STAZA ESTATES LIMITED v. HIGHLUX ENTERPRISES LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 337/2014, 12/4/2023

ECLI:CY:AD:2023:A138

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                          (Πολιτική Έφεση Αρ. 337/2014)

 

12 Απριλίου, 2023

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]

 

 

STAZA ESTATES LIMITED

                                                                                                                                                                Εφεσείοντες,

ν.

 

HIGHLUX ENTERPRISES LTD

 

Εφεσίβλητων.

……………………

 

 

Σ. Νεοκλέους, για PHC Tsangarides LLC και για N. Pirilides & Associates LLC, για τους Εφεσείοντες.

Γ. Κωνσταντινίδης, για Γιάννης Κωνσταντινίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

 

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

από τον Σάντη, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

        ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση οι Εφεσείοντες, Ενάγοντες στην Αγωγή 1580/10 και Εναγόμενοι στην Αγωγή 1025/10 («οι Εφεσείοντες») - με τις αγωγές να συνεκδικάζονται από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού («το Πρωτόδικο Δικαστήριο») - αμφισβητούν την απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου ημερομηνίας 28.8.14 («η Πρωτόδικη Απόφαση»), με την οποία (σε αντίθεση προς το υπόλοιπο αυτής) απορρίφθηκε μέρος της αξίωσης τους εναντίον των Εφεσίβλητων, Εναγόμενων στην Αγωγή 1580/10 και Εναγόντων στην Αγωγή 1025/10 («οι Εφεσίβλητοι»), και εκδόθηκε, προσθέτως, απόφαση υπέρ των τελευταίων και κατά των Εφεσειόντων στην Ανταπαίτηση («η Ανταπαίτηση»).

        Δυο λόγια πρώτα για τα γεγονότα, αφού τούτο θα βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση των επίδικων θεμάτων και της εφετειακής ανάλυσης που έπεται.

        Οι ως άνω αγωγές («οι Αγωγές»), αφορούσαν σε μία Συμφωνία Πώλησης Ακινήτου ημερομηνίας 23.4.09 («η Συμφωνία Πώλησης»), και σε μία Συμφωνία Εργολαβίας ημερομηνίας 18.5.09 («η Συμφωνία Εργολαβίας»).

        Η Συμφωνία Πώλησης απτόταν πωλητηρίου εγγράφου που κατάρτισαν και υπέγραψαν οι συμβαλλόμενοι (Εφεσείοντες και Εφεσίβλητοι), ως το Τεκμήριο Α(1), διά του οποίου οι Εφεσείοντες - οι οποίοι ασχολούνταν με επιχειρήσεις ανάπτυξης και αξιοποίησης γης, ως και με την εμπορία και πώληση οικοπέδων, καταστημάτων, διαμερισμάτων και σπιτιών - πούλησαν στους Εφεσίβλητους έναντι €770.000,00 (πληρωτέου τμηματικά κατά τους όρους της Συμφωνίας Πώλησης), ένα τεμάχιο γης (με αριθμό 1), το οποίο προέκυψε από διαίρεση τεμαχίου στην τοποθεσία Αγία Παρασκευή, στην Γερμασόγεια (Λεμεσό), ιδιοκτησίας των Εφεσειόντων το Ακίνητο»).

        Η Συμφωνία Εργολαβίας, συνομολογήθηκε μεταξύ των διαδίκων, ως το Τεκμήριο Α(2), δυνάμει της οποίας οι Εφεσείοντες ανέλαβαν την διεύθυνση και διαχείριση των εργασιών ανέγερσης, διά αδειούχων εργοληπτών, μίας οικίας εντός του Ακινήτου έναντι ποσού €1.382.752,00 (επίσης πληρωτέου τμηματικά κατά τους όρους της Συμφωνίας Εργολαβίας).

        Οι διάδικοι καταχώρισαν τις Αγωγές επικαλούμενοι παραβίαση των συμβατικών υποχρεώσεων των αντισυμβαλλομένων τους, αξιώνοντας ανάλογες θεραπείες, με τους Εφεσίβλητους στην Αγωγή 1580/10 να υποβάλουν και την  Ανταπαίτηση.

        Κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως οι Εφεσείοντες τερμάτισαν τη Συμφωνία Πώλησης και τη Συμφωνία Εργολαβίας νομίμως και ορθώς εξ υπαιτιότητας των Εφεσίβλητων. Τούτου δοθέντος, το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση (ως τα παρακλητικά 14Α-ΣΤ στην Έκθεση Απαίτησης), αναγνωρίζοντας (κατ’ αντιστοιχία) το νόμιμο τού τερματισμού της Συμφωνίας Πώλησης και της Συμφωνίας Εργολαβίας, διατάζοντας ακύρωση των συμφωνιών και διαγραφή της Συμφωνίας Πώλησης (πωλητηρίου εγγράφου) από τα κτηματολογικά μητρώα του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λεμεσού (όπου και κατατέθηκε για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης), διακηρύσσοντας διά αναγνωριστικής δήλωσης το δικαίωμα των Εφεσειόντων όπως προβούν, εάν το επιθυμούν, σε πώληση του Ακινήτου (με το υφιστάμενο σε αυτό οικοδόμημα) «… είτε με ιδιωτική συμφωνία είτε με οποιοδήποτε άλλο τρόπο …» (η περικοπή είναι αυτούσια ως και όσες έπονται).

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, απέρριψε τα λοιπά παρακλητικά στην Έκθεση Απαίτησης (υπό Ζ-Ι), τα οποία αφορούσαν στην έκδοση διατάγματος πώλησης του Ακινήτου (μαζί με το υφιστάμενο σε αυτό οικοδόμημα) «… με πλειστηριασμό και/ή με ιδιωτική πώληση …», ώστε το προϊόν τής εν λόγω πώλησης «… να λογιστεί έναντι ή προς εξόφληση του τιμήματος αγοράς του αναφερόμενου τεμαχίου και του υφιστάμενου οικοδομήματος που βρίσκεται σε αυτό …», καθώς και στην επιδίκαση γενικών αποζημιώσεων «… για ζημιές και απώλειες τις οποίες οι Ενάγοντες υπέστηκαν και συνεχίζουν να υφίστανται …» ένεκα της «… παραβάσεως και/ή αθετήσεως ουσιωδών όρων …» των επίμαχων συμφωνιών, ως και στην απόδοση αποζημιώσεων «… για παράβαση συμφωνίας …».

        Παραλλήλως, το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την Ανταπαίτηση με απόφαση υπέρ των Εφεσίβλητων και κατά των Εφεσειόντων για €798.224,30 (με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης), ως τα χρήματα που πλήρωσαν οι Εφεσίβλητοι στο πλαίσιο των συμφωνιών.

        Οι Εφεσείοντες, με τρεις λόγους έφεσης διατείνονται ότι λαθεμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο συμπέρανε πως οι Εφεσείοντες με αφετηρία τον τερματισμό «…όφειλαν να αποδείξουν τις ζημιές τους στο ότι δεν μπορούσαν να πωλήσουν την περιουσία τους ή αν την πωλούσαν στον χρόνο μετά τον τερματισμό, θα είχαν συγκεκριμένη ζημιά …» (λόγος έφεσης 1), όπως και στο ότι «… το αναίτιο μέρος το οποίο κατόπιν τερματισμού της σύμβασης διεκδικεί αποζημιώσεις δεν δικαιούται να διατηρεί στο εξής ωφελήματα που του παρέχονται μόνο στην βάση της ισχύς της σύμβασης …», πόσω δε μάλλον «… να επιδιώκουν εμμέσως το υπόλοιπο του τιμήματος με δικαίωμα να απολύσουν χωρίς απόδειξη ζημιάς και ενώ βέβαια η ιδιοκτησία είναι δική τους …» (λόγος έφεσης 2), και πως, ξανά σφαλερώς, θεώρησε ότι οι Εφεσείοντες αφού δεν απέδειξαν ζημιά εξαιτίας της αντισυμβατικής συμπεριφοράς των Εφεσίβλητων, έπρεπε να πληρώσουν προς αυτούς το ποσό των €798.224,30 (πλέον τόκους), ως η Ανταπαίτηση (λόγος έφεσης 3).

        Συνεκτιμήσαμε καθετί που μας τέθηκε, στην πλήρη του μορφή.

        Σε τούτα, υπάγουμε και τα περιγράμματα των ευπαίδευτων δικηγόρων τα οποία είχαν ως επίκεντρο, με διαφορετική βεβαίως στόχευση, την αιτιολογία που επικουρεί τον καθένα από τους λόγους έφεσης.

        Ως εκ του περιεχομένου τους, θα επιληφθούμε των λόγων έφεσης ξεχωριστά μολονότι τούτοι σε κάποιες εκφάνσεις τους είναι μεταξύ τους αλληλένδετοι.

        Με τον λόγο έφεσης 1 οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται πως κακώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο πέρανε ότι, με αφετηρία τον τερματισμό των συμφωνιών, όφειλαν, ως ανυπαίτιο μέρος, να αποδείξουν τις ζημιές τους, και δη πως δεν κατόρθωσαν να πουλήσουν την επίδικη περιουσία ή αν την πουλούσαν στον χρόνο μετά από τον τερματισμό θα είχαν συγκεκριμένη ζημιά, και τούτο, γιατί, κατά το συλλογισμό των Εφεσειόντων, το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε κατ’ ουσίαν να συνεκτιμήσει τη βούληση των συμβαλλομένων ως αποτυπωνόταν στις επίδικες συμφωνίες, και πιο συγκεκριμένα πως ύστερα από τον τερματισμό το Ακίνητο θα επιστρεφόταν στους Εφεσείοντες, και αυτοί με τη σειρά τους θα είχαν το δικαίωμα πώλησης του Ακινήτου, δυνάμενοι προσέτι να κατακρατήσουν από το προϊόν της πώλησης αυτής τις όποιες ζημιές υπέστησαν από την παράβαση των συμφωνιών, προσθέτοντας κιόλας ότι κατά παράβαση των όρων της Συμφωνίας Πώλησης, οι Εφεσίβλητοι δεν απέσυραν το αφορών αγοραπωλητήριο από το Κτηματολόγιο Λεμεσού, με παρεπόμενο οι Εφεσείοντες να εμποδίζονται από το να πουλήσουν το Ακίνητο έτσι ώστε να είναι σε θέση να υπολογίσουν τις ζημιές τους.

        Δεν μας βρίσκουν σύμφωνους οι θέσεις των Εφεσειόντων.

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας αξιολογήσει και αποτιμήσει τη σχετική μαρτυρία, κατέταξε την περί ης ο λόγος επιχειρηματολογία των Εφεσειόντων, και σωστά, ως αβάσιμη καθότι στην απουσία εν προκειμένω άλλων ισχυουσών παραμέτρων, το δίκαιο των συμβάσεων καθορίζει κατά βασική αρχή πως το ανυπαίτιο μέρος σε μια σύμβαση δικαιούται σε αποζημίωση βάσει της ζημιάς που (αποδεδειγμένα) έπαθε στον χρόνο του τερματισμού, ή σε άλλο χρόνο κάτω από ειδικές συνθήκες που ομοίως πρέπει να αποδειχθούν.

        Κρίνουμε πρόσφορη την αυτολεξεί μεταφορά του πρωτόδικου σκεπτικού επί του αναλυόμενου ζητήματος ώστε να καταδειχθεί πρωτογενώς η ορθότητα, διά μεστού δικαστικού λόγου, του συγκεκριμένου ευρήματος:

«…………….…………………………………………………………………………

Ωστόσο εδώ οι Ενάγοντες επέλεξαν να φέρουν την αξίωση τους ενώπιον του Δικαστηρίου και να την περιορίσουν θέλοντας βασικά να έχουν το δικαίωμα να πωλήσουν το ακίνητο - σε μια διαδικασία πώλησης που δεν θα είναι κάτω από τον έλεγχο του Δικαστηρίου και μετά να επαναφέρουν το θέμα της ζημιάς τους και μάλιστα ενώ κατακρατούν ήδη ένα μεγάλο τμήμα του τιμήματος, το οποίο οι Εναγόμενοι έδωσαν, δηλαδή το ποσό των €798.224,30 (€276.858,00 προερχόμενο από την πρώτη συμφωνία και €521.366,30 από την δεύτερη συμφωνία).

 

Πρέπει σ' αυτό το στάδιο να παραθέσω πως οι Ενάγοντες επιδιώκουν την πώληση του ακινήτου, το οποίο φυσικά είναι ιδιοκτησίας τους. Ζητούν ως εξής στις παραγράφους Στ. και Ζ της Έκθεσης Απαίτησης.

 

«ΣΤ. Δήλωση του δικαστηρίου ότι οι Ενάγοντες δυνάμει των όρων του Πωλητηρίου Εγγράφου ημερομηνίας 23/04/09 δικαιούνται, να προχωρήσουν με πώληση του αναφερόμενου τεμαχίου μαζί με το υφιστάμενο σε αυτό οικοδόμημα, είτε με ιδιωτική συμφωνία είτε με οποιοδήποτε άλλο τρόπο και το προϊόν της πώλησης να λογιστεί έναντι ή προς εξόφληση του τιμήματος αγοράς του αναφερομένου τεμαχίου και του υφιστάμενου οικοδομήματος που βρίσκεται σε αυτό, δυνάμει των όρων του Πωλητηρίου Εγγράφου ημερομηνίας 23/04/09 και της Συμφωνίας Εργολαβίας ημερομηνίας 18/05/09.

 

Ζ. Διάταγμα και/ή απόφαση του Δικαστηρίου που να διατάσσει την πώληση του τεμαχίου με αρ.1, το οποίο βρίσκεται στην τοποθεσία «Αγία Παρασκευή», στην Γερμασόγεια, στη Λεμεσό, μαζί με το υφιστάμενο σε αυτό οικοδόμημα, με πλειστηριασμό και/ή με ιδιωτική πώληση και το προϊόν της πώλησης να λογιστεί έναντι ή προς εξόφληση του τιμήματος αγοράς του αναφερομένου τεμαχίου και του υφιστάμενου οικοδομήματος που βρίσκεται σε αυτό, δυνάμει των όρων του Πωλητήριου Εγγράφου ημερομηνίας 23/04/09 και της Συμφωνίας Εργολαβίας ημερομηνίας 18/05/09.»

 

Παρατηρείται το εξής παράδοξο στα παρακλητικά αυτά: Οι Ενάγοντες ζητούν εξασφάλιση του τιμήματος ενώ υπήρξε τερματισμός.

         

Ως ζήτημα γενικής αρχής το αναίτιο μέρος, το οποίο, κατόπιν τερματισμού της σύμβασης, διεκδικεί αποζημιώσεις, δεν δικαιούται να διατηρεί στο εξής ωφελήματα που του παρέχονται μόνον στη βάση της ισχύος της σύμβασης (βλ. Metaxas Loizides Syrimis & Co κ.α. ν. L.K. Globalsoft Com Limited (2007) 1(A) AAΔ σελ.54). Πόσω μάλλον βεβαίως να επιδιώκουν εμμέσως το υπόλοιπο του τιμήματος με δικαίωμα να πωλήσουν χωρίς απόδειξη ζημιάς και ενώ βέβαια η ιδιοκτησία είναι δική τους.

 

Οι Ενάγοντες δεν παρουσίασαν μαρτυρία για τις ζημιές τους - σε οποιονδήποτε χρόνο. Δεν δικαιούνται να αφήσουν το θέμα ανοικτό και να ζητούν να αποσύρουν θεραπείες που δεν απόδειξαν για να επανέλθουν. Αυτό θα ήταν αντίθετο με την αρχή της τελεσιδικίας. (Βλ. Spencer Bower and Hanolley Res Judicata, 4th Ed., σελ.16 κ.επ.) αλλά και θα ήταν άδικο ακόμη και για το υπαίτιο μέρος, το οποίο μετά την δίνη της διαδικασίας σχεδόν 4 ετών, οφείλει να ξέρει το «τέλος» της διαφοράς.

 

Με βάση τα άρθρα 73 κ.ε. του περί Συμβάσεων Νόμου [1]αλλά και τις γενικές αρχές του Δίκαιου των Συμβάσεων, ένας Ενάγοντας οφείλει να αποδείξει τις ζημιές του (βλ. McGregor On Damages 16η Έκδοση, σελ.236 κ.επ. και Galatariotis Telecom Ltd v. Δ.Ι. Σιουκιούρογλου Λτδ (2008) 1(Α) ΑΑΔ σελ.29).

..……………………………………………………………………………………..….».

 

 

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, θεμελιώνοντας περαιτέρω το σκεπτικό του (με σημείο αναφοράς και την αποδειχθείσα μαρτυρία και δικογραφία), προσέθεσε:

«………………………………………………..……………………………………...

Το ότι οι Ενάγοντες επέλεξαν να μην αποδείξουν ζημιά με τον ισχυρισμό ότι δεν μπορούσαν να πωλήσουν δεν δύναται να τους οδηγήσει σε τέτοια πλεονεκτικότερη θέση όπως εισηγούνται σε διαδικασίες εκτός του ελέγχου του Δικαστηρίου για πώληση και μετά αξίωση αποζημιώσεων. Μπορούσε να προσκομισθεί μαρτυρία για την αξία και την απώλεια, έστω και αν δεν λάμβανε χώρα πραγματική πώληση. Η επιφύλαξη δε που διατυπώνουν οι Ενάγοντες δεν σημαίνει τίποτα. Δεν έχω πεισθεί ότι συνέτρεχαν ή συντρέχουν τέτοιες προϋποθέσεις που εμπόδιζαν τους Ενάγοντες να αποδείκνυαν την ζημιά τους στη παρούσα διαδικασία αφού κιόλας στη δικογραφία τους ομιλούν για «υφιστάμενες ζημιές». Δεν αγνοώ ότι αυτό οδηγεί σε κάπως «άδικο αποτέλεσμα» για τους Ενάγοντες, εάν είχαν όντως ζημιά, διότι αφού το Δικαστήριο δεν έχει στη φαρέτρα του το ποσό των ζημιών τους (αν βέβαια αποδεικνύονταν) δεν μπορεί να το αφαιρέσει από το τίμημα που ήδη πληρώθηκε και το οποίο οι Εναγόμενοι ζητούν, έστω και σε λανθασμένο πλαίσιο που εν πάση περιπτώσει δεν αποδείχθηκε. Αυτό όμως επέλεξαν οι ίδιοι οι Ενάγοντες. Σημασία έχει πάντως ότι τα γεγονότα της υπόθεσης όπως έχουν τεθεί ενώπιον μου δίδουν την δυνατότητα επιστροφής του τιμήματος στους Εναγόμενους από μία συμφωνία που τερματίσθηκε και δεν αποδείχθηκαν ζημιές ώστε να αφαιρεθούν (βλ. Kennedy Hotels Ltd v. Indirdjian (1992) 1 A.A.Δ. 400 και Σαουρή ν. Φιλίππου, (2009) 1 Α.Α.Δ 203). Αυτό δεν ισχύει όμως για την απαίτηση τους για τόκους, ούτε καν για νόμιμους τόκους από την ημερομηνία αγωγής αφού προηγουμένως η διαφορά δεν μπορούσε να λυθεί αν το Δικαστήριο δεν αποφάσιζε επί του νομίμου του τερματισμού.

…………………………………………………………………………….………...».

 

 

        Η ως άνω εντρύφηση, μας βρίσκει συγκλίνοντες, με βάση, πάντα, τα περιστατικά της υπόθεσης και όσα, σε τελευταία ανάλυση, τη συναπάρτισαν.

        Αν κάτι θα μπορούσε να προστεθεί, είναι πως η υπό αναφορά πραγμάτευση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ευθυγραμμίζεται και με άλλη νομολογία της εποχής αλλά και πιο επίκαιρη (Κουδουνάρη-Βερναρδάκη ν. Oldendorff, Π.Ε. 95/12, ημ. 20.1.17, Evelthon Developments Ltd και Άλλου ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2486, 2497-2498, Δρυάδης και Άλλης ν. Καλησπέρα (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 881, 891).

        Δεν συντρέχει λόγος για εφετειακή παρέμβαση.

        Ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.

        Με τον λόγο έφεσης 2, οι Εφεσείοντες λέγουν, κατά βάσιν, πως είχαν καθορίσει με τους Εφεσίβλητους εκ των προτέρων τα αντίστοιχα δικαιώματα και υποχρεώσεις τους ως το περιεχόμενο των επίδικων συμφωνιών, με επακόλουθο την άστοχη εκ των πραγμάτων εφαρμογή από το Πρωτόδικο Δικαστήριο τής αρχής περί υποχρέωσης απόδειξης ζημιών από το αναίτιο μέρος.

        Μήτε και αυτή την άποψη των Εφεσειόντων συμμεριζόμαστε.

        Το αναίτιο μέρος σε μια σύμβαση έχει, κατά κανόνα, το δικαίωμα να ζητήσει εκπλήρωση της, αξιώνοντας επέκεινα τις απορρέουσες αποζημιώσεις, ή εναλλακτικώς να τερματίσει νομίμως τη σύμβαση και να απαιτήσει τις σχετικές αποζημιώσεις, όχι όμως και υλοποίηση της σύμβασης, η οποία, στη συνήθη πορεία των πραγμάτων, παύει να ισχύει και να παράγει έννομα αποτελέσματα (Εταιρεία J.K. Vavlitis (Hotels & Leisure) Ltd v. Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου Προνοίας του Τακτικού Ωρομίσθιου Κυβερνητικού Προσωπικού, Π.Ε. 31/13, ημ. 30.1.19).

        Στην Ποιηταρίδη ν. Anopa Investments Limited, Π.Ε. 260/11, ημ. 25.5.18, το Εφετείο υπογράμμισε και τούτα τα σχετικά με όσα εδώ απασχολούν:

        «......................................................................................................................

Εξετάζοντας τις θέσεις των διαδίκων όπως διαγράφονται στα δικόγραφα τους και τις θεραπείες που ζητούνται με την Έκθεση Απαίτησης, θα πρέπει να λεχθεί ότι δεν διαλανθάνει της προσοχής του Εφετείου ότι οι διαζευκτικές βάσεις των θεραπειών της Έκθεσης Απαίτησης είναι αντιφατικές μεταξύ τους. Και εξηγούμε. Η εφεσίβλητη με την έκθεση Απαίτησης της διεκδικούσε δυο είδη θεραπειών διαζευκτικά. Ο κύριος κορμός των θεραπειών του πρώτου σκέλους ήταν η μεταβίβαση στην εφεσίβλητη της κατοικίας μαζί με δηλώσεις συναφείς με το δικαίωμα αγοράς και τη μεταβίβαση της κατοικίας επ' ονόματι της καθώς και δηλώσεις σε σχέση με το πληρεξούσιο που αφορούσε στη μεταβίβαση, αξιώσεις που θεμελιώνονται στη βάση μιας έγκυρης και σε ισχύ συμφωνίας. Τις θεραπείες αυτές προώθησε η εφεσίβλητη μέχρι το τέλος της ακροαματικής διαδικασίας. Το δεύτερο σκέλος των θεραπειών αναφέρεται μόνο σε αποζημιώσεις, που θεμελιώνονται στον τερματισμό της συμφωνίας ενόψει διάρρηξης της συμφωνίας από πλευράς εφεσείουσας (βλ. το σύγγραμμα Π. Γ. Πολυβίου: «Η Σύμβαση στο Κυπριακό Δίκαιο», Θεωρία και Πράξη, σελ. 680, 681). Στην υπόθεση Metaxas Loizides Syrimis & Co v. L.K. Globalsoft Com. Ltd (2007) 1 (AAAΔ.54 στη σελ. 63 αναφέρονται τα εξής:

 

«Αποτελεί κοινό τόπο στο δίκαιο των συμβάσεων ότι το αναίτιο μέρος έχει διάφορες επιλογές: είτε να θεωρήσει την παράβαση από το υπαίτιο μέρος ως τερματίζουσα τη σύμβαση, να αποδεχθεί τον τερματισμό εκ μέρους του υπαίτιου μέρους και να εγείρει αγωγή για αποζημιώσεις, οπότε και οι δύο πλευρές απαλλάσσονται από την περαιτέρω εκτέλεση και επιπλέον αποζημιώσεις για τυχόν ζημιά που προέκυψε από την αργοπορία στην εκτέλεση. Δύναται επίσης να προχωρήσει και με τις δύο πιο πάνω θεραπείες διαζευκτικά, αν και στη δίκη θα πρέπει να επιλέξει ποια εν τέλει θα ακολουθήσει. Αν ο πωλητής αποδεχθεί την παράβαση και τερματίσει τη σύμβαση, δεν μπορεί να ζητήσει ειδική εκτέλεση εφόσον και οι δύο πλευρές απαλλάσσονται από την περαιτέρω εκτέλεση. Όπου η ειδική εκτέλεση παραμένει επιλογή και εκδίδεται σχετικό διάταγμα, η σύμβαση παραμένει σε ισχύ και δεν απορροφάται ("merged") στη δικαστική απόφαση για ειδική εκτέλεση. Η επιλογή εδώ είναι για συνέχιση της σύμβασης υπό την επίβλεψη του Δικαστηρίου. Τέλος, αν ο αγοραστής δεν συμμορφωθεί με το διάταγμα για ειδική εκτέλεση, τότε ο πωλητής (το αναίτιο μέρος) δύναται είτε να ζητήσει από το Δικαστήριο την εφαρμογή του διατάγματος, είτε να αιτηθεί από το Δικαστήριο την ακύρωση του διατάγματος και να ζητήσει σ' εκείνο το στάδιο τον τερματισμό της σύμβασης και να του αποδοθούν αποζημιώσεις.»

Ο πιο πάνω κανόνας στο δίκαιο των Συμβάσεων υιοθετήθηκε στη συνέχεια στην πρόσφατη απόφαση Επενδυτικό Συγκρότημα Συνεργατικών Εταιρειών «Λευκόνοικο» Λτδ ν. Εμπορική Κεφαλαίου και Συμμετόχων Α.Ε. κα(2012) 1(Α) ΑΑΔ 2691, 2705.

.....................................................................................................................».

 

        Δεν υπάρχει κατιτί άλλο να προστεθεί εδώ.

        Ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.

        Με τον λόγο έφεσης 3 πλήττεται η πρωτόδικη απόφανση εν σχέσει προς την επιτυχία της Ανταπαίτησης, και τούτο επειδή, κατά την ανάπτυξη των σκέψεων των Εφεσειόντων στο περίγραμμα αγόρευσης, η κρίση τούτη « είναι άδικη και αβάσιμη …» αφού δεν λαμβάνει υπόψη τα γεγονότα της υπόθεσης και την ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία, και «… έρχεται σε αντίθεση με τα ίδια τα ευρήματα του Δικαστηρίου …» επιβραβεύοντας εν τίνι τρόπω «… το ένοχο μέρος το οποίο με την συμπεριφορά και τις πράξεις του όχι μόνο προκαλεί ζημιές και απώλειες στους Ενάγοντες, αλλά τους εμποδίζει από του να εφαρμόσουν τους συμβατικούς όρους των μεταξύ τους συμφωνιών και συγκεκριμένα με την διατήρηση του Πωλητηρίου Εγγράφου στο Κτηματολόγιο ο εναγόμενος εμποδίζει τους Ενάγοντες να πωλήσουν το ακίνητο ώστε να κάνουν συγκεκριμένη και πραγματική την ζημιά τους και να διεκδικήσουν αποζημιώσεις από τον Εναγόμενο …».

        Διαφωνούμε και με αυτή τη θεώρηση των Εφεσειόντων.

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε το ποσό των €798.224,30, όχι στη βάση απόδοσης stricto sensu αποζημιώσεων, αλλά επιστροφής καταβληθέντος τιμήματος στους Εφεσίβλητους από «… μία συμφωνία που τερματίσθηκε και δεν αποδείχθηκαν ζημιές ώστε να αφαιρεθούν …».

        Στην Ανδρέας Γ. Αφαντίτης & Υιοί Λτδ ν. Ηλιάδη (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 564, 570-571, στην οποία εύστοχα μας παρέπεμψε ο συνήγορος των Εφεσίβλητων, ο εκεί εφεσίβλητος αγόρασε από τους εφεσείοντες επί πιστώσει ένα τρακτέρ και άλλα γεωργικά μηχανήματα καταβάλλοντας έναντι της συμφωνηθείσας τιμής πώλησης ποσό Λ.Κ.3.000,00. Ύστερα από περιπλοκές, ο εφεσίβλητος τερμάτισε τη συμφωνία απαιτώντας, ματαίως, από τους εφεσείοντες επιστροφή των λεφτών του. Ο εφεσίβλητος ήγειρε αγωγή, με τους εφεσείοντες να αρνούνται την απαίτηση και να ανταξιώνουν το υπόλοιπο τίμημα πώλησης, και διαζευκτικώς, το ισόποσο ως αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας. Το Εφετείο απέρριψε την έφεση κατά τα ακόλουθα:

«…………………………...………………………………………………………….

Μετά την καταγγελία της συμφωνίας από τον εφεσίβλητο, οι εφεσείοντες θεώρησαν αρχικά τη συμφωνία ως υφιστάμενη. Τούτο συνάγεται τόσο από το περιεχόμενο της επιστολής του δικηγόρου τους προς το δικηγόρο του εφεσίβλητου όσο και από τη μαρτυρία του κ. Φ. Νεοκλέους (ΜΥ1). Ωστόσο, παρά την πιο πάνω στάση που αρχικά τήρησαν οι εφεσείοντες, η συνέχεια καταδείχνει πως με τη συμπεριφορά τους αποδέχθηκαν τελικά την καταγγελία θεωρώντας ως μη υφιστάμενη πλέον τη σύμβαση. Όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, οι εφεσείοντες δεν προχώρησαν στη συμπλήρωση της διαδικασίας της εγγραφής του τράκτορ και συνεπώς δεν ήταν ποτέ έτοιμοι να παραδώσουν τούτο στον εφεσίβλητο ή και να τον καλέσουν να το παραλάβει μέσα σε εύλογο χρόνο σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 45 του νόμου. Η στάση των εφεσειόντων, όπως διαμορφώθηκε στην πορεία των γεγονότων, φανερώνει ότι θεώρησαν τη σύμβαση ως ακυρωθείσα. Έπεται πως ό,τι αυτοί δικαιούνται είναι αποζημιώσεις και όχι το υπόλοιπο του τιμήματος εφόσον, για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί, ουδέποτε τον κάλεσαν να το παραλάβει. Ορθή επίσης είναι και η διαπίστωση του δικάσαντος δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες δεν έπραξαν ο,τιδήποτε για μείωση της ζημιάς τους ώστε να έχουν δικαίωμα αποζημίωσης. Ορθή θεωρούμε και τη διαπίστωση ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν οποιαδήποτε ζημιά, γεγονός που οδήγησε στην απόρριψη της ανταπαίτησης. [...]Με δεδομένο πλέον το γεγονός ότι οι εφεσείοντες, μετά την καταγγελία της σύμβασης από τον εφεσίβλητο, θεώρησαν τη σύμβαση ως ακυρωθείσα το δε τράκτορ παρέμεινε στην κατοχή τους, το δικαστήριο ορθά αποφάσισε την επιστροφή της προκαταβολής εκ £3000 στον εφεσίβλητο.

..…………………………………………………………………………………….».

        Υπό αυτή την οπτική - και με κατά νουν πάντοτε τα όσα προείπαμε σε σχέση προς τους λόγους έφεσης 1 και 2 και ειδικότερα για τα περί αποτυχίας των Εφεσειόντων να αποδείξουν οποιαδήποτε ζημιά - η προσβαλλόμενη απόληξη τού Πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίνεται, με κάθε σεβασμό, ανυπόστατη.

        Ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.

        Κατ’ ακολουθίαν, ουδείς των λόγων έφεσης ευσταθεί, με κάποιες άλλες εκφάνσεις τους παρεμπιπτόντως - και με τις οποίες δεν ενασχοληθήκαμε ευθέως - να συμπαρασύρονται σε απόρριψη ως εκ των άλλων διαπιστώσεων μας που άπτονται τού πυρήνα της Πρωτόδικης Απόφασης, ο οποίος, για τους λόγους που εξηγήσαμε, παρέμεινε άσειστος από πάσης απόψεως.

        Η έφεση απορρίπτεται.

        Επιδικάζουμε έξοδα ύψους €6.800,00, συν ΦΠΑ (αν υπάρχει), υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον των Εφεσειόντων.

 

                                                          Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                                          Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

                                                          Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.                                                              

/κβπ



[1] Η μνεία αφορά, μεταξύ άλλων, στο Άρθρο 73 του Περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149, οι πρόνοιες του οποίου  έχουν ως εξής:

«[73].-(1) Σε περίπτωση παράβασης της σύμβασης, ο συμβαλλόμενος που ζημιώνεται από την εν λόγω παράβαση έχει δικαίωμα αποζημίωσης από τον υπαίτιο αντισυμβαλλόμενο, για τη ζημιά ή απώλεια που υπέστη συνεπεία αυτής, η οποία προέκυψε φυσικά κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την εν λόγω παράβαση ή την οποία οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν όταν συνήπτετο η σύμβαση, ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράβασης της σύμβασης.

Καμιά αποζημίωση δεν καταβάλλεται για απομακρυσμένη και έμμεση απώλεια ή ζημιά που προξενήθηκε συνεπεία παράβασης της σύμβασης.

(2) Το πρόσωπο το οποίο ζημιώνεται από τη μη εκπλήρωση υποχρέωσης που προσομοιάζει με τις συμβατικές, δικαιούται να λάβει από τον υπαίτιο την ίδια αποζημίωση, ωσάν να επρόκειτο για παράβαση σύμβασης.

(3) Κατά τον υπολογισμό της απώλειας ή της ζημιάς που προέκυψε από την παράβαση της σύμβασης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα μέσα τα οποία υπήρχαν για θεραπεία της δυσχέρειας η οποία προκλήθηκε συνεπεία της μη εκτέλεσης της σύμβασης».

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο