ECLI:CY:AD:2023:A252
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 72/2022)
17 Ιουλίου 2023
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ NIKOLAI IVANOVICH KAZAKOV, ΕΚ ΜΟΝΑΚΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 2.11.2021 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΡ.815/2021 ΓΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ AD COLLIGENDA BONA ΣΤΟΝ κ. Α. Γ.
____________________
Γ.Ζ. Γεωργίου και Ρ. Λοϊζίδης για Γιώργος Ζ. Γεωργίου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τις Εφεσείουσες.
Α. Αιμιλιανίδης με Α. Παπαμιχαήλ (κα) και Σ. Παφίτη για Α. & Α. Κ. Αιμιλιανίδης, Κ. Κατσαρός & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.
Καμιά εμφάνιση για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.
____________________
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Οι Εφεσείουσες προσβάλλουν την απόφαση Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πρωτοβάθμια του δικαιοδοσία, με την οποία, με προνομιακό ένταλμα Certiorari, ακύρωσε περιορισμένο παραχωρητήριο, αd colligenda bona, που το Ε. Δ. Λευκωσίας, το κατώτερο Δικαστήριο, είχε χορηγήσει τη 2.11.2021 στο δικηγόρο Α.Γ. από τη Λευκωσία. Το παραχωρητήριο ακυρώθηκε γιατί είχε εκδοθεί σε διαδικασία κατά την οποία, όπως διαπιστώθηκε, υπήρξε παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, αφού δεν ειδοποιήθηκε και δεν ακούστηκε ο Εφεσίβλητος.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με οκτώ λόγους έφεσης, που καλύπτουν σχεδόν όλα τα ζητήματα στα οποία ασκήθηκε κρίση από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά και άλλα.
Καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ενήργησε ως εφετείο και εσφαλμένα διαμόρφωσε κρίση στον τρόπο με τον οποίο το κατώτερο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια (λόγος έφεσης 1) και εσφαλμένα κατέληξε ότι οι περιστάσεις δεν δικαιολογούσαν τη χορήγηση του παραχωρητηρίου με μονομερή αίτηση (λόγος έφεσης 2). Οι επόμενοι τέσσερις λόγοι αφορούν στη δυνατότητα επίκλησης της προνομιακής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι ο Εφεσίβλητος νομιμοποιείτο να αμφισβητήσει την έκδοση του παραχωρητηρίου με προνομιακό ένταλμα (λόγος έφεσης 3), εσφαλμένα κατέληξε ότι υπήρξε παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης (λόγος έφεσης 4), εσφαλμένα απέρριψε τη θέση ότι ο Εφεσίβλητος είχε διαθέσιμα άλλα ένδικα μέσα (λόγος έφεσης 5) και εσφαλμένα και αναιτιολόγητα κατέληξε ότι υφίσταντο εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούσαν την έκδοση προνομιακού εντάλματος (λόγος έφεσης 6). Τέλος, καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη ότι ο Εφεσίβλητος δεν είχε, κατά το στάδιο που αποτάθηκε για άδεια, προβεί σε ειλικρινή και δίκαια αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων (λόγος έφεσης 7) και επίσης ότι δεν έλαβε υπόψη ότι η χορήγηση του παραχωρητηρίου δεν μπορούσε να προκαλέσει και δεν προκάλεσε ζημιά σε οιονδήποτε (λόγος έφεσης 8).
Τα γεγονότα της υπόθεσης περιγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση.[1] Θα περιοριστούμε στα απολύτως αναγκαία για την έφεση. Ο αποβιώσας είχε πολύ μεγάλη περιουσία σε διάφορες χώρες και στην Κύπρο ωφέλιμο συμφέρον επί των μετοχών δύο εταιρειών στη μια από τις οποίες ανήκει ένα πολυτελές σκάφος. Προκύπτει ότι υπάρχουν αντιδικίες αναφορικά με την κληρονομιαία περιουσία. Ο αποβιώσας είχε σύζυγο με την οποία, κατά το θάνατο του, βρισκόταν σε διάσταση. Από τον γάμο του είχε αποκτήσει δύο θυγατέρες. Πρόκειται για τις τρείς Εφεσείουσες. Είχε και σύντροφο με την οποία φέρεται να είχε αποκτήσει ακόμα μια θυγατέρα. Αυτές είναι τα Ενδιαφερόμενα Μέρη. Σε αυτές προστίθεται και ο σύζυγος της αδελφής του αποβιώσαντα, ο Εφεσίβλητος, που διεκδικεί όλη την περιουσία στη βάση φερόμενης διαθήκης του αποβιώσαντα, εγγεγραμμένης στο First Instance Tribunal του Μονακό, που τον κατονομάζει ως κληρονόμο του και κληροδόχο του προαναφερόμενου σκάφους.
Η θέση των Εφεσειουσών ότι ο Εφεσίβλητος δεν νομιμοποιείτο να αμφισβητήσει τη χορήγηση του παραχωρητηρίου με προνομιακό ένταλμα, που εγείρεται με το λόγο έφεσης 3, θα πρέπει να εξεταστεί εδώ σε πρώτο στάδιο, αφού η «νομιμοποίηση» του έχει ως υπόβαθρο το ενδιαφέρον του στη διαδικασία κατά την οποία χορηγήθηκε το παραχωρητήριο. Όπως οι Εφεσείουσες αποδέχονται, στο «δεύτερο σκέλος» της επίδικης διαθήκης, που αφορά το συγκεκριμένο σκάφος, ο Εφεσίβλητος κατονομάζεται προσωπικά και όχι το «ίδρυμα Kazakovs, Vera και Nikolay» όπως στο «πρώτο σκέλος» της διαθήκης. Και δεν ήταν προϋπόθεση να είχε κριθεί ότι η διαθήκη ήταν έγκυρη και να είχαν καθοριστεί τελεσίδικα τα κληρονομικά του δικαιώματα, για να είχε ενδιαφέρον στη διαδικασία στο κατώτερο Δικαστήριο και κατ’ ακολουθία να μπορούσε να προσφύγει στην προνομιακή εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε περίπτωση παραβίασης των δικαιωμάτων του. Με αυτές τις διαπιστώσεις υπόψη, θα επανέλθουμε στο λόγο έφεσης 3, αφού εξακριβώσουμε κατά πόσο ορθά αποφασίστηκε ότι οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης είχαν παραβιαστεί κατά τη διαδικασία στο κατώτερο Δικαστήριο.
Το παραχωρητήριο χορηγήθηκε μετά από αίτηση των Εφεσειουσών. Η αίτηση ήταν μονομερής. Δεν είχε κοινοποιηθεί στον Εφεσίβλητο (ούτε στα Ενδιαφερόμενα Μέρη). Ούτε το αποτέλεσμα της, για το οποίο ο Εφεσίβλητος πληροφορήθηκε μέσω επιστολών που ο δικηγόρος Α.Γ. είχε απευθύνει προς τρίτα πρόσωπα. Η όλη διαδικασία ουσιαστικά ολοκληρώθηκε με την έκδοση του διατάγματος, που καθορίστηκε να ισχύει μέχρι την έκδοση γενικού παραχωρητηρίου, στο εξωτερικό. Παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν είχε εισαχθεί πρόνοια ότι το παραχωρητήριο θα μπορούσε να παύσει να ισχύει σε περίπτωση που το κατώτερο Δικαστήριο θα εξέδιδε άλλη διαταγή, αφού θα είχε ακούσει τυχόν άλλα επηρεαζόμενα πρόσωπα και κατέγραψε και τη θέση των Εφεσειουσών ότι η έκδοση γενικού παραχωρητηρίου δυνατόν να πάρει ακόμα και δεκαετίες.
Όπως εξήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, παραχωρητήριο αd colligenda bona «εκδίδεται εφόσον συντρέχουν εξαιρετικές ή ιδιάζουσες περιστάσεις με απώτερο στόχο να προστατευθεί αμέσως κληρονομιαία περιουσία που κινδυνεύει λόγω καθυστέρησης. Γι΄ αυτό και κάποτε το εν λόγω παραχωρητήριο είναι γνωστό και ως “preservation grant”. Σκοπός του είναι η συλλογή, διατήρηση ακόμη και διάθεση κληρονομιαίας περιουσίας, η οποία κινδυνεύει να εξανεμιστεί ή καταστραφεί χωρίς την έκδοση του». Ανέφερε ακόμα πως «Εάν τα πράγματα είναι τόσο επείγοντα και τόσο πιεστικά, ενδεχομένως να επιβάλλεται η έκδοση του κατόπιν υποβολής μονομερούς αίτησης».
Είναι δεδομένο πως όταν οι Εφεσείουσες αποτάθηκαν στο κατώτερο Δικαστήριο γνώριζαν για την ύπαρξη της προαναφερθείσας διαθήκης (είχαν από 10.8.2021 λάβει αντίγραφο) και της διεκδίκησης του Εφεσίβλητου. Η θέση τους, ότι αμφισβητούν την εγκυρότητα της διαθήκης και δεν τον αναγνωρίζουν ως κληρονόμο του αποβιώσαντα και δικαιούχο του σκάφους, καθιστούσε περισσότερο επιβεβλημένη την κοινοποίηση της διαδικασίας σε αυτόν. Στην Ghafoor and others v. Cliff and others [2006] EWHC 825 (Ch), [2006] 2 All E.R. 1079, στην οποία παραπέμπει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως πρώτος λόγος γιατί η σχετική αίτηση θα έπρεπε να είχε επιδοθεί, αναφέρεται το γεγονός ότι επρόκειτο για διαμφισβητούμενο ζήτημα (highly contentious matter).
Παρατηρώντας το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ενώ ο αποβιώσας πέθανε την 21.6.2021 και η αίτηση των Εφεσειουσών καταχωρίστηκε μόλις την 26.10.2021, μετά παρέλευση τεσσάρων και πλέον μηνών (το παραχωρητήριο χορηγήθηκε την 2.11.2021) διαπίστωσε ότι «Σ΄ αυτό το χρονικό διάστημα δεν είχε εξανεμιστεί κληρονομιαία περιουσία. ΄Εχοντας ενώπιον μου το σύνολο του μαρτυρικού υλικού, δεν διαπιστώνω ότι τα πράγματα εδώ ήταν τόσο επείγοντα και τόσο πιεστικά, 4 μήνες μετά το θάνατο του αποβιώσαντος για να χορηγηθεί, με μονομερή αίτηση, το συγκεκριμένο παραχωρητήριο. Ούτε έχει φανεί πως με την επίδοση/γνωστοποίηση της Αίτησης θα καταστρατηγούνταν οι σκοποί τους οποίους επεδίωκε να εξυπηρετήσει το αιτούμενο παραχωρητήριο … » και ακόμα πως «στη βάση του προσαχθέντος μαρτυρικού υλικού, δεν είχε διαφανεί ότι οι μετοχές στις εν λόγω εταιρείες θα εξανεμίζονταν χωρίς την ύπαρξη του παραχωρητηρίου ή, εν πάση περιπτώσει, ότι τα πράγματα ήταν τόσο επείγοντα που επιβαλλόταν η έκδοση του παραχωρητηρίου μονομερώς για να προστατευθούν αμέσως οι μετοχές». Παρατήρησε ακόμα στη βάση του περιεχομένου του παραχωρητηρίου πως δεν θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί ο σκοπός της προστασίας του σκάφους, αφού δεν περιλαμβανόταν πρόνοια για την ανάληψη των εξουσιών και αρμοδιοτήτων που είχαν οι διευθυντές της ιδιοκτήτριας εταιρείας σε σχέση με αυτό.
Δεν διαφωνούμε ούτε κατ’ ελάχιστο με τις πιο πάνω επισημάνσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Όπως πολύ ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο καμιά περίσταση της υπόθεσης δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τη χορήγηση του παραχωρητηρίου μονομερώς, όπως είχε συμβεί. Και δεν επρόκειτο για επέμβαση στον τρόπο με τον οποίο το κατώτερο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια, όπως εισηγούνται οι Εφεσείουσες, αλλά για διαπίστωση ότι δεν υφίσταντο οιεσδήποτε περιστάσεις που θα επέτρεπαν την άσκηση εκ μέρους του διακριτικής ευχέρειας ώστε να χορηγήσει το παραχωρητήριο στο πλαίσιο μονομερούς αίτησης. Επομένως, οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.
Χορηγήθηκε λοιπόν το παραχωρητήριο χωρίς να δοθεί η δυνατότητα στον Εφεσίβλητο να συμμετάσχει στη διαδικασία και να ακουστεί και χωρίς πρόνοια ως προς τη δυνατότητα του, έστω στη συνέχεια, να εναντιωθεί στη διατήρηση του σε ισχύ. Παραβιάστηκαν έτσι οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης, όπως ορθά αποφάνθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ο σχετικός λόγος έφεσης 4 απορρίπτεται. Κατ’ ακολουθία ο Εφεσίβλητος μπορούσε να προσφύγει στην προνομιακή εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Συνεπώς, ο λόγος έφεσης 3 επίσης απορρίπτεται.
Εφόσον το παραχωρητήριο δεν έπρεπε να είχε χορηγηθεί, ό,τι απέμενε ήταν κατά πόσο η προσφυγή στη προνομιακή εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την ακύρωση του ήταν και πρόσφορη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η περίπτωση περιβαλλόταν από εξαιρετικές περιστάσεις και ότι δεν ετίθετο θέμα εναλλακτικού ένδικου μέσου και, ειδικότερα, εφαρμογής της Δ.48, θ.8(4) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Διαφοροποιήθηκε από περιπτώσεις όπου αυτή θεωρήθηκε ότι θα μπορούσε να είχε εξυπηρετήσει, στη βάση ότι στις περιπτώσεις εκείνες η διαδικασία παρέμενε ζωντανή (Κωνσταντινίδη (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 853) και υπέδειξε ότι σε άλλες περιπτώσεις, το γεγονός ότι το μονομερώς εκδοθέν διάταγμα δεν είχε οριστεί επιστρεπτέο (In re Philippou (1986) 1 C.L.R. 568) και ακόμα όπου ορίστηκε επιστρεπτέο αλλά σε χρόνο που ξεπερνούσε τον αναγκαίο για την επίδοση του (Θεοφάνους (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 234 και Τράπεζα Κύπρου Λτδ (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1010) κρίθηκε ότι στοιχειοθετείτο παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και συνέτρεχαν περιστάσεις που δικαιολογούσαν την χορήγηση προνομιακού εντάλματος για ακύρωση των διαταγμάτων που είχαν εκδοθεί.
Το δικαίωμα του καθενός να λαμβάνει γνώση για οιαδήποτε δικαστική διαδικασία τον αφορά ή μπορεί να επηρεάσει τα δικαιώματα του και να παραστεί στη διαδικασία και να ακουστεί, είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης στην Κύπρο. «Η λυδία λίθος της δίκαιης δίκης είναι το δικαίωμα ακρόασης», όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε στη Χριστοφίδης (Αρ.1) (1993) 1 Α.Α.Δ. 613, 617. Η διεξαγωγή κάθε διαδικασίας στην παρουσία όλων των ενδιαφερομένων ή εφόσον έχουν όλοι δεόντως ειδοποιηθεί, είναι ο κανόνας. Μόνο κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις μπορεί να δικαιολογηθεί παρέκκλιση από το θεμελιακό αυτό κανόνα. Και σε τέτοια περίπτωση, απαραίτητη συνήθως προϋπόθεση για την εγκυρότητα της απόφασης που λήφθηκε ή του διατάγματος που έχει εκδοθεί, είναι η κοινοποίηση της εξέλιξης στον ενδιαφερόμενο το συντομότερο και η παροχή σε αυτόν της δικονομικής δυνατότητας, στην κατάλληλη περίπτωση, να ανατρέψει αυτό που συντελέστηκε στην απουσία του. (Βλ. ακόμα Θεοφάνους (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 234, 237).
Και το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να αποφασίσει στην απουσία ενδιαφερόμενου μέρους, παρά μόνο εφόσον συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, με αναφορά στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της δικαιοσύνης όπως αναφύονται σε κάθε υπόθεση ξεχωριστά. Όπως του κατεπείγοντος του ζητήματος, που στη Resola (Cyprus) Ltd ν. Χρίστου (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 598, 604, σε σχέση με την έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος μονομερώς, αναφέρθηκε ότι αποτελεί δικαιοδοτικό όρο, για να προστεθεί πως «Μόνο, εφόσο καταδεικνύεται το κατεπείγον του αιτήματος, δικαιολογείται, όλως εξαιρετικά, η άσκηση δικαστικής εξουσίας στην απουσία του εναγομένου. Μόνο τότε μπορεί να συγχωρηθεί η παρέκκλιση από το θεμελιώδη κανόνα της δικαιοσύνης, να ακούσει και τα δύο μέρη πριν εκφέρει κρίση». Στη Stavros Hotels Apts Ltd κ.ά. (Αρ.2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 836 εκδόθηκε προνομιακό ένταλμα και στη Lumiere T.V. Public Company Ltd (2006) 1(Β) Α.Α.Δ.757 δόθηκε άδεια γιατί απουσίαζε το στοιχείο του κατ’ επείγοντος, ενώ στη Sfertos Consulting & Services Ltd, Πολ. Αίτ. Aρ.30/2020, ημερ.20.3.2020, γιατί το διάταγμα δεν είχε οριστεί επιστρεπτέο. Θα σημειώσουμε, δοθείσης της ευκαιρίας, ότι στις περιπτώσεις όπου η διαδικασία δεν δικαιολογείτο και δεν θα έπρεπε να διεξαχθεί στην απουσία του ενδιαφερόμενου η χορήγηση εκεί θεραπείας συνιστά μεγαλύτερο ολίσθημα από τις περιπτώσεις όπου η θεραπεία θα μπορούσε να χορηγηθεί μονομερώς και η διαδικασία αμαυρώθηκε από την παράλειψη να οριστεί το διάταγμα επιστρεπτέο ή ακόμα όπου ορίστηκε έτσι αλλά σε χρόνο πέραν του αναγκαίου για να επιδοθεί. Και η παρούσα περίπτωση εμπίπτει στην πρώτη κατηγορία.
Όπως εύστοχα τέθηκε στην Τάσου (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1372, 1375, με αναφορά στο δικαίωμα να ακουστεί κάποιος, «Η παροχή δυνατότητας άσκησης αυτού του δικαιώματος, όπου αυτό υπάρχει, αποτελεί θεμέλιο χωρίς το οποίο δεν μπορεί να υποστηλωθεί νόμιμη διαδικασία». Στην Πιττάκης κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 297, 301, αναφέρθηκε ότι η τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης συνιστά προϋπόθεση για την έγκυρη απονομή της δικαιοσύνης, ενώ στην Γρηγορίου ν. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1222, 1224, ότι η αποστέρηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το Άρθρο 30.3 του Συντάγματος αναιρεί τη δίκη και καθιστά το αποτέλεσμα άκυρο.
Στην Αλέκα Παπακόκκινου (1993) 1 Α.Α.Δ. 31, 36-7, γίνεται επίκληση της R. v. Chief Constable of Merseyside Police, ex parte Calveley [1986] 1 All E.R. 257, όπου κρίθηκε πως ήταν τόσο σοβαρή η παρέκκλιση από τις προβλεπόμενες διαδικασίες ώστε να δικαιολογείται η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου υπέρ της αναθεώρησης της απόφασης στα πλαίσια της δικαιοδοσίας για την έκδοση διατάγματος certiorari, παρά το διαθέσιμο άλλου ένδικου μέσου. Στην Παπακόκκινου, το κατώτερο Δικαστήριο είχε αρνηθεί να επιτρέψει στην αιτήτρια, ως διάδικο, να χειριστεί την υπόθεση της αυτοπροσώπως, ουσιαστικά απαγορεύοντας της να υποβάλει, με τον τρόπο που επιθυμούσε, τους ισχυρισμούς της ενώπιον του Δικαστηρίου, όπως είχε δικαίωμα δυνάμει του Άρθρου 30.3(β) του Συντάγματος. Κατ’ επίκληση της Γρηγορίου αποφασίστηκε ότι η φύση του θέματος που εγειρόταν και οι προεκτάσεις του, σε συνάρτηση και με τη θέση πως η αντίθεση της υπό αναθεώρηση ενδιάμεσης απόφασης προς τις νομικές διατάξεις που το διέπουν ήταν έκδηλη στο πρακτικό του Δικαστηρίου, δικαιολογούσαν την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου υπέρ της εξέτασης της ουσίας της αίτησης (βλ. ακόμα Baboynnikova, Πολ. Έφ. Αρ.222/2020, ημερ.11.3.2021).
Οι αναφορές των Εφεσειουσών σε ξένη νομολογία και συγγράμματα για τις περιπτώσεις που παραχωρητήριο αd colligenda bona κρίνεται αναγκαίο να χορηγηθεί χωρίς ειδοποίηση, δεν προσθέτουν ούτε αφαιρούν το ελάχιστο από τα όσα αναφέραμε πιο πάνω.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η ενώπιον του περίπτωση συνιστούσε εξαιρετική περίσταση. Το παραχωρητήριο, ανέφερε, δεν ήταν στην ουσία παραχωρητήριο αd colligenda bona, αλλά αποσκοπούσε στο να αποκλείσει τον Εφεσίβλητο και τον απέκλεισε, από του να έχει λόγο, μέχρι την έκδοση γενικού παραχωρητηρίου. Δεν διαπιστώνουμε κανένα λόγο για να επέμβουμε στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και την καταλυτική του κρίση ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης συνέθεταν εξαιρετικές περιστάσεις, ώστε να ασκηθεί η προνομιακή εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και να ακυρωθεί το παραχωρητήριο. Ο λόγος έφεσης 6 απορρίπτεται. Καθίσταται επομένως αχρείαστο να εξετάσουμε κατά πόσο ο Εφεσίβλητος είχε διαθέσιμα άλλα ένδικα μέσα. Ο λόγος έφεσης 5 επίσης απορρίπτεται.
Ο λόγος έφεσης 7 εγείρει ζήτημα ανεπαρκούς αποκάλυψης από τον Εφεσίβλητο κατά το στάδιο που ζήτησε την άδεια για να καταχωρίσει αίτηση με κλήση. Δεν προσβάλλεται η απόφαση με την οποία δόθηκε η άδεια,[2] και δεν θα μπορούσε,[3] παρά μόνο καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία εκδόθηκε το ένταλμα certiorari, δεν λήφθηκε υπόψη ότι στο στάδιο της άδειας ο Εφεσίβλητος είχε αποτύχει να αποκαλύψει με ειλικρινή και δίκαιο τρόπο όλα τα ουσιώδη γεγονότα. Ούτε με το λόγο έφεσης, αλλά ούτε και στο περίγραμμα ή την αγόρευση των δικηγόρων των Εφεσειουσών προτάθηκε τί θα πρέπει να επιφέρει η τυχόν διαπίστωση ότι υπήρξε αποτυχία πλήρους αποκάλυψης στο στάδιο της άδειας, που το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε στο στάδιο της έκδοσης του προνομιακού εντάλματος. Άλλωστε το ένταλμα certiorari εκδόθηκε στο πλαίσιο αίτησης με κλήση και σε διαδικασία στην οποία έλαβαν μέρος όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη και, στην περίπτωση που επιβεβαιωθεί η αποτυχία πλήρους αποκάλυψης, αυτό δεν θα ανατρέψει την απόφαση με την οποία δόθηκε η άδεια.
Σε κάθε περίπτωση, τα όσα αναφέρεται ότι δεν αποκαλύφθηκαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο αφορούσαν στην εγκυρότητα και νομική ισχύ της επίδικης διαθήκης, ζητήματα που δεν ήταν προς επίλυση είτε στη διαδικασία της χορήγησης της άδειας, είτε σε αυτή της έκδοσης του προνομιακού εντάλματος. Και στις δύο διαδικασίες, ό,τι ενδιέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν το δικαίωμα του Εφεσίβλητου να ακουστεί στη διαδικασία στο κατώτερο Δικαστήριο με δεδομένη τη θέση του στη βάση της επίδικης διαθήκης. Εξηγώντας τη διάσταση του ενδιαφέροντος του Εφεσίβλητου, το πρωτόδικο Δικαστήριο ουσιαστικά απάντησε γιατί οι λεπτομέρειες στις οποίες οι Εφεσείουσες αναφέρονται δεν ήταν ουσιώδεις. Επομένως, απορρίπτεται και ο λόγος έφεσης 7.
Τέλος, η θέση ότι η χορήγηση του παραχωρητηρίου δεν μπορούσε να προκαλέσει και δεν προκάλεσε ζημιά σε οιονδήποτε, δεν μπορούσε να έχει αποφασιστική σημασία ώστε να χορηγηθεί το παραχωρητήριο από το κατώτερο Δικαστήριο ή ώστε το πρωτόδικο Δικαστήριο να μην επέμβει ακυρώνοντας το, επιδεικνύοντας ανοχή στην παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης που διαπίστωσε. Ο λόγος έφεσης 8 επίσης απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.
€3.500 έξοδα της έφεσης, πλέον το Φ.Π.Α., αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον των Εφεσειουσών.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.
Ν. Σάντης, Δ.
Στ. Χατζηγιάννη, Δ.
[1] Αναφορικά με την Αίτηση του Kazakov, Πολ. Αίτ. Αρ.251/2021, ημερ.3.3.2022, ECLI:CY:AD:2022:D90.
[3] Βλ. επιφύλαξη του Καν12(1) του περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2018.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο