MOLVI ESTATES LTD v. ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΙΜΩΝΟΣ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε193/2015, 9/5/2023

ECLI:CY:AD:2023:A159

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε193/2015)

 

9 Μαΐου 2023

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]

 

MOLVI ESTATES LTD,

 

Εφεσείοντες/Ενάγοντες,

ν.

 

1.   ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΙΜΩΝΟΣ,

2.   HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LTD,

 

Εφεσίβλητων/Εναγόμενων.

____________________

 

Α. Μελάς για Κ. Μελάς και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.

Α. Γλυκής για Ηλία Νεοκλέους και Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο 1.

Ντ. Σαβεριάδης για Κ. Κ. Σαβεριάδης και Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους 2.

 

    Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Με τέσσερις λόγους έφεσης η Εφεσείουσα εταιρεία προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της για προσωρινό διάταγμα με το οποίο «να αναστέλλεται η ισχύς και/ή εκτελεστότητα» του διορισμού του Εφεσίβλητου 1 ως παραλήπτη και διαχειριστή της.  Με την αίτηση επιζητείτο ακόμα η έκδοση αριθμού απαγορευτικών διαταγμάτων αναφορικά με τη διαχείριση επιμέρους περιουσιακών στοιχείων της Εφεσείουσας που ουσιαστικά θα είχαν ανάλογο αποτέλεσμα, περιορίζοντας την ευχέρεια του Εφεσίβλητου 1 κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ως παραλήπτης-διαχειριστής της περιουσίας της.  

 

Η αίτηση είχε καταχωριστεί στο πλαίσιο της αγωγής που την 24.3.2015 καταχώρισε η Εφεσείουσα για την ακύρωση του εν λόγω διορισμού, που είχε γίνει την 3.11.2014 από την Εφεσίβλητη 2, δυνάμει πρόνοιας ομολόγου επιβάρυνσης της επιχείρησης και των περιουσιακών στοιχείων της Εφεσείουσας προς όφελος της Εφεσίβλητης 2.  

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν πληρούνταν οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του Άρθρου 32  του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/1960 και αυτό ήταν ασφαλώς μοιραίο για την έκβαση της αίτησης.  Επικουρικά και μόνο εξέτασε και την τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32, για να αποφανθεί πως ούτε αυτή ικανοποιείτο και περαιτέρω έκρινε πως, ακόμα και αν όλες οι προϋποθέσεις ικανοποιούνταν, το ισοζύγιο της ευχέρειας δεν έκλινε υπέρ της έγκρισης της αίτησης, αφού ο Εφεσίβλητος 1 ασκούσε τα καθήκοντα του ως παραλήπτης-διαχειριστής από τέσσερις περίπου μήνες πριν την καταχώριση της.   

 

Η καταλυτική διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι δεν υπήρχε ορατή πιθανότητα επιτυχίας στο ζήτημα που εγειρόταν με την αγωγή, την ακύρωση δηλαδή του διορισμού, αφού, όπως αποφάνθηκε, η Εφεσείουσα δεν είχε παρουσιάσει «κανένα στοιχείο που να προσβάλλει την εκ πρώτης όψεως εγκυρότητα του διορισμού».

 

Με το λόγο έφεσης 1 προσβάλλονται ως εσφαλμένα «Τα ευρήματα και διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα» του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα πραγματικά γεγονότα και τις περιστάσεις της υπόθεσης, ενώ με το λόγο έφεσης 2 προβάλλεται ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν πληρούνταν οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του Άρθρου 32 είναι εσφαλμένη και έρχεται σε αντίθεση με τις εφαρμοστέες νομικές και νομολογιακές αρχές.   Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 συμπλέκονται και θα εξεταστούν μαζί.

 

    Παγιωμένη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου υποδεικνύει ότι κατά την εξέταση αιτήσεων για προσωρινά διατάγματα το Δικαστήριο δεν αποφασίζει επί της απαίτησης του ενάγοντα και επιμελώς θα πρέπει να αποφεύγει την κρίση της ουσίας της αγωγής.  Περιορίζεται και προσεγγίζει το μαρτυρικό υλικό με μόνο σκοπό τη διακρίβωση της ύπαρξης ή όχι των προϋποθέσεων του Άρθρου 32 και κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα (Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263, 267-8).  Οποιεσδήποτε διαπιστώσεις γίνονται για σκοπούς της εξέτασης της έκδοσης ή όχι του προσωρινού διατάγματος και όλα τα ζητήματα που εγείρονται στην αγωγή παραμένουν ζωντανά για να αποφασιστούν όταν θα εκδικαστεί η ουσία της (Δημοκρατία της Σλοβενίας ν. Beogradska Banka D.D. (1999) 1(A) A.A.Δ. 225, 236).

 

    Το παράπονο της Εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την ουσία της αγωγής δεν βρίσκει έρεισμα στο κείμενο της πρωτόδικης απόφασης, αλλά ούτε και θα μπορούσε αντικειμενικά να υποστηριχτεί ότι έτσι έγινε.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε υπόψη του τις πιο πάνω αρχές, όπως αποκαλύπτεται από την παραπομπή του στην Επίσημος Παραλήπτης κ.ά. ν. Nicantony Tr. Co. Ltd (1998) 1(Γ) A.A.Δ. 1653, 1659 και επεσήμανε επανειλημμένα το πλαίσιο μέσα στο οποίο αξιοποίησε το μαρτυρικό υλικό που είχε τεθεί ενώπιον του.

 

    Από τα όσα λοιπόν είχαν τεθεί ενώπιον του, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ήταν κοινό έδαφος η ύπαρξη του ομόλογου προς όφελος της Εφεσίβλητης 2, που κάλυπτε ολόκληρη την επιχείρηση και όλη την περιουσία της Εφεσείουσας και που εξασφάλιζε ποσό μέχρι €513.000.  Η Εφεσίβλητη 2 είχε δανειοδοτήσει την Εφεσείουσα και το ομόλογο της παρείχε το δικαίωμα να διορίσει παραλήπτη-διαχειριστή της περιουσίας της Εφεσείουσας, μεταξύ άλλων και στην περίπτωση που θα είχε ζητήσει γραπτώς την εξόφληση του χρεωστικού υπολοίπου και αυτό δεν πληρωνόταν από την Εφεσείουσα.  Ήταν παραδεχτό εκ μέρους της Εφεσείουσας ότι είχε λάβει την επιστολή ημερ.30.11.2012 με την οποία η Εφεσίβλητη 2 καθιστούσε απαιτητό ολόκληρο το, κατά την θέση της, χρέος.  Επιστολή με την οποία η Εφεσείουσα καλείτο να αποπληρώσει το χρέος της αποστάλθηκε και την 31.7.2013, και αυτή τη φορά χωρίς ανταπόκριση, για να ακολουθήσει σύντομα μετά η καταχώριση αγωγής από την Εφεσίβλητη 2 για την είσπραξη του λαβείν της.  Ο διορισμός του Εφεσίβλητου 1 ακολούθησε αρκετά μετά, με την προαναφερθείσα επιστολή ημερ.3.11.2014.

 

    Στην αγωγή της, η Εφεσείουσα επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων, δόλο και ψευδείς παραστάσεις εκ μέρους της Εφεσίβλητης 2 κατά τη συνομολόγηση του ομόλογου και ότι ο διορισμός του Εφεσίβλητου 1 ήταν άκυρος, παράνομος και καταχρηστικός.  Στην αίτηση της αμφισβητούσε το ύψος του χρέους.  Αυτό αναφέρει ήταν ζήτημα που θα αποφασιζόταν στην αγωγή που η Εφεσίβλητη 2 είχε καταχωρίσει εναντίον της.  Στην Έκθεση Υπεράσπισης της στην αγωγή εκείνη, η Εφεσείουσα επικαλείτο, μεταξύ άλλων, ακυρότητα των συμφωνιών δανείων, ψυχική πίεση, ψευδείς παραστάσεις, παράνομους και καταχρηστικούς όρους και διαβεβαιώσεις για παράταση χρόνου, όμως στα πλαίσια της επίδικης αίτησης δεν έδωσε λεπτομέρειες που θα μπορούσαν εξ αντικειμένου να τεκμηριώσουν τέτοιες υπερασπίσεις.

 

    Αναφορικά με τη δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 αναφέρεται στην Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita - Aluminium Co Ltd κ.α. (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2015, 2041, ότι αυτό που πρέπει να αποκαλύπτεται από την ένορκη δήλωση είναι ότι ο ενάγων έχει προοπτικές επιτυχίας οι οποίες υφίστανται στην ουσία και στην πραγματικότητα.  Στην Πουργουρίδη κ.α. ν. Μέζου κ.α. (1994) 1 Α.Α.Δ. 201, 207 αναφέρθηκε ότι η έννοια της πιθανότητας περικλείει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά και κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων που είναι το μέτρο απόδειξης στις αστικές υποθέσεις.  Αυτό που απαιτείται από τον αιτητή είναι να δείξει ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας.  Στην Κυτάλα κ.α. ν. Χρυσάνθου κ.α. (1996) 1 Α.Α.Δ. 253, 257-8, εξηγήθηκε, και αυτό είναι το ουσιώδες, ότι η μαρτυρία πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια σε γεγονότα από τα οποία να καταδεικνύεται η ύπαρξη πιθανότητας.  Επισημάνθηκε, ακόμα, ότι η προοπτική επιτυχίας δεν μπορεί παρά να εξετάζεται στη βάση μαρτυρίας.

 

    Δεν ήταν επομένως αρκετό το περιεχόμενο της Γενικής Οπισθογράφησης της αγωγής της Εφεσείουσας, ούτε η παρουσίαση της Έκθεσης Υπεράσπισης που είχε καταχωρίσει στην αγωγή της Εφεσίβλητης 2, όπου προβάλλονταν οι ισχυρισμοί της.  Θα έπρεπε να είχαν περιγραφεί τέτοια γεγονότα που να καθιστούσαν τις προβαλλόμενες θέσεις να έχουν προοπτική επιτυχίας.

 

    Συγκεκριμένη θέση που προέβαλε η Εφεσείουσα ήταν ότι είχε συμφωνήσει με την Εφεσίβλητη παράταση αποπληρωμής των δανείων της μέχρι 21.12.2012, και επομένως ο τερματισμός των συμφωνιών των δανείων, που έγινε με την ίδια την επιστολή ζήτησης ημερ.30.11.2012, ήταν πρόωρος.  Παρουσίασε προς τούτο τις σχετικές τροποποιητικές συμφωνίες

 

    Στις τροποποιητικές συμφωνίες αναφερόταν ότι ετροποποιείτο ο σχετικός όρος ώστε «Το δάνειο εξαιρουμένων των τόκων και χρεώσεων θα είναι πληρωτέο με ΜΙΑ ΔΟΣΗ ΤΗΝ 31/12/2012 για πλήρη εξόφληση», αλλά ότι όλοι οι άλλοι όροι της συμφωνίας δανείου παρέμεναν οι ίδιοι.  Στις συμφωνίες των δανείων προνοείτο η χρέωση τόκου και ότι αυτός ήταν πληρωτέος την 30ην Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου κάθε χρόνου, στη δε επιστολή ημερ.30.11.2012 γινόταν μεν αναφορά στα χρεωστικά υπόλοιπα των δύο δανείων (€2.326.512 και €4.925.095) αλλά αναφέρονταν και τα καθυστερημένα ποσά (€288.508 και €662.765) που εκ πρώτης στοιχειοθετούσαν την παραβίαση των όρων αποπληρωμής από την Εφεσείουσα και παρείχαν στην Εφεσίβλητη 2 το δικαίωμα τερματισμού των συμφωνιών.  Τα στοιχεία αυτά προέκυπταν από τα έγγραφα που η Εφεσείουσα είχε επισυνάψει με την ένορκη δήλωση που υποστήριζαν την αίτηση της και λήφθηκαν υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο που δικαιολογείτο, στη βάση του τι αποκάλυπταν στο πρόσωπο τους και για σκοπούς του Άρθρου 32 να προβεί στις διαπιστώσεις που καταγράφει στην απόφαση του.

 

    Η Εφεσείουσα ήγειρε πρωτόδικα και επανέλαβε ενώπιον μας ζήτημα αναφορικά με το ποσό που εξασφαλιζόταν με το ομόλογο, €513.000, υποδεικνύοντας ότι τόσο με την επιστολή ημερ. 30.11.2012, όσο και με την επιστολή ημερ.31.7.2013 το ποσό του ισχυριζόμενου χρέους και για το οποίο ζητείτο αποπληρωμή ήταν πολύ πιο μεγάλο, €7.251.607 και €8.093.684,78 αντίστοιχα.  Ήταν και είναι, σε αυτή τη βάση η θέση της Εφεσείουσας, ότι δεν απαιτήθηκε αποπληρωμή του ποσού που το ομόλογο εξασφάλιζε.

 

    Η Εφεσίβλητη 2 ζήτησε το ποσό που, σύμφωνα με την ίδια, οφειλόταν από την Εφεσείουσα.  Το γεγονός ότι αυτό υπερέβαινε κατά πολύ το ποσό που εξασφάλιζε το ομόλογο, δεν σημαίνει ότι το τελευταίο δεν απαιτήθηκε.  Το μεγαλύτερο ποσό του χρεωστικού υπολοίπου περιελάμβανε το ποσό που το ομόλογο εξασφάλιζε.  Σημασία θα μπορούσε να έχει εφόσον η Εφεσείουσα πλήρωνε το ποσό που εξασφαλιζόταν ώστε το ομόλογο να πάψει να ισχύει, δεν ήταν όμως αυτή η περίπτωση.

 

    Επιχειρηματολόγησε ακόμα η Εφεσείουσα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αντίστρεψε το βάρος απόδειξης αναζητώντας από την Εφεσείουσα να  καταδείξει ότι ο διορισμός του Εφεσίβλητου 1 ήταν παράνομος.  Παράπεμψε σε νομολογία που υποστηρίζει ότι όταν αμφισβητείται ο διορισμός του παραλήπτη-διαχειριστή, το βάρος είναι στους ώμους του ομολογιούχου να αποδείξει τη νομιμότητα του διορισμού σύμφωνα με τους όρους του ομολόγου.

 

     Δεν είναι ορθή η θέση της Εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αντίστρεψε το βάρος απόδειξης.  Πάντα στο επίπεδο εξέτασης των προϋποθέσεων του Άρθρου 32 του Ν.14/1960, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναζήτησε την τεκμηρίωση της βάσης προσβολής της νομιμότητας του διορισμού, έχοντας προηγουμένως εντοπίσει τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες η Εφεσίβλητη 2 προχώρησε στο διορισμό του Εφεσίβλητου 1, και έχοντας διαπιστώσει για σκοπούς της ενώπιον του αίτησης ότι η διαδικασία του διορισμού είχε γίνει σύμφωνα με τους όρους του ομόλογου.  Είναι σε αυτή τη βάση που το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε εκ πρώτης όψεως εγκυρότητα του διορισμού του Εφεσίβλητου 1 ως παραλήπτη-διαχειριστή.  Και είναι σε αυτό το έδαφος που αναζήτησε στη συνέχεια από την Εφεσείουσα την τεκμηρίωση της βάσης προσβολής του διορισμού που επικαλείτο.

 

    Η Εφεσείουσα προσεγγίζει εσφαλμένα το ζήτημα της νομιμοποίησης του διορισμού του παραλήπτη-διαχειριστή και η θέση της ότι όταν ο διορισμός του αμφισβητείται είναι αυτός που οφείλει να αποταθεί στο Δικαστήριο για να νομιμοποιήσει το διορισμό του και ακόμα να ζητήσει προσωρινά διατάγματα, με αναφορά στην Φιλίππου ν. Aqua Sol Hotels Public Company Ltd κ.ά., Αγωγή Αρ.2470/2014 Ε. Δ. Λάρνακας, ημερ.27.10.2014 δεν ήταν εύστοχη.  Εκεί ο παραλήπτης-διαχειριστής εμποδιζόταν στην εκτέλεση των καθηκόντων του και εκ των πραγμάτων αναζήτησε την προστασία του Δικαστηρίου.   

 

Καταλήγουμε ότι οι λόγοι έφεσης 1 και 2 δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.  Καθίσταται επομένως αχρείαστο να εξετάσουμε τους λόγους έφεσης 3 και 4.

 

Η έφεση απορρίπτεται. 

 

Επιδικάζονται €2.500 πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, έξοδα της έφεσης ξεχωριστά υπέρ του Εφεσίβλητου 1 και υπέρ της Εφεσίβλητης 2, όλα εναντίον της Εφεσείουσας.

 

 

 

X. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο