγκη), τη δυνατότητα να τοποθετηθούν αναλόγως.

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενέταξε την παράλειψη (ή επιλογή) αντεξέτασης του ΜΕ επί των υπό συζήτηση εκφάνσεων της μαρτυρίας του - ως και την ανυπαρξία ενστάσεων από τους Εφεσείοντες στην κατάθεση των Τεκμηρίων 1-16Β - στο όλον της προκύπτουσας αξιολογικής εικόνας, δίχως αφορισμούς ή μηχανιστικές προσεγγίσεις.

        Ορθά, και πάλι, είναι που λειτούργησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο.

        Στην Περατικού ν. Ελληνικής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, Π.Ε. 287/13, ημ. 16.6.21, το Εφετείο ανέφερε και τα πιο κάτω, κατ’ αναλογία σχετικά με αυτά που ενεστώτως ενδιαφέρουν (για την μη αντεξέταση μαρτύρων):

«[...] Ως φύεται από τα ανωτέρω, το Πρωτόδικο Δικαστήριο σαφώς είναι που είχε υπόψιν το γεγονός τής μη αντεξέτασης των περί ων ο λόγος μαρτύρων, παραπέμποντας μάλιστα και στη διά ενόρκων δηλώσεων μαρτυρία τους, αξιολογώντας συνάμα τις ένορκες αυτές δηλώσεις με περισσή προσοχή και λεπτομέρεια. Όπως όμως και να έχουν τα πράγματα (και σε αντίθεση με τις προτάσεις της δικηγόρου του Εφεσείοντα), δεν υφίσταται άκαμπτος κανόνας ότι πρέπει ατέγκτως να εξάγονται ή να συνάγονται (στην κάθε περίπτωση), δυσμενή συμπεράσματα (οποιασδήποτε μορφής), εξαιτίας της παράλειψης διαδίκου να αντεξετάσει. Η μη αντεξέταση μαρτύρων δεν υποδηλοί πως η μαρτυρία των μαρτύρων αυτών γίνεται άνευ ετέρου αποδεκτή στη μορφή που παρουσιάζεται. Μηδέ και απολήγει σε εξαγωγή ανάλογων ευρημάτων, χωρίς αξιολόγηση της υπόλοιπης μαρτυρίας. Τουναντίον, το Δικαστήριο - με την κάθε υπόθεση να κρίνεται στη βάση των γεγονότων και περιστάσεων της - αναμένεται (στην κανονική πορεία των πραγμάτων), να αξιολογεί τις προβαλλόμενες εκδοχές και να καταλήγει στην κρίση του, συνυπολογίζοντας (κατά την αξιολογική βάσανο) και την όποια δυνητική επίδραση τής απουσίας αντεξέτασης, σταθμίζοντας (μεταξύ άλλων), το σύνολο των δικονομικών χειρισμών του αντεξετάζοντα, τους λόγους για τη μη αντεξέταση (στην έκταση που τούτοι μπορεί να αιτιολογήθηκαν ή και να ανακύπτουν από τα γεγονότα), τη φύση, το είδος και περιεχόμενο της μαρτυρίας τού μάρτυρα (αλλά και του μέρους εκείνου της μαρτυρίας του που δεν έτυχε αντεξέτασης), ως και πολλές άλλες μεταβλητές και γνώμονες που μπορεί (κατά περίπτωσιν), να έχουν τη δική τους αξία στην όλη δικαστική συνειρμική διεργασία και την προς τούτο ενάσκηση της παρεχόμενης διακριτικής ευχέρειας (βλ. Ρεουλλά ν Ιωάννου, ΠΕ 358/13, ημ. 17.2.21, Σκορδής ν Λάντου και Άλλων, ΠΕ 429/12, ημ. 22.4.20, Αντωνάκης Χρ Σολομωνίδης Λτδ και Άλλων ν Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και Άλλου (2005) 1(Α) ΑΑΔ 491, 496, Σκάρος ν Χριστοδούλου και Άλλων(1998) 1(Α) ΑΑΔ 291,296, Adidas v The Jonitexo Limited (1987) 1 CLR 383, 388-389)».

 

        Ανάλογα, ισχύουν και για την μη υποβολή ένστασης στην κατάθεση τεκμηρίων (Societe Generale Bank Cyprus Limited v. Χατζηρούσου και Άλλων, Π.Ε. 191/14, ημ. 11.7.22, Ζερβού και Άλλης ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2192, 2203-2204, Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009 1(Α) Α.Α.Δ. 339, 347-348).

        Με μια σημαντική επιφύλαξη ωστόσο, που αφορά στο ότι η έλλειψη ένστασης στην κατάθεση τεκμηρίων (εδώ των υπ’ αριθμό 1-16Β), δεν υποδηλώνει απαρεγκλίτως πως ο μη ενιστάμενος υιοθετεί τα συγκεκριμένα έγγραφα ή ότι δεσμεύεται από το περιεχόμενό τους, παρά μονάχα πως δεν έχει ένσταση στην κατάθεση τους, και προπαντός - μεταβλητή που οπωσδήποτε δεν ισχύει στην προκειμένη - όταν ο μη ενιστάμενος επιφυλάσσει δικαίωμα για αντεξέταση επί των αφορώντων εγγράφων (Δαμιανού ν White Knight Holdings Limited και Άλλων (2012) 1(Α) ΑΑΔ 699, 704).

        Για να μην υπεισέλθουμε και στο ότι κατά κανόνα (που εδώ δεν υπάρχει λόγος να παρακαμφθεί) - και κάτι που υπό προϋποθέσεις επεκτείνεται κατ’ αρχήν και σε θέματα στα οποία δεν υπάρχει υποχρέωση να αποδίδεται δικαστική σημασία άνευ πραγματικού ερείσματος (βλ. κατ’ αναλογία, Μάρκαρη ν. Παρασκευά, Π.Ε. 314/14, ημ. 14.6.22) - η δικηγορική αγόρευση δεν συγκροτεί κανονικώς εχόντων των πραγμάτων παραδεκτή μέθοδο προσαγωγής μαρτυρίας (Αναφορικά με την Αίτηση της Koretska, Π.Ε. 231/20, ημ. 1.2.22 [Ολομέλεια]).

        Όπως και να έχουν τα πράγματα, η παρούσα περίπτωση, ως εκ των χειρισμών των Εφεσειόντων, αλλά και της αρμόζουσας αντιμετώπισης που έτυχαν από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν προσφέρεται για άλλες σκέψεις συμβαδίζουσες με τις εισηγήσεις των συνηγόρων τους, μέρος των οποίων ήταν και η θέση κατά τις προφορικές αγορεύσεις ενώπιον μας, από την οποία έτσι κι αλλιώς αποκλίνουμε, για διαφοροποίηση μας από τον λόγο του Εφετείου στην Societe Generale Bank Cyprus Limited v. Χατζηρούσου και Άλλων, Π.Ε. 191/14, ημ. 11.7.22 - επί της πρωτόδικης απόφασης τής οποίας, παρεμπιπτόντως, έκτισαν οι Εφεσείοντες μέρος των προειρημένων επιχειρημάτων στο περίγραμμα τους (που καταχωρίστηκε πριν από την εφετειακή ανατροπή) - με αυτούς να εμμένουν στην ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης και στο λαθεμένο της εφετειακής.    

        Επομένως, και σε τελευταία ανάλυση, η κάθε περίπτωση αποφασίζεται (κοινότοπα μεν θεμελιακά δε) συμφώνως των γεγονότων και περιστάσεων της.

        Τούτο έκανε και το Πρωτόδικο Δικαστήριο.

        Τέλος, οι Εφεσείοντες - διά του λόγου έφεσης 5 - παραπονούνται πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο (κατά τη συνοδό αιτιολογία στο εφετήριο), παρέλειψε «... να εξετάσει το γεγονός ότι ακόμα και η μη προσαγωγή μαρτυρίας από την πλευρά των Εφεσειόντων ...» δεν απαλλάσσει τους Εφεσίβλητους «... από την υποχρέωσή τους να αποδείξουν την υπόθεση τους σύμφωνα με τις γενικές αρχές που διέπουν το Δίκαιο της Απόδειξης ...».

        Μήτε και με αυτό συγκλίνουμε.

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία και κρίνοντας την ουσία τής αξίωσης, δεν απέδωσε (μα ούτε και προκύπτει τέτοια ένδειξη), δυσμενή βαρύτητα στο ότι οι Εφεσείοντες επέλεξαν να μην καλέσουν οι ίδιοι μαρτυρία προς υπεράσπιση τους (εκτός των όσων ενδεχομένως θεώρησαν πως κάλυπταν τα συμφέροντα τους από εκείνα που παρουσιάστηκαν στη δίκη από τους Εφεσίβλητους).

        Απεναντίας, με ρητή μνεία στο ότι τα γεγονότα, όπως του τέθηκαν και έγιναν αξιολογικώς αποδεκτά, ήταν εν τέλει ικανοποιητικά «... για να αποδείξουν την υπόθεση [των Εφεσίβλητων] στο αναγκαίο επίπεδο ...», το Πρωτόδικο Δικαστήριο - με εύστοχη παραπομπή στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Χαραλάμπους και Άλλων (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 829, 841 - πραγματεύθηκε το ζήτημα καλώς, και πάντως, ακριβώς ανάστροφα από ό,τι του καταγνώστηκε από τους Εφεσείοντες.

        Υποσημειώνουμε, πως στην Γεωργιάδης και Άλλων ν. Συνεργατικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, Π.Ε. 376/14, ημ. 16.3.23, είπαμε και τούτα τα συναφή, υπό μερικώς διαφορετική σύνθεση:

«[Δ]εν υπάρχει άτεγκτη κοινοδικαιϊκή αρχή πως ελλείψει παρουσίασης μαρτυρίας στη δίκη από αντίδικο πρέπει απαρεγκλίτως να γίνεται αποδεκτή η μαρτυρία τού διαδίκου που προσφέρει τέτοια μαρτυρία. Απεναντίας, η νομολογία προβλέπει πως όλα ανάγονται στον τρόπο με τον οποίο αξιολογείται, κατά δικαστικό καθήκον ύψιστης σπουδαιότητας, η ολότητα της μαρτυρίας, ασχέτως αν ο αντίδικος εισφέρει ή δεν εισφέρει αντίθετη μαρτυρία, ή και καθόλου (Χρίστου ν. Γεωργίου, Π.Ε. 158/13, ημ. 26.10.22, Στέγη Ευγηρίας «Αρχάγγελος Μιχαήλ» Καϊμακλίου ν. Αργυρίδου, Π.Ε. 32/14, ημ. 29.9.21, Λαϊκή Ασφαλιστική Λίμιτεδ ν. Ματσούκα και Άλλου (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1377, ECLI:CY:AD:2014:A460, 1384-1385, Λουκαΐδης ν. Πρώτο Θέμα ΑΕ και Άλλων (2013) 1(Α) ΑΑΔ 313, 323, Demchenko και Άλλου v. Nassar (2007) 1(Β) ΑΑΔ 1342, 1345, Παναγιώτου ν. Ιωάννου (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 917, 920) ».

 

        Παρέλκει εκ των πραγμάτων η ανάπτυξη άλλων παραμέτρων επί τούτω.

        Δεν παρέχεται περιθώριο λελογισμένης παρέμβασης μας στην πρωτόδικη κρίση.

        Ουδείς των λόγων έφεσης ευσταθεί.

        Η έφεση απορρίπτεται.

        Επιδικάζουμε υπέρ των Εφεσίβλητων και κατά των Εφεσειόντων έξοδα ύψους €3.500,00, συν ΦΠΑ (αν υπάρχει).

 

 

                                                          Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

                                                          Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

                                                         Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

/κβπ

                                                                                                                                                                         

 



[1] «22.-(1) Τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ παρόvτoς άρθρoυ, αvτίγραφo καταχώρισης σε τραπεζικά βιβλία γίvεται δεκτό σε όλες τις voμικές διαδικασίες ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη τέτoιας καταχώρισης και τωv θεμάτωv, δoσoληψιώv και λoγαριασμώv πoυ είvαι καταχωρισμέvα σ' αυτό.

(2) Αvτίγραφo καταχώρισης σε τραπεζικό βιβλίo δε γίvεται δεκτό ως απόδειξη δυvάμει τoυ παρόvτoς άρθρoυ, εκτός αv απoδειχθεί ότι κατά τo χρόvo της καταχώρισης τo βιβλίo ήταv έvα από τα συvήθη βιβλία της τράπεζας και η καταχώριση έγιvε κατά τη συvήθη και καvovική διεξαγωγή τωv εργασιώv και ότι τo βιβλίo βρίσκεται υπό τη φύλαξη και τov έλεγχo της τράπεζας.

Μαρτυρία για τo πιo πάvω δύvαται vα δoθεί από διευθυvτή ή υπάλληλo της τράπεζας είτε πρoφoρικά είτε με έvoρκη δήλωση.

(3) Αvτίγραφo της καταχώρισης σε τραπεζικό βιβλίo δε γίvεται δεκτό ως απόδειξη δυvάμει τoυ παρόvτoς άρθρoυ, εκτός αv απoδειχθεί περαιτέρω ότι τo αvτίγραφo έχει συγκριθεί με τηv αρχική καταχώριση και διαπιστώθηκε ότι είvαι oρθό.

Μαρτυρία για τo πιo πάvω δύvαται vα δoθεί είτε πρoφoρικά είτε με έvoρκη δήλωση, από πρόσωπo τo oπoίo έλεγξε τo αvτίγραφo με τηv αρχική καταχώριση.

(4) Τραπεζίτης ή τραπεζικός υπάλληλoς δεv είvαι υπόχρεoς vα παρoυσιάσει oπoιoδήπoτε τραπεζικό βιβλίo, τo περιεχόμεvo τoυ oπoίoυ δύvαται vα απoδειχθεί δυvάμει τoυ παρόvτoς άρθρoυ, ή vα εμφαvισθεί ως μάρτυρας, για vα απoδείξει τα θέματα, τις συvαλλαγές και τoυς λoγαριασμoύς πoυ είvαι καταχωρισμέvoι σ' αυτό, παρά μόvo με δικαστικό διάταγμα, τo oπoίo εκδίδεται ειδικά για τo σκoπό αυτό. […]

[...] (6) Στo παρόv άρθρo-

 

"τράπεζα" ή "τραπεζίτης" σημαίvει τράπεζα η oπoία έχει άδεια vα διεξάγει τραπεζική εργασία δυvάμει τoυ περί Τραπεζικώv Εργασιώv (Πρoσωριvoί Περιoρισμoί) Νόμoυ.

 

"τραπεζικά βιβλία", oπoυδήπoτε απαvτάται, εκτός αv από τo κείμεvo πρoκύπτει

 

διαφoρετική έvvoια, περιλαμβάvει καθoλικά, ημερoλόγια, ταμεία, λoγιστικά βιβλία και άλλα αρχεία χρησιμoπoιoύμεvα κατά τη συvήθη εργασία τράπεζας, είτε αυτά είvαι σε γραπτή μoρφή είτε φυλάσσovται σε μικρoταιvίες, μαγvητoταιvίες ή σε oπoιαδήπoτε άλλη μoρφή μηχαvικoύ ή ηλεκτρovικoύ μηχαvισμoύ αvάκτησης πληρoφoριώv».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο