ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Ή PROHIBITION ΚΑΙ/Ή MANDAMUS v. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡ. 15/6/2023 ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ, Aρ. Αίτησης: 77/2023, 22/7/2023

ECLI:CY:AD:2023:D248

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ                            

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Aρ. Αίτησης: 77/2023)

 

22 Ιουνίου, 2023

 

 

[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ, Ν.33/1964.

 

 ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018.

 

 ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ  ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Ή PROHIBITION ΚΑΙ/Ή MANDAMUS.

 

 ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡ. 15/6/2023 ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ, ΠΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΑΖΕΙ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, Η ΟΠΟΙΑ ΛΗΦΘΗΚΕ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΥΠ΄ ΑΡ. 35/23 ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΠΕΡΡΙΨΕ ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΣΑΣ ΑΡΧΗΣ ΝΑ ΚΑΛΕΣΕΙ ΤΟΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ ΟΠΩΣ ΑΛΛΑΞΕΙ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΑΠΟ ΠΑΡΑΔΟΧΗ ΣΕ ΜΗ ΠΑΡΑΔΟΧΗ ΚΑΙ/Ή ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΠΕΦΑΝΘΗ ΟΤΙ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ ΔΕΝ ΣΥΓΚΡΟΥΕΤΑΙ ΚΑΙ/Ή ΑΙΡΕΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΧΗ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΟΥ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙ ΚΑΙ/Ή ΔΕΝ ΣΥΝΙΣΤΑ ΑΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΧΗΣ ΤΟΥ ΚΑΙ/Ή ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ, ΠΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΑΖΕΙ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΝΕΙ ΔΕΚΤΗ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΧΗ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΟΥ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΥΠ’  ΑΡ. 35/23.

 

---------------------

 

 

Α. Αριστείδης, δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, με Τσιακκή (κα) ασκούμενη δικηγόρο, για τον Αιτητή.

 

--------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

[ex tempore]

 

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Ο κατηγορούμενος στην υπόθεση υπ΄ αρ. 35/23, του Στρατιωτικού Δικαστηρίου που συνεδριάζει στη Λευκωσία, αντιμετωπίζει κατηγορία στη βάση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Έχει παραδεχθεί.

 

          Κατά την αγόρευση του δικηγόρου του για μετριασμό της ποινής προβλήθηκαν ισχυρισμοί που, κατά την άποψη της κατηγορούσας αρχής, αναιρούν στοιχεία που θεμελιώνουν την κατηγορία.  Κατόπιν τούτου η κατηγορούσα αρχή εισηγήθηκε προς το δικαστήριο ότι θα έπρεπε, εφόσον εκθεμελιώνεται η παραδοχή του κατηγορούμενου στο αδίκημα του Άρθρου 210, να καταγράψει μη παραδοχή.

 

          Το δικαστήριο δεν δέχθηκε αυτή την εισήγηση.  Αποφάσισε ότι δεν προκύπτει ζήτημα άρνησης της ενοχής και ότι δεν υπάρχει ζήτημα ώστε να καλέσει τον κατηγορούμενο να αλλάξει την παραδοχή του ή το ίδιο το δικαστήριο να μην την κάνει δεχτή λόγω της εκ μέρους του αμφισβήτησης συστατικού στοιχείου του αδικήματος το οποίο, σύμφωνα με τη θέση της κατηγορούσας αρχής, αναντίλεκτα συνιστά άρνηση ενοχής.

 

          Η απόφαση αυτή του κατώτερου δικαστηρίου αποτελεί, κατά τη θέση της κατηγορούσας αρχής, καταφανές νομικό σφάλμα και οδηγεί σε διαδικαστική αντικανονικότητα και αποτελεί προϊόν προφανούς νομικής πλάνης κατά την ερμηνεία του Νόμου.  Γι’  αυτό και προσέφυγε στην εφεδρεία της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου υποβάλλοντας την υπό εξέταση τώρα αίτηση με την οποία ζητά τρεις θεραπείες:

 

Α.      Άδεια του δικαστηρίου για καταχώριση αίτησης δια κλήσεως για την έκδοση προνομιακού εντάλματος για την ακύρωση της εν λόγω ενδιάμεσης απόφασης του Στρατιωτικού Δικαστηρίου με την οποία απέρριψε το αίτημα της κατηγορούσας αρχής να καλέσει τον κατηγορούμενο όπως αλλάξει απάντηση από παραδοχή σε μη παραδοχή.

 

Β.      Άδεια του δικαστηρίου για καταχώριση αίτησης δια κλήσεως για την έκδοση προνομιακού εντάλματος mandamus με την οποία να διατάσσεται το κατώτερο δικαστήριο να μην δεχθεί την παραδοχή του κατηγορούμενου και να εκδικάσει την υπόθεση, εννοείται με ακρόαση.

 

Γ.       Άδεια του δικαστηρίου για την καταχώριση αίτησης δια κλήσεως για την έκδοση προνομιακού εντάλματος prohibition και περιπλέον ενδιάμεσο διάταγμα για αναστολή στο μεταξύ της διαδικασίας στο πρωτόδικο δικαστήριο.

 

Ήταν η θέση του ευπαίδευτου δικηγόρου του Αιτητή ότι δεν υπάρχει άλλο ένδικο μέσο παρά τα επιδιωκόμενα, εφόσον εάν αφεθεί η διαδικασία να προχωρήσει και να περατωθεί πάνω σε τέτοιο σφάλμα και αντικανονικότητα τότε δεν θα υπάρχουν περιθώρια για διάσωση πλέον της διαδικασίας.  Ο Γενικός Εισαγγελέας δεν θα είναι σε θέση να εφεσιβάλει την τελική απόφαση του δικαστηρίου, ενώ αντίθετα ο καταδικασθέντας θα έχει δικαίωμα να εφεσιβάλει την απόφαση, εάν από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου δεν αποκαλύπτεται ποινικό αδίκημα, θέμα που διαβλέπει και προειδοποιεί τώρα η πλευρά της κατηγορούσας αρχής.

 

Αυτή είναι η νομιμοποιητική βάση κατά την εισήγηση του Αιτητή στην παρούσα υπόθεση.  Η νομιμοποίηση του Αιτητή αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση.  Η φιλελεύθερη προσέγγιση που υιοθετήθηκε στη νομολογία μας επεκτείνει την τέτοια νομιμοποίηση ώστε να καλύπτει κάθε παραπονούμενο ή ζημιωθέν πρόσωπο («any person aggrieved»).

 

Περαιτέρω, στην υπόθεση IRC v. Federation of Self-Employed (1981) 2 All ER 93, αφού υποδεικνύεται ότι το ζήτημα του έννομου συμφέροντος («locus standi») είναι μικτό, εμπεριέχοντας ταυτόχρονα ζήτημα Νόμου και γεγονότων, υποδείχθηκε περαιτέρω ότι εκτός από απόλυτα σαφείς περιπτώσεις όπου η έλλειψη επαρκούς συμφέροντος είναι καταφανής, το ζήτημα αυτό δεν θα πρέπει να αποφασίζεται προκριματικά ως δικαιοδοτική προϋπόθεση, αλλά θα πρέπει να αφήνεται στο τέλος, αφού ακουστούν και οι δύο πλευρές και τεθούν ενώπιον του δικαστηρίου όλα τα σχετικά δεδομένα.

 

Πέραν όμως του ζητήματος αυτού, το τι επιζητεί τώρα ο Αιτητής ευθέως με τη θεραπεία Β και συγκαλυμμένα με τη θεραπεία Α, είναι η επέμβαση με προνομιακό ένταλμα στην άσκηση της δικαιοδοσίας του κατώτερου δικαστηρίου.  Τούτο γίνεται σαφές ειδικότερα με την αίτηση για άδεια ώστε να καταχωριστεί αίτηση για την έκδοση mandamus.  Δεν είναι επιτρεπτό να εκδίδονται προνομιακά εντάλματα προκειμένου να υπαγορευθεί στο δικαστήριο ο τρόπος με τον οποίο θα πρέπει να αποφασίσουν ένα ζήτημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία ή ο τρόπος που θα ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα (Αρ.2) (1997) 1Β ΑΑΔ 925).  Ειδικότερα, αντικείμενο εντάλματος mandamus μπορεί να αποτελέσει η άρνηση του δικαστηρίου να ασκήσει τη δικαιοδοσία του, δηλαδή η αρνησιδικία η οποία μπορεί να εκδηλωθεί είτε ως απόλυτη άρνηση, είτε υπό τη μορφή συμπεριφοράς που ισοδυναμεί με άρνηση (Halsburys Laws of England, 3rd ed., Vol. 11, para 177).

 

Εν προκειμένω, το Στρατιωτικό Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να ενεργήσει ως εισηγείται η κατηγορούσα αρχή, έστω και αν ο τρόπος που θεώρησε τα πράγματα ήταν εσφαλμένος.  Ένα δικαστήριο μπορεί μόνο να διαταχθεί σε περίπτωση αρνησιδικίας να δικάσει και να αποφασίσει σύμφωνα με το Νόμο, χωρίς να του υπαγορευθεί ποια θα είναι η απόφαση του (βλ. Προνομιακά Εντάλματα, Π. Αρτέμης, σελ. 251).

 

Έχοντας τώρα την πλήρη εικόνα επιστρέφω στο δικαιοδοτικό ζήτημα του εννόμου συμφέροντος και κρίνω ότι πρόκειται για περίπτωση που διαφαίνεται με σαφήνεια ότι ο Αιτητής δεν έχει τέτοιο συμφέρον, υπό την έννοια ότι είναι παραπονούμενο ή ζημιωθέν πρόσωπο.  Η «ζημία» η οποία ενδέχεται να υποστεί δεν μπορεί να ερμηνευθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να καλύπτει την έννοια του «person aggrieved» σε αυτά τα πλαίσια.  Εν πάση όμως περιπτώσει υπάρχει και το δεύτερο σκέλος το οποίο έχω αναπτύξει.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.   

 

                                                        Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

/φκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο