ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 09/03/23, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ v. -, Πολιτική Αίτηση Αρ. 58/2023, 20/6/2023

ECLI:CY:AD:2023:D220

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 58/2023)

(i-justice)

 

20 Ιουνίου, 2023

 

[Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.]

 
 
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,

 

ΚΑΙ
 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018,
 
ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 09/03/23, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΣΤ. 2733 Κ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, ΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΟΙΚΙΑΣ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ X.X., ΣΤΗΝ ΟΔΟ [ ] ΚΑΙ  ΤΟΥ ΟΧΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΜΕ ΑΡ. ΕΓΓΡΑΦΗΣ [ ], ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 155, ΑΡΘΡΑ 27 ΚΑΙ 28
 

---------------------------------

 

 

ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΑΙΤΗΣΗ (EX PARTE) ΓΙΑ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ  ΧΡΟΝΟΥ ΤΩΝ 45 ΗΜΕΡΩΝ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΜΟΝΟΜΕΡΟΥΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΔΙΑ ΚΛΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI.

      --------------------------------

 

   Αλ. Κληρίδης για Φοίβο, Χρίστο Κληρίδη & Συνεργάτες ΔΕΠΕ,  για τον Αιτητή.

  Θ. Παπακυριακού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού  Εισαγγελέα.

    ------------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

     Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:     Στη Θεοδούλου (Αρ. 1) (1990) 1 ΑΑΔ, 438, 443 λέχθηκαν τα ακόλουθα ενδιαφέροντα από τον Γ. Μ. Πική, Δ. (ως ήταν τότε), σε σχέση με το χρόνο εντός του οποίου θα πρέπει να υποβάλλονται αιτήσεις που αφορούν σε προνομιακά εντάλματα:

 

«Η χορήγηση των προνομιακών ενταλμάτων (με μια εξαίρεση) είναι προαιρετική. Η έκδοσή τους, καθώς και η παροχή άδειας για τον ίδιο σκοπό, ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. Τα προνομιακά εντάλματα σκοπούν στη διασφάλιση, μέσο του δικαστικού ελέγχου, της νομιμότητας κυρίως σε ό,τι αφορά τη λειτουργία των κατώτερων δικαστηρίων. Συνεπώς, η αίτηση πρέπει να γίνεται καλόπιστα για την προστασία των δικαιωμάτων του αιτητή με την αποκατάσταση της νομιμότητας. Ο χρόνος μέσα στον οποίο υποβάλλεται αποτελεί ουσιώδη παράγοντα για την ανάληψη και την άσκηση της δικαιοδοσίας. Όπως επισημαίνεται στην υπόθεση In Re Aeroporos and Others (1988) 1 C.L.R. 303 το στοιχείο του χρόνου είναι τόσο σημαντικό ώστε να έχει οδηγήσει στην Αγγλία στη θέσπιση του R.S.C. Ord. 53 r.2(2) με την οποία καθιερώνεται το χρονικό διάστημα των έξι μηνών ως το ανώτατο χρονικό όριο για την υποβολή αίτησης για την έκδοση Certiorari. Κάθε καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης πρέπει να αιτιολογείται και όσο μεγαλύτερη, ανάλογα μεγαλύτερο είναι και το εμπόδιο που πρέπει να υπερπηδηθεί για την παροχή άδειας.»

 

     Κατά τον χρόνο  έκδοσης της πιο πάνω απόφασης, δεν υπήρχε Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο οποίος καθόριζε τον χρόνο εντός του οποίου θα έπρεπε να υποβάλλεται αίτηση για εξασφάλιση άδειας από το Ανώτατο Δικαστήριο για καταχώριση  αίτησης δια κλήσεως για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων.  Όμως, δεν ήταν λίγες οι φορές που μονομερείς αιτήσεις για εξασφάλιση άδειας, είχαν απορριφθεί λόγω καθυστέρησης (Αργυρού (Αρ. 2) (1993) 1 Α.Α.Δ. 457, 462 και Κτηματικές Επιχ. Ανδρέας Ευριπίδη Διογένους Λτδ (2015) 1(Β) Α.Α.Δ. 1818, ECLI:CY:AD:2015:D558, 1827).     Για ό,τι αξίζει να σημειώσω πως τέτοια άδεια δεν χρειάζεται και ουδέποτε χρειαζόταν για καταχώριση αίτησης που αφορά σε Habeas Corpus (Δημητράκης Χ΄΄ Σάββα (1993) 1 Α.Α.Δ. 102, 108)     

 

     Στις 18.5.2018 το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε τον περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2018, σύμφωνα με τον οποίο:

 

«5. (1) Αίτηση για άδεια καταχωρείται το συντομότερο από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, διατάγματος ή πράξης.  Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 45 ημέρες από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, διατάγματος ή πράξης.

 

(2)  Το Δικαστήριο δύναται να επεκτείνει την προθεσμία που αναφέρεται στην παράγραφο (1) του παρόντος Κανονισμού εάν καταδειχθούν εξαιρετικές περιστάσεις που παρεμπόδισαν τον αιτητή να καταχωρήσει την αίτηση του εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας.»

 

      

      Οι πιο πάνω πρόνοιες είναι σαφείς.   Καθορίζουν πως η αίτηση για άδεια καταχωρείται το αργότερο εντός 45 ημερών από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, διατάγματος ή πράξης.   Όπως λέχθηκε στην Πολ. ΄Εφ. Αρ. 280/21, M. A. Christodoulou Investments Ltd v. Αδελφοί Ανδρέου & Σταύρου Χρίστου (Εμπόροι) Λτδ, ημερ. 8.2.2023:

 

«… Ό,τι είναι σημαντικό για σκοπούς προθεσμίας είναι πως ο χρόνος προς καταχώρηση αίτησης για παροχή άδειας αρχίζει, όπως διαλαμβάνει, ο ειδικός περί τούτου, Κανονισμός 5(1), από την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης.  Υπάρχει δε δυνατότητα παράτασης του χρόνου, με βάση τον Κανονισμό 5(2), εάν καταδειχθούν εξαιρετικές περιστάσεις που παρεμπόδισαν την καταχώρηση αίτησης εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας. ΄Ετσι θα έπρεπε να είχε πράξει η πλευρά της Εφεσίβλητης, προβάλλοντας τον ισχυρισμό της έλλειψης γνώσης των κρίσιμων γεγονότων. Δεν το έπραξε όμως και αυτό ήταν μοιραίο.»

   

      Στην απόφαση της Ολομέλειας, ημερ. 10.12.2020, Αναφορικά με την Αίτηση του ΧΧΧ Manuel Puhler, από τη Γερμανία, για επέκταση του χρόνου για καταχώριση αίτησης για άδεια καταχώρισης αίτησης για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari, λέχθηκαν τα ακόλουθα για τις εξαιρετικές περιστάσεις:

 

«… οι «εξαιρετικές περιστάσεις», που αναφέρονται στον Κ.5, όπως προκύπτει από τη χρήση της λέξης «εξαιρετικές», πρέπει να είναι υφιστάμενες περιστάσεις, οι οποίες παρεμποδίζουν τον αιτητή από του να αποταθεί έγκαιρα στο Δικαστήριο προς διεκδίκηση θεραπείας. Ο λόγος που επιζητείται παράταση, δυνάμει του Κ.5, θα πρέπει, αντικειμενικά κρινόμενος, να αποτελεί έναν ιδιαίτερο, πέραν του συνηθισμένου, λόγο που δεν επέτρεψε στον αιτητή να αποταθεί στο Δικαστήριο για προνομιακή θεραπεία, εντός του χρόνου που προβλέπεται από τον Κανονισμό και το συμφέρον της δικαιοσύνης να απαιτεί την επέκταση του χρόνου.»

 

 

 

      Ο Αιτητής με την υπό εκδίκαση αίτηση, αξιώνει «Διάταγμα/Απόφαση/Οδηγίες του Σεβαστού Ανωτάτου Δικαστηρίου» για επέκταση της προθεσμίας των 45 ημερών για την οποία γίνεται αναφορά στον πιο πάνω Διαδικαστικό Κανονισμό, για να καταχωρίσει μονομερή αίτηση για εξασφάλιση άδειας για καταχώριση  αίτησης δια κλήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, με το οποίο να ακυρώνεται δικαστικό ένταλμα έρευνας που εξεδόθη στις 9.3.2023, το οποίο αφορούσε στην οικία και σε μηχανοκίνητο όχημα του.    Κατά την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας  στις 25.3.2023, η Αστυνομία φέρεται να εντόπισε στην οικία του ναρκωτικές ουσίες, τις οποίες και κατέσχεσε.    Κατά τον χρόνο καταχώρισης της υπό εκδίκαση αίτησης, 18.5.2023, είχαν παρέλθει οι 45 ημέρες όχι μόνο από την ημερομηνία έκδοσης του εντάλματος έρευνας αλλά και από την ημερομηνία εκτέλεσης του.            

    Τα γεγονότα που υποστηρίζουν την μονομερή αίτηση, εκτίθενται σε επισυνημμένη ένορκη δήλωση ημερομηνίας επίσης 18.5.2023 του δικηγόρου κ. Χρίστου Μεσαρίτη.    Μελετώντας την εν λόγω ένορκη δήλωση, διαπίστωσα πως σε αυτήν γινόταν αναφορά σε επιλήψιμη συμπεριφορά της Κυπριακής Αστυνομίας κατά την έρευνα της οικίας του Αιτητή (ότι δηλαδή η Αστυνομία δεν του επέδειξε το ένταλμα έρευνας, παρόλο που αξιώθηκε κάτι τέτοιο από τον Αιτητή, και ότι η Αστυνομία του άφησε να νοηθεί πως τέτοιο ένταλμα έρευνας δεν εξεδόθη).   Είναι αυτή την κατ΄ ισχυρισμόν συμπεριφορά της Αστυνομίας που ο Αιτητής επικαλείται τώρα για να δικαιολογήσει την αδράνεια του να καταχωρίσει, εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, μονομερή αίτηση για άδεια. 

 

    Στη βάση των πιο πάνω ισχυρισμών, το Δικαστήριο έδωσε οδηγίες όπως η αίτηση επιδοθεί στον Γενικό Εισαγγελέα, για να έχει και τις δικές του θέσεις.    Η αίτηση επεδόθη, ο Γενικός Εισαγγελέας εμφανίστηκε, και στις 8.6.2023 καταχώρισε, με οδηγίες του Δικαστηρίου, ένσταση η οποία υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του Αστ. 2631 Κυριάκου Μιχαηλίδη, ο οποίος,  ως αναφέρει, είναι «… μέλος της ανακριτικής ομάδας η οποία διερευνά την ποινική υπόθεση με αρ. 2998/23 η οποία καταχωρήθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λάρνακας/Αμμοχώστου».  Η εν λόγω ποινική υπόθεση αφορά σε αδικήματα που έχουν να κάνουν με ελεγχόμενα φάρμακα τάξεως Α΄  και Β΄, τα οποία σχετίζονται με τα όσα ανευρέθηκαν, σύμφωνα πάντα με τις θέσεις της Αστυνομίας, στην οικία του Αιτητή.   Σύμφωνα με το περιεχόμενο της ένορκης του δήλωσης, αυτός  ήταν ένας από τους Αστυνομικούς που εισήλθαν στις 25.3.2023 εντός της οικίας του Αιτητή για να εκτελέσουν το εκδοθέν δικαστικό ένταλμα έρευνας.   Στις παραγράφους 3-10 της ένορκης του δήλωσης (το περιεχόμενο των οποίων παρατίθεται αυτολεξεί) αναφέρει τα ακόλουθα:

 

«(3)  Στις 25/03/23 διαπίστωσα ότι ο κατηγορούμενος βρισκόταν εντός της οικίας του και άμεσα, μαζί με άλλους συναδέλφους, προβήκαμε στην εκτέλεση του εντάλματος έρευνας το οποίο είχαμε στην κατοχή μας.

 

(4)  Αναφορικά με τις ενέργειες που προέβηκα τόσο εγώ όσο και οι άλλοι συνάδελφοι που ήταν παρόντες, επισυνάπτω ως Τεκμήριο 1 την οπισθογράφηση του Εντάλματος Έρευνας, όπου αναφέρονται λεπτομερώς όλες οι ενέργειες. 

 

(5)  Τα όσα αναφέρει ο Αιτητής στην Ένορκη Δήλωση αναφορικά με το ότι δεν του υποδείχθηκε το ένταλμα έρευνας, ούτε στην οικία του αλλά ούτε αργότερα στον Αστυνομικό Σταθμό, είναι εντελώς ανεδαφικά και δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

 

(6)  Η πραγματικότητα είναι ότι όπως αναφέρω στο Τεκμήριο 1, όσο και στην κατάθεση μου την οποία επισυνάπτω ως Τεκμήριο 2, με την είσοδο μου στην οικία εντόπισα τον κατηγορούμενο να είναι στο υπνοδωμάτιο του, μόλις πληροφορήθηκε για τους λόγους της εκεί παρουσίας μας και την ύπαρξη εντάλματος έρευνας, ο ίδιος ζήτησε όπως διαβάσει το ένταλμα έρευνας.   Του δόθηκε αμέσως το ένταλμα έρευνας το διάβασε και ξεκινήσαμε την έρευνα της οικίας του στην παρουσία του.

 

(7)   Μετά το πέρας της έρευνας, ο κατηγορούμενος μαζί με τις ναρκωτικές ουσίες που εντοπίστηκαν, μεταφέρθηκαν στα γραφεία της ΥΚΑΝ Λάρνακας.  Ο κατηγορούμενος ζήτησε όπως επικοινωνήσει με τον δικηγόρο του, κ. Κωνσταντίνο Ταμπούρλα ο οποίος μετέβηκε στην ΥΚΑΝ Λάρνακας όπου είχαν ιδιωτική επικοινωνία.

 

(8)   Όπως ενημερώθηκα από την υπόλοιπη ανακριτική ομάδα, την επόμενη ημέρα, ήτοι 26/05/23 ο κατηγορούμενος παρουσιάστηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας/Αμμοχώστου, το οποίο διέταξε την 8ήμερη κράτηση του.

 

(9)  Θα πρέπει να σημειωθεί ότι παρόν στη διαδικασία προσωποκράτησης ήταν και πάλι ο δικηγόρος του, ο οποίος δεν έθεσε οποιοδήποτε ζήτημα, ειδικότερα δεν ζήτησε να παραλάβει αντίγραφο του εντάλματος έρευνας ούτε από την Αστυνομία ούτε από τον δικηγόρο της Δημοκρατίας.

 

(10)  Σημειώνω τέλος, ότι ουδέποτε μας ζητήθηκε είτε από τον ίδιο προσωπικά, είτε από τον δικηγόρο του, η παράδοση αντιγράφου του εντάλματος έρευνας.  Στην περίπτωση που το ζητούσε, θα του παραδιδόταν άμεσα, καθώς αποτελεί υποχρέωση μας με βάση τον Νόμο.»

 

 

     Και οι δύο πλευρές αγόρευσαν προς υποστήριξη των θέσεων τους.  Μάλιστα ο κ. Κληρίδης ετοίμασε και παρέδωσε στο Δικαστήριο εμπεριστατωμένη γραπτή αγόρευση, η οποία καταλαμβάνει 15 δακτυλογραφημένες σελίδες, την  οποία επίσης μελέτησα.

 

      Επανέρχομαι στο περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την Αίτηση.   Ως ελέχθη, η Αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του κ. Χρ. Μεσαρίτη, ο οποίος στην παράγραφο 1 της ένορκης του δήλωσης αναφέρει τα ακόλουθα:

 

 

«Ονομάζομαι Χρίστος Μεσαρίτης και είμαι δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο Φοίβου Χρ. Κληρίδη & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, και γνωρίζω προσωπικά τα γεγονότα της υπόθεσης από την μελέτη του φακέλου αλλά και συναντήσεις που είχαμε με τον ίδιο τον Αιτητή ο οποίος παραμένει υπόδικος στις Κεντρικές Φυλακές.»

 

    Για το γεγονός ότι προβαίνει ο ίδιος σε ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της Αίτησης, και όχι ο Αιτητής, ο κ. Χρ. Μεσαρίτης στην παράγραφο 2 της ένορκης του δήλωσης αναφέρει τα ακόλουθα:

 

«Όπως ανάφερα πιο πάνω, για λόγους αμεσότητας, ταχύτητας και ευκολίας, ο Αιτητής δεν μπορεί να ορκιστεί ο ίδιος αφού βρίσκεται στις Κεντρικές Φυλακές και πρέπει να γίνουν διάφορες διευθετήσεις να μπορέσει να ορκιστεί στην εν λόγω διαδικασία οι οποίες είναι χρονοβόρες και ίσως επηρεάσουν ακόμα και το αντικείμενο της παρούσας αίτησης η οποία σε κάθε περίπτωση πρέπει να γίνεται άμεσα και σίγουρα το συντομότερο δυνατό.»

 

      Κατ΄ αρχάς θα πρέπει να σημειώσω πως δεν συμφωνώ, με κάθε σεβασμό, πως δεν θα μπορούσαν να είχαν γίνει αμέσως διευθετήσεις για να ορκιστεί ο ίδιος ο Αιτητής, που γνωρίζει τα γεγονότα, και ο οποίος βρίσκεται στην Κύπρο.   Κατ΄ επέκταση, δεν συμφωνώ ότι τέτοιες διευθετήσεις είναι εκ προοιμίου χρονοβόρες, ως ο ενόρκως δηλών ισχυρίζεται, θέση η οποία, εν πάση περιπτώσει, ουδόλως υποστηρίζεται από συγκεκριμένα γεγονότα.   Ούτε διαπιστώνω πως και αν ακόμη χρειαζόταν μια ή δύο ημέρες για να προβεί ο ίδιος ο Αιτητής σε ένορκη δήλωση, αυτό θα είχε καταλυτική επίδραση στην Αίτηση του.

 

    Όμως, με δεδομένο ότι μια ένορκη δήλωση δεν αποκλείεται απλώς και μόνο επειδή ο ομνύων είναι δικηγόρος (Rybolovlev κ.ά. ν. Rybolovleva (2010) 1 A.A.Δ. 82, 93), θα προχωρήσω να εξετάσω το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του δικηγόρου κ. Χρ. Μεσαρίτη.   Το πρώτο πράγμα που διαπιστώνω είναι  πως ο κ. Χρ. Μεσαρίτης δεν διευκρινίζει ποια γεγονότα διαπίστωσε από μελέτη του φακέλου της υπόθεσης και ποια γεγονότα από τις συναντήσεις για τις οποίες κάνει αναφορά στην παράγραφο 1 της ένορκης του δήλωσης.  Ούτε βεβαίως αναφέρει αν ο ίδιος είχε προσωπική επαφή με τον Αιτητή (στην ένορκη του δήλωση γίνεται αναφορά σε «συναντήσεις που είχαμε»)  και  κατά πόσο ο Αιτητής του είχε αναφέρει οτιδήποτε στο πλαίσιο των εν λόγω συναντήσεων. Υπό το φως των πιο πάνω, βρίσκω πως δεν αποκαλύπτεται η  πηγή πληροφόρησης του ενόρκως δηλούντα.   Τα όσα στη συνέχεια παρατίθενται στην ένορκη δήλωση του, και τα οποία ο Αιτητής επικαλείται για να του δοθεί η αιτούμενη επέκταση, δεν μπορούν να  ληφθούν υπόψη.  Η Αίτηση είναι καταδικασμένη σε απόρριψη.

 

      Εν πάση περιπτώσει, θα προχωρήσω να εξετάσω την Αίτηση και επί της ουσίας της.   Από την ένορκη δήλωση του Αστ. 2631 Κυριάκου Μιχαηλίδη, που υποστηρίζει την ένσταση, προβάλλεται σαφής ισχυρισμός, πως κατά την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας αυτό είχε αποκαλυφθεί στον Αιτητή.  Στην  οπισθογράφηση του εκτελεσθέντος εντάλματος έρευνας  (τεκμήριο 1 στην ένορκη του δήλωση) γίνεται ρητή αναφορά, ανάμεσα  σ΄ άλλα, πως «πριν την έναρξη της έρευνας τους υπέδειξα το ένταλμα και τους επέστησα την  προσοχή τους στο νόμο».    Στην γραπτή κατάθεση που ο πιο πάνω Αστυνομικός έδωσε στην Αστυνομία (τεκμήριο 2 στην ένορκη του δήλωση), καταγράφονται τα ακόλουθα:  «Κατά την είσοδο μας στην οικία από την κύρια είσοδο της οικίας την οποία άνοιξε η Ν.Κ. σύζυγος του Χ. της υπέδειξα την Αστυνομική μου ταυτότητα της εξήγησα τον λόγο της εκεί παρουσίας μας, της υπέδειξα το δικαστικό ένταλμα και την ρώτησα που βρισκόταν ο σύζυγος της.  Η Ν.Κ. μας οδήγησε έξω από το υπνοδωμάτιο του και ανάφερε ότι κοιμάται.  Η πόρτα ήταν κλειδωμένη και αφού ο Χ. μας άνοιξε ζήτησε να δει το ένταλμα έρευνας.  Ο Α/Αστ2265 του υπέδειξε το ένταλμα έρευνας και του επέστησε την προσοχή του στο νόμο  και τον ρώτησε αν είχε οτιδήποτε παράνομο σχετικά με ναρκωτικά στο σπίτι.  Ο Χ. ανέφερε ‘Έχω λίο που πίννω’».

 

    Αναφέρω από τώρα πως η πιο πάνω μαρτυρία, δεν αμφισβητήθηκε από τον Αιτητή.  Μάλιστα ο ευπαίδευτος συνήγορος του δήλωσε πως δεν επιθυμούσε να αντεξετάσει τον ενόρκως δηλούντα.   Ήταν όμως η θέση του πως «… τα όσα αναφέρει στην ένορκη δήλωση του ο Αστ. Κυριάκος Μιχαηλίδης δεν συμφωνούν με τα όσα αναφέρονται στα τεκμήρια που ο ίδιος παρουσιάζει».   Η πιο πάνω θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου, με κάθε σεβασμό, δεν με βρίσκει σύμφωνο.  Το ουσιώδες, για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, είναι ότι τόσο στην ένορκη δήλωση του Αστ. 2631 όσο και στην οπισθογράφηση του εντάλματος έρευνας, αλλά και στην γραπτή του  κατάθεση στην Αστυνομία, γίνεται ρητή αναφορά πως πριν από τη έναρξη της έρευνας, ο Αιτητής ενημερώθηκε για τους λόγους  της παρουσίας της Αστυνομίας στην οικία του, και το κυριότερο,  είχε αποκαλυφθεί σ΄ αυτόν το εκδοθέν ένταλμα έρευνας. Συνεπώς, αυτός γνώριζε ότι είχε εκδοθεί δικαστικό ένταλμα έρευνας από τις 25.3.2023, ημερομηνία κατά την οποία αυτό είχε εκτελεστεί. Όμως ουδέν έπραξε.    Όπως λέχθηκε στην Πολ. Αίτ. Αρ. 11/22, Αναφορικά με την Αίτηση των 1. Ανδρέα Δημητριάδη & Σία ΔΕΠΕ κ.ά., ημερ. 14.7.2022, κρίσιμος χρόνος, για σκοπούς επέκτασης της προθεσμίας, είναι ο χρόνος που ένας Αιτητής λαμβάνει ή θα μπορούσε να λάβει γνώση για την ύπαρξη της διαδικασίας που επιθυμεί να ακυρώσει.   Τέλος, από την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία του Αστ. 2631, προκύπτει πως ο Αιτητής, ο οποίος προηγουμένως εκπροσωπείτο από άλλο συνήγορο, ουδέποτε είχε ζητήσει από την Αστυνομία αντίγραφο του εκδοθέντος εντάλματος έρευνας.       

 

    Εν κατακλείδι, η προσκομισθείσα εκ μέρους της Αστυνομίας μαρτυρία, καταρρίπτει πλήρως τους ισχυρισμούς του ενόρκως δηλούντος οι οποίοι υποστηρίζουν την Αίτηση, και οι οποίοι, εν πάση περιπτώσει, δεν θα μπορούσαν να είχαν ληφθεί υπόψη, για τους λόγους που έχω προαναφέρει.

 

    Τελειώνοντας θα πρέπει να σημειώσω και τα ακόλουθα, τα οποία έχουν τη σημασία τους.   Στις 15.5.2023 και αφού είχε παρέλθει η προθεσμία των 45 ημερών και από την ημερομηνία εκτέλεσης του εντάλματος έρευνας (25.3.2023),  ο μετέπειτα συνήγορος του Αιτητή, κ. Αλ. Κληρίδης, απέστειλε στον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, επιστολή με την οποία ζητούσε να του δοθούν αντίγραφα των ενταλμάτων έρευνας και σύλληψης που είχαν εκδοθεί.   Στην εν λόγω επιστολή ουδεμία αναφορά γινόταν σε άγνοια εκ μέρους του Αιτητή περί ύπαρξης εντάλματος έρευνας. Ουδείς ισχυρισμός προβαλλόταν  ότι η Αστυνομία αρνήθηκε να επιδείξει στον Αιτητή  το ένταλμα έρευνας στις 25.3.2023.   Ούτε βεβαίως προβαλλόταν ισχυρισμός ότι η Αστυνομία με την εν γένει συμπεριφορά της άφησε να νοηθεί πως ουδέποτε εξεδόθη δικαστικό ένταλμα έρευνας της οικίας του, ως είναι τώρα η θέση του, και πως η έρευνα διεξήχθη παράνομα.   Αυτό  που καταγραφόταν στην εν λόγω επιστολή, ήταν ότι η Αστυνομία δεν εφοδίασε τον Αιτητή με αντίγραφα των εκδοθέντων ενταλμάτων (έρευνας και σύλληψης), την έκδοση των οποίων δεν φαίνεται να αμφισβήτησε στο παρελθόν, και ότι αυτός είχε ζητήσει προφορικά κάτι τέτοιο, χωρίς όμως να διευκρινίζεται πότε και κάτω από ποιες περιστάσεις αυτά είχαν ζητηθεί.           

     Υπό το φως όλων των πιο πάνω, η απραξία του Αιτητή να κινηθεί εντός της αυστηρής προθεσμίας των 45 ημερών, δεν έχει δικαιολογηθεί.   Κατ΄ επέκταση αυτός δεν κατάφερε να ικανοποιήσει το Δικαστήριο  ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του πιο πάνω Κανονισμού για να δοθεί η αιτούμενη επέκταση της προθεσμίας.

 

     Η Αίτηση απορρίπτεται.  Ουδεμία διαταγή για έξοδα.

 

 

 

                                                Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο